Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

Περὶ Αὐτογνωσίας. Εὐχὴ ἁγίου Ἐφραίμ του Σύρου. Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Μυτιληναίου

Περὶ Αὐτογνωσίας
Εὐχὴ ἁγίου Ἐφραίμ του Σύρου


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 25-3-1983
Τώρα τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἀγαπητοί μου, πολὺ συχνὰ ἀκούεται ἡ μικρά, ἐκείνη, κατανυκτικὴ προσευχὴ τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ, ἡ ὁποία συνοδεύεται καὶ μὲ γονυκλισία: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας, μὴ μοὶ δῷς.
Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοὶ τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοὶ τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου».

Ὁ ὅσιος πατὴρ αἰσθάνεται ὅτι ὅταν αὐτὲς οἱ πρῶτες τέσσερις κακίες, ποὺ εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας καὶ τῆς ἀργολογίας καὶ ἐν συνεχείᾳ ἡ ἐπίτευξις τῶν ἄλλων τεσσάρων ἀρετῶν, ὅπως εἶναι ἡ σωφροσύνη, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη, τότε θὰ ἐπιτύχει κανεὶς ἱκανοποιητικὰ πνευματικὰ ἐπίπεδα.
Σὰν κλειδί, ὅμως, αὐτῶν τῶν τεσσάρων ἀρετῶν πρὸς ἐπιτυχίαν καὶ τῶν τεσσάρων κακιῶν πρὸς ἀποφυγήν των, πρὸς περικοπήν των, θέτει τὴν αὐτογνωσία.
Γι' αὐτό λέγει: «Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοὶ τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα». «Βοήθησέ με, χάρισέ μου το νὰ μπορῶ νὰ ἰδῶ τὰ δικά μου τὰ πταίσματα, καὶ ἔτσι, μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, νὰ ἀποφύγω καὶ τὴν κατάκριση τῶν ἄλλων καὶ τὴν δική μου προκοπή».

Ἡ ὅλη προσευχή, ὅπως ἀντιληφθήκατε, ἀρχίζει μὲ μίαν ἐπίκλησιν πρὸς τὸν Κύριον τῆς ζωῆς: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου».
Πραγματικὰ ἔχει πάρα πολλὴ σημασία αὐτό, διότι μόνον ὁ Κύριος τῆς ζωῆς εἶναι ὁ γνώστης τῆς ἀνθρωπίνης κατασκευῆς.
Κανεὶς δὲν γνωρίζει, οὔτε ὁ ἰατρός, οὔτε ὁ φιλόσοφος, οὔτε ὁ κοινωνιολόγος, οὔτε ἐγὼ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό μου.
Κανεὶς δὲν γνωρίζει τόσο, ὅσο γνωρίζει ὁ κατασκευαστής μου. Καὶ ὁ κατασκευαστής μου εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς μου. Εἶναι Αὐτὸς ὁ Ὁποῖος μὲ δημιούργησε.
Γι΄αὐτό ἀγαπητοί μου, πολλὲς φορές, ὅταν ἀναρωτιόμαστε τί ὠφελεῖ τὸν ἄνθρωπο ἢ τί εἶναι ἱκανὸ νὰ τὸν κάνει νὰ ἀρρωστήσει, βεβαίως δὲν θέλω νὰ πῶ ὅτι θὰ ἀπορρίψομε τὴν γνώμη μιᾶς πείρας ποὺ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἐφόσον ὅμως αὐτὴ ἡ πεῖρα ποὺ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι, ὅπως ἡ ἰατρικὴ πεῖρα, ἡ κοινωνικὴ πεῖρα κ.ο.κ. ἐφόσον αὐτὴ ἡ πεῖρα θὰ ἔρχεται, θὰ ἀπορρέει ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὁποῖον λέγει καὶ ἐντέλλεται ὁ Θεὸς δημιουργός μου.
 
Ἕνα μικρὸ παράδειγμα. «Πρέπει ἢ δὲν πρέπει -συνηθισμένο ἐρώτημα γιὰ ἕναν νέον ἄνθρωπο, κυρίως γιὰ τὸν ἔφηβο- νὰ μείνω ἐν παρθενίᾳ στὰ νεανικά μου χρόνια;»
Ἡ ἀπάντησις: Ὁ κόσμος λέγει «Ὄχι». Πάρα πολλοὶ ἰατροί, ὄχι ὅλοι -δόξα τῷ Θεῷ- λέγουν «Ὄχι». Πολλοὶ κοινωνιολόγοι καὶ ἐκπαιδευτικοὶ καὶ ψυχολόγοι, ὄχι ὅλοι εὐτυχῶς, λέγουν «Ὄχι».
Τί λέγει ὁ Χριστός; Ὁ κατασκευαστής μου; Ὁ κατασκευαστής μου, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τὴν μάρκα μου καὶ τὴ δομή μου καὶ τὴν λειτουργία μου ὅσο κανένας ἄλλος, μοῦ λέγει: «Θὰ μείνεις ἐν παρθενίᾳ μέχρι τὸν γάμο σου». Ποιόν θὰ ἀκούσω; Προφανῶς τὸν Κύριο τῆς ζωῆς μου.
Συνεπῶς ἀποτείνομαι πρὸς τὸν Κύριο τῆς ζωῆς μου. «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου...». Διότι ἐσὺ μοῦ ἔδωσες σήμερα τὴν φυσικὴν ζωήν, σὲ Σένα ἐλπίζω ὅτι θὰ μοῦ δώσεις καὶ τὴν πνευματικὴν ζωήν, καὶ τὴν αἰωνίαν ζωήν. Διότι ποιά ἡ ἀξία τὸ νὰ ἐπιτύχω τὴν φυσικὴν ζωήν, τὴν βιολογικὴν ζωήν, μὲ τὰ ἐντάλματα τῶν ἀνθρώπων, καὶ χάσω τὴν αἰωνίαν ζωήν, ποὺ σὲ Σένα ὑπάρχει;

Καλό, λοιπόν, θὰ ἦταν νὰ ἀρχίσομε αὐτὴν τὴν προσευχήν, ἀπὸ τὸ κλειδὶ τῆς ἐπιτυχίας της, ποὺ εἶναι ἡ αὐτογνωσία. Διότι ἂν θέλει ὁ Θεός, στὴν σειρὰ τῶν Παρασκευῶν, τῆς ἀκολουθίας τῶν Χαιρετισμῶν πρὸς τὴν Θεοτόκον, θὰ ἀναλύσομε αὐτὴν τὴν προσευχήν.
 Γι΄αὐτό, κάνοντες ἀρχὴ ἀπὸ ἀπόψε, ἐρωτοῦμε: «Ἀπὸ ποῦ θὰ ἀρχίσομε;». Προφανῶς ἀπὸ τὸ κλειδὶ τῆς ἐπιτυχίας. Ποιό εἶναι αὐτό; Εἶναι ἡ αὐτογνωσία!
«Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοὶ τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα», «δώρισέ μου τὸ δῶρο αὐτό, τὸ ἀνεκτίμητο, νὰ μπορῶ νὰ δῶ τὰ δικά μου τὰ πταίσματα».
Μὲ ἄλλα λόγια, «βοήθησέ με νὰ ἔχω αὐτὴν τὴν αὐτογνωσία».

Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ αὐτογνωσία, ἀγαπητοί μου, πράγματι ἀποτελεῖ κλειδί. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὸ εἶχαν κατανοήσει αὐτό. Γι΄αὐτό καὶ ὑπῆρχε στὴ μετώπη τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν ἐκεῖνο τὸ περίφημο ρητὸ «γνῶθι σαὐτὸν» «γνώριζε τὸν ἑαυτό σου». Γιατί πράγματι ἀποτελεῖ κόμβον ὅλων τῶν περιπτώσεων τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ἐνεργειῶν του. Οἱ πατέρες ἔλεγαν τοῦτο: «Ἀρχὴ σωτηρίας τὸ ἐπιγνῶναι τινὰ ἑαυτόν».
«Ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας εἶναι σὲ κάποιον τὸ νὰ ἀρχίσει νὰ ἔχει ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του». Νὰ ξέρει δηλαδὴ ποῦ ἀκριβῶς βρίσκεται, ποιά εἶναι ἡ ὅλη του κατάσταση, ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος.

Ἀγαπητοί μου, ξέρετε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐξερευνᾶ τὰ βάθη τῶν οὐρανῶν- ἐννοεῖται τῶν φυσικῶν οὐρανῶν-, ἐξερευνᾶ τὴν γῆν, τὰ βάθη τῶν θαλασσῶν, εἰσχωρεῖ μέσα σὲ ζοῦγκλες καὶ ἄβατους τόπους, ποὺ ποτὲ ἄνθρωπος δὲν ἐπάτησε· κι ὅμως δὲν ἔχει ἐξερευνήσει αὐτὸν τὸν ἴδιο τόν ἑαυτόν του.
Κατ' ἀρχὰς ἡ ἀνθρωπότητα δὲν ἐξερεύνησε αὐτὸ τὸ ὀν ποὺ λέγεται ἄνθρωπος. Καὶ ὕστερα, ὁ κάθε ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἐξερευνήσει αὐτὴν τὴν «terra incognita», αὐτὴν τὴν ἄγνωστη γῆ, τὴν ἄγνωστη χώρα. Δὲν τὴν ἔχει ἐξερευνήσει. Ἀνεξαιρέτως. Μᾶς τὸ λέγει ἡ Ψυχολογία ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἐξερευνήσει τὸν ἑαυτόν του. Μᾶς τὸ λέγει ὅμως καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Κυρίως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Γι' αὐτό τὸν λόγο πρέπει νὰ ἔχομε μία στροφὴ πρὸς τὰ μέσα. Αὐτὴ ἡ στροφὴ πρὸς τὰ μέσα θὰ μᾶς κάνει νὰ δοῦμε ἀκριβῶς ποιά εἶναι ἡ κατάστασίς μας, ποιός εἶμαι ἐγώ. Νὰ ἀνακαλύψω τὸ ἐγώ μου. Τὸ ἀφήνω καὶ ἐνεργεῖ, ὅπως ἐνεργεῖ, παθιασμένο, κουβαλάει μαζί του ὄστρακα καὶ κελύφη καὶ τοῦ κόβουν τὴν ταχύτητά του στὸν δρόμο του, ἐμφανίζεται κακομοιριασμένο, κακοποιημένο, ποὺ μπορεῖ ἀκόμη νὰ δημιουργήσει καὶ τὸ γέλιο τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, κι ὅμως ἐγὼ ποτὲ δὲν ἔκανα τὸν κόπο νὰ κοιτάξω αὐτὸ τὸ «ἐγώ» μου, νὰ ἰδῶ ποιός εἶμαι καὶ πῶς κινοῦμαι, πῶς μὲ βλέπουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, πῶς μὲ βλέπει ὁ Θεός.
Εἶναι ἡ ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν καὶ ἡ τέχνη τῶν τεχνῶν, νὰ γνωρίσω τὸν ἑαυτό μου! Κι ἂν ἀκριβῶς, ἀγαπητοί μου, ἂν ἀκριβῶς πάσχομε σὰν ἄνθρωποι καὶ σὰν κοινωνίες, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἀπουσία τῆς αὐτογνωσίας. Ἐὰν πάσχω, εἶναι γιατί δὲν ξέρω ποιός εἶμαι ἐγώ.
Ἐὰν ἡ κοινωνία πάσχει, εἶναι γιατί οἱ διοικοῦντες, οἱ κυβερνῶντες, πάντοτε οἱ προϊστάμενοι, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προΐστανται κάποιας ὁμάδας ἀνθρώπων, εἶναι γιατί δὲν ἐγνώρισαν τὸν ἄνθρωπο· καὶ δὲν ἐγνώρισαν τὸν ἄνθρωπο ἐπειδὴ δὲν ἐγνώρισαν τὸν ἑαυτό τους.
Πῶς θὰ γνωρίσω τὸν ἄλλο ἄνθρωπο; Δὲν θὰ τὸν ψαχουλεύω νὰ τὸν γνωρίσω, οὔτε φυσικὰ θὰ τὸν βάλω στὴ χημικὴ ἀνάλυση, οὔτε στὸ τραπέζι, θὰ λέγαμε, τῆς ἀνατομίας. Θὰ τὸν γνωρίσω τὸν ὅποιον ἄλλον ἄνθρωπον, ἐὰν καθίσω στὸ σκαμνὶ τὸν ἑαυτόν μου καὶ ἀρχίσω νὰ ἀναλύω τὸν ἑαυτόν μου.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀναλύσω τὸν ἑαυτόν μου καὶ θὰ τὸν γνωρίσω, τότε ἐγνώρισα ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ δῶ θὰ ξεκινήσει καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ φιλανθρωπία, ἀπὸ δῶ θὰ ξεκινήσουν ὅλες οἱ ἀρετές! Πραγματικὰ ἀπὸ τὴν αὐτογνωσία ξεκινοῦν ὅλες οἱ ἀρετές.

Ὅταν, ὅμως, θὰ ξεκινήσω, ἀγαπητοί μου, νὰ ἐρευνῶ τὸν ἑαυτό μου, ἀναμφισβήτητα δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑποστῶ μίαν... θὰ λέγαμε, ἔτσι, λάμψη στὰ μάτια μου, ἀπὸ κάτι ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ ἐκ τῆς κατασκευῆς της λάμπει. Νὰ ἀρχίσω φὲρ’ εἰπεῖν νὰ γοητεύομαι μὲ τὰς πολυπλόκους λειτουργίας τοῦ μυαλοῦ μου.
Ἂν μάλιστα τύχει νὰ εἶμαι καὶ μορφωμένος ἄνθρωπος, βλέπω τὶς δαιδαλώδεις σκέψεις ποὺ κάνω. Καὶ ἀρχίζω νὰ ὑφίσταμαι ἕνα εἶδος ναρκισσισμοῦ, νὰ αὐτοθαυμάζομαι.
Αὐτὸ δημιουργεῖ μιὰ κατάσταση ψευδῆ, βεβαίως, αὐτογνωσίας. Δὲν εἶναι ἀληθινὴ αὐτογνωσία.
Ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες, ὅτι ἡ ψυχὴ ἀφ’ ἑαυτῆς ἔχει τὸ κάλλος της. Καὶ ὅταν ἐγὼ δῶ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς μου, ἀφ’ ἑαυτῆς, ἀπὸ μόνη της, ἀπὸ κατασκευή της, τότε ἀρχίζω νὰ γοητεύομαι. Δὲν θὰ κοιτάξω τὸ κάλλος. Θὰ μὲ παρασύρει ἂν δῶ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς· ἀλλὰ θὰ ἰδῶ τὶς πληγές της!
Θὰ ἀντιπαρέλθω τὰ κάλλη τῆς ψυχῆς, τὶς δυνατότητες τοῦ νοῦ μου, τῆς καρδιᾶς μου, τῆς βουλήσεώς μου, θὰ τὰ βάλω στὴν ἄκρη.
Καὶ θὰ προσπαθήσω νὰ ἰδῶ τὰ ἕλκη τῆς ψυχῆς μου. Θὰ κατέβω στὴ συνείδησή μου καὶ θὰ ἀρχίσω ἄτεγκτος κριτὴς καὶ ἀδυσώπητος, διότι ξέρει ἡ συνείδησις τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου νὰ δημιουργεῖ, ὅπως λέγει ἡ Ψυχολογία, μηχανές.
Καὶ τότε θὰ ἀρχίσουν οἱ μηχανές, καὶ θὰ μοῦ λέγει ἕνας μηχανισμὸς ὅτι «ἔ, αὐτὸς εἶναι ἔτσι καὶ ἐκεῖνο εἶναι ἔτσι», καὶ θὰ ἀρχίσει νὰ δικαιολογεῖται ἡ συνείδησις. Θὰ εἶμαι ἄτεγκτος κριτής. Θὰ κρίνω τὴν συνείδησή μου μὲ βάση καὶ κριτήριο πάντοτε τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ.
 
Δὲν θὰ ἀρκεστῶ νὰ μείνω στὴ συνείδησή μου· εἰς τὸ τί ἔπραξα καὶ δὲν ἔπραξα. Ἀλλὰ θὰ κατέβω καὶ εἰς τὰ ἐφέσεις τῆς ψυχῆς μου καὶ εἰς τὶς ροπὲς τῆς ψυχῆς μου, ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν συνείδησή μου, ἢ δίπλα στὴν συνείδησή μου.
Γιατί, ὅπως ξέρετε, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Ἀδὰμ ἡμάρτησε, δημιουργήθηκε τὸ διαβόητον ὑποσυνείδητον. Ὑποσυνείδητον δὲν εἶχε ὁ Ἀδάμ. Εἶχε μόνο συνείδηση.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ εἶπε στὸν Θεό: «Ὄχι ἐγώ... ἡ γυναῖκα ποὺ μοῦ ἔδωσες, αὐτή μου ἔδωσε τὸν καρπὸ καὶ ἔφαγα» σημαίνει ὅτι τὴν ἐνοχὴ τῆς συνειδήσεώς του δὲν τὴν παραδέχτηκε, ἀλλὰ τὴν ἐπέρριψε εἰς τὸν Θεὸν καὶ συνεπῶς ἀφοῦ ἐπέρριψε εἰς τὸν Θεὸν τὴν ἐνοχή του σημαίνει ὅτι πιὰ τὴν ἔβαλε πλάϊ στὴν συνείδηση, τὴν ἐνοχή, δηλαδὴ τὴν στιγμὴ ἐκείνη, ἐκείνη τὴ στιγμὴ δημιουργήθηκε ἡ παρασυνείδησις.
Δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα ὑποσυνείδητο. Θὰ ἐρευνήσω καὶ αὐτό. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ σᾶς εἶπα προηγουμένως ὅτι δημιουργεῖ ἡ συνείδηση μηχανὲς γιὰ νὰ κρύπτει τὸ ὑποσυνείδητο. Ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτό της ἀκόμα νὰ κρύπτει. Θὰ κατεβῶ καὶ εἰς αὐτὸ τὸ ὑποσυνείδητο γιὰ νὰ κρίνω τὸν ἑαυτό μου.
Καὶ τότε θὰ πῶ: «Ἀθανάσιε, εἶσαι αὐτὸς· καὶ λυποῦμαι γιὰ λογαριασμό σου, ποὺ εἶσαι καὶ κληρικὸς· λυποῦμαι. Ἔχεις αὐτό, ἐκεῖνο, ἐκεῖνο, αὐτὸ τὸ πάθος, ἐκεῖνο τὸ πάθος, ἐκεῖνο τὸ πάθος, αὐτὴν τὴν ἔφεσιν, ἐκείνη, ἐκείνη, αὐτὴν τὴν ροπήν, ἐκείνη, ἐκείνη. Ἴσως νὰ μὴν τὸ διέπραξες ποτέ, ἀλλὰ εἶσαι ἀκάθαρτος».
Βέβαια, βέβαια, θὰ σωθῶ ἐὰν δὲν διέπραξα ἐκεῖνο ποὺ ἔπεφτε εἰς τὸ συνειδητό μου ἢ εἰς τὴν συνείδησή μου. Θὰ σωθῶ.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνω ἅγιος πρέπει νὰ καθαρίσω καὶ τὴν συνείδηση καὶ τὸ ὑποσυνείδητον.

Αὐτὸ ἔκαναν ἐξάλλου εἰς τὴν ἔρημο οἱ ἅγιοι. Καὶ ἐκεῖ κατηνάλωσαν τὴν ζωή των. Στὸ νὰ καθαρίσουν τὴν συνείδηση καὶ τὸ ὑποσυνείδητο.
Ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ τὸ ἐξαλείψουν. Καὶ νὰ ἐπανέλθουν εἰς τὴν ἀρχέγονο κατάσταση, τὸν προ-πτωτικὸν Ἀδάμ. Καὶ ὁ προπτωτικὸς Ἀδὰμ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Ὁ νέος Ἀδάμ. Εἶναι ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος.
Καὶ ἐλᾶτε νὰ μοῦ πεῖτε ἂν ἔχομε νὰ κάνομε δουλειὰ ἢ ὄχι... Καὶ ἐλᾶτε νὰ μοῦ πεῖτε ἂν ἡ ὑπόθεσις τὸ νὰ ζήσω πνευματικὴ ζωή –μὴν ἀπογοητευόμεθα ὅμως, μὴν ἀπογοητευόμεθα- ἂν εἶναι εὔκολη... Κι ἂν εἶναι ὑπόθεσις μιᾶς ἡμέρας ἢ ἑνὸς ἔτους...Έτσι πραγματικὰ θὰ ἀρχίσω νὰ βλέπω τὸν ἑαυτό μου.
 
Ἀλλὰ τὸ νὰ δῶ τὸν ἑαυτό μου, ἀγαπητοί μου, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι δὲν εἶναι μόνο δικό μου ἔργον. Εἶναι καὶ ἔργον τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἔργον τῆς χάριτός Του.
Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο κάνω προσευχὴ καὶ Τοῦ λέγω: «Ναί, Δέσποτα, Βασιλεῦ, δώρησαί μὸὶ τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα». «Δῶσε μου αὐτὸ τὸ δῶρο νὰ μπορῶ νὰ βλέπω».
Εἶναι συνεπῶς ὁ μεγάλος προβολέας. Ὅπως, θὰ λέγαμε, εἶναι ἕνα σκοτεινὸ σπίτι, ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο, εἶναι ὁ ἑαυτός μου.
Δὲν ἔχω τὴν διάθεση νὰ τὸν ψαχουλέψω. Ἀλλὰ ἅμα ψαχουλεύῳ ἐδῶ, δὲν ἔχω εἰκόνα τοῦ ὅλου χώρου. Ἔχω ἀνάγκη φωτός. Αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ θὰ διαυγάζει αὐτὸν τὸν σκοτεινὸν χῶρον εἶναι το Φῶς τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τότε θὰ μοῦ φωτίσει τὸν χῶρον αὐτὸν καὶ τότε θὰ δῶ ποιός εἶμαι.
Μάλιστα ἐπειδὴ γνωρίζει ὁ κατασκευαστής μου, ὁ Χριστός, ὅτι ὅταν ρίξει ἄπλετο φῶς στὴ συνείδησή μου, θὰ τρομάξω, ἀκοῦστε τὸ αὐτό, θὰ τρομάξω, καὶ ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νὰ ἀπογοητευθῶ, γι' αὐτό ρίπτει λίγο λίγο φῶς.
Κάποτε σὲ ὁρισμένες γωνιὲς τῆς συνειδήσεως. Κάποτε σὲ ὅλο τὸν χῶρο τῆς συνειδήσεως. Ἀλλὰ ξεκινάει ὡς ἀμυδρὸ φῶς. Καὶ ὅσο προχωρᾶ, τὸ φῶς αὐτὸ αὐξάνει.
Ἐγὼ τὸ ἔχω δεῖ αὐτὸ σὲ πάρα πολλοὺς ἀνθρώπους ὅταν ἐξομολογοῦνται. Σήμερα μοῦ λέγουν τὰ α ἁμαρτήματα καὶ λέγουν δὲν ἔχουν τίποτα. Λένε ἀλήθεια.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔρχονται, ἀφοῦ ἀκοῦνε λόγο Θεοῦ, δηλαδὴ ἔρχεται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, τότε βλέπουνε κι ἄλλα πράγματα. Καὶ λένε: «Αὐτὰ δὲν τὰ εἶχα δεῖ ἄλλοτε».
Καὶ συνεπῶς λέγουν καὶ βγάζουν καὶ βγάζουν. Γιατί; Γιατί τώρα ἀρχίζουν καὶ τὰ βλέπουν. Γιατί τώρα τὰ βλέπουν; Γιατί τώρα φωτίζει τὸν χῶρο τῆς συνειδήσεώς τους ὁ Θεός. Εἶναι ἀνάγκη λοιπὸν νὰ παρακαλέσομε τὸν Κατασκευαστή μας νὰ μᾶς δώσει την χάρη Του, νὰ μποροῦμε νὰ βλέπουμε ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν μέσα μας.
Γι' αὐτό πρέπει νὰ προσευχόμεθα. Θὰ ἔλεγα ἐμπόνως, ἐπιμόνως, μετὰ δακρύων!

Αὐτὸ τὸ «ὁρᾶν», «δώρησαί μοὶ τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα», αὐτὸ τὸ «ὁρᾶν», τὸ βλέπειν, δηλαδὴ αὐτὸ τὸ μάτι τῆς ψυχῆς, πρέπει νὰ ἔχει ὑγεία.
Γι' αὐτό πρέπει νὰ παρακαλᾶμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δίνει ὑγιὲς μάτι ψυχῆς. Αὐτὸ τὸ ὑγιὲς μάτι τῆς ψυχῆς εἶναι θεμελιώδους σημασίας, θεμελιώδους, ὅπως ἀκριβῶς το νὰ πρέπει νὰ γίνω καλλιτέχνης ἢ ἄνθρωπος ἐπιστήμης καὶ παρατηρήσεως καὶ πειράματος, καὶ νὰ μὴν ἔχω μάτια.
Ἔ, πῶς εἶναι δυνατόν... Εἶπα παρατηρήσεως καὶ νὰ μὴν ἔχω μάτια. Εἶναι ἀδιανόητο πρᾶγμα. Πρέπει, λοιπόν, νὰ ἔχω μάτια καὶ μάλιστα καλὰ μάτια. Καὶ μάλιστα μάτια ποὺ νὰ μὴ μοῦ δίνουν ψευδαισθήσεις. Ἀλλὰ νὰ ἔχω μάτια ποὺ νὰ βλέπουν ἐξ ἀντικειμένου, σωστά, μὲ ἀκρίβεια.
Λοιπόν, αὐτὸ τὸ μάτι τῆς ψυχῆς, «δώρησαί μοὶ τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα»,το νὰ βλέπω τὰ πταίσματά μου, τὰ ἁμαρτήματά μου, εἶναι, ὅπως σᾶς ἐξήγησα, ἀνάγκη νὰ εἶναι ὑγιές.

Πῶς θὰ ξεκινήσει αὐτό; Πῶς δηλαδὴ θὰ γίνει τὸ μάτι ὑγιές; Ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι δὲν εἶναι ὑγιές. Ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸ μάτι τῆς ψυχῆς ὑγιὲς εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη!
Εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Θὰ σᾶς πῶ ἕνα ὡραῖο ἀπὸ τὸν ἅγιο Μᾶρκο τὸν ἀσκητή. Λέγει τὸ ἑξῆς: «Ὁ ταπεινόφρων καὶ ἔργον ἔχων πνευματικὸν ἀναγιγνώσκων τὰς θείας γραφὰς πάντα εἰς ἑαυτὸν νοήσει καὶ οὐκ εἰς ἕτερον».
«Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος, ὅταν διαβάζει», λέγει, «τὴν Ἁγία Γραφή, ὅ,τι καταλαβαίνει, οὐδέποτε λέγει: ‘’Ἄ, αὐτὸ εἶναι γιὰ τοὺς ἄλλους’’, ἀλλὰ λέγει: ‘’Αὐτὸ εἶναι γιὰ μένα’’».
 Δηλαδὴ τί ἀποκτᾶ; Αὐτογνωσία. Πῶς ἀποκτᾶ τὴν αὐτογνωσία; Ὅταν ἔχει ταπείνωση. Ὁ ταπεινόφρων ἄνθρωπος. Εἶναι μεγάλο πρᾶγμα.
Ἀγαπητοί μου, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα. Ἂς προσέξουμε τὸ θέμα αὐτό. Στὸν ἐγωιστὴ πεῖτε ὅ,τι θέλετε. Δὲν βλέπει τίποτα. Ὁ ἐγωιστὴς εἶναι τυφλός. Εἶναι τυφλός. Ὅπως καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ἀγάπη εἶναι τυφλός, κι αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ταπείνωση εἶναι τυφλός. Πεῖτε του ὅ,τι θέλετε. Δὲν βλέπει. Δὲν σᾶς κοροϊδεύει. Δὲν βλέπει! Δυστύχημα...
Ἀλλὰ ἐὰν δῶ τὸν πραγματικὸ μοῦ ἑαυτό, τότε θὰ ἀντιληφθῶ ὅτι ἔχω πολλὰ πράγματα νὰ κοιτάξω. Καὶ τότε... ὦ, τότε, τότε δὲν ἔχω καιρὸ νὰ κοιτάξω τὸν ἄλλον ἄνθρωπο.
Κι ἂν δὲν ἔχω καιρὸ νὰ κοιτάξω τὸν ἄλλον ἄνθρωπο, τότε δὲν θὰ κατακρίνω.
Ἤ, ἀπὸ μία στοιχειώδη αὐτογνωσία, στοιχειώδη, θὰ πῶ: «Μὰ κι ἐγὼ εἶμαι τὸ ἴδιο πρᾶγμα, ἂν αὐτὸς κάνει σήμερα αὐτό, γιατί ἐγὼ δὲν θὰ τὸ κάνω αὔριο;
Ποιός μου τὸ ἐξασφαλίζει; Κι ἂν ἀκόμη ψάξω, θὰ βρῶ ὅτι κι ἐγὼ ἔχω στοιχεῖα, πού, ἂν βρεθῶ στὶς συνθῆκες ποὺ αὐτὸς βρέθηκε, δὲν ξέρω κι ἐγὼ τί μπορεῖ νὰ κάνω.
Διαβάζω γιὰ ἕνα ἔγκλημα, γιὰ μία κλοπή, γιὰ μία πράξη βίας, ὁποιασδήποτε φύσεως, ποιός μοῦ λέει ἐμένα, ἐὰν βρεθῶ κάτω ἀπὸ τὶς ἴδιες συνθῆκες, δὲν θὰ κάνω τὸ ἴδιο;».
Ἀδελφέ μου, αὐτὸ τὸ ἐξασφαλίζεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου ὅτι δὲν θὰ τὸ κάνεις; Ἐὰν τὸ ἐξασφαλίζεις καὶ εἶσαι σίγουρος, νὰ τὸ ξέρεις, μέτρο καὶ κριτήριο: δὲν ἔχεις αὐτογνωσία. «Γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ὅλα δυνατά. Ἐγὼ μπορῶ νὰ κάνω ἐγκλήματα; Γιατί δὲν μπορῶ νὰ κάνω; Ἐὰν μὲ ἐγκαταλείψει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἄν, ἄν, γιατί δὲν μπορῶ νὰ κάνω;».
Γι' αὐτό τὸν λόγο ἂς λέμε: «Ὅλα μπορῶ νὰ τὰ κάνω. Μόνο ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἂν μὲ φυλάξει, τότε δὲν θὰ κάνω ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σήμερα βλέπω στὸν ἄλλον καὶ τρομάζω». Θά ΄λεγα γιὰ μιὰ καλὴ γυναῖκα, πού ΄ναὶ νοικοκυρά, ποὺ ἔχει στὸ σπίτι της πολλὴ δουλειὰ νὰ κάνει, ὅταν κάθεται καὶ φτιάχνει τὸ σπιτικό της καὶ πάντα ἔχει μία ἀπασχόληση, θὰ ἐξετάσει τῆς γειτόνισσας τὸ σπίτι σὲ ποιά κατάσταση καθαριότητος βρίσκεται ἢ ὄχι; Ἀναμφισβήτητα ὄχι. Γιατί; Ἔχει νὰ κοιτάξει τὸ δικό της τὸ σπίτι. Γιατί ἀκριβῶς ἔχει πολλὴ δουλειὰ νὰ κάνει.
Ἔτσι κι ἐδῶ. Δὲν θὰ ἐρευνήσω τὸν ἄλλον, δὲν θὰ ψάχνω τὸν ἄλλον. Τὸν ἑαυτό μου, τὸν ἑαυτόν μου μόνο θὰ βλέπω, χωρὶς αὐτὸ βέβαια νὰ σημαίνει ὅτι ἂν δῶ κάτι στὸν ἄλλον δὲν θὰ τοῦ τὸ διορθώσω. Διότι αὐτὴν τὴν στιγμή, ἐὰν ἐγὼ ἐπὶ παραδείγματι ὡς πνευματικὸς σοῦ πῶ ὅτι «Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἔχεις· δὲν σὲ κατηγορῶ. Σοῦ λέγω ἁπλῶς ὅτι ἔχεις κάτι γιὰ νὰ τὸ διορθώσεις κι ἐσὺ· ποὺ τὸ βλέπω ἐγὼ καὶ δὲν τὸ βλέπεις ἐσύ».
 Σημαίνει λοιπὸν ὅτι ἐξετάζω τὸν ἑαυτό μου καὶ μένω στὸν ἑαυτό μου, δὲν σημαίνει ὅτι δὲν θὰ βοηθήσω τὸν ἄλλον νὰ διορθωθεῖ. Ἄπαγε, κάθε ἄλλο. Ἀλλὰ ὅταν ἀκριβῶς μπορῶ νὰ βλέπω τὸν ἑαυτό μου, ὅπως εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, θυμηθεῖτε την, ὁ Τελώνης ἔβλεπε μόνο τὸν ἑαυτόν του, ὁ Φαρισαῖος ἔβλεπε τὸν ἄλλον καὶ ὄχι τὸν ἑαυτό του! Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα... Ὅταν τελικὰ ἀποκτήσω τὴν αὐτογνωσία, τότε ἀναμφισβήτητα ὁδηγοῦμαι, ἀγαπητοί μου, στὸ νὰ ἀποκτήσω ὅλες τὶς ἀρετές. Τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα, τὴν ἀγάπη, τὴν προσευχή. Ἀναφέρω τὶς κεφαλαιώδεις αὐτὲς καὶ θεολογικὲς ἀρετές.
Λέγει ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός: «Οὐδὲν κρεῖττον τοῦ γνῶναι τὴν οἰκείαν ἀσθενείαν καὶ ἀγνωσίαν, οὐδὲν χεῖρον τοῦ ταῦτα ἀγνοεῖν». «Δὲν ὑπάρχει καλύτερο πρᾶγμα ἀπὸ τοῦ νὰ γνωρίζεις ποιός εἶσαι, τὴν δική σου ἀσθένεια. Δὲν ὑπάρχει χειρότερο πρᾶγμα ἀπὸ τοῦ νὰ ἀγνοεῖς ποιός εἶσαι. Δὲν ὑπάρχει...».

Τέλος, πρέπει νὰ σᾶς πῶ καὶ κάτι. Ὁ ἀληθινός, ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος, ὅταν κοιτάζει τὸν ἑαυτό του καὶ βρίσκει τὰ ἐλαττώματά του... ἔχει βεβαίως καὶ ἀρετές, δὲν τίθεται θέμα, τί κάνει; Ὅπως κοιτάζει τὸν ἑαυτόν του, ὁ Θεὸς κάνει τὸ ἑξῆς: βάζει τὸ χέρι Του μπροστὰ καὶ κρύβει τὰ καλά. Τοῦ λένε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι:
«Κοίταξε, ἔχεις αὐτὸ τὸ καλό». Ἔχει βάλει τὸ χέρι Τοῦ ἐκεῖ ὅμως ὁ Θεὸς καὶ δὲν βλέπει αὐτός. Γιὰ νὰ μὴν ὑψηλοφρονήσει, τὸν προστατεύει ὁ Θεὸς καὶ τοῦ κρύπτει τὰ καλά. Ἢ μικραίνει τὰ καλά. Ἐὰν οἱ ἄνθρωποι ἐπιμένουν στὸ σημεῖο αὐτό, τοῦ νὰ τοῦ λέγουν τὰ καλά του, τότε εἶναι ὡς νὰ τοῦ ρίπτουν εἰς τὰ χέρια τοῦ διαβόλου τὸν ἄνθρωπον αὐτόν.
Καί, τέλος, ὁ ὅσιος πατὴρ Θεόδωρος λέγει τὰ ἑξῆς θαυμάσια: «Τὸ δεσποτικὸν λόγον ἐπὶ νοῦν ἔχε, τὸ δοῦλος ἀχρεῖος εἶναι καὶ μήπω τὴν ἐντολὴν πεπληρωκέναι (ἔχε πάντα στὸν νοῦ σου αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: ‘’Εἶμαι δοῦλος ἀχρεῖος καὶ ὀφείλω νὰ ἐκπληρώσω τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ’’) τῷ ὄντι, τῷ ὄντι γάρ, ἐφ΄ ὅσον ἐν τῷ παρόντι βὶῳ ἐσμέν (ὅσο ἀκόμη εἴμεθα εἰς τὸν παρόντα βίο) οὔπω τῆς ἐξορίας ἀνακεκλήμεθα, ἀλλ’ ἀκμὴν ἐπὶ τὸν ποταμὸν Βαβυλῶνος καθεζόμεθα (ὅσο ἀκόμη ζοῦμε, δὲν ἔχομε ἀνακληθεῖ ἀπὸ τὴν ἐξορία τὴν βαβυλωνιακή, εἴμαστε ἀκόμη εἰς τὶς ἀκτὲς τῆς Βαβυλῶνος, τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ καὶ κλαῖμε τὴν ἐξορία μας) ἀκμὴν πὲρὶ τὴν Αἰγύπτιον πλινθουργίαν ταλαιπωροῦμεν, μήπω τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας θεασάμενοι (ἀκόμη εἴμαστε στὴ γῆ τῆς σκλαβιᾶς, τὴν Αἴγυπτον, τὴν πνευματικὴ Αἴγυπτο καὶ τὰ ἔργα μας εἶναι ἡ πλινθουργία, ὅπως τότε οἱ Ἑβραῖοι ὡς δοῦλοι στὸν Φαραώ, καὶ ἐργαζόμεθα τὰ ἔργα τὰ καθημερινὰ καὶ εἴμεθα σκλάβοι.

Ὅσο, λοιπόν, ἀκόμη εἴμεθα στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας εἶναι μακράν, ἂς ταπεινοφρονοῦμε.
Ἂς ἔχομε, λοιπόν, αὐτὴν τὴν αὐτογνωσία, ἂς λέμε ὅτι εἴμεθα δοῦλοι ἀχρεῖοι). Ἐπειδὴ οὔπω ἐξεδυσάμεθα τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, οὔπω ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου· ἔτι γὰρ τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ φοροῦμεν· οὐκ ἔχομεν τοίνυν ὁδὸν καυχήσεως, ἀλλὰ δακρύειν ὀφείλομεν, δεόμενοι τοῦ δυναμένου σώζειν ἡμᾶς.
 (Φοροῦμε ἀκόμα τὴν εἰκόνα του χοϊκοῦ, τοῦ χωματένιου ἀνθρώπου· δὲν ντυθήκαμε ἀκόμα τὴν εἰκόνα καὶ τὴν φορεσιὰ τοῦ ἐπουρανίου ἀνθρώπου. Πῶς, λοιπόν, θὰ καυχηθοῦμε, τί θὰ ποῦμε; Ὅτι εἴμεθα ὅτι... Τίποτα... Νὰ κλάψομε, νὰ στραφοῦμε στὸν ἑαυτό μας, νὰ δοῦμε τὸν πραγματικὸ ἑαυτό μας, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ σωθοῦμε)».

Ἀγαπητοί μου, πράγματι εἶναι ἀναγκαιοτάτη αὐτὴ ἡ στροφὴ πρὸς τὴν αὐτογνωσία. Λέγει πάλι ὁ Ἡσύχιος ὁ πρεσβύτερος, τὸ θαυμάσιο ποὺ εἶναι καὶ ἁγιογραφικό:
«Οὐαὶ τοῖς ἀπολωλεκόσι τὴν καρδίαν, φησὶ· καὶ τί ποιήσουσιν, ὅταν ἐπισκέψηται Κύριος;
(Ἀλίμονο σὲ κείνους ποὺ ἔχασαν τὴν καρδιά τους. Καὶ τὴν χάνουν ὅταν δὲν ἔχουν αὐτογνωσία. Καὶ ὅταν θὰ ἔρθει ὁ Θεὸς νὰ κρίνει τὴν καρδιά, τί θὰ κάνουν τότε;)».
«Δι' ὃ σπουδαστέον ἡμῖν, ἀδελφοὶ»· «Γι΄αὐτό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί», λέγει, ἐδῶ ὁ ὅσιος Ἡσύχιος, «εἶναι ἀνάγκη νὰ φροντίσουμε νὰ κατακτοῦμε διὰ τῆς αὐτογνωσίας τὴν καρδιά μας».


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον



ΠΗΓΕΣ:

•    Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
•    https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/xairetismoi/xairetismoi_011.mp3

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου