Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Ἡ ἑρμηνεία τῆς Παλαιάς Διαθήκης(1,1-6,4). Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
(Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική)
ΓΕΝΕΣΙΣ
ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ
(1,1-11,32)

(Γενική ἔννοια τῆς ἑνότητας)
Τό πρῶτο αὐτό τμῆμα τῆς Γενέσεως, τά ἕντεκα πρῶτα κεφάλαιά της, μᾶς μιλοῦν γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν πτώση του καί τά ὀδυνηρά ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας του. Ἡ ἀπομάκρυνση ὅμως αὐτή τοῦ ἀνθρώπου ἔκανε τόν Θεό νά ἐπέμβει γιά μία νέα δημιουργία: Νά ἐκλέξει ἕνα λαό, ἀπό τόν ὁποῖο θά προέλθει ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρωτής τῆς ἀνθρωπότητας. Ἐνῶ λοιπόν τό τμῆμα αὐτό τῆς Γενέσεως μιλάει γιά τήν ἀρχέγονη ἱστορία, γιά τήν προϊστορία τοῦ κόσμου, εἶναι συγχρόνως καί μία ἀναγκαία εἰσαγωγή στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρωπότητας, πού ἀρχίζει μέ τήν ἐκλογή τοῦ Ἀβραάμ (κεφ. 12), ὡς τοῦ γενάρχου τοῦ λαοῦ, στόν ὁποῖον ἀποκαλύφθηκε ὁ Θεός καί παρέδωσε τόν Νόμο Του.
Ὁ λαός αὐτός, γιά τόν ὁποῖο γράφηκε τό βιβλίο τῆς Γενέσεως, ἔπρεπε νά μάθει ὅτι ὁ Θεός Του μέ τόν Ὁποῖο σύναψε διαθήκη ἱερή εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ Σύμπαντος, ὅτι εἶναι ὁ μόνος Θεός.
Τά μαθήματα πού λαμβάνουμε ἀπό τά ἕντεκα κεφάλαια τοῦ πρώτου αὐτοῦ τμήματος τῆς Γενέσεως εἶναι ἀναγκαῖα καί πολύτιμα γιά τήν θεολογία μας, γιατί χωρίς αὐτά δέν μποροῦμε νά νοήσουμε τό οἰκονομικό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία μας.

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ (1,1-6,4)

Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου
(1,1-2,4α)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Τό νά πιστεύσουμε τόν Θεό ὡς Δημιουργό τοῦ σύμπαντος εἶναι βασικό δόγμα, γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἁγία Γραφή ἀρχίζει μέ τήν δημιουργία τοῦ κόσμου (στίχ. 1). Ὁ κόσμος παρουσιάζεται ἐδῶ ὅτι δημιουργήθηκε σέ ἕξι ἡμέρες (στίχ. 3-31), ἀλλά αὐτό λέγεται γιά τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μας, γιά νά στοχαστοῦμε καλύτερα τό ὑπέροχο δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ (Ὠριγένης, Αὐγουστῖνος). Ἤ, πάλι, ἡ ἀναφορά τῆς δημιουργίας σέ ἕξι ἡμέρες γίνεται γιά νά εἰπωθεῖ ἡ ἀνάπαυση τῆς ἑβδόμης ἡμέρας, τοῦ Σαββάτου. 
Στήν πραγματικότητα ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀμέσως μέ τήν ἀκαριαία ἀπό τόν Θεό καταβολή τῶν σπερμάτων τοῦ κάθε εἴδους καί τήν ἐξέλιξη ἔπειτα αὐτῶν καί τήν φανέρωσή τους στό εἶδος τους. Ἔτσι ἔχουμε τήν ἐμφάνιση ὅλων τῶν ποικιλιῶν καί μεγεθῶν τοῦ σύμπαντος τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, περί τῆς Ἑξαημέρου MPG 44,72 AB καί Μ. Βασιλείου MPG 29,149C. Σχετικά χωρία βλ. στήν μελέτη μας Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, Δημητσάνα 2011, σελ. 22-33. – Ἀπό ὅλα τά δημιουργήματα ὑπερέχει ὁ ἄνθρωπος, διότι πλάστηκε «κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ» (στίχ. 26). 
Γενικά λέγουμε ὅτι μέ τήν ἔκφραση αὐτή δηλώνεται ἡ πνευματική φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ δυνατότητά του νά ἑνωθεῖ καί νά ὁμοιωθεῖ πρός τόν Θεό. – Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου ἔγινε ὄχι βέβαια ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ (αὐτό εἶναι ἡ αἵρεση τοῦ πανθεϊσμοῦ), ἀλλά διά τῶν ἀκτίστων του θείων ἐνεργειῶν.

(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
1,1 Στήν ἀρχή ὁ Θεός δημιούργησε τόν οὐρανό καί τήν γῆ. 2Ἡ γῆ ἦταν ἀσχημάτιστη καί ἔρημη καί σκοτάδι σκέπαζε τήν ἄβυσσο. Τό πνεῦμα ὅμως τοῦ Θεοῦ ἐκινεῖτο ἐπάνω ἀπό τά ὕδατα.
3Καί εἶπε ὁ Θεός: «Νά γίνει φῶς». Καί ἔγινε φῶς. 4Καί εἶδε ὁ Θεός τό φῶς ὅτι εἶναι καλό. Καί χώρισε τό φῶς ἀπό τό σκοτάδι. 5Τό φῶς ὁ Θεός τό ὀνόμασε ἡμέρα καί τό σκοτάδι τό ὀνόμασε νύχτα. Ἔτσι ἔγινε ἑσπέρα καί ἔγινε πρωί, ἡμέρα πρώτη.
6Καί εἶπε ὁ Θεός: «Νά γίνει στερέωμα στό μέσον τῶν ὑδάτων, γιά νά διαχωρίζει τά ὕδατα ἀπό τά ὕδατα». Καί ἔγινε ἔτσι: 7Ὁ Θεός ἔκανε τό στερέωμα καί διαχώρισε τά ὕδατα, πού ἦταν κάτω ἀπό τό στερέωμα, ἀπό τά ὕδατα, πού ἦταν πάνω ἀπό τό στερέωμα. 8Τό στερέωμα ὁ Θεός τό ὀνόμασε οὐρανό· καί εἶδε ὁ Θεός ὅτι εἶναι καλό (τό ἔργο του αὐτό). Ἔτσι ἔγινε ἑσπέρα καί πρωί, ἡμέρα δεύτερη.
9Καί εἶπε ὁ Θεός: «Νά συγκεντρωθοῦν τά ὕδατα, πού εἶναι κάτω ἀπό τόν οὐρανό, σ’ ἕνα τόπο καί νά φανεῖ ἡ ξηρά». Καί ἔγινε ἔτσι: Μαζεύτηκαν τά νερά, πού εἶναι κάτω ἀπό τόν οὐρανό, στίς συναγωγές τους καί φάνηκε ἡ ξηρά. 10Τήν ξηρά ὁ Θεός τήν ὀνόμασε γῆ καί τίς συγκεντρώσεις τῶν ὑδάτων τίς ὀνόμασε θάλασσες καί εἶδε ὅτι εἶναι καλό τό ἔργο αὐτό.
11Καί εἶπε ὁ Θεός: «Ἄς βλαστήσει ἡ γῆ χλωρό χόρτο, πού νά παράγει σπέρμα κατά τό εἶδος του καί κατά τήν ὁμοιότητά του καί καρποφόρα δέντρα, πού νά κάνουν καρπό, ὁ ὁποῖος μέσα του νά ἔχει τό σπέρμα κατά τό εἶδος του, στήν γῆ». Καί ἔγινε ἔτσι: 12 Ἡ γῆ βλάστησε χλωρό χόρτο, πού παράγει σπέρμα κατά τό εἶδος του καί κατά τήν ὁμοιότητά του καί δέντρα, πού παράγουν καρπό, ὁ ὁποῖος μέσα του ἔχει τό σπέρμα κατά τό εἶδος του, στήν γῆ. 13Καί εἶδε ὁ Θεός τό ἔργο αὐτό ὅτι εἶναι καλό. Ἔτσι ἔγινε ἑσπέρα καί πρωί, ἡμέρα τρίτη.
14Καί εἶπε ὁ Θεός: «Νά γίνουν φωστῆρες στό στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ, γιά νά φωτίζουν τήν γῆ καί νά διαχωρίζουν τήν ἡμέρα ἀπό τήν νύχτα· καί ἀκόμα νά χρησιμεύουν ὡς σημάδια στό νά καθορίζουν τούς καιρούς, τίς ἡμέρες καί τά ἔτη· 15νά εἶναι ὡς φωστῆρες στό στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ γιά νά φέγγουν στήν γῆ». Καί ἔγινε ἔτσι: 16Ὁ Θεός ἔκανε τούς δύο μεγάλους φωστῆρες: Τόν μεγαλύτερο φωστήρα, γιά νά ἐξουσιάζει τήν ἡμέρα· καί τόν μικρότερο φωστήρα, γιά νά ἐξουσιάζει τήν νύχτα· ἐπίσης δημιούργησε τούς ἀστέρες. 17Καί τούς τοποθέτησε ὁ Θεός στό στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ, γιά νά φέγγουν στήν γῆ 18καί νά ἐξουσιάζουν τήν ἡμέρα καί τήν νύχτα καί νά χωρίζουν τό φῶς ἀπό τό σκοτάδι. Καί εἶδε ὁ Θεός ὅτι εἶναι καλό τό ἔργο αὐτό. 19Ἔτσι ἔγινε ἑσπέρα καί ἔγινε πρωί, ἡμέρα τέταρτη.
20Καί εἶπε ὁ Θεός: «Νά βγάλουν τά νερά ὀργανισμούς πού νά κολυμποῦν καί πτηνά, πού νά πετοῦν πάνω στήν γῆ, στόν ἀνοιχτό θόλο τοῦ οὐρανοῦ». Καί ἔγινε ἔτσι: 21Ὁ Θεός δημιούργησε τά κήτη τά μεγάλα καί κάθε ἔμψυχο κινούμενο, πού ἔβγαλαν τά νερά κατά τό εἶδος τους, καί κάθε πετεινό πτερωτό κατά τό εἶδος του. Καί εἶδε ὁ Θεός ὅτι εἶναι καλά. 22Ἔπειτα τά εὐλόγησε καί εἶπε: «Αὐξηθεῖτε καί πληθυνθεῖτε καί γεμίστε τά νερά τῶν θαλασσῶν· καί τά πετεινά πληθυνθεῖτε στήν γῆ». 23Ἔτσι ἔγινε ἑσπέρα καί ἔγινε πρωί, ἡμέρα πέμπτη.
24Καί εἶπε ὁ Θεός: «Νά βγάλει ἡ γῆ ἔμψυχα ζῶα κατά τό εἶδος τους, κτήνη καί ἑρπετά καί ζῶα τῆς ξηρᾶς κατά τό εἶδος τους». Καί ἔγινε ἔτσι: 25Ὁ Θεός ἔκανε τά ἄγρια θηρία τῆς γῆς κατά τό εἶδος τους καί τά κατοικίδια ζῶα κατά τό εἶδος τους καί κάθε ἑρπετό τῆς γῆς κατά τό εἶδος του. Καί εἶδε ὁ Θεός ὅτι εἶναι καλά.
26Καί εἶπε ὁ Θεός: «Ἄς κάνουμε ἄνθρωπο κατά τήν εἰκόνα μας καί κατά τήν ὁμοίωσή μας καί ἄς ἐξουσιάζουν τούς ἰχθεῖς τῆς θάλασσας καί τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, τά κτήνη καί ὅλη τήν γῆ καί ὅλα τά ἑρπετά πού ἕρπουν στήν γῆ».                    

27 Καί δημιούργησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο·
τόν δημιούργησε κατά τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Τούς δημιούργησε ἄνδρα καί γυναίκα.

28Καί τούς εὐλόγησε ὁ Θεός λέγοντας: «Αὐξηθεῖτε καί πληθυνθεῖτε καί γεμίστε τήν γῆ καί κυριέψτε αὐτή· ἐξουσιᾶστε τούς ἰχθεῖς τῆς θάλασσας, τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, ὅλα τά κτήνη καί ὅλη τήν γῆ· κάθε ζῶο πού κινεῖται στήν γῆ». 29Καί εἶπε ἀκόμα ὁ Θεός: «Ἰδού, σᾶς ἔδωσα ὅλα τά σπερματοφόρα φυτά, πού βρίσκονται στήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, καί κάθε δέντρο, πού ἔχει μέσα του καρπό μέ σπόρο· αὐτά θά εἶναι γιά τροφή σας. 30Γιά ὅλα τά ζῶα τῆς γῆς καί γιά ὅλα τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί γιά κάθε ἑρπετό, πού ἕρπει στήν γῆ καί ἔχει μέσα του ψυχή ζωῆς, ἔδωσα ὅλα τά χλωρά φυτά γιά τροφή τους». Καί ἔγινε ἔτσι. 31Καί εἶδε ὁ Θεός ὅλα ὅσα ἔκανε καί ἦταν ὅλα πολύ καλά. Ἔτσι ἔγινε ἑσπέρα καί πρωί, ἡμέρα ἕκτη.
2,1Τελείωσε, λοιπόν, ἡ δημιουργία τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς καί ὁλοκλήρου τοῦ σύμπαντος.α 2Τήν ἕκτη ἡμέραβ τελείωσε ὁ Θεός τό ἔργο Του πού ἔκανε, τήν δέ ἑβδόμη ἡμέρα ἀναπαύτηκε ἀπό ὅλα τά ἔργα του, ὅσα ἔκανε. 3Καί εὐλόγησε ὁ Θεός τήν ἑβδόμη ἡμέρα καί τήν ἁγίασε, γιατί σ’ αὐτή ἀναπαύτηκε ἀπό ὅλα τά ἔργα Του, ἀπό ὅσα ἔκανε ἀπό τήν ἀρχή.
4αΑὐτή εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ σύμπαντος, ὅταν δημιουργήθηκε αὐτό.

α. «Ὁλοκλήρου τῆς στρατιᾶς τους», λέγει τό Ἑβρ.
β. «Τήν ἑβδόμη ἡμέρα» κατά τό Ἑβρ.


(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
1,1-2,4α. Τό τμῆμα αὐτό ἀνήκει στήν ἱερατική παράδοση. Ἡ διήγηση περί δημιουργίας ἐδῶ εἶναι πλέον δυσνόητη καί πλέον θεολογική ἀπό τήν ἀκολουθοῦσα γιαχβική διήγηση 2,4β-25 καί θέλει νά δώσει μία λογική καί λεπτομερῆ ταξινόμηση τῶν δημιουργηθέντων ὄντων. Στήν διήγησή μας ἡ δημιουργία εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ θείου Λόγου (συνεχῶς ἐπαναλαμβάνεται τό «καί εἶπεν ὁ Θεός», βλ. Ἰωάν. 1,3). Ὁ συγγραφεύς παριστάνει τίς ὑπάρξεις καί τήν ζωή νά προβάλλουν στό λειτουργικό πλαίσιο τῆς ἑβδομάδος· ὀκτώ πράξεις συγκεντρώνονται σκοπίμως σέ ἕξ ἡμέρες γιά νά ἔλθει ἡ ἀνάπαυση τῆς ἑβδόμης ἡμέρας, ἡ ὁποία ἁγιάζει τήν ἀποπεράτωση τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ. Τά ὄντα ἔρχονται σέ ὕπαρξη μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ κατά σειράν ἀξίας μέχρι τοῦ ἀνθρώπου, τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ καί βασιλέως τῆς δημιουργίας. Τό κείμενο χρησιμοποιεῖ μία γνώση κατανοητή ἀκόμη καί γιά τήν παιδική ἡλικία. Δέν πρέπει νά σοφιζόμεθα νά εὑρίσκουμε συμφωνίες μεταξύ αὐτῆς ἐδῶ τῆς διηγήσεως καί τῆς σημερινῆς μας ἐπιστήμης· ἀλλά τήν διήγησή μας πρέπει νά τήν διαβάζουμε ὡς ἕνα κείμενο στό ὁποῖο μέ τήν μορφή τῆς ἐποχῆς του ἀποκαλύπτεται μία διδασκαλία αἰωνίου ἀξίας περί τοῦ Θεοῦ, ὡς τοῦ μοναδικοῦ, τοῦ πέραν καί πρίν ἀπό τόν κόσμο καί ὡς τοῦ δημιουργοῦ τοῦ κόσμου. 1,1. Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν. Μεταφράζουν ἐπίσης τόν στίχ.: «Στήν ἀρχή («μπερεσίθ») πού ὁ Θεός ἐδημιούργησε τόν οὐρανό καί τήν γῆ, ἡ γῆ ἦταν...». Οἱ δύο μεταφράσεις εἶναι γραμματικῶς δυνατές. Ἡ διήγηση δέν ἀρχίζει παρά μέ τόν στίχ. 2. Ὁ στίχ. 1 εἶναι ἕνας τίτλος στόν ὁποῖο ἀνταποκρίνεται τό τέλος τοῦ 2,4α. «Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ» εἶναι τό διατεταγμένο σύμπαν, τό ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργίας. Αὐτή ἐκφράζεται μέ τό ρῆμα («μπαρά») πού χρησιμοποιεῖται γιά τήν δημιουργική πράξη τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐκφρασθεῖ ἡ διαφορά πρός τήν πράξη πού γίνεται ἀπό ἄνθρωπο. Ἡ δημιουργία δέν εἶναι μῦθος, ἀλλά ἀνήκει στήν ἱστορία, εἶναι ἡ πρώτη της ἀρχή. Ἀντί τῆς λαϊκῆς ἐκφράσεως «ἐκ τοῦ μηδενός», καλύτερα περί τῆς δημιουργίας εἶναι νά μεταχειριζόμεθα τήν βιβλική ἔκφραση «ἐκ τοῦ μή ὄντος»  (βλ. Β´ Μακ. 7,28). 1,2. Ἀόρατος καί ἀκατασκεύαστος. Στό Ἑβρ. «θώχου», «βώχου». Τά οὐσιαστικά σημαίνουν «ἐρημία» καί «κενότης». Ὅπως τό σκότος, τό ὁποῖο ἐσκέπαζε τήν ἄβυσσο, ἔτσι καί οἱ ἐκφράσεις θώχου, βώχου, εἶναι εἰκόνες, οἱ ὁποῖες μέ τόν ἀρνητικό τους χαρακτήρα δίνουν τήν ἰδέα τῆς δημιουργίας ἐκ τοῦ μή ὄντος. – Πνεῦμα Θεοῦ (Ἑβρ. «ρούαχ Ἐλωχίμ»). Δέν πρόκειται ἐδῶ γιά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ρόλου του στήν δημιουργία. Βλ. καί Χρυστοστόμου εἰς ΕΠΕ 2,54). Ἡ δημιουργία θά εἶναι τό ἔργο τοῦ «λόγου» τοῦ Θεοῦ (βλ. στίχ. 3 ἑξ. «εἶπεν») ἤ τῆς «δράσεώς» του (στίχ. 7.16.25.26 «ἐποίησεν»). 1,4. Διεχώρησεν ὁ Θεός... Τό φῶς εἶναι δημιουργία τοῦ Θεοῦ, τό σκότος δέν εἶναι· αὐτό εἶναι ἄρνηση. Ἡ δημιουργία τοῦ φωτός ἀναφέρεται ὡς πρώτη, γιατί ἡ διαδοχή τῶν ἡμερῶν καί τῶν νυκτῶν θά εἶναι τό πλαίσιο στό ὁποῖο θά ἐκτυλίσσεται τό ἔργο τῆς δημιουργίας. 1,6. Στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος. Ὁ φαινομενικός «θόλος» τοῦ οὐρανοῦ ἦταν γιά τούς ἀρχαίους Σημῖτες ἕνας στερεός θόλος, ὁ ὁποῖος συγκρατοῦσε τά ἐπάνω εὑρισκόμενα νερά· διά μέσω τῶν ἀνοιγμάτων του θά τρέξουν κρουνηδόν τά ὕδατα τοῦ κατακλυσμοῦ (7,11). 1,7. Καί ἐποίησεν ὁ Θεός. Στήν δημιουργία διά τοῦ λόγου, «εἶπεν ὁ Θεός», προστίθεται ἡ δημιουργία διά πράξεως, «ἐποίησεν ὁ Θεός» τό στερέωμα, τούς ἀστέρας (στίχ. 16), τά ζῶα τῆς ξηρᾶς (στίχ. 25), τόν ἄνθρωπον (στίχ. 26). Ὁ συγγραφεύς τῆς ἱερατικῆς πηγῆς συγκεντρώνει ἔτσι στήν πλέον πνευματική ἔννοιά του περί τῆς δημιουργίας καί μία παλαιά παράδοση, παράλληλο μέ ἐκείνην τῆς δευτέρας διηγήσεως, 2,4β-25, κατά τήν ὁποία ὁ Θεός «ποιεῖ» τόν οὐρανό καί τήν γῆ, τόν ἄνθρωπο καί τά ζῶα. 1,9. Εἰς συναγωγήν μίαν. «Εἰς ἕνα τόπον», λέγει καθαρῶς τό Ἑβρ. Βλ. καί τό τέλος τοῦ στίχου. 1,16. Τούς δύο φωστῆρας τούς μεγάλους. Τά ὀνόματά τους παραλείπονται ἐπίτηδες. Ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη, λατρευόμενοι ἀπό ὅλους τούς γειτονικούς λαούς, τίθενται ἐδῶ στό ἐπίπεδο τῶν ἁπλῶν δημιουργημάτων καί παρουσιάζονται ὡς ἁπλές κρεμαστές λάμπες, πού φωτίζουν τήν γῆ καί καθορίζουν τό ἡμερολόγιο. 1,24. Ἑρπετά. Αὐτά πού «ἕρπουν» (ἤ «γλιστροῦν» στίχ. 21): τά φίδια, οἱ σαῦρες, κ.λπ. 1,26. Ποιήσωμεν. Εἶπαν ὅτι ὁ πληθυντικός «ποιήσωμεν» δύναται νά δηλώνει μία διάσκεψη τοῦ Θεοῦ μέ τήν οὐράνια αὐλή (τούς ἀγγέλους, βλ. 3,5.22) καί ὅτι ἡ μετάφραση τῶν Ο΄ (ἀκολουθουμένη ἀπό τήν Βουλγάτα) στόν Ψαλμ. 8,6, ἐπαναλαμβανομένη εἰς Ἑβρ. 2,7, κατενόησε ἔτσι τό κείμενό μας. Ὡς καλλίτερο ὅμως εἶναι νά ποῦμε ὅτι αὐτός ὁ πληθυντικός ἐκφράζει τό μεγαλεῖο καί τόν ἐσωτερικό πλοῦτο τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ὁποίου τό ὄνομα συνήθως στά Ἑβραϊκά εἶναι σέ μορφή πληθυντικοῦ (Ἐλωχίμ). Ἔτσι ξεκινάει ἡ ἑρμηνεία τῶν Πατέρων περί τῆς Ἁγίας Τριάδος. – Ἄνθρωπον. Ἑβρ. «Ἀδάμ». Ὄνομα περιληπτικό, γι᾿ αὐτό καί ὁ πληθυντικός «ἀρχέτωσαν». – Κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν. Εἶπαν ὅτι τό «καθ᾽ ὁμοίωσιν» φαίνεται νά ἐλαττώνει τήν ἔννοια τοῦ «κατ᾽ εἰκόνα» ἀποκλείοντας τήν ἰσότητα. Ὁ συγκεκριμένος ὅρος «εἰκόνα» ὑπονοεῖ μία ὁμοιότητα, ὅπως μεταξύ τοῦ Ἀδάμ καί τῶν υἱῶν του, 5,3. Οἱ δύο ἐκφράσεις ἀποτελοῦν πιθανῶς τό γνωστό φαινόμενο τοῦ συνωνυμικοῦ παραλληλισμοῦ. Αὐτή ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό τόν χωρίζει ἀπό τά ζῶα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα πρόσωπο μέ λογικό, θέληση καί δύναμη καί κυρίως πρόσωπο μέ τήν δυνατότητα νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Ἡ ἔκφραση προπαρασκευάζει μία ὑψηλότερη ἀποκάλυψη: Θέωση διά τῆς θείας Χάριτος. Περί τῆς ἐννοίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς «κατ᾽ εἰκόνα» Θεοῦ ὁ Καθηγητής Βασίλειος Βέλλας λέγει: «Ἡ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐνυπάρχουσα εἰκών τοῦ Θεοῦ δέν ἔγκειται μόνον εἰς τήν πνευματικήν τοῦ ἀνθρώπου φύσιν καί ἀθανασίαν, ὡς συνήθως τονίζεται, ἀλλ᾽ ἐπειδή ὁ Ἰσραηλίτης τόν Θεόν προσεπάθησε νά κατανοήσῃ καί πλησιάσῃ οὐχί διά τῆς θεωρητικῆς σκέψεως, ἀλλά κυρίως διά τῶν ἠθικῶν δυνάμεων, παραστήσας τοῦτον ὡς τό Ὕψιστον ἠθικόν ὄν, τό ἀπολύτως ἅγιον, διά τοῦτο καί τό θεῖον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ στοιχεῖον ἔγκειται καί εἰς τήν συνείδησιν καί γνῶσιν τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν ἀφ᾽ ἑνός καί εἰς τήν δυνατότητα καί προσπάθειαν ἀφ᾽ ἑτέρου τῆς ἀναπτύξεως τῶν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τεθειμένων ἠθικῶν ἀξιῶν» (Ὁ ἄνθρωπος κατά τήν Παλαιάν Διαθήκην,2 σελ. 8-9). 1,30. Χόρτον χλωρόν. Κατά λέξη «τό ὁποῖον κιτρινίζει», ὅπως τό σιτάρι πού ὡριμάζει. Στόν στίχο μας ἔχουμε εἰκόνα μιᾶς, πράγματι, χρυσῆς ἐποχῆς κατά τήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι καί τά ζῶα ζοῦσαν εἰρηνικά, οἱ πρῶτοι τρεφόμενοι ἀπό τούς καρπούς τῶν δένδρων καί τά δεύτερα βόσκοντα στά φυλλώματα. Στό 9,3, ὅπως εἴπαμε, θά ἐγκαινιασθεῖ μία νέα ἐποχή. 2,3. Τό Σάββατο (Ἑβρ. «σαββάθ») εἶναι ἕνας θεῖος θεσμός: ὁ ἴδιος ὁ Θεός «κατέπαυσε» («σαβάθ») αὐτή ἐδῶ τήν ἡμέρα. Παρά ταῦτα, ἡ λ. «σαββάθ» ἀποφεύγεται ἐδῶ, γιατί, κατά τόν ἱερατικό συγγραφέα, τό Σάββατο δέν θά ἐπιβληθεῖ παρά μόνο στό Σινᾶ, ὅπου θά γίνει τό σημεῖο τῆς διαθήκης, Ἐξ. 31,12-17. Ἀλλά ἀπό τήν δημιουργία ὁ Θεός ἔδωσε ἕνα παράδειγμα πού ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μιμηθεῖ (Ἐξ. 20,11. 31,17). 2,4α. Βίβλος γενέσεως. Στό Ἑβρ. «τωλεδώθ», λ. πού κυρίως σημαίνει «καταγωγή», ἔπειτα δέ σημαίνει τήν ἱστορία ἑνός προγόνου καί τῆς γενεᾶς του, βλ. 6,9. 25,19. 37,2. Μέ τήν χρησιμοποίηση αὐτῆς τῆς λέξεως ἐδῶ δηλώνεται ὅτι ἡ δημιουργία δέν εἶναι μῦθος, γιατί εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἱστορίας καί δέν εἶναι, ὅπως στούς Σουμερίους καί τούς Αἰγυπτίους, μία σειρά θείων γεννήσεων.


Ἡ πλάση τῆς γυναίκας.  Ὁ παράδεισος (2,4β-25)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ἡ παροῦσα περικοπή παρουσιάζεται ὡς συμπλήρωμα τῆς προηγουμένης διηγήσεως περί δημιουργίας καί ὁμιλεῖ πάλι γιά τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν πλάση τῆς γυναίκας. Ὁ Θεός φύσησε στό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου (στούς «ρώθωνας» κατά τό Ἑβραϊκό) «πνοήν ζωῆς» καί αὐτός ἔγινε ζωντανή ὕπαρξη (στίχ. 7)! Αὐτή ἡ «πνοή» («νεσαμά») τοῦ Θεοῦ ἔδωσε στόν ἄνθρωπο ψυχή, τό «νέφες». Ὅταν αὐτό τό «νέφες» ἀποχωριστεῖ ἀπό τήν ὑλική του φύση, ἀπό τήν σάρκα του («μπασάρ»), τότε ἐπέρχεται ὁ θάνατος σ᾿ αὐτόν, ὅπως τό διαβάζουμε καθαρά στόν 6,3 στίχ. τῆς Γενέσεως. Βλ. καί Ψαλμ. 103,29. – Ὁ Θεός ἔπλασε τήν γυναίκα ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἄνδρα Ἀδάμ (στίχ. 21), πράγμα πού δεικνύει ὅτι αὐτή εἶναι ὁμότιμος μέ αὐτόν καί βοηθός αὐτοῦ (στίχ. 20). Τήν ἰσοτιμία τοῦ ἀνδρός καί τῆς γυναικός τήν δηλώνει καί ἡ κοινή ὀνομασία τους (στίχ. 23). – Ὁ Θεός ἔβαλε τόν ἄνθρωπο στόν παράδεισο (στίχ. 8), σ᾽ ἕνα ξεχωριστό τόπο τῆς γῆς, ὅπου «περιπατοῦσε» Αὐτός (3,8). Γιά τήν τοποθέτηση τοῦ παραδείσου λέγουμε γενικά ὅτι πρέπει νά βρισκόταν στήν ἀνατολική περιοχή τῆς Ἀσίας. Γιά νά τελειωθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί νά πετύχει τό «καθ᾽ ὁμοίωσιν», ἔπρεπε νά περάσει ἀπό μία ἄσκηση. Ἔτσι ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή (μέ τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου, ἄν τήν παραβεῖ), νά μήν φάγει ἀπό τό «δέ­ντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ» (στίχ. 17), πού βρισκόταν στόν παράδεισο (στίχ. 16.17). – Ἡ συμπλήρωση τῆς κοπείσης πλευρᾶς τοῦ Ἀδάμ γίνεται μέ τόν γάμο, ὅπου καί οἱ δύο, ἄνδρας καί γυναίκα, «ἔσονται εἰς σάρκα μίαν» (στίχ. 24). Δέν γνωρίζουμε πῶς θά ἦταν ὁ γάμος στόν παράδεισο, ἄν δέν ἁμάρταναν οἱ πρωτόπλαστοι (κεφ. 3). Θά ἦταν πάντως γάμος μέ πλήρη ἁγνότητα καί χωρίς καμμία σαρκικότητα (στίχ. 25).


(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
2,4βΤήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὁ Θεός δημιούργησε τόν οὐρανό καί τήν γῆ, 5τά φυτά τοῦ ἀγροῦ δέν ὑπῆρχαν ἀκόμα στήν γῆ καί τά χόρτα τοῦ ἀγροῦ δέν εἶχαν ἀκόμα βλαστήσει, γιατί ὁ Θεός δέν εἶχε βρέξει στήν γῆ καί δέν ὑπῆρχε ἄνθρωπος νά τήν ἐργάζεται. 6Πηγήα ὅμως ἀνάβλυζε ἀπό τήν γῆ καί πότιζε ὅλη τήν ἐπιφάνειά της. 7Καί ἔπλασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο ἀπό τό χῶμα τῆς γῆς καί ἔπειτα φύσηξε στό πρόσωποβ πνοή ζωῆς καί ἔγινε ὁ ἄνθρωπος ζωντανή ὕπαρξη.
8Καί ὁ Θεός φύτεψε ἕναν παράδεισο πρός ἀνατολάς, στήν Ἐδέμ, καί ἐκεῖ ἔβαλε τόν ἄνθρωπο πού ἔπλασε. 9Καί ἀκόμα ἔκανε ὁ Θεός νά βλαστήσουν ἀπό τήν γῆ ὅλα τά δέντρα, πού εἶναι εὐχάριστα στό νά τά βλέπει κανείς καί καλά γιά τροφή· καί βλάστησε καί τό δέντρο τῆς ζωῆς, στό μέσον τοῦ παραδείσου, καί τό δέντρο τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ.
10Ἕνας ποταμός δέ ἔβγαινε ἀπό τήν Ἐδέμ γιά νά ποτίζει τόν παράδεισο καί ἀπό ’κεῖ χωριζόταν σέ τέσσερα ποτάμια: 11Τό ὄνομα τοῦ πρώτου εἶναι Φισῶν· αὐτός περικυκλώνει ὁλόκληρη τήν χώρα Εὐιλάτ, ὅπου βρίσκεται χρυσός· 12καί ὁ χρυσός τῆς χώρας ἐκείνης εἶναι πολύ καλός· ἐκεῖ ἀκόμα βρίσκεται ἄνθρακας καί πράσινος λίθος.γ 13Τό ὄνομα τοῦ δευτέρου ποταμοῦ εἶναι Γεῶν· αὐτός περικυκλώνει τήν χώρα τῆς Αἰθιοπίας. 14Ὁ τρίτος ποταμός λέγεται Τίγρις·δ αὐτός ρέει μπροστά στήν Ἀσσυρία.ε Καί ὁ τέταρτος ποταμός λέγεται Εὐφράτης.
15Καί ἔλαβε Κύριος ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο πού ἔπλασε καί τόν τοποθέτησε στόν παράδεισο τῆς τρυφῆς, γιά νά τόν ἐργάζεται καί νά τόν φυλάγει. 16Καί ἔδωσε ἐντολή ὁ Κύριος ὁ Θεός στόν Ἀδάμ καί τοῦ εἶπε: «Ἀπό κάθε δέντρο τοῦ παραδείσου μπορεῖς νά τρῶς ἐλεύθερα· 17ἀπό τό δέντρο ὅμως τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ δέν θά φᾶς· γιατί τήν ἡμέρα πού θά φᾶς ἀπ’ αὐτό, ὁπωσδήποτε θά πεθάνεις».
18Καί εἶπε Κύριος ὁ Θεός: «Δέν εἶναι καλό νά εἶναι μόνος του ὁ ἄνθρωπος· ἄς κάνουμε γι’ αὐτόν ἕνα βοηθό ὅμοιό του». 19Καί ἔπλασε ὁ Θεός ἀκόμα ἀπό τήν γῆ ὅλα τά ζῶα τοῦ ἀγροῦ καί τά πτηνά τοῦ οὐρανοῦ καί τά ἔφερε στόν Ἀδάμ, γιά νά δεῖ πῶς θά τά ὀνομάσει· και ὅποιο ὄνομα ἔδινε ὁ Ἀδάμ σέ κάθε ζωντανό δημιούργημα, αὐτό ἦταν τό ὄνομά του. 20Ἔδωσε ὀνόματα ὁ Ἀδάμ σ’ ὅλα τά κτήνη καί σ’ ὅλα τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί σ’ ὅλα τά ζῶα τοῦ ἀγροῦ. Στόν Ἀδάμ ὅμως δέν βρέθηκε βοηθός ὅμοιος μέ αὐτόν.
21Καί ὁ Θεός προξένησε βαθύ ὕπνο σ’ αὐτόν καί κοιμήθηκε· καί ἔλαβε μία ἀπό τίς πλευρές του καί ἔκλεισε μέ σάρκα τόν τόπο της· 22καί τήν πλευρά πού ἔλαβε ὁ Θεός ἀπό τον Ἀδάμ τήν ἔκανε γυναίκα καί τήν ἔφερε σ’ αὐτόν.
23Τότε ὁ Ἀδάμ εἶπε:
«Αὐτή τώρα εἶναι κόκκαλο
ἀπό τά κόκκαλά μου
καί σάρκα ἀπό τήν σάρκα μου·
αὐτή θά ὀνομαστεῖ ἀνδρίδα (γυναίκα),
γιατί βγῆκε ἀπό τόν ἄνδρα·
24γι’ αὐτό θά ἐγκαταλείψει ὁ ἄνθρωπος τόν πατέρα του καί τήν μητέρα του καί θά προσκολληθεῖ στήν γυναίκα του· καί αὐτοί θά εἶναι μία σάρκα.
25 Καί ἦταν καί οἱ δύο γυμνοί, καί ὁ Ἀδάμ καί ἡ γυναίκα του, ἀλλά δέν ἐντρέποντο.


α. «Ἀτμός», λέγει τό Ἑβρ.
β. «Στούς ρώθωνας», λέγει τό Ἑβρ.
γ. Τό Ἑβρ. λέγει: «Ἐκεῖ εἶναι τό βδέλλιον καί ὁ λίθος ὁ ὀνυχίτης».
δ. «Χιντεκέλ», λέγει τό Ἑβρ.
ε. «Πρός ἀνατολάς τῆς Ἀσσυρίας» (Ἑβρ.).



(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
2,4β-25: Τό τμῆμα αὐτό ἀνήκει στήν γιαχβική πηγή. Ἡ διήγησή μας δέν εἶναι, ὅπως τό λέγουν συνήθως, μία δεύτερη διήγηση τῆς δημιουργίας, πού ἀκολουθεῖται ἀπό μία διήγηση τῆς πτώσεως, ἀλλά εἶναι δύο συνδυαζόμενες διηγήσεις, πού χρησιμοποιοῦν διάφορες παραδόσεις: Μία διήγηση περί τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, διάφορη ἀπό τήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί πού δέν τελειώνει παρά μέ τήν δημιουργία τῆς γυναίκας καί τήν ἐμφάνιση τοῦ πρώτου ἀνθρωπίνου ζεύγους, 2,4β-8.18-24· καί μία διήγηση περί τοῦ ἀπολεσθέντος παραδείσου, τῆς πτώσεως καί τῆς τιμωρίας, πού ἀρχίζει μέ τό 2,9-17 καί συνεχίζει μέ τό 3,1-24. 2,7. Τόν ἄνθρωπον. Ὁ ἄνθρωπος (Ἑβρ. «ἀδάμ») προέρχεται ἀπό τό ἔδαφος, Ἑβρ. «ἀδαμά», βλ. 3,19 καί 23. Αὐτό τό συλλογιστικό ὄνομα θά γίνει εἰς Γεν. 4,25. 5,1. 3 τό κύριο ὄνομα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ. – Εἰς ψυχήν ζῶσαν. Εἶναι ἡ ἑβραϊκή λ. «νέφες», ἡ σημαίνουσα τήν ζώσα ὕπαρξη μέ μία ζωτική ἀναπνοή (δηλουμένη ἐπίσης μέ τήν λέξη «πνεῦμα», «ρούαχ», βλ. σχόλ. εἰς 6,17. καί Ἠσ. 11,2), βλ. Ψαλμ. 6,5 σχόλ. 2,8. Παράδεισον. Τό «κῆπος» μεταφράζεται «παράδεισος» στούς Ο΄ καί μετά σέ ὅλη τήν παράδοση. – Ἐδέμ.·Εἶναι ἕνα γεωγραφικό ὄνομα, γιά τό ὁποῖο ἀποφεύγεται κάθε προσδιορισμός θέσεως καί σημαίνει κατ᾿ ἀρχήν «στέππα». Ἀλλά οἱ Ἰσραηλῖτες μετέφρασαν τήν λέξη, κατά τό ἑβραϊκό, «ἡδονή», ρίζα ῾δν. Ἡ διάκριση μεταξύ τῆς Ἐδέμ καί τοῦ κήπου, ἐκφραζομένη ἐδῶ καί στόν στίχ. 10, σκιάζεται στήν συνέχεια: γίνεται λόγος γιά «κῆπο τῆς Ἐδέμ» (στίχ. 15. 3,23.24. Στό Ἰεζ. 28,13 καί 31,9)· Ἐδέμ εἶναι ὁ «κῆπος τοῦ Θεοῦ» καί στό Ἠσ. 51,3. Ἐδέμ, ὁ «κῆπος τοῦ Γιαχβέ», ἀντιτίθεται μέ τήν ἔρημο καί μέ τήν στέππα. Γίνεται πιθανή ἡ συγγένεια τῆς λ. μέ τό ἀσσυριακό edinu, τό ὁποῖο σημαίνει «στέππα». 2,9. Ξύλον τῆς ζωῆς. Σύμβολο τῆς ἀθανασίας, βλ. σχόλ. εἰς 3,22. Γιά τό «δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ» βλ. σχόλ. εἰς στίχ. 17. 2,10-14. Οἱ στίχ. εἶναι μία παρένθεση, ἀλλ᾿ αὐτή ἡ παρένθεση παρενεβλήθη πιθανόν ἀπό τόν ἴδιο τόν γιαχβιστή, ὁ ὁποῖος ἐχρησιμοποίησε παλαιές γνώσεις γιά τήν ἐξωτερική μορφή τῆς γῆς. Ὁ σκοπός του εἶναι καί νά ἐντοπίσει τόν κῆπο τῆς Ἐδέμ, ἀλλά περισσότερον εἶναι νά δείξει ὅτι οἱ μεγάλοι ποταμοί, πού εἶναι οἱ «ζωτικές ἀρτηρίες» τῶν τεσσάρων περιοχῶν τοῦ κόσμου, ἔχουν τίς πηγές τους στόν παράδεισο. Δέν εἶναι ἐκπληκτικό τό ὅτι αὐτή ἡ γεωγραφία εἶναι ἀβεβαία. Ὁ Τίγρης καί ὁ Εὐφράτης εἶναι οἱ ὀνομαστοί ποταμοί καί ἔχουν τίς πηγές τους στά ὄρη τῆς Ἀρμενίας, ἀλλά ὁ Φισῶν καί ὁ Γεών εἶναι ἄγνωστοι. Ἡ Εὐιλάτ, κατά τό Γεν. 10,29 (Ἑβρ.), εἶναι στήν Ἀραβία καί «Χούς» σημαίνει ἀλλοῦ τήν Αἰθιοπία (βλ. τούς Ο´), ἀλλά δέν εἶναι βέβαιο ὅτι αὐτά τά δύο ὀνόματα πρέπει νά ἐκληφθοῦν ἐδῶ στήν συνήθη τους ἔννοια. 2,12. Ἄνθραξ καί ὁ λίθος ὁ πράσινος. «Τό βδέλλιο καί ὁ λίθος ὁ ὀνυχίτης», λέγει τό Ἑβρ. «Βδέλλιο» εἶναι τό ἀρωματικό ἐλαστικό κόμμι. 2,17. Ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν... Αὐτή ἡ γνώση εἶναι ἕνα προνόμιο, τό ὁποῖο φυλάσσεται γιά τόν Θεό καί τό ὁποῖο θά σφετερισθεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τήν πτώση (3,5.22). Δέν εἶναι οὔτε ἡ παγγνωσία, πού ὁ πεπτωκώς ἄνθρωπος δέν κατεῖχε ποτέ, οὔτε ἡ ἠθική διάκριση, πού εἶχε ἤδη ὁ ἀθῶος ἄνθρωπος καί πού ὁ Θεός δέν ἦταν δυνατόν νά ἀρνηθεῖ στό λογικό πλάσμα του. Ἡ γνώση αὐτή ἦταν ἡ εὐκολία νά ἀποφασίσει ὁ ἄνθρωπος ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ποιό εἶναι «καλό», τό ὠφέλιμο δηλαδή γι᾽ αὐτόν, καί ποιό εἶναι «κακό», τό μή ὠφέλιμο δηλαδή γι᾽ αὐτόν, καί νά πράξει κατά τήν ἀπόφασή του αὐτή· ἦταν μία διεκδίκηση τῆς ἠθικῆς του αὐτονομίας, μέ τήν ὁποία δύναται νά ἀρνηθεῖ ὁ ἄνθρωπος τήν δημιουργική του ἐξάρτηση ἀπό τόν Θεό (βλ. Ἠσ. 5,20). Τό πρῶτο ἁμάρτημα, λοιπόν, ἦταν μία προσβολή στήν ἀνωτάτη κυριαρχία τοῦ Θεοῦ, ἦταν τό ἁμάρτημα τῆς ὑπερηφανείας. Αὐτή ἡ ἀνταρσία ἐκφράζεται συγκεκριμένως μέ τήν παράβαση μιᾶς τεθείσης ἀπό τόν Θεό ἐντολῆς καί παριστάνεται μέ τήν εἰκόνα τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ. – Θανάτῳ ἀποθανεῖσθε. Δηλαδή, «ὁπωσδήποτε θά πεθάνετε». Ἡ ἰδία ἔκφραση χρησιμοποιεῖται στούς νόμους καί τίς ἀποφάσεις πού προβλέπουν μία ἀπειλή τοῦ θανάτου. Ἡ βρώση τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ δέν προεκάλεσε ἕνα ἀκαριαῖο θάνατο· ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ἔζησαν καί μετά τήν πτώση καί ἡ καταδίκη εἰς 3,16-19 ὁμιλεῖ γιά τόν θάνατο ὡς τό τέρμα μιᾶς οἰκτρᾶς ζωῆς. Ἡ ἁμαρτία συμβολιζομένη μέ τήν βρώση τοῦ καρποῦ ἀξίζει τόν θάνατο. Τό κείμενο δέν λέγει περισσότερα (βλ. 3,3). 2,18. Ἡ διήγηση τῆς δημιουργίας τῆς γυναικός (στίχ. 18-24) φαίνεται νά προέρχεται ἀπό μία ἀνεξάρτητη παράδοση: στόν στίχ. 16 ἡ λ. «Ἀδάμ» σημαίνει τόν ἄνδρα καί τήν γυναίκα, ὅπως εἰς τό 3,24. Τό 3,1-3, πού συνεχίζει τό 2,17, ὑποθέτει ὅτι ἡ ἐντολή δόθηκε καί στόν ἄνδρα καί στήν γυναίκα. 2,21. Σάρκα. Ἡ σάρξ (Ἑβρ. «μπασάρ») σημαίνει κατά πρῶτον, στό ζῶο ἤ στόν ἄνθρωπο, «τό κρέας», τούς μῦς (41,2-4. Ἐξ. 4,7. Ἰώβ 2,5). Ἐπίσης σημαίνει καί ὁλόκληρο τό σῶμα (Ἀριθμ. 8,7. Γ΄ Βασ. 21,27. Δ΄ Βασ. 6,30) καί τόν οἰκογενειακό δεσμό (2,23. 29,14. 37,27) καί ἀκόμη ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα ἤ τό σύνολο τῶν ζωντανῶν ὑπάρξεων («πᾶσα σάρξ», 6,17.19. Ψαλμ. 136,25. Ἠσ. 40,5-6). Σημαίνει τήν ψυχή (βλ. σχόλιο εἰς 2,7) ἤ τό πνεῦμα (βλ. σχόλιο εἰς 6,17), πού ζωογονεῖ τήν σάρκα, χωρίς νά προστίθεται σ᾿ αὐτήν, καί τήν καθιστᾷ ζωντανή ὕπαρξη. Συχνά ὅμως ἡ λ. «σάρξ» ὑπογραμμίζει τό εὔθραυστο καί τό φθαρτό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου (6,3. Ψαλμ. 55,5. Ἠσ. 40,6. Ἰερ. 17,5 καί σιγά-σιγά νοεῖται ὡς κάποια ἀντίθεση μεταξύ τῶν δύο στοιχείων τοῦ ζῶντος ἀνθρώπου· βλ. Ψαλμ. 77,39. Ἐκκλ. 12,7. Ἠσ. 31,3· βλ. ἐπίσης Σοφ. Σολ. 8,19. 9,15 σχόλ.). Ἡ ἑβραϊκή δέν ἔχει λέξη γιά νά ἐκφράσει τό «σῶμα»· ἡ Καινή Διαθήκη θά ἀναπληρώσει αὐτό τό κενό χρησιμοποιοῦσα τήν λέξη «σῶμα» πλησίον τῆς λ. «σάρξ», βλ. σχόλ. εἰς Ρωμ. 7,5 καί 7.24. 2,22. Εἰς γυναῖκα. Ἡ ἀντίστοιχη ἑβραϊκή λέξη ἐκφράζει δυνατά τήν σχέση πού συνδέει τόν ἄνδρα καί τήν γυναῖκα (στίχ. 23), καί πού τούς ἑνώνει στόν γάμο, στίχ. 24. 2,23. Στό Ἑβραϊκό ἔχουμε ἕνα λογοπαίγνιο τῶν «ἴς» (ὁ ἄνδρας) καί «ἰσσά» (ἡ γυναίκα) καί ἡ Γένεση ἀγαπᾶ τό λογοπαίγνιο αὐτό, γιατί ἐκφράζεται ἔτσι ἡ ὁμοιότητα τοῦ ἀνδρός καί τῆς γυναικός.

Ἡ πτώση (3,1-24)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ἡ περικοπή ὁμιλεῖ γιά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Σέ ὅλο τό ὑπόλοιπο τμῆμα τῆς Π.Δ. βλέπουμε τά ὀδυνηρά ἀποτελέσματα τῆς πτώσεως αὐτῆς, ἀλλά καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀνόρθωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Διάβολος γιά νά ἀπατήσει τούς πρωτοπλάστους χρησιμοποίησε ὡς δόλωμα τήν θέωση (στίχ. 5), γιά τήν ὁποία εἶναι πραγματικά πλασμένος ὁ ἄνθρωπος. Πρότεινε ὅμως ὁ Διάβολος ἄλλο δρόμο θεώσεως, τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ (στίχ. 4.5). Γιά τήν ἀνόρθωση ἀπό τήν πτώση ὁ Θεός κάλεσε τούς πρωτοπλάστους νά μετανοήσουν (στίχ. 9), ἀλλά αὐτοί παρέμειναν ἀμετανόητοι, ρίπτοντες ὁ ἕνας στόν ἄλλο τήν εὐθύνη καί τελικά στόν Διάβολο (στίχ. 11-13), γι᾽ αὐτό καί καταδικάστηκαν. Ἡ καταδίκη τούς κτύπησε στίς πιό οὐσιαστικές δραστηριότητές τους, τήν γυναίκα ὡς σύζυγο καί μητέρα (στίχ. 16) καί τόν ἄνδρα ὡς ἐργάτη (στίχ. 17-19). – Ἀποτέλεσμα τῆς πτώσης τῶν πρωτοπλάστων εἶναι τό ὅτι χάθηκε ἡ ὡραία ἁρμονία τους μέ τόν Θεό καί μέ τήν κτίση. Στή ψυχή τους ἦλθε ἡ ἐντροπή καί ὁ φόβος (στίχ. 7.8.10). Ἀλλά καί στήν ὑλική κτίση ἦλθε ταραχή, γιατί δέν θά δίνει πιά αὐτή εὔκολα τούς καρπούς της γιά τήν διατροφή τοῦ ἀνθρώπου (στίχ. 17-19· βλ. καί Ρωμ. 8,18 ἑξ.). Ὡς τελικό δέ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε ὁ θάνατος (στίχ. 19). – Μέ τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου σάν νά φαίνεται νικητής ὁ Διάβολος, γιατί πέτυχε τό τέχνασμά του. Ὅμως στήν περικοπή μας βλέπουμε τήν καταδίκη του καί τήν ἐξουθένωσή του, πού ἐκφράζεται μέ τήν καταδίκη τοῦ φιδιοῦ νά σέρνεται καί νά τρώγει χῶμα (στίχ. 14), γιατί ἔγινε ὄργανο τοῦ Διαβόλου γιά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ τέλεια ὅμως συντριβή τοῦ Διαβόλου θά γίνει στό μέλλον ἀπό Κάποιον, πού θά γεννηθεῖ παρθενικά (γι᾽ αὐτό καί χαρακτηρίζεται μόνο ὡς «σπέρμα» γυναικός, στίχ. 15), καί ὁ Ὁποῖος μέ τήν θεϊκή του δύναμη θά συντρίψει τό κεφάλι τοῦ φιδιοῦ (στίχ. 15), δηλαδή, θά καταλύσει τά ἔργα τοῦ Διαβόλου (βλ. καί Α´ Ἰωάν. 3,8). Εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Σωτήρας μας. Ἡ ὑπόσχεση αὐτή τοῦ Θεοῦ λέγεται «πρωτο-εὐαγγέλιο». Ὅλη ἡ ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐργάζεται γιά νά εὑρεθεῖ ἡ Γυναίκα αὐτή, ἡ ὁποία θά γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Μεσσίου. Ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι ἀδύνατο νά συγκατοικεῖ μέ ἀκάθαρτο καί νά ἑνωθεῖ μέ αὐτό (βλ. ὁμιλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, εἰς τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου), γι᾽ αὐτό καί ἀποβάλλεται τώρα ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος ἀπό τόν παράδεισο (στίχ. 22β) καί ἀρχίζει τήν πτωτική του ζωή σ᾽ αὐτή τήν γῆ.


(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
3,1 Ὁ ὄφις ὅμως ἦταν τό εὐφυέστερο ἀπό ὅλα τά θηρία τῆς γῆς, πού ἔπλασε Κύριος ὁ Θεός. Καί εἶπε ὁ ὄφις στήν γυναίκα: «Πραγματικά, σᾶς εἶπε ὁ Θεός νά μή φᾶτε ἀπό κάθε δένδρο τοῦ παραδείσου;» 2Καί ἡ γυναίκα ἀπάντησε στόν ὄφι: «Μποροῦμε νά φᾶμε ἀπό τούς καρπούς τῶν δένδρων τοῦ παραδείσου· 3 ἀπό τόν καρπό ὅμως τοῦ δένδρου, πού εἶναι στό μέσον τοῦ παραδείσου, εἶπε ὁ Θεός “μή φᾶτε ἀπ’ αὐτόν, οὔτε νά τόν ἀγγίξετε, γιατί θά πεθάνετε”». 4Καί εἶπε ὁ ὄφις στήν γυναίκα: «Καθόλου δέν θά πεθάνετε! 5Ἀλλά ξέρει ὁ Θεός ὅτι τήν ἡμέρα, πού θά φᾶτε ἀπ’ αὐτόν θά ἀνοιχτοῦν τά μάτια σας καί θά εἶστε σάν θεοί, γνωρίζοντες τό καλό καί τό κακό». 6Τότε ἡ γυναίκα κοίταξε τό δένδρο καί εἶδε ὅτι εἶναι εὐχάριστο στήν γεύση καί ὡραῖο στήν θέα του καί  ἀκόμα ὅτι εἶναι ἐπιθυμητό, γιατί φαινόταν ὅτι ἔδινε γνώση. Καί ἔκοψε τόν καρπό του καί τόν ἔφαγε· καί ἀκόμα ἔδωσε καί στόν ἄνδρα της, πού ἦταν μαζί της, καί ἔφαγαν. 7Τότε ἄνοιξαν τά μάτια καί τῶν δύο καί εἶδαν ὅτι ἦταν γυμνοί· καί ἀφοῦ ἔρραψαν φύλλα συκιᾶς ἔκαναν γιά τόν ἑαυτό τους περιζώματα.
8Καί ἄκουσαν τήν φωνή Κυρίου τοῦ Θεοῦ, πού περπατοῦσε στόν παράδεισο κατά τό δειλινό· καί κρύφτηκαν καί ὁ Ἀδάμ καί ἡ γυναίκα του ἀπό τό πρόσωπο Κυρίου τοῦ Θεοῦ μεταξύ τῶν δένδρων τοῦ παραδείσου. 9Ἐκάλεσε δέ Κύριος ὁ Θεός τόν Ἀδάμ καί τοῦ εἶπε: «Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;» 10Καί αὐτός ἀπάντησε: «Ἄκουσα τήν φωνή σου, ὅταν περπατοῦσες στόν παράδεισο, καί φοβήθηκα, γιατί εἶμαι γυμνός, καί κρύφτηκα».  – 11Καί εἶπε σ’ αὐτόν ὁ Θεός: «Ποιός σοῦ εἶπε ὅτι εἶσαι γυμνός; Μήπως ἔφαγες ἀπό τό δένδρο ἀπό τό ὁποῖο μόνο σέ διέταξα νά μή φᾶς;». 12Καί εἶπε ὁ Ἀδάμ: «Ἡ γυναίκα, πού μοῦ ἔδωσες νά εἶναι μαζί μου, αὐτή μοῦ ἔδωσε ἀπό τό δένδρο καί ἔφαγα». 13Καί Κύριος ὁ Θεός εἶπε στήν γυναίκα: «Γιατί τό ἔκανες αὐτό;». Καί ἡ γυναίκα εἶπε: «Ὁ ὄφις μέ ἀπάτησε καί ἔφαγα».
14Καί εἶπε Κύριος ὁ Θεός στόν ὄφι:

«Ἐπειδή ἔκανες αὐτό,
 νά εἶσαι τό πιό καταραμένο ἀπό ὅλα τά ζῶα
καί ἀπό ὅλα τά ἄγρια θηρία τῆς γῆς·
νά σέρνεσαι μέ τό στῆθος καί τήν κοιλιά σου
καί νά τρῶς χῶμα σ’ ὅλη σου τήν ζωή.
15Θά στήσω ἔχθρα μεταξύ σοῦ καί τῆς γυναίκας,
μεταξύ τοῦ σπέρματός σου καί τοῦ σπέρματος αὐτῆς.
Αὐτός θά σοῦ συντρίψει τήν κεφαλή
καί σύ θά τοῦ κεντήσεις τήν πτέρνα του».
16Πρός δέ τήν γυναίκα εἶπε:
«Θά κάνω πολλές τίς λύπες σου καί τά βάσανά σου·
μέ κόπους νά γεννᾶς παιδιά·
νά εἶσαι ἐξαρτημένη ἀπό τόν ἄνδρα σου
καί αὐτός νά σέ ἐξουσιάζει».
17Πρός δέ τόν Ἀδάμ εἶπε:
«Ἐπειδή ὑπάκουσες στόν λόγο τῆς γυναίκας σου καί ἔφαγες ἀπό τό δένδρο, ἀπό τό ὁποῖο μόνο σέ διέταξα νά μή φᾶς,
καταραμένη νά εἶναι ἡ γῆ ἐξ αἰτίας σου·
μέ κόπο νά τρῶς τούς καρπούς της
σ’ ὅλη σου τήν ζωή·
18ἀγκάθια καί τριβόλια νά σοῦ βλαστήσει
καί νά τρῶς χορτάρι τοῦ ἀγροῦ·
19μέ τόν ἱδρώτα τοῦ προσώπου σου
νά τρῶς τό ψωμί σου,
μέχρις ὅτου νά ἐπιστρέψεις στήν γῆ,
ἀπό τήν ὁποία πλάστηκες,
γιατί χῶμα εἶσαι καί στό χῶμα θά ἐπιστρέψεις».
20Καί κάλεσε ὁ Ἀδάμ τό ὄνομα τῆς γυναίκας του «Ζωή», γιατί αὐτή εἶναι μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων. 21Ἔκανε δέ Κύριος ὁ Θεός γιά τόν Ἀδάμ καί γιά τήν γυναίκα του δερμάτινους χιτῶνες καί τούς ἔντυσε. 22Καί εἶπε ὁ Θεός: «Ἰδού ὁ Ἀδάμ ἔγινε ὡς ἕνας ἀπό ἐμᾶς στό νά διακρίνει τό καλό καί τό πονηρό». Καί τώρα, γιά νά μήν ἁπλώσει τό χέρι του καί πάρει ἀπό τό δέντρο τῆς ζωῆς καί φάει καί ζήσει αἰώνια· 23γι’ αὐτό Κύριος ὁ Θεός τόν ἔδιωξε ἀπό τόν παράδεισο τῆς Ἐδέμ, γιά νά ἐργάζεται τήν γῆ ἀπό τήν ὁποία πλάστηκε. 24Ἔδιωξε, λοιπόν, τόν Ἀδάμ καί τόν ἔβαλε νά κατοικήσει ἀπέναντι ἀπό τόν παράδεισο τῆς Ἐδέμ καί ἔταξε τά Χερουβίμ καί τήν φλογίνη ρομφαία τήν περιστρεφομένη, γιά νά φυλάγουν τόν δρόμο πρός τό ξύλο τῆς ζωῆς.


(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
3,1. Ὄφις. Ἐδῶ ὁ ὄφις ἐξυπηρετεῖ ὡς προσωπεῖο μιᾶς ὑπάρξεως ἐχθρικῆς πρός τόν Θεό καί φθονερᾶς στόν ἄνθρωπο, στήν ὁποία ἡ Σοφ. Σολ. (2,24) καί ἡ Καινή Διαθήκη ἔπειτα (Ἰωάν. 8,44. Ἀπ. 12,9. 20,2) καί ὅλη ἡ χριστιανική παράδοση ἀναγνώρισαν τόν ἐχθρό Διάβολο, βλ. Ἰώβ 1,6 σχόλ. – Ἦν φρονιμώτατος. Ἐδῶ γίνεται ἀπό τόν συγγραφέα ἕνας παραλληλισμός μεταξύ τῶν λέξεων «ἁρουμμίμ» (γυμνοί) τοῦ στίχ. 2,25 καί τοῦ «ἁρούμ» (εὐφυής, πανοῦργος) τοῦ στίχ. 3,1. 3,7. Ἡ ἔγερση τῆς φιληδονίας, πρώτη ἐκδήλωση τῆς ἀταξίας πού εἰσήγαγε ἡ ἁμαρτία στήν ἁρμονία τῆς δημιουργίας. 3,14. Ἀπό τόν στίχ. θά μπορούσαμε νά συμπεράνουμε ὅτι πρίν ἀπό τήν ἁμαρτία οἱ ὄφεις εἶχαν πόδια. 3,15. Ἀναγγέλλων ὁ στίχος μας μία ἐχθρότητα μεταξύ τῆς γενεᾶς τοῦ ὄφεως καί τῆς γενεᾶς τῆς γυναικός, φέρει σέ ἀντίθεση τόν ἄνθρωπο μέ τόν διάβολο καί τήν γενεά του καί ἀφήνει νά δοῦμε τήν τελική νίκη τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο φέγγος περί τῆς σωτηρίας, τό «Πρωτο - εὐαγγέλιον». Ἡ μετάφραση τῶν Ο΄ ἀρχίζουσα τήν τελευταία φράση μέ μία ἀντωνυμία ἀρσενικοῦ γένους ἀποδίδει αὐτή τήν νίκη ὄχι στήν γενεά τῆς γυναικός γενικά, ἀλλά εἰς Ἕνα, τό «Σπέρμα» τῆς γυναικός· ἔτσι, ὅπως ἑρμηνεύουν πολλοί Πατέρες, στόν στίχο μας ἐδῶ ἔχουμε τήν πρώτη μεσσιακή προφητεία. Μαζί δέ μέ τόν Μεσσία ὑποδηλώνεται καί ἡ Μητέρα του, καί μάλιστα ἡ παρθενική γέννηση ἐξ αὐτῆς τοῦ Μεσσίου, γιατί ὁ φυσικῶς γεννώμενος ἄνθρωπος εἶναι σπέρμα ἀνδρός καί ὄχι γυναικός, ὅπως λέγεται περί τοῦ Μεσσίου ἐδῶ. 3,16. Ἡ καταδίκη ἐκτύπησε τούς ἐνόχους στίς οὐσιαστικές δραστηριότητές τους: τήν γυναίκα ὡς μητέρα καί σύζυγο, τόν ἄνδρα ὡς ἐργάτη. Ἡ ἁμαρτία διετάραξε τήν τάξη, τήν ὁποία θέλησε ὁ Θεός: ἀντί ἡ γυναίκα νά εἶναι σύντροφος τοῦ ἀνδρός καί ὅμοιός του (βλ. 2,18-24), ἔγινε γι᾿ αὐτόν ἐκείνη πού τόν παρεπλάνησε καί τόν ὑπέταξε· ἀντί ὁ ἄνδρας νά εἶναι ὁ κηπουρός τοῦ Θεοῦ στήν Ἐδέμ, τώρα θά ἀγωνίζεται μέ ἕνα ἔδαφος πού τοῦ ἔγινε ἐχθρικό. Τό μέγα ὅμως κακό θά εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς οἰκειότητας μέ τόν Θεό (στίχ. 23). Αὐτές εἶναι οἱ κληρονομικές ποινές. Γιά νά ἐξαχθεῖ ἡ διδασκαλία περί τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, θά πρέπει νά περιμένουμε τόν ἀπόστολο Παῦλο νά θέσει ἐκ παραλλήλου τήν ἑνότητα ὅλων στόν Σωτῆρα Χριστό καί τήν ἑνότητα ὅλων στόν ἁμαρτωλό Ἀδάμ, Ρωμ. κεφ. 5. 3,20. Ζωή. «Εὔα» (Ἑβρ. «Χαββά»), λέγει τό Ἑβρ. τό ὄνομα τῆς γυναίκας. Τό ὄνομα ἑρμηνεύεται ἀπό τήν ρίζα «χαγιά», πού σημαίνει «ζῶ». 3,22. Τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν. Ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος ἐγείρεται ὡς κριτής τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ (βλ. σχόλ. εἰς 2,17), πράγμα πού εἶναι προνόμιο τοῦ Θεοῦ. – Ξύλον τῆς ζωῆς. Τό δένδρο τῆς ζωῆς προέρχεται ἀπό μία παράλληλη παράδοση πρός τήν παράδοση τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι θνητός ἐκ φύσεως, βλ. στίχ. 19, ἀλλά ἐπιθυμεῖ τήν ἀθανασία, ἡ ὁποία τελικά θά τοῦ παραχωρηθεῖ. Ὁ χαμένος ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου παράδεισος εἶναι εἰκόνα τοῦ παραδείσου, τόν ὁποῖον θά ἀποκτήσουμε πάλι μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. 3,24. Χερουβίμ. Δάνειο ἀπό βαβυλωνιακές εἰκόνες. Βλ. σχόλ. εἰς Ἐξ. 25,18.


Κάιν καί Ἄβελ (4,1-16)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ἀρχίζει ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἔξω ἀπό τόν παράδεισο. Ἡ ἀνθρωπότητα χωρίζεται τώρα σέ δύο γενεές, τήν κακή γενεά, μέ ἀρχηγό τόν Κάϊν, καί τήν καλή γενεά, μέ ἀρχηγό τόν Ἄβελ (στίχ. 1.2). Ἡ διαφορά τῶν δύο υἱῶν φάνηκε στήν προσφορά τῆς θυσίας τους. Ὁ Θεός ἐπέβλεψε στήν θυσία τοῦ Ἄβελ, γιατί πρόσ­φερε ἀπό τά καλύτερα τῶν προβάτων του, καί δέν ἐπέβλεψε στήν προσφορά τοῦ Κάϊν, γιατί δέν ἦταν καλή (στίχ. 3-5). Αὐτό μελαγχόλησε τόν Κάϊν (στίχ. 5β) ὁ ὁποῖος, ἄν καί ἐπενέβη ὁ Θεός γιά νά τόν καθησυχάσει (στίχ. 6-7), ὅμως αὐτός φόνευσε τόν ἀδελφό του τόν Ἄβελ (στίχ. 8). Εἶναι ὁ πρῶτος θάνατος. Ἡ ἁμαρτία, ὅπως ἀποξένωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, τόν ἀποξένωσε καί ἀπό τόν συνάνθρωπό του. Καί πάλι ἐδῶ, ὅπως στήν περίπτωση τῶν πρωτοπλάστων (βλ. 3,9-13), ἐπεμβαίνει ὁ Θεός καί καλεῖ σέ μετάνοια τόν ἁμαρτωλό Κάιν, ἀλλά αὐτός παραμένει ἀσυναίσθητος καί ἀμετανόητος (στίχ. 9). Γι᾽ αὐτό καί τοῦ ἔρχεται ὡς τιμωρία του ἡ ταραχή καί ὁ στεναγμός (στίχ. 12) καί ἡ ἐξορία του ἀπό «τό πρόσωπο τῆς γῆς», δηλαδή, τήν Χαναάν, καί ἄρα καί ἀπό «τό πρόσωπον τοῦ Κυρίου» (στίχ. 14), τοῦ Ὁποίου ὡς χώρα ἐννοεῖται ἡ Χαναάν. Ὁ Κάϊν θά εἶναι πλανώμενος (ἑβρ. «νάδ»), γι᾽ αὐτό καί ἡ χώρα στήν ὁποία κατοίκησε λέγεται «Ναίδ» (στίχ. 16). Ὁ Θεός ὅμως ἀπό ἀγάπη ἔβαλε «σημεῖο» προστασίας στόν Κάϊν (στίχ. 15).


(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)

4,1Ὁ Ἀδάμ συνευρέθηκε μέ τήν γυναίκα του Εὔα· αὐτή δέ συνέλαβε καί ἔτεκε τόν Κάϊν καί εἶπε: «Ἀπέκτησα ἄνθρωπο διά τοῦ Θεοῦ».α 2Ἀργότερα ἔτεκε τόν ἀδελφό του, τόν Ἄβελ. Ἔγινε δέ ὁ Ἄβελ ποιμένας τῶν προβάτων καί ὁ Κάϊν ἔγινε γεωργός. 3Μετά ἀπό καιρό πρόσφερε ὁ Κάϊν θυσία στόν Κύριο ἀπό τούς καρπούς τῆς γῆς· 4καί ὁ Ἄβελ πρόσφερε καί αὐτός ἀπό τά πρωτότοκα τῶν προβάτων του καί μάλιστα πρόσφερε τά παχειά μέρη ἀπ᾽ αὐτά. Ὁ δέ Θεός ἐπέβλεψε εὐνοϊκά στόν Ἄβελ καί στήν προσφορά του. 5Στόν Κάϊν ὅμως καί στίς θυσίες του δέν ἐπέβλεψε εὐνοϊκά. Γι᾽ αὐτό ὀργίστηκε ὁ Κάϊν καί ἔγινε κατηφής. 6Καί εἶπε ὁ Κύριος ὁ Θεός στόν Κάϊν: «Γιατί ὀργίστηκες καί γιατί εἶσαι κατηφής; 7Δέν ἁμαρτάνεις, ἄν προσφέρεις μέν τήν θυσία σου, δέν τήν προσφέρεις ὅμως καλά;Ἡσύχασε! Σέ σένα θά εἶναι τό καταφύγιο αὐτοῦ (τοῦ Ἄβελ) καί ἐσύ θά τόν ἐξουσιάζεις».β 8Καί εἶπε ὁ Κάϊν πρός τόν Ἄβελ τόν ἀδελφό του: «Πᾶμε πέρα στήν πεδιάδα». Καί ἐνῶ αὐτοί ἦταν στήν πεδιάδα, ἐπετέθηκε ὁ Κάϊν κατά τοῦ Ἄβελ τοῦ ἀδελφοῦ του καί τόν φόνευσε.
9Καί εἶπε ὁ Κύριος ὁ Θεός στόν Κάϊν: «Ποῦ εἶναι ὁ Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου;». Καί αὐτός ἀπάντησε: «Δέν γνωρίζω· μήπως ἐγώ εἶμαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ μου;». 10Τότε ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «Τί ἔκανες; Ἡ φωνή τοῦ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου κράζει σέ μένα ἀπό τήν γῆ». 11Καί τώρα νά εἶσαι καταραμένος ἀπό τήν γῆ, πού ἄνοιξε τό στόμα της, γιά νά δεχθεῖ τό αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἀπό τό χέρι σου. 12Ὅταν ἐργάζεσαι τήν γῆ, δέν θά σοῦ δίνει τόν καρπό της· στενάζοντας καί τρέμοντας θά ζεῖς στήν γῆ».γ 13Καί ὁ Κάϊν εἶπε στόν Κύριο τόν Θεό: «Ἡ ἁμαρτία μου εἶναι πολύ μεγάλη, ὥστε νά μή μπορεῖ νά συγχωρεθεῖ».δ 14Ἄν μέ διώξεις σήμερα ἀπό ἐδῶ καί ἀπομακρυνθῶ ἀπό Ἐσένα, γιά νά ζῶ στενάζοντας καί τρέμοντας στήν γῆ, τότε ὅποιος μέ συναντήσει θά μέ σκοτώσει». 15«Δέν θά γίνει ἔτσι», εἶπε σ᾽ αὐτόν ὁ Κύριος ὁ Θεός· «ὅποιος φονεύσει τόν Κάϊν, θά λάβει ἑπταπλάσια ἐκδίκηση». Καί ἔβαλε ὁ Κύριος ὁ Θεός σημεῖο στόν Κάϊν, γιά νά μήν τόν φονεύσει ὅποιος τόν συναντήσει. 16Ἔτσι ἔφυγε ὁ Κάϊν ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί κατοίκησε στήν χώρα Ναίδ, ἀπέναντι ἀπό τήν Ἐδέμ. 

α. Τό Ἑβραϊκό κείμενο μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ: «Ἀπέκτησα ἄνθρωπον ἀκόμη καί τόν Θεόν»!
β. Διορθούμενος ὁ στίχος ἐλαφρά στά Ἑβρ. διαβάζεται: «Ἄν ἔπραττες καλά, δέν θά γινόσουν δεκτός; Ἄν ὅμως δέν πράττεις τό καλό, ἡ ἁμαρτία ἐνεδρεύει στήν πόρτα καί ἡ ἐπιθυμία της στρέφεται σέ σένα· ἐσύ ὅμως πρέπει νά τήν ἐξουσιάσεις».
γ. «Περιπλανώμενος και φυγάς θά εἶσαι ἐπί τῆς γῆς», κατά τό Ἑβρ.
δ. Στό Ἑβρ. ὁ στίχ. διαβάζεται: «Ἡ τιμωρία μου εἶναι πολύ μεγάλη, ὥστε νά βασταχθεῖ».



(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
4,1-16. Ἡ διήγηση αὐτή, ἡ ὁποία ὑποθέτει ἕνα ἀναπτυχθέντα πολιτισμό (στίχ. 2), μία θεσπισθεῖσα λατρεία (στίχ. 3 ἑξ.), ἄλλους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά φονεύσουν τόν Κάϊν (στίχ. 14) καί μία φυλή πού δύναται νά τόν προστατεύσει (στίχ. 15), θά μποροῦσε νά ἀναφερθεῖ κατ᾽ ἀρχάς ὄχι στά παιδιά τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, ἀλλά στόν ἐπώνυμο πρόγονο τῶν Κενιτῶν (βλ. σχόλ. εἰς Ἀριθμ. 24,21). Ἀναφερομένη ὅμως ἡ διήγηση αὐτή ἀπό τήν γιαχβική παράδοση στίς ἀρχές τῆς ἀνθρωπότητος, δίνει ἕνα σπουδαῖο μάθημα: Μετά τήν ἐπανάσταση τοῦ ἀνθρώπου κατά τοῦ Θεοῦ ἔχομε τόν ἀνταγωνισμό τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἄνθρωπο, στόν ὁποῖον ἀνταγωνισμό ἀντιτίθεται ἡ διπλῆ ἐντολή πού συνοψίζει τόν Νόμο, δηλαδή, ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον (βλ. Ματθ. 22,40). 4,1. Ἐκτησάμην ἄνθρωπον. Ἀγαλλίαση τῆς πρώτης γυναίκας, ἡ ὁποία ἔγινε μητέρα ἑνός ἀνθρώπου. Ἕνα λογοπαίγνιο συνδέει τό ὄνομα Κάιν (Ἑβρ. «Κάγιν») μέ τό ρῆμα «κανά», ἀποκτῶ. 4,5α. Ἐδῶ ἔχουμε τήν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ θέματος τῆς προτιμήσεως τοῦ δευτεροτόκου ἀδελφοῦ ἔναντι τοῦ πρώτου, μέ τήν ὁποία ἐκδηλώνεται ἡ ἐλεύθερη ἐκλογή τοῦ Θεοῦ, ἡ περιφρόνησή του στά ἐπίγεια μεγαλεῖα καί ἡ μεγάλη του ἀγάπη πρός τούς ταπεινούς· αὐτό τό θέμα ἀπαντᾶ συχνῶς στήν Γένεση (ὁ Ἰσαάκ προτιμᾶται ἔναντι τοῦ Ἰσμαήλ, κεφ. 21, ὁ Ἰακώβ ἔναντι τοῦ Ἡσαῦ, 25, 23· κεφ. 27· ἡ Ραχήλ ἔναντι τῆς Λείας, 29,15-30· ὁμοίως καί τά παιδιά τῆς Ραχήλ προτιμῶνται ἀπό τά παιδιά τῆς Λείας) καί σέ ὅλη τήν Βίβλο (Α΄ Βασ. 16,12. Γ΄ Βασ. 2,15 κ.ἄ.). 4,7. Τό Ἑβραϊκό κείμενο δύναται νά ἀναγνωσθεῖ: «Ἄν ἔπραττες καλῶς δέν θά γινόσουν δεκτός; Ἄν ὅμως δέν πράττεις τό καλό, ἡ ἁμαρτία ἐνεδρεύει παρά τήν θύρα καί πρός σέ ἡ ἐπιθυμία της στρέφεται, ἐσύ ὅμως ὀφείλεις νά γίνεις κύριος αὐτῆς». Τό κείμενο εἶναι ἐφθαρμένο καί ἡ διδομένη μετάφραση εἶναι κατά προσέγγιση· φαίνεται νά περιγράφει τόν πειρασμό πού ἀπειλεῖ μία ψυχή κακῶς διατεθειμένη. Κατά τόν ἰδικό μας Βέλλα, ἀναγινώσκοντα ὅπως ἀνωτέρω τό Ἑβραϊκό κείμενο, «ἐνταῦθα πρόκειται περί τῆς κλίσεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ἁμαρτίαν, ἥτις παρίσταται ὡς δύναμις ἑτοίμη νά παρασύρῃ τόν μή ἀντιδρῶντα, τόν μή ποιοῦντα τό ἀγαθόν. Καθῆκον ὅμως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, παλαίων πρός τήν μυστικήν ταύτην κλίσιν, νά γίνῃ κύριος τῆς ἁμαρτίας».( Ἀπάνθησμα ρητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης3, σελ. 31) 4,8. Διέλθωμεν εἰς τό πεδίον. Παραλείπεται ἡ ἔκφραση αὐτή στό Ἑβραϊκό, ὑπάρχει ὅμως ἐδῶ στούς Ο΄, στήν Σαμαρ. Πεντ., στό Ταργκούμ καί στήν Βουλγάτα. 4,15. Σημεῖον. Τό «σημεῖο τοῦ Κάϊν» δέν εἶναι στίγμα πού τόν καταδικάζει σέ ἀποδοκιμασία ἀπό ὅλους. Ἀντίθετα, εἶναι ἕνα σημεῖο πού τόν προστατεύει (βλ. καί Ἰεζ. 9,4-6), σημαῖνον αὐτόν ὡς μέλος μιᾶς φυλῆς, στήν ὁποία ἡ ἐκδίκηση τοῦ αἵματος ἐξασκεῖται κατά ἕνα φοβερό τρόπο. 4,16. Κατέναντι Ἐδέμ. «Πρός ἀνατολάς τῆς Ἐδέμ», κατά τό Ἑβρ. Ἡ χώρα εἶναι ἄγνωστη καί τό ὄνομά της ὑπενθυμίζει τό ἐπίθετο πού δόθηκε στόν Κάϊν, «πλανώμενος» (στίχ. 12 καί 14), «νάδ», εἰς τήν χώραν «Νώδ».


Ἡ γενεά τοῦ Κάϊν (4,17-24)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ἡ περικοπή μας δίνει μία γενεαλογία τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς κακῆς γενεᾶς, τοῦ Κάϊν, τόν ὁποῖο συνδέει μέ τόν Λάμεχ (στίχ. 18). Ἀλλά ἡ γενεαλογία προχωρεῖ καί πέραν τοῦ Λάμεχ καί δίνει τήν ἀρχή τῶν κατοικούντων σέ σκηνές καί τήν ἀρχή τῶν μουσικῶν καί τῶν σιδηρουργῶν (στίχ. 20-22), χαρακτηριστικά αὐτά τῆς ζωῆς τῶν νομάδων. Αὐτό ἐξυπηρετεῖ τόν συνθέτη νά εἰσαγάγει ἕνα ἆσμα τοῦ Λάμεχ (στίχ. 23-24). Μαζί μέ τόν αὐξανόμενο πολιτισμό τῶν ἀνδρῶν τῆς κακῆς γενεᾶς (οἰκοδομή πόλεων, στίχ. 17, μουσική καί σιδηρουργία, στίχ. 21.22), ἔχουμε καί πρόοδο τῆς ἁμαρτίας τους, γιατί βλέπουμε νά εἰσάγεται ἀπ᾽ αὐτούς ἡ πολυγαμία (στίχ. 19) καί νά αὐξάνεται ἡ ἐκδικητικότητά τους. Ὁ Λάμεχ φόνευσε ἕνα νεαρό πολεμιστή γιά ἕνα κτύπημα πού τοῦ ἔδωσε (στίχ. 23). Δέν ἀπαίτησε ζωή γιά ζωή, ἀλλά μιά ζωή γιά ἕνα κτύπημα (βλ. Ἐξ. 22,23 ἑξ.) καί μάλιστα ὁ Λάμεχ ὁμιλεῖ μέ καυχησιολογία γιά τήν πράξη του αὐτή καί ἀπαιτεῖ θεία ἐπικύρωση γιά τήν συμπεριφορά του (στίχ. 24). Ἡ διήγηση τῶν ἀπογόνων τοῦ Κάιν σταματᾶ ἐδῶ, γιατί ὁ Λάμεχ ἀποτελεῖ ἐπαρκῆ ἐξήγηση γιά τήν ἐξαφάνισή τους.


(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
4,17Ὁ Κάιν «γνώρισε» τήν γυναίκα του καί αὐτή συνέλαβε καί γέννησε τόν Ἐνώχ. Καί ἔκτισε μιά πόλη καί τήν ὀνόμασε Ἐνώχ, στό ὄνομα τοῦ παιδιοῦ του. 18Γεννήθηκε δέ στόν Ἐνώχ ὁ Γαϊδάδ·α ὁ Γαϊδάδ ἐγέννησε τόν Μαλελεήλβ καί ὁ Μαλελεήλ ἐγέννησε τόν Μαθουσάλα· καί ὁ Μαθουσάλα ἐγέννησε τόν Λάμεχ. 19Ὁ Λάμεχ πῆρε δύο γυναῖκες· τήν μία τήν ἔλεγαν Ἀδά καί τήν δεύτερη Σελλά. 20Ἡ Ἀδά γέννησε τόν Ἰωβήλ· αὐτός ἔγινε πρόγονος τῶν κτηνοτρόφων πού κατοικοῦν σέ σκηνές. 21Τόν ἀδελφό του τόν ἔλεγαν Ἰουβάλ· αὐτός εἶναι πού ἀνακάλυψε τό ψαλτήρι καί τήν κιθάρα.γ 22Ἡ δέ Σελλά γέννησε καί αὐτή τόν Θόβελ,δ τόν κατασκευαστή χάλκινων καί σιδερένιων ἐργαλείων· ἀδελφή δέ τοῦ Θόβελ ἦταν ἡ Νοεμά.

23Καί εἶπε ὁ Λάμεχ στίς γυναῖκες του:
«Ἀδά καί Σελλά,
ἀκοῦστε τήν φωνή μου·
γυναῖκες τοῦ Λάμεχ
δῶστε προσοχή στά λόγια μου·
φόνευσα ἕναν ἄνδρα,
ἐπειδή μέ πλήγωσε,
καί ἕνα νέο,
γιατί μέ χτύπησε.
24Ἄν ὁ Κάιν ἐκδικήθηκε ἑπτά φορές,·
ὁ Λάμεχ θά ἐκδικηθεῖ ἑβδομήντα φορές τό ἑπτά».


α. «Ἱράδ», λέει τό Ἑβρ.
β. «Μεχουϊαήλ», λέει τό Ἑβρ.
γ. Τό Ἑβρ. λέει: «Αὐτός ἦταν ὁ πατέρας ὅλων ὅσων παίζουν κιθάρα καί αὐλό».
δ. «Τόν Θουβάλ-Κάιν», λέει τό Ἑβρ.

(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
4,17-24. Οἱ στίχοι εἶναι λείψανο μιᾶς γιαχβικῆς γενεαλογίας. Τά ἴδια ὀνόματα θά φανοῦν μέ παραλλαγές  στήν ἱερατική γενεαλογία τοῦ Σήθ, μεταξύ τοῦ Καϊνάν καί τοῦ Λάμεχ (5,12-28). Αὐτός ὁ κατάλογος συνδέεται τεχνητά μόνον μέ τόν Κάϊν, τόν υἱό τοῦ Ἀδάμ, καταδικασθέντα σέ πλάνητα βίο· ἐδῶ ὁ Κάϊν εἶναι ὁ κτίστης τῆς πρώτης πόλεως, ὁ πρόγονος τῶν κτηνοτρόφων, τῶν μουσικῶν, τῶν σιδηρουργῶν καί ἴσως τῶν θυγατέρων τῶν ἀνέσεων καί τῶν εὐχαριστήσεων τῆς ἀστικῆς ζωῆς (στίχ. 22). Οἱ πρόοδοι αὐτοί ἀποδίδονται ἀπό τόν γιαχβιστή συγγραφέα στήν γενεά τοῦ ἀπεχθοῦς Κάϊν· ἡ ἰδία ἀποδοκιμασία τῆς ἀστικῆς ζωῆς ἐπανευρίσκεται στήν γιαχβική διήγηση τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ (11,1-9). 4,22. Ἦν σφυροκόπος χαλκεύς χαλκοῦ καί σιδήρου. Κατά ἄλλη μετάφραση ἀπό τό πρωτότυπο κείμενο: «Ὑπῆρξε ὁ πρόγονος ὅλων τῶν κατασκευαστῶν τοῦ χαλκοῦ καί τοῦ σιδήρου». Οἱ τρεῖς τάξεις τῶν κτηνοτρόφων, τῶν μουσικῶν καί τῶν περιοδευόντων σιδηρουργῶν συνδέονται μέ τρεῖς προγόνους, πού τά ὀνόματά τους δημιουργοῦν παρήχηση καί ὑπενθυμίζουν ἐπαγγέλματα τῶν ἀπογόνων τους «Ἰωβήλ», Ἑβρ. «Γιαβάλ» («γιαβάλ», «ὁδηγῶ»«Ἰουβάλ», Ἑβρ. «Γιουβάλ» («γιωβέλ», «σάλπιγγα»«Θόβελ», Ἑβρ. «Τουβάλ» (ὄνομα ἑνός λαοῦ τοῦ βορρᾶ, Γεν. 10,2, στήν χώρα τῶν μετάλλων)· «Κάιν», Ἑβρ. «Κάγιν», σημαίνει «σιδηρουργός» σέ ἄλλες σημιτικές γλῶσσες. Τό «Νοεμά», Ἑβρ. «Να῾αμά», ἡ «ὡραία», ἡ «ἀγαπημένη», μπορεῖ νά εἶναι τό ἐπώνυμο ἑνός ἄλλου ἐπαγγέλματος, γιά τό ὁποῖο τό κείμενο σιωπᾶ. 4,23-24. Τό ἄγριο αὐτό παλαιό ποίημα συνετέθη πρός δόξα τοῦ Λάμεχ, ἑνός ἥρωος τῆς ἐρήμου. Ὁ γιαχβιστής τοῦ δίδει μία νέα ἔννοια, προσθέτων εἰς αὐτό τόν στίχ. 24 καί θέτοντάς το στήν παροῦσα συνοχή· τό ἐκλαμβάνει ὡς μία μαρτυρία τῆς αὐξηθείσης βίας τῶν ἀπογόνων τοῦ Κάϊν, γιά τούς ὁποίους δέν θά μιλήσει πλέον. Σ᾽ αὐτούς τούς δύο στίχους φαίνεται ὅτι τό πνεῦμα ἐκδικήσεως ἔχει αὐξηθεῖ καί δέν ἱκανοποιοῦνται πλέον οἱ ἄνθρωποι μέ τήν θεία τιμωρία (βλ. 4,15).


Ὁ Σήθ καί οἱ ἀπόγονοί του (4,25-26)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ἀρχίζει ἡ γενεαλογία τῆς καλῆς γενεᾶς μέ ἀρχηγό τόν Σήθ, ἀντί τοῦ φονευθέντος Ἄβελ. Γιά τόν υἱό τοῦ Σήθ, τόν Ἐνώς, σημειώνει ἡ περικοπή μας ὅτι «ἄρχισε νά ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ» (στίχ. 26), δηλαδή τό ὄνομα «Γιαχβέ». Πραγματικά, λαμβάνοντες ὑπ᾽ ὄψιν καί τά δεδομένα τῆς Ἀρχαιολογίας, πρέπει νά ποῦμε ὅτι τό ἱερό αὐτό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἦταν γνωστό ἀπό παλαιά, συντομευμένο κάπως (ὡς «Γιάχ», κραυγή τοῦ πρωτογόνου ἀνθρώπου πρός τόν Θεό) καί δέν δόθηκε γιά πρώτη φορά στό Χωρήβ εἰς Σινᾶ (βλ. Ἐξ. 3,13 ἑξ. 6,3).  

(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
4,25Ὁ Ἀδάμ «γνώρισε» τήν Εὔα τήν γυναίκα του καί αὐτή συνέλαβε καί γέννησε υἱό, τόν ὁποῖο ὀνόμασε Σήθ λέγοντας: «Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ἄλλο σπέρμα ἀντί τοῦ Ἄβελ, πού σκότωσε ὁ Κάιν». 26Καί στόν Σήθ, πάλι, γεννήθηκε υἱός καί τόν ὀνόμασε Ἐνώς· αὐτός εἶχε πίστη στό νά ἐπικαλεῖται τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ.α

α. Κατά τό Ἑβρ.: «Τότε ἔγινε ἀρχή νά ἐπικαλοῦνται οἱ ἄνθρωποι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου».



(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
4,25-26. Λείψανο μιᾶς ἄλλης ἀρχέγονης γενεαλογίας, τῆς ὁποίας ἡ ἀρχή συνδέεται μέ πολλή τέχνη πρός τήν ἱστορία τοῦ Κάϊν καί τοῦ Ἄβελ καί ἡ ὁποία διακόπτεται στήν τρίτη γενεά, γιά νά δώσει τόπο στήν γραμμή τῶν προκατακλυσμιαίων πατριαρχῶν, πού δίδεται ἀπό τήν ἱερατική παράδοση τοῦ κεφ. 5. 4,25. Ἐξανέστησε γάρ μοι ὁ Θεός σπέρμα... Τό ὄνομα τοῦ Σήθ (ἑβρ. «Σέθ») ἐξηγεῖται ἀπό τό «σάθ», «παραχωρῶ», «δίνω». 4,26. Οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι... Ἡ γιαχβική παράδοση θέλει τό θεῖο ὄνομα «Γιαχβέ» νά φαίνεται ὅτι ἐχρησιμοποιεῖτο ἀπό τήν ἀρχή, ἐνῶ ἡ ἐλωχιμική καί ἱερατική παράδοση θά ἀναβάλει τήν ἀποκάλυψη τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Μωϋσέως, Ἐξ. 3,14 καί 6,2 ἑξ.


Γενεαλογία τοῦ Ἀδάμ μέχρι τοῦ Νῶε (5,1-32)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ἡ γενεαλογία στό κεφ. αὐτό δείχνει τούς ἀπογόνους ἀπό τόν Ἀδάμ διά τοῦ Σήθ μέχρι τόν Νῶε. Εἶναι γενεαλογία τῆς καλῆς γενεᾶς. Στόν ἐδῶ κατάλογο ἔχουμε ἕναν ἄλλο διαφορετικό Λάμεχ (ὄχι ὡς ἐκεῖνον τῆς κακῆς γενεᾶς, 4,23), ἀπό τόν ὁποῖον προσδοκᾶται ἡ ἀνάπαυση διά τοῦ υἱοῦ του Νῶε (στίχ. 28-29). Στόν κατάλογο τοῦ κεφαλαίου μας βλέπουμε οἱ ἄνθρωποι νά ζοῦν πάμπολλα ἔτη, ἀπό 365 ἕως 969. Αὐτό τό βλέπουμε καί σέ ἄλλους παλαιούς βαβυλωνιακούς καταλόγους. Αὐτό μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀθανασίας, πού θά εἶχαν οἱ πρωτόπλαστοι στόν παράδεισο, ἄν δέν ἁμάρταναν, ἀπό τό ὅτι τά ἀποτελέσματα τῆς πτώσης δέν εἶχαν ἐκδηλωθεῖ ἀπόλυτα καί ἀπό τό ὅτι ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν πολύ καθαρή.


(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
5,1Αὐτό εἶναι τό βιβλίο τῆς γενεαλογίας τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν δημιούργησε ὁ Θεός τόν Ἀδάμ, τόν δημιούργησε κατά τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ·
2 τόν ἔκανε ἄνδρα καί γυναίκα, τόν εὐλόγησε καί τόν ὀνόμασε Ἀδάμ, τήν ἡμέρα πού τόν ἔκανε.
3Ἔζησε δέ ὁ Ἀδάμ διακόσια τριάντα χρόνιαα καί γέννησε υἱό κατά τήν ὁμοίωσή του καί κάλεσε τό ὄνομά του Σήθ. 4Μετά τήν γέννηση τοῦ Σήθ ὁ Ἀδάμ ἔζησε ἑπτακόσια χρόνιαβ καί γέννησε υἱούς καί θυγατέρες. 5Συνολικά, ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ Ἀδάμ ἦταν ἐννιακόσια τριάντα. Μετά, πέθανε!
6Ὁ Σήθ ἔζησε διακόσια πέντε χρόνιαγ καί γέννησε τόν Ἐνώς. 7Μετά τήν γέννηση τοῦ Ἐνώς ὁ Σήθ ἔζησε ἑπτακόσια ἑπτά χρόνιαδ καί γέννησε υἱούς καί θυγατέρες. 8Συνολικά, ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ Σήθ ἦταν ἐννιακόσια δώδεκα χρόνια. Μετά, πέθανε!
9Ὁ Ἐνώς ἔζησε ἑκατόν ἐνενήντα χρόνιαε καί γέννησε τόν Καϊνᾶν. 10Μετά τήν γέννηση τοῦ Κάϊνᾶν ὁ Ἐνώς ἔζησε ἑπτακόσια δεκαπέντε χρόνιαζ καί γέννησε υἱούς καί θυγατέρες. 11Συνολικά, ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ Ἐνώς ἦταν ἐννιακόσια πέντε. Μετά, πέθανε!
12Ὁ Καϊνᾶν ἔζησε ἑκατόν ἑβδομήντα χρόνιαη καί γέννησε τόν Μαλελεήλ. 13Μετά τήν γέννηση τοῦ Μαλελεήλ ὁ Καϊνᾶν ἔζησε ἑπτακόσια σαράντα χρόνιαθ καί γέννησε υἱούς καί θυγατέρες. 14Συνολικά, ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ Καϊνᾶν ἦταν ἐννιακόσια δέκα. Μετά, πέθανε!
15Ὁ Μαλελεήλ ἔζησε ἑκατόν ἑξήντα πέντε χρόνιαι καί γέννησε τόν Ἰάρεδ. 16Μετά τήν γέννηση τοῦ Ἰάρεδ ὁ Μαλελεήλ ἔζησε ἑπτακόσια τριάντα χρόνιακ καί γέννησε υἱούς καί θυγατέρες. 17Συνολικά, ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ Μαλελεήλ ἦταν ὀκτακόσια ἐνενήντα πέντε χρόνια. Μετά, πέθανε!
18Ὁ Ἰάρεδ ἔζησε ἑκατόν ἑξήντα δύο χρόνια καί γέννησε τόν Ἐνώχ. 19Μετά τήν γέννηση τοῦ Ἐνώχ ὁ Ἰάρεδ ἔζησε ὀκτακόσια χρόνια καί γέννησε υἱούς καί θυγατέρες. 20Συνολικά, ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ Ἰάρεδ ἦταν ἐννιακόσια ἑξήντα. Μετά, πέθανε!
21Ὁ Ἐνώχ ἔζησε ἑκατόν ἑξήντα πέντε χρόνιαλ καί γέννησε τόν Μαθουσάλα. 22Εὐαρέστησε δέ ὁ Ἐνώχ τόν Θεό,μ ἀφοῦ γέννησε τόν Μαθουσάλα, ζώντας ἀκόμα διακόσια χρόνια,ν στά ὁποῖα γέννησε υἱούς καί θυγατέρες. 23Συνολικά, ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ Ἐνώχ ἦταν τριακόσια ἑξήντα πέντε. 24Ὁ Ἐνώχ εὐαρέστησε τόν Θεό καί ἐξαφανίστηκε, γιατί τόν μετέθεσε ὁ Θεός ἀπό τήν γῆ.
25Ὁ Μαθουσάλα ἔζησε ἑκατόν ἑξήντα ἑπτά χρόνιαξ καί γέννησε τόν Λάμεχ.
26Μετά τήν γέννηση τοῦ Λάμεχ ὁ Μαθουσάλα ἔζησε ὀκτακόσια δύο χρόνιαο καί γέννησε υἱούς καί θυγατέρες. 27Συνολικά, ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ Μαθουσάλα ἦταν ἐννιακόσια ἑξήντα ἐννέα. Μετά, πέθανε!
28Ὁ Λάμεχ ἔζησε ἑκατόν ὀγδόντα ὀκτώ χρόνιαπ καί γέννησε υἱό· 29τόν υἱό αὐτόν τόν ὀνόμασε Νῶε (= ἀνάπαυση) λέγοντας: «Αὐτός θά μᾶς ἀναπαύσει ἀπό τά ἔργα μας καί ἀπό τούς κόπους τῶν χειρῶν μας καί ἀπό τήν γῆ, πού καταράστηκε Κύριος ὁ Θεός». 30Μετά τήν γέννηση τοῦ Νῶε ὁ Λάμεχ ἔζησε πεντακόσια ἑξήντα πέντε χρόνιαρ καί γέννησε υἱούς καί θυγατέρες. 31Συνολικά, ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ Λάμεχ ἦταν ἑπτακόσια πενήντα τρία.σ Μετά, πέθανε!
32Ὁ Νῶε ἦταν πεντακοσίων χρόνων. Γέννησε τρεῖς υἱούς: Τόν Σήμ, τόν Χάμ καί τόν Ἰάφεθ.

α. «Ἑκατόν τριάντα χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
β. «Ὀκτακόσια χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
γ. «Ἑκατόν πέντε χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
δ. «Ὀκτακόσια ἑπτά χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
ε. «Ἐνενήντα χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
ζ. «Ὀκτακόσια δεκαπέντε χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
η. «Ἑβδομήντα χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
θ. «Ὀκτακόσια σαράντα χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
ι. «Ἑξήντα πέντε χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
κ. «Ὀκτακόσια τριάντα χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
λ. «Ἑξήντα πέντε χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
μ. Τό Ἑβρ. λέει: «Καί περιεπάτησε ὁ Ἐνώχ μέ τόν Θεό». Ὁμοίως καί στόν στίχ. 24.
ν. «Τριακόσια χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
ξ. «Ἑκατόν ὀγδόντα ἑπτά χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
ο. «Ἑπτακόσια ὀγδόντα δύο χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
π. «Ἑκατόν ὀγδόντα δύο χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
ρ. «Πεντακόσια ἐνενήντα πέντε χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
σ. «Ἑπτακόσια ἑβδομήντα ἑπτά χρόνια», λέει τό Ἑβρ.


(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
5,1-32: Ἡ γενεαλογία αὐτή προέρχεται ἀπό τήν ἱερατική παράδοση καί συνδέεται μέ τόν στίχ. 2,4α. Θέλει νά συμπληρώσει τό ἐνδιάμεσον μεταξύ τῆς δημιουργίας καί τοῦ κατακλυσμοῦ, ὅπως ἡ γενεαλογία τοῦ Σήθ (11, 10- 32) θά καλύψει τό διάστημα μεταξύ τοῦ κατακλυσμοῦ καί τοῦ Ἀβραάμ. Δέν πρέπει νά ἀναζητήσουμε στίς γενεαλογίες αὐτές οὔτε ἱστορία οὔτε χρονολογία. Τά ὀνόματα εἶναι ζυμωμένα κατάλοιπα παλαιῶν παραδόσεων· πολλά ὀνόματα ξαναβρίσκονται πάλι στόν γιαχβικό κατάλογο τῶν ἀπογόνων τοῦ Κάϊν εἰς 4,17 ἑξ. Οἱ ἀριθμοί παρουσιάζονται διαφόρως στήν Σαμαρειτική Πεντάτευχο. Στούς πρώτους Πατριάρχες ἀποδίδεται μία ὑπερβολική μακροβιότης, διότι ὑπελόγισαν ὅτι ἡ διάρκεια τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς θά ἠλαττοῦτο ὡς ἑξῆς στίς ἡλικίες τοῦ κόσμου: δέν θά ἦταν μεγαλύτερη ἀπό 200 ἕως 600 ἔτη μεταξύ τοῦ Νῶε καί τοῦ Ἀβραάμ οὔτε  μεγαλύτερη ἀπό 100 ἕως 200 ἔτη γιά τούς Ἑβραίους Πατριάρχες. Αὐτή ἡ ἐλάττωση, χωρίς ἀμφιβολία, σχετίζεται μέ τήν αὐξηθεῖσα ἁμαρτία (βλ. 6,3 στήν γιαχβική παράδοση), γιατί ἡ μακροζωία εἶναι μία εὐλογία τοῦ Θεοῦ (Παρ. 10,27) καί θά εἶναι ἕνα ἀπό τά προνόμια τῆς μεσσιακῆς ἐποχῆς (Ἠσ. 65,20). 5,3. Κατά τήν εἰκόνα αὐτοῦ. Τό «κατ᾽ εἰκόνα» (1,26. 5,1) εἶναι ἕνα χαρακτηριστικό τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, πού ὁ πρῶτος ἄνθρωπος μεταβίβασε στούς ἀπογόνους. 5,24. Ὁ Ἐνώχ διακρίνεται τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν ἀπό πολλά χαρακτηριστικά: Ἡ ζωή του εἶναι περισσότερη σύντομη, φθάνει ὅμως σέ ἕνα τέλειο ἀριθμό, τόν ἀριθμό τῶν ἡμερῶν ἑνός ἡλιακοῦ ἔτους. «Περιεπάτησε μέ τόν Θεόν» ὅπως ὁ Νῶε (6,9)· ἐξηφανίσθη μυστηριωδῶς, διότι ἀνηρπάγη ἀπό τόν Θεόν ὅπως θά ἁρπαγεῖ καί ὁ Ἠλίας (Δ΄ Βασ. 2,11 ἑξ.). Ἔγινε μία μεγάλη μορφή τῆς ἰουδαϊκῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία τόν προβάλλει ὡς παράδειγμα εὐσεβείας (βλ. Σοφ. Σειρ. 44,16. 49,14) καί εἰς αὐτόν ἀποδίδονται τά ἀποκαλυπτικά βιβλία (βλ. Ἰούδα, στίχ. 14-15). 5,29. Ὁ στίχος εἶναι λείψανον μιᾶς γιαχβικῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία παρενεβλήθη στό ἱερατικό πλαίσιο. Τό ὄνομα τοῦ Νῶε (Ἑβρ. «Νώαχ»), ἐξηγεῖται κακῶς ἀπό ῥίζα «ναχάμ», «παρηγορῶ». Ἡ παράγραφος μπορεῖ νά ἀναφέρεται ἀρχικά σέ ἕνα ἄλλο ὄνομα, ὅπως Menahem.


«Υἱοί τοῦ Θεοῦ» καί «θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων» (6,1-4)

(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ἐπειδή ἡ διήγησή μας πρόκειται νά ὁμιλήσει γιά τόν κατακλυσμό, ἀρχίζει νά κάνει λόγο γιά τήν διαφθορά τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Δύο εἶναι οἱ γενεές τῶν ἀνθρώπων, ἡ καλή καί ἡ κακή, καί ὁ Θεός ἤθελε νά εἶναι χωριστές οἱ γενεές αὐτές (βλ. 3,15, «ἔχθραν θήσω... ἀναμέσον τοῦ σπέρματός σου καί ἀνά μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς»). Ἐδῶ ὅμως διαβάζουμε γιά τήν μίξη τῶν δύο γενεῶν, τῆς καλῆς καί τῆς κακῆς: Οἱ «υἱοί τοῦ Θεοῦ» εἶδαν τίς «θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων» καί τίς ἔλαβαν γιά γυναῖκες τους (στίχ. 2). Ποιοί εἶναι οἱ «υἱοί τοῦ Θεοῦ» καί ποιές εἶναι οἱ «θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων»; Γενικά γίνεται παραδεκτό ὅτι «υἱοί τοῦ Θεοῦ» εἶναι οἱ Σηθῖτες, οἱ ἀπόγονοι τῆς καλῆς γενεᾶς, καί «θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων» εἶναι οἱ γυναῖκες τῶν Καϊνιτῶν, τῶν ἀνδρῶν τῆς κακῆς γενεᾶς. Ἀλλά ἡ ἑρμηνεία αὐτή δημουργεῖ ἕνα σοβαρό ἐρώτημα: Πῶς οἱ Καϊνῖτες, ἄνδρες ἰσχυροί πολεμιστές, ἀνέχθηκαν τήν ἁρπαγή τῶν γυναικῶν τους ἀπό τούς ἁπαλούς Σηθῖτες; Γι᾽ αὐτό δίδουν τήν ἑρμηνεία ὅτι πρόκειται περί λανθασμένης μεταφράσεως τῶν Ο´. Ἡ φράση τοῦ πρωτοτύπου Ἑβραϊκοῦ «μπενέ-χα-ἐλωχίμ», τήν ὁποία οἱ Ο´ μετέφρασαν «υἱοί τοῦ Θεοῦ», ἀποδίδεται κατά λέξη «υἱοί δυνατοί». Ἡ κύρια μετάφραση τοῦ «ἐλωχίμ» εἶναι «δυνατός». «Μπενέ χα ἐλωχίμ» λοιπόν σημαίνει «υἱοί δυνατοί». Αὐτοί οἱ «δυνατοί υἱοί» πρέπει νά ἀναζητηθοῦν στούς δυνατούς πράγματι Καϊνῖτες. Ἀλλά γενικά ὁ ἱερός συγγραφεύς τῆς περικοπῆς μας, εἴτε μέ τήν μία εἴτε μέ τήν ἄλλη ἑρμηνεία, θέλει νά παρουσιάσει ὡς αὐξανομένη τήν ἁμαρτία καί ὡς δικαία λοιπόν τήν ἐρχομένη τιμωρία τοῦ κατακλυσμοῦ.

(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
6,1Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νά πληθύνονται στήν γῆ καί ἀπέκτησαν θυγατέρες, 2εἶδαν οἱ «υἱοί τοῦ Θεοῦ» τίς «θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων» ὅτι εἶναι ὡραῖες καί πῆραν γιά γυναῖκες τους ὅσες τούς ἄρεσαν. 3Τότε εἶπε ὁ Κύριος ὁ Θεός: «Δέν θά μείνει τό πνεῦμα μου σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους γιά πάντα, γιατί ἔγιναν σάρκες· ἡ ζωή τους θά εἶναι ἑκατόν εἴκοσι χρόνια». 4Ἐκεῖνα τά χρόνια, ἀλλά καί ἀργότερα, ἦταν οἱ γίγαντες στήν γῆ· συνέβαινε δέ, ὅταν οἱ «υἱοί τοῦ Θεοῦ» ἑνώνονταν μέ τίς «θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων», νά γεννοῦν σ᾽ αὐτούς. Αὐτοί ἦταν οἱ γίγαντεςα οἱ παλαιοί, οἱ ὀνομαστοί ἄνδρες.
α. «Οἱ δυνατοί», λέει τό Ἑβρ.

(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
6,1-4: Ἐδῶ ἔχομε ἕνα ἐπεισόδιο ἀπό τήν γιαχβική παράδοδη δύσκολο στήν ἑρμηνεία του. Ὁ ἱερός συγγραφεύς ἀναφέρεται σέ ἕνα λαϊκό συναξάριο γιά τούς Γίγαντες, ἑβρ. «νεφιλίμ», οἱ ὁποῖοι θά ἦταν οἱ Τιτάνες τῆς Ἀνατολῆς, γιά τούς ὁποίους πίστευαν ὅτι προῆλθαν ἀπό τήν ἕνωση μεταξύ τῶν θνητῶν καί τῶν οὐρανίων ὑπάρξεων. Χωρίς νά λέγει ὁ συγγραφεύς γιά τήν ἀξία αὐτῆς τῆς ἰδέας καί καλύπτοντας τήν μυθολογική της ἄποψη, ὑπενθυμίζει μόνο τήν ἀνάμνηση περί μιᾶς ἀσεβοῦς φυλῆς ὑπερανθρώπων, ὡς ἕνα παράδειγμα τῆς αὐξηθείσης διαφθορᾶς, ἡ ὁποία θά προκαλέσει τόν κατακλυσμό. Ὁ μεταγενέστερος Ἰουδαϊσμός καί σχεδόν ὅλοι οἱ πρῶτοι ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς εἶδον εἰς αὐτούς τούς «υἱούς τοῦ Θεοῦ» τούς πεπτωκότας ἀγγέλους. Ἀλλ᾿ ἀπό τόν 4ον αἰώνα, μέ τήν παρατήρηση ὅτι ἡ φύση τῶν ἀγγέλων εἶναι πνευματική, οἱ Πατέρες ἑρμήνευσαν ἀπό κοινοῦ τούς «υἱούς τοῦ Θεοῦ» ὡς τήν γενεά τοῦ Σήθ καί τίς «θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων» ὡς τούς ἀπογόνους τοῦ Κάϊν. Παραλλήλως οἱ ραββῖνοι ἑρμηνευτές εἶδαν στούς «υἱούς τοῦ Θεοῦ» τούς ἰσχυρούς ἄνδρες καί στίς «θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων» τίς ἁπλές γυναῖκες. 6,3. Ἑκατόν εἴκοσι ἔτη. Ἡ μεγαλύτερη διάρκεια στήν ὁποία ἠλάττωσε ὁ Θεός τότε, κατ᾿ αὐτή τήν γιαχβική πηγή, τήν ἀνθρώπινη ἡλικία· κατά τήν ἱερατική παράδοση βλ. σχόλιο εἰς 5,1.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου