Μνήμη Ἁγίων Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλας
Ὁμιλία Ἱεροῦ Χρυσοστόμου στὸ ἐδάφιο «Ἀσπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ Ἀκύλαν» (Ρωμ.16,3)
Σκέπτομαι πὼς πολλοὶ ἀπὸ σᾶς ἀπορεῖτε γιὰ τὴν περικοπὴ αὐτοῦ τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος, ἢ καλύτερα θεωρεῖτε ἀσήμαντο καὶ περιττὸ αὐτὸ τὸ μέρος τῆς ἐπιστολῆς, γιατί ἔχει μόνο χαιρετισμοὺς συνέχεια καὶ μάλιστα τὸν ἕνα ὕστερα ἀπὸ τὸν ἄλλο.
Γι΄αὐτό λοιπὸν κι ἐγώ, ξεκινῶντας ἀπὸ ἀλλοῦ σήμερα, ἄφησα ἐκεῖνο τὸ θέμα καὶ ἑτοιμάζομαι νὰ ἀσχοληθῶ μὲ αὐτό, γιὰ νὰ μάθετε ὅτι ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφὲς τίποτε δὲν εἶναι περιττὸ οὔτε ἀσήμαντο, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἕνα γιῶτα ἢ μία ὀξεῖα ἀλλὰ καὶ ἕνας ἁπλὸς χαιρετισμός μας ἀνοίγει μεγάλο πέλαγος νοημάτων.
Καὶ γιατί λέγω ἕνας ἁπλὸς χαιρετισμός; Πολλὲς φορὲς καὶ ἡ προσθήκη ἑνὸς γράμματος πρόσφερε ὁλόκληρη δύναμη νοημάτων.
Καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ δεῖ κανεὶς στὸ ὄνομα τοῦ Ἀβραάμ (βλ. Γέν.17,5: «Καὶ οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου Ἁβράμ, ἀλλ᾿ ἔσται τὸ ὄνομά σοῦ Ἁβραάμ, ὅτι πατέρα πολλῶν ἐθνῶν τέθεικά σε (Καὶ τὸ ὄνομά σου δὲν θὰ εἶναι ὅπως μέχρι τώρα ‘Ἀβράμ’’ –τὸ ὁποῖο σημαίνει πατέρας μεγάλος ἢ ὑψηλὸς· ἢ περάτης, διότι πέρασες ἀπὸ τὴν Μεσοποταμία στὴν γῆ Χαναάν- · ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ ὀνομάζεσαι ‘’Ἀβραάμ’’(πατέρας λαῶν) διότι σὲ κατέστησα πατριάρχη καὶ σὲ ὅρισα γενάρχη πολλῶν ἐθνῶν)»).
Γιατί, πῶς δὲν εἶναι παράλογο, ὅταν παίρνει κανεὶς ἐπιστολὴ ἀπὸ φίλο νὰ μὴ διαβάζει μόνο τὸ κύριο μέρος τῆς ἐπιστολῆς, ἀλλὰ καὶ τὸν χαιρετισμὸ ποὺ βρίσκεται στὸ τέλος, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μάλιστα νὰ συμπεραίνει τὴν διάθεση ἐκείνου ποὺ τὴν ἔγραψε, ὅταν ὅμως γράφει ὁ Παῦλος, ἤ, καλύτερα, ὄχι ὁ Παῦλος, ἀλλὰ ὅταν ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος ὑπαγορεύει τὴν ἐπιστολὴ σὲ ὁλόκληρη πόλη καὶ τόσο λαὸ καὶ μέσῳ ἐκείνων σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, νὰ θεωρεῖ πὼς εἶναι περιττὸ κάτι ἀπὸ τὰ περιεχόμενα καὶ νὰ τὸ προσπερνάει ἐπιπόλαια καὶ νὰ μὴν καταλαβαίνει ὅτι ὅλα αὐτὰ ἔχουν κάνει τα ἄνω κάτω;
Γιατί αὐτό, πραγματικὰ αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς γέμισε πολλὴ ἀδιαφορία, τὸ ὅτι δηλαδὴ δὲν ἐξετάζουμε μὲ ἀκρίβεια τὶς Γραφές, ἀλλὰ ἀφοῦ διαλέγουμε αὐτὰ ποὺ θεωροῦμε πὼς εἶναι σαφέστερα, γιὰ τὰ ἄλλα δὲν κάνουμε κανένα λόγο.
Αὐτὸ εἰσήγαγε καὶ τὶς αἱρέσεις, τὸ νὰ μὴ θέλουμε νὰ ἐξετάσουμε ὅλο τὸ σῶμα, τὸ νὰ θεωροῦμε πὼς ὑπάρχει κάτι περιττὸ καὶ ἀσήμαντο.
Γι' αὐτὸ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ φροντίζουμε πάρα πολύ, ὄχι τὰ περιττὰ μόνο, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀνώφελα καὶ βλαβερά, ἐνῷ ἔχουμε παραμελήσει καὶ παραβλέψει τὴν γνώση τῶν Γραφῶν.
Καὶ ὅσοι συγκινοῦνται ἀπὸ τὸ θέαμα τῶν ἱπποδρομιῶν μποροῦν νὰ ποῦν μὲ κάθε ἀκρίβεια καὶ γιὰ τὰ ὀνόματα, τὴν ἀγέλη, τὸ γένος, τὴν πατρίδα καὶ τὴν ἐκπαίδευση τῶν ἀλόγων, γιὰ τὴν ἡλικία τους καὶ γιὰ τοὺς ἀγῶνες τους, καὶ σὲ ποιό στηριζόμενος κανεὶς μπορεῖ γιὰ νὰ κερδίσει τὴν νίκη, καὶ ποιό ἄλογο ἀπὸ ποιά ἀφετηρία ξεκινῶντας καὶ ποιόν ἔχοντας ἀναβάτη θὰ νικήσει στὸν δρόμο καὶ θὰ ξεπεράσει τὸν ἀντίπαλο.
Καὶ ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὴ σκηνή, ὄχι λιγότερη ἀπὸ αὐτοὺς ἀλλὰ περισσότερη μανία δείχνουν γι’ αὐτοὺς ποὺ ἀσχημονοῦν στὰ θέατρα, ἐννοῶ τοὺς ἠθοποιοὺς καὶ τὶς χορεύτριες, ἀναφέροντας καὶ τὴν καταγωγή τους καὶ τὴν πατρίδα τους καὶ τὴν ἐκπαίδευσή τους καὶ ὅλα τὰ ἄλλα.
Ἐμεῖς, ὅμως, ὅταν μᾶς ἐρωτοῦν πόσες καὶ ποιές εἶναι οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου, οὔτε τὸν ἀριθμό τους ξέρουμε νὰ ποῦμε.
Καὶ ἂν μερικοὶ γνωρίζουν τὸν ἀριθμό, ὅταν τοὺς ἐρωτοῦν γιὰ τὶς πόλεις ποὺ ἔλαβαν τὶς ἐπιστολές, δὲν ξέρουν νὰ ἀπαντήσουν στὴν ἐρώτηση.
Ἀντίθετα, κάποιος εὐνοῦχος καὶ βάρβαρος, ἂν καὶ εἶχε ἄπειρες φροντίδες γιὰ ἄπειρα πράγματα, τόσο ἀσχολοῦνταν μὲ τὰ βιβλία, ὥστε οὔτε καὶ κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ταξιδιοῦ του δὲν ἡσύχαζε, ἀλλὰ καθισμένος ἐπάνω στὴν ἅμαξα εἶχε συγκεντρωμένη ὅλη τὴν ἀφοσίωση καὶ τὴν προσοχή του στὴν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν. (βλ. Πράξ. 8,27-28: «Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ Αἰθίοψ εὐνοῦχος δυνάστης Κανδάκης τῆς βασιλίσσης Αἰθιόπων, ὃς ἦν ἐπὶ πάσης τῆς γάζης αὐτῆς, ὃς ἐληλύθει προσκυνήσων εἰς Ἱερουσαλήμ. ἦν τε ὑποστρέφων καὶ καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἅρματος αὐτοῦ, καὶ ἀνεγίνωσκε τὸν προφήτην Ἡσαΐαν.
(Καὶ νά, ἕνας ἄνθρωπος Αἰθίοπας, εὐνοῦχος, ἀνώτερος ἀξιωματικὸς καὶ αὐλικός της Κανδάκης, τῆς βασίλισσας τῶν Αἰθιόπων.
Αὐτὸς ἦταν διευθυντὴς καὶ διαχειριστὴς σὲ ὅλο τὸν θησαυρὸ καὶ τὰ οἰκονομικά της, καὶ εἶχε ἔλθει γιὰ νὰ προσκυνήσει στὴν Ἱερουσαλήμ, διότι φαίνεται ὅτι ἦταν προσήλυτος.
Ἐπέστρεφε λοιπὸν τὴ στιγμὴ ἐκείνη στὴν πατρίδα του. Καθόταν πάνω στὴν ἅμαξά του καὶ διάβαζε μεγαλόφωνα τὸν προφήτη Ἠσαΐα)»· γιὰ τὴ συνέχεια, βλ. Πράξ.8,29-39).
Ἐμεῖς ὅμως, ἂν καὶ δὲν ἔχουμε οὔτε στὸ ἐλάχιστο μέρος ἀπὸ τὴν ἀσχολία ἐκείνου, παραξενευόμαστε καὶ ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν ἐπιστολῶν, καὶ αὐτὸ παρ' ὅλο ποὺ συγκεντρωνόμαστε ἐδῶ κάθε Κυριακὴ καὶ ἀπολαμβάνουμε θεία ἀκρόαση.
Ἂλλ΄ ὅμως γιὰ νὰ μὴν ξοδέψουμε τὸν λόγο μόνο γιὰ ἐπιτίμηση, ἐμπρὸς ἂς φέρουμε στὴ μέση πρὸς ἐξέταση τὸν χαιρετισμὸ αὐτὸν ποὺ φαίνεται πὼς εἶναι περιττὸς καὶ παρενοχλεῖ.
Γιατί ἀφοῦ ἀναπτυχθεῖ αὐτὸς καὶ δειχθεῖ πόσο κέρδος παρέχει σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸ προσέχουν μὲ ἀκρίβεια, τότε θὰ γίνει μεγαλύτερη ἡ κατηγορία γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀμελοῦν τόσο μεγάλους θησαυροὺς καὶ πετοῦν ἀπὸ τὰ χέρια τους τὸν πνευματικὸ πλοῦτο.
Ποιός, λοιπόν, ὁ χαιρετισμός; «Ἀσπάσασθε (Χαιρετῆστε ἐγκάρδια)», λέει, «Ἀσπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ Ἀκύλαν τοὺς συνεργοὺς μου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (τὴν Πρίσκιλλα καὶ τὸν Ἀκύλα, οἱ ὁποῖοι εἶναι συνεργάτες μοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ)» (Ρωμ.16,3).
Ἄραγε δὲν φαίνεται πὼς εἶναι ἕνας ἁπλὸς χαιρετισμός, χωρὶς νὰ μᾶς φανερώνει τίποτε τὸ μεγάλο καὶ σπουδαῖο;
Ἐμπρός, λοιπόν, ἂς ἀφιερώσω σὲ αὐτὸν μόνο ὅλη τὴν ὁμιλία μου, ἢ καλύτερα δὲν θὰ κατορθώσω σήμερα, ὅσο καὶ ἂν προσπαθήσω, νὰ ἀνασύρω γιὰ σᾶς ὅλα τὰ νοήματα ποὺ βρίσκονται μέσα στὰ λίγα αὐτὰ λόγια, ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη καὶ γιὰ ἄλλη ἡμέρα νὰ σᾶς φυλάξω τὸν πλοῦτο τῶν ἐννοιῶν ποὺ γεννιοῦνται ἀπὸ τὸν σύντομο αὐτὸ χαιρετισμό.
Οὔτε βέβαια ἑτοιμάζομαι νὰ τὸν ἐξετάσω ὁλόκληρο, ἀλλὰ ἕνα μέρος του καὶ μάλιστα τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ προοίμιό του μόνο: «Χαιρετῆστε ἐγκάρδια τὴν Πρίσκιλλα καὶ τὸν Ἀκύλα».
Πρῶτα πρέπει νὰ θαυμάσουμε τὴν ἀρετὴ τοῦ Παύλου, γιατί ἂν καὶ εἶχε ἀναλάβει ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη καὶ περιέφερε μαζί του καὶ γῆ καὶ θάλασσα καὶ ὅλες τὶς πόλεις τῆς ὑφηλίου καὶ βαρβάρους καὶ Ἕλληνες καὶ τόσο πολλοὺς λαούς, ἔδειχνε τόσο μεγάλη φροντίδα γιὰ ἕναν ἄνδρα καὶ μιὰ γυναῖκα.
Καὶ ὕστερα ἂς θαυμάσουμε καὶ αὐτό, πὼς δηλαδὴ εἶχε ἄγρυπνη καὶ γεμάτη μέριμνα ψυχή, ἐνθυμούμενος ὄχι μόνο ὅλους μαζί, ἀλλὰ καὶ ἰδιαίτερα τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς δοκιμασμένους καὶ γενναίους.
Τώρα βέβαια δὲν εἶναι καθόλου θαυμαστὸ νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ οἱ προϊστάμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀφοῦ ἔχουν ἠρεμήσει οἱ ταραχὲς ἐκεῖνες καὶ ἔχουν ἀναλάβει τὴν φροντίδα μόνο μίας πόλης, τότε ὅμως ὄχι μόνο τὸ μέγεθος τῶν κινδύνων, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόσταση τοῦ δρόμου καὶ τὸ πλῆθος τῶν φροντίδων καὶ τὰ ἀδιάκοπα κύματα καὶ τὸ ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ βρίσκονται συνεχῶς μὲ ὅλους πάντοτε καὶ πολλὰ ἄλλα περισσότερα ἀπ’ αὐτά, ἦταν ἱκανὰ νὰ τοὺς κάνουν νὰ ξεχάσουν ἀκόμη καὶ τοὺς πολὺ φίλους.
Ἂλλ΄ ὅμως δὲν τοὺς ξέχασε αὐτούς. Πῶς λοιπὸν δὲν ξεχάσθηκαν; Ἐξ αἰτίας τῆς μεγαλοψυχίας τοῦ Παύλου καὶ τῆς θερμῆς καὶ τῆς γνήσιας ἀγάπης του. Γιατί τόσο τοὺς εἶχε στὴ σκέψη του, ὥστε καὶ στὶς ἐπιστολές του νὰ τοὺς θυμᾶται πολλὲς φορές.
Ἀλλὰ ἂς δοῦμε ποιοί καὶ τί εἴδους ἦταν αὐτοί, ποὺ τόσο αἰχμαλώτισαν τὸν Παῦλο καὶ ἀπέσπασαν τὸν δικό του πόθο.
Μήπως ἦταν κάποιοι ὕπατοι καὶ στρατηγοὶ καὶ ὕπαρχοι ἢ εἶχαν κάποια ἄλλη σημαντικὴ θέση ἢ ἦταν κάτοχοι μεγάλου πλούτου καὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς πόλης;
Τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε, ἀλλὰ ἐντελῶς τὸ ἀντίθετο, ἦταν φτωχοὶ καὶ ἄποροι καὶ κέρδιζαν τὴν ζωή τους ἀπὸ τὴν ἐργασία τῶν χεριῶν τους.
Γιατί, λέγει, «ἦσαν σκηνοποιοὶ τῇ τέχνῃ (ἦταν σκηνοποιοὶ στὸ ἐπάγγελμα)». (Πράξ.18,3).
Καὶ δὲν ντρεπόταν ὁ Παῦλος, οὔτε θεωροῦσε κακὸ πρᾶγμα, προτρέποντας μιὰ πόλη τόσο τιμημένη ἀπὸ τὸν ἴδιο τόν βασιλιᾶ καὶ ἕνα λαὸ ποὺ εἶχε μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του, νὰ χαιρετήσουν ἐκείνους τοὺς χειροτέχνες, οὔτε νόμιζε πὼς τοὺς προσβάλλει μὲ τὴ φιλία του πρὸς ἐκείνους· ἔτσι τοὺς εἶχε μάθει τότε ὅλους νὰ φιλοσοφοῦν.
Ἂν καὶ βέβαια ἐμεῖς πολλὲς φορὲς ἔχοντας συγγενεῖς λίγο φτωχότερους ἀποξενωνόμαστε ἀπὸ τὴν συγγένειά τους καὶ θεωροῦμε πὼς εἶναι προσβολὴ ἂν ἀποδειχθεῖ κάποτε ὅτι εἴμαστε συγγενεῖς τους.
Ὁ Παῦλος ὅμως δὲν ἔκανε αὐτό, ἀλλὰ καὶ καυχιέται γιὰ τὸ πρᾶγμα καὶ ὄχι στοὺς τότε μόνο, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους τους μεταγενεστέρους ἔκαμε φανερὸ πὼς οἱ σκηνοποιοὶ ἐκεῖνοι ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους φίλους του.
Καὶ ἂς μὴ μοῦ λέγει κάποιος : «Καὶ γιατί εἶναι σπουδαῖο καὶ θαυμαστὸ καὶ αὐτὸς ποὺ εἶχε τὴν ἴδια τέχνη νὰ μὴν ντρέπεται τοὺς ὁμοτέχνους του;» (Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Παῦλος ἀσκοῦσε τὴν τέχνη του σκηνοποιοῦ).
Τί λέγεις; Μὰ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ πάρα πολὺ σπουδαῖο καὶ ἀξιοθαύμαστο. Γιατί δὲν ντρέπονται τοὺς κατωτέρους τους τόσο ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦν νὰ ἀναφέρουν ἔνδοξους προγόνους, ὅσο ἐκεῖνοι ποὺ ὑπῆρξαν κάποτε τὸ ἴδιο ἀσήμαντοι καὶ ἔπειτα ξαφνικὰ ἀνέβηκαν σὲ κάποια λαμπρὴ καὶ σημαντικὴ θέση.
Καὶ ὅτι τίποτε δὲν ἦταν πιὸ λαμπρὸ καὶ πιὸ ἔνδοξο ἀπὸ τὸν Παῦλο, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς βασιλεῖς ἦταν πιὸ ὀνομαστός, εἶναι στὸν καθένα φανερό.
Γιατί αὐτὸς ποὺ διέταζε δαίμονες καὶ ἀνάσταινε νεκροὺς καὶ μὲ μιὰ προσταγῇ μποροῦσε νὰ τυφλώσει καὶ νὰ θεραπεύσει τοὺς τυφλούς, τοῦ ὁποίου τὰ ἐνδύματα καὶ ἡ σκιά του θεράπευαν κάθε εἶδος ἀρρώστιας, εἶναι ὁλοφάνερο πὼς δὲν θεωροῦνταν τότε ἄνθρωπος, ἀλλὰ κάποιος ἄγγελος ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Ἂλλ’ ὅμως παρ' ὅλο ποὺ ἀπολάμβανε τόση δόξα καὶ θαυμαζόταν παντοῦ καὶ ὅπου ἂν ἐμφανιζόταν ὅλους τοὺς ἔφερνε στὴν πίστη, δὲν ντρεπόταν τὸν σκηνοποιὸ οὔτε θεωροῦσε πὼς μειώνονταν αὐτοὶ ποὺ εἶχαν τόσο μεγάλα ἀξιώματα.
Γιατί βέβαια ἦταν φυσικὸ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης νὰ ὑπῆρχαν καὶ πολλοὶ ἐπίσημοι, τοὺς ὁποίους ἀνάγκαζε νὰ χαιρετήσουν ἐκείνους τοὺς φτωχούς.
Γιατί ἤξερε, καὶ μάλιστα ἤξερε καλά, ὅτι τὴν εὐγένεια συνήθως δὲν τὴν κάνει ἡ λάμψη τοῦ πλούτου οὔτε ἡ ἀφθονία τῶν χρημάτων, ἀλλὰ ἡ εὐγένεια τῶν τρόπων, ἐνῷ ἀντίθετα ἐκεῖνοι ποὺ στεροῦνται αὐτὴν καὶ ὑπερηφανεύονται ἀπὸ τὴν δόξα τῶν γονέων τους, στολίζονται μόνο μὲ τὸ ἁπλὸ ὄνομα τῆς εὐγένειας καὶ ὄχι μὲ τὴν οὐσία τοῦ πράγματος· ἢ καλύτερα τὸ ἴδιο αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀποκαλύπτεται πολλὲς φορὲς χωρὶς σημασία ἂν κανεὶς ἀνατρέξει στοὺς παλαιότερους προγόνους αὐτῶν τῶν εὐγενῶν.
Γιατί ἂν μὲ προσοχὴ ἐξετάσεις τὸν ξακουστὸ καὶ λαμπρό, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναφέρει καὶ διάσημο πατέρα καὶ παπποῦ, πολλὲς φορὲς θὰ βρεῖς νὰ ἔχει κάποιον προπάππο ἀσήμαντο καὶ ἀνώνυμο· ὅπως ἀκριβῶς ἂν ἐρευνήσουμε ὁλόκληρο τὸ γένος ἐκείνων ποὺ φαίνονται ἀσήμαντοι, ἀνατρέχοντας στὸ παρελθὸν σιγά-σιγά θὰ βροῦμε πολλὲς φορὲς τοὺς παλαιότερους προγόνους τους νὰ ἦταν ὕπαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ ποὺ κατάντησαν αὐτοὶ νὰ γίνουν ἱπποτρόφοι καὶ χοιροτρόφοι.
Γνωρίζοντας λοιπὸν ὅλα αὐτὰ ὁ Παῦλος, δὲν ἔδινε μεγάλη σημασία γι’ αὐτά, ἀλλὰ ζητοῦσε τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς καὶ δίδαξε τοὺς ἄλλους αὐτὴ νὰ θαυμάζουν.
Δὲν εἶναι λοιπὸν μικρὸ αὐτὸ ποὺ τώρα κερδίζουμε ἀπὸ ἐδῶ, δηλαδή το νὰ μὴν ντρεπόμαστε γιὰ κανέναν ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀσήμαντους, τὸ νὰ ἐπιζητοῦμε τὴν ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, τὸ νὰ θεωροῦμε περιττὰ καὶ ἀνώφελα ὅλα τὰ πράγματα ποὺ μᾶς περιβάλλουν ἀπὸ ἔξω.
Εἶναι δυνατὸ καὶ ἄλλο κέρδος, ὄχι μικρότερο ἀπ΄αυτό, νὰ καρπωθοῦμε ἀπὸ ἐδῶ καὶ τὸ ὁποῖο, ἂν τὸ ἐπιτύχουμε, περισσότερο ἀπὸ καθετὶ συγκρατεῖ τὴν ζωή μας. Καὶ ποιό εἶναι αὐτό;
Τὸ νὰ μὴν κατηγοροῦμε τὸν γάμο, οὔτε νὰ θεωροῦμε πὼς εἶναι ἐμπόδιο καὶ πρόσκομμα στὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀρετή το νὰ ἔχει κανεὶς γυναῖκα καὶ νὰ ἀνατρέφει παιδιὰ καὶ νὰ φροντίζει γιὰ σπίτι καὶ νὰ ἀσκεῖ κάποια τέχνη.
Νὰ καὶ ἐδῶ ἦταν ἄνδρας καὶ γυναῖκα, ποὺ καὶ ἐργαστήρια διεύθυναν καὶ τέχνη ἀσκοῦσαν καὶ ἐπέδειξαν πολὺ πιὸ αὐστηρὴ ἐγκράτεια ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν στὰ μοναστήρια.
Ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ αὐτό; Ἀπ΄αὐτά ποὺ εἶπε γι’ αὐτοὺς ὁ Παῦλος ἀναφέροντάς τους, ἢ καλύτερα ὄχι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶπε ἀναφέροντάς τους, ἀλλὰ καὶ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ στὴ συνέχεια ἐπιβεβαίωσε γι’ αὐτούς.
Γιατί ἀφοῦ εἶπε «Χαιρετῆστε ἐγκάρδια τὴν Πρίσκιλλα καὶ τὸν Ἀκύλα», πρόσθεσε καὶ τὸ ἀξίωμά τους.
Ποιό λοιπὸν εἶναι αὐτό; Δὲν εἶπε τοὺς πλούσιους, τοὺς διάσημους, τοὺς ἀριστοκράτες, ἀλλὰ τί; «Τοὺς συνεργοὺς μου ἐν Χρίστῷ Ἰησοῦ (τοὺς συνεργάτες μοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ)».
Τίποτε μ’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξισωθεῖ μιλῶντας γιὰ τὴν ἀρετή τους. Καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ ἐδῶ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ἔμεινε κοντά τους ὄχι μία ἡμέρα καὶ δύο καὶ τρεῖς, ἀλλὰ δύο ὁλόκληρα χρόνια, εἶναι δυνατὸ νὰ δεῖ κανεὶς τὴν ἀρετή τους.
Ὅπως λοιπὸν οἱ κοσμικοὶ ἄρχοντες, δὲν θὰ προτιμοῦσαν ποτὲ νὰ καταλύσουν σὲ ἀσήμαντους καὶ ταπεινούς, ἀλλὰ ἐπιζητοῦν λαμπρὰ σπίτια κάποιων διασήμων ἀνθρώπων, ὥστε ἡ μηδαμινότητα αὐτῶν ποὺ τοὺς ὑποδέχονται νὰ μὴν καταστρέψει τὸ μεγάλο τους ἀξίωμα, ἔτσι ἔκαναν καὶ οἱ ἀπόστολοι.
Δὲν κατέλυαν σὲ τυχαίους ἀνθρώπους, ἀλλά, ὅπως ἐκεῖνοι –οἱ κοσμικοὶ ἄρχοντες- ἐπιζητοῦσαν λαμπρὸ σπίτι, ἔτσι αὐτοί - δηλαδὴ οἱ ἀπόστολοι- ἐπιζητοῦσαν τὴν ἀρετὴ τῆς ψυχῆς καὶ ἀφοῦ ἐξέταζαν μὲ μεγάλη προσοχὴ τοὺς δικούς τους, σ’ αὐτοὺς κατέλυαν.
Γιατί πραγματικὰ ὑπῆρχε καὶ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὸ πρόσταζε αὐτό. «Εἰς ἣν δ᾿ ἂν πόλιν ἢ κώμην εἰσέλθητε (Σὲ ὅποια λοιπὸν πόλη ἢ χωριὸ πᾶτε)», λέγει, «ἐξετάσατε τὶς ἐν αὐτῇ ἄξιός ἐστι, κἀκεῖ μείνατε ἕως ἂν ἐξέλθητε (ἐξετάστε ποιός ἀπὸ τοὺς κατοίκους της ἔχει καλὴ ὑπόληψη καὶ εἶναι ἄξιος νὰ σᾶς φιλοξενήσει. Καὶ μείνετε μόνο στὸ δικό του τὸ σπίτι, μέχρι νὰ ἀναχωρήσετε ἀπ’ τὴν πόλη ἐκείνη)» (Ματθ.10,11) .
Ἑπομένως αὐτοὶ ἦταν ἄξιοι τοῦ Παύλου· καὶ ἂν ἦταν ἄξιοι τοῦ Παύλου, ἦταν ἄξιοι τῶν ἀγγέλων.
Ἐγὼ τὸ δωμάτιο ἐκεῖνο θὰ τολμήσω νὰ τὸ ὀνομάσω οὐρανὸ καὶ Ἐκκλησία. Γιατί ὅπου ἦταν ὁ Παῦλος, ἐκεῖ ἦταν καὶ ὁ Χριστὸς· γιατί λέγει: «Ἐπεὶ δοκιμὴν ζητεῖτε τοῦ ἐν ἐμοὶ λαλοῦντος Χριστοῦ, ὃς εἰς ὑμᾶς οὐκ ἀσθενεῖ, ἀλλὰ δυνατεῖ ἐν ὑμῖν. (Θὰ κάνω χρήση τῆς ἐξουσίας μου, ἀφοῦ ζητᾶτε νὰ λάβετε πεῖρα καὶ ἀπόδειξη τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος μιλάει μέσα ἀπὸ μένα.
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν δὲν φάνηκε σὲ σᾶς ἀδύνατος, ἀλλὰ δείχνει τὴν δύναμή Του μεταξύ σας μὲ τὰ ποικίλα θαύματα ποὺ ἐργάστηκε μὲ ὄργανά Του ἐμᾶς τοὺς Ἀποστόλους Του καὶ μὲ τὰ πολλὰ χαρίσματα ποὺ λάβατε)» (Β΄Κορ.13,3). Καὶ ὅπου ἦταν ὁ Χριστός, ἐκεῖ σύχναζαν συνέχεια καὶ οἱ ἄγγελοι.
Καὶ αὐτοί, ἀφοῦ ἀπὸ πρὶν παρουσιάστηκαν ὡς ἄξιοι γιὰ τὴν περιποίηση τοῦ Παύλου, κατάλαβαν ποιοί ἔγιναν, ἐπειδὴ ἔμειναν μαζὶ του δύο χρόνια καὶ πρόσεχαν καὶ τὴν ἐμφάνισή του καὶ τὸ βάδισμά του καὶ τὸ βλέμμα του καὶ τὸν τρόπο τοῦ ντυσίματός του καὶ τὸν τρόπο τῆς εἰσόδου καὶ τῆς ἐξόδου του ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ὅλα τὰ ἄλλα.
Γιατί στὴν περίπτωση τῶν ἁγίων ὄχι μόνο τὰ λόγια αὐτά, οὔτε οἱ διδασκαλίες καὶ οἱ παραινέσεις, ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ ὑπόλοιπη συμπεριφορὰ τῆς ζωῆς τους μπορεῖ νὰ γίνει σὲ ὅσους προσέχουν ἀποτελεσματικὴ διδασκαλία σωφροσύνης.
Σκέψου πόσο μεγάλο πρᾶγμα ἦταν νὰ δεῖ κανεὶς τὸν Παῦλο καὶ νὰ τρώει καὶ νὰ ἐπιτιμάει καὶ νὰ παρηγορεῖ καὶ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ δακρύζει καὶ νὰ βγαίνει καὶ νὰ μπαίνει στὸ σπίτι.
Ἂν λοιπὸν ἐμεῖς, ἔχοντας μόνο δεκατέσσερις ἐπιστολές του, τὶς περιφέρουμε σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς οἰκουμένης, ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν τὴν πηγὴ τῶν ἐπιστολῶν, τὴν γλῶσσα τῆς οἰκουμένης, τὸ φῶς τῶν Ἐκκλησιῶν, τὸ θεμέλιο τῆς πίστης, τὸν στῦλο καὶ τὸ στήριγμα τῆς ἀλήθειας, ποιοί δὲν θὰ γίνονταν, ζῶντας μαζὶ μὲ τέτοιον ἄγγελο;
Ἂν τὰ ροῦχα του προκαλοῦσαν φόβο στοὺς δαίμονες καὶ εἶχαν τόσο μεγάλη δύναμη, πόση χάρη τοῦ Πνεύματος δὲν θὰ ἀποσποῦσε ἡ συγκατοίκηση μαζί του; Γιατί τὸ νὰ βλέπουν τὸ κρεβάτι τοῦ Παύλου, τὸ στρῶμα του, τὰ ὑποδήματά του, δὲν θὰ τοὺς ἦταν ἀρκετὴ ἀφορμὴ γιὰ ἀδιάκοπη κατάνυξη; Γιατί, ἂν οἱ δαίμονες βλέποντας τὰ ροῦχα του ἔτρεμαν, πολὺ περισσότερο οἱ πιστοὶ ποὺ ἔζησαν μαζί του, συγκινοῦνταν βαθιὰ ὅταν τὰ ἔβλεπαν.
Ἀξίζει ὅμως νὰ ἐξετάσουμε καὶ αὐτό, γιὰ ποιόν λόγο ὅταν τοὺς ἀνέφερε, ἔβαλε τὴν Πρίσκιλλα πρὶν ἀπὸ τὸν ἄνδρα της.
Γιατί δὲν εἶπε «Χαιρετῆστε ἐγκάρδια τὸν Ἀκύλα καὶ τὴν Πρίσκιλλα», ἀλλά : «τὴν Πρίσκιλλα καὶ τὸν Ἀκύλα».
Οὔτε βέβαια τὸ ἔκαμε αὐτὸ τυχαῖα, ἀλλὰ μοῦ φαίνεται πὼς τῆς ἀναγνώριζε περισσότερη εὐλάβεια ἀπὸ τὸν ἄνδρα της.
Καὶ ὅτι δὲν εἶναι εἰκασία αὐτό, εἶναι δυνατὸ νὰ τὸ μάθουμε καὶ ἀπὸ τὶς Πράξεις. Γιατί τὸν Ἀπολλώ, ποὺ ἦταν λόγιος ἄνδρας, ἤξερε καλὰ τὴ Γραφὴ καὶ ποὺ γνώριζε μόνο τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, αὐτὴ τὸν πῆρε καὶ τοῦ δίδαξε τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἔκανε τέλειο διδάσκαλο (βλ. Πράξ.18,24-26: «᾿Ιουδαῖος δέ τίς Ἀπολλὼς ὀνόματι, Ἀλεξανδρεὺς τῷ γένει, ἀνὴρ λόγιος, κατήντησεν εἰς Ἐφεσον, δυνατὸς ὢν ἐν ταῖς γραφαῖς. Οὗτος ἦν κατηχημένος τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, καὶ ζέων τῷ πνεύματι ἐλάλει καὶ ἐδίδασκεν ἀκριβῶς τὰ περὶ τοῦ Κυρίου, ἐπιστάμενος μόνον τὸ βάπτισμα ᾿Ἰωάννου· οὗτος τε ἤρξατο παρρησιάζεσθαι ἐν τῇ συναγωγῇ.
Ἀκούσαντες δὲ αὐτοῦ Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα προσελάβοντο αὐτὸν καὶ ἀκριβέστερον αὐτῷ ἐξέθεντο τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ.
(Στὸ μεταξὺ ἦλθε στὴν Ἔφεσο κάποιος Ἰουδαῖος ποὺ λεγόταν Ἀπολλὼς καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶχε εὐγλωττία, γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ εἶχε μεγάλη ἱκανότητα νὰ τὴν ἑρμηνεύει.
Εἶχε κατηχηθεῖ σχετικὰ μὲ τὴ συμπεριφορὰ καὶ τὸν δρόμο ποὺ πρέπει κανεὶς νὰ ἀκολουθεῖ γιὰ νὰ εὐαρεστήσει τὸν Κύριο.
Κι ἐπειδὴ ἡ ψυχή του ἐμπνεόταν ἀπὸ ἅγιο ἐνθουσιασμὸ καὶ εἶχε μεγάλο πνευματικὸ ζῆλο καὶ θερμὰ συναισθήματα καὶ διαθέσεις, μιλοῦσε ἰδιαιτέρως καὶ δίδασκε δημόσια τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ μὲ σχετικὴ ἀκρίβεια, ἂν καὶ γνώριζε μόνο τὸ βάπτισμα καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννη.
Ἄρχισε λοιπὸν νὰ κηρύττει μὲ παρρησία καὶ θάρρος στὴ συναγωγή. Ὅταν τὸν ἄκουσαν ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα, τὸν πῆραν κοντά τους μὲ μεγάλη οἰκειότητα καὶ τοῦ ἐξέθεσαν μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια τὸν δρόμο τῆς ἀλήθειας καὶ σωτηρίας, τὸν ὁποῖο ἀποκάλυψε ὁ Θεός)»).
Γιατί οἱ γυναῖκες τῆς ἐποχῆς τῶν ἀποστόλων δὲν φρόντιζαν γι’ αὐτὰ ποὺ φροντίζουν οἱ σημερινές, πῶς νὰ φορέσουν λαμπρὰ ἐνδύματα καὶ νὰ καλλωπίσουν τὸ πρόσωπό τους μὲ καλλυντικὰ καὶ βαψίματα, πιέζουν τοὺς ἄνδρες τους καὶ τοὺς ἀναγκάζουν νὰ ἀγοράζουν πιὸ ἀκριβὸ ντύσιμο ἀπὸ τῆς γειτόνισσας καὶ μιᾶς ἰσότιμής τους, καθὼς καὶ λευκοὺς ἡμιόνους, στολισμένους μὲ χρυσᾶ χαλινάρια, καὶ περιποίηση εὐνούχων καὶ πλῆθος μεγάλο ἀπὸ ὑπηρέτριες καὶ ὅλη τὴν ἄλλη τὴ γελοία ἐμφάνιση, ἀλλὰ ἀπορρίπτοντας ὅλα αὐτὰ καὶ ἀποφεύγοντας τὴν κοσμικὴ ἐπίδειξη, ἕνα μόνο ἐπιζητοῦσαν, πῶς νὰ γίνουν συνεργάτες τῶν ἀποστόλων καὶ νὰ πάρουν μέρος στὸ ἴδιο μὲ ἐκείνους κυνήγι.
Γι' αὐτό ὄχι μόνο αὐτὴ ἦταν τέτοια, ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ ἄλλες. Γιατί καὶ γιὰ κάποια Περσίδα λέγει, «ἡ ὁποία πολὺ κοπίασε στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου» (Ρωμ.16,12: «Ἀσπάσασθε Περσίδα τὴν ἀγαπητήν, ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν ἐν Κυρίῳ.
(Χαιρετήστε την Περσίδα τὴν ἀγαπητή, ἡ ὁποία ὑποβλήθηκε σὲ πολλοὺς κόπους στὴ διακονία τοῦ Κυρίου)»), ἀλλὰ καὶ τὴ Μαρία (Ρωμ.16, 6: «Ἀσπάσασθε Μαριάμ, ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν εἰς ἡμᾶς. (Χαιρετήστε τὴ Μαριάμ, ποὺ ὑποβλήθηκε σὲ πολλοὺς κόπους γιὰ μᾶς)») καὶ τὴν Τρύφαινα καὶ τὴν Τρυφῶσα (Ρωμ. 16,12: «Ἀσπάσασθε Τρύφαιναν καὶ Τρυφῶσαν τὰς κοπιώσας ἐν Κυρίῳ.
(Χαιρετήστε την Τρύφαινα καὶ τὴν Τρυφῶσα, οἱ ὁποῖες κοπιάζουν στὴ διακονία τοῦ Κυρίου)») ἀπ΄αυτούς τοὺς κόπους τὶς θαυμάζει, γιατί κόπιαζαν μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους καὶ ἀνέλαβαν τοὺς ἴδιους ἀγῶνες.
Καὶ πῶς γράφοντας στὸν Τιμόθεο λέγει: «Γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ᾿ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ.
(Δὲν ἐπιτρέπω σὲ γυναῖκα νὰ διδάσκει στὶς συνάξεις τῆς λατρείας, οὔτε νὰ ἐξουσιάζει καὶ νὰ γίνεται τὸ ἀφεντικὸ στὸν ἄνδρα της, ἀλλὰ νὰ μένει ἥσυχη, χωρὶς νὰ ἀντιμιλᾶ ἢ νὰ προκαλεῖ θόρυβο)»; (Α΄Τιμ. 2,12).
Ὅταν καὶ ὁ ἄνδρας εἶναι εὐσεβὴς καὶ ἔχει τὴν ἴδια πίστη καὶ μετέχει τὴν ἴδια σοφία. Ὅταν ὅμως εἶναι ἄπιστος καὶ πλανημένος δὲν τῆς στερεῖ τὴν ἐξουσία τῆς διδασκαλίας. Γράφοντας λοιπὸν στοὺς Κορινθίους λέγει: «Καὶ γυνὴ εἴ τὶς ἔχει ἄνδρα ἄπιστον, καὶ αὐτὸς συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ᾿ αὐτῆς, μὴ ἀφιέτω αὐτόν. (Και ἐὰν μιὰ γυναῖκα χριστιανὴ ἔχει ἄνδρα ἄπιστο καὶ αὐτὸς πρόθυμα δέχεται νὰ συγκατοικεῖ μαζί της, ἂς μὴν τὸν ἀφήνει)» (Α΄Κορ.7,13).
Λέγει: «Τί γὰρ οἶδας, γύναι, εἰ τὸν ἄνδρα σώσεις; Ἐὰν ὅμως μπορεῖ τὸ πιστὸ μέλος νὰ ζήσει εἰρηνικὰ μὲ τὸ ἄπιστο μέλος, ἂς μὴν χωρίζει ἀπὸ αὐτό. Γιατί ποὺ ξέρεις χριστιανὴ γυναῖκα, ἐὰν ζῶντας μὲ τὸν ἄπιστο σύζυγο σου ἑλκύσεις στὴν πίστη καὶ τελικὰ σώσεις στὸ τέλος τὸν ἄπιστο ἄνδρα σου;)» (Α΄Κορ.7,16).
Καὶ πῶς μποροῦσε νὰ σώσει ἡ πιστὴ γυναῖκα τὸν ἄπιστο ἄνδρα; Κατηχῶντας ἀσφαλῶς καὶ διδάσκοντας καὶ ὁδηγῶντας αὐτὸν στὴν πίστη, ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν καὶ αὐτὴ ἡ Πρίσκιλλα τὸν Ἀπολλώ.
Ἄλλωστε ὅταν λέγει «Δὲν ἐπιτρέπω σὲ γυναῖκα νὰ διδάσκει», ἀναφέρεται στὴν διδασκαλία ἀπὸ τὸν ἄμβωνα, στὴν ὁμιλία σὲ σύναξη καὶ ποὺ ταιριάζει σὲ ἱερωμένους, ἐνῷ δὲν ἐμπόδισε τὶς παραινέσεις καὶ συμβουλὲς κατ’ ἰδίαν. Γιατί, ἂν αὐτὸ ἐμποδιζόταν, δὲν θὰ τὴν ἐπαινοῦσε ποὺ τὸ ἔκανε.
Ἂς τὰ ἀκοῦνε οἱ ἄνδρες, ἂς τὰ ἀκοῦνε καὶ οἱ γυναῖκες αὐτά. Αὐτὲς γιὰ νὰ μιμηθοῦν μιὰ ὁμόφυλη καὶ συγγενῆ τους καὶ ἐκεῖνοι γιὰ νὰ μὴν φαίνονται πιὸ ἀδύναμοι ἀπὸ γυναῖκα. Γιατί ποιά δικαιολογία θὰ ἔχουμε, ποιά συγνώμη, ὅταν οἱ γυναῖκες δείχνουν τόσο μεγάλη προθυμία καὶ τόσο μεγάλη πίστη, ἐνῷ ἐμεῖς εἴμαστε συνέχεια δεμένοι μὲ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου;
Αὐτὰ ἂς τὰ πληροφοροῦνται καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ πολῖτες καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ λαϊκοὶ· ἐκεῖνοι, γιὰ νὰ μὴ θαυμάζουν τοὺς πλουσίους, οὔτε νὰ ἐπιδιώκουν τὰ πολυτελῆ σπίτια, ἀλλὰ νὰ ἐπιζητοῦν τὴν ἀρετὴ μαζὶ μὲ τὴ φτώχεια καὶ νὰ μὴν ντρέπονται τοὺς φτωχότερους ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, οὔτε νὰ παραβλέπουν τον σκηνοποιὸ καὶ τὸν βυρσοδέψη καὶ τὸν πορφυροπώλη καὶ τὸν χαλκουργὸ καὶ νὰ κολακεύουν τοὺς δυνατοὺς· καὶ οἱ πολῖτες, γιὰ νὰ μὴν νομίζουν πὼς ὑπάρχει ἐμπόδιο στὴν ὑποδοχὴ τῶν ἁγίων, ἀλλὰ ἔχοντας στὸν νοῦ τους τὴν χήρα ποὺ ὑποδέχθηκε τὸν Ἠλία ἔχοντας μόνο μία χούφτα ἀλεύρι, καθὼς καὶ αὐτοὺς ποὺ φιλοξένησαν τὸν Παῦλο γιὰ μιὰ διετία, νὰ ἀνοίγουν τὰ σπίτια τοὺς σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη καὶ νὰ ἔχουν τὰ πάντα κοινὰ μὲ τοὺς ξένους.
Μὴ μοῦ πεῖς λοιπὸν αὐτό, ὅτι δὲν ἔχεις ὑπηρέτες νὰ σὲ ἐξυπηρετοῦν. Γιατί καὶ ἂν ἀκόμη ἔχεις δέκα χιλιάδες, ὁ Θεὸς σὲ προστάζει νὰ τρυγᾶς ἀπὸ μόνος σου τὸν καρπὸ τῆς φιλοξενίας. Γι' αὐτό ὁ Παῦλος, μιλῶντας σὲ χήρα γυναῖκα καὶ προτρέποντας αὐτὴν νὰ φιλοξενεῖ, πρόσταζε νὰ τὸ κάνει αὐτὸ ὄχι μὲ ἄλλους, ἀλλὰ ἀπὸ μόνη της.
Γιατί, ἀφοῦ εἶπε «εἰ ἐξενοδόχησεν (ἐάν φιλοξένησε)», πρόσθεσε: «εἰ ἁγίων πόδας ἔνιψεν (ἐάν ἔπλυνε πόδια Χριστιανῶν ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ ὁδοιπορία ἢ περιοδεία)» (Α΄Τιμ.5,10). Δὲν εἶπε «ἂν ξόδεψε χρήματα», οὔτε «ἂν πρόσταξε τοὺς ὑπηρέτες νὰ τὸ κάμουν αὐτό», ἀλλὰ ἂν τὸ ἔκαμε αὐτὸ μόνη της.
Γι' αὐτό καὶ ὁ Ἀβραάμ, ἂν καὶ εἶχε τριακόσιους δεκαοκτὼ ὑπηρέτες στὸ σπίτι του, ὁ ἴδιος ἔτρεχε στὸ κοπάδι καὶ κουβαλοῦσε τὸ μοσχάρι καὶ σὲ ὅλα τὰ ἄλλα ἐξυπηρετοῦσε, κάνοντας καὶ τὴν γυναῖκα του συμμέτοχο στοὺς καρποὺς τῆς φιλοξενίας. (βλ. Γέν. 18, 1-15).
Γι' αὐτό καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ σὲ φάτνη γεννιέται καὶ σὲ σπίτι γεννημένος τρέφεται καὶ ὅταν μεγάλωσε δὲν εἶχε ποῦ νὰ γείρει τὸ κεφάλι του, γιὰ νὰ σὲ διδάξει μὲ ὅλα νὰ μὴν ἀφοσιώνεσαι στὰ λαμπερὰ πράγματα τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἀλλὰ νὰ εἶσαι παντοῦ ἐραστὴς τῆς λιτότητας, νὰ ἐπιδιώκεις τὴν φτώχεια καὶ νὰ ἀποφεύγεις τὸν πλοῦτο, καλλωπίζοντας τὸν ἑαυτό σου ἐσωτερικά.
«Πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως. (Γιατί ὅλη ἡ δόξα τῆς Νύμφης, ἡ ὁποία εἶναι συγχρόνως καὶ θυγατέρα ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Νυμφίο Βασιλέα)», λέγει, «ἔσωθεν (προέρχεται ἀπὸ τὸν πλούσιο ἐσωτερικὸ στολισμὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τῶν πνευματικῶν της χαρισμάτων)». (Ψαλμ.44,14).
Ἂν ἔχεις διάθεση φιλόξενη, ἔχεις ὅλη τὴν ἑτοιμασία τῆς φιλοξενίας, ἔστω καὶ ἂν ἔχεις ἕνα μόνο ὀβολό.
Ἂν ὅμως μισεῖς τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ξένους, καὶ ἂν ἀκόμη ἔχεις γύρω σου ὅλα τὰ πράγματα, στὸ σπίτι σου δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ τοὺς ξένους.
Δὲν εἶχε αὐτὴ κρεβάτια στολισμένα μὲ ἀσήμι, ἀλὰ εἶχε σωφροσύνη πολλὴ· δὲν εἶχε στρῶμα, ἀλλὰ εἶχε διάθεση καταδεκτικὴ καὶ φιλόξενη· δὲν εἶχε κολόνες ἀστραφτερές, ἀλλὰ εἶχε λαμπερὴ ὀμορφιὰ ψυχῆς· δὲν εἶχε τοίχους καλυμμένους μὲ μάρμαρα οὔτε δάπεδο στολισμένο μὲ ψηφιδωτά, ἀλλὰ ἦταν ἡ ἴδια ναὸς τοῦ Πνεύματος.
Αὐτὰ ἐπαίνεσε ὁ Παῦλος, αὐτὰ ἀγάπησε πολύ. Γι’ αὐτὰ ἔμεινε δύο χρόνια στὸ σπίτι της καὶ δὲν σηκωνόταν νὰ φύγει· γι’ αὐτά τους θυμᾶται πάντοτε καὶ τοὺς πλέκει ἐγκώμιο μεγάλο καὶ θαυμαστό, ὄχι γιὰ νὰ τοὺς κάνει αὐτοὺς πιὸ λαμπρούς, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὁδηγήσει καὶ τοὺς ὑπόλοιπους στὸν ἴδιο ζῆλο καὶ νὰ τοὺς πείσει νὰ μακαρίζουν ὄχι τοὺς πλουσίους, οὔτε ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀξιώματα, ἀλλὰ τοὺς φιλόξενους, τοὺς ἐλεήμονες, τοὺς φιλάνθρωπους, ἐκείνους ποὺ δείχνουν φιλικὴ διάθεση γιὰ τοὺς ἁγίους.
Αὐτὰ λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ἀφοῦ τὰ μάθαμε ἀπὸ τὸν χαιρετισμὸ αὐτό, ἂς τὰ δείξουμε μὲ τὰ ἴδια τὰ ἔργα μας· καὶ οὔτε τοὺς πλουσίους νὰ μακαρίζουμε ἁπλῶς, οὔτε τοὺς φτωχοὺς νὰ ἐξευτελίζουμε, οὔτε νὰ ντρεπόμαστε τὶς τέχνες, οὔτε νὰ θεωροῦμε ντροπὴ τὴν ἐργασία, ἀλλὰ τὴν ἀργία καὶ τὸ νὰ μὴν ἔχουμε νὰ κάνουμε τίποτε.
Γιατί ἂν ἦταν ντροπὴ ἡ ἐργασία, δὲν θὰ τὴν ἔκανε ὁ Παῦλος οὔτε θὰ ὑπερηφανευόταν γι’ αὐτήν, λέγοντας αὐτά: «Ἐὰν γὰρ εὐαγγελίζωμαι, οὐκ ἔστι μοὶ καύχημα (Διότι ἐὰν κηρύττω τὸ εὐαγγέλιο, αὐτὸ δὲν μοῦ δίνει τὸ δικαίωμα νὰ καυχιέμαι)». (Α΄Κορ.9,16)· «Τὶς οὖν μοὶ ἐστιν ὁ μισθός; ἵνα εὐαγγελιζόμενος ἀδάπανον θήσω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ μὴ καταχρήσασθαι τῇ ἐξουσὶᾳ μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ.
(Ποιό λοιπὸν ἔργο μένει σὲ ἐμένα γιὰ νὰ μοῦ ἀνήκει γι’ αὐτὸ μισθὸς καὶ δικαίωμα νὰ καυχιέμαι; Μοῦ μένει αὐτό: Ὅταν κηρύττω τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς σωτηρίας, νὰ ἐναποθέσω ὡς πολύτιμο θησαυρὸ στὶς καρδιὲς τῶν ἀκροατῶν τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ τοὺς ὑποβάλλω σὲ δαπάνες καὶ ἔξοδα, ὥστε νὰ μὴν κάνω χρήση καθόλου τῆς ἐξουσίας ποὺ μοῦ παρέχει τὸ εὐαγγέλιο νὰ τρέφομαι ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς)» (Α΄Κορ.9,18).
Ἂν ὅμως ἡ τέχνη ἦταν ντροπή, δὲν θὰ παράγγελνε ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἐργάζονται οὔτε καὶ νὰ τρώγουν. Γιατί ντροπὴ εἶναι μόνο ἡ ἁμαρτία· καὶ αὐτὴ συνήθως τὴν γεννάει ἡ ἀργία, καὶ ὄχι μόνο μία καὶ δύο καὶ τρεῖς, ἀλλὰ ὅλη μαζὶ τὴν κακία.
Γι’ αὐτὸ καὶ κάποιος σοφὸς δείχνοντας πὼς ὅλη τὴν κακία τὴν δίδαξε ἡ ἀργία καὶ μιλῶντας γιὰ δούλους λέγει: «Ἒμβαλε αὐτὸν εἰς ἐργασίαν. ἵνα μὴ ἀργῇ, πολλὴν γὰρ κακίαν ἐδίδαξεν ἡ ἀργία. (Βάλε τον σὲ ἐργασία, γιὰ νὰ μὴ μένει ἀργὸς· διότι ἡ ἀργία ἔγινε διδάσκαλος πολλῆς κακίας)» (Σοφ.Σειρ.33,28).
Ὅ,τι δηλαδὴ εἶναι τὸ χαλινάρι γιὰ τὸ ἄλογο, αὐτὸ εἶναι ἡ ἐργασία γιὰ τὴ δική μας φύση.
Ἂν ἦταν καλὸ πρᾶγμα ἡ ἀργία, ὅλα θὰ τὰ βλάσταινε ἡ γῆ ἄσπαρτα καὶ ἀκαλλιέργητα· ἀλλὰ τίποτε τέτοιο δὲν κάνει.
Στὴν ἀρχὴ λοιπὸν πρόσταξε ὁ Θεὸς νὰ τὰ βλαστήσει ὅλα ἀκαλλιέργητα, μετὰ ὅμως δὲν ἔκαμε τὸ ἴδιο, ἀλλὰ ὅρισε στοὺς ἀνθρώπους καὶ βόδια νὰ ζέψουν καὶ ἄροτρο νὰ τραβήξουν καὶ αὐλάκι νὰ ἀνοίξουν καὶ σπόρους νὰ ρίχνουν καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους τρόπους νὰ περιποιηθοῦν καὶ ἀμπέλι καὶ δέντρα καὶ σπόρους, γιὰ νὰ ἀπομακρύνει ἡ ἀσχολία τῆς ἐργασίας ἀπὸ κάθε κακία τὴν σκέψη τῶν ἐργαζομένων.
Στὴν ἀρχὴ λοιπόν, γιὰ νὰ φανερώσει τὴν δύναμή Του, ἔκανε νὰ φυτρώσουν ὅλα χωρὶς τοὺς δικούς μας κόπους· γιατί λέγει «Βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου. (Ἀς φυτρώσει ἡ γῆ χλόη καὶ ποώδεις θάμνους)» (Γέν.1,11) καὶ ἀμέσως ὅλα ἀναπτύσσονταν.
Ὕστερα ὅμως δὲν γινόταν τὸ ἴδιο, ἀλλὰ πρόσταξε νὰ φυτρώνουν αὐτὰ ἀπὸ τὴ γῆ καὶ μὲ τοὺς δικούς μας κόπους, γιὰ νὰ μάθεις ὅτι ὅρισε τὸν κόπο γιατί μᾶς εἶναι πρᾶγμα χρήσιμο καὶ ὠφέλιμο. Καὶ φαίνεται βέβαια πὼς εἶναι ποινὴ καὶ τιμωρία το νὰ ἀκούσουμε: «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σοῦ φαγῇ τὸν ἄρτον σου.
(Σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς σου μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου θὰ κερδίζεις καὶ θὰ τρῶς τὸ ψωμί σου)» (Γέν.3,19), στὴν πραγματικότητα ὅμως εἶναι κάποια νουθεσία καὶ φρονηματισμὸς καὶ φάρμακο γιὰ τὶς πληγὲς ποὺ προξενήθηκαν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Γι΄αὐτό καὶ ὁ Παῦλος ἐργαζόταν συνέχεια, ὄχι μόνο τὴν ἡμέρα ἀλλὰ καὶ τὴν νύχτα. Καὶ αὐτὸ φωνάζει λέγοντας: «Νυκτὸς γὰρ καὶ ἡμέρας ἐργαζόμενοι πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαὶ τινα ὑμῶν ἐκηρύξαμεν εἰς ὑμᾶς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ.
(Νύχτα καὶ ἡμέρα ἐργαζόμασταν γιὰ νὰ μὴ γίνουμε βάρος σὲ κανέναν ἀπὸ σᾶς. Καὶ μὲ τόσους κόπους σᾶς κηρύξαμε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ)» (Α΄Θεσ.2,9).
Καὶ δὲν ἐργαζόταν ἁπλῶς γιὰ εὐχαρίστηση καὶ ψυχαγωγία, ὅπως ἀκριβῶς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, ἀλλὰ κατέβαλε τόσο πολὺ κόπο, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ βοηθήσει καὶ ἄλλους. Λέγει : «Αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. (Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε ὅτι γιὰ τὶς ἀνάγκες τὶς δικές μου καὶ γιὰ τὶς ἀνάγκες ἐκείνων ποὺ ἦταν μαζὶ μοῦ ὑπηρέτησαν τὰ ροζιασμένα αὐτὰ χέρια)». (Πράξ. 20,34).
Ἄνθρωπος ποὺ πρόσταζε τοὺς δαίμονες, ποὺ ἦταν διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης, ποὺ τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ ἡ εὐθύνη γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς καὶ ποὺ φρόντιζε μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια γιὰ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῆς ὑφηλίου καὶ γιὰ τοὺς λαοὺς καὶ τὰ ἔθνη καὶ τὶς πόλεις, ἐργαζόταν νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ δὲν ξεκουραζόταν καθόλου ἀπὸ τοὺς κόπους αὐτούς.
Ἐνῷ ἐμεῖς, χωρὶς νὰ ἔχουμε οὔτε τὸ ἐλάχιστο ἀπὸ τὴν φροντίδα του, ἢ καλύτερα χωρὶς νὰ μποροῦμε οὔτε καὶ νὰ τὴν σκεφτοῦμε, ζοῦμε συνέχεια χωρὶς ἐργασία. Πές μου λοιπὸν ποιά ἀπολογία θὰ ἔχουμε ἢ ποιά συγνώμη;
Ἀπὸ ἐδῶ ἔχουν εἰσαχθεῖ ὅλα τὰ κακὰ στὴ ζωή, γιατί πολλοὶ νομίζουν πὼς εἶναι σπουδαιότατο πρᾶγμα το νὰ μὴν ἀσκοῦν τὶς τέχνες τους καὶ ἡ χειρότερη κατηγορία το νὰ φανοῦν πὼς γνωρίζουν κάποια τέχνη. Καὶ ὁ Παῦλος βέβαια δὲν ντρεπόταν καὶ τὴν φαλτσέτα νὰ μεταχειρίζεται καὶ δέρματα νὰ ράβει καὶ συγχρόνως νὰ μιλάει σὲ κατέχοντες ἀξιώματα, ἀλλὰ καὶ καυχιόταν γιὰ τὸ πρᾶγμα αὐτό, καὶ μάλιστα ἐνῷ ἔρχονταν σὲ αὐτὸν πάρα πολλοὶ σπουδαῖοι καὶ ὀνομαστοὶ ἄνθρωποι.
Καὶ ὄχι μόνο δὲν ντρεπόταν κάνοντας αὐτά, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς ἐπιστολές του, σὰν σὲ χάλκινη στήλη, ἔκανε γνωστὸ σὲ ὅλους τὸ ἐπάγγελμά του.
Αὐτό, λοιπόν, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔμαθε, αὐτὸ ἀσκοῦσε καὶ ἀργότερα, καὶ μάλιστα καὶ μετὰ τὸν ἀρπαγμό του στὸν τρίτο οὐρανὸ καὶ μετὰ τὴν ὁδήγησή του στὸν παράδεισο, ὅπου ἄκουσε τὰ ἀνείπωτα ἐκεῖνα λόγια τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς ὅμως, ποὺ δὲν ἀξίζουμε οὔτε ὅσο τὰ ὑποδήματά του, ντρεπόμαστε γι’ αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα ἐκεῖνος καμάρωνε καί, κάθε ἡμέρα σφάλλοντας, οὔτε ἀλλάζουμε γνώμη οὔτε θεωροῦμε πὼς αὐτὸ εἶναι ντροπή, ἐνῷ το νὰ ζοῦμε ἀπὸ τοὺς δίκαιους κόπους μας τὸ ἀποφεύγουμε σὰν αἰσχρὸ καὶ καταγέλαστο πρᾶγμα.
Ποιά λοιπὸν ἐλπίδα σωτηρίας, πές μου, θὰ ἔχουμε; Γιατί αὐτὸς ποὺ ντρέπεται, πρέπει νὰ ντρέπεται τὴν ἁμαρτία, τὸ νὰ ἐναντιωθεῖ στὸν Θεὸ καὶ τὸ νὰ κάνει κάτι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ δὲν πρέπει, ἐνῷ γιὰ τὶς τέχνες καὶ τὴν ἐργασία πρέπει ἀκόμη καὶ νὰ ὑπερηφανεύεται.
Γιατί ἔτσι καὶ τὴν πονηρὴ σκέψη θὰ βγάλουμε μὲ τὴν ἀπασχόληση τῆς ἐργασίας ἀπὸ τὸν νοῦ μας καὶ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη θὰ βοηθήσουμε καὶ τὶς πόρτες τῶν ἄλλων δὲν θὰ κτυπήσουμε καὶ τὸν νόμο τοῦ Χριστοῦ θὰ ἐκπληρώσουμε, ἐκεῖνον ποὺ λέγει: «Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν.
(Εἶναι καλύτερο νὰ δίνει κανεὶς παρὰ νὰ παίρνει, ἀκόμη καὶ ὅταν δικαιοῦται νὰ πάρει. Αὐτὸ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο εὐτυχῆ)». (Πράξ.20,35).
Γι' αὐτό λοιπὸν ἔχουμε χέρια, γιὰ νὰ βοηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀνάπηροι στὸ σῶμα νὰ προσφέρουμε ἀπὸ τὰ δικά μας ὅλα ὅσα μποροῦμε.
Γιατί ἀλλιῶς, ἂν κάποιος μένει ἀργός, ἐνῷ εἶναι ὑγιής, εἶναι πιὸ ἀξιολύπητος καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ πυρετό.
Γιατί ἐκεῖνοι συγχωροῦνται ἐξ αἰτίας τῆς ἀρρώστιας τους καὶ θὰ βροῦν κατανόηση, ἐνῷ αὐτοί, καταντροπιάζοντας τὴν εὐεξία τοῦ σώματος, εὔλογα θὰ μισοῦνται ἀπὸ ὅλους, γιατί καὶ τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ παραβαίνουν καὶ λυμαίνονται τὸ τραπέζι τῶν ἀρρώστων καὶ κάνουν πιὸ αἰσχρὴ τὴν ψυχή τους.
Καὶ δὲν εἶναι βέβαια αὐτὸ μόνο τὸ φοβερό, τὸ ὅτι δηλαδή, ἐνῷ ἔπρεπε νὰ τρέφονται ἀπὸ μόνοι τους καὶ ἀπὸ τὰ δικά τους, χτυποῦν τὶς πόρτες τῶν ἄλλων, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ γίνονται ἀπ’ ὅλους χειρότεροι.
Γιατί δὲν ὑπάρχει, πραγματικὰ δὲν ὑπάρχει ἀπολύτως τίποτε ποὺ νὰ μὴν καταστρέφεται ἀπὸ τὴν ἀργία.
Γιατί καὶ τὸ νερό, ἐκεῖνο ποὺ εἶναι στάσιμο χαλάει, ἐνῷ ἐκεῖνο ποὺ τρέχει καὶ πάει παντοῦ διατηρεῖ τὴν ἰδιότητά του.
Καὶ τὸ σίδερο, ἐκεῖνο ποὺ μένει ἀχρησιμοποίητο γίνεται πιὸ μαλακὸ καὶ πιὸ ἀδύνατο, ἐπειδὴ τὸ τρώει ἡ πολλὴ σκουριά, ἐνῷ ἐκεῖνο ποὺ χρησιμοποιεῖται γίνεται πολὺ πιὸ χρήσιμο καὶ πιὸ ἐμφανίσιμο, ἀστράφτοντας ὄχι λιγότερο ἀπὸ τὸ ἀσήμι.
Καὶ τὴν ἀκαλλιέργητη γῆ μπορεῖ νὰ τὴν δεῖ κανεὶς νὰ μὴν βλαστάνει τίποτε τὸ καλό, ἀλλὰ μόνο ἄγρια χόρτα καὶ ἀγκάθια καὶ τριβόλια καὶ ἄκαρπα δέντρα, ἐνῷ ἐκείνη ποὺ καλλιεργεῖται νὰ εἶναι γεμάτη ἥμερους καρπούς.
Καὶ κάθε πρᾶγμα γενικὰ ἀπὸ τὴν ἀργία παθαίνει φθορά, ἐνῷ ἀπὸ τὴν κατάλληλη ἐργασία γίνεται πιὸ χρήσιμο.
Γνωρίζοντας, λοιπόν, καλὰ ὅλα αὐτὰ καὶ ἀκόμη πόση εἶναι ἡ ζημία ἀπὸ τὴν ἀργία καὶ πόσο τὸ κέρδος ἀπὸ τὴν ἐργασία, τὴν πρώτη ἂς ἀποφεύγουμε καὶ τὴν δεύτερη ἂς τὴν ἐπιδιώκουμε, γιὰ νὰ περάσουμε καὶ τὴν παροῦσα ζωὴ ὄμορφα καὶ νὰ βοηθήσουμε ἀπὸ τὰ δικά μας ὅσους ἔχουν ἀνάγκη καὶ ἀφοῦ κάνουμε καλύτερη τὴν ψυχή μας νὰ ἐπιτύχουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά, τὰ ὁποῖα εὔχομαι νὰ ἐπιτύχουμε ὅλοι μας μὲ τὴν χάρη καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη, καὶ συγχρόνως στὸν Πατέρα καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-illud-salutate-priscillam-et-aquilam.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὁμιλίες ἁγιογραφικές- ἑρμηνευτικές, Εἰς τό «Ἀσπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ Ἀκύλαν», ὁμιλία Α΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1987, τόμος 27, σελίδες 20 -47.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ Συντόμου Ἑρμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα, 1985.
• https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
• https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
• Π.Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου