Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος
(†) Ἀρχιμ. Χαραλάμπους Δ. Βασιλόπουλου
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiEgrKN5oqbJYdb6DH9wfsgyNM-FBcQNebYUzyUrWulAl_3czUnjCs7KE_-YkrKzfBU47lAlnJc2TWlKitNt3gCK3NyxYfqhurl3esGfpX8Zgx6DvqDLskByV6VXbIVidD-G_zGb-9mmBcO/s320/%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82+%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%82.png)
Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος ὁ Ἱερομάρτυς καὶ θαυματουργός, γεννήθηκε στήν Μαγνησία τὸ 90 μ.Χ. περίπου καὶ μαρτύρησε στὰ χρόνια τῶν μεγάλων διωγμῶν τῆς Χριστιανοσύνης. Ἡ Μαγνησία αὐτὴ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἤτανε στή Θεσσαλία.
Τὰ ἐρείπιά της σώζονται ἀκόμη κοντὰ στὸ χωριὸ ποὺ λέγεται «Μηλιές». Εἶχε τὸ εὐτύχημα νὰ γεννηθῇ ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανοὺς ποὺ κρατούσανε τὴν πίστι τους στὸ Χριστὸ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους στοὺς δύσκολους, ἀλλά ἡρωικοὺς ἐκείνους χρόνους τῶν διωγμῶν.
Στὴν Μαγνησία ἔζησε ὅλη του τὴν ζωὴ ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος. Ἐκεῖ σὰν νέος, ἤτανε φωτεινὸ παράδειγμα συνετῆς ζωῆς. Ἀργότερα ἡ πίστις του στὸ Χριστό ἔγινε πιὸ φλογερὴ καὶ ἡ ἐπιθυμία του νὰ βοηθήση τοὺς Χριστιανοὺς καί τοὺς εἰδωλολάτρες, νὰ σωθοῦνε, πιὸ μεγάλη. Δὲν μποροῦσε νὰ ἠσυχάση, ὅταν σκεπτότανε, ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι μακρυὰ ἀπὸ τὸ Χριστό, ποὺ δὲν ξέρουν ποιός εἶναι ὁ προορισμός τους καὶ γιατί ζοῦν ἐδῶ στὴ γῆ.
Εἶναι κρῖμα, ἔλεγε, εἶναι τρομερό, εἶναι ἀδιανόητο νὰ ζοῦνε οἱ ἄνθρωποι στὴν πλάνη της εἰδωλολατρείας καὶ νὰ πᾶνε κατόπιν στὴν Κόλασι.
Ἀφιερώθηκε, λοιπόν, εἰς τὴν ὑπηρεσία τοῦ Χριστοῦ. Ἔγινε ἱερέας τὸ 130 μ.Χ. Ἀπὸ τὴν θέσι του τώρα αὐτή, ἀπὸ τὸ θεῖο αὐτὸ ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης, ἀνέλαβε τὸν μεγάλον ἀγῶνα, ἀφ’ ἑνὸς ν’ ἀνοίξη τὰ μάτια τοῦ κόσμου καί νὰ δοῦν τὸν κίνδυνον ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρικὴν πλάνην καὶ ἀφ’ ἑτέρου ν’ ἀγιάζη μὲ τὰ μυστήρια τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγῇ στὴν τελειότητα.
Μπροστὰ σὲ Χριστιανοὺς καὶ εἰδωλολάτρες, ἄρχισε τὰ φλογερὰ χριστιανικά κηρύγματά του. Καίτοι σ’ ὅλη του τὴ μακρὰ ζωὴ — ἔζησε 113 χρόνια — ἔγιναν πολλοὶ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν καὶ αὐτὸς ποθοῦσε τὸ μαρτύριο, καί δὲν ἐλάμβανε κανένα μέτρο, ἐν τούτοις ἐπέζησε, διότι ὁ Θεὸς τὸν ἐφύλαττε γι’ ἀργότερα. Ἐμαρτύρησε τὸ 202 μ.Χ.
Γαλήνιος μπροστά στὸν ὀργισμένο ἄρχοντα.
Τότε αὐτοκράτορας στὴ Ρώμη ἤτανε ἕνας ἀσεβὴς καὶ χριστιανομάχος, ὁ Σεβῆρος (193-211 μ.Χ.). Ὁ αὐτοκράτορας αὐτὸς καὶ τὰ γράμματα ἀγαποῦσε καὶ τὶς τέχνες ὑποστήριζε καὶ λαμπρὲς ὑπηρεσίες στὴ νομοθεσία προσέφερε. Μένει ὅμως εἰς αἶσχος καὶ ἐντροπήν του τὸ ὅτι, ὄχι μόνο τον Χριστιανισμὸ δὲν μπόρεσε νὰ ἐννοήση, ἀλλὰ καὶ τοὺς Χριστιανοὺς σκληρά τοὺς κατεδίωξε.
Εἶχε κηρύξει φοβερὸ διωγμὸ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Σέ ὅλες τὶς μεγάλες πόλεις εἶχε διορίσει ἡγεμόνες εἰδωλολάτρες καὶ εἶχε δώσει αὐστηρὲς διαταγές. Ὅποιος ἤτανε Χριστιανός, ὅποιος καταφρονοῦσε τα εἴδωλα, ὅποιος δὲν ἀκολουθοῦσε τὶς διαταγές του, τὸν περίμεναν σκληρά βασανιστήρια καὶ φρικτὸς θάνατος.
Ἡγεμόνας στὴν περιοχὴ ἐκείνη τῆς Μαγνησίας, ποὺ ζοῦσε ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος, ἤτανε τότε ἕνας κακόψυχος καὶ θηριόψυχος, Λουκιανός ὀνομαζόμενος. Αὐτὸς σκόρπιζε γύρω του τὴν ἀπειλὴ καὶ τὴν φοβέρα. Μόλις μάθαινε, ὅτι σὲ κάποια πόλι ἢ ἐπαρχία ὑπῆρχαν Χριστιανοὶ καὶ ὅτι καταφρονοῦσαν τὰ εἴδωλα, ἔτρεχε ἐκεῖ μανιασμένος.
Μάζευε τους Χριστιανοὺς καὶ τοὺς φυλάκιζε. Ἔπειτα ἄρχιζαν τὰ βασανιστήρια. Πλημμύριζαν μὲ τὸ ἁγνό τους αἷμα οἱ πλατεῖες, οἱ χῶροι συγκεντρώσεων, τα στάδια καὶ οἱ δρόμοι.
Ὅταν ἔμαθε ὁ ἡγεμόνας Λουκιανὸς τὴν χριστιανικὴ δραστηριότητα τοῦ Ἱερέως Χαραλάμπους, ὠργίσθηκε πολύ. Ἔξαλλος ἀπὸ τὸ κακό του, ἔστειλε στρατιῶτες στὴν Μαγνησία νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν φέρουνε μπροστά του.
Πράγματι οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Λουκιανοῦ φέρανε σιδηροδέσμιο τον γέροντα κληρικὸ μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα. Ἤτανε τότε ὑπέργηρος. Ἑκατὸν δέκα τριῶν (113) ἐτῶν.
Ὁ ἡγεμόνας τὸν κοίταξε μὲ βλοσυρὸ καὶ ἄγριο βλέμμα, καὶ τὸν ρώτησε ἀπειλητικά:
— Γιατί, Γέροντα, καταφρονεῖς καὶ παραβαίνεις τὶς βασιλικὲς διαταγές; Καὶ γιατί μιλᾶς ἐναντίον τῶν θεῶν μας;
— Ἐγώ, τοῦ ἀπήντησε ὁ Ἅγιος, ὑπακούω καὶ ὑποτάσσομαι στὸν Βασιλέα των Οὐρανῶν, τὸν Χριστόν μου. Γονατίζω εὐλαβικὰ στὰ δικά Του προστάγματα, γιατί ξέρω πὼς εἶναι ποτισμένα μὲ δικαιοσύνη, μὲ ἀγάπη καὶ σωτηρία της ψυχῆς. Ὁ δικός σας βασιλεὺς διατάζει παράλογα πράγματα.
Σᾶς προστάζει νά προσκυνᾶτε Θεοὺς ἀναίσθητους, νεκρὰ στοιχεῖα, εἴδωλα ἄψυχα. Σας νεκρώνει τὴν ζωὴ καὶ σᾶς σκοτώνει τὴν ψυχή. Ὁ ἰδικός μου Βασιλεύς, ὁ Χριστός, μᾶς ὁδηγεῖ στὴν λύτρωσι, στὴν αἰωνία ζωή.
Ὅποιος ζητήση μέ θερμὴ προσευχὴ καὶ πίστι τὴν δύναμίν Του, γίνεται καὶ αὐτὸς ἰσχυρός. Μέ τὴν δύναμί Του γίνεται δυνατός. Μὲ τὴν δύναμί Του, ἐξαφανίζονται οἱ ἀρρώστειες καὶ συντρίβονται οἱ δαίμονες...
— Φθάνει, Γέροντα... ἀρκετά! Δὲν ἔχω ὄρεξι ν’ ἀκούω τὶς ἀνοησίες σου. Τὸ κήρυγμά σου, κράτησέ το γιὰ ἄλλους. Ἐγὼ ἕνα ἔχω νὰ σοῦ πῶ. Κι’ αὐτό εἶναι τὸ συμφέρον σου. Προσκύνα τὰ εἴδωλα, γιατί ἔτσι μονάχα θὰ μπορέσης νὰ γλυτώσης τὰ βασανιστήρια, ποὺ σὲ περιμένουν... Τ’ ἀκοῦς, ξεροκέφαλε;
Ὁ Ἅγιος χαμογέλασε καὶ τοῦ εἶπε:
Κακῶς νόμισες, ὅτι ἕναν ἱερέα τοῦ Χριστοῦ θὰ τὸν τρομάξουνε οἱ φοβέρες γιὰ βάσανα καὶ θάνατο. Ἐγὼ ἔπρεπε νὰ εἶχα κοιμηθῇ πρὸ πολλοῦ. Καὶ ἐάν μὲ θανατώσης, θὰ μοῦ δώσης ἐκεῖνο, ποὺ περιμένω.
Ἄλλωστε ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ τὰ βάσανα καὶ τὸ θάνατο δὲν τὰ ἀποφεύγομε, ἀλλὰ τὰ θέλουμε καὶ τὰ ποθοῦμε. Γιατί ἡμεῖς εἴμεθα ἐξοικειωμένοι μὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τούς πολέμους καὶ ὅπως οἱ γενναῖοι στρατιῶτες, δὲν ἐπιθυμοῦμε τὸν ἥσυχο θάνατο τῆς κλίνης, ἀλλὰ τὸν δοξασμένο τῆς μάχης.
Εἶσαι γέροντας καὶ λυποῦμαι τὰ γεράματά σου, νὰ σὲ βάλω σὲ βασανιστήρια, εἶπε ὁ Λουκιανός.
Ἂς εἶμαι γέροντας. Μὴ μὲ λυπᾶσαι καθόλου. Ἀλλὰ νὰ μάθης, ὅτι στούς ἰδικούς μας ἀγῶνας τὸ πᾶν εἶναι ἡ ψυχή. Αὐτὴ δὲν γηράσκει μὲ τὴν ἡλικία. Ἀμφιβάλλεις, Ἔπαρχε, γι’ αὐτό;
Δοκίμασε. Καὶ θὰ δῇς, ὅτι οἱ δήμιοί σου θὰ κουρασθοῦνε καὶ ὁ ἱερεὺς Χαράλαμπος, μὲ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ, δὲν θά τοὺς πῇ νὰ τὸν λυπηθοῦνε. Ἄλλωστε, χωρὶς στερήσεις, χωρὶς ὑπομονὴ καί χωρὶς βάσανα, πὼς θὰ κερδίσουμε τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν;
Αὐτά, ἄρχοντά μου, τὰ βάσανα, μᾶς ἀνοίγουν τὶς πόρτες τῆς αἰωνίου εὐτυχίας. Ὑπάρχει καλλίτερο ἀπὸ τὰ βάσανα; Αὐτά μας φέρνουνε κοντὰ στὸν Χριστό μας. Γιατί, λοιπόν, νὰ τ’ ἀποφεύγουμε; Ἔπειτα ὅλα αὐτὰ περνοῦν τόσο γρήγορα!
Τον γδέρνουν!
Ἔπειτα ἀπὸ τὴν σταθερὴ αὐτὴ ἀπάντησι τὸ συμβούλιο τῶν ἀρχόντων τὰ ἔχασε. Τοῦ φέρανε ὅμως μπροστά του ὅλα τὰ σύνεργα τῶν βασανιστηρίων, γιὰ νά τὸν φοβίσουν καὶ γιὰ νὰ τὸν κλονίσουν. Τοῦ τα δείξανε ἕνα πρὸς ἕνα. Του εἴπανε, πῶς σχίζονται μὲ αὐτὰ οἱ σάρκες, πῶς τσακίζονται τὰ κόκκαλα καί πῶς βγαίνουν τὰ νύχια. Ὁ Ἅγιος τὰ κοίταζε μὲ ἀδιαφορία καὶ ἀπάθεια.
Ξεροκέφαλε, τοῦ λέγει ὁ Ἔπαρχος, μὴ σκέφτεσαι καθόλου. Θυσίασε στοὺς μεγάλους θεούς μας. Τὸ καταλαβαίνεις;
Αὐτό, τοὺς ἀποκρίθηκε, δὲν θὰ γίνη ποτέ. Δὲν εἶμαι ἀνόητος νὰ ζητῶ την καταστροφή μου. Δὲν πουλάω τὴν ψυχή μου στὸν Σατανᾶ. Μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη προσφέρω θυσία στὸ Χριστὸ καὶ τώρα νὰ τὴν προσφέρω στὸ Σατανᾶ; Θεός φυλάξοι!
Ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ αὐτὰ οἱ ἄρχοντες τῶν εἰδωλολατρῶν ἀγριέψανε καὶ γίνανε θηρία. Ὀργὴ καὶ μῖσος ἀπάνθρωπον καὶ κακία ἀπερίγραπτος φούντωσε στίς καρδιές τους. Διέταξαν ἀμέσως νὰ γδάρουν τὸν ὑπέργηρον Ἱερέα τοῦ Ὑψίστου ζωντανόν! Δὲν λυπηθήκανε οἱ ἀλητήριοι τὰ βαθειὰ γηράματά του. Δέν σεβαστήκανε τὰ 113 του χρόνια!
Τὸν γύμνωσαν ἀμέσως, τοῦ πετάξανε καταγῆς τὴν ἱερὴ στολή του καί ἀρχίσανε τὸ ἀπάνθρωπο γδάρσιμο. Ἀρχίσανε ἀπὸ τὴν κεφαλὴν καὶ κόβανε καί χωρίζανε τὸ δέρμα ἀπὸ τὶς σάρκες. Ὁ πόνος ἤτανε φοβερός, τρομερός, ἀβάστακτος. Ὁ Ἅγιος ὅμως σφίγγει τὰ δόντια του. Κρατάει γερά. Προσεύχεται καὶ λέγει:
Θεέ μου, Σὲ εὐχαριστῶ, διότι μοῦ ἔκανες τὴν μεγάλην τιμὴν καὶ μοῦ ἔδωσες τὴν περιπόθητη εὐκαιρία νὰ καταταγῶ μεταξὺ τῶν Μαρτύρων. Θεέ μου βοήθησέ με. Δός μου ὑπομονὴ νὰ μείνω πιστός. Σᾶς εὐχαριστῶ καί σας, παιδιά μου, ποὺ μοῦ βασανίζετε τὸ σῶμα. Μ’ αὐτό, ποὺ κάνετε, μου χαρίζετε τὴν εὐτυχία τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἀτελείωτη χαρὰ τῆς Βασιλείας του Θεοῦ.
Ἐνῷ ὅμως ἔλεγε αὐτὰ ὁ Ἅγιος, ὅλοι ὅσοι τὸν βλέπανε (οἱ στρατιῶτες, οἱ δοῦλοι, οἱ βασανισταὶ καὶ οἱ ἄρχοντες), μένανε μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό. Δέν μπορούσανε νὰ καταλάβουνε ποιό ἤτανε ἐκεῖνο ποὺ μέσα σ’ αὐτὸν τὸν μεγάλο πόνο, ἔδιδε στὸν Μάρτυρα τόση δύναμι καὶ τόση εὐτυχία. Δύο μάλιστα δήμιοι, ποὺ τὸν γδέρνανε, ὁ Πορφύριος καὶ ὁ Βάπτος, ὅταν εἴδανε την ὑπομονὴν τοῦ Μάρτυρος, γιὰ νὰ κερδίση τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πιστέψανε. Πετάξανε τὰ μαχαίρια καὶ φωνάξανε:
Εἴμαστε καὶ ἡμεῖς Χριστιανοί! Φιλούσανε ἔπειτα τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ ζητούσανε νὰ τοὺς συγχωρέση.
Ὁ Ἔπαρχος τότε διέταξε καὶ τοὺς ἀπεκεφάλισαν. Μὲ χαρά το δέχτηκαν. Τότε καὶ τρεῖς γυναῖκες εἴπανε δυνατά:
Καὶ ἐμεῖς πιστεύουμε στὸ Χριστό !
Χαρούμενες καὶ αὐτές μαρτυρήσανε γιὰ τὸ Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία τους γιορτάζει καὶ τοὺς 5 τὴν 10ην Φεβρουαρίου μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιον Χαράλαμπον.
Στομώνουν οἱ χειράγρες
Τοῦ εἴχανε γδάρει τὸ κεφάλι οἱ δυὸ δήμιοι, ποὺ μαρτυρήσανε. Οἱ ἄλλοι, ποὺ τοὺς διεδέχθησαν, ἁρπάξανε τὶς χειράγρες. Αὐτὲς ἤσανε κάτι σάν σιδερένια χέρια μὲ μυτερὰ νύχια. Ἀρχίσανε λοιπὸν μ’ αὐτές, ἀπάνθρωπα νά τοὺς ξεσχίζουν τὶς σάρκες. Τρομερὸ τὸ μαρτύριο. Ὁ Ἅγιος παρέμεινε προσευχόμενος.
Ξαφνικὰ ὅμως, συνέβη κάτι τὸ περίεργο καὶ θαυμαστό: Οἱ χειράγρες, τα σατανικὰ δηλ. ὄργανά τους, μὲ τὰ ὁποῖα τραβούσανε λωρίδες ἀπὸ τὸ κορμί τοῦ Ἁγίου, στομώσανε! Δὲν μπορούσανε νὰ σχίσουν τὸ δέρμα καὶ τὶς σάρκες τοῦ Ἁγίου! Τότε οἱ βασανισταὶ λέγανε κατάπληκτοι:
Τί συμβαίνει; Μήπως αὐτὸς ἐδῶ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ ἦλθε νὰ μᾶς τιμωρήση; Μήπως ὁ Θεός, ποὺ πιστεύει ὁ Χαράλαμπος, εἶναι ἀληθινὸς καί γι’ αὐτὸ στομώνει τις χειράγρες;
Τότε ἕνας δούκας, ποὺ ἄκουσε αὐτὲς τὶς συζητήσεις, θύμωσε πολύ. Σηκώθηκε καὶ βρίζοντας στρατιῶτες, δούλους καὶ βασανιστάς, τοὺς εἶπε:
Εἶστε χαμένοι, εἶστε παράλυτοι, εἶστε ἀνίκανοι, τρέμουνε τὰ χέρια σᾶς... Τώρα θὰ τοῦ δείξω ἐγώ... Ἁρπάζει ἀμέσως, αὐτὸς μόνος του, τις χειράγρες καὶ μανιασμένος θέλησε νὰ τὶς μπήξη στὸ γέρικο ὑπεραιωνόβιο καὶ ἀσκητικὸ κορμὶ τοῦ Ἱερομάρτυρα.
Ὁ Θεὸς ὅμως, γιὰ νὰ ἐνισχύση την πίστι τοῦ Ἁγίου καὶ γιὰ νὰ τοῦ δείξη, ὅτι βρίσκεται κοντά του καί παρακολουθεῖ τοὺς πόνους του, ἔκαμε τὸ θαῦμα Του. Κόπηκαν ἀμέσως τα χέρια τοῦ δούκα ἀπὸ τοὺς ἀγκῶνας καὶ κάτω καὶ μείνανε κολλημένα μὲ τίς χειράγρες στὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου!
Τρομαγμένος τότε ὁ δούκας, πονῶντας καί αὐτὸς ἀφόρητα, ἔπεσε χάμω, φωνάζοντας, κλαίγοντας καὶ λέγοντας:
Βοηθῆστε με. Αὐτὸς ἐδῶ εἶναι ἐπικίνδυνος. Μοῦ ἔκοψε τὰ χέρια. Σῶστε μέ... Σῶστε με. Βοηθῆστε μέ... Εἶναι μάγος...
Τότε ὁ ἡγεμόνας πλησίασε καὶ σὰν εἶδε τὰ χέρια τοῦ δούκα κρεμασμένα ἀπό τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρα, ἀπὸ τὸ κακὸ τοῦ ἔγινε ἔξω φρενῶν καὶ ἔφτυσε τον Ἅγιο στὸ πρόσωπο. Ὁ Θεὸς ὅμως τοῦ τὸ ἔδωσε καὶ αὐτοῦ ἀμέσως τὸ θαῦμα. Στράβωσε ἀμέσως ὁ λαιμός του καὶ κύτταζε τώρα τὸ πρόσωπό του πρὸς τήν πλάτη του! Ἤτανε ὁ δυστυχὴς ἕνα ἐλεεινὸ καὶ ἀξιολύπητο θέαμα.
Ὁ λαός της Μαγνησίας, ποὺ ἔβλεπε αὐτὲς τὶς τιμωρίες τοῦ Θεοῦ φοβήθηκε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιο, λέγοντας:
Σταμάτα, σὲ παρακαλοῦμεν, Ἅγιε, τὴν ὀργὴν τοῦ Κυρίου. Μὴν ἀνταποδίδης κακὸν ἀντὶ κακοῦ. Ἀλλὰ ὅπως λέγει ὁ Χριστός, εὐεργέτησε ἐκείνους, ποὺ σέ μισοῦν.
Ζῇ Κύριος ὁ Θεός μου, ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος. Σᾶς βεβαιῶ, δὲν τὸ κάνω ἐγώ ἀπὸ κακία, ἀλλὰ τοὺς τιμωρεῖ ὁ Κύριος, διότι εἶναι κακοὶ καὶ ἀσεβεῖς. Τό κάνει ὁ Κύριος ἀκόμη καὶ διότι θέλει νὰ τὰ βλέπετε σεῖς καὶ νὰ γίνουν παράδειγμα, γιά σας. Θέλει νὰ Τὸν πιστέψετε, νὰ Τὸν ἀκολουθήσετε καὶ νά σᾶς δώση τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ Βασιλεία.
Τὸ πλῆθος τότε φώναξε συγκινημένο πρὸς τὸν Κύριο, λέγοντας:
Μὴν κάνης νὰ χαθοῦμε, Δέσποτα. Ἀλλὰ συγχώρησέ μας σὲ ὅ,τι Σοῦ φταίξαμε. Τότε πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς, ποὺ εἴδανε μὲ τὰ μάτια τους τὴ Δύναμι τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ θαύματα, πιστέψανε. Ἀλλὰ καὶ ὁ δούκας τώρα παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιο, λέγοντας:
Ἄγγελε τοῦ Θεοῦ καὶ οὐράνιε ἄνθρωπε, βοήθησέ με τὸν ταλαίπωρον. Ἐγώ ὑποφέρω ἀπὸ πόνους τρομερούς, ἀλλὰ καὶ σὺ ἔχεις ἐπάνω σου τὸ βάρος των κομμένων χεριῶν μου. Γιάτρεψέ με σε παρακαλῶ, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῶ ἐγὼ ἀπό τοὺς πόνους καὶ σὺ ἀπὸ τὸ βάρος. Σοῦ ὑπόσχομαι, ὅτι ἂν γιατρευθῶ, θά πιστέψω στὸν δικό σου τὸν Θεό. Ὁ Ἅγιος τὸν λυπήθηκε καὶ προσευχήθηκε στὸν Κύριο ὡς ἑξῆς:
Σὲ εὐχαριστοῦμεν, Δέσποτα, διότι πάντοτε μᾶς προστατεύεις. Ἴδε τώρα τὴν ταπείνωσιν τῶν πεπεδημένων δούλων Σου καὶ λῦσε τους ἀπὸ τὰ ἀόρατα αὐτὰ δεσμά, εἰς δόξαν τοῦ Ἁγίου Ὀνόματός Σου.
Μόλις εἶπεν τὰ λόγια αὐτά, ἀκούστηκε ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ φωνή, ποὺ τοῦ ἔλεγε:
—Χαῖρε, ἀθλητὰ Χαράλαμπε, συνόμιλε τῶν Ἀγγέλων καὶ ὁμότροπε των Ἀποστόλων. Ἤκουσα τὴν δέησίν σου καὶ δίδω τὴν ἴασιν εἰς τοὺς ἀσεβεῖς.
Αὐτοστιγμεὶ τότε γιατρεύτηκαν ὅλοι, ὅσοι τιμωρήθηκαν! Ὁ δούκας ποὺ τοῦ ἀποκαταστάθηκαν τὰ χέρια του σὰν πρῶτα, πίστεψε στὸν Χριστὸ καί βαφτίστηκε. Καὶ ὁ ἡγεμόνας ποὺ ἐπανῆλθε τὸ πρόσωπό του στὴ θέσι του, σταμάτησε τὸν διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν μέχρις ὅτου ἀναφέρει τα γενόμενα στὸν βασιλέα.
Ὁ Ἅγιος μεταφέρθηκε ἐν συνεχείᾳ στὸ σπιτάκι του. Αὐτὸ τὸ σπίτι του ἔγινε προσκύνημα. Πηγαίνανε οἱ κάτοικοι τῆς Μαγνησίας καὶ τῶν περιχώρων καί τὸν βλέπανε.
Κατάκοιτος καὶ ἐξαντλημένος ἀπὸ ὅσα ἔπαθε, ἀπὸ τὸ κρεββάτι του, τοὺς δίδασκε τί πρέπει νὰ κάνουν, γιὰ νὰ σωθοῦνε. Ἐξωμολογοῦντο τις ἁμαρτίες τους. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ εἰδωλολάτρες πιστεύανε καὶ ἐβαπτίζοντο.
Τότε, μετὰ τὸ μαρτύριό του, ὁ Ἅγιος ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ πολλές θεραπεῖες ἀσθενῶν. Τυφλοὶ ἀναβλέπανε, κουτσοὶ περιπατούσανε, δαιμονιζόμενοι ἀπαλλάσονταν ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ βρίσκανε γαλήνη.
Καί πολλὲς ἄλλες ἀρρώστειες μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἁγίου ἐξαφανιζόντανε. Ἀκόμη καί ἀναστάσεις νεκρῶν ἔγιναν μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου.
Καρφιά στὴ ράχη του
Ὁ ἡγεμόνας ὅμως βλέποντας αὐτὰ τὰ θαυμάσια, σηκώθηκε καὶ πῆγε μόνος του στὸ βασιληά. Τοῦ ἀνέφερε καταλεπτῶς διὰ τὸν Ἅγιο ὅλα ὅσα συνέβησαν. Ὁ ἀσεβὴς Σεβῆρος, ἀντὶ νὰ πιστέψη, μόλις τ’ ἄκουσε, ἄναψε ἀπὸ τὸν θυμό του καὶ ἔλεγε:
Γιατί ἀμελεῖτε θεοὶ αἰώνιοι, καὶ δὲν ἐξολοθρεύετε ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς αὐτοὺς τοὺς ἀσεβεῖς, ποὺ σᾶς ὑβρίζουνε, καὶ σᾶς ἐμπαίζουνε;
Ἀμέσως κατόπιν ἔστειλε ἀρκετοὺς στρατιῶτες μὲ τὴν διαταγὴ νὰ καρφώσουν σ’ ὅλη τὴ ράχη τοῦ Μάρτυρος καρφιὰ κατόπιν νὰ τὸν σύρουν ἀπὸ τήν Μαγνησία σὲ κάποια ἄλλη πόλι, Ἀντιόχεια ὀνομαζομένη. Δὲν φαίνεται νά ἦταν ἡ μεγάλη Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, διότι ἤτανε πολὺ μακρυά. Κατὰ δὲ τήν ἀρχαιότητα ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες εἴκοσι ὀκτὼ πόλεις, ποὺ ἔφεραν τὸ ὄνομα Ἀντιόχεια.
Πράγματι! Πήγανε οἱ στρατιῶτες καὶ μπήξανε τὰ καρφιὰ μὲ πολλὴ σκληρότητα καὶ ἀσπλαχνία στὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος. Κατόπιν τὸν δέσανε ἀπὸ τὴν μεγάλην γενειάδα του καὶ τὸν τραβούσανε ἀλύπητα οἱ ἀπάνθρωποι, χωρὶς καθόλου νά σκεφθοῦν τὰ βαθειὰ γεράματά του.
Στην φωτιὰ νὰ τὸν κάψουν
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ οἱ στρατιῶτες φοβηθήκανε καὶ πήγανε τὸν Ἅγιο μὲ ἄνεσιν στὴν Ἀντιόχεια. Δὲν θελήσανε ὅμως καὶ νὰ παραβοῦν τὸ πρόσταγμα του ἄρχοντός των.
Ἀλλὰ ὁ διάβολος μετασχηματίστηκε σὰν γέροντας καὶ φάνηκε στὸν Σεβῆρο λέγοντας:
Ἀλλοίμονό σου, βασιλεῦ. Ἐγὼ εἶμαι ὁ βασιλεύς των Σκυθῶν καὶ ἦλθε στήν πατρίδα μου ἕνας μάγος, ποὺ τὸν λένε Χαραλάμπη, αὐτός μου πῆρε ὅλους τοὺς στρατιῶτες καὶ ἦλθα νὰ σοῦ τὸ πῶ γιὰ νὰ φυλαχθῇς νὰ μὴ πάθης καὶ σύ τὸ ἴδιο.
Αὐτὸ τὸν ἐξαγρίωσε τὸν Σεβῆρο ἐναντίον τοῦ Ἁγίου. Γι’ αὐτὸ ὅταν φέρανε μπροστά του τὸν Ἅγιο διέταξε νὰ τοῦ καρφώσουν στὸ στῆθος μιὰ μεγάλη σούβλα. Κατόπιν νὰ φέρουν ξύλα, ν’ ἀνάψουν φωτιὰ καὶ νὰ καῖνε τὸν Ἅγιο, ὥσπου νὰ ξεψυχήση.
Περάσανε λοιπὸν τὴ σούβλα στὸν Ἅγιο καὶ ἐπὶ πολλὴ ὥρα τὸν καίγανε, ἀλλά δὲν ἔπαθε τίποτε ὁ Ἅγιος, διότι ἡ φωτιὰ ἔσβυσε. Ὁ Ἅγιος λὲς καί ξανάνοιωσε. Στεκότανε εὐθυτενὴς καὶ ροδοκόκκινος.
Τότε ὁ βασιλεὺς εἶπε νὰ τὸν λύσουν καὶ νὰ τὸν πᾶνε κοντά του. Πράγματι τὸν λύσανε. Καὶ ὁ βασιλεύς, διὰ νὰ δικαιολογηθῇ τοῦ εἶπε:
Σοῦ τὰ ἔκαμα αὐτὰ τὰ μαρτύρια ἀπὸ φόβο διότι μοῦ εἶπε ὁ βασιλεύς των Σκυθὼν ὅτι εἶσαι μεγάλος μάγος... Σὲ παρακαλῶ νὰ μὴν μνησικακήσης ἐναντίον μου καὶ σὲ ὅ,τι σὲ ἐρωτήσω νὰ μοῦ ἀπηντήσης. Πές μου πρῶτα πόσων χρονῶν εἶσαι.
Ἑκατὸν δέκα τριῶν χρονῶν, τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἅγιος.
Ἀφοῦ λοιπὸν τόσα χρόνια ἔζησες, πῶς δὲν ἔχεις λίγο μυαλὸ νὰ γνωρίσης τοὺς ἀθανάτους θεούς, παρὰ κάθεσαι καὶ προσκυνᾶς τὸν Χριστόν, σὰν νά εἶσαι ἀνόητος;
Ἐπειδή, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος, τόσα πολλὰ χρόνια ἔζησα, ἐγνώρισα την Ἀλήθεια καὶ προσκυνῶ τὸν Ἀληθινὸ Θεό, τὸν Παντοδύναμο καί Πανοικτίρμονα!
Τα δύο θαύματα
Ἄκουσα, λέγει ὁ βασιλεύς, ὅτι μπορεῖς καὶ νεκροὺς ν’ ἀναστήσης.
Αὐτό, τοῦ ἀπήντησε, μόνον ὁ Δεσπότης — Χριστὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάμη, ὄχι ἄνθρωπος. Τότε ὁ Σεβῆρος διέταξε καὶ φέρανε ἐκεῖ ἕνα δαιμονισμένο, πού βασανιζότανε ὁ δυστυχὴς ἀπὸ τὸν σατανᾶ 36 χρόνια. Ὅταν αὐτὸς ἔφθασε κοντὰ στὸν Ἅγιο, λὲς καὶ καιγότανε ἀπὸ φωτιά, πονοῦσε τρομερά, γι’ αὐτό φώναζε ὁ δαίμονας:
Σὲ παρακαλῶ, δοῦλε τοῦ Χριστοῦ, μὴ μὲ βασανίσης, ἀλλὰ εἰπὲ ἕνα λόγο καὶ βγαίνω. Καὶ ἂν θέλης νὰ διατάξης, θὰ σοῦ πῶ, διατὶ μπῆκα σὲ αὐτόν τὸν ἄνθρωπον.
Λέγε, ἀκάθαρτο πνεῦμα, τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος.
Αὐτός, εἶπε τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ἔκλεψε τὰ πράγματα τοῦ γείτονά του καί κατόπιν ἐσκότωσε τὸν κληρονόμον του. Καὶ ἀφοῦ τὸν βρῆκα σὲ τέτοια ἁμαρτία, μπῆκα μέσα του καὶ τὸν βασανίζω τώρα 36 χρόνια.
Τότε ὁ Ἅγιος ἐπετίμησε τὸν δαίμονα καὶ ἐξῆλθε.
—Πραγματικά, Μέγας εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, εἶπε θαυμάζοντας ὁ βασιλεύς. Ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, ἀπέθανε κάποιος νέος. Καὶ ὁ βασιλεύς λέγει στὸν Ἅγιο:
—Ἀνάστησέ τον αὐτὸν τὸν νεκρὸν ἂν μπορῇς.
Ὁ Ἅγιος γιὰ νὰ δοξασθῇ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἔκαμε πολλὴ προσευχὴ καί ἀναστήθηκε ὁ νεκρός. Αὐτὸ ἔκαμε μεγάλη κατάπληξιν σὲ ὅλους καὶ πολλοί ἀπὸ τὸν ὄχλον πιστέψανε στὸν Χριστό. Ὁ πορωμένος ὅμως ἔπαρχος Κρίσπος εἶπε στὸν βασιλέα:
—Θανάτωσέ τον ἐπὶ τέλους αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον, γιατί μὲ τὶς μαγεῖες του κάνει αὐτὰ τὰ τερατουργήματα.
Ἀμέσως τότε ὁ Σεβῆρος ἄλλαξε γνώμην καὶ λέγει πρὸς τὸν Μάρτυρα.
Θυσίασε, Χαράλαμπε, στοὺς θεοὺς γιὰ ν’ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὰ βασανιστήρια.
Ὅσο περισσότερο μὲ βασανίσης, τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος, τόσο περισσότερο εὐφραίνεται ἡ ψυχή μου.
Τότε ἐξεμάνη ὁ βασιλεὺς καὶ διέταξε νὰ τοῦ συντρίψουν μὲ πέτρες τις σιαγόνες, καὶ νὰ κάψουν μὲ λαμπάδες τὴν γενειάδα καὶ τὸ πρόσωπόν του. Τό πῦρ ὅμως λὲς καὶ εἶχε λογική, πήδησε καὶ ἔκαψε ὅσους στεκόντουσαν κοντά.
Θαυμάζοντας μὲ αὐτά, ποὺ ἔβλεπε, ρωτοῦσε τοὺς γύρω του ἄρχοντας ὁ βασιλεὺς ποιός εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ κάμνει τέτοια τερατουργήματα. Ὁ Κρίσπος, ποὺ ἦταν ἔπαρχος εἶπε περιφρονητικά:
—Γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ γυναῖκα, ποὺ τὴν λέγανε Μαρία, ἀνύπαντρη καὶ ἁμαρτωλή...
—Μὴ βλασφημὰς ἔπαρχε, τοῦ εἶπε ὁ Ἀρίσταρχος, διότι ἐσὺ δὲν ξεύρεις ἀπὸ τέτοια μυστήρια.
Οἱ τύραννοι αἰωροῦνται
Τότε ὁ βασιλεὺς μανιασμένος, γιατί δὲν μποροῦσε νὰ κάμη τίποτε στὸν Ἅγιο γύρισε πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ ἔρριχνε βέλη ἐπάνω στὸν ἀέρα λέγοντας.
Κατέβα, Χριστέ, ἂν εἶσαι Θεὸς στὴ γῆ νὰ πολεμήσουμε. Τότε ὅμως ἔγινε μεγάλος σεισμός. Φόβος καὶ τρόμος κατέλαβε ὅλους. Ἀπὸ τὸ σεισμό φαινότανε ὁ οὐρανὸς ὅτι ἐσείετο σὰν ἕνα δένδρο.
Ἀστραπὲς καὶ βροντές μεγάλες ἠκούοντο καὶ αἴφνης ὁ βασιλεὺς Σεβῆρος καὶ ὁ ἔπαρχος Κρίσπος κρεμαστήκανε ψηλὰ στὸν ἀέρα. Φώναζε δὲ τότε ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Ἅγιον λέγοντας:
Κύριε μοῦ Χαράλαμπε, δίκαια τὰ παθαίνω. Παρακάλεσε ὅμως τὸν Κύριο καί Θεό σου νὰ μὲ γλυτώση ἀπὸ τὴν τιμωρία αὐτὴ καὶ ἐγὼ ὑπόσχομαι νὰ γράψω σέ ὅλες τὶς πόλεις νὰ δοξάζηται τὸ Ὄνομά Του.
Τότε ἦλθε ἐκεῖ καὶ ἡ κόρη τοῦ βασιλέως, ποὺ τὴν λέγανε Γαλήνη καὶ τοῦ λέγει:
—Πίστεψε στὸν Κύριο γιὰ νὰ σὲ γλυτώση καὶ νὰ σὲ λύση ἀπ’ αὐτὰ τὰ δεσμά, γιατί εἶναι Οἰκτίρμων καὶ Πανάγαθος. Πίστεψε, γιατί αὐτὸς ὁ Χριστός εἶναι Ἀληθινός, Θεὸς Ἀθάνατος. Ὅταν τὰ εἶπε αὐτὰ προσκύνησε τὸν Ἅγιο καί τοῦ εἶπε:
—Παρακάλεσε τὸν Κύριο ν’ ἀπαλλάξη τὸν πατέρα μου ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πόνους καὶ ἐὰν μὲν πιστέψη θὰ γίνη μεγάλο καλό, ἐὰν ὄχι θὰ ἔχης τοὐλάχιστον ἐσύ τὸν μισθόν σου μετὰ θάνατον.
Τότε προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος καὶ σταμάτησε ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Κατέβηκαν στή γῆ ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ ἔπαρχος καὶ ἐπήγανε στὸ παλάτι. Μείνανε τρεῖς ἡμέρες ἔχοντας στὸ νοῦ τους διαρκῶς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ὀργήν Του.
Η Ἁγία Γαλήνη
Ἡ κόρη τοῦ βασιλέως Γαλήνη εἶδε ἐν τῷ μεταξὺ ἕνα ὅραμα καὶ τὸ ἀνέφερε στὸν Ἅγιο.
—Μοῦ φάνηκε, τοῦ εἶπε, πὼς βρέθηκα σὲ ἕνα περιβόλι ὡραιότατο, ποὺ εἶχε δένδρα εὐωδέστατα καὶ κρυστάλλινη πηγή. Ἐκεῖ κοντὰ ἤτανε ὁ πατέρας μου καὶ ὁ ἔπαρχος, ἀλλὰ ὁ φύλαξ τοῦ κήπου τους ἔδιωξε μὲ μιὰ πύρινη ράβδο, ἐμένα ὅμως μὲ ἐσήκωσε καὶ μὲ ἔβαλε μέσα μὲ τιμὴ καὶ μοῦ εἶπε:
Σὲ σένα δόθηκε ἡ κατοικία αὐτὴ καὶ σὲ ὅσους σοῦ ὁμοιάζουν γιὰ νά εὐφραίνεσθε μαζὶ πάντοτε. Αὐτὰ εἶδα καὶ σὲ παρακαλῶ, διδάσκαλε, νὰ μοῦ τὰ ἐξηγήσης.
Ὁ κῆπος, τῆς ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος, ποὺ εἶδες εἶναι ὁ Παράδεισος των δικαίων καὶ ἐναρέτων εἰς τὸν ὁποῖον σὲ ἔβαλε ὁ Δεσπότης - Χριστός. Καί τοῦτο γιατί Τὸν πίστεψες. Τὸν πατέρα σου ὅμως καὶ τὸν ἔπαρχο τοὺς ἔδιωξε γιατί δυστυχῶς θὰ ἀποστατήσουν πάλιν ἀπὸ Αὐτὸν καὶ θὰ μᾶς κακοποιήσουν οἱ δυστυχεῖς καὶ ἀχάριστοι.
Ἔπειτα ἀπὸ τριάντα ἡμέρες ὁ Σεβῆρος ἄλλαξε γνώμη. Κάλεσε τὸν Ἅγιον καὶ τοῦ εἶπε:
Θυσίασε στοὺς θεούς. Μ’ αὐτὸ θὰ ὑπακούσης στὴν ἐντολήν μου καὶ θὰ τιμήσης τὸν ἑαυτόν σου.
Τὰ λόγια σου, βασιλεῦ, εἶναι πικρὰ καὶ ἀσύνετα. Δὲν πρέπει νά συμμορφωθῶ σ’ αὐτά, ἐγὼ εἶμαι δοῦλος τοῦ Θεοῦ καὶ σ’ Αὐτὸν ὑπακούω.
Τοῦ κακοφάνηκε τοῦ βασιληά, ποὺ τοῦ ἀντιμίλησε. Γι’ αὐτὸ διέταξε νά βάλουν στὸν στόμα του ἕνα χαλινάρι, σὰν νὰ ἦταν ἄλογο, καὶ νὰ τὸν σύρουν σ’ ὅλη τὴν πόλι γιὰ νὰ τὸν ρεζιλέψουν. Τὸ εἶπαν καὶ τὸ κάμανε. Ὁ Ἅγιος ὅμως στὸ διάστημα αὐτὸ προσευχότανε λέγοντας:
Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Σὺ ἔπλασες τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν τίμησες μέ τὴν θείαν Σοῦ Εἰκόνα. Ἐπίβλεψε καὶ ἴδε τὴν μανίαν τοῦ ἐκτελεστοῦ τυράννου διότι τὰ παθαίνω αὐτὰ γιὰ τὸ Ὄνομὰ Σοῦ τὸ Ἅγιον.
Στο σπίτι τῆς ἀκόλαστης χήρας
Τότε θύμωσε ὁ τύραννος κι’ ἔστρεψε τὴν ὀργή του στὸν Ἅγιο, ποὺ δίδαξε τὴν Γαλήνη. Καὶ γιὰ νὰ τὸν ἐξευτελίση διέταξε νὰ τὸν παραδώσουν σὲ μιά χήρα καὶ ἀκόλαστη γυναῖκα γιὰ νὰ τὸν φυλάξη στὸ σπίτι της. Ἀλλὰ ὁ Θεός τὸν ἐφύλαξε ἀπὸ τὸν ἐξευτελισμὸν ὡς ἑξῆς:
Μόλις πῆγε ὁ Ἅγιος στὸ σπίτι της ἀκούμπησε σὲ ἕνα ξηρὸν ξύλινο στῦλο. Καὶ ὦ! τοῦ θαύματος ἀμέσως ὁ ξηρὸς στῦλος ἐβλάστησε κι’ ἔκανε τόσα κλωνάρια ὥστε ἐγέμισε ὅλο τὸ σπίτι. Ἡ χήρα ἐκείνη μόλις εἶδε τέτοιο παράδοξο θαῦμα προσκύνησε τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ εἶπε;
Πήγαινε ἀπὸ τὸ σπίτι μου κύριε, γιατί δὲν εἶμαι ἀξία γιὰ νὰ εἶσαι κοντά μου.
Μὴ φοβᾶσαι παιδί μου, τῆς εἶπε ὁ Ἅγιος, πίστεψε μονάχα στὸν Κύριο, ποὺ εἶναι Θεὸς σπλαχνικός.
Τὴν ἄλλην ἡμέρα, ποὺ εἶδαν οἱ γείτονες τῆς χήρας τέτοιο μεγάλο δένδρο μέ ἄνθη καὶ καρποὺς μέσα στὸ δωμάτιό της, ἐθαύμασαν καὶ μπήκανε μέσα στό σπίτι. Βρήκανε ἐκεῖ τὸν Ἅγιο, ποὺ δίδασκε καὶ τὸν ἐρώτησαν:
Πές μας, σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ποὺ λένε;
—Ὄχι, τοὺς ἀπάντησε. Ἐγὼ εἶμαι δοῦλος τοῦ Δεσπότου — Χριστοῦ του Ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν Χάριν Του καὶ τὴν δύναμίν Του κάμνω τὰ θαύματα.
Τότε ἡ γυναῖκα ἐκείνη τοὺς εἶπε τὴν ὑπόθεσιν καὶ ἐγκωμίαζε τὸν Ἅγιον. Ὅλοι τους δὲ τὸν προσκύνησαν, πιστέψανε στὸν Χριστὸ καὶ βαπτιστήκανε. Τὴν ἄλλην ἡμέρα ἀνήγγειλαν στὸ βασιληὰ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός. Καὶ ἐνῷ ὅλοι ἐθαυμάζανε, ὁ πορωμένος ἔπαρχος εἶπε:
—Πρόσταξε βασιλεῦ ν’ ἀποκεφαλίσουν αὐτὸν τὸν πλάνον, γιὰ νὰ μὴν μείνη καὶ κάνη καὶ ἄλλα τέρατα καὶ σημεῖα καὶ πιστέψουν στὸν Χριστό περισσότεροι.
Τέλος εἰρηνικόν
Πράγματι ὁ βασιλεὺς ἐξέδωκε ἐναντίον τοῦ Ἁγίου τὴν καταδικαστικήν ἀπόφασιν. Οἱ δήμιοι ἐπῆραν τὴν ἀπόφασιν, πήρανε καὶ τὸν Ἅγιο καὶ τόν φέρανε στὸν τόπο τῆς θανατικῆς ἐκτελέσεως.
Ο Ἅγιος Χαράλαμπος καιόμενος ἐπὶ τῆς πυρᾶς
Ὁ Ἅγιος ὅμως στὸ δρόμο, καθὼς ἔσερνε τὰ κουρασμένα καὶ πληγωμένα καί γέρικα πόδια του, προσευχότανε μὲ ψαλμοὺς πρὸς τὸν Κύριον, ποὺ τούς ἤξερε ἀπ’ ἔξω. Ἔλεγε μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὸν ἑκατοστὸ ψαλμό:
«Ἔλεος καὶ κρίσιν ἄσομαί Σοὶ Κύριε...».
Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφτασε ἐκεῖ σήκωσε τὰ χέρια του καὶ τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε:
Σ’ εὐχαριστῶ, Κύριε, εἶπε, γιατί εἶσαι ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος. Σύ Παντοδύναμε ἐκτύπησες τὸν ἐχθρόν μας διάβολον. Σὺ ἐκτύπησες καὶ τὸν Ἅδην μὲ τὸ νὰ ἀπαλλάξης ἀπὸ τὸν θάνατο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου.
Τότε συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς θαυμαστόν. Ἀνοίξανε γιὰ μιὰ στιγμὴ οἱ Οὐρανοί, φάνηκε ὁ Χριστὸς μὲ πλῆθος Ἀγγέλων. Κατέβηκε κοντά του καὶ τοῦ λέγει:
— Ἔλα, προσφιλέστατε καὶ ἀγαπημένε μου Χαράλαμπε, ποὺ τόσο πολύ κακοπάθησες, γιὰ τ’ Ὄνομὰ Μοῦ. Ζήτησέ Μοῦ ποίαν χάριν θέλεις καὶ θ’ ἀκούσω τὴν δέησίν σου.
— Καὶ τὸ ὅτι ἀξιώθηκα, ἀποκρίθηκε ὁ Μάρτυρας, νὰ ἰδῶ τὴν φοβερὰν δόξαν τῆς παρουσίας Σου, αὐτὸ εἶναι μεγάλο χάρισμα σ’ ἐμένα τὸν ἐλάχιστο. Ἀλλά ἐπειδὴ ἡ ἀγαθότης Σου, Κύριε, μὲ προστάζει νὰ Σοῦ ζητήσω χάρι, παρακαλῶ νὰ μοῦ κάνης τὴν ἑξῆς:
Σὲ ὅποιο τόπο βρεθῇ τεμάχιο ἀπὸ τὸ λείψανόν μου καὶ σ’ ὅποια χώρα γιορτάζουν τὸ μαρτύριό μου, νὰ μὴν γίνη ἐκεῖ ποτὲ πεῖνα, οὔτε πανώλης ποὺ θὰ θανατώνη τοὺς ἀνθρώπους πρόωρα. Οὔτε πονηρὸς ἄνθρωπος ποὺ νά βλάπτη τοὺς καρπούς, ἀλλὰ νὰ εἶναι σ’ αὐτὸν τὸν τόπον εἰρήνη σταθερή, ψυχῶν σωτηρία καὶ σωμάτων θεραπεία. Νὰ εἶναι ἀφθονία σίτου, οἴνου, ἐλαίου, τετραπόδων καὶ ἄλλων χρησίμων πραγμάτων.
Τύλαγε δὲ γερὰ τὰ βόδια καὶ ὅλα τὰ τετράποδα ζῶα τῶν ἀνθρώπων γιὰ νά γεωργοὺν τὴ γῆ καὶ νὰ δοξάζηται τὸ Ὄνομά Σου. Συγχώρεσε, Κύριε, σέ παρακαλῶ καὶ τὶς ἁμαρτίες των, ὡς Ἀγαθὸς καὶ Φιλάνθρωπος.
—Νὰ γίνη πιστὲ Μοῦ δοῦλε, τὸ θέλημά σου! Εἶπε ὁ Κύριος καὶ ἀμέσως ἐξηφανίσθη.
Μετὰ ταῦτα, ὁ Ἅγιος παρέδωσε ἀμέσως τὴν ἁγιασμένη του ψυχὴ στὸ Χριστό εἰρηνικά, πρὶν προλάβη ὁ δήμιος νὰ τοῦ κόψη τὴν κεφαλήν! Ὁ Θεὸς δέν θέλησε νὰ ταλαιπωρηθῇ περισσότερο. Ἀρκετὰ βασανίστηκε.
Τα ἅγια λείψανά του θαυματουργούν
Τὸ Ἅγιὸ τοῦ λείψανο τὸ παρέλαβε κατόπιν ἡ μακαρία Γαλήνη καὶ τό ἐνεταφίασε μέσα σὲ χρυσῆ θήκη, ἀφοῦ τοῦ ἔβαλε πολύτιμα μύρα καὶ ἀρώματα. Κατόπιν τὸ Ἅγιο καὶ πανσεβάσμιο λείψανο τοῦ ἐνδόξου Ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους, μοιράστηκε χάριν εὐλαβείας στοὺς ἀπανταχοῦ Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Διώχνει δὲ τὸ Ἅγιο λείψανο τὰ βάσανα καὶ κάθε ἀσθένεια, ἀπό ὅσους τὸν παρακαλοῦνε.
Ὑπάρχουν καὶ σήμερα σὲ πολλοὺς Ναοὺς καὶ Μοναστήρια τεμάχια λειψάνων του Ἁγίου Χαραλάμπους. Ἡ Ἁγία καὶ πάντιμος Κάρα του βρίσκεται ἐπάνω στά Μετέωρα τῆς Θεσσαλίας, εἰς τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Κάμνει δὲ συχνὰ παράδοξα κι’ ἐκπληκτικὰ θαύματα. Ὑπάρχει ἐκεῖ καὶ φυλλάδα, ποὺ περιέχει τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου.
Ἰδίως φυλάττει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν φοβερὴ νόσο τῆς πανώλους. Γι’ αὐτό ὅσες φορὲς ἐνέσκηπτε ἡ φοβερὴ αὐτὴ ἀρρώστεια, κατεβάζανε οἱ Πατέρες την Ἁγία Κάρα του κάτω στὶς πόλεις καὶ τὸ κακὸ σταματοῦσε ἀμέσως. Τὸ 1812 ἡ τρομερὴ ἀρρώστεια τῆς πανώλους ἐθέριζε ὅλη τὴν Ἤπειρο. Τότε κάποιος, Μολοσσὸς ὀνόματι, πατέρας τοῦ Ζώτου Μολοσσοῦ, ποὺ ἔγραψε τὸ λεξικό των Ἁγίων Πάντων, ἐπῆγε στὰ Μετέωρα κι’ ἔφερε στὴν Ἤπειρο τὴν Τιμία Κάρα του Ἁγίου Χαραλάμπους καὶ σταμάτησε τὸ θανατικό.
Ἐπίσης πολλοὶ πιστοὶ τὴν καλοῦνε στὰ σπίτια τους, τὴν κατασπάζονται μ’ εὐλάβεια καὶ κάνουν Ἁγιασμό. Καὶ ἔτσι ἀπαλλάσσονται ἀπὸ κάθε κακό.
Τὸ 1897 ἔγινε ὁ Ἑλληνοτουρκικός πόλεμος. Τότε οἱ Τοῦρκοι πήρανε την Ἁγία Κάρα καὶ τὴν ἐκτύπησαν μὲ χίλιους δυὸ τρόπους γιὰ νὰ ἀνοίξη καὶ νά πάρουν μόνον τὸ ἀργυρὸ κουτί της. Δὲν μπορέσανε ὅμως νὰ τὸ ἀνοίξουνε. Ὁ Θεός τους ἔδωσε τὴν τιμωρίαν, γιατί κάνανε οἱ Τοῦρκοι καὶ ἄλλες ἱεροσυλίες. Ἀρρωστήσανε δὲ ὅλοι τους βαριά. Πεθάνανε τότε 35.000 Τοῦρκοι στὴν Θεσσαλία ἀπὸ τῦφο διὰ θαύματος τοῦ Ἁγίου.
Ὅταν ἔμαθε ὁ Σουλτᾶνος, ὅτι χάθηκε τόσος πολὺς στρατὸς στὴν Θεσσαλία, ἔγραψε στὸν Διοικητὴ τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ, Ἐδέμ, ἐπίσημο γράμμα καὶ τόν ρωτοῦσε:
—Πῶς χάθηκε αὐτὸς ὁ στρατός, ἀφοῦ δὲν ἔγινε καμμιὰ μάχη μὲ τοὺς Ἕλληνας; Καὶ ὁ Ἐδὲμ ἀπήντησε τότε ὡς ἑξῆς!
—Ὅσοι Τοῦρκοι χάλασαν Ἐκκλησίες καὶ Μοναστήρια πεθάνανε ἀπὸ τῦφο. Ἐγώ το χέρι τοῦ Θεοῦ δὲν μπόρεσα νὰ Τὸ ἐμποδίσω. Ὅλοι οἱ κακοὶ Τοῦρκοι κακῶς ἀπέθαναν!
ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΑΥΜΑΤΑ
Πολὺ τιμᾶται σήμερα ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα. Εἰς τάς Ἀθήνας ὑπάρχουν δύο Ναοὶ ποὺ γιορτάζουνε μεγαλοπρεπῶς στὶς 10 Φεβρουαρίου. Ὁ Ἕνας εἶναι στὰ Ἰλίσσια καὶ ὁ ἄλλος στὸ πεδίον τοῦ Ἄρεως. Ἰδιαιτέρως ὅμως τιμᾶται καὶ μεγαλοπρεπῶς ἑορτάζεται εἰς τὰ Φιλιατρά της Πελοποννήσου.
Τὸ σπουδαῖον εἶναι εἰς τὸν Ἅγιον αὐτόν, ὅτι ἡ μνήμη του διατηρεῖται μέχρι σήμερον τόσον ζωηρή, καίτοι πέρασαν αἰῶνες, καὶ μολονότι δὲν εἶχε συγγράμματα ποὺ νὰ διαβάζονταν καὶ νὰ τὸν φέρνουν στὸ μυαλό μας. Ποῦ ὀφείλεται αὐτό; Ἀσφαλῶς ὀφείλεται στὴν μεγάλην ἁγιότητά του, στὰ σκληρά μαρτύριά του καὶ στὰ πολλὰ θαύματά του, ποὺ ἔχει κάμει μέχρι σήμερα καί κάμει συνεχῶς. Εἶναι δὲ τόσα πολλὰ τὰ θαύματά του, ποὺ γιὰ νὰ γραφοῦν δὲν ἔφθανε ὄχι μόνον τὸ βιβλιαράκι αὐτό, ἀλλὰ καὶ πολύτομα καί πολυσέλιδα βιβλία.
Ἀναφέρομεν ἐνδεικτικῶς μόνον δύο θαύματά του σύγχρονα.
Πως ἔσωσε τὴν πόλιν τῶν Φιλιατρῶν
Τὸ ἕνα ἔγινε στὰ Φιλιατρὰ τὸ 1943, στὸ καιρὸ τῆς μαύρης Κατοχῆς της Ἑλλάδος ἀπὸ τοὺς Γερμανούς. Τὸ θαῦμα αὐτὸ συνεκίνησε καὶ συγκινεῖ μέχρι σήμερα, ὄχι μόνον τους Φιλιατρινούς, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς Ἕλληνας.
Τὸ Γερμανικὸ Στρατηγεῖο ἀπὸ τὴν Τρίπολι διέταξε τὸν Γερμανὸ Διοικητή των Φιλιατρῶν, Κοντάου ὀνόματι, γιὰ κάποιο σαμποτὰζ ποὺ εἶχαν κάνει οἱ ἀντάρτες, νὰ κάψουν τὴν πόλιν τῶν Φιλιατρῶν, νὰ σκοτώσουνε ἕνα ἀριθμόν προκρίτων Φιλιατρινῶν καὶ νὰ συλλάβουνε 1.500 ἄλλους Φιλιατρινοὺς καὶ νά τοὺς στείλουν στὴ Γερμανία, ἀπὸ ὅπου φυσικὰ δὲν ἐπρόκειτο νὰ γυρίση κανένας πίσω.
Ὁ ἀξιωματικὸς Κοντάου ἔδωσε μὲ τὴν σειρὰ τοῦ διαταγὴ στοὺς στρατιῶτες τοῦ νὰ προχωρήσουν τὴν ἄλλη ἡμέρα στὶς ἕξη τὸ πρωὶ μὲ τὰ σύνεργα της καταστροφῆς, χωρὶς οἶκτο στὴν ἐκτέλεσι τῆς διαταγῆς.
Αὐτό, τὸ ἔμαθε στὴν Τρίπολι ὁ ἱεροκῆρυξ Ἀρχιμανδρίτης Θεόδωρος Κωτσάκης, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὰ Φιλιατρά, θλῖψις καὶ στενοχώρια κατέλαβε ὅλους, δέν ξέρανε τί νὰ κάνουνε γιὰ νὰ γλυτώσουν τα Φιλιατρὰ καὶ τούς Φιλιατρινούς. Ἐπῆρε κάποιον ποὺ ἐγνώριζε τὰ γερμανικὰ καὶ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Γερμανοῦ στρατηγοῦ στὴ Τρίπολι. Σταθήκανε στὸ διάδρομο. Ἀλλά ἀκούσανε μέσα στὸ γραφεῖο τοῦ στρατηγοῦ φωνές, κακό, βρισιές, ἀναστάτωση μεγάλη. Κάποια Ἑλληνίδα τὸν τράβηξε ἀπὸ τὸ ράσο νὰ φύγη, γιὰ νὰ μήν τοὺς ἐκτελέσουν ἐπὶ τόπου καὶ αὐτούς.
Βγαίνοντας τότε ὁ ἱεροκῆρυξ, εἰδοποίησε ὅλα τὰ σπίτια των Φιλιατρινῶν στὴν Τρίπολι νὰ προσευχηθοῦν τὴ νύκτα στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο, τὸν πολιοῦχο τῶν Φιλιατρῶν γιὰ νὰ βάλη τὸ χέρι του. Αὐτὸς δὲ κλείστηκε στὸ δωμάτιό τοῦ καὶ προσευχότανε μὲ πόνο. Τὸ ἴδιο κάνανε στὰ Φιλιατρὰ οἱ κάτοικοι, ποὺ κάτι μυριστήκανε καὶ αὐτοί.
Ὁ Ἅγιος ἄκουσε τὴν προσευχή τους καὶ ἔκανε τὸ θαῦμα. Ὁ Ἅγιος παρουσιάζεται τὴν νύκτα στὸν Κοντάου ποὺ κοιμότανε. Παρουσιάστηκε σάν γέροντας σοβαρός, μεγαλοπρεπής, ἱεροπρεπής, ἱεροφορεμένος καὶ μέ κατάλευκη γενειάδα. Ἤτανε μιὰ φυσιογνωμία, ποὺ δὲν τὴν εἶχε δὴ ποτὲ στή ζωή του ὁ προτεστάντης ἢ μᾶλλον ἄπιστος Γερμανός. Ὁ σεβάσμιος γέροντας τοῦ εἶπε μὲ γλυκύτητα:
—Ἄκουσε, παιδί μου, τὴ διαταγὴ ποὺ ἔλαβες νὰ μὴν τὴν ἐκτελέσης.
Τὸ ὄνειρο ἦταν ζωηρὸ καὶ τοῦ ἔκανε ἐντύπωσι. Ξύπνησε καὶ ξανακοιμήθηκε, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀπόφασι νὰ ἐκτελέση τὴν διαταγήν. Ξανὰ παρουσιάζεται ὁ Ἅγιος στὸν ὕπνο του καὶ τοῦ λέγει:
—Αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπα νὰ κάμης. Τὴν διαταγὴ νὰ μὴ τὴν ἐκτελέσης. Μὴ φοβηθῇς. Ἐγὼ θὰ φροντίσω νὰ μὴν τιιμωρηθής.
Ξαναξύπνησε καὶ στὸ μυαλό του στριφογύριζαν τὰ λόγια ποὺ τοῦ εἶπε. Ἀλλά ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴν ἐκτελέση τὴν διαταγή, διότι θὰ ἐκτελοῦσαν αὐτὸν οἱ Γερμανοί. Ξανακοιμήθηκε. Ξαναπαρουσιάζεται καὶ ἐκ τρίτου ὁ σεβάσμιος γέροντας καὶ τοῦ λέγει:
—Σοῦ εἶπα νὰ μὴν φοβηθῇς. Ἐγὼ θὰ φροντίσω καὶ δὲν θὰ τιμωρηθῇς. Θὰ σέ φυλάξω δὲ ἐσένα καὶ ὅλους τοὺς ἄνδρας σου καὶ θὰ γυρίσετε πίσω στά σπίτια σας, χωρὶς νὰ πάθη κανένας τίποτε.
Στὴν ἀρχὴ θέλησε νὰ ἀρνηθῇ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, καὶ νά παραστήση τὸν γίγαντα. Ἀλλὰ παρ’ ὅλη τὴν ἀθεΐα του, λύγισε, διότι ἐν συνεχεία τὴ νύχτα ἐκείνη, ὁ Γερμανὸς ἀξιωματικός, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, ἄκουσε στὸν ὕπνο του φωνὲς καὶ κλάμματα, σὰν προέρχωνται ἀπό τυραννισμένους ἀνθρώπους κάπου ἐκεῖ δίπλα στὴν αὐλή του.
Ὕστερα πλησίαζαν ζωντανὲς μορφές, ποὺ ἔμοιαζαν σὰν γυναῖκες, γυναῖκες πολλές, ποὺ κτυποῦσαν κεφάλια καὶ στήθια ἀπὸ ἀφόρητη δυστυχία καὶ πόνο. Θρηνοῦσαν, ἀγανακτοῦσαν καὶ καταριόντουσαν ἀπὸ πόνο γιὰ τὴν σφαγή των παιδιῶν τους καὶ τῶν ἐγγονῶν τους, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνη. Ὅλες αὐτὲς οἱ φωνὲς γίνανε ὑστέρα σύννεφο καὶ ἀνέβαιναν πρὸς τὰ ὕψη τοῦ Οὐρανοῦ, χωρίς νὰ πέφτη τίποτε στὴ γῆ.
Καὶ ἀκόμη ἔβλεπε στὸν ὕπνο του ὁ Γερμανὸς ἀξιωματικὸς κάτι σκοτεινόμακρα σύννεφα, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ δωμάτιό του καὶ ἀνέβαιναν καὶ σκίαζαν τον ἥλιον, ὁ ὁποῖος κρυβότανε ἀπὸ τὰ σύννεφα αὐτὰ σὰν νὰ ἤτανε ἄνθρωπος καί σκοτείνιαζε τὰ πρόσωπα τῶν στρατιωτῶν του.
Ἄλλοι ἀπὸ τοὺς Γερμανούς τρόμαζαν καὶ ἄλλοι ζητοῦσαν βοήθειαν, κάμνοντας τὸν Σταυρό τους. Καί ὅλοι τους τρέχανε νὰ κρυφτοῦνε πίσω ἀπὸ τοὺς κορμοὺς τῶν ἐλαιῶν.
Ἀπὸ τὸν τρόμο του ξύπνησε. Πῆγε νὰ μιλήση, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε, παρά κρατοῦσε ἀνοιχτὸ τὸ στόμα του καὶ κοίταζε τὴν εἰκόνα τοῦ ὀνείρου του. Κοίταζε τὸ γέρο ἐκεῖνο, ποὺ τὸν εἶδε μέσα στὸ ὄνειρό του τρεῖς φορὲς καί ὁ ὁποῖος εἶχε μορφὴ Ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὅταν συνῆλθε ἀπὸ τούς ἐφιάλτες, ἄρχισε νὰ σκέφτεται τὸ κακό, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνη: Νά σκοτώνωνται ἄνθρωποι καὶ σὰν τὰ σκυλιὰ νὰ μένουν ἄθαφτοι. Νὰ καίγωνται σπίτια σὲ ἕνα λεπτό, ποὺ ἀπαιτοῦσαν αἰῶνες γιὰ νὰ κτισθοῦν!
Οἱ σκέψεις αὐτὲς τὸν ἀναστάτωσαν. Ἀλλὰ πάλιν ἔλεγε:
—Ἐγὼ εἶπα νὰ κάψω τὴν πόλιν. Καὶ θὰ τὴν κάψω.
Τότε ἔκλεισε τὰ μάτια του. Καὶ ὁ γέρος, ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος, ἐμφανίσθηκε ξανὰ μπροστά του ἀπειλητικὸς καὶ ἐπίμονος. Μὲ φωνὴ δὲ δυνατὴ καί ἐπιτακτικὴ τοῦ εἶπε:
—Πρόσεξε! Ἡ πόλις δὲν θὰ καῇ καὶ οἱ κάτοικοι δὲν θὰ συλληφθοῦν. Εἶναι ἀθῶοι. Τὸ ἀκοῦς;
Σηκώθηκε τότε ὁ Γερμανός, στερέωσε τὰ γόνατά του, ποὺ τρέμανε καὶ πῆρε τὸ τηλέφωνο. Μὲ τρεμάμενη φωνὴ τηλεφωνοῦσε στὴ Τρίπολι, στὸ Γερμανό Διοικητὴ τῆς Πελοποννήσου. Καὶ ὁ Διοικητὴς ἐκεῖνος ἄνοιγε τὸ στόμα του, γιὰ νὰ δώση συμβουλὲς ἀλλὰ πάλιν κόμπιαζε.
Πήγαινε νὰ ἀγριέψη, γιὰ νά ἐκτελεστὴ ἡ διαταγή του, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Τί εἶχε συμβῇ; Καὶ ὁ ἴδιος αὐτὸς τὸ ἴδιο βράδυ εἶχε δὴ στὸ ὄνειρό του τὸν Ἅγιο Χαράλαμπο ὅπως τόν εἶδε καὶ τὸν περιέγραψε στὸ τηλέφωνο καὶ ὁ ἀξιωματικός του ἀπὸ τά Φιλιατρά. Τελικὰ ἀποφάσισε καὶ εἶπε στὸν ἀξιωματικὸ τῶν Φιλιατρῶν:
—«Γράψατε. Ἀναστέλλω τὴν καταστροφὴν τῆς πόλεως. Ἔλθετε ἀμέσως ἐνώπιόν μου αὔριον μεσημβρία».
Ὅταν ξημέρωσε ἀνακοινώθηκε ἡ ἀνάκλησις τῆς ἀποφάσεως τῶν Γερμανῶν. «Τό ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ πρωὶ ἀγαλλίασις». Ξεχύθηκαν στό ἄκουσμα χαρούμενοι οἱ ἄνθρωποι στὰ καφενεῖα, στὴ πλατεῖα, στούς δρόμους...
Μιὰ ὁμάδα, τότε ἀπὸ Γερμανοὺς στρατιῶτες καὶ ὑπαξιωματικούς, ἔχοντες στή μέση τὸν ἀξιωματικὸ τοὺς Κοντάου καὶ δυὸ Ὀρθοδόξους ἱερεῖς, περνοῦσαν ἀπὸ τοὺς δρόμους καὶ πηγαίνανε ἀπὸ τὴ μιὰ Ἐκκλησία στὴν ἄλλη. Ἀρχίσανε ἀπὸ τὸν Ἄη Γιάννη, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόλαο, τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο καὶ τελικά κατευθυνόνταν πρὸς τὴν Παναγιά.
Ὁ ἀξιωματικὸς ἔψαχνε νὰ βρῇ τὴν Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο του. Ὅταν τοῦ ἀνοίξανε τὴν πόρτα τοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας, ἀνεγνώρισε μέσα στὶς εἰκόνες τὸν Ἅγιο Χαράλαμπο, ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο του καὶ τόν πρόσταζε. Ἡ φωνή του κόπηκε. Ντράπηκε γιὰ τὸν ἐγωισμό του.
Σκέπασε μὲ τά χέρια του τὸ πρόσωπό του. Σὲ λίγο τὰ κατέβασε. Ἔκαμε, αὐτὸς ὁ Προτεστάντης καὶ ἄθεος, τὸν Σταυρό του. Εἶπε μερικὲς προσευχὲς στή γλῶσσα του, τὶς ὁποῖες οἱ ἱερεῖς δὲν μπορέσανε νὰ τὶς ἑρμηνεύσουν.
Ρώτησε ἐν συνεχείᾳ τοὺς Ἱερεῖς νὰ τοῦ ποῦνε ποιός ἤτανε ὁ γέροντας της εἰκόνος. Τοῦ διηγηθήκανε, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος ποὺ ὑπέστη πολλὰ μαρτύρια γιὰ τὸ Χριστό. Τοῦ εἴπανε ἔπειτα γιὰ τὰ θαύματα πού ἔκανε, καὶ κάμνει καὶ ἄλλα πολλά.
Ἡ χαρά των Φιλιατρινῶν καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη τους στὸν Ἅγιο δέν περιγραφότανε. Δοξάζανε τὸ Θεὸ καὶ εὐχαριστούσανε τὸν Ἅγιο Χαράλαμπο γιά τὸ θαῦμα του.
Ὅπως δὲ τοῦ εἶπε τοῦ Φρουράρχου, ὁ Ἅγιος, αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ ἄνδρες της φρουρᾶς ἐκείνης ἐπέστρεψαν, ὅταν τελείωσε ὁ πόλεμος, στὴ Γερμανία καί στὰ σπίτια τους, χωρὶς νὰ πάθη κανείς τους τίποτε.
Διετήρησε δὲ ὁ Γερμανὸς ζωηροτάτην τὴν μνήμην τοῦ θαύματος κι’ εὐγνωμονοῦσε τὸν Ἅγιο. Ἤθελε νὰ ἐπιστρέψη ἀπὸ τὴν Γερμανία γιὰ νὰ τόν προσκυνήση. Πράγματι, ἔπειτα ἀπὸ δύο χρόνια, ξεκίνησε μὲ τὴν γυναῖκα του καὶ ἤλθανε ἀπὸ τὴν Γερμανία στὰ Φιλιατρά. Δὲν πρόλαβε ὅμως τὴν γιορτή τοῦ Ἁγίου, διότι ἔφτασε μιὰ μέρα ἀργότερα, στὶς 11 Φεβρουαρίου.
Ὅταν ὅμως τὸν εἴδανε οἱ Φιλιατρινοί, χαρήκανε χαρὰ μεγάλη καί ξαναγιορτάσανε. Ψάλλανε δοξολογία καὶ τοῦ κάνανε ὑποδοχές, γιορτές, τραπέζια καὶ χαρές. Μέχρι σήμερα πολλὲς φορὲς ὁ Γερμανὸς αὐτὸς μὲ τήν γυναῖκα του, τὰ παιδιά του καὶ μὲ ἄλλους πατριῶτες του πήγαινε στὶς 10 Φεβρουαρίου στὰ Φιλιατρὰ καὶ προσευχηθήκανε μὲ πίστι στὸν Ἅγιο. Στήν καρδιά του ἄνθισε ἡ Ὀρθοδοξία.
Στην Πολυκλινικὴ τῶν Ἀθηνῶν
Τὸ ἄλλο θαῦμα ἔγινε εἰς τὸν Κων/τίνον Λιβαδάν, ὑπάλληλον τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου, ὅταν ἤτανε νέος. Ἰδοὺ πῶς τὸ περιγράφει:
«Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1931 ἐνοσηλευόμην στὴν Πολυκλινικὴν Ἀθηνῶν μέ ἀπόστημα εἰς τὸ ἧπαρ. Ἐπὶ τεσσάρας ἑβδομάδας μὲ ἐβασάνιζε ὁ πυρετός. Εἶχαν νυχθημερὸν 38-40 βαθμοὺς καὶ πόνους φοβερούς. Ἀπεφασίσθη νὰ γίνη ἐγχείρισις.
Ἦταν παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους 9 Φεβρουαρίου τοῦ 1931. Τὸ ἑσπέρας καὶ ἐνῷ εὑρισκόμην ἕνεκα τοῦ μεγάλου πυρετοῦ εἰς λήθαργον καί ἐξαντλητικὴν κατάστασιν, βλέπω νὰ εἰσέρχεται ἕνας ἱερωμένος μεγαλοπρεπής μὲ μακρυὰ γενειάδα. Ἐπλησίασε ἐμένα καὶ ὄχι τον ἀπέναντί μου ἀσθενῆ, ποὺ χαροπάλευε ἀπὸ περιτονίτιδα. Μοῦ ἐθώπευσε τὸ κεφάλι καὶ μοῦ εἶπε: «Μὴ φοβᾶσαι... Αὔριο θὰ εἶσαι τελείως καλά. Εἶσαι καλὸ παιδί».
Ἐρώτησα, ὅταν ἔφυγε, τὴν εὑρισκομένην κοντά μου καὶ τελοῦσαν χρέη νοσοκόμου Μοναχὴν Εὐανθίαν, ποιός ἦτο ὁ Κληρικός, ποὺ ἦλθε;
—Δὲν εἶδα κανένα Κληρικό, εἶπε ἐκείνη.
Τῆς ἐξιστόρησα κατόπιν τὸ συμβάν. Σταυροκοπήθηκε καὶ μοῦ εἶπε:
—Αὔριον εἶναι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, θὰ εἶσαι καλά.
Ἔπεσα κατόπιν εἰς βαθύτατον ὕπνον. Ὁ πυρετὸς ἀπὸ τὴν ὥραν ἐκείνην ἄρχισε νὰ κατεβαίνη. Τὸ πρωὶ ἤμην ἀπύρετος, τελείως καλὰ καὶ χωρὶς πόνους στό ἧπαρ. Τὸ πρωὶ μὲ ἐξήτασαν ὁ χειροῦργος καθηγητὴς Ν. Ἀλιβιζάτος καὶ ὁ ἀδελφός του Ἀνδρέας, παθολόγος, νὰ κανονίσουν τά της ἐγχειρίσεώς μου. Ἐρευνοῦσαν καὶ ἀναζητοῦσαν διά της ψηλαφίσεως τὸ ἀπόστημα, ἀλλὰ δὲν τό εὕρισκον, οὔτε τὴν σκλήρυνσιν καὶ τὴν διόγκωσιν (ὀκτὼ δακτύλων) του ἥπατος. Τὸ ἧπαρ ἦτο φυσιολογικόν!
Ἡ Μοναχὴ ἐξιστόρησε εἰς τοὺς Καθηγητὰς τὸ νυκτερινὸ συμβάν. Μοῦ δείξανε καὶ τὴν Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, τὴν ὁποίαν ἀνεγνώρισα. Ἦταν ὁ ἴδιος ποὺ εἶχα ἰδῇ. Οἱ καθηγηταὶ κατάπληκτοι ἀνεφώνησαν:
—Ψηλὰ τὰ χέρια. Κάτω τὰ μαχαίρια. Ἀπόψε ἔγινε θαῦμα τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στὴν Πολυκλινική!
Ἀργότερα καὶ μετὰ παρέλευσιν ἐτῶν ἔμαθα, ὅτι ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος εἶναι ἰατρὸς τῶν λοιμωδῶν νόσων, ὅπως ἦταν καὶ ἡ ἰδική μου».
Κ. ΛΕΙΒΑΔΑΣ
Ο Ἅγιος Χαράλαμπος στὴ ζωὴ τοῦ λαοῦ
Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος τιμᾶται, διότι εἶναι προστάτης ἀπὸ τὰς λοιμώδους νόσους καὶ ἰδίως ἀπὸ τὴν πανούκλα. Γι’ αὐτό καὶ ὁ Ἅγιος ἀπεικονίζεται πατῶντας τὴν πανώλη, ἡ ὁποία παρουσιάζεται, σὰν ἕνα τερατόμορφο γύναιο ποὺ ξερνάει καπνοὺς ἀπὸ τὸ στόμα. Γι’ αὐτό τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴν χάριν αὐτήν.
Ἤτανε μεγάλη ἡ ὑπηρεσία, ποὺ προσέφερε ὁ Ἅγιος στοὺς γεωργοὺς τότε πού δὲν ὑπῆρχαν κτηνίατροι, τὰ δὲ βόδια ἤτανε ἀναγκαιότατα στὴν οἰκογένεια.
Παλαιότερα οἱ ζευγολάτες, τὴν παραμονὴ τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου ἀνάβανε στά σπίτια τους κοντὰ στὸ τζάκι μιὰ μεγάλη λαμπάδα ἀπὸ καθαρὸ κηρὶ εἰς μνήμην τοῦ Ἁγίου καὶ καιγότανε ὅλη τὴν νύχτα. Τὸ δὲ πρωὶ πηγαίνανε πρόσφορο στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ λειτουργηθῇ. Καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ φυλάξη ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος τὰ βόδια του γερὰ καθ’ ὅλη τὴ χρονιά.
Εἶναι προστάτης καὶ ὅλων τῶν ζώων. Γι’ αὐτὸ στὴ Κρήτη οἱ τσοπάνηδες, ὅταν τὰ ζωντανά τους δὲν πᾶνε καλά, τὸν παρακαλοῦνε νὰ τὰ θεραπεύση.
Στὴν Πρέβεζα ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος εἶναι πολιοῦχος. Στὴν Εἰκόνα του κρεμᾶνε πλῆθος ἀφιερωμάτων. Ἀπὸ τὰ ἀφιερώματα χαρακτηριστικὸ εἶναι ἕνα πουκαμισάκι ποὺ κατασκευάζεται ἀπὸ πανί. Αὐτὸ γίνεται σὲ μιὰ μέρα!. Γι’ αὐτὸ λέγεται καὶ μονομερίτικο...
Αὐτὸ συμβαίνει ὡς ἑξῆς: Κάποια νύχτα συγκεντρώνονται σ’ ἕνα σπίτι μερικὲς γυναῖκες, ὅπου γνέθουν καὶ ὑφαίνουν βαμβάκι. Μ’ αὐτὸ τὸ ὕφασμα, ποὺ γίνεται σὲ μιὰ μέρα φτιάχνουν τὸ πουκαμισάκι.
Τὸ ἀφιέρωμα αὐτὸ ξεκινάει ἀπὸ ἕνα γεγονὸς ποὺ ἀναφέρεται στήν θαυματουργὴ δρᾶσι τοῦ Ἁγίου. Κάποτε τὸν Ἅγιο Χαράλαμπο τὸν ἐπεσκέφθησαν χωρικοὶ ποὺ ἐγκατέλειψαν τὴν πατρίδα τους κι’ ἔτρεξαν κοντά του γιατί ἡ πανώλης τοὺς θέριζε καθημερινῶς. Ἀπὸ εὐγνωμοσύνη δὲ διότι ὁ Ἅγιος στάθηκε προστάτης τους, τοῦ ἔκαναν δῶρο ἕνα πουκάμισο ποὺ γνέθηκε καί πλέχθηκε ἀπὸ βαμβάκι καὶ ράφτηκε μέσα σὲ μιὰ μέρα...
Απολυτίκιον. Ἦχος δ’.Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς στῦλος ἀκλόνητος τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ καὶ λύχνος ἀείφωτος της οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Χαράλαμπες. Ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, διά του Μαρτυρίου, ἔλυσας τῶν εἰδώλων την σκοτόμαιναν, μάκαρ. Δι' ὃ ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον
Ὡς φωστὴρ ἀνέτειλας, ἐκ τῆς ἐώας, καὶ πιστοὺς ἐφώτισας, ταῖς των θαυμάτων σου βολαῖς, Ἱερομάρτυς Χαράλαμπες. Ὅθεν τιμῶμεν, τὴν Θείαν σου ἄθλησιν.
“ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ”
Ο ΑΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
Ἀρχιμ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ
Ο ΑΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
Ἀρχιμ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ
www.orthodoxostypos.gr
Ἀναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου