«Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται»
Ὄρθρος Μεγάλης Δευτέρας, Τρίτης & Τετάρτης
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 27-4-1986
Τὸ τροπάριον αὐτὸ πραγματικὰ ἔρχεται νὰ δώσει ἕναν τόνον εἰς τοὺς πιστοὺς μιᾶς ἐντόνου προετοιμασίας διὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Πάσχοντος Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ προπαρασκευαστεῖ ὁ λαὸς καὶ γιὰ τὴν Ἀνάσταση. Μιὰ πάρα πολὺ σύντομη ἀνάλυσή του θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς βοηθήσει.
«Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Ὁλόκληρη αὐτὴ ἡ φράσις εἶναι παρμένη ἀπὸ τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων. Ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μίλησε καὶ εἶπε ὅτι μοιάζει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μὲ ἕνα γάμο. Γι' αὐτό καὶ ἀποκαλεῖ τὸν Νυμφίον, ἢ μᾶλλον, τὸν ἑαυτόν Του, μὲ Νυμφίον καὶ τοὺς πιστούς, τὴν Ἐκκλησία, μὲ νύμφη.
Ὁ γάμος αὐτὸς εἶναι ἄγνωστον σὲ ποιά στιγμὴ θὰ λάβει χώρα. Γι' αὐτό λέγει: «Νά, ὁ Νυμφίος ἔρχεται κάπου τὴν νύκτα», «ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός».
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Νυμφίος Χριστὸς ἦρθε εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν ὁ ὁποῖος εἶναι περίοδος νύκτας. Ἡ παροῦσα ζωή, ὁ προ-χρόνος μέσα στὸν ὁποῖο εὑρισκόμεθα, εἶναι χρόνος νυκτός, σκοταδιοῦ. Δὲν εἴμεθα πλέον εἰς τὸν Παράδεισον, ὅπως ἦτο ὁ Ἀδάμ. Εἴμεθα εἰς τὴν «κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος».
Καὶ λέγεται ἡ ζωὴ αὐτὴ «νύκτα», γιατί ἐχάσαμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τὸν ὀπτικό μας. Γι' αὐτό τὸν λόγο, ὁ πιστὸς ὅταν φεύγει ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο, φεύγει ἀπὸ τὸ σκότος καὶ ἔρχεται εἰς τὸ φῶς.
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἐδῶ ἡ πρόσκλησις «Ἰδού!», ποὺ σημαίνει «Νά!», «Προσέξτε, ἰδού, νά, ὁ Νυμφίος ἔρχεται μέσα σὲ αὐτὸν τὸν σκοτεινό μας κόσμο – σκοτεινὸς γιατί ὑπάρχει ἡ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅταν ὑπάρχει ἡ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει σκότος στὶς ψυχές. Ὑπάρχει σκότος στὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Καὶ σ’ αὐτὸ τὸ σκοτάδι μας ἔρχεται ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἐνηνθρώπησε.
Καὶ λέγεται «Νυμφίος» γιατί ἔρχεται νὰ δημιουργήσει σύζευξη τοῦ λαοῦ Του μὲ τὸν ἑαυτό Του. Καὶ αὐτὴ ἡ σύζευξις, αὐτὴ ἡ ζεῦξις λαοῦ καὶ Θεοῦ ἐνανθρωπήσαντος λέγεται «γάμος». Ἂν τὸ θέλετε, ὁ γάμος ἀποτελεῖ ἕναν τύπο – ὁ γάμος, ὁ γνωστὸς γάμος ποὺ γίνεται μεταξὺ δύο ἀνθρώπων, ἑνὸς ἀνδρὸς καὶ μιᾶς γυναικός- αὐτὸς ὁ γάμος ἀποτελεῖ ἕνα τύπο, τὸν τύπο ἑνώσεως τοῦ Θεοῦ, συγκεκριμένα, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ λαοῦ Του, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Γι' αὐτό ἡ Ἐκκλησία λέγεται «νύμφη» καὶ Ἐκεῖνος λέγεται «Νυμφίος».
Συνεπῶς, ἦρθε ὁ καιρός, ὡς νὰ λέγεται ἦρθε ὁ καιρὸς αὐτῆς τῆς ζεύξεως: «Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται». Ἡ παραβολὴ λέγει: «Ἐξέρχεσθε πρὸς ὑπάντησιν», «βγεῖτε νὰ Τὸν προϋπαντήσετε». Καὶ ἔρχεται «ἐν τῷ μέσῳ τῆς νύκτός». «Καί μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα». «Εὐτυχισμένος ἐκεῖνος ὁ δοῦλος ποὺ θὰ τὸν βρεῖ νὰ εἶναι ξυπνητός».
Πάλι στὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων: «Ἀναμένουσαι αἱ δέκα παρθένοι τὸν Νυμφίον, ἐνύσταξαν», λέγει, «ἅπασαι», λέγει ἡ παραβολή. Νύσταξαν ὅλες· διότι ἀργοῦσε ὁ Νυμφίος νὰ ἔρθει καὶ ἔπεσαν νὰ κοιμηθοῦν.
Δέκα παρθένοι. Εἶναι ὁ θάνατος τοῦ κάθε πιστοῦ. Κοιτᾶξτε, κοινὴ ἰδιότης. Εἶναι καὶ αἱ δέκα παρθένοι. Σὲ λίγο θὰ ἀποδειχθοῦν ὅτι αἱ πέντε εἶναι φρόνιμοι καὶ αἱ πέντε εἶναι μωραί, ἀνόητοι, ἄμυαλοι. Ὅμως, αὐτὸ δείχνει τὴν κοινὴ ἰδιότητα τῶν Χριστιανῶν, ὅτι καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐπιμελοῦνται τὴ σωτηρία τους καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπιμελοῦνται τὴν σωτηρία τους, ἔχουν κοινὴ ἰδιότητα: τὴν ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ. Ὅλοι εἴμεθα βαφτισμένοι. Ἀλλὰ ὅλοι δὲν θὰ σωθοῦμε. Κατὰ δυστυχίαν. Ὅλοι φέρομε τὸ ὄνομα Χριστιανός, ἀλλὰ ὅλοι δὲν εἴμεθα ἄξιοι τῆς κλήσεως ποὺ κληθήκαμε ἀπὸ τὸν Χριστόν.
Συνεπῶς, εὐτυχισμένος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μένει «γρηγορῶν»· ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μένει ξυπνητός. Ὅταν, στὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων, ἀκούστηκε ἡ φωνή «Ἰδού ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε πρὸς ἀπάντησιν –εἰς ὑπάντησιν-αὐτοῦ», τότε ξύπνησαν καὶ αἱ δέκα παρθένοι. Εἶναι ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν.
Δὲν μποροῦμε νὰ περιμένουμε, ἀγαπητοί μου, πότε θὰ ἔρθει ὁ Χριστός, θὰ νυστάξομε, θὰ πεθάνομε. Καὶ δεῖτε δὲ πῶς ὁ θάνατος παρομοιάζεται. Παρομοιάζεται μὲ ὕπνον. «Νύσταξαν», λέγει, «καὶ ἐκάθευδον», ἔπεσαν καὶ κοιμήθηκαν.
Ὅταν ἀκούστηκε ἡ φωνή, ἡ φωνὴ τοῦ ἀρχαγγέλου, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Κύριος, σαλπίζει ὁ ἄγγελος καὶ τότε οἱ νεκροὶ ἐγείρονται, τότε οἱ νεκροὶ ἀνασταίνονται- σηκώθηκαν καὶ αἱ δέκα παρθένοι. Δηλαδὴ ἀνεστήθησαν. Ὅλοι θὰ ἀναστηθοῦν. Εὐσεβεῖς καὶ ἀσεβεῖς. Γρηγοροῦντες καὶ ράθυμοι. Ὅλοι θὰ ἀναστηθοῦν. Καὶ τότε θὰ προϋπαντήσουν ὅλοι τὸν Κύριον. Ἢ καλύτερα, «τότε», λέγει ἐδῶ τὸ τροπάριον, «εὐτυχισμένος ἐκεῖνος ποὺ στάθηκε γρηγορῶν», «εὐτυχισμένος ἐκεῖνος ποὺ στάθηκε ξύπνιος».
Μὰ πῶς; Ἀφοῦ ὅλοι νυστάζουν, ἀφοῦ ὅλοι πέφτουν εἰς τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου;
Ἡ ἐγρήγορσις δὲν ἀναφέρεται εἰς αὐτὸν τὸν βιολογικὸν ὕπνον. Δηλαδὴ στὸ νὰ εἶμαι ξυπνητός. Ἀπόψε, ἂς ποῦμε, δὲν θὰ πᾶμε νὰ κοιμηθοῦμε. Καὶ αὔριο βράδυ δὲν θὰ κοιμηθοῦμε. Καὶ μεθαύριο βράδυ δὲν θὰ κοιμηθοῦμε. Δὲν πρόκειται περὶ αὐτοῦ.
Γιατί ὁ Κύριος μᾶς ἔκανε, ἀπὸ πλευρᾶς δομῆς μας, ὅλα τὰ βιολογικὰ ὄντα νὰ κοιμοῦνται. Ὅλοι κοιμούμεθα. Γίνεται ἡ ἀνταλλαγή, θὰ λέγαμε, τῆς ὕλης μέσα στὸν ὀργανισμό μας. Δὲν πρόκειται περὶ αὐτοῦ. Ἀλλὰ πρόκειται γιὰ τὴν ἐγρήγορση τὴν πνευματική. Δὲν πέφτω δηλαδὴ εἰς τὸν ὕπνο τῆς ἀδιαφορίας. Εἰς τὸν ὕπνο του νὰ πῶ: «Ἔ, χρονίζει ὁ Κύριος. Καὶ ὕστερα –ποιός ξέρει;- μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἔρθει!».
Μπορεῖ νὰ πέσω καὶ στὴν ἀπιστία. Καὶ τότε, ὅταν μπεῖ τὸ σπέρμα τῆς ἀπιστίας μέσα εἰς τὴν καρδιά μου, τότε μπορῶ νὰ λέγω: «Δὲν βαριέσαι, ποιός τὰ εἶδε αὐτὰ καὶ ποιός τὰ ξέρει...». Καὶ τότε ἑπόμενο εἶναι τὰ πονηρὰ δόγματα, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες, νὰ γεννήσουν πονηρὸν βίον. Καὶ τί γίνεται; Ἀρχίζω νὰ ζῶ τὴν ζωὴ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ τὴν ζωὴ τῶν παθῶν. Δὲν εἶμαι ξύπνιος πάνω στὸν ἑαυτόν μου. Ἀφήνω τὸν ἑαυτόν μου νὰ παρασύρεται. Ἀπὸ τὰ πάθη τῆς σαρκός, ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Καὶ τότε συμφύρομαι μέσα σ’ αὐτὸ ποὺ λέγεται «κόσμος».
Πρέπει νὰ εἶμαι «γρηγορῶν». Ὁ Κύριος εἶπε: «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν». Βέβαια, ζήτησε κάποια στιγμὴ ὁ Κύριος ἀπὸ τοὺς μαθητάς Του, ὅταν εἶπε ἐκεῖνο τὸ «Γρηγορεῖτε» νὰ ἀνταποκριθεῖ εἰς τὴν βιολογία τοῦ ἀνθρώπου. Θυμηθεῖτε τοὺς ἐννέα μαθητὰς καὶ πιὸ πέρα τοὺς τρεῖς μαθητάς, ποὺ ὁ Κύριος παραλαμβάνει στὸν κῆπο της Γεσθημανῆς, στὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν. Καὶ λέγει: «Δὲν ἰσχύσατε, δὲν μπορέσατε νὰ μείνετε λίγο ξύπνιοι;». «Γρηγορεῖτε», λέγει, «καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν».
Ἐκεῖ τὸ λέγει μὲ τὴν βιολογικὴ ἔννοια. Δηλαδή, «Μὴν κοιμόσαστε. Ἀπόψε θὰ συμβοῦν συνταρακτικὰ πράγματα. Καὶ συνεπῶς, μὴν κοιμόσαστε. Ἀλλὰ προσεύχεστε, γιατί θὰ πέσετε σὲ πειρασμό»- Ποιός ἦταν ὁ πειρασμός; Ὁ πειρασμὸς τῆς ἀπιστίας- «Διότι θὰ μὲ δεῖτε σὲ λίγο, παρ' ὅτι σᾶς εἶπα τὸ Πάθος μου καὶ σᾶς εἰδοποίησα ὅτι ἔτσι θὰ συμβοῦν καὶ συνεπῶς, ὅταν ξέρετε τὸ Πάθος ποὺ θὰ ὑποστῶ, μετὰ ἀκριβείας, θὰ πεῖτε ὅτι ἦταν ἑκούσιο τὸ Πάθος καὶ συνεπῶς δὲν θὰ πρέπει νὰ σκανδαλιστεῖτε.
Ὅμως παρὰ ταῦτα δὲν καταλαβαίνετε αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω. Προσεύχεστε, γιατί θὰ πεῖτε: ‘’Ποιός ἦταν ὁ διδάσκαλός μας ποὺ ἀκολουθήσαμε τρία ὁλόκληρα χρόνια;
Δὲν ἦτο λοιπὸν ἐκεῖνος ποὺ μᾶς εἶπε: ‘’Θὰ δεῖτε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ κατεβαίνουν καὶ νὰ ἀνεβαίνουν οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ’’;
Νά, τώρα συλλαμβάνεται, ἀπόψε, συλλαμβάνεται σὰν κοινὸς κακοῦργος. Τότε πλανηθήκαμε. Τότε τρία χρόνια ποιόν ἀκολουθήσαμε;’’. Καὶ θὰ πέσετε, λοιπόν, στὸν πειρασμὸν τῆς ἀπιστίας: ‘’Μπορεῖ νὰ παραδοθεῖ, ἂν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἶναι, μπορεῖ νὰ παραδοθεῖ σὲ ἀνθρώπινα χέρια;’’.
Δὲν μπορεῖτε, ὅμως, νὰ κατανοήσετε ὅτι τὸ Πάθος εἶναι ἑκούσιον, θεληματικόν. Γι' αὐτό προσεύχεστε, γιὰ νὰ μὴν μπεῖτε στὸν πειρασμὸ αὐτόν. Στὸν πειρασμὸν τῆς ἀπιστίας. Ἐξάλλου εἶναι γραμμένο: ‘’Ἀπόψε θὰ πατάξω τὸν ποιμένα καὶ τὰ πρόβατα θὰ διασκορπιστοῦν’’, λέγει ἡ προφητεία. ‘’Θὰ χτυπήσω τὸν ποιμένα -δηλαδὴ θὰ συλληφθεῖ κ.λπ. κ.λπ.- καὶ τὰ πρόβατα θὰ σκορπιστοῦν’’. Λοιπόν, προσεύχεστε, μένετε γρηγοροῦντες, διότι ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νὰ μπεῖ κανεὶς στὸν πειρασμό».
Ἀγαπητοί μου, σήμερα, χάσαμε πάλι ἀπὸ τὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ. Μιλᾶμε γιὰ ἐρχομὸ τοῦ Ἀντιχρίστου. Μιλᾶμε γιὰ πολλὰ σημάδια. Ἐπίσης, πίσω ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν μᾶς κόβει τὸ μυαλό μας νὰ σκεφτοῦμε ὅτι ἔρχεται ὁ Κύριος. Τρέμομε καὶ φοβόμαστε τὴν παρουσία τοῦ Ἀντιχρίστου, ἀλλὰ δὲν εὐελπιστοῦμε εἰς τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἔχει φύγει ἀπὸ τὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα ὅτι «ὁ Κύριος ἔρχεται». Καὶ δὲν εἴμεθα γρηγοροῦντες. Ἂς τὸ προσέξομε.
«Ἀνάξιος δέ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα». «Ἀνάξιος», λέει, «πάλι ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος θὰ βρεῖ νὰ ραθυμεῖ, νὰ μένει εἰς τὴν ἀναμελιά, στὴν ἀκηδία, στὴν ὀλιγωρία, καὶ νὰ λέγει: ‘’Δὲν βαριέσαι’’». Καὶ τότε, ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, τοὺς συνθέτει αὐτὸ τὸ ὡραιότατο ποίημα, τὸ τροπάριον, ἔχοντας, ὅπως σᾶς εἶπα, ὑπόψιν τοῦ ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων, στρέφεται ὁ ἱερὸς συντάκτης αὐτοῦ τοῦ τροπαρίου πρὸς τὸν ἑαυτό του, ὅπως καὶ ὁ κάθε ἀκροατὴς τοῦ τροπαρίου στρέφεται πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ λέγει: «Βλέπε οὖν ψυχή μου, μή τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μή τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καί τῆς Βασιλείας ἔξω κλεισθῇς».
«Πρόσεχε, ψυχή μου». Κάνει προσκλητήριο τῆς ψυχῆς του. Ὅπως ἀκριβῶς, ὅταν κάνομε προσκλητήριο στὸν στρατό, ζητοῦμε νὰ δοῦμε τους παρόντες. «Εἶσαι παροῦσα, ψυχή μου; Εἶσαι ξυπνητή, ψυχή μου; Εἶσαι σὲ ἐγρήγορση, ψυχή μου; Ἢ εἶσαι σὲ ἀμέλεια; Ἢ δὲν φροντίζεις τὴν σωτηρία σου; Σὲ ποιά κατάσταση εἶσαι, ψυχή μου;
Βλέπε οὖν, ψυχή μου, πρόσεχε λοιπόν, ψυχή μου». Ὁ Κύριος εἰδοποίησε. Μὲ τὴν παραβολὴ ποὺ μᾶς εἶπε. Ἀλλὰ καὶ τὴν πραγματικότητα τὴν βλέπομε. Μέσα σὲ κάθε γενεά. Καὶ στὴν γενεά μας τὸ βλέπομε αὐτό, πόσοι ἄνθρωποι φεύγουν μακριὰ ἀπὸ τὴ σωτηρία καὶ ἀδιαφοροῦν ὁλότελα. «Βλέπε οὖν ψυχή μου, μή τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς- κατανεχθεὶς ἀπὸ τὸν ὕπνο· ποιόν ὕπνο; Τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ὕπνος εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ ὑπνώττει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ τὸν κάνει νὰ μὴν κοιμᾶται. Ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κοιμίζει; Ὁ διάβολος.
Ξέρετε, σήμερα οἱ λωποδύται, ὅταν θέλουν νὰ κλέψουν ἕνα σπίτι, οἱ ἔνοικοι ὅμως εἶναι μέσα, ἔχω ἀκούσει ὅτι ἀπὸ κάποια τρῦπα τοῦ σπιτιοῦ, ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπα, μὲ ἕνα σπρέϊ ρίχνουν μέσα στὸ σπίτι ὑπνωτικό. Καὶ τότε οἱ ἔνοικοι κοιμῶνται βαθιά. Αὐτὸ κάνει ὁ διάβολος. Γυρίζει μὲ ἕνα σπρέϊ στὸ κάθε σπίτι καὶ ἀπὸ τὴν κλειδαριὰ τῶν αἰσθήσεων, ἀπὸ τὶς τρῦπες τῶν αἰσθήσεων- τὰ μάτια, τὰ ἀφτιά, Τί θὰ δοῦμε; Τηλεόραση, ξέρω γώ... Τί θὰ ἀκούσουμε; Τί μουσικὲς καὶ βρωμιὲς θὰ ἀκούσουμε; Ἀπὸ τὴν γεύση. Τί θὰ φᾶμε; Ἀπὸ τὴν ἁφή. Τί θὰ πιάσομε καὶ τί θὰ ἀπολαύσομε;
Μέσῳ αὐτῶν τῶν ὀπῶν ἔρχεται καὶ βάζει τὸ «σπρέϊ» του ὁ διάβολος καὶ μᾶς ὑπνώνει. Καὶ μᾶς λέει: «Κοιμήσου, βλακουδάκι μου! Κοιμήσου, ἐδῶ θὰ σ’ ἔχω! Κοιμήσου!». Καὶ κοιμᾶται ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ... Κοιμᾶται...!
«Βλέπε οὖν ψυχή μου, μή τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς», «Πρόσεχε, ψυχή μου, μὴν κοιμηθεὶς αὐτὸν τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Πρόσεξε!», «ἵνα μή τῷ θανάτῳ παραδοθῇς», «γιὰ νὰ μὴν παραδοθεὶς εἰς τὸν θάνατον, τὸν αἰώνιον θάνατον, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει πιὰ παρὰ μόνο ὁ χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ αἰώνιος θάνατος. Ἀλλὰ τί; Πρόσεξε! Καὶ φτάσεις νὰ χάσεις τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ».
«Καί τῆς Βασιλείας ἔξω κλείσθῇς». Θυμᾶται πάλι τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων ὁ ἱερὸς συντάκτης. Καὶ λέγει: «Ὅταν ἔφθασε ὁ Νυμφίος, αἱ πέντε παρθένοι δὲν εἶχαν λάδι. Ἀμέλησαν». Ποιό εἶναι τὸ «λάδι»; Εἶναι οἱ καλὲς πράξεις. Καὶ ποιά εἶναι ἡ θρυαλλίδα; Τὸ φυτίλι ποὺ ἀνάβει μέσα στὸ λυχνάρι εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπαναπαύεται ἐπάνω στὶς ἀγαθὲς πράξεις. Ὅταν τελειώσει τὸ λάδι, τότε σβήνει ἡ θρυαλλίδα, τὸ φυτίλι. Τί θὰ πεῖ «σβήνει»;
Ὅταν δὲν ἔχει ὁ ἄνθρωπος πράξεις καλές, τότε πλέον τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δὲν ἀναπαύεται εἰς αὐτόν. Γι' αὐτό λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τὸ πνεῦμα μὴ σβέννυτε». «Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὴν τὸ σβήνετε». Πότε σβήνει;
Θὰ τὸ πῶ ἄλλη μία φορά, ὅταν δὲν ὑπάρχει τὸ λάδι τῶν καλῶν πράξεων. Ὅταν δὲν ὑπάρχει τὸ λάδι τῆς προθυμίας, τὸ λάδι τῆς ἀγάπης, τὸ λάδι τῆς μετανοίας, τὸ λάδι τῆς πίστεως, ὅταν δὲν ὑπάρχει, τότε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀπέρχεται, φεύγει, δὲν ὑπάρχει σὲ μᾶς.
Λοιπόν. Καταφθάνουν οἱ πέντε παρθένοι. Βέβαια δὲν λέει ἡ παραβολὴ ἂν βρῆκαν ἢ δὲν βρῆκαν λάδι. Πῆγαν νὰ γυρεύουν τὰ μεσάνυχτα λάδι. Εἶναι ἡ τελευταία στιγμὴ ποὺ πεθαίνουμε, ἀγαπητοί μου... Καὶ τρέχομε, τί τρέχομε; Γιὰ καλὲς πράξεις. Μὰ δὲν ὑπάρχει πιὰ ὁ χρόνος.
Πότε; Λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅταν τρέχομε, ἐκεῖ, ὅταν πεθαίνομε», λέγει, «δὲν εἶναι ὁ καιρός –ποὺ πλησιάζει ὁ θάνατος- ὁ καιρὸς τῶν μυστηρίων».
Τότε, στὴν ἐποχή του, ἔσπευδαν νὰ βαφτιστοῦν τὴν ὥρα ποὺ πέθαιναν. Τάχα, δῆθεν, γιὰ νὰ εἶναι καθαροὶ τὴν ὥρα ποὺ θὰ φύγουν ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν.
Σήμερα ἐμεῖς σπεύδουμε νὰ κοινωνήσουμε ἐνῷ μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη δὲν κοινωνούσαμε, ἢ κοινωνούσαμε ἀτελῶς, ἢ κοινωνούσαμε καὶ ἀναξίως!
Καὶ σπεύδουμε νὰ κοινωνήσουμε- δυστυχῶς, οὔτε αὐτὸ τὸ ζητᾶμε ἐμεῖς, οἱ συγγενεῖς μας τὸ φροντίζουν γιατί ἀπ’ τὸ μυαλὸ μας κἂν δὲν πέρασε ἡ ἰδέα ὅτι πρέπει νὰ φροντίσουμε γι'αυτό τὸ θέμα.
Πῶς νὰ φροντίσεις, ἀδελφέ μου, τελευταία στιγμή, ἂν σὲ ὅλη σου τὴν ζωὴ δὲν ἐφρόντισες γι’ αὐτὸ τὸ θέμα; Δὲν ἤσουνα ὁ κοινωνῶν, δὲν ἤσουνα μέσα στὸν γάμο τοῦ Χριστοῦ- αὐτὸ θὰ πεῖ «κοινωνῶ», συζευγνύομαι, ἑνώνομαι μὲ τὸν Νυμφίον Χριστόν, γίνομαι ἕνα.
Πῶς γυρεύεις τώρα; Τί γυρεύεις τώρα; Γι' αὐτό πολλὲς φορὲς ἔρχεται ὁ θάνατος καὶ δὲν προλαβαίνομε τίποτα. Λέγει, λοιπόν, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Δὲν εἶναι ὁ καιρὸς τῶν μυστηρίων τότε, ὅταν πεθαίνεις. Εἶναι ὁ καιρὸς τῶν διαθηκῶν...». Τότε κάνουμε τὴν διαθήκη μας.
Καὶ ὅπως λέγει ἐκεῖνο τὸ πολὺ ἀπογοητευτικόν, ἀλλὰ ἀληθές: Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει: «Ἐκεῖνοι ποὺ τελευταῖα στιγμὴ ζητοῦν νὰ κοινωνήσουν, ἐνῷ στὴν ζωή τους δὲν κοινωνοῦσαν καὶ φρόντισαν οἱ συγγενεῖς- καὶ μάλιστα δὲ πολλὲς φορὲς καὶ οἱ συγγενεῖς γίνονται ἐμπόδιο, ὅταν λέγουν: «Ἄ, μὴν τοῦ τὸ ποῦμε, καὶ πεῖ ὅτι θὰ πεθάνει...». Ἤ: «Μὴν μᾶς δεῖ ὁ κόσμος ὅτι ἔρχεται ὁ ἱερέας στὸ σπίτι μας καὶ ποῦν: «Νά, ἑτοιμοθάνατος ὑπάρχει στὸ σπίτι».
Βλέπετε μέχρι τελευταία στιγμὴ ἡ ἀνθρωπαρέσκεια! Τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος... Καὶ ἀφήνομε τὸν ἄνθρωπό μας νὰ πεθάνει ἔτσι...- Ὅμως», λέγει, «πηγαίνομε καὶ κοινωνοῦμε αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, γιατί μᾶς τὸ ζήτησαν. Ἀλλὰ δὲν εἴμεθα βέβαιοι ἂν αὐτοὶ θὰ σωθοῦν...». Βλέπετε, ἀγαπητοί μου;
Γι' αὐτό λέγει τώρα ἐδῶ: «Βλέπε οὖν ψυχή μου, μή τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μή τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καί τῆς Βασιλείας ἔξω κλείσθῇς».
«Ἀμήν, ἀμήν, λέγω ὑμῖν, οὐκ οἴδα ὑμᾶς!». «Κύριε, Κύριε, ἄνοιξον ὑμῖν!». «Σᾶς βεβαιώνω, δὲν σᾶς γνωρίζω». Ἔκλεισε ἡ πύλη. Καὶ κλείνει ἡ πύλη μὲ τὸν θάνατο.
Καὶ εἶναι ὁριστικὰ πλέον κλεισμένη ἡ πύλη τῆς σωτηρίας. Καὶ τῆς μετανοίας. Δὲν ὑπάρχει πιά...
Συνεπῶς, ὁ ἱερὸς συντάκτης, μιὰ τελευταία κραυγὴ πρὸς τὸν Χριστόν: «ἀλλά ἀνάνηψον κράζουσα», «Ψυχή μου, ἔλα νὰ ἀνανήψεις καὶ νὰ κραυγάσεις: Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶ ὁ Θεός ἡμῶν» κ.λπ. «Ἔλα νὰ ἀνανήψεις». Ἡ ἀνάνηψις. Ἔλα νὰ καθαρθεῖς. Νῆψις –τὸ «νὴ» μὲ ἦτα- ἀπὸ τὸ νήφω, σημαίνει εἶμαι σὲ κατάσταση πολὺ καλῆς φόρμας μου. Διότι, ἐκεῖνος ποὺ μεθᾶ, φυσικὰ δὲν εἶναι σὲ νήψη. Τὸ ρῆμα «νήφω» ἀναφέρεται σὲ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δὲν μεθᾶ. Εἶναι τὸ ἀντίθετον τοῦ «μεθῶ», τὸ «νήφω», καὶ συνεπῶς ἔχω διαύγεια τοῦ νοῦ. Ἄρα καθαρότητα τοῦ νοῦ. Ἐδῶ μεταφορικὰ στὴν πνευματικὴ ζωή, νῆψις θὰ πεῖ καθαρότητα καρδίας.
«Ἀνάνηψον, ψυχή μου»... Ἂν μέχρι τώρα στάθηκες μέσα στὴν μέθη τῶν μεριμνῶν τοῦ βίου τούτου, μέσα στὴν μέθη τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν, ἔ, ἔλα τώρα νὰ ἀνανήψεις! Ἔλα τώρα νὰ καθαρίσεις τὸν ἑαυτόν σου, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ γίνεις κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ Κύριος εἶπε: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». «Εὐτυχισμένοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν καθαρὴ καρδιά, γιατί αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεό».
Καὶ «καθαρὴ καρδιὰ» θὰ πεῖ «νήφουσα καρδιά». Καρδιά, ἡ ὁποία εἶναι καθαρή, ἡ ὁποία εἶναι σὲ ἐγρήγορση, ἡ ὁποία εἶναι ἀναμένουσα τὸν Κύριον, καρδιὰ ἡ ὁποία εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Κύριον, κατάλληλη γιὰ νὰ συζευχθεῖ μαζί Του.
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶναι τὸ τροπάριον «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μὲσῳ τῆς νυκτός»... Καὶ βέβαια, μιὰ φορὰ τὸν χρόνο, ἡ Ἐκκλησία μας, μᾶς τὸ ὑπενθυμίζει.
Μᾶς ὑπενθυμίζει αὐτὲς τὶς θέσεις. Ἐκεῖνοι ποὺ κάνουν τὸ Μεσονυκτικό, τὸ θυμοῦνται καὶ κάθε μέρα, γιατί εἶναι ἕνα τροπάριο καθημερινό, εἰς τὸ Μεσονυκτικόν, «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος...» κ.τ.λ.
Ὅμως, ἀγαπητοί μου, προσέξτε, ὄχι νὰ τὸ θυμόμαστε κάθε χρόνο, κάθε μέρα νὰ τὸ θυμόμαστε. Κάθε στιγμὴ νὰ τὸ θυμόμαστε! Καὶ νὰ νήφομε. Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν Τιμόθεο: «Σὺ δέ, ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, νῆφε ἐν πᾶσι». «Νά ‘χεις νήψη σὲ ὅλα, καὶ νὰ εἶσαι πάντοτε ὁ γρηγορῶν».
Τί ἄλλο θὰ θέλαμε, ἀγαπητοί μου, παρὰ νὰ γίνουμε ἐκεῖνοι ποὺ θὰ προσδοκοῦμε τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας μας.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ΠΗΓΗ:
https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/megalh_ebdomada/megalh_ebdomada_009.mp3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου