Ὁμιλία εἰς τὴν κατὰ τὸν Τελώνην καὶ τὸν Φαρισαῖον τοῦ Κυρίου παραβολήν
Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς
Ἐφευρετικὸς εἶναι γιὰ τὸ κακὸ ὁ νοερὸς προστάτης τῆς κακίας· ἱκανὸς ν’ ἀφαιρέσει εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὰ θεμέλια τῆς ἀρετῆς ποὺ ἤδη κατατίθενται στὴν ψυχή, μέσῳ τῆς ἀνελπιστίας καὶ τῆς ἀπιστίας, ἀλλὰ ἐπίσης ἱκανὸς πάλι νὰ ἐπιτεθεῖ μέσῳ τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς ραθυμίας ἐναντίον τῶν τοίχων τῆς οἰκίας τῆς ἀρετῆς, τὴν ὥρα ποὺ ἀνεγείρονται, ἀκόμη δὲ καὶ νὰ κρημνίσει μέσῳ τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς παραφροσύνης τὸν ὄροφο τῶν ἀγαθῶν ἔργων οἰκοδομημένο ἤδη.
Ἀλλὰ κρατηθεῖτε, μὴν πτοηθεῖτε· διότι ὁ ἐπιμελὴς εἶναι περισσότερο ἐπινοητικὸς στὰ ἀγαθὰ καὶ ἡ ἀρετὴ ἔχει περισσότερη ἰσχὺ γι’ ἀντιπαράταξη πρὸς τὴν κακία, ἀφοῦ διαθέτει τὴν ἄνωθεν χορηγία καὶ συμμαχία ἀπὸ τὸν ἴδιο ὁ Ὁποῖος δύναται τὰ πάντα καὶ ἐνδυναμώνει ἀπὸ ἀγαθότητα ὅλους τοὺς ἐραστὲς τῆς ἀρετῆς.
Ἔτσι ἡ ἀρετὴ ὄχι μόνο παραμένει ἀδιάσειστη ἀπὸ ποικίλα πονηρὲς πανουργίες ποὺ μηχανεύεται ὁ Ἀντικείμενος, ἀλλὰ μπορεῖ καὶ νὰ σηκώσει καὶ ἐπαναφέρει ὅσους ἔπεσαν στὸν βυθὸ τῶν κακῶν καὶ νὰ τοὺς προσαγάγει εὔκολα στὸν Θεὸ μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ταπείνωση.
Δεῖγμα λοιπὸν καὶ διαρκὴς ἀπόδειξη σὲ ὅσα εἰπώθηκαν παραπάνω εἶναι τὸ ἑξῆς. Πραγματικὰ ὁ Τελώνης, ἐνῷ εἶναι τελώνης καί, μπορoύμε νὰ ποῦμε, ἐνῷ ζεῖ στὸν πυθμένα τῆς ἁμαρτίας, ἐλαφρύνεται ἀπὸ αὐτὴν μὲ τρόπο ἁπλό, ἀφοῦ ἔγινε συγκοινωνὸς πρὸς ὅσους διάγουν ἐνάρετο βίο μὲ μόνο τὸν λόγο ποὺ εἶπε στὴν προσευχή του, κι αὐτὸν σύντομο («Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ (Κύριε καὶ Θεέ, σπλαχνίσου μὲ καὶ συγχώρησέ με τὸν ἁμαρτωλό)» (Λουκ.18,13), καὶ ἀνυψώνεται καὶ ὑπερβαίνει κάθε κακία καί, δικαιωμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο τόν ἀδέκαστο Κριτή, συγκαταλέγεται στὸν χορὸ τῶν δικαίων.
Ἐὰν δὲ καὶ ὁ Φαρισαῖος γιὰ λόγο ποὺ εἶπε καταδικάζεται, παθαίνει τοῦτο διότι εἶναι φαρισαῖος καὶ νομίζει ὅτι εἶναι κάποιος ἀφ’ ἑαυτοῦ, καὶ ὄχι διότι εἶναι πραγματικὰ δίκαιος· καταδικάζεται διότι ἐκφέρει αὐθάδη λόγια, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα ἐκεῖνα ποὺ παροργίζουν τὸν Θεὸ δὲν εἶναι λιγότερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια.
Καὶ γιατί ἄραγε ἡ μὲν ταπείνωση ἀνεβάζει στὸ ὕψος τῆς δικαιοσύνης, ἡ δὲ ὑπεροψία κατεβάζει πρὸς τὸν βυθὸ τῆς ἁμαρτίας;
Διότι αὐτὸς ποὺ νομίζει ὅτι εἶναι κάποιος σπουδαῖος, καὶ μάλιστα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δικαίως ἐγκαταλείπεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφοῦ ἔχει τὴν γνώμη ὅτι δὲν χρειάζεται τὴν βοήθειά του· αὐτὸς δὲ ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του μηδαμινὸ καὶ γι’ αὐτὸ ἀποβλέπει στὴν ἄνωθεν εὐσπλαχνία, δικαίως ἐπιτυγχάνει τὴν ἀπὸ τὸν Θεὸ συμπάθεια καὶ βοήθεια καὶ χάρη· διότι λέγει: «Ὁ Θὲὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν (Ὁ Κύριος ἀντιτάσσεται στοὺς ὑπερηφάνους, ἐνῷ στοὺς ταπεινοὺς δίδει χάρη)» (Ἰακ.4,5).
Ἀποδεικνύοντας τοῦτο ὁ Κύριος μὲ παραβολὴ λέγει: «Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. (Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν˙ ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης)» (Λουκ.18,10).
Θέλοντας νὰ παραστήσει ἐναργῶς τὸ κέρδος ποὺ προκύπτει γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴ ζημία ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, διαίρεσε σὲ δύο κατηγορίες ὅλους ὅσους προσέρχονται στὸν ναό, πόσο μᾶλλον βέβαια ὅσους ἀνεβαίνουν σ’ αὐτόν, ποὺ εἶναι οἱ προσερχόμενοι γιὰ προσευχὴ στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ· διότι τέτοια εἶναι ἡ φύση τῆς προσευχῆς· ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ καὶ ὑπερβαίνοντας κάθε ἐπουράνιο, ὄνομα καὶ ὕψωμα καὶ ἀξίωμα, τὸν παρουσιάζει στὸν ἴδιο τὸ Θεὸ τοῦ παντός.
Ἄλλωστε καὶ ὁ παλαιὸς ἐκεῖνος ναὸς εὑρισκόταν σὲ ὕψωμα, σὲ λόφο τῆς πόλεως. Ἐπάνω σ’ αὐτὸν τὸν λόφο, ὅταν κάποτε τὸ θανατικὸ ἀφάνιζε τὴν Ἱερουσαλήμ, ὁ Δαβὶδ εἶδε τὸν θανατηφόρο ἄγγελο νὰ κινεῖ τὴ ρομφαία κατὰ τῆς πόλεως, ἐκεῖ ἀνέβηκε καὶ οἰκοδόμησε θυσιαστήριο στὸν Κύριο· προσέφερε στὸν Θεὸ θυσία καὶ σταμάτησε ἡ θανατηφόρος ἐπιδημία.
Αὐτὰ ἀποτελοῦσαν τύπο τῆς σωτηριώδους καὶ πνευματικῆς ἀναβάσεως κατὰ τὴν ἱερὰ προσευχὴ καὶ τοῦ ἱλασμοῦ ποὺ προέρχεται ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴν (διότι ὅλα ἐκεῖνα ἦσαν προτυπωτικὰ γιὰ τὴ σωτηρία μας), καί, ἐὰν θέλεις, καὶ τύπο τῆς ἱερᾶς αὐτῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία πραγματικὰ εὑρίσκεται ἐπάνω σὲ ὕψος, σὰν ἄλλος ἀγγελικὸς καὶ ὑπερκόσμιος χῶρος, ἐπάνω στὸν ὁποῖο, πρὸς ἐξιλασμὸ ὅλου τοῦ κόσμου, ὡς καταστροφὴ τοῦ θανάτου καὶ ἀφθονία ἀθάνατης ζωῆς, προσφέρεται ἄνω στὸν Θεὸ ἡ ἀναίμακτη, ἡ μεγάλη καὶ πραγματικὰ εὐπρόσδεκτη θυσία.
Γι’ αὐτὸ λοιπὸν δὲν εἶπε, ὅτι δύο ἄνθρωποι "προσῆλθαν" στὸν ναό, ἀλλὰ "ἀνέβηκαν" στὸν ναό. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ τώρα μερικοὶ πού, ἐρχόμενοι στὴν Ἐκκλησία, δὲν ἀνεβαίνουν αὐτοί, ἀλλὰ μᾶλλον καταρρίπτουν τὴν Ἐκκλησία ποὺ εἰκονίζει τὸν οὐρανὸ· αὐτοὶ εἶναι ὅσοι προσέρχονται γιὰ χάρη τῆς συναναστροφῆς καὶ τῆς συνομιλίας μεταξύ τους, ὅπως δηλαδὴ κάνουν καὶ ὅσοι ἐπιδίδονται σὲ ἀγοραπωλησίες· πραγματικὰ ὁμοιάζουν μεταξύ τους, ἀφοῦ δίδοντας αὐτοὶ μὲν τὰ ἀντικείμενα πρὸς πώληση, ἐκεῖνοι δὲ λόγους, παίρνουν ἀντὶ αὐτῶν τὰ κατάλληλα.
Αὐτοὺς ὁ Κύριος, ὅπως παλαιὰ τοὺς ἐξέβαλε ἐντελῶς ἀπὸ τὸν ναὸ ἐκεῖνον: «Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν·καὶ λέγει αὐτοῖς· γέγραπται, ὁ οἶκος μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν.
(Τότε ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στὸν ἱερὸ ναὸ ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὸ Θεό, κι ἔβγαλε ἔξω ὅλους ἐκείνους ποὺ πουλοῦσαν καὶ ἀγόραζαν στὸ ἱερὸ προαύλιο τῶν ἐθνῶν κι ἀναποδογύρισε τὰ τραπέζια τῶν ἀργυραμοιβῶν, καθὼς καὶ τὰ καθίσματα ὅπου κάθονταν αὐτοὶ ποὺ πουλοῦσαν τὰ περιστέρια.
Καὶ τοὺς λέει: Εἶναι γραμμένο στὸν Ἠσαΐα: "Ὁ οἶκος μου θὰ ὀνομαστεῖ καὶ θὰ εἶναι οἶκος προσευχῆς. Ἐσεῖς ὅμως τὸν κάνατε σπήλαιο ποὺ συχνάζουν ληστές, ἀφοῦ μὲ τὶς αἰσχροκέρδειές σας κατακλέβετε καὶ ληστεύετε τοὺς προσκυνητές")» (Ματθ.21,12), ἔτσι τοὺς ἐξέβαλε καὶ ἀπὸ τὶς συνομιλίες τους αὐτὲς κατὰ τὶς ἀγοραπωλησίες, διότι δὲν ἀνεβαίνουν καθόλου στὸν ναό, ἔστω καὶ ἂν ἔρχονται καθημερινῶς.
Ὁ Φαρισαῖος πάντως καὶ ὁ Τελώνης ἀνέβηκαν στὸν ναὸ· διότι ἕνα σκοπὸ εἶχαν καὶ οἱ δύο, νὰ προσευχηθοῦν, ἂν καὶ ὁ Φαρισαῖος μετὰ τὴν ἄνοδο κατέρριψε τὸν ἑαυτό του, ἀνατρεπόμενος ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐπέλεξε νὰ προσευχηθεῖ· διότι ἦταν μὲν ὁ σκοπὸς τῆς ἀναβάσεώς τους ὁ ἴδιος, ἀφοῦ ἀνέβηκαν νὰ προσευχηθοῦν, ἀλλὰ ὁ τρόπος τῆς προσευχῆς ἦταν ἀντίθετος.
Ὁ ἕνας δηλαδὴ ἀνέβαινε συντετριμμένος καὶ ταπεινωμένος, διότι διδάχθηκε ἀπὸ τὸν ψαλμωδὸ προφήτη ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ περιφρονήσει μιὰ συντετριμμένη καὶ ταπεινωμένη καρδιά, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς ὁ προφήτης λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του, γνωρίζοντάς το φυσικὰ ἀπὸ τὴν πεῖρα του: «Ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με ὁ Κύριος (:Ταπεινώθηκα καὶ μὲ ἔσωσε ὁ Κύριος)» (Ψαλμ.114,6).
Καὶ τί περιορίζομαι στὸν προφήτη; Διότι ὁ Θεὸς τῶν προφητῶν πρὸς χάρη μας ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του γενόμενος σὰν ἐμᾶς, καθὼς λέγει ὁ ἀπόστολος: «Καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ (Καὶ ἐνῷ παρουσιάστηκε μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἦταν μόνο ἄνθρωπος, ὅπως φαινόταν, ἀλλὰ ἦταν συγχρόνως καὶ Θεός.
Καὶ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό Του δείχνοντας τέλεια ὑπακοὴ μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ, ποὺ εἶναι ὁ πλέον ὀδυνηρὸς καὶ ἀτιμωτικὸς θάνατος)» (Φιλιπ.2,8).
Ὁ δὲ Φαρισαῖος ἀνεβαίνει ὑπερβολικὰ φουσκωμένος καὶ ἀλαζονευόμενος, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι θὰ αὐτοδικαιωθεῖ· καὶ μάλιστα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐμπρὸς στὸν Ὁποῖο ὅλη ἡ δική μας δικαιοσύνη εἶναι σὰν «ὡς ράκος ἀποκαθημένης (ράκος γυναίκας ποὺ ἔχει ἐμμηνόρροια)» (Ἠσ.6,5)· διότι δὲν ἄκουσε ἐκεῖνον ποὺ λέγει: «Ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος (Κάθε ὑπερόπτης εἶναι ἀκάθαρτος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου)» (Παροιμ.16,5) καί: «Ὁ Θὲὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται (Ὁ Θεὸς ἀντιτάσσεται στοὺς ὑπερηφάνους)» (Ἰακ.4,8), καὶ «Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες. (Ἀλίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ αὐτοδικαιώνονται καὶ κατὰ τὸν ἑαυτό τους εἶναι ἐπιστήμονες)» (Ησ.5,21).
Δὲν τοὺς διαχώρισε μόνο τὸ ἦθος ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος, ποὺ ἦταν διάφορος σ’ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τὸ εἶδος τῆς προσευχῆς, ποὺ ἦταν ἐπίσης διπλό.
Πραγματικὰ ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι θέμα δεήσεως μόνο, ἀλλὰ καὶ εὐχαριστίας. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς προσευχομένους ἀνεβαίνει στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ δοξάσει καὶ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ γιὰ ὅσα ἔλαβε ἀπὸ Αὐτόν, ὁ δὲ ἄλλος γιὰ νὰ ζητήσει ὅσα δὲν ἔλαβε ἀκόμη, μεταξὺ τῶν ὁποίων εἶναι καὶ ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων, καὶ μάλιστα γιὰ ὅσους ἁμαρτάνουν κάθε ὥρα στὶς ἡμέρες μας.
Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ ὑπόσχεση τῶν ὅσων μὲ εὐσέβεια προσφέρονται ἀπὸ ἐμᾶς στὸν Θεὸ δὲν ὀνομάζεται προσευχή, ἀλλὰ εὐχὴ· καὶ τοῦτο τὸ δήλωσε ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Εὔξασθε καὶ ἀπόδοτε Κυρὶῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν (Κάμετε εὐχή, καὶ ἀποδώσετέ την στὸν Κύριο τὸν Θεό μας)» (Ψαλμ.75,12), καὶ αὐτὸς ποὺ λέγει: «Ἀγαθὸν τὸ μὴ εὔξασθαί σε ἢ τὸ εὔξασθαί σε καὶ μὴ ἀποδοῦναι (καλύτερο εἶναι νὰ μὴν κάμεις εὐχή, παρὰ νὰ κάμεις καὶ νὰ μὴν τὴν ἐκτελέσεις)» (Ἐκκλ.5,4).
Ἀλλὰ τὸ διπλὸ ἐκεῖνο εἶδος τῆς προσευχῆς ἔχει διπλῆ καὶ τὴν ἀχρείωση γιὰ τοὺς ἀπρόσεκτους. Δηλαδὴ τὴν μὲν μία τὴν καθιστᾶ ἀποτελεσματικὴ ἡ ὑπὲρ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτημάτων προσευχὴ καὶ ἡ δέηση, ἡ πίστη καὶ ἡ κατάνυξη μετὰ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὰ κακά, ἀνενεργὸ ὅμως τὴν καθιστᾶ ἡ ἀπόγνωση καὶ ἡ πώρωση.
Τὴν ἄλλη τὴν κάμουν εὐπρόσδεκτη εὐχαριστία γιὰ ὅσα ἔχουμε εὐεργετηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀποφυγὴ ἐπάρσεως ἀπέναντι στοὺς στερούμενους, ἀπαράδεκτη δὲ ἡ ἔπαρση γι’ αὐτά, σὰν νὰ ἀποκτήθηκαν μὲ δική μας προσπάθεια καὶ γνώση, καὶ ἡ κατάκριση ἐναντίον αὐτῶν ποὺ δὲν ἔχουν πράγματα.
Ὅτι λοιπὸν εἶναι ἄρρωστος καὶ στὰ δύο αὐτὰ ὁ Φαρισαῖος, ἐλέγχεται ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ τὰ λόγια του· διότι, ἐνῷ ἀνέβηκε στὸν ναὸ γιὰ νὰ εὐχαριστήσει, ὄχι νὰ δεηθεῖ, μὲ τὴν εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸ ἀνέμιξε ἀφρόνως καὶ ἀθλίως ἔπαρση καὶ κατάκριση· διότι, λέγει, ἀφοῦ στάθηκε καθ’ ἑαυτόν, προσευχήθηκε τὰ ἑξῆς:
«Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοὶ ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς Οὗτος ὁ τελώνης.
(Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, διότι δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ σὰν αὐτὸν ἐκεῖ τὸν τελώνη· ἐνῷ δηλαδὴ ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ἔνοχοι καὶ ἀξιοκατάκριτοι, ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος ἀνένοχος. Σ’ εὐχαριστῶ λοιπόν, διότι δὲν βλέπω στὸν ἑαυτό μου τὶς τόσες κακίες ποὺ ἔχουν οἱ ἄλλοι)» (Λουκ.18,11).
Ἡ στάση τοῦ Φαρισαίου δὲν δηλώνει τὴ δουλικὴ παράσταση, ἀλλὰ τὴν ἀδιάντροπη ὑπεροψία ποὺ εἶναι ἀντίθετη πρὸς ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ταπείνωση δὲν ἔχει τὸ θάρρος οὔτε τοὺς ὀφθαλμοὺς νὰ ὑψώσει πρὸς τὸν οὐρανό.
Εὐλόγως δὲ προσευχόταν καθ’ ἑαυτὸν ὁ Φαρισαῖος· διότι δὲν ἀνέβηκε πρὸς τὸν Θεό, ἂν καὶ δὲν ἀγνοοῦσε τὸν καθήμενο ἐπάνω στὰ Χερουβεὶμ καὶ ἐπιβλέποντα τὰ τελευταῖα σημεῖα τῶν ἀβύσσων.
Ἡ προσευχή του ἦταν ὡς ἑξῆς: Ἀφοῦ εἶπε: "Σ’ εὐχαριστῶ", δὲν πρόσθεσε τὰ λόγια: «διότι ἀπὸ εὐσπλαχνία, σὰν σὲ ἀσθενῆ ν’ ἀντιπαραταχθεῖ, μοῦ ἔδωσες δωρεὰν τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ».
Διότι, ἀδελφοί, εἶναι ἀνδρεῖο κατὰ τὴν ψυχή, τὸ νὰ κατορθώσει κανείς, ἀφοῦ πιάστηκε στὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἔπεσε στοὺς βρόχους τῆς ἁμαρτίας, νὰ διαφύγει μὲ τὴ μετάνοια.
Γι’ αὐτὸ οἱ ὑποθέσεις μας διευθύνονται ἀπὸ ἀνώτερη πρόνοια καὶ πολλὲς φορές, ἐνῷ καταβάλλαμε μικρὴ ἢ καθόλου προσπάθεια, ἐμμείναμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀνώτεροι πολλῶν καὶ μεγάλων παθημάτων, ἀνακουφισθέντες ἀπὸ συμπάθεια λόγῳ τῆς ἀσθενείας μας.
Καὶ πρέπει νὰ ἀναγνωρίζουμε τὴ δωρεὰ καὶ νὰ ταπεινωνόμαστε ἐνώπιον αὐτοῦ ποὺ τὴν ἔκαμε, ἀλλὰ νὰ μὴν κομπάζουμε.
Ὁ Φαρισαῖος ὅμως λέγει: «Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ, ὄχι διότι ἔλαβα καμιὰ βοήθεια ἀπὸ σένα», ἀλλὰ «διότι δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι»· σὰν νὰ διέθετε ἀφ’ ἑαυτοῦ καὶ ἀπὸ προσωπική του ἱκανότητα τὸ προσὸν ὅτι δὲν ἦταν ἅρπαγας, μοιχὸς καὶ ἄδικος, ἂν φυσικὰ τὰ διέθετε κιόλας.
Δὲν πρόσεχε πραγματικὰ στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἔβλεπε περισσότερο ὅλους τοὺς ἄλλους παρὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ ἐξουθενώνοντας ὅλους -ποιά παραφροσύνη -, ἕναν μόνο θεωροῦσε δίκαιο καὶ σώφρονα, τὸν ἑαυτό του· «δὲν εἶμαι» λέγει, «ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ ὅπως αὐτὸς ὁ τελώνης
«Πόση μωρία σὲ διακρίνει», θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοῦ εἰπεῖ. «Καὶ ἂν ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ σένα εἶναι ἄδικοι καὶ ἅρπαγες, τότε ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ ὑφίσταται τὴν ἁρπαγὴ καὶ τὴν κάκωση;
Τί συμβαίνει δὲ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τελώνη καὶ τὴν κατ’ ἐξοχὴν αὐτοῦ προσθήκη στὴ διήγηση; Ἀφοῦ εἶναι καὶ αὐτὸς ἕνας ἀπὸ ὅλους δὲν ἔχει συμπεριληφθεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους στὴν ἀπὸ σένα κοινὴ καί, θὰ λέγαμε, οἰκουμενικὴ κατάκριση;
Ἢ ἔπρεπε αὐτὸς νὰ ὑποστεῖ διπλῆ καταδίκη, κρινόμενος ἀπὸ τοὺς φαρισαϊκοὺς ὀφθαλμούς σου, ἂν καὶ στεκόταν μακριά σου;
Ἄλλωστε ὅτι ἦταν ἄδικος, τὸ γνώριζες, ἀφοῦ ἦταν φανερὰ τελώνης, ὅτι ὅμως ἦταν μοιχός, ἀπὸ ποὺ τὸ γνώριζες;
Ἢ μήπως δικαιοῦσαι νὰ τὸν ἀδικεῖς καὶ νὰ τὸν προπηλακίζεις, ἐπειδὴ αὐτὸς ἀδικοῦσε ἄλλους;
Δὲν εἶναι ἔτσι, δὲν εἶναι· ἀλλὰ αὐτὸς μὲν βαστάζοντας μὲ ταπεινὸ φρόνημα τὴν ὑπερήφανη κατηγορία σου καὶ προσφέροντας στὸν Θεὸ μὲ αὐτομεμψία τὴν ἱκεσία, θ’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτὸν τῆς καταδίκης, δικαίως γιὰ ὅσα ἀδίκησε, ἐσὺ ὅμως θὰ καταδικαστεῖς δικαίως, διότι κατηγορεῖς ὑπεροπτικὰ ἐκεῖνον καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἀπὸ ὅλους μόνο τὸν ἑαυτό σου δικαιώνεις. "Δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί"».
Αὐτὰ τὰ λόγια ἀποδεικνύουν τὴν ὑπεροψία τοῦ Φαρισαίου καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ ἐπίσης καὶ τὸ ψευδολόγο τῆς συνειδήσεώς του· διότι ἀφ' ἑνὸς μὲν ἐξουθενώνει σαφῶς ὅλους μαζὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἀφ' ἑτέρου πάλι ἀποδίδει τὴν ἀποφυγὴ τῶν κακῶν ὄχι στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὴ δική του.
Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο εὐχαριστεῖ εἶναι αὐτὸς· ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του νομίζει ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀκόλαστοι καὶ ἄδικοι καὶ ἅρπαγες, ὡσὰν ὁ Θεὸς νὰ μὴν ἀξίωσε κανένα ἄλλον πλὴν αὐτοῦ νὰ τοῦ παράσχει τὴν ἀρετή.
Ἀλλὰ ἂν ὅλοι ἦσαν τέτοιοι, ἔπρεπε σὲ ὅλους αὐτοὺς νὰ εὑρίσκονται ἐμπρός τους πρὸς διαρπαγὴ τὰ ἀγαθὰ τοῦ Φαρισαίου τούτου.
Δὲν φαίνεται ὅμως κάτι τέτοιο· διότι προσθέτει αὐτός: «Νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι (Ἔχω ὅμως καὶ ἀρετές: νηστεύω δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα, κάθε Δευτέρα καὶ Πέμπτη. Δίνω τὸ ἕνα δέκατο ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀποκτῶ, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ πιὸ μικρὰ καὶ τιποτένια, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἐπιβάλλει ὁ νόμος τὴ "δεκάτη")» (Λουκ.18,12).
Δὲν λέγει ὅτι δίνει τὸ δέκατο ἀπὸ ὅσα κατέχει, ἀλλὰ ἀπὸ ὅσα ἀποκτᾶ, δηλώνοντας μὲ αὐτὸ τὶς προσθῆκες καὶ ἐπαυξήσεις τῆς περιουσίας του.
Ἑπομένως εἶχε μὲν ὅσα κατεῖχε, προσελάμβανε δὲ ἀνεμπόδιστα ὅσα μποροῦσε.
Πῶς λοιπὸν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πλὴν αὐτοῦ ἅρπαζαν καὶ ἀδικοῦσαν; Τόσο αὐτοέλεγκτο καὶ αὐτεπίβουλο πρᾶγμα εἶναι ἡ κακία!
Τόσο πολὺ ἀνάμικτο μὲ τὴν παραφροσύνη εἶναι πάντοτε τὸ ψεῦδος!
Τὴν μὲν ἀποδεκάτιση τῶν εἰσοδημάτων του προέβαλλε γιὰ ν’ ἀποδείξει πλήρως τὴν δικαιοσύνη του· διότι πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι ἅρπαγας τῶν ξένων ἀγαθῶν αὐτὸς ποὺ ἀποδεκατίζει τὰ δικά του;
Τὴν δὲ νηστεία προέβαλλε γιὰ τὴν ἐπίδειξη τῆς σωφροσύνης· διότι ἡ νηστεία εἶναι πρόξενος τῆς ἁγνείας.
Ἔστω λοιπόν, εἶναι σώφρων καὶ δίκαιος, καί, ἂν θέλεις, καὶ σοφὸς καὶ νουνεχὴς καὶ ἀνδρεῖος καὶ ὅ,τι ἄλλο παρόμοιο· ἂν μὲν τὸ ἀπέκτησες ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν Θεό, γιατί προσφεύγεις ψευδῶς στὸ σχῆμα τῆς προσευχῆς κι ἀνεβαίνεις στὸν ναὸ καὶ λέγεις ματαίως ὅτι προσφέρεις εὐχαριστία;
Ἂν ὅμως τὸ ἀπέκτησες ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν τὸ ἔλαβες γιὰ νὰ κομπάζεις, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐνεργεῖς πρὸς οἰκοδομὴ τῶν ἄλλων σὲ δόξα αὐτοῦ ποὺ τὸ ἔδωσε.
Ἔπρεπε λοιπὸν πραγματικὰ νὰ χαίρεσαι μὲ ταπείνωση καὶ νὰ προσφέρεις εὐχαριστίες, καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ ἔδωσε καὶ σ’ αὐτοὺς χάριν τῶν ὁποίων τὸ ἔλαβες· διότι ἡ λαμπάδα παίρνει τὸ φῶς ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ γιὰ ὅσους βλέπουν.
Καὶ «Σάββατο» ὀνομάζει ὁ Φαρισαῖος ὄχι τὴν ἑβδόμη ἡμέρα, ἀλλὰ τὴν ἑβδομάδα ἡμερῶν, στὶς δύο ἀπὸ τὶς ὁποῖες νηστεύει, ὅπως μεγαλαυχεῖ, ἀγνοῶντας ὅτι αὐτὲς μὲν εἶναι ἀνθρώπινες ἀρετές, ἡ δὲ ὑπερηφάνεια εἶναι δαιμονική.
Γι’ αὐτό, ὅταν συζευχθεῖ μὲ αὐτές, τὶς ἀχρηστεύει καὶ τὶς συγκαταρρίπτει, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ἀληθινὲς· πόσο μᾶλλον ἂν εἶναι κίβδηλες.
Αὐτὰ εἶπε ὁ Φαρισαῖος. «Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ. (Ὁ τελώνης, ἀντίθετα, στεκόταν μακριὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο ὅπου καίγονταν οἱ θυσίες, καὶ δὲν εἶχε τὴν τόλμη ὄχι μόνο τὰ χέρια του, ἀλλὰ οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει ἐπάνω πρὸς τὸν οὐρανό.
Ἀλλὰ χτυποῦσε συνεχῶς τὸ στῆθος του, ποὺ περιέκλεινε τὴν ἁμαρτωλὴ καὶ ἀκάθαρτη καρδιά του, καὶ ἔλεγε: "Κύριε καὶ Θεέ, σπλαχνίσου μὲ καὶ συγχώρησέ με τὸν ἁμαρτωλό")» (Λουκ.18,13).
Βλέπετε πόση εἶναι ἡ ταπείνωση καὶ ἡ πίστη καὶ ἡ αὐτομεμψία; Βλέπετε τὴν ἄκρα συστολὴ τῆς διανοίας καὶ τῶν αἰσθήσεων, συγχρόνως δὲ καὶ τὴ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς, ἀναμεμιγμένες μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ τελώνη τούτου;
Διότι ὅταν ἀνέβηκε στὸ ναό, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ ὑπὲρ τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτημάτων του, ἔφερε μαζί του καλὰ ἐφόδια μεσιτευτικὰ πρὸς τὸν Θεό, τὴν ἀκαταίσχυντη πίστη, τὴν ἀκατάκριτη αὐτομεμψία, τὴν ἀκαταφρόνητη συντριβὴ τῆς καρδίας, τὴν ἐξυψωτικὴ ταπείνωση.
Συνδύασε δὲ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν προσοχὴ ἄριστα· διότι, λέγει: «Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς (Και ὁ Τελώνης αὐτὸς στεκόμενος ἀπόμακρα)».
Δὲν εἶπε «σταθεῖς», ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Φαρισαίου, ἀλλὰ «ἑστὼς», δηλώνοντας μὲ αὐτὸ τὴν ἐπὶ πολὺ παράταση τῆς στάσεως, μαζὶ δὲ καὶ τὸ ἐπίμονο τῆς δεήσεως καὶ τῶν ἱκετευτικῶν λόγων· διότι, χωρὶς νὰ προβάλει οὔτε νὰ διανοηθεῖ τίποτε ἄλλο, πρόσεχε μόνο στὸν ἑαυτό του καὶ τὸν Θεό, περιστρέφοντας στὸν ἑαυτό της καὶ πολλαπλασιάζοντας μόνη τὴ μονολόγιστη δέηση, ποὺ εἶναι τὸ ἀποτελεσματικότερο εἶδος προσευχῆς.
«Ὁ τελώνης», λοιπόν, «στεκόταν μακριὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο ὅπου καίγονταν οἱ θυσίες, καὶ δὲν εἶχε τὴν τόλμη ὄχι μόνο τὰ χέρια του, ἀλλὰ οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει ἐπάνω πρὸς τὸν οὐρανό».
Αὐτὴ ἡ στάση ἦταν συγχρόνως καὶ στάση καὶ ὑπόκυψη, καὶ δεῖγμα ὄχι μόνο εὐτελοῦς δούλου, ἀλλὰ καὶ καταδίκου.
Μαρτυρεῖ δὲ καὶ τὴν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ψυχή, ποὺ εἶναι μὲν ἀκόμη μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, διότι δὲν ἔχει ἀκόμη τὴν πρὸς Αὐτὸν παρρησία διὰ τῶν ἔργων, ἀλλὰ ἐλπίζει νὰ ἐγγίσει τὸν Θεό, λόγῳ τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ τῆς ἀγαθῆς ἤδη προθέσεώς της.
Στεκόμενος λοιπὸν ἔτσι ἀπόμακρα ὁ Τελώνης δὲν ἤθελε οὔτε τοὺς ὀφθαλμούς του νὰ σηκώσει στὸν οὐρανό, ἐπιδεικνύοντας μὲ τὸν τρόπο καὶ τὸ σχῆμα τὴν αὐτοκατάκριση καὶ αὐτομεμψία του· διότι θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο καὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ ἐπιγείου ναοῦ.
Γι’ αὐτὸ τοῦ μὲν ναοῦ στεκόταν στὰ πρόθυρα, πρὸς τὸν οὐρανὸ ὅμως δὲν τολμοῦσε οὔτε ν’ ἀτενίσει, πόσο μᾶλλον πρὸς τὸν Θεὸ τοῦ οὐρανοῦ- ἀλλὰ κτυπῶντας τὸ στῆθος του ἀπὸ τὴν ἔντονη κατάνυξη καὶ παριστῶντας ἔτσι τὸν ἑαυτό του ἄξιο τιμωρίας, ἀναπέμποντας ἀπὸ ἐκεῖ βαρυπενθὴς τοὺς στεναγμοὺς καὶ κλίνοντας σὰν κατάδικος τὴν κεφαλή, ἀποκαλοῦσε τὸν ἑαυτό του ἁμαρτωλὸ καὶ ζητοῦσε μὲ πίστη τὸν ἱλασμό, λέγοντας· «Θεέ, εὐσπλαγχνίσου μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ»· διότι πίστεψε σὲ Ἐκεῖνον ποὺ λέγει: «Ἐπιστρέψατε πρὸς με, καὶ ἐπιστραφήσομαι πρὸς ὑμᾶς (Ἐπιστρέψτε πρὸς Ἐμένα καὶ Ἐγὼ θὰ ἐπιστρέψω πρὸς ἐσᾶς)» (Ζαχ.1,3), καὶ στὸν προφήτη ποὺ διαβεβαίωσε: «Εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μοῦ τῷ Κυρὶῳ· καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου (Εἶπα, θὰ ἐξομολογηθῶ στὸν Κύριο τὴν ἀνομία μοῦ ἐναντίον μου, καὶ Ἐσὺ ἄφησες τὴν ἀσέβεια τῆς καρδίας μου)» (Ψαλμ.31,5).
Τί συνέβη λοιπὸν ἔπειτα ἀπὸ αὐτά; «Κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται (Αὐτός ὁ περιφρονημένος τελώνης κατέβηκε ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ πῆγε στὸ σπίτι του ἀθωωμένος καὶ δικαιωμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος.
Δικαιώθηκε λοιπὸν ὁ τελώνης καὶ κατακρίθηκε ὁ Φαρισαῖος, διότι ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ θὰ κατακριθεῖ.
Ἀντίθετα ὅποιος ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθεῖ καὶ θὰ τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό)», λέγει ὁ Κύριος (Λουκ.18,14).
Πραγματικά, ὅπως ὁ Διάβολος εἶναι ἡ ἴδια ἡ ὑπεροψία, καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τὸ ἰδιαίτερο κακό του, γι’ αὐτὸ καὶ συναπτομένη μὲ ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη ἀρετὴ τὴν νικᾶ καὶ τὴν καταρρίπτει, ἔτσι ἡ ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀρετὴ τῶν ἀγαθῶν ἀγγέλων καὶ νικᾶ κάθε ἀνθρώπινη κακία ποὺ ἐπέρχεται στὸν πταίστη· διότι ἡ ταπείνωση εἶναι ὄχημα τῆς ἀναβάσεως πρὸς τὸν Θεό, ὅπως ἐκεῖνα τὰ σύννεφα, ποὺ πρόκειται ν’ ἀνυψώσουν πρὸς τὸν Θεὸ αὐτοὺς ποὺ θὰ μείνουν σὲ ἀπείρους αἰῶνες μαζὶ μὲ τὸν Θεό, καθὼς προφήτευσε ὁ ἀπόστολος, λέγοντας: «Ἒπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρὶῳ ἐσόμεθα (Ἒπειτα ἐμεῖς ποὺ θὰ εἴμαστε τότε ἀκόμη στὴ ζωή, συγχρόνως καὶ μαζὶ μ’ αὐτοὺς θὰ ἁρπαχτοῦμε μὲ σύννεφα γιὰ νὰ προϋπαντήσουμε τὸν Κύριο μετέωροι στὸν ἀέρα, μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς. Κι ἔτσι, ἀφοῦ ἀνεβοῦμε μαζί Του στὸν οὐρανό, θὰ εἴμαστε πάντοτε μαζὶ μὲ τὸν Κύριο)» (Α΄Θεσ.4,17).
Ὅ,τι δηλαδὴ εἶναι ἡ νεφέλη, εἶναι καὶ ἡ ταπείνωση, ποὺ συστήνεται διὰ μετανοίας καὶ ἀφήνει ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς ρυάκια μὲ δάκρυα, ἐξάγει τοὺς ἀξίους ἀπὸ τὰ ἀνάξια, τοὺς ἀνεβάζει καὶ τοὺς συνάπτει μὲ τὸν Θεό, δικαιωμένους δωρεὰν λόγῳ τῆς εὐγνώμονης προαιρέσεως.
Καὶ ὁ μὲν Τελώνης σφετεριζόμενος πρωτύτερα κακοτέχνως τὰ ξένα πράγματα, ἀλλ’ ἔπειτα, ἐγκαταλείποντας τὴ διαστροφὴ καὶ μὴ δικαιώνοντας τὸν ἑαυτό του, δικαιώθηκε, ὁ δὲ Φαρισαῖος, ἐνῷ δὲν οἰκειοποιοῦνταν ὅσα ἀνῆκαν σὲ ἄλλους, ἀλλὰ δικαιώνοντας τὸν ἑαυτό του, καταδικάσθηκε.
Τώρα, ἐκεῖνοι ποὺ καὶ οἰκειοποιοῦνται τα ἀνήκοντα στοὺς ἄλλους καὶ ἐπιχειροῦν νὰ δικαιώσουν τοὺς ἑαυτούς τους, τί θὰ πάθουν;
Ἂλλ’ ἂς ἀφήσουμε τώρα αὐτούς, ἀφοῦ καὶ ὁ Κύριος τοὺς ἄφησε, ὡς μὴ πειθομένους μὲ τὰ λόγια. Μερικὲς φορὲς ὅμως καὶ ἐμεῖς ὅταν προσευχόμαστε, ταπεινωνόμαστε, καὶ ἴσως νομίζομε ὅτι θὰ κερδίσουμε τὴ δικαίωση τοῦ Τελώνη.
Δὲν εἶναι ὅμως ἔτσι· διότι πρέπει νὰ προσέχουμε τοῦτο, ὅτι ὁ Τελώνης, καταφρονούμενος ἀπὸ τὸν Φαρισαῖο κατὰ πρόσωπο καὶ μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καταφρονοῦσε κι αὐτὸς τὸν ἑαυτό του, ὄχι μόνο μὴ ἀντιλέγοντας, ἀλλὰ καὶ συνηγορῶντας πρὸς ἐκεῖνον ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ὅταν λοιπὸν κι ἐσὺ ἀφήσεις τὴν κακία, δὲν ἀντιλέγεις δὲ σ’ αὐτοὺς ποὺ σὲ καταφρονοῦν καὶ σὲ λοιδοροῦν, ἀλλὰ καταδικάζοντας καὶ ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου ὡς κακοήθη, καταφεύγεις μὲ κατάνυξη διὰ τῆς προσευχῆς πρὸς τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ μόνο, γνώριζε ὅτι εἶσαι λυτρωμένος Τελώνης.
Πολλοὶ βέβαια λέγουν τοὺς ἑαυτούς τους ἁμαρτωλούς, καὶ τὸ λέμε καὶ τὸ νομίζουμε ἐπίσης κι ἐμεῖς· ἀλλὰ ἡ καταφρόνηση εἶναι ποὺ δοκιμάζει τὴν καρδιά.
Ὅπως δηλαδὴ ὁ μεγάλος Παῦλος εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴν φαρισαϊκὴ μεγαλαυχία, ἂν καὶ ἔγραφε πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γλωσσολαλιὰ στὴν Κόρινθο: «Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντων ὑμῶν μᾶλλον γλώσσαις λαλῶν (Εὐχαριστώ τὸν Θεό μου διότι μοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν καὶ μιλῶ γλῶσσες περισσότερο ἀπὸ ὅλους σας)» (Α΄Κορ.14,18), (γράφει αὐτὰ τὰ πράγματα αὐτὸς ποὺ ἀλλοῦ δηλώνει ὅτι εἶναι «περικάθαρμα» ὅλων τῶν ἀνθρώπων (Α΄Κορ.4,13: «Βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι (Ἐνώ μᾶς δυσφημοῦν καὶ μᾶς συκοφαντοῦν, ἀπαντᾶμε μὲ λόγια γλυκὰ καὶ παρηγορητικά. Σὰν καθάρματα καὶ σκουπίδια τοῦ κόσμου γίναμε, ἀποβράσματα ἀκάθαρτα τῆς κοινωνίας στὰ μάτια ὅλων μέχρι τὴ στιγμὴ αὐτή)»), γιὰ νὰ συγκρατήσει τὸ φρόνημα ἐκείνων ποὺ ἐπαίρονται ἐναντίον αὐτῶν ποὺ δὲν ἔχουν τὸ χάρισμα)· ὅπως λοιπὸν ὁ Παῦλος, γράφοντας ἐκεῖνα, εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴν φαρισαϊκὴ μεγαλαυχία, ἔτσι εἶναι καὶ τὸ νὰ λέγει κανεὶς τὰ λόγια τοῦ Τελώνη καὶ νὰ ταπεινολογεῖ σὰν ἐκεῖνον, ἀλλὰ νὰ μὴ δικαιωθεῖ καθὼς ἐκεῖνος· διότι πρέπει μὲ τὰ ταπεινὰ λόγια του τελώνη νὰ συνυπάρχει καὶ ἡ μετάθεση ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ ἡ ψυχικὴ διάθεση, ἡ κατάνυξη καὶ ἡ ὑπομονὴ ἐκείνου.
Καὶ ὁ Δαβὶδ ἔδειξε ἐμπράκτως ὅτι πρέπει, αὐτὸς ποὺ κρίνει τὸν ἑαυτό του ἔνοχο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μετανοεῖ, νὰ θεωρεῖ δίκαιη καὶ ὑποφερτὴ τὴν σὲ βάρος του ὕβρη καὶ ἀτιμία ἀπὸ ἄλλους· διότι μετὰ τὴν ἁμαρτία του, ὅταν ἄκουγε προσβλητικοὺς λόγους ἀπὸ τὸν Σεμεεί, ἔλεγε σ’ αὐτοὺς ποὺ ἤθελαν ν’ ἀντιδράσουν:
«Ἄφετε αὐτὸν καὶ οὕτως καταράσθω, ὅτι Κύριος εἶπεν αὐτῷ καταρᾶσθαι τὸν Δαυίδ. (Ἀφῆστε τον νὰ μὲ κακολογεῖ, διότι ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νὰ κακολογήσει τον Δαβίδ)» (Β΄Βασ.16,10), λέγοντας ὅτι ἡ συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πρὸς αὐτὸν ἁμαρτία εἶναι πρόσταγμα Ἐκείνου, ἂν καὶ ὁ Δαβὶδ πάλευε τότε μὲ δεινὴ καὶ μεγάλη συμφορά, ἀφοῦ μόλις προσφάτως εἶχε ἐπαναστατήσει ἐναντίον του ὁ Ἀβεσσαλώμ.
Τότε μάλιστα ὁ Δαβίδ, ἐγκαταλείποντας μὲ ἀφόρητη ὀδύνη τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅταν φεύγοντας ἔφθασε στὶς ὑπώρειες τοῦ ὅρους τῶν Ἐλαιῶν, συνάντησε ὡς προσθήκη τῆς συμφορᾶς τον Σεμεεί.
Ὁ Σεμεεὶ ἔριχνε ἐναντίον του λίθους, τὸν κακολογοῦσε ἀσταμάτητα καὶ τὸν ὕβριζε ἀναιδῶς· τὸν ἀποκαλοῦσε ἄνδρα αἱμοβόρο καὶ παράνομο, ἐπαναφέροντας στὴ μνήμη τὸ σχετικὸ μὲ τὴν Βηρσαβεὲ καὶ τὸν Οὐρία ἔγκλημα πρὸς ὀνειδισμὸ τοῦ βασιλέως.
Καὶ δὲν τὸν ἄφησε ἀφοῦ καταράστηκε μιὰ καὶ δυὸ φορές, καὶ ἔριχνε ἐναντίον του λίθους καὶ μὲ λόγια πληκτικότερα ἀπὸ τοὺς λίθους· «ἀλλά», λέγει, «προχωροῦσε ὁ βασιλεὺς καὶ ὅλοι οἱ ἄνδρες του μαζί του, ἐνῷ ὁ Σεμεεὶ βάδιζε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ὅρους πλησίον τοῦ βασιλέως, καταρώμενός τον καὶ ρίχνοντας λίθους ἀπὸ τὰ πλάγια, καὶ πασπαλίζοντάς τον μὲ χῶμα».
Καὶ δὲν ἐστερεῖτο ἀνθρώπων ποὺ θὰ τὸν ἐμπόδιζαν ὁ βασιλεύς. Ὁ Ἀβεσσὰ λοιπὸν ὁ στρατηγός, μὴ ἀντέχοντας, εἶπε πρὸς τὸν Δαβὶδ· «γιατί καταρᾶται αὐτὸς ὁ ψόφιος σκύλος τὸν κύριό μου τὸν βασιλέα; Θὰ μεταβῶ λοιπὸν νὰ τοῦ κάψω τὸ κεφάλι».
Ὁ βασιλεὺς ὅμως συγκράτησε αὐτὸν καὶ ὅλους τοὺς ἄνδρες του, λέγοντας πρὸς αὐτούς: «Εἴπως ἴδοι Κύριος ἐν τῇ ταπεινώσει μου καὶ ἐπιστρέψει μοὶ ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας αὐτοῦ τῇ ἡμὲρᾳ ταύτῃ. (Ἀφήστε τον, γιὰ νὰ δεῖ ὁ Κύριος τὴν ταπείνωσή μου καὶ μοῦ ἀνταποδώσει ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας αὐτοῦ)» (Β΄Βασ.16,12).
Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα καὶ τότε μὲν τελέστηκε καὶ πραγματοποιήθηκε, δεικνύεται δὲ καὶ μὲ τὴν παραβολὴ γι’ αὐτὸν τὸν Τελώνη καὶ τὸν Φαρισαῖο τελούμενο πάντοτε ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη· διότι αὐτὸς ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀληθινὰ ὑπεύθυνο τῆς αἰωνίου κολάσεως, πῶς δὲν θὰ ὑπομείνει γενναίως, ὄχι μόνο ἀτιμία, ἀλλὰ καὶ ζημία καὶ νόσο, καὶ κάθε δυσπραγία καὶ κακοπάθεια γενικῶς;
Αὐτὸς δὲ ποὺ δείχνει τέτοια ὑπομονή, ὡς χρεώστης καὶ ἔνοχος, μὲ ἐλαφρότερη, πρόσκαιρη καὶ διακοπτομένη καταδίκη λυτρώνεται ἀπὸ τὴν πραγματικὰ βαριὰ ἐκείνη καὶ ἀφόρητη καὶ ἀτελείωτη τιμωρία· μερικὲς φορές, μάλιστα, λυτρώνεται καὶ ἀπὸ τὰ τωρινὰ δεινὰ ποὺ τὸν βασανίζουν, καθὼς ἡ θεία χρηστότητα λαμβάνει ἀρχὴ ἀπὸ ἐδῶ σὰν νὰ χρωστεῖται λόγῳ τῆς ὑπομονῆς.
Γι’ αὐτὸ καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς παιδευομένους ἀπὸ τὸν Κύριο εἶπε: «Ὀργὴν Κυρίου ὑποίσω, ὅτι ἥμαρτον αὐτῷ, ἕως τοῦ δικαιῶσαι αὐτὸν τὴν δίκην μου.
(Θα ὑπομείνω τὴν παιδευτικὴ ὀργὴ καὶ τὴν τιμωρία ἀπὸ τὸν Κύριο, διότι ἁμάρτησα σὲ Αὐτόν)» (Μιχ.7,9).
Εἴθε κι ἐμεῖς, παιδευόμενοι μὲ εὐσπλαχνία, ἀλλὰ ὄχι μὲ ὀργὴ καὶ θυμὸ Κυρίου, νὰ μὴν καταβληθοῦμε ἀπὸ τὴν τιμωρία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κατὰ τὸν ψαλμωδὸ στὸ τέλος νὰ ἀνορθωθοῦμε, μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἁρμόζει δόξα, δύναμις, τιμὴ καὶ προσκύνησις μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ΠΗΓΕΣ
• Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὁμιλία εἰς τὴν κατὰ τὸν Τελώνην καὶ τὸν Φαρισαῖον τοῦ Κυρίου παραβολήν, ὁμιλία Β΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1985, τόμος 9, σελίδες 47-73
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Π.Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου