Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Ἔσωσε λαὸν θαυματουργῶν Δεσπότης. Λάμπρου Σκόντζου

Ἔσωσε λαὸν θαυματουργῶν Δεσπότης.

(Ἡ σωτηριολογικὴ σημασία τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου)


Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου - Καθηγητοῦ

Ὕστερα ἀπὸ τὴν σαρανταήμερο πνευματική μας προετοιμασία, ὁδεύουμε πρὸς τὴν μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Κατευθυνόμαστε στὴ νοητὴ Βηθλεὲμ γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν δι’ ἡμᾶς νηπιάσαντα Θεό μας, γιὰ νὰ νοιώσουμε τὸν ἄμετρο πλοῦτο τῆς χρηστότητας καὶ τῆς ἀπύθμενης ἀγάπης τοῦ Πλάστη μας, τὴν ὁποία ἐκφράζει μὲ ἀκρίβεια ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος τοῦ θεσπεσίου κανόνα τῆς μεγάλης ἑορτῆς: «Ἰδῶν ὁ Κτίστης ὀλλύμενον, τὸν ἄνθρωπον χερσίν, ὀν ἐποίησεν, κλίνας οὐρανοὺς κατέρχεται» (β΄τροπ. α΄ ὠδῆς).
Ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης, τῶν οἰκτιρμῶν καὶ τῆς εἰρήνης δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει τὸ πλάσμα του νὰ τὸ βασανίζουν οἱ ἀντίθεες δυνάμεις καὶ νὰ ὁδεύει πρὸς τὸ θάνατο καὶ τὸν ἀφανισμό.
Γιὰ τοῦτο ἄνοιξε τὰ οὐράνια, παραμέρισε τοὺς φυσικοὺς νόμους καὶ κατέβηκε νὰ γίνει ἕνα μὲ τὸ πλάσμα Του, γιὰ νὰ τὸ σώσει.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελωδὸς διερωτᾶται: «Ὁ ἀχώρητος παντί, πὼς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; Ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πὼς ἐν ἀγκάλαις τῆς Μητρός;».
Καὶ ἀπαντᾶ: «Πάντως ὡς οἶδεν ὡς ἠθέλησε καὶ ὡς, ἠυδόκησεν, ἄσαρκος γὰρ ὤν, ἐσαρκώθη ἑκών, καὶ γέγονεν ὁ Ὤν, ὁ οὐκ ἢν δι’ ἡμᾶς, καὶ ἐκστὰς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος. Διπλοῦς ἐτέχθη, Χριστός τον ἄνω, κόσμον θέλων ἀναπληρῶσαι» (β΄ κάθισμα τοῦ Ὄρθρου).
Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ γίνει Θεός. Ἀλλὰ τὸ μοιραῖο γεγονὸς τῆς πτώσεως ἀνέστειλε ἀπὸ αὐτὸν αὐτὴ τὴν δυνατότητα καὶ τὸν ἀπέκοψε ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ.
Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ἡ ἁμαρτία τὸν ἄνθρωπο «πτῶμα ἐποίησεν» (PG 44, 508 CD, εἰς τοὺς Ψαλμούς).
Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία της ἐνανθρωπίσεως τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰωάν.1,14). Ἰδοὺ τὸ μέγιστο «σκάνδαλο» τῆς ἱστορίας.
Ἡ Ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου ὑπερβαίνει κάθε δυνατότητα ἀνθρώπινης δυνατότητας νὰ κατανοηθεῖ.
Ἡ ἀρχαιοελληνικὴ φιλοσοφία εἶχε ἀποφανθεῖ πὼς «Θεὸς ἀνθρώποις οὐ μείγνυται» (Πλάτων Συμπόσιο 203a).
Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη καὶ ἀπρόσιτη στὸν ἄνθρωπο. Φύσεις διαφορετικὲς εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀναμειχθοῦν.
Ἀλλὰ ἡ θεία πανσοφία οἰκονόμησε τὴν ὑπέρβαση αὐτῆς τῆς ἀνυπέρβλητης ἀδυναμίας.
Οἱ δύο φύσεις δὲν ἀναμείχτηκαν, ἀλλὰ συναντήθηκαν καὶ ἑνώθηκαν στὸ πρόσωπο - ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζομένη», ὅπως ὅρισε ἡ ἁγία Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (451), ἐπικυρώνοντας τοὺς ὅρους τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431).
Σὲ αὐτὴ καταδικάστηκαν οἱ αἱρετικοὶ Εὐτυχὴς καὶ Διόσκουρος, οἱ ὁποῖοι, παρασυρμένοι ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ φιλοσοφία, δίδασκαν ὅτι μετὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπορροφήθηκε ἀπὸ τὴν θεία καὶ ἐξαφανίστηκε.
Πρόκειται γιὰ τὴν φοβερὴ αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ἡ ὁποία συντάραξε τὴν Ἐκκλησία τὸν 5ο μ. Χ. αἰῶνα καὶ ἐπέφερε τὴν ἀπόσπαση ἀπὸ Αὐτὴν σημαντικῆς μερίδας χριστιανῶν, ὅσων δὲν δέχτηκαν τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου καὶ ποὺ δυστυχῶς ἐπιμένουν στὴν πλάνη τους, ὡς τὰ σήμερα.
Οἱ δύο φύσεις, μετὰ τὴν ὑπερφυῆ ἕνωσή τους, διατήρησαν τὴν αὐτοτέλειά τους. Ἡ θεία παρέμεινε θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη παρέμεινε ἀνθρώπινη. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ὁ Ἰησοῦς Χριστός, στὸ πρόσωπο τοῦ Ὁποίου συνενώθηκαν οἱ δύο φύσεις, εἶναι ὁ προαιώνιος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, «Θεὸς ἀληθινός, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ» καὶ ταυτόχρονα εἶναι ἀληθὴς ἄνθρωπος.
Ὅταν ἦρθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου (Γάλ.4,4), σαρκώθηκε, «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου», ὥστε «μηδαμὼς ὑπομείνας τροπὴν ἢ φυρμόν, ἢ διαίρεσιν, ἀλλ’ ἑκατέρας οὐσίας τὴν ἰδιότητα σώαν φυλάξας» (Δοξαστικὸ Θεοτοκίο Γ΄ ἤχου). Ἡ ἕνωση δὲν ἐπέφερε καμιὰ τροπὴ ἤ ἀλλοίωση.
Τὸ ἴδιο δηλώνουν καὶ τὰ ἀκόλουθα τροπάρια: «Ὁ γὰρ ἀχρόνως ἐκ Πατρὸς ἐκλάμψας υἱὸς μονογενής, ὁ αὐτὸς ἐκ σοῦ τῆς ἁγνῆς προῆλθεν ἀφράστως σαρκωθεὶς· φύσει Θεὸς ὑπάρχων καὶ φύσει γενόμενος ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς· οὐκ εἰς δυάδα προσώπων τεμνόμενος, ἀλλ’ ἐν δυάδι φύσεων, ἀσυγχύτως γνωριζόμενος» (Δοξαστικό τοῦ πλ. β΄ ἤχου) καὶ τὸ Δοξαστικό τοῦ πλ. δ΄ ἤχου: «Εἷς ἐστιν ὁ Υἱός, διπλοῦς τὴν φύσιν, ἀλλ’ οὐ τὴν ὑπόστασιν· δι' ὃ τέλειον αὐτὸν Θεὸν καὶ τέλειον ἄνθρωπον, ἀληθῶς κηρύττοντες ὁμολογοῦμεν Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν».

Ὁ Χριστὸς σώζει ὡς Θεάνθρωπος, ὡς ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ταυτόχρονα ὡς ἀληθινὸς ἄνθρωπος.
Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ὡς μόνο Θεός, διότι, ἀμέτοχος τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ σωτηρία θὰ εἶχε μαγικὸ χαρακτῆρα.
Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ σώσει τὴν ἀνθρωπότητα μόνο ὡς ἄνθρωπος, διότι τὸ κτίσμα δὲ μπορεῖ νὰ σώσει κτίσμα κι ἀκόμα: ἡ ἁμαρτία εἶχε τραυματίσει σοβαρὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ εἶχε προκαλέσει ἀνεπανόρθωτη ζημιά, ὥστε ἦταν ἀδύνατη ἡ αὐτοσωτηρία.
Γιὰ τοῦτο καὶ τὸ θεῖο σχέδιο τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὸ πρὸ αἰώνων συλληφθὲν στὸ νοῦ τῆς Θεότητας, προέβλεπε τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Λόγου, τὴν ἕνωση δηλαδὴ τῆς θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὥστε διὰ τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὴ Θεότητα ἡ σωτηρία νὰ εἶναι πραγματική.
Γιὰ τοῦτο καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε τιτάνιους ἀγῶνες γιὰ νὰ διασωθεῖ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια, ἀποδεικνύοντας ὡς καταστρεπτικὲς τὶς αἱρέσεις τοῦ Νεστοριανισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀρνοῦνταν τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀρνοῦνταν τὴν ἀνθρωπότητά Του.

Ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, κατὰ πάντα ὅμοιος πρὸς ἡμᾶς, ἐκτὸς τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι σαφής: Ὁ Χριστὸς προκειμένου νὰ ἐπιτελέσει τὸ ἐπὶ γῆς ἀπολυτρωτικό του ἔργο «ὤφειλε κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι, ἵνα ἐλεήμων γένηται καὶ πιστὸς ἀρχιερεὺς τα πρὸς τὸν Θέόν, εἰς τὸ ἰλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ» (Ἔβρ.2,17). Γιὰ τοῦτο «κεκοινώνηκε σὰρκὸς καὶ αἵματος, καὶ αὐτὸς παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διά του θὰνάτου καταργήσῃ τον τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὺτ’ ἔστι τον διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θὰνάτου διὰ πὰντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (Ἔβρ.2,14-15).
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος διευκρινίζει: «διὰ τοῦτο, φησί, τὴν σάρκα ἀνέλαβε τὴν ἡμετέραν, διὰ φιλανθρωπίαν μόνον, ἵνα ἐλεήσει ἡμᾶς.
Οὐδὲ γὰρ εἶναι ἄλλη τὶς αἰτία τῆς οἰκονομίας ἡ μόνη αὕτη. Εἶδε δὲ χαμαὶ ἐρριμένους, ἀπολλυμένους ὑπὸ τοῦ θανάτου τυραννουμένους καὶ ἠλέησεν» (Κατὰ Ἰουδαίων 2,V). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἦταν ἀπόλυτα ἐπιβεβλημένη. Αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀλήθεια διακήρυξε ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὅτι ἐκτὸς τοῦ δι’ ἡμᾶς σαρκωθέντος Χριστοῦ «οὐκ ἔστιν ἐν ἂλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τον οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πάρξ.4,12).
Τὸ μεγάλο ζητούμενο γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἦταν ἡ χαμένη δυνατότητα, τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν» (Γέν.1,26), δηλαδὴ ἡ δυνατότητα τῆς κατὰ χάριν θεώσεως. Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔδωσε ξανὰ αὐτὴ τὴ δυνατότητα.
Ὁ καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς στὸ ΑΠΘ, Β. Τσίγκος ἐξηγεῖ πὼς «ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων καὶ ἡ μετέπειτα ἀποκληθεῖσα περιχώριση τῶν φύσεων», ἡ ὁποία ἐπῆλθε διά της ἐνανθρωπίσεως, «εἶναι ἡ βάση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτὸς ἔχει τὴ δυνατότητα καὶ τὴν προοπτικὴ τῆς κατὰ χάριν θεώσεώς του, ἀκριβῶς ἐπειδὴ στὸ πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου ἡ θεία φύση ἑνώθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη καὶ ὡς συνέπεια αὐτῆς τῆς ἑνώσεως θεώθηκε» (Β. Τσίγκου, Θέματα Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σελ. 152, Θεσσαλονίκη 2014).
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος τονίζει πὼς ἡ θέωση θὰ ἦταν ἀνέφικτη ἂν «τὰ τῆς θεότητος τοῦ Λόγου ἔργα μὴ διά σώματος ἐγίνετο» (Κατὰ Ἀρειανῶν 3). Μάλιστα ὁ ἴδιος μέγας πατὴρ σὲ ἄλλο σημεῖο ἐπισημαίνει πὼς «αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» (Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 54, PG 25, 192Β). Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου!

Ὁ ἄπειρος Θεὸς πραγματοποίησε τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ἡ ἀθόρυβη καὶ ταπεινὴ εἴσοδός Του στὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ ἐμπόδια ποὺ πρόβαλε ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου καὶ ὁ κόσμος τῆς πτώσεως, δὲν στάθηκαν ἐμπόδια νὰ καταστεῖ ὁ ἀποτελεσματικὸς λυτρωτὴς τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἀψευδὴς μάρτυρας ἡ ἱστορία, τῆς ὁποίας ἄλλαξε Ἐκεῖνος τὸν ροῦ. Ἀποδείχτηκε ἡ μέγιστη προσωπικότητα τῆς ἱστορίας.
Ἡ κατὰ σάρκα Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀποτέλεσε τὴν μέγιστη καμπὴ τῆς ἱστορίας, χωρίζοντάς την στὰ δύο, στὴν πρὸ Αὐτοῦ καὶ τὴν μετὰ Αὐτὸν ἐποχή.
Στὴν ἐποχὴ τῆς πτώσεως καὶ προσμονῆς τῆς σωτηρίας καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς ἀπολυτρώσεως. Κανένας ἄνθρωπος, ὅσο σημαντικὸς καὶ ἂν ὑπῆρξε, δὲν μπόρεσε νὰ γίνει ὁ ρυθμιστὴς τῆς ἱστορίας, παρὰ μόνο ὁ Θεάνθρωπος, ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀναγάγει τὸν ἄνθρωπο σὲ Θεό!
Ἂν θέλουμε, λοιπόν, νὰ ἀνήκουμε στὴν κατηγορία τῶν συνειδητῶν πιστῶν, ὀφείλουμε αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες, νὰ ἀφήσουμε κατὰ μέρος τὸ κοσμικὸ «κλίμα», νὰ ἀπεγκλωβιστοῦμε ἀπὸ τὸν καταναλωτικὸ οἶστρο καὶ τὴν ὑλιστικὴ κραιπάλη καὶ νὰ στοχαστοῦμε τὸ ἄμετρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστάτες Του.
Νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν ἔσχατη θεία κένωση (Φιλιπ.2,7), τὴν συγκατάβαση, τὴν ταπείνωση, τὸν ἐξευτελισμό, τὸ σταυρὸ καὶ τὸ θάνατο, τοῦ δι’ ἡμᾶς νηπιάσαντος Θεοῦ μας, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀπολύτρωσή μας ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ διαβόλου καὶ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία γεννᾶ τὴ φθορὰ καὶ ὁδηγεῖ στὸ θάνατο.
Νὰ στρέψουμε τὸ βλέμμα μας στὴ Βηθλεὲμ γιὰ νὰ δοῦμε τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς του ἀστέρα, νὰ ἀκούσουμε τοὺς ἀγγελικοὺς παιᾶνες τῆς εἰρήνης καὶ νὰ προσκυνήσουμε τὸ ἐπὶ τῆς φάτνης ἀνακληθὲν «Παιδίον νέον, τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν»!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου