Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

Ἐρμηνεία τῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς τῆς Κυριακῆς Δ΄Νηστειών ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο

Κυριακὴ Δ΄Νηστειῶν (Ἐβρ.6,13 ἕως 20)


Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως

«Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾿ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾿ ἑαυτοῦ λέγων (Οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ θὰ πραγματοποιηθοῦν ὁπωσδήποτε· διότι ὅταν ἔδωσε ὁ Θεὸς τὶς ἐπαγγελίες στὸν Ἀβραάμ, ὁρκίστηκε ὅτι θὰ τὶς πραγματοποιήσει. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανένα ἀνώτερό Του ὁ Θεὸς νὰ ὁρκιστεῖ σὲ Αὐτόν, ὁρκίστηκε στὸν ἑαυτό Του καὶ εἶπε:) ‘’Ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σὲ καὶ πληθύνων πληθυνῶ σέ’’
(‘’Σου ὑπόσχομαι ἀληθινὰ ὅτι θὰ σὲ εὐλογήσω πολὺ πλούσια καὶ θὰ πληθύνω πάρα πολὺ τοὺς ἀπογόνους σου)· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας
(Ἔτσι πῆρε ὁ Ἀβραὰμ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀφοῦ περίμενε μὲ ὑπομονὴ πολλὰ χρόνια, πέτυχε τὴν ἐκπλήρωση τῆς εὐλογίας ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ὡς πρὸς τὸ σημεῖο ποὺ ἀναφερόταν στὴν ἐπίγεια ζωή του. Ἀπέκτησε δηλαδὴ ἀπὸ τὴ Σάρρα παιδί, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πληθύνθηκαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ πατριάρχη κι ἔγιναν ἕνα μεγάλο ἔθνος).
Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος (ὁ Θεὸς ὁρκίστηκε στὸν ἑαυτό Του. Οἱ ἄνθρωποι βέβαια ὁρκίζονται στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους. Καὶ δίνουν ὅρκο οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ σταματήσουν κάθε ἀντίρρηση καὶ ἀμφισβήτηση μεταξύ τους καὶ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων τους)» (Ἐβρ.6,13-16).
 
Ἀφοῦ ἐπέκρινε σφοδρὰ τοὺς Ἑβραίους καὶ ἀφοῦ τοὺς φόβισε ἀρκετά, πρῶτα τοὺς παρηγορεῖ μὲ τοὺς ἐπαίνους καὶ ὕστερα μὲ τὸ ὅτι θὰ πραγματοποιηθοῦν ὁπωσδήποτε οἱ ἐλπίδες τους, πρᾶγμα ποὺ εἶναι καὶ ἰσχυρότερο. Δὲν τοὺς παρηγορεῖ ὅμως ἀπὸ τὰ παρόντα, ἀλλὰ πάλι ἀπὸ τὰ περασμένα. Αὐτό τοὺς ἔπειθε περισσότερο.
Ὅπως δηλαδὴ στὴν τιμωρία τοὺς φοβίζει περισσότερο μὲ ἐκεῖνα, ἔτσι καὶ στὰ βραβεῖα τους παρηγορεῖ μὲ αὐτά, δείχνοντας ποιά εἶναι ἡ συνήθεια τοῦ Θεοῦ.
Καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ συνήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴν ἐκπληρώνει δηλαδὴ ἀμέσως τὶς ὑποσχέσεις Του, ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ πολὺ καιρό.
Καὶ τὸ κάνει αὐτό, καὶ γιὰ νὰ φανερώσει μιὰ μέγιστη ἀπόδειξη τῆς δύναμής Του, καὶ γιὰ νὰ ὁδηγήσει καὶ ἐμᾶς στὴν πίστη, ὥστε ὅσοι ζοῦν σὲ θλίψεις καὶ δὲν λαμβάνουν τὶς ὑποσχέσεις οὔτε τοὺς μισθοὺς νὰ μὴν ἀποκάμουν ἀπὸ τοὺς κόπους τους. Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἄφησε ὅλους, παρ' ὅλο ποὺ μποροῦσε νὰ ἀναφέρει πολλούς, ἑστίασε στὸν Ἀβραὰμ καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ ἀξιώματος τοῦ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἐξ αἰτίας του ὅτι σὲ αὐτὸν κυρίως εἶχε συμβεῖ αὐτό.
Ἂν καὶ βέβαια στὸ τέλος τῆς ἐπιστολῆς λέγει ὅτι ὅλοι αὐτοί, ἀφοῦ εἶδαν ἀπὸ μακριὰ καὶ ἀσπάσθηκαν τὶς ὑποσχέσεις, δὲν τὶς ἔλαβαν, γιὰ νὰ μὴ φτάσουν στὴν τελειότητα χωρὶς ἐμᾶς.
«Ὅταν ὁ Θεὸς» λέγει, «ἔδωσε ὑπόσχεση στὸν Ἀβραάμ, ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανέναν ἀνώτερο γιὰ νὰ ὁρκιστεῖ, ὁρκίστηκε στὸν ἑαυτό Του λέγοντας: ’’ἀλήθεια, σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θὰ σὲ εὐλογήσω πλούσια καὶ θὰ πληθύνω πολὺ τοὺς ἀπογόνους σου’’. Καὶ ἔτσι μὲ τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἐπέδειξε ὁ Ἀβραὰμ προσμένοντας τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ, προσέλκυσε τὴ θεία χάρη καὶ πραγματοποίησε τὴν ὑπόσχεση».

Πῶς λοιπὸν στὸ τέλος λέγει ὅτι: «Οὐκ ἐκομίσατο τὴν ἐπαγγελίαν (Δὲν ἔλαβε τὶς ὑποσχέσεις)» (Ἐβρ.11,39: «Καὶ ὁὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν (Καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἄντρες, ἂν καὶ ἔλαβαν ἐγκωμιαστικὴ μαρτυρία γιὰ τὴν πίστη τους, δὲν ἀπόλαυσαν τὴν ὑπόσχεση τῆς οὐράνιας κληρονομιᾶς)») καὶ ἐδῶ ὅτι «μὲ τὴν ὑπομονὴ μὲ τὴν ὁποία περίμενε ὁ Ἀβραὰμ πέτυχε τὴν ἐκπλήρωση τῆς εὐλογίας ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ὡς πρὸς τὸ σημεῖο ποὺ ἀναφερόταν στὴν ἐπίγεια ζωή του»; Πῶς δὲν ἔλαβε αὐτές; Καὶ πῶς πραγματοποίησε αὐτές;
Δὲν λέγει γιὰ τὰ ἴδια πράγματα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀλλὰ τοὺς παρηγορεῖ δύο φορές. «Ἔδωσε ὑπόσχεση στὸν Ἀβραάμ». Καὶ τὰ ἐπίγεια βέβαια τοῦ τὰ ἔδωσε ὕστερα ἀπὸ πολὺ καιρό, ἐνῷ τὰ μελλοντικά, τὰ ἐπουράνια, ὄχι ἀκόμη. «Καὶ ἔτσι μὲ τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἐπέδειξε πέτυχε τὴν ἐκπλήρωση τῆς εὐλογίας ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ὡς πρὸς τὸ σημεῖο ποὺ ἀναφερόταν στὴν ἐπίγεια ζωή του».

Βλέπεις ὅτι δὲν ἔκαμε τὰ πάντα μόνο ἡ ὑπόσχεση, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπομονή; Ἐδῶ τοὺς φοβίζει, δείχνοντας ὅτι πολλὲς φορὲς ἡ ὑπόσχεση ἐμποδίζεται ἀπὸ ὀλιγοψυχία.
Καὶ αὐτὸ βέβαια τὸ ἀπέδειξε μέσῳ τοῦ λαοῦ· γιατί ὀλιγοψύχησαν καὶ γι' αὐτὸ δὲν πραγματοποιήθηκε σὲ αὐτοὺς καθόλου ἡ ὑπόσχεση· ἐνῷ τὸ ἀντίθετο τὸ δείχνει μὲ τὸν Ἀβραάμ. Ἔπειτα πρὸς τὸ τέλος κάνει καὶ κάτι περισσότερο. Δείχνει δηλαδὴ πώς, ἂν καὶ ἔδειξαν ὑπομονή, δὲν πραγματοποιήθηκαν σὲ αὐτοὺς οἱ ὑποσχέσεις καὶ οὔτε ἔτσι ὅμως στενοχωρήθηκαν.
«Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος (Ὁ Θεὸς ὁρκίστηκε στὸν ἑαυτό Του. Οἱ ἄνθρωποι βέβαια ὁρκίζονται στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους. Καὶ δίνουν ὅρκο οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ σταματήσουν κάθε ἀντίρρηση καὶ ἀμφισβήτηση μεταξύ τους καὶ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων τους)» (Ἐβρ.6,16).
Σωστά. Ποιός λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ὁρκίστηκε στὸν Ἀβραάμ; Δὲν εἶναι ὁ Υἱός; «Ὄχι», λέγει. Ἀπὸ ποῦ τὸ λέγεις αὐτό, Παῦλε; Κυρίως βέβαια τὸ λέγει ὁ Υἱός, ἀλλὰ δὲν τὸ ἀμφισβητῶ. Ὅταν λοιπὸν Αὐτὸς κάνει τὸν ἴδιο ὅρκο: «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σας λέγω», δὲν φαίνεται ὅτι τὸν κάνει, ἐπειδὴ δὲν ἔχει κάποιον ἀνώτερο νὰ ὁρκιστεῖ;
Ὅπως λοιπὸν ὁρκίστηκε ὁ Πατέρας, ἔτσι ὁρκίζεται καὶ ὁ Υἱὸς στὸν ἑαυτό Του, λέγοντας «ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω».
Ἐδῶ τοὺς ὑπενθυμίζει ἐκείνους τοὺς ὅρκους τοῦ Χριστοῦ, τοὺς ὁποίους ἔλεγε συνέχεια: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται·καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθὰνῃ εἰς τὸν αἰῶνα (Ἐκείνος ποὺ πιστεύει σὲ μένα, ἀκόμη κι ἂν πεθάνει σωματικῶς, ὅπως πέθανε ὁ ἀδελφός σου, θὰ ζήσει· διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν οὐράνια καὶ πνευματικὴ ζωή, τὴν ὁποία ἀπὸ τώρα θὰ μεταδώσω στὴν ψυχή του, ἀργότερα θὰ τὸν ἀναστήσω καὶ σωματικῶς. Καὶ κάθε ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη πεθάνει, ἀλλὰ ζεῖ ἐδῶ στὴ γῆ, ἐφόσον πιστεύει σὲ μένα, θὰ ἀντιμετωπίσει γεμᾶτος ἀφοβία τὸν πρόσκαιρο θάνατο, τὸν ὁποῖο τρέμουν καὶ φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ μένα. Κι ἐπειδὴ θὰ μένει πάντοτε ἑνωμένος μὲ μένα, δὲν θὰ ὑποστεῖ ποτὲ τὸν πνευματικὸ θάνατο, ποὺ εἶναι καὶ ὁ πραγματικὸς καὶ ἀνεπανόρθωτος θάνατος)» (Ἰω.11,26).

Τί σημαίνει «καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος (καὶ δίνουν ὅρκο οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ σταματήσουν κάθε ἀντίρρηση καὶ ἀμφισβήτηση μεταξύ τους καὶ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων τους)»;
Ἀντὶ γιὰ τὸ «ἀπ’ αὐτὸν διαλύεται ἡ ἀμφισβήτηση κάθε ἀντιλογίας»· ὄχι αὐτῆς ἢ ἐκείνης, ἀλλὰ κάθε ἀντιλογίας. Ἔπρεπε βέβαια καὶ χωρὶς ὅρκο νὰ πιστεύεται ὁ Θεός. «Ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ
(Ἐπειδὴ λοιπὸν μὲ τὸν ὅρκο ἀποκλείεται κάθε ἀμφιβολία καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ δείξει καθαρὰ καὶ μὲ μεγαλύτερη βεβαιότητα σὲ ἐκείνους ποὺ θὰ κληρονομοῦσαν τὶς ἐπαγγελίες Του ὅτι ἦταν ἀμετάκλητη καὶ ἀμετάθετη ἡ ἀπόφασή Του νὰ πραγματοποιήσει τὰ ὅσα ὑποσχέθηκε, γι' αὐτὸ δέχθηκε ἀπὸ ἄκρα συγκατάβαση καὶ ἀγαθότητα νὰ μεσολαβήσει ὅρκος στὰ λόγια Του)» (Ἐβρ.6,17), λέγει.
Ἐδῶ περιλαμβάνει καὶ τοὺς πιστούς. Γι' αὐτὸ ὑπενθυμίζει καὶ τὴν ὑπόσχεση αὐτὴ ποὺ γενικὰ δόθηκε σὲ μᾶς. «Ἐγγυήθηκε», λέγει, «μὲ ὅρκο». Πάλι ἐδῶ λέγει ὅτι ὁ Υἱὸς ἔγινε ἐγγυητὴς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὸν Θεό.
«ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν (καὶ δέχθηκε τὴ μεσολάβηση τοῦ ὅρκου, ὥστε μὲ δύο πράγματα στερεὰ καὶ ἀμετακίνητα δηλαδὴ μὲ τὴν ὑπόσχεσή Του καὶ μὲ τὸν ὅρκο Του, στὰ ὁποῖα εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατο νὰ πεῖ ψέματα ὁ Θεός)» (Ἐβρ.6,18).
Ποιό εἶναι τὸ ἕνα καὶ ποιό τὸ ἄλλο; Τὸ νὰ πεῖ καὶ νὰ ὑποσχεθεῖ, καὶ τὸ νὰ προσθέσει τὸν ὅρκο στὴν ὑπόσχεση. Ἐπειδὴ λοιπὸν στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ φαίνεται πὼς εἶναι πιὸ ἀξιόπιστο, δηλαδὴ ὁ ὅρκος, γι' αὐτὸ καὶ τὸ πρόσθεσε.
 
Βλέπεις ὅτι δὲν προσέχει τὴ δική Του ἀξία, ἀλλὰ πῶς νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὅτι ἀνέχεται νὰ λέγονται ἀνάξια πράγματα γιὰ τὸν ἑαυτό Του;
Δηλαδή, θέλει νὰ βεβαιώσει. Καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἀβραὰμ δείχνει ὅτι ὅλα ἀνήκουν στὸ Θεὸ καὶ ὄχι στὴν ὑπομονὴ ἐκείνου, ἐπειδὴ δέχτηκε νὰ προσθέσει καὶ ὅρκο, ἀφοῦ σὲ αὐτὸ ποὺ ὁρκίζονται οἱ ἄνθρωποι, σὲ αὐτὸ ὁρκίστηκε καὶ ὁ Θεός, δηλαδὴ στὸν ἑαυτό Του.
Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ὁρκίζονται σὲ ἀνώτερο, Αὐτὸς ὅμως ὄχι σὲ ἀνώτερο· παρ΄όλ’ αὐτά, τὸ ἔκαμε. Δὲν εἶναι δηλαδὴ τὸ ἴδιο νὰ ὁρκιστεῖ στὸν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ Θεὸς· γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐξουσιάζει τὸν ἑαυτό του. Βλέπεις λοιπὸν ὅτι αὐτὸ δὲ λέχθηκε μᾶλλον πρὸς τὸν Ἀβραὰμ ἀλλὰ πρὸς ἐμᾶς.
«ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος (νὰ ἔχουμε ἐμεῖς ποὺ καταφύγαμε σὲ Αὐτὸν μεγάλη ἐνθάρρυνση καὶ προτροπὴ καὶ στήριγμα προκειμένου νὰ κρατήσουμε δυνατὰ τὴν ἐλπίδα ποὺ βρίσκεται μπροστά μας)» (Ἐβρ.6,18), λέγει.
Καὶ ἐδῶ πάλι μὲ τὴν ὑπομονὴ πραγματοποίησε τὴν ὑπόσχεση. Τώρα λέγει· καὶ δὲν εἶπε, ἐπειδὴ ὁρκίστηκε. Καὶ τί σημαίνει ὅρκος, τὸ φανέρωσε λέγοντας τὸ «νὰ ὁρκιστεῖ στὸ μεγαλύτερο». Ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸ ἀνθρώπινο γένος εἶναι ἄπιστο, κατεβαίνει στὰ ἴδια μὲ μᾶς.
Ὅπως λοιπὸν ὁρκίζεται γιά μᾶς, παρ' ὅλο ποὺ εἶναι ἀνάξιο γι΄Αὐτόν το νὰ μὴν πιστεύεται, ἔτσι εἶπε καὶ τὸ «καίπερ ὢν υἱός, ἔμαθεν ἀφ᾿ ὧν ἔπαθε τὴν ὑπακοήν (ἔτσι λοιπόν, ἂν καὶ ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ μονογενὴς καὶ ὁμοούσιος τοῦ Πατρός, ἔμαθε ἐκ προσωπικῆς πείρας ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ ὅσα ἔπαθε, τὴν ὑπακοή, τὴν ὁποία ἔδειξε ἔμπρακτα καὶ στὸν ὕψιστο βαθμό)» (Ἐβρ.5,8), ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν ὅτι αὐτὸ εἶναι περισσότερο ἀξιόπιστο, τὸ νὰ τὰ δοκιμάσει ὁ ἴδιος.
Καὶ τί σημαίνει: «Τῆς προκειμένης ἐλπίδος (τὴν ἐλπίδα ποὺ βρίσκεται μπροστά μας)»;
«Ἀπ’ αὐτά», λέγει, «συμπεραίνουμε τὰ μελλοντικά. Γιατί, ἂν αὐτὰ πραγματοποιήθηκαν ὕστερα ἀπὸ τόσο χρόνο ὁπωσδήποτε θὰ πραγματοποιηθοῦν καὶ ἐκεῖνα. Ἑπομένως ὅσα ἔγιναν στὸν Ἀβραὰμ μᾶς ἐγγυῶνται καὶ γιὰ τὰ μελλοντικά».
«ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν ᾿Ιησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα (ἐκεί, στὸν οὐρανό, ὡς πρόδρομος μπῆκε ὁ Ἰησοῦς, πρὶν ἀπὸ μᾶς καὶ γιὰ χάρη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸν δρόμο καὶ γιὰ νὰ μᾶς ἑτοιμάσει τόπο. Καὶ ἔτσι ἀναδείχθηκε ἀρχιερέας ὄχι προσωρινὸς ἀλλὰ αἰώνιος, κατὰ τὴν τάξη Μελχισεδέκ)» (Ἐβρ.6,20).

Ἐνώ βρισκόμαστε ἀκόμη στὸν κόσμο καὶ δὲν ἀναχωρήσαμε ἀκόμη ἀπὸ τὴ ζωή, δείχνει ὅτι ἀπολαμβάνουμε ἤδη τὶς ὑποσχέσεις, γιατί μέσῳ τῆς ἐλπίδας εἴμαστε ἤδη στὸν οὐρανό. Εἶπε «περιμένετε»· γιατί μέσῳ τῆς ἐλπίδας εἴμαστε ἤδη στὸν οὐρανό. Εἶπε «περιμένετε» γιατί ὁπωσδήποτε θὰ συμβοῦν.
Ἔπειτα βεβαιώνοντας αὐτὸ λέγει· «μᾶλλον ὅμως, τὰ ἀπολαύσατε ἤδη μὲ τὴν ἐλπίδα». Καὶ δὲν εἶπε «ἐμεῖς εἴμαστε μέσα» ἀλλὰ «αὐτὴ μπῆκε μέσα», πρᾶγμα ποὺ ἦταν ἀληθέστερο καὶ πιθανότερο.
Γιατί, ὅπως ἡ ἄγκυρα ὅταν κρεμαστεῖ ἀπὸ τὸ πλοῖο δὲν τὸ ἀφήνει νὰ πηγαίνει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἔστω καὶ ἂν τὸ χτυποῦν ἄπειροι ἄνεμοι, ἀλλὰ ὅταν ριφθεῖ τὸ σταθεροποιεῖ, ἔτσι καὶ ἡ ἐλπίδα.
«ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος (αὐτή τὴν ἐλπίδα τὴν ἔχουμε σὰν ἄγκυρα τῆς ψυχῆς. Αὐτή μας ἀσφαλίζει ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς κινδύνους καὶ εἶναι σταθερὴ καὶ ἀμετακίνητη καὶ εἰσέρχεται στὸν οὐρανό, τὸν ὁποῖο εἰκονίζει ὁ ἱερὸς τόπος τῆς σκηνῆς καὶ τοῦ ναοῦ ποὺ ἐκτεινόταν πιὸ μέσα ἀπὸ τὸ καταπέτασμα καὶ λεγόταν Ἅγια Ἁγίων)»  (Ἐβρ.6,19).
Και πρόσεχε πῶς βρῆκε τὴν κατάλληλη εἰκόνα. Γιατί δὲν μίλησε γιὰ θεμέλιο, πρᾶγμα ποὺ δὲν ταίριαζε, ἀλλὰ γιὰ ἄγκυρα. Ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ βρίσκεται σὲ τρικυμία καὶ δὲ φαίνεται νὰ εἶναι πάρα πολὺ σταθερό, στέκεται πάνω σὲ νερό, ὅπως ἐπάνω στὴ γῆ, καὶ ταλαντεύεται καὶ δὲν ταλαντεύεται.
Γιὰ ὅσους λοιπὸν εἶναι πάρα πολὺ σταθεροὶ καὶ πιστοί, εὔλογα ἀνέφερε ἐκεῖνο ὁ Χριστὸς λέγοντας: «ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πέτραν (αὐτός εἶναι συνετὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἔκτισε τὸ σπίτι του πάνω στὴν πέτρα, στὸ στερεὸ δηλαδὴ καὶ ἀδιάσειστο θεμέλιο τῆς διδασκαλίας μου καὶ τοῦ παραδείγματός μου)» (Ματθ.7,24).
 
Γιὰ ὅσους ὅμως ἀποκάμνουν καὶ πρέπει νὰ στηρίζονται μὲ τὴν ἐλπίδα, ὀρθὰ τὸ ἀνέφερε αὐτὸ ὁ Παῦλος. Γιατί ἡ θύελλα καὶ ἡ μεγάλη τρικυμία ταλαντεύει τὸ σκάφος, ἐνῷ ἡ ἐλπίδα δὲν ἀφήνει νὰ περιφέρεται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἔστω καὶ ἂν τὸ χτυποῦν ἄπειροι ἄνεμοι.
Ἑπομένως ἂν δὲν τὴν εἴχαμε, θὰ εἴχαμε καταποντιστεῖ πρὶν ἀπὸ πολὺ καιρό. Ὄχι μόνο στὰ πνευματικά, ἀλλὰ καὶ στὰ βιοτικὰ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ βρεῖ μεγάλη τὴ δύναμή της, ὅπως στὸ ἐμπόριο, στὴ γεωργία καὶ στὴν ἐκστρατεία. Γιατί, ἂν κανεὶς δὲν τὴν προστάξει ἀμέσως, δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ κανένα ἔργο.
Καὶ δὲν εἶπε ἁπλῶς «ἄγκυραν» ἀλλὰ καὶ «ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν», γιὰ νὰ φανερώσει τὴ σταθερότητα ἐκείνων ποὺ στηρίζονται σὲ αὐτὴν γιὰ τὴ σωτηρία τους.
Γι' αὐτὸ προσθέτει, «εἰσέρχεται στὸν οὐρανό, τὸν ὁποῖο εἰκονίζει ὁ ἱερὸς τόπος τῆς σκηνῆς καὶ τοῦ ναοῦ ποὺ ἐκτεινόταν πιὸ μέσα ἀπὸ τὸ καταπέτασμα καὶ λεγόταν Ἅγια Ἁγίων». Τί σημαίνει αὐτό; Ἀντὶ γιὰ τὸ «αὐτὴ φθάνει στὸν οὐρανό».

Στὴ συνέχεια πρόσθεσε καὶ τὴν πίστη, γιὰ νὰ μὴν εἶναι μόνο ἐλπίδα, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἀληθινή. Γιατί μετὰ τὸν ὅρκο προσθέτει καὶ κάτι ἄλλο, τὴν ἀπόδειξη ἀπὸ τὰ πράγματα, ὅτι δηλαδὴ πρόδρομος γιὰ χάρη μας μπῆκε ὁ Ἰησοῦς. Ὁ πρόδρομος ὅμως εἶναι πρόδρομος γιὰ κάποιους, ὅπως ἦταν ὁ Ἰωάννης γιὰ τὸν Χριστό.
Καὶ δὲν εἶπε ἁπλῶς «μπῆκε», ἀλλὰ «πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς (ὡς πρόδρομος μπῆκε ὁ Ἰησοῦς, πρὶν ἀπὸ μᾶς καὶ γιὰ χάρη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸν δρόμο καὶ γιὰ νὰ μᾶς ἑτοιμάσει τόπο)», ἐπειδὴ ἐπρόκειτο καὶ ἐμεῖς νὰ ἀκολουθήσουμε.
Γιατί δὲν πρέπει νὰ εἶναι μεγάλη ἡ ἀπόσταση τοῦ προδρόμου ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν, ἐπειδὴ δὲν θὰ ἦταν τότε πρόδρομος. Ὁ πρόδρομος δηλαδὴ καὶ ὅσοι ἀκολουθοῦν πρέπει νὰ βρίσκονται στὸν ἴδιο δρόμο, καὶ αὐτὸς νὰ βαδίζει, ἐνῷ οἱ ἄλλοι νὰ προσπαθοῦν νὰ τὸν φτάσουν.
«κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γὲνόμενος εἰς τὸν αἰῶνα (καὶ ἔτσι ἀναδείχθηκε ἀρχιερέας ὄχι προσωρινὸς ἀλλὰ αἰώνιος, κατὰ τὴν τάξη Μελχισεδέκ)», λέγει παρακάτω. Νὰ καὶ ἄλλη παρηγοριά, ἀφοῦ ὁ ἀρχιερέας μας βρίσκεται στὸν οὐρανὸ καὶ εἶναι πολὺ καλύτερος ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων, ὄχι μόνο ὡς πρὸς τὸν τρόπο, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὸν τόπο καὶ τὴ σκηνὴ καὶ τὴ διαθήκη καὶ τὸ πρόσωπο. Καὶ αὐτὸ ἀναφέρεται στὴ σάρκα.

Πρέπει λοιπὸν καὶ αὐτοὶ στοὺς ὁποίους εἶναι ἱερέας, αὐτοὶ ποὺ ἀποτελοῦν τὸ ποίμνιό του νὰ εἶναι πολὺ καλύτεροι. Καὶ ὅπως εἶναι μεγάλη ἡ διαφορὰ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἀαρῶν, τέτοια εἶναι καὶ ἡ δική μας διαφορὰ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Πρόσεχε λοιπόν, στὸν οὐρανὸ ἔχουμε τὸ Ἱερὸ Σφάγιο, στὸν οὐρανὸ τὸν Ἱερέα, στὸν οὐρανὸ τὴ Θυσία. Ἑπομένως ἂς προσφέρουμε τέτοιες θυσίες ποὺ μποροῦν νὰ προσφέρονται σὲ ἐκεῖνο τὸ θυσιαστήριο· ὄχι πιὰ πρόβατα καὶ βόδια, ὄχι αἷμα καὶ κνῖσα.
 
Ὅλα αὐτὰ ἔχουν καταργηθεῖ καὶ ἔχει εἰσαχθεῖ στὴ θέση τους ἡ λογικὴ λατρεία. Τί ὅμως εἶναι ἡ λογικὴ λατρεία; Αὐτὰ ποὺ προσφέρονται μὲ τὴν ψυχή, μὲ τὸ πνεῦμα (γιατί λέγει: «Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεὶᾳ δεῖ προσκυνεῖν.
(Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν περιορίζεται σὲ τόπους. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν προσκυνοῦν μὲ τὶς ἐσωτερικές τους πνευματικὲς δυνάμεις, μὲ ἀφοσίωση τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀληθινὴ ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς λατρείας ποὺ τοῦ ἁρμόζει)» (Ἰω.4,24)· ὅσα δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀπὸ ὄργανα, ἀπὸ τόπους. Καὶ τέτοια εἶναι ἡ πραότητα, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἀνεξικακία, ἡ ὑπομονή, ἡ ταπεινοφροσύνη.

Τὶς θυσίες αὐτὲς θὰ μποροῦσε νὰ τὶς δεῖ κανεὶς καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη νὰ ἔχουν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ προεικονιστεῖ.  Γιατί λέγει ὁ Δαβίδ: «Θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης καὶ ἐλπίσατε ἐπὶ Κύριον (Προσφέρετε ὡς θυσία ὄχι ζῶα καὶ ὑλικὲς προσφορές, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ ἀγαθότητα· καὶ στηρίξτε ὅλη τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη σας στὸν Κύριο)» (Ψαλμ. 4,6).
Καὶ πάλι: «Σοὶ θύσω θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἐν ὀνόματι Κυρίου ἐπικαλέσομαι (Σὲ σένα λοιπὸν καὶ ἐγὼ τώρα θὰ προσφέρω εὐχαριστήρια θυσία γιὰ τὴ διάσωσή μου. Καὶ γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη θὰ ἐπικαλεστῶ τὸ ὄνομά Σου, ὑψώνοντας εὐλαβικὰ τὸ ποτήριο τῆς θυσίας γιὰ νὰ ἐκφράσω τὶς εὐχαριστίες μου πρὸς Ἐσένα)» (Ψαλμ. 115,8)· καί: «Θυσία αἰνέσεως δοξάσει με (Ἐμένα μόνο ἡ θυσία δοξολογίας θὰ μὲ δοξάσει· μιὰ θυσία εὐγνωμοσύνης ποὺ θὰ ξεχειλίζει ἀπὸ μία ἁγνὴ καρδιὰ ἀφοσιωμένη σὲ Ἐμένα)» (Ψαλμ.49,23)· καί: «Θυσία τῷ Θὲῷ πνεῦμα συντετριμμένον.
 (Θυσία εὐάρεστη καὶ εὐπρόσδεκτη στὸν Θεὸ εἶναι ἐκείνη ποὺ προσφέρεται μὲ ἐσωτερικὴ συντριβὴ καὶ εἰλικρινῆ μετάνοια· ποτὲ ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἀπορρίψει μιὰ καρδιὰ ποὺ αἰσθάνεται ἀληθινὴ συντριβὴ καὶ ταπείνωση)» (Ψαλμ.50,19).

Καὶ πάλι: «Ἱνατὶ μοὶ λίβανον ἐκ Σαβὰ φέρετε; (Τὶ νὰ κάνω ἐγὼ τὸ λιβάνι, ποὺ φέρετε ἀπὸ τὴ Σαβά, ἐφόδον καταπατεῖτε συνέχεια τὸν νόμο μου;)» (Ἰερ.6,20).
Καὶ ἄλλος: «Μετάστησον ἀπ᾿ ἐμοῦ ἦχον ᾠδῶν σου, καὶ ψαλμὸν ὀργάνων σοῦ οὐκ ἀκούσομαι. (Ἀπομακρύνετε ἀπὸ κοντά μου τὸν ἦχο τῶν ὠδῶν σας. Δὲν θέλω νὰ ἀκούσω τὶς μελωδίες τῶν ὀργάνων σας)» (Ἀμώς 5,23).
Ἀλλὰ ἀντὶ γιὰ ὅλα αὐτά: «Ἒλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν (Προτιμώ τὴν ἀγάπη σας πρὸς Ἐμένα καὶ ὄχι τὶς τυπικὲς θυσίες)» (Ὡσηέ, 6,6).

Βλέπεις μὲ ποιές θυσίες εὐαρεστεῖται ὁ Θεός; Βλέπεις ὅτι ἄλλες ἔχουν ἤδη παραμεριστεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ ὅτι ἄλλες πῆραν τὴ θέση τους;
Αὐτὲς λοιπὸν ἂς προσφέρουμε. Γιατί ἐκεῖνες εἶναι ἀπόδειξη πλούτου καὶ τῶν πλουσίων, αὐτὲς ὅμως τῆς ἀρετῆς· ἐκεῖνες εἶναι ἐξωτερικές, αὐτὲς ἐσωτερικὲς· ἐκεῖνες θὰ μποροῦσε νὰ τὶς κάνει καὶ ὁ τυχαῖος ἄνθρωπος, αὐτὲς ὅμως λίγοι. Ὅσο ἀνώτερος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ πρόβατο, τόσο ἀνώτερη εἶναι αὐτὴ ἡ θυσία ἀπὸ ἐκείνη, γιατί ἐδῶ προσφέρεις θυσία τὴν ψυχή σου. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλες θυσίες, τὰ πραγματικὰ ὁλοκαυτώματα, τὰ σώματα τῶν ἁγίων μαρτύρων. Ἐκεῖ εἶναι ἁγία καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ἐκεῖνα ἔχουν μεγάλη εὐωδιαστὴ ὀσμή.
 
Μπορεῖς καὶ ἐσύ, ἂν θέλεις, νὰ προσφέρεις τέτοια θυσία. Τί δηλαδὴ ἂν δὲν κάψεις τὸ σῶμα μὲ τὴ φωτιά; Μπορεῖς ὅμως νὰ τὸ κάψεις μὲ ἄλλη φωτιά, ὅπως μὲ τὴ φωτιὰ τῆς θεληματικῆς φτώχειας, τῆς θλίψης. Τὸ νὰ μπορεῖ δηλαδὴ κάποιος νὰ ζεῖ μὲ ἀπολαύσεις καὶ πολυτέλεια, ἀλλὰ νὰ προτιμᾶ τὴν ἐπίπονη καὶ δύσκολη ζωὴ καὶ νὰ νεκρώνει τὸ σῶμα, δὲν εἶναι ὁλοκαύτωμα;
Νέκρωσε καὶ σταύρωσε τὸ σῶμα σου, καὶ τότε θὰ λάβεις καὶ ὁ ἴδιος τὸ στεφάνι αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου. Ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ κάνει ἐκεῖ τὸ ξίφος, ἂς τὸ κάνει ἐδῶ ἡ προθυμία. Ἂς μὴ σὲ καίει καὶ ἂς μὴ σὲ κατέχει ὁ ἔρωτας γιὰ τὰ χρήματα, ἀλλὰ ἂς κατακαίεται καὶ ἂς σβήνει τελείως ἡ παράλογη αὐτὴ ἐπιθυμία μὲ τὴ φωτιὰ τοῦ πνεύματος καὶ ἂς κατακόβεται μὲ τὴ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος. Αὐτὴ εἶναι θυσία καλή, δὲν χρειάζεται ἱερέα, ἀλλὰ αὐτὸν ποὺ τὴν προσφέρει· θυσία καλή, ποὺ τελεῖται βέβαια στὴ γῆ, ἀλλὰ ἀμέσως ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό.

Δὲν θαυμάζουμε ὅτι ἡ φωτιὰ στὴν παλαιὰ ἐποχὴ κατέβαινε καὶ κατέστρεφε τὰ πάντα; Μπορεῖ καὶ τώρα νὰ κατεβεῖ φωτιὰ πολὺ πιὸ θαυμαστὴ ἀπὸ ἐκείνη καὶ νὰ καταστρέψει ὅλα ὅσα βρίσκονται μπροστά της· ἢ καλύτερα ὄχι νὰ καταστρέψει, ἀλλὰ νὰ ἀνεβάσει στὸν οὐρανό.
Γιατί δὲν τὰ κάνει αὐτὰ στάχτη, ἀλλὰ προσφέρει δῶρα στὸν Θεό. Τέτοιες ἦταν οἱ προσφορές του Κορνηλίου. Γιατί λέγει: «Αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. (Οἱ προσευχές σου καὶ οἱ ἐλεημοσύνες σου ἀνέβηκαν στὸν οὐρανὸ ὡς προσφορὰ εὐπρόσδεκτη στὸ Θεὸ καὶ ὡς μιὰ ἐνθύμηση γιὰ νὰ μὴ σὲ ξεχνᾶ ποτέ)» (Πράξ.10,4).

 Βλέπεις ἄριστη σύζευξη; Τότε μᾶς ἀκοῦνε, ὅταν καὶ ἐμεῖς ἀκοῦμε τοὺς φτωχοὺς ποὺ μᾶς πλησιάζουν· «Ὅς φράσσει τὰ ὧτα αὐτοῦ του μὴ ἐπακοῦσαι ἀσθενοῦς, καὶ αὐτὸς ἐπικαλέσεται, καὶ οὐκ ἔσται ὁ εἰσακούων. (Ἐκείνος ποὺ κλείνει τὰ αὐτιὰ τοῦ, γιὰ νὰ μὴν ἀκούσει τὴν παράκληση τοῦ φτωχοῦ, ἑνὸς ἀδύνατου καὶ ἀσθενοῦς, θὰ εὑρεθεῖ καὶ αὐτὸς στὴν ἀνάγκη νὰ ἐπικαλεστεῖ καὶ νὰ ζητήσει βοήθεια τῶν ἄλλων καὶ δὲν θὰ ὑπάρξει κανεὶς νὰ τὸν ἀκούσει)», λέγει ἡ Γραφή (Παροιμ.21,13).

«Μακάριος ὁ συνιῶν ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα· ἐν ἡμὲρᾳ πονηρᾷ ῥὕσεται αὐτὸν ὁ Κύριος (Τρισευτυχισμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ κατανοεῖ τὸν φτωχὸ καὶ αὐτὸν ποὺ στερεῖται τὰ πάντα· κατανοεῖ τὴ δύσκολη θέση του καὶ ἐνδιαφέρεται γι΄αυτόν· διότι, ὅταν κάποια μέρα θὰ τὸν βροῦν στενοχώριες, ἀσθένειες καὶ συμφορές, ὁ Κύριος θὰ τὸν λυτρώσει καὶ θὰ τὸν σώσει)» (Ψαλμ. 40,2).
Καὶ δὲν εἶναι ἄλλη αὐτὴ ἡ ἡμέρα, παρὰ ἐκείνη ἡ ἡμέρα τῆς κρίσης, ἡ ὁποία γίνεται δύσκολη γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Τί σημαίνει: «Ὁ συνιῶν (αὐτός ποὺ κατανοεῖ)»;
Αὐτὸς ποὺ καταλαβαίνει τί σημαίνει φτωχός, αὐτὸς ποὺ γνωρίζει καλὰ τὴ στενοχώρια του. Γιατί, ὅποιος μάθει τὴ στενοχώρια του, ὁπωσδήποτε θὰ τὸν βοηθήσει ἀμέσως.
Ὅταν δεῖς φτωχό, μὴν τὸν περιφρονήσεις, ἀλλὰ ἀμέσως σκέψου ποιός θὰ ἤσουν, ἂν ἐσὺ ἤσουν ἐκεῖνος, ἂν ἤσουν ἐσὺ στὴ θέση του· τί δὲν θὰ ἤθελες νὰ σοῦ κάνουν ὅλοι;
«Αὐτὸς ποὺ κατανοεῖ», λέγει. Σκέψου ὅτι εἶναι ἐλεύθερος ὅμοια μὲ σένα καὶ ὅτι μετέχει στὴν ἴδια μὲ σένα εὐγενικὴ καταγωγὴ καὶ ὅτι ὅλα τὰ ἔχει κοινὰ μὲ σένα.
Παρ' ὅλο ὅμως ποὺ αὐτὸς δὲν ἔχει τίποτε κατώτερο ἀπὸ ἐσένα, οὔτε μὲ τὰ σκυλιά σου πολλὲς φορὲς τὸν θεωρεῖς ἴσο. Γιατί ἐκεῖνα χορταίνουν ψωμί, αὐτὸς ὅμως κοιμήθηκε πολλὲς φορὲς πεινασμένος· ὁ ἐλεύθερος ἔγινε περισσότερο περιφρονημένος καὶ ἀπὸ τοὺς δούλους σου. «Οἱ δοῦλοι ὅμως», λέγει ἴσως κάποιος, «ἐκτελοῦν ὑπηρεσία σὲ μᾶς».
Πές μου, ποιά ἀκριβῶς εἶναι αὐτή; Ὅτι σὲ ὑπηρετοῦν καλά; Ἂν λοιπὸν ἀποδείξω ὅτι καὶ αὐτὸς ἐκπληρώνει ὑπηρεσία σὲ σένα πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνους, τί θὰ πεῖς;
Γιατί θὰ σοῦ παρασταθεῖ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσης καὶ θὰ σὲ γλυτώσει ἀπὸ τὴ φωτιά. Τί παρόμοιο κάνουν ὅλοι οἱ δοῦλοι; Ὅταν πέθανε ἡ Ταβιθά, ποιός τὴν ἀνάστησε; (βλ. Πράξ.9,36-43).
Δοῦλοι ποὺ τὴν περιστοίχισαν ἢ φτωχοί; Ἐσὺ ὅμως δὲν θέλεις νὰ ἐξισώνεις τὸν ἐλεύθερο μὲ τοὺς δούλους. Εἶναι πολὺ τὸ κρύο καὶ πεσμένος στὸ χῶμα ρακένδυτος ὁ φτωχός, πεθαίνοντας ἀπὸ τὸ κρύο, χτυπῶντας τὰ δόντια, καὶ ἀπὸ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ἐμφάνιση εἶναι ἱκανὸς νὰ σὲ παρακαλέσει, ἐνῷ ἐσὺ ποὺ ζεσταίνεσαι καὶ μεθᾶς, τὸν περιφρονεῖς.
Πῶς λοιπὸν ἔχεις τὴν ἀξίωση νὰ σὲ σώσει ὁ Θεὸς ὅταν βρίσκεσαι σὲ συμφορά; Πολλὲς φορὲς ὅμως λὲς καὶ αὐτό: «ἂν ἤμουν ἐγὼ καὶ ἔπιανα κάποιον νὰ ἔχει ἁμαρτήσει πολύ, θὰ τὸν συγχωροῦσα, καὶ ὁ Θεὸς δὲν συγχωρεῖ;». Μὴν τὸ πεῖς αὐτό, γιατί καὶ ἐσὺ αὐτὸν ποὺ δὲν ἁμάρτησε καθόλου σὲ ἐσένα, ποὺ μπορεῖς νὰ τὸν ἀπαλλάξεις, τὸν περιφρονεῖς.
Ἂν ὅμως περιφρονεῖς ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο, πῶς ὁ Θεὸς θὰ σὲ συγχωρήσει ὅταν ἁμαρτάνεις σὲ Αὐτόν; Ἄραγε δὲν εἶναι ἄξια αὐτὰ γιὰ τὴ γέενα; Καὶ τί τὸ παράξενο; Πολλὲς φορὲς ἕνα σῶμα νεκρὸ καὶ ἀναίσθητο, ποὺ δὲν αἰσθάνεται πιὰ τὴν τιμή, τὸ στολίζεις μὲ πολλὰ καὶ ποικίλα καὶ χρυσοΰφαντα ροῦχα, ἀλλὰ περιφρονεῖς τὸ σῶμα ποὺ ὑποφέρει καὶ ἀφανίζεται καὶ βασανίζεται καὶ ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὸ κρύο, καὶ ἐνδίδεις περισσότερο στὴ ματαιοδοξία παρὰ στὸν φόβο τοῦ Θεοῦ.

Καὶ εἴθε νὰ σταματοῦσε ἐδῶ, ἀλλὰ ἀμέσως ἀκολουθοῦν κατηγορίες ἐναντίον ἐκείνου ποὺ τὸν πλησιάζει· «γιατί δὲν ἐργάζεται», λέγει, «καὶ γιατί τρέφεται χωρὶς νὰ ἐργάζεται;» Πές μου, ἐσὺ ἀπὸ τὴν ἐργασία σου ἔχεις αὐτὰ ποὺ ἔχεις καὶ δὲν πῆρες πατρικὸ κλῆρο;
Ἂν ὅμως ἐργάζεσαι, γι’ αὐτὸ κατηγορεῖς ἄλλον; Δὲν ἀκοῦς τὸν Παῦλο ποὺ λέγει: «῾Υμεῖς δέ, ἀδελφοί, μὴ ἐκκακήσητε καλοποιοῦντες (Ἐσείς ὅμως, ἀδελφοί, μὴν ἀποκάμνετε κάνοντας τὸ καλὸ ἀκόμη καὶ σὲ αὐτούς, ἀλλὰ νὰ τὸ κάνετε ἀκούραστα)»; (Β΄Θεσ.3,13).
Γιατί, ἀφοῦ εἶπε: «Εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω (Ὅποιος δὲν θέλει νὰ ἐργάζεται, δὲν πρέπει οὔτε καὶ νὰ τρώει)» (Β΄Θεσ.3,10), πρόσθεσε αὐτό.

«Ἀλλά», λέγει ἐπίσης ἴσως κάποιος, «εἶναι ἀπατεῶνας». Τί λές, ἄνθρωπε; Τὸν ὀνομάζεις «ἀπατεῶνα» γιὰ ἕνα ψωμὶ καὶ ἕνα ἔνδυμα; Ἀλλὰ τὸ πουλάει ἀμέσως, λέγει. Ἀλλὰ μήπως ἐσὺ διαχειρίζεσαι τὰ δικά σου σωστά; Τί δηλαδή; Ὅλοι εἶναι φτωχοὶ ἐπειδὴ δὲν ἐργάζονται; Κανεὶς δὲν εἶναι φτωχὸς ἀπὸ ναυάγια; Κανεὶς ἀπὸ δικαστήρια; Κανεὶς ἀπὸ κλοπή; Κανεὶς ἀπὸ κινδύνους; Κανεὶς ἀπὸ ἀρρώστιες; Κανεὶς ἀπὸ ἄλλη περίσταση;
Ἀλλὰ ἂν ἀκούσουμε κάποιον νὰ ὀδύρεται καὶ νὰ τὰ φωνάζει δυνατὰ αὐτά, καὶ γυμνὸ νὰ βλέπει στὸν οὐρανό, καὶ νὰ ἔχει μακριὰ μαλλιὰ καὶ νὰ εἶναι ρακένδυτος, τὸν ἀποκαλοῦμε ἀγύρτη, ἀπατεῶνα καὶ ὑποκριτή; Δὲν ντρέπεσαι; Ποιόν ὀνομάζεις ἀπατεῶνα; Μὴ δώσεις τίποτε, καὶ νὰ μὴν κατηγορήσεις ὅμως τὸν ἄνθρωπο.
«Ἀλλὰ ἔχει χρήματα»,λέγει, «καὶ προσποιεῖται». Αὐτὸ εἶναι κατηγορία ἐναντίον σου, ὄχι ἐναντίον ἐκείνου. Αὐτὸς γνωρίζει ὅτι ἔχει νὰ κάνει μὲ σκληρούς, μὲ θηρία μᾶλλον παρὰ μὲ ἀνθρώπους, καὶ ὅτι, καὶ ἂν ἀκόμη μιλήσει ἀξιολύπητα, δὲν παρασύρει κανέναν· καὶ γι' αὐτὸ ἀναγκάζεται νὰ περιβληθεῖ καὶ μὲ ἀξιολύπητη ἐνδυμασία γιὰ νὰ σοῦ λυγίσει τὴν ψυχή.

Ἂν δοῦμε κάποιον νὰ πλησιάζει μὲ ἐνδυμασία ποὺ ταιριάζει σὲ ἐλεύθερο, αὐτὸς εἶναι ἀπατεῶνας, λέγει, καὶ γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι κατάγεται ἀπὸ εὐγενεῖς πλησιάζει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ἂν δοῦμε κάποιον μὲ τὴν ἀντίθετη ἐνδυμασία, καὶ αὐτὸν τὸν κακίζουμε. Τί νὰ κάνουν λοιπόν; Πῶ πῶ, πόση ἀγριότητα, πόση σκληρότητα!
«Καὶ γιὰ ποιό λόγο», λέγει, «γυμνώνουν τὰ ἀκρωτηριασμένα μέλη τους;»
Γιὰ σένα. Ἂν ἤμασταν ἐλεήμονες, δὲ θὰ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὰ τὰ τεχνάσματα· ἂν ἔπειθαν ἀπὸ τὴν πρώτη προσέλευση, δὲ θὰ μηχανεύονταν τόσα πολλά.
Ποιός εἶναι τόσο ἄθλιος, ὥστε νὰ θέλει νὰ φωνάζει τόσα πολλά, ὥστε νὰ θέλει νὰ ἀσχημονεῖ, ὥστε νὰ θέλει νὰ ὀδύρεται δημόσια μὲ τὴ γυμνὴ γυναῖκα του, μὲ τὰ παιδιά του καὶ νὰ πασπαλίζεται μὲ σκόνη;
Ἀπὸ πόση φτώχεια εἶναι χειρότερα αὐτά; Ἀλλὰ γι' αὐτὰ ὄχι μόνο δὲν ἐλεοῦνται, ἀλλὰ καὶ κατηγοροῦνται ἀπὸ μᾶς. Ἀκόμη λοιπὸν θὰ ἀγανακτήσουμε, ἐπειδὴ δὲν εἰσακουόμαστε ὅταν προσευχόμαστε στὸν Θεό; Ἀκόμη λοιπὸν θὰ δυσανασχετήσουμε, ἐπειδὴ δὲν πείθουμε ὅταν παρακαλοῦμε; Δὲ φρίττουμε, ἀγαπητοί;

«Ἀλλὰ πολλὲς φορές», λέγει, «ἔδωσα». Ἀλλὰ μήπως ἐσὺ δὲν τρῶς πάντοτε; Καὶ τὰ παιδιὰ πολλὲς φορὲς ὅταν ζητοῦν τὰ διώχνεις; Πῶ πῶ ἀδιαντροπιά!
Ὀνομάζεις ἀδιάντροπο τὸν φτωχό; Καὶ ἐσὺ βέβαια ὅταν ἁρπάζεις δὲν εἶσαι ἀδιάντροπος, ἐνῷ ἐκεῖνος ὅταν παρακαλεῖ γιὰ ψωμὶ εἶναι ἀδιάντροπος;
Δὲν καταλαβαίνεις πόση εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς κοιλιᾶς; Δὲν τὰ κάνεις ὅλα γι' αὐτό; Δὲν ἀδιαφορεῖς γιὰ τὰ πνευματικὰ γι΄αυτόν τὸν λόγο; Δὲν εἶναι μπροστά μας ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν;
Ἐσὺ ὅμως φοβούμενος τὴν ἐξουσία ἐκείνης, ὑπομένεις τὰ πάντα, καὶ δὲν τὴν περιφρονεῖς; Αὐτὴ εἶναι ἀδιαντροπιά. Δὲν βλέπεις γέρους ἀνάπηρους; Ἀλλά, πῶ πῶ ἀνοησία! «Ὁ τάδε», λέγει, «δανείζει τόσα χρυσᾶ νομίσματα, καὶ ὁ τάδε τόσα, καὶ ὅμως ἐπαιτεῖ».
Λέτε παραμύθια γιὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ ἀνοησίες. Γιατί καὶ ἐκεῖνα πάντοτε ἀκοῦνε τέτοια παραμύθια ἀπὸ τὴν τροφό τους. Δὲν πείθομαι, δὲν πιστεύω μακριὰ μία τέτοια σκέψη. Δανείζει κάποιος καὶ ἐνῷ ἔχει πολλὰ ἐπαιτεῖ; Πές μου, γιὰ ποιό λόγο; Καὶ τί εἶναι αἰσχρότερο ἀπὸ τὴν ἐπαιτεία; Προτιμότερος ὁ θάνατος παρὰ ἡ ἐπαιτεία.
Μέχρι πότε θὰ εἴμαστε σκληροί; Τί λοιπόν; Ὅλοι δανείζουν; Ὅλοι εἶναι ἀπατεῶνες; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀληθινὰ φτωχός;
«Ναί», λέγει, «καὶ πολλοὶ μάλιστα». Γιατί λοιπὸν δὲν τοὺς βοηθεῖς ἐκείνους, ἐπειδὴ ἐξετάζεις λεπτομερῶς τὴ ζωή τους; Πρόσχημα εἶναι αὐτὰ καὶ δικαιολογία.
 «Τῷ αἰτοῦντὶ σὲ δίδου καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς (Σὲ ἐκεῖνον ποὺ σοῦ ζητᾶ ἐλεημοσύνη δίνε, ἀλλὰ πάντοτε μὲ διάκριση ποὺ θὰ τὴν διαπνέει ἡ εἰλικρινὴς ἀγάπη. Καὶ μὴν περιφρονήσεις ἐκεῖνον ποὺ σοῦ ζητᾶ δανεικὰ χωρὶς τόκο)» (Ματθ.5,42)· ἅπλωσε τὸ χέρι σου, καὶ μὴν τὸ ἔχεις μαζεμένο.
Δὲν ὁριστήκαμε ἐξεταστὲς τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, γιατί ἔτσι δὲν θὰ ἐλεήσουμε κανέναν.
 
Γιατί ὅταν παρακαλεῖς τὸν Θεὸ λὲς «νὰ μὴν θυμηθεῖς τὶς ἁμαρτίες μου»; Ἑπομένως, καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι πάρα πολὺ ἁμαρτωλὸς ἐκεῖνος, τὸ ἴδιο νὰ σκέπτεσαι καὶ γι΄αυτόν καὶ νὰ μὴ θυμᾶσαι τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ καιρὸς εἶναι γιὰ φιλανθρωπία, ὄχι γιὰ λεπτομερῆ ἐξέταση· γιὰ ἐλεημοσύνη, ὄχι γιὰ ὑπολογισμούς.
Θέλει νὰ τὸν θρέψεις· ἂν θέλεις, δῶσε του· ἂν ὅμως δὲν θέλεις, διῶξε τον, χωρὶς νὰ ἀπορεῖς γιατί εἶναι ἄθλιος καὶ ταλαίπωρος.
Γιατί δὲν τὸν ἐλεεῖς καὶ γιατί ἀποτρέπεις καὶ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ τὸν ἐλεήσουν; Ὅταν δηλαδὴ ὁ τάδε ἀκούσει ἀπὸ σένα ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀπατεῶνας, ὅτι ἐκεῖνος εἶναι ὑποκριτής, ὅτι ὁ ἄλλος δανείζει, οὔτε σὲ αὐτοὺς δίνει οὔτε σὲ ἐκείνους, ἐπειδὴ ὑποψιάζεται πὼς ὅλοι εἶναι τέτοιοι.
Γνωρίζετε βέβαια ὅτι εὔκολα ὑποψιαζόμαστε τὰ κακά, ἐνῷ τὰ καλὰ καθόλου.

Ἂς γίνουμε ἐλεήμονες, ὄχι ἁπλῶς, ἀλλὰ ὅπως ὁ Πατέρας μας ὁ οὐράνιος. Αὐτὸς τρέφει καὶ μοιχοὺς καὶ πόρνους καὶ ἀγύρτες.
Καὶ τί λέγω; Τρέφει καὶ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κάθε εἶδος κακίας. Γιατί μέσα σὲ τόσο κόσμο εἶναι ἀναπόφευκτο νὰ ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ τέτοιοι.
Ὅμως ὅλους τοὺς τρέφει, ὅλους τοὺς ντύνει. Κανεὶς δὲν πέθανε ποτὲ ἀπὸ πεῖνα, ἐκτὸς ἂν κάποιος τὸ ἤθελε.
Ἔτσι ἂς γίνουμε εὐσπλαχνικοὶ· ἂν ἔχει κάποιος ἀνάγκη καὶ βρίσκεται σὲ οἰκονομικὴ δυσκολία, βοήθα τον.
Τώρα ὅμως φθάσαμε σὲ τόσο μεγάλο σημεῖο ἀδιαφορίας, ὥστε νὰ τὸ κάνουμε αὐτὸ ὄχι μόνο στοὺς φτωχοὺς ποὺ βαδίζουν μέσα ἀπὸ στενωπούς, ἀλλὰ καὶ στοὺς μοναχούς.
«Ὁ τάδε εἶναι ἀπατεῶνας», λέγει. Δὲν τὸ ἔλεγα αὐτὸ προηγουμένως, ὅτι ἂν δίνουμε σὲ ὅλους χωρὶς διάκριση πάντοτε θὰ ἐλεοῦμε, ἂν ὅμως ἀρχίσουμε νὰ ἐξετάζουμε λεπτομερῶς δὲ θὰ ἐλεήσουμε ποτέ; Τί λές; Γιὰ νὰ πάρει ψωμί, εἶναι ἀπατεῶνας; Ἂν βέβαια ζητάει τάλαντα χρυσοῦ καὶ ἀργύρου ἢ πολυτελῆ ἐνδύματα ἢ δούλους ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο, δίκαια θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὀνομάσει κανεὶς ἀπατεῶνα. Ἂν ὅμως δὲ ζητάει τίποτε ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ τροφὴ καὶ στέγη, ποὺ εἶναι ἀπόδειξη εὐσέβειας, αὐτό, πές μου, εἶναι γνώρισμα ἀπατεῶνα;

Ἂς σταματήσουμε αὐτὴν τὴν ἄκαιρη, σατανικὴ καὶ ὀλέθρια πολυπραγμοσύνη. Ἂν κάποιος λέγει ὅτι ἀνήκει στὸν κλῆρο ἢ ὀνομάζει τὸν ἑαυτό του ἱερέα, νὰ τὸν περιεργάζεσαι καὶ νὰ τὸν ἐξετάζεις προσεκτικά, γιατί ἐκεῖ δὲν εἶναι ἀκίνδυνη ἡ ἀνεξέταστη παροχή, ἀλλὰ ὁ κίνδυνος εἶναι γιὰ μεγάλα πράγματα.
Ἂν ὅμως εἶναι ἀνάγκη ἀπὸ τροφή, νὰ μὴν ἐξετάζεις τίποτε, γιατί δὲ δίνεις, ἀλλὰ παίρνεις.
Ἐξέτασε, ἂν θέλεις, πῶς ἔδειχνε τὴ φιλοξενία ὁ Ἀβραὰμ σὲ ὅλους ποὺ ἔρχονταν κοντά του. Ἂν ἦταν περίεργος γιὰ ἐκείνους ποὺ κατέφευγαν σὲ αὐτόν, δὲ θὰ φιλοξενοῦσε ἀγγέλους. Γιατί ἴσως δὲν θὰ πίστευε ὅτι εἶναι ἄγγελοι καὶ θὰ τοὺς ἔδιωχνε καὶ αὐτοὺς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἐπειδὴ τοὺς δεχόταν ὅλους, δέχθηκε καὶ ἀγγέλους.
Μήπως ὁ Θεὸς σοῦ δίνει τὸν μισθὸ ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ αὐτῶν ποὺ λαμβάνουν;
Ἀπὸ τὴ δική σου προαίρεση, ἀπὸ τὴν ἀνάλογη γενναιοδωρία, ἀπὸ τὴν πολλὴ φιλανθρωπία, ἀπὸ τὴν καλοσύνη. Αὐτὴ ἂς ὑπάρχει καὶ θὰ ἀπολαύσεις ὅλα τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα εἴθε νὰ τὰ ἀπολαύσουμε ὅλοι μας, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον


Πηγές:

•    https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf
•    Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολήν», ὁμιλία ΙΑ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1989, τόμος 24, σελίδες 467-493.
•    Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
•    Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
•    Π.Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016
•    http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm




Διαβάστε καὶ ἀκοῦστε περισσότερα πατῶντας: Κυριακὴ Δ΄ Νηστειών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου