Ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ΄ ὕπνου ἐγερθῆναι
Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου - Καθηγητοῦ
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ὅρισε τὴν τετάρτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου νὰ θυμόμαστε τὸ τραγικότερο γεγονὸς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τὴν ἔκπτωση τῶν Πρωτοπλάστων ἀπὸ τὴν προπτωτικὴ μακαριότητα καὶ τὴν ἔξωσή τους ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς τρυφῆς, ὡς ἐπισφράγισμα τῆς προετοιμασίας μας γιὰ τὴν Μ. Τεσσαρακοστή.
Ὁ ἄνθρωπος, εἶναι τὸ ἐκλεκτότερο ποίημά του Θεοῦ, δημιούργημα τῆς ἄμετρης ἀγάπη Του, νὰ μοιραστεῖ μὲ αὐτὸν τὴ δική Του μακαριότητα, νὰ γίνει, μὲ τὴ δική του θέληση καὶ τὸν ἀγῶνα του, κατὰ χάριν Θεός.
Ὅμως μὲ τὴν συνεργεῖα τοῦ διαβόλου καὶ τὴν κατάχρηση τῆς δικῆς του ἐλεύθερης βούλησης, ξέπεσε, ἔγινε δοῦλος τῆς ἁμαρτίας καὶ ὑποκείμενος στὴ φθορὰ καὶ στὸ θάνατο. Οἱ πρωτόπλαστοι ἀψήφησαν τὴν θεία ἐντολὴ νὰ μὴν φᾶνε ἀπὸ τὸν καρπὸ «τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν», μὲ τὴν ρητὴ προειδοποίηση: «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θὰνάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν.2,17). Αὐτὴ ἡ τραγικὴ ἀνυπακοή, ἡ ὁποία νοεῖται ὡς ἀνταρσία κατὰ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ἀνάδειξη τῶν ἑαυτῶν τους ὡς «θεῶν» (Γέν.3,5), κατὰ διαβολὴ τοῦ «ἀνθρωποκτόνου ἀπ’ ἀρχῆς» (Ἰωάν.8,43) διαβόλου.
Τὸ ἱερὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως περιγράφει μὲ τρόπο τραγικὸ τὸ φοβερὸ καὶ μοιραῖο γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος συμβάν. Ἡ ἀνταρσία τους αὐτή τους ἀπέκοψε ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς τοὺς στέρησε τὸ αἴσθημα τῆς ἀέναης χαρᾶς, τῆς ἀσφάλειας, τῆς ἐλπίδας, γεμίζοντας τὶς ψυχές τους μὲ αἰσθήματα φόβου, ἀνασφάλειας, λύπης, ἐνοχῶν καὶ πάσης πονηρίας.
Τὸ πρῶτο δυσάρεστο αἴσθημα ποὺ ἔνοιωσαν ἦταν ὅτι «διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ (γιὰ τοῦτο) ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα» (Γέν.3,7).
Ἄρχισαν νὰ ντρέπονται γιὰ τὸ σῶμα τους, τὸ ὁποῖο ἦταν πλασμένο νὰ δοξάζεται, δι’ αὐτοῦ, ὁ Δημιουργὸς καὶ τώρα, σὲ αὐτό, νὰ διαπράττεται ἡ ἁμαρτία, δηλαδὴ τὸ θέλημα τοῦ ἀντιδίκου διαβόλου.
Τὸ δεύτερο συναίσθημα ἦταν ὁ φόβος. Ὅταν ἄκουσαν τὸ Θεὸ «περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν» (Γέν.3,8) κρύφτηκαν.
Αὐτὸ ἦταν ἐπακόλουθο καὶ ἀναπόφευκτο. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀπομάκρυνσής τους ἀπὸ τὸ Θεὸ ἄδειασε ψυχικός τους κόσμος ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ τρομερὸ αὐτὸ κενὸ γέμισε μὲ ἀνασφάλεια. Στὸ ἑξῆς ὁ φόβος θὰ εἶναι τὸ βασανιστικὸ συναίσθημα τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου.
Πρὶν τὴν παρακοὴ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀέναη καὶ ἄμεση κοινωνία μὲ Αὐτόν, τοὺς γέμιζε μὲ χαρὰ καὶ ἱλαρότητα. Τώρα ἡ θεία παρουσία ἔγινε βασανιστική, δὲν μποροῦν νὰ τὴν ἀντέξουν καὶ κρύβονται. Στὸ ἐρώτημα τοῦ Θεοῦ «᾿Ἀδάμ, ποῦ εἶ;», ἀπάντησε: «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι, καὶ ἐκρύβην» (Γέν.3,9-10).
Δὲν μποροῦν νὰ ἀντέξουν τὴν θεία παρουσία καὶ κρύβονται. Εἶναι, κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μιὰ ἐσχατολογικὴ εἰκόνα. Ὅπως οἱ πρωτόπλαστοι ὑπέφεραν ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἔτσι θὰ ὑποφέρουν καὶ οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοὶ μετὰ τὴν Μεγάλη Κρίση. Ἐνῷ οἱ δίκαιοι θὰ εὐφραίνονται ἀπὸ τὴν θέα καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄδικοι θὰ βασανίζονται ἀπὸ αὐτή!
Ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας τους μὲ τὸ Θεὸ διατάραξε καὶ τὴν κοινωνία μεταξύ τους. Ἡ γυνὴ δὲν εἶναι πλέον ἡ ἀγαπημένη «βοηθὸς» τοῦ Ἀδάμ, «ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων του καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σὰρκός τοῦ» (Γέν.2,23), ἀλλὰ ἡ αἰτία τοῦ ὀλέθρου του.
Φτάνει στὴν κατάντια νὰ καταλογίσει στὸ Θεὸ τὴν εὐθύνη της καταστροφή του: «ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, αὕτη μοὶ ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον» (Γέν.3,12), τὸν κατηγορεῖ εὐθέως ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ φταίχτης, διότι τοῦ ἔδωσε τὴ γυναῖκα!
Ὁ Θεὸς ὅμως τῆς ἄπειρης ἀγάπης καὶ τῶν ἀστείρευτων οἰκτιρμῶν, ὄχι μόνο δὲν μίσησε τὸν ἀποστατημένο ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἄρχισε τὴν ὑλοποίηση τοῦ θείου σχεδίου γιὰ τὴν μελλοντικὴ σωτηρία του. Εὐθὺς ἀμέσως ἔδωσε τὴ μεγάλη καὶ ἐλπιδοφόρα ὑπόσχεση ὅτι σὲ χρόνους μελλοντικοὺς τὸ «σπέρμα τῆς γυναικὸς» θὰ τὸν λυτρωσει ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς πτώσεως.
Πρόκειται γιὰ τὸ λεγόμενο «Πρωτοευαγγέλιο», τὴν πρώτη καλὴ ἀγγελία, ὡς «ξεχείλισμα» τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν ὄφη – διάβολο εἶπε: «ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σοῦ τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν» (Γέν.3,15).
Μιὰ ἐπαγγελία ἡ ὁποία γράφηκε ἀνεξίτηλα στὴν ψυχὴ τῶν πρωτοπλάστων καὶ μεταβιβάστηκε στοὺς ἀπογόνους τους, δίνοντάς τους κουράγιο στὰ βάσανά τους, ὅτι τελικὰ θὰ ὑπάρξει καιρὸς ποὺ αὐτὰ θὰ ἐκλείψουν. Τὸ «σπέρμα τῆς γυναικὸς» δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος θὰ ἐνανθρωπιστεῖ «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου», γιὰ νὰ σώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Ὑπάρχει μιὰ σημαντικὴ παράμετρος στὴν ἁγιογραφικὴ διήγηση τῆς πτώσεως. Ἡ ἔννοια τῆς μετάνοιας ἀπουσιάζει ἐντελῶς ἀπὸ τοὺς πρωτοπλάστους.
Οὐδεμία σκέψη πέρασε ἀπὸ τὸ νοῦ τους νὰ ἀναγνωρίσουν τὸ τραγικὸ λάθος τους καὶ νὰ ζητήσουν συγνώμη ἀπὸ τὸ Θεό, ἀρκούμενοι σὲ φθηνὲς δικαιολογίες καὶ μεταθέσεις εὐθυνῶν.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας λένε πὼς ἂν ἐκείνη τὴν τραγικὴ στιγμὴ οἱ προπάτορές μας μετανοοῦσαν εἰλικρινὰ καὶ ζητοῦσαν ταπεινὰ συγνώμη ἀπὸ τὸν ἀπόλυτα φιλάνθρωπο Θεό, θὰ εἶχαν ἀποκατασταθεῖ στὴν πρότερη τῆς πτώσεως κατάστασή τους.
Μετὰ τὸν φοβερὸ διάλογο μὲ τὸ Θεό, ἐκδιώχτηκαν ἀπὸ τὸν Κῆπο Ἐδὲμ καὶ δύο ἀγγελικὰ ὄντα τάχθηκαν νὰ φυλάγουν μὲ πύρινες ρομφαῖες τὴν πύλη του, γιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ τὴν παραβιάσουν. Τὸ ἀτέλειωτο δρᾶμα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἄρχισε!
Ὡς δυὸ αὐτὲς τραγικὲς ἀνθρώπινες φιγοῦρες κάθισαν ἀπέναντι ἀπὸ τὸν κῆπο τῆς τρυφῆς καὶ θρηνοῦσαν γιὰ τὸ κακὸ ποὺ τοὺς βρῆκε.
Ἀναλογίζονταν τὴν πρότερη εὐδαιμονία τους, τὴν σύγκριναν μὲ τὴν τωρινὴ δυστυχία τους, προβλέποντας τὸ μέλλον ζοφερὸ καὶ γι’ αὐτὸ ἔκλαιγαν γοερά.
Τὰ καυτά τους δάκρυα πότιζαν τὴν ἄνυδρη γῆ καὶ οἱ σπαραχτικὲς κραυγές τους τάραζαν τὴν ἠρεμία τῆς ἐρήμου, τὸ ἀφιλόξενο καὶ ἐχθρικὸ περιβάλλον, ὅπου ἦταν ἀναγκασμένοι νὰ ζήσουν.
Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ θρῆνος τους δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα μεταμέλειας γιὰ τὴν ἀνυπακοὴ καὶ τὴν ἀνταρσία τους κατὰ τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἦταν πράξη μετάνοιας καὶ αἴτημα συγνώμης πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ ὠφελιμιστικὸς σπαραγμός. Δὲ θρηνοῦσαν γιὰ τὸ μοιραῖο σφάλμα τους, γιὰ τὴν ἀνταρσία τους κατὰ τοῦ Δημιουργοῦ, γιὰ τὴ χαμένη ἀθωότητα καὶ ἁγιότητα, ἀλλὰ γιὰ τὴ χαμένη ὑλικὴ εὐμάρεια τοῦ παραδείσου.
Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι γνωστὸ καὶ τραγικό. Ἀπὸ τότε ξεκινᾶ ἡ κακοδαιμονία στὶς διανθρώπινες σχέσεις, οἱ ἀτέλειωτες καὶ βάρβαρες κοινωνικὲς συγκρούσεις, οἱ ἐξοντωτικοὶ πόλεμοι, ἡ φρίκη καὶ ὁ ὄλεθρος στὴ γῆ! Ἐπίσης καὶ αὐτὴ ἡ ἄψυχη κτίση ἦταν ἐναντίον τους.
Ἦρθε, ὅμως, ὁ Χριστὸς καὶ ἔφερε μιὰ νέα πραγματικότητα, ἐπαναφέροντας τὴν προπτωτικὴ κατάσταση στὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ θεραπεύοντας τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματα τῆς πτώσεως. Ἦρθε νὰ ἀναδημιουργήσει τὴν βαριὰ τραυματισμένη καὶ ἐξαθλιωμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ μεταβάλλει τὸν πτωτικὸ κόσμο σὲ «καινὴ κτίση» (Β΄Κορ.5,17).
Νὰ γεφυρώσει τὸ χάσμα μὲ τὸ Θεό. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Θυμηθεῖτε «ὅτι ἦτε ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ χωρὶς Χριστοῦ, ἀπηλλοτριωμένοι τῆς πολιτείας τοῦ ᾿Ἴσραὴλ καὶ ξένοι τῶν διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας, ἐλπίδα μὴ ἔχοντες καὶ ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ».
Τώρα μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ, «ὑμεῖς οἱ ποτὲ ὄντες μακρὰν ἐγγὺς ἐγενήθητε ἐν τῷ αἵματι τοῦ Χριστοῦ. αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ· καὶ ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μὰκρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, ὅτι δι' αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πὰτέρα» (Ἐφ.2,12-18).
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἄμετρο μέγεθος τῆς θείας εὐεργεσίας, αὐτὸ εἶναι τὸ κοσμογονικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο!
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὅρισε νὰ θυμούμαστε τὴν Κυριακή της Τυρινῆς αὐτὸ τὸ τραγικὸ γεγονός, διότι ἀπὸ τὴν ἐπαύριον ἀρχίζει ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἡ ὁποία συμβολίζει τὴν τραγικότητα τῆς μεταπτωτικῆς μας πορεία. Μὰς καλεῖ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν δεινή μας κατάσταση, τὴν αἰχμαλωσία μας στὸ Σατανᾶ, τὴ δουλεία μας στὴν ἁμαρτία, τὴν διαρκῆ φθορά μας, ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ στὸ θάνατο, καὶ νὰ πάρουμε τὴν μεγάλη ἀπόφαση, ὅπως ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ «πατρικό μας σπίτι», στὸν στοργικὸ Πατέρας μας, ὁ Ὁποῖος μᾶς περιμένει ἐναγωνίως νὰ μᾶς ἀποκαταστήσει στὴν δοξασμένη κατάσταση, ποὺ μᾶς δημιούργησε.
Αὐτὴν τὴν ἱερὴ περίοδο ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μας δίνει καὶ τὰ σωστικὰ μέσα νὰ πετύχουμε τὴν πνευματική μας ἀναγέννηση, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς ἡμέρας. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ συγχωρητικότητα πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας, διότι ἂν δὲν συγχωρήσουμε τὰ πταίσματα ὅσων μᾶς ἔβλαψαν, «οὐδὲ ὁ πὰτὴρ ημῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ημῶν» (Μάτθ.6,14), ὡς ἄρση τῶν κοινωνικῶν συγκρούσεων.
Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ μὴ ἐπιδεικτικὴ νηστεία, «ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες», ἀλλὰ νὰ γίνεται, «ἐν τῷ κρυπτῷ».
Ἡ νηστεία εἶναι τὸ ἀντίδοτο τῆς λαιμαργίας ποὺ ἐπέδειξαν οἱ πρωτόπλαστοι, χάνοντας τὸν παράδεισο καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς διαβεβαίωσε πὼς «τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστεία» (Μάρκ.9,29) τονίζοντας τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς, ὡς τὰ δύο νοητὰ φτερά, μὲ τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ ἀποκολληθοῦμε ἀπὸ τὰ γήινα, ἁμαρτωλὰ καὶ φθαρτὰ πράγματα.
Μᾶς ζητᾶ ἐπίσης νὰ ἀπαγκιστρωθοῦμε ἀπὸ τὰ ὑλικὰ «ἀγαθά», τοὺς «θησαυροὺς» τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἀποσποῦν ἀπὸ τὸν πνευματικό μας ἀγῶνα καὶ μᾶς δεσμεύουν νὰ ἐργαστοῦμε γιὰ τὴν τελείωσή μας καὶ οἱ ὁποῖοι εἶναι φθαρτοὶ καὶ τοὺς κατατρώει ἡ μούχλα καὶ ἡ σκουριὰ καὶ τοὺς ἁρπάζουν οἱ κλέφτες.
«Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν» (Μάτθ.6,19).
Ἀντὶ νὰ ἀποθηκεύουμε ὑλικὰ ἀγαθὰ στὴ γῆ, νὰ ἀποθηκεύουμε πνευματικὰ ἀγαθὰ στὸν οὐρανό, δηλαδή, ἀγαθὰ ἔργα, ὡς ξεχείλισμα τῆς πίστεώς μας.
Ἡ ἐνθύμηση τῆς ἔξωσης τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς τρυφῆς, εἶναι ἐπιβεβλημένη, διότι μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ συναισθανθοῦμε τὴν τραγικότητά μας μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Τὴν ἑπομένη ἡμέρα (Καθαρὰ Δευτέρα) ἀρχίζει ὁ ἀγῶνας μας κατὰ τῶν ψυχοκτόνων παθῶν μας, μὲ αὐστηρὴ νηστεία σώματος καὶ ψυχῆς.
Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος τῆς ἡμέρας μας ἀναγγέλλει: «τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται», «ἔφθασε καιρός, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή, ἡ κατὰ τῶν δαιμόνων νίκη, πάνοπλος ἐγκράτεια», ἔφτασε «ὁ καλὸς τῆς νηστείας ἀγών». Οἱ προπάτορές μας ἀποτελοῦν ἰδανικὸ παράδειγμα συνετισμοῦ μας. Ἡ λαιμαργία τους, τοὺς ὁδήγησε στὴν ἀπώλεια.
Δὲν θὰ πρέπει νὰ τοὺς μιμηθοῦμε καὶ στὸν ὑποκριτικὸ καὶ ὠφελιμιστικό τους θρῆνο, ἀλλὰ ὁ δικός μας θρῆνος πρέπει νὰ εἶναι μυστικὸς στεναγμός, σιωπηρό
ξέσπασμα «στεναγμῶν ἀλαλήτων» (Ρωμ.8,26) γιὰ τὴν ἀμαρτωλότητά μας, συνοδευόμενος ἀπὸ ὀντολογικὴ συντριβὴ καὶ μετάνοια, ἡ ὁποία εἶναι τὸ ἀνεκτίμητο θεῖο δῶρο σὲ μᾶς, τὸ μόνο ἀντίδοτο γιὰ τὴν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς μας, τὸ «εἰσητήριο» τῆς ἐπιστροφῆς μας στὸ Θεὸ Πατέρα μας, καὶ ὁ μόνος τρόπος ἐπίτευξης τῆς σωτηρίας μας, «ἄχρις οὐ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ἡμῖν» (Γαλ.4,19).
Ἡ ἱερὴ περίοδος τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι ἡ εὐλογημένη εὐκαιρία μας νὰ ξυπνήσουμε ἀπὸ τὸν πνευματικό μας λήθαργο, ὅπως μᾶς παροτρύνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας, τονίζοντας ὅτι εἶναι «ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι· νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν» (Ρωμ.13,11).
Αὐτὴ ἡ ἔγερσή μας θὰ ἀποβεῖ σωτήρια, διότι ἔτσι θὰ δυνηθοῦμε νὰ καθαριστοῦμε «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος», θὰ λαμπρύνουμε τὴν «στολὴ τῆς ψυχῆς» μας καὶ θὰ φτάσουμε στὸ Ἅγιο Πάσχα, καθαρμένοι καὶ ἁγιασμένοι, γιὰ νὰ ἑορτάσουμε θεοφιλῶς καὶ ἐπωφελῶς τὸ μέγα κοσμοσωτήριο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ!
Καλὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή – καλὸ στάδιο!
Διαβάστε περισσότερα πατῶντας: Κυριακή τῆς Τυρινῆς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου