Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 1 Μαρτίου 2025

Ἐγερτήριον Σάλπισμα. Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου. Μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου

Ἐγερτήριον Σάλπισμα
Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου (Ματθ.6, 16-21)


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία (†) μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 25-2-1996 (Β330, β΄έκδοσις)
Ἀκούσαμε, ἀγαπητοί μου, στὴν σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή, νὰ μᾶς λέγει ὁ μέγας τῶν Ἐθνῶν Παῦλος τὰ ἑξῆς ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του.
Σὲ μετάφραση: «Νὰ δέχεστε ὅποιον ἔχει ἀσθενικὴ πίστη, χωρὶς νὰ ἐπικρίνετε τὶς ἀπόψεις του. Γιὰ παράδειγμα, ἕνας πιστεύει πὼς μπορεῖ νὰ φάει τὰ πάντα, ἐνῷ ὁ ἄλλος, ποὺ ἔχει ἀσθενικὴ πίστη, τρώει μόνο χόρτα.
Αὐτὸς ποὺ τρώει τὰ πάντα, ἂς μὴν περιφρονεῖ ὅποιον δὲν τρώει. Ἀλλὰ κι αὐτὸς ποὺ δὲν τρώει, ἂς μὴν κατακρίνει ὅποιον τρώει. Γιατί ὁ Θεὸς τὸν ἔχει δεχτεῖ στὴν Ἐκκλησία Του.
Ποιός εἶσαι ἐσὺ ποὺ κρίνεις ἕναν ξένο ὑπηρέτη; Μόνο ὁ Κύριός Του μπορεῖ νὰ κρίνει ἂν στέκεται ἢ ὄχι στὴν πίστη. Καὶ θὰ σταθεῖ, γιατί ὁ Κύριος ἔχει τὴν δύναμη νὰ τὸν στηρίξει».
 
Ἀγαπητοί μου, ὅπως παρατηροῦμε, στὴ σημερινή, ὅπως εἴπαμε, ἀποστολικὴ περικοπή, νὰ γίνεται ἕνα ἐγερτήριον σάλπισμα.
Φαίνεται ὅτι οἱ πιστοὶ ἀτονοῦν στὴν πνευματική τους πορεία· ποὺ τελικὰ φτάνουν νὰ κοιμῶνται πνευματικά.
Ἔτσι, τὸ ἐγερτήριον σάλπισμα, κατὰ καιρούς, ποὺ κάνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀναγκαῖον. Τί μᾶς λέγει;
«Εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι· νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. Ὡς ἐν ἡμὲρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν».
Λέγει ὁ Παῦλος: Δηλαδὴ «γνωρίζοντες καὶ ἀναγνωρίζοντες τὸν καιρόν», ὅτι εἶναι πιὰ ὥρα νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο· διότι τώρα εἴμαστε πιὸ κοντὰ εἰς τὴν σωτηρίαν ποὺ ἔρχεται διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Του παρουσίας, παρὰ τότε ποὺ ἐπιστεύσαμε.
Ἡ νύχτα πέρασε. Ἡ ἡμέρα πλησίασε. Ἔτσι, λοιπόν, σὰν παιδιὰ τῆς ἡμέρας νὰ πολιτευθοῦμε -«περιπατήσωμεν»- «εὐσχημόνως», μὲ καλὸ σχῆμα.

Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς εἰκόνες, ἀγαπητοί, τοῦ ὕπνου, τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡμέρας, τί θέλει νὰ ὑποδηλώσει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ; Γιὰ νὰ τὸ ἐννοήσομε, αὐτὲς τὶς εἰκόνες, πρέπει νὰ θυμηθοῦμε μιὰ σημερινὴ ἐπέτειο. Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τί σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο. Πρέπει νὰ ξυπνήσομε. Βεβαίως, ὄχι τὸν βιολογικὸν ὕπνον.
Εἶναι, ἀγαπητοί μου, ἡ ἔξοδος τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισον τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο ἦταν μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ.
Ἦταν θεωμένος. Εἶχε θεωρία Θεοῦ. Εἶχε κοινωνία Θεοῦ. Κι ἔτσι εἶχε θεωρία Θεοῦ. Δηλαδὴ «ἔβλεπε». Αὐτὸ τὸ «ἔβλεπε» τὸ βάζω σὲ εἰσαγωγικά.
Ἀλλὰ πάντως ἦταν μία θεωρία μετὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου. Αὐτὸν ποὺ ἀργότερα, ὁ Θεὸς Λόγος, θὰ πάρει σάρκα καὶ θὰ ἔρθει ἀνάμεσά μας. Εἶχε, λοιπόν, κοινωνία.

Ὅταν ἐκεῖνο τὸ δειλινὸ ἦρθε ὁ Θεὸς Λόγος, τὸ ὑπογραμμίζω, νὰ δεῖ τὸν Ἀδάμ. Δὲν ἦτο κάτι... πρώτη φορά. Ἦταν σύνηθες.
Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἔτσι νὰ πῶ πολὺ πολὺ ἀνθρώπινα, ὅπως κάνομε τὸ ἀπογευματάκι -λέει «δειλινὸ» ἡ Ἁγία Γραφή- τὸ ἀπογευματάκι, ἀφοῦ τελειώσομε τὶς δουλειὲς τῆς ἡμέρας μας, κάνομε ἐπισκέψεις.
Πηγαίνομε ἐμεῖς ἀλλοῦ, ἔρχονται ἄλλοι σὲ μᾶς. Ἔτσι ἦταν συνηθισμένη περίπτωση αὐτὴ ἡ κοινωνία τοῦ Ἀδὰμ μὲ τὸν Θεὸ Λόγο.
Ἐκεῖνο, ὅμως, τὸ ἀπόγευμα, ἀφοῦ τὸ μεσημέρι εἶχαν παραβεῖ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, λέγει ὁ Θεὸς Λόγος: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;». «Ποῦ εἶσαι, Ἀδάμ;»
Ὁ Ἀδὰμ κρύφτηκε! Κρύφτηκε γιατί εἶχε ἁμαρτήσει. Καὶ ντρεπόταν νὰ ἐμφανιστεῖ.
-«Ποῦ εἶσαι;».
-«Ἐδῶ εἶμαι, Κύριε».
-«Γιατί κρύφτηκες;»
Ἐν τῷ μεταξὺ δέ, προσπάθησε κάπως νὰ κρύψει την ἀσχημοσύνη.
 «Ποιός σοῦ εἶπε ὅτι εἶσαι γυμνός;».
Γιατί εἶπε: -«Ντρέπομαι, γιατί εἶμαι γυμνός».
-«Καὶ ποιός σοῦ εἶπε ὅτι εἶσαι γυμνός; Ποιός ἦρθε νὰ σοῦ τὸ ἀνακοινώσει αὐτό;».
Βεβαίως ἤθελε νὰ πεῖ: «Εἶσαι γυμνός. Ἀλλὰ γιατί τώρα τὸ συνειδητοποιεῖς; Ποιός ἦρθε νὰ σοῦ τὸ πεῖ;».
Βλέπετε, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μπαίνει ἡ ἁμαρτία, ἀρχίζει καὶ ἡ ντροπή. Ἕνα μικρὸ παιδάκι δὲν ντρέπεται, γιατί δὲν ἔχει ἁμαρτίες.

Βλέπετε τί κοινωνία εἶχε ὁ Ἀδάμ; Ὁ Ἀδὰμ ἦταν ὅλος φῶς. Ἀλλὰ ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Αὐτὴ ἡ αὐτοθέωσή του, κατὰ τὴν ὑπόδειξη τοῦ σατανᾶ, τὸν ἔκανε τελικὰ νὰ βρεθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο.
Χωρὶς πλέον το φῶς τοῦ Θεοῦ. Γυμνός. Γυμνὸς ἀπὸ τί; Ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Γυμνὸς ἀπὸ τὴν πρώτη θεοΰφαντη στολή.
 
Ἐκεῖνο ποὺ ἀκούσαμε πιὸ πίσω, τὴν Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου, ποὺ εἰπώθηκε: «Φέρετε τὴν στολὴν τὴν πρώτην».
Αὐτὴ εἶναι ἡ στολὴ ἡ πρώτη. Ἐκείνη τὴν ὁποία εἶχε ὁ Ἀδὰμ καὶ δὲν ντρεπόταν. Καὶ ποὺ παίρνομε ξανὰ στὸ Βάπτισμα.
Ἀλλὰ τὴν παίρνομε τὴν στολὴν αὐτὴν ὄχι ἐνεργείᾳ, ἀλλὰ δυνάμει. Δὲν ξέρω ἂν τὸ σκεφτήκατε ποτέ. Στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ ὑπάρχει ἱματισμός. Τὸ σκεφθήκατε ποτέ; Ὁ προφήτης Ἠλίας ἦταν μονοχίτων. Μιὰ προβιὰ φοροῦσε. Ὅταν ὅμως ἁρπάχτηκε «ὡς εἰς οὐρανόν», τὴν πέταξε τὴν προβιὰ αὐτή. Δὲν τὴν εἶχε ἀνάγκη. Γιατί ἁπλούστατα εἶναι ἡ στολὴ τῆς θεώσεως.
 
Ναί. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἔμεινε γυμνὸς ἀπ’ αὐτὴν τὴν πρώτη θεοΰφαντη στολὴ τῆς θεώσεως. Μέσα σὲ ἕνα σκοτάδι ἀγνωσίας Θεοῦ.
Καὶ μέσα στὸ σκοτάδι αὐτό, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδὰμ ἔπεσαν στὸν πνευματικὸν ὕπνο· ποὺ εἶναι ὁ ὕπνος τῆς ἀποστασίας.
Δὲν ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος τί θὰ πεῖ «ἀποστατῶ». Τὸ ἀποφασίζει. Δὲν τὸ συνειδητοποιεῖ.
Ἐξάλλου καὶ ὁ Ἀδὰμ σημείωσε ἕνα σημεῖον ἀποστασίας, ὅταν παρέβη τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Ἀποστασιοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Θεόν.
Ὁ ἄνθρωπος χάνει πιὰ ἀπὸ τὸν ὀπτικό του ὁρίζοντα τὸν Θεό.
Συγχέει δὲ· τὸ πρῶτο σύμπτωμα αὐτῆς τῆς ἀποστάσεως εἶναι ἡ σύγχυσις ἀνάμεσα Κτίστου καὶ κτίσεως.
Δηλαδὴ ἔχει ἀγνωσία Θεοῦ καὶ θεοποιεῖ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι μπροστά του. Ἐὰν δὲν τὸ ἔκανε ὁ Ἀδάμ, τὸ ἔκαναν οἱ ἀπόγονοί του· εὐθὺς ἀμέσως. Δηλαδὴ εἰδωλολατρία. Τὸ πρῶτο σύμπτωμα, λοιπόν, εἶναι ἡ εἰδωλολατρία.
Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ γράφει στὸ 1ο κεφάλαιο στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του ὁ Παῦλος: «Ἀντὶ νὰ τιμήσουν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸν Κτίστην, προσκύνησαν καὶ θεοποίησαν τὴν κτίσιν».

Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸ ποὺ βλέπει μπροστά του πιά, δὲν ἔχει κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, γιὰ νὰ ξέρει τὸν Θεό.
Κι ὅ,τι βλέπει μπροστά του, τὸ θεοποιεῖ. Βλέπει τὸν οὐρανό, τὰ ἀστέρια, τὸν ἥλιο, τὴν σελήνη, βλέπει τὰ νερά, βλέπει τὴν γῆ, ὅ,τι βλέπει. Κι ὅλα αὐτὰ τὰ θεοποιεῖ. Ἔχομε τί; Πολυθεΐα. Γιατί; Γιατί πέφτει ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν εἰδωλολατρία.

Εἶναι δυστύχημα ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ Χριστιανοί μας ποὺ ξαναπέφτουν πάλι εἰς αὐτὴν τὴν εἰδωλολατρία. Ναί.
Τί εἶναι παρακαλῶ ὁ Πανθεϊσμὸς ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν ἐποχή μας;
Τί εἶναι, παρακαλῶ, ὁ Μασονισμός, ποὺ ἔχει πανθεϊστικὴ τοποθέτηση;
Τί εἶναι ἡ Θεοσοφία ποὺ ἔχει κι αὐτὴ πανθεϊστικὴ τοποθέτηση;
Ὁ γνωστὸς ἀρχαῖος, ἀπὸ πρὸ Χριστοῦ ἐμφανισθεῖς, Γνωστικισμός;
Τί εἶναι ὅλα αὐτά;
Ἀκόμη, ἔπεσε καὶ σὲ ἕναν ἄλλον ὕπνον ὁ ἄνθρωπος. Στὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ὕπνος αὐτὸς εἶναι μία ἀληθινὴ ἀφασία τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Καὶ οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς, τὸ συναίσθημα, ἡ βούλησις. Ὁ νοῦς ἔπεσε σὲ ἀφασία.
Καταλαβαίνομε τί θὰ πεῖ ἀφασία. Τὸ συναίσθημα· σὲ ἀφασία... Ἡ βούλησις· σὲ ἀφασία...
Γιατί καὶ τὰ τρία τώρα αὐτὰ ὑπηρετοῦν τὴν ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία ἔρχεται νὰ διαστρέψει τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς.
Καὶ ὁ ἄνθρωπος συγχέει τώρα τὸ ἀγαθὸν μὲ τὸ κακόν. Πρῶτα συνέχεε τὴν κτίσιν μὲ τὸν Κτίστην καὶ τώρα συγχέει τὸ ἀγαθὸν μὲ τὸ κακόν.

Βλέπετε, σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν διακρίνουν τί εἶναι καλὸ καὶ κακό. Τὴν πορνεία, φερειπείν, τὴν θεωροῦν κάτι καλό...· κ.ο.κ.
Ἀντιθέτως, τὴν ἐγκράτεια τὴν θεωροῦν κάτι ποὺ εἶναι ἀφύσικο πρᾶγμα. Τὴν νηστεία, μὴν πᾶμε μακριά, μιὰ ποὺ ἀνοίγει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀρχίζει, θεωροῦν τὴν νηστεία ὅτι εἶναι κάτι κακό.
Ποιό εἶναι τὸ ἐπιχείρημά τους; Τὸ ἐπιχείρημα εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὅτι «ἀφοῦ ὁ Θεὸς μοῦ ἔδωσε ἕνα στομάχι, μοῦ ἔδωσε μιὰ ὄρεξη καὶ μοῦ δίνει τὰ ἀγαθά Του, πάει νὰ πεῖ ὅτι ἐγὼ πρέπει νὰ τὰ γευτῶ. Τί θὰ πεῖ, λοιπόν, νηστεία;».
Στὸ γενετήσιο τὸ ἴδιο. Μοῦ ἔδωσε αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔδωσε. Τί θὰ πεῖ ἐγκράτεια; Καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ὅτι ἀκριβῶς διὰ βρῶσιν ἐχάσαμε τὸν Παράδεισον. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ἐτηρήθη ἡ ἐντολὴ τῆς νηστείας, γι' αὐτό ἐχάθη ὁ Παράδεισος.
Δὲν τὸ ἀντιλαμβάνεται αὐτό.
Οὔτε ἀκόμη ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ παροῦσα ζωὴ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα στάδιον· τοῦ ὁποίου σταδίου μικρογραφία εἶναι μία Τεσσαρακοστὴ· ποὺ στὸ τέρμα της εἶναι ὁ σταυρός. Καὶ λίγο, ἕνα βῆμα μετὰ εἶναι ἡ Ἀνάσταση.
Δὲν τὸ ἀντιλαμβάνεται ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος αὐτό. Γιατί βλέπει μὲ μάτια σαρκικά, βιταλιστικά, ζωικὰ μάτια.
Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς εἶναι πεπηρωμένα, τυφλά. Δὲν βλέπει.
 
Ἀλλὰ ὁ ἀγαθὸς Θεός, ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπον, δὲν τὸν ἄφησε μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πυκνὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας.
Ἀλλά, ἀφοῦ ὅπως λέγει ὁ Παῦλος «ἡ νὺξ προέκοψεν -δηλαδὴ ἡ νύχτα προχώρησε-, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν»
- Πῶς «ἤγγικεν» ἡ ἡμέρα; Μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Γιατί;
Ἔρχεται Αὐτός, ὁ Θεὸς Λόγος, παίρνει τὴν ἀνθρωπίνη φύση, γιὰ νὰ γίνει πάλι σὲ μᾶς φῶς καὶ ζωή.
Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου, εἶναι ὁ νοητὸς Παράδεισος· ποὺ ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει, ἂν εἶναι ἔξυπνος, νὰ ἐπιστρέψει εἰς Αὐτόν.
Αὐτὴ εἶναι ἡ εὐφυΐα. Δὲν θέλω νὰ ἀρνηθῶ τὴν κοσμικὴν εὐφυΐαν· ἡ ὁποία, ὅμως, δὲν εἶναι ἁπλῶς νὰ ἀντιλαμβάνομαι κάτι ὡς ἐπινόηση ἐπὶ παραδείγματι. Ἐὰν αὐτὸ τελικὰ στραφεῖ εἰς βάρος μου. Εἶναι ἀληθινὴ εὐφυΐα; Ἀληθινὴ εὐφυΐα εἶναι νὰ ἀντιληφθῶ, ἐκεῖ ποὺ θὰ φθάσω, θὰ ὠφεληθῶ;

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι τὸ ξύλον τῆς ζωῆς. Γι' αὐτό ἐξεδιώχθη ἀπὸ τὸν Παράδεισον. Γιὰ νὰ μὴν δοκιμάσει τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, τὸν καρπὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς. «Ξύλον» θὰ πεῖ δένδρον. «Δύο δένδρα», λέει, «ὁ Θεὸς ἐφύτευσε εἰς τὸν Παράδεισον».
Δηλαδὴ εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη καὶ ἡ θεία φύσις τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός.
Κι ἔπρεπε τότε νὰ μὴν δοκιμάσει, γιὰ νὰ μήν... ἀθανατιστεί. Καὶ ἦταν σὲ κατάσταση πτώσεως. Καὶ συνεπῶς, θὰ ἔμενε στὴν ἀθανασία πεπτωκώς.
Ἔτσι ἔπρεπε νὰ μὴν δοκιμάσει. Θὰ ἐδοκίμαζε, ἐὰν μετενόει. Ἐὰν ἐγίνετο καινούριος ἄνθρωπος, τότε θὰ δοκίμαζε· ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ναί. Γιὰ νὰ ἀφθαρτιστεὶ καὶ γιὰ νὰ ἀθανατοποιηθεῖ τότε.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἡ ὀγδόη, ἀνέσπερος ἡμέρα. Ἡ ἡμέρα ἐκείνη ἡ ὀγδόη, ποὺ δὲν ἔχει ἑσπέρας. «Καὶ ἐγένετο πρωί, καὶ ὁ Θεός», λέει, «ἔκανε τὴν ἑβδόμη ἡμέρα». Καὶ δὲν εἶπε «ἐγένετο ἑσπέρας». Ἀλλὰ αὐτή, ὅμως, ἡ ἑβδόμη ἡμέρα τσαλαπατήθηκε ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ ἡ ὀγδόη ἡμέρα, ποὺ εἶναι ἡ Κυριακὴ τοῦ Πάσχα. Ἡ ἡμέρα, ἡ ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν. Ἡ μεγάλη ἡμέρα. Γιατί Ἐκεῖνος ποὺ τὴν δημιούργησε λέγεται «ὀγδόη ἡμέρα». Εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Ἔτσι κηρύσσεται στὸν παρόντα κόσμο, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας. Ἡ μετάνοια ἐξαγγέλλεται. Καὶ ἡ ἐπιστροφὴ· «Ἐλᾶτε. Φταίξατε. Θὰ σᾶς συγχωρήσω», λέει ὁ Θεὸς Λόγος. Ἐκεῖνος ποὺ μίλησε στὸν Ἀδάμ, μιλοῦσε εἰς τὸν Ἀδάμ, στὸν Παράδεισο μέσα.
Γι’ αὐτὸ ἡ παλαιὰ προφητεία τοῦ Ἠσαΐου λέγει: «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λὰὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χὼρᾳ καὶ σκὶὰ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, στὸν πεσμένο ἄνθρωπο, ποὺ εὑρίσκετο μὲς στὸ σκοτάδι καὶ εἰς τὸν ὕπνον τῆς ἀγνωσίας.
 
Σάλπισμα, λοιπόν, ἐγερτήριον. Ὅμως, παρ' ὅτι «τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον» -ὅπως μᾶς λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἔχει ἔλθει τὸ φῶς εἰς τὸν κόσμον, ποὺ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός- ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς».
Πῶς τὸ ἐξηγεῖ κανεὶς αὐτό; Ἂς μὴν κάνω ἐξήγηση περισσότερη παρὰ μόνον ὅτι εἶναι ἐξοργιστικό.
Ἄνθρωπε, ἔμαθες τυφλοπόντικας μέσα στοὺς διαδρόμους τῆς γῆς, τοῦ χώματος. Κι ὅταν σὲ βγάζουν στὴν ἐπιφάνεια, ξανατρυπώνεις ἐκεῖ;
Μὲ δύο λόγια: Γιατί; «Ἦν γάρ –λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης- πονηρά, φαῦλα, τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων».
«Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων, μισεῖ τὸ φῶς, καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ φανερωθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ».
Αὐτὴ εἶναι ἡ ψυχολογία τοῦ πράγματος. «Γιατί θέλω νὰ μένω στὰ ἔργα μου, ποὺ τ’ ἀγαπῶ, τὰ πονηρά, τὰ σκοτεινά, τὰ βρώμικα, τὰ ἐβδελυγμένα. Θέλω νὰ μένω σ΄αυτά. Γι' αὐτό, δὲν θέλω το φῶς...».

Ἤ, ἀκόμη, ἐνῷ ὁ Χριστὸς «ἦν (ἦτο) τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον», μᾶς λέει στὸ πρῶτο κεφάλαιό του ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης «καὶ πολλοὶ ἐδέχθησαν το φῶς» κάποια στιγμή.
Ὅμως, ἀνάμεσα εἰς τοὺς πιστοὺς τώρα, αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει, ἀρχίζει πρῶτα πρῶτα πάλι ὁ ὕπνος, ποὺ εἶναι τώρα ἡ ἀφασία τῶν μεριμνῶν. Οἱ μέριμνες. Οἱ μέριμνες. Οἱ μέριμνες...
Ἄνθρωπε, γιὰ δὲς τὴν ζωή σου, κάπως μακροσκοπικά, βάλε τὸν ἑαυτό σου ἀπέναντι καὶ δές τον. Ἤσουν ἔφηβος. Λαχτάρα νὰ βγάλω τὴν κάθε τάξη στὸ σχολειό. Λαχτάρα, μέριμνα νὰ πάω πιὸ πάνω, στὸ Πανεπιστήμιο. Μετὰ νὰ πάω στρατιώτης. Μέριμνα...
«Τί δουλειὰ θὰ κάνω; Θὰ βρῶ δουλειά;». «Μέριμνα: Νὰ παντρευτῶ». Ἔ, παρακάτω παντρεύεσαι, κάνεις παιδιά. Μέριμνα γιὰ τὰ παιδιά.
Καὶ δὲν τελειώνει ἐδῶ. Ἡ μέριμνα νὰ τὰ παντρέψεις τὰ παιδιά. Οὔτε ἐδῶ τελειώνει. «Τώρα... θὰ κάνουν τὰ παιδιά μου, παιδιά; Θὰ ἀποκτήσω ἐγγόνια;». Μέριμνα γιὰ τὰ ἐγγόνια.
Φτωχέ, ταλαίπωρε ἄνθρωπε, πότε θὰ βγεῖς ἀπὸ τὴν ἀφασία τῶν μεριμνῶν τοῦ βίου τούτου; Γι' αὐτό ὁ Κύριος εἰδοποιεῖ: «Προσέχετε ἑαυτοῖς, μήποτε βαρυνθῶσι (βαρύνουν καὶ πέσουν σὲ ὑπνηλία) αἱ καρδίαι ὑμῶν, ἐν κραιπὰλῃ καὶ μὲθῃ καὶ μερίμναις βιοτικαῖς, καὶ αἰφνίδιος ἐφ΄ ὑμᾶς ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη».
Ποιά εἶναι «ἡ ἡμέρα ἐκείνη»; Τῆς Δευτέρας τοῦ Χριστοῦ Παρουσίας. «Θὰ’ ρθεῖ», λέει, «ξαφνικά». Ἢ ὁ θάνατός σου.
 
Ἀκόμη, εἶναι ὁ ὕπνος της χλιαρότητος· ποὺ ξέρετε τί λέει ἐκεῖ στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως.
«Θὰ σὲ ξεράσω - λέει ὁ Θεός- γιατί δὲν εἶσαι οὔτε ψυχρός, οὔτε θερμὸς ἀλλὰ χλιαρός». Καὶ εἶναι γνωστό, ἂν πιοῦμε ἕνα ζεστὸ τσάϊ, δὲν ξερνᾶμε. Ἂν πιοῦμε ἕνα παγωμένο νερό, δὲν ξερνᾶμε. Ἂν πιοῦμε, ὅμως, ἐλαφρῶς χλιαρό, μᾶς δημιουργεῖται μία ἀναγούλα. Νὰ ξεράσομε. Εἶναι πάρα πολὺ ψυχολογημένο καὶ παρατηρημένο αὐτό. Εἶναι, λοιπόν, ὁ ὕπνος της χλιαρότητος.
Εἶναι ὁ χειρότερος ὕπνος. Γιατί δίδει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι ὑπάρχει ἐγρήγορσις, ὅτι ὑπάρχει πνευματικὴ ζωή, ὅτι ὑπάρχει ἠθικὴ ἐπάρκεια, ὅτι ὑπάρχει ἡ σωτηρία. Ἀλλὰ ψευδαίσθησις πολλὲς φορές.
Ἦταν ὁ ὕπνος τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων, ποὺ τελικὰ ἔμειναν ἔξω ἀπὸ τὴν σωτηρία. Πίστευαν ὅτι εἶναι στὸν χῶρο τῆς σωτηρίας. Ἀλλὰ εἴχανε τὸν ὕπνον. Εἶναι ὁ ὕπνος τῶν πιὸ πολλῶν Χριστιανῶν μας.
Γι' αὐτό καὶ τὸ ἐγερτήριο σάλπισμα αὐτῶν τῶν λιποθυμισμένων συνειδήσεων. «Σηκωθεῖτε», λέγει ὁ Παῦλος, «ξυπνῆστε!».
 
Ἂς προσέξομε, ὅμως, τί μᾶς λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. «Εἰδότες τὸν καιρόν», λέει. Ποιόν «καιρόν»; «Εἰδότες τὸν καιρὸν κατεπείγοντα καὶ ἀρετὴν ἀπαιτοῦντα», λέει ὁ Οἰκουμένιος. Νὰ δεῖτε ὅτι ὁ καιρὸς κατεπείγεται, περνάει πολὺ γρήγορα. Καὶ ἀπαιτεῖ τὴν ἀρετή, ἀπαιτεῖ τὴν ἁγιότητα. Οἱ καιροί; Χαλεποί. Ἀπαιτοῦν ἐγρήγορση. Ἀπαιτοῦν ὑπευθυνότητα.
Τοὐλάχιστον διὰ τὸν ἑαυτόν μας ἀπαιτοῦν τὴν προσευχὴν καὶ τὴν νῆψιν, τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς.
 
Κι ἀκόμη, λέει ὁ Παῦλος: «Νῦν ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία». «Τώρα», λέγει, «εἴμαστε πιὸ κοντά». Σὲ τί; «Τουτέστι ὁ τῆς κρίσεως καιρός». Εἴμαστε πιὸ κοντὰ στὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας τοῦ Χριστοῦ παρουσίας, παρ' ὅτι τότε, χθὲς δηλαδή, προχθές, πέρσι, ποὺ ἐπιστεύσαμε. Εἴμαστε πιὸ κοντά. Ὁ χρόνος διαρκῶς μικραίνει, μικραίνει. «Καθ’ ἑκάστην γὰρ ἡμέραν πλησιέστεροι τῆς δεσποτικῆς γινόμεθα παρουσίας», λέγει ὁ Θεοφύλακτος. «Ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ πηγαίνομε στὴν ἡμέραν ἐκείνην».
Γι' αὐτό γράφει ὁ Ἀπόστολος... Τί γράφει; «Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν». «Ἡ νύχτα τοῦ παρόντος βίου προχώρησε. Ἡ ἡμέρα τῆς Δευτέρας τοῦ Χριστοῦ παρουσίας πλησίασε».

Ἡ Δευτέρα παρουσία, λοιπόν, τοῦ Κυρίου πρέπει νὰ εἶναι ἀδιάλειπτα εἰς τὸν ὀπτικόν μας ὁρίζοντα. Γιὰ δυὸ λόγους: Νὰ μὴν ἁμαρτάνομε, ἀλλὰ καὶ νὰ προετοιμαζόμεθα γιὰ τὴν ἁγιότητα. Πρέπει αὐτὴ δὲ ἡ ὀπτική μας τοποθέτηση στὴν ἡμέρα ἐκείνη, νὰ εἶναι τὸ κριτήριο ὅλων τῶν πράξεών μας.
Καὶ ἀκόμη τι λέγει ὁ Παῦλος; «Ὡς ἐν ἡμὲρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν». Σὰν νά ‘ναι μέρα.
Ἢ ἐν ὄψει τῆς κρίσεως, τῆς ἡμέρας τῆς μεγάλης, νὰ περπατοῦμε, λέγει, νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ νὰ περπατᾶμε μὲ εὐσχημοσύνη.
Καὶ «εὐσχημοσύνη» θὰ πεῖ «ὡς πολλῶν ἡμᾶς ὁρώντων». Γιατί πολλοὶ μᾶς βλέπουν· οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι.
Ποιός θὰ βγεῖ γυμνός, μόλις σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεβάτι του ἢ ἀπὸ τὸ λουτρό του νὰ βγεῖ ἔξω· ἔτσι ὅπως εἶναι. Δὲν βγαίνει.
Βγαίνει μὲ εὐσχημοσύνη. Ντυμένος καὶ περιποιημένος. Τί εἶναι ἐκεῖνα ποὺ θὰ κάνουν τὴν εὐσχημοσύνη μας;
Εἶναι ἡ πίστις. Ἡ πίστη δίδει τὸ πρέπον σχῆμα στὸν ἄνθρωπο. Ἡ πίστη τοποθετεῖ τὸν ἄνθρωπο ἐντὸς ἑαυτοῦ.
Ἐνῷ ἡ ἀθεΐα καὶ ἡ ἀδιαφορία τοποθετεῖ τὸν ἄνθρωπο ἐκτὸς ἑαυτοῦ.
Ἀκόμα εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη δίνει τὸ περιεχόμενο εἰς τὸν ἄνθρωπο, τὸ νόημα· τὸν προσοικειώνει μὲ τὴν κτίση, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἔλλογο καὶ τὴν ἄλογο κτίσιν. Ἡ ἀπουσία τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης τὸν ἀλλοτριώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ τὴν κτίση καὶ ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἡ ἐλπίδα. Ἡ χριστιανικὴ ἐλπίδα δίδει νόημα εἰς τὴν ὕπαρξη καὶ προσανατολισμὸ πρὸς τὴν αἰωνίαν κατάπαυσιν.
 
Ἀκόμη, ὡς ἅγιοι πρέπει νὰ περιπατοῦμε. Ὁ ἁγιασμὸς εἶναι ἡ ὑψίστη εὐσχημοσύνη· ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο βασιλέα τῆς Δημιουργίας. Καὶ εἶναι τὸ νόημα τῆς κτίσεως. Καὶ γίνεται ὁ ἄνθρωπος τὸ παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Ὁ μὴ ἅγιος, ὁ ρυπαρός, ὁ βέβηλος, εἶναι ὁ πλανεμένος ἄνθρωπος, ὁ παρορίτης τῆς κτίσεως. Εἶναι ὁ Κάϊν ποὺ αὐτοδικαιώνεται καὶ πουθενὰ δὲν ἡσυχάζει.
Ὁ ἁγιασμένος ἄνθρωπος εἶναι τὸ ἀληθινὸ κόσμημα τῆς κτίσεως.
 
Ἀγαπητοί, ἐγερτήριον σάλπισμα μᾶς δίνει σήμερα ὁ οὐρανός. Δὲν θὰ τρέξομε σὲ τόπους ἁμαρτίας· ποὺ σήμερα δυστυχῶς οἱ Χριστιανοί μας τρέχουν εἰς τοὺς τόπους τῆς ἁμαρτίας. Ἡ προκειμένη Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ μπορεῖ νὰ πραγματώσει αὐτὸ τὸ ἐγερτήριον.
Ἂς ἀρχίσομε, λοιπόν, νὰ ἀφυπνιζόμεθα, νὰ ξυπνᾶμε, νὰ ἀνησυχοῦμε, γιατί ὁ καιρὸς ἔφθασε. Νὰ νήφομε.
Εἶναι ἀκόμη μιὰ εὐκαιρία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ σωθοῦμε.


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον


ΠΗΓΕΣ:

•    Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
•    https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_666.mp3



Διαβάστε περισσότερα πατῶντας:  Κυριακή τῆς Τυρινῆς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου