«Ὁ διωγμὸς τῶν ευσεβῶν»
Κυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου (Β΄ Τίμ. 3,10-15)
Ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 12-2-1984. (Β108)
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου, περνᾶ τὶς τελευταῖες του ἡμέρες στὴ φυλακὴ στὴ Ρώμη. Ἀπὸ ἐκεῖ γράφει τὶς τελευταῖες του ὑποθῆκες στὴν δευτέρα του ἐπιστολὴ στὸν Τιμόθεο.
Τοῦ ἀναφέρει τὶς περιπέτειες τῆς ζωῆς του, τοὺς διωγμούς του, τοὺς κατατρεγμούς του. Ἀλλὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὸν ἀπήλλαξε ὁ Κύριος καὶ τὸν γλύτωσε, γι' αὐτό καὶ Τὸν εὐχαριστεῖ.
Τοῦ σημειώνει: «Σὺ δὲ παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ, τῇ ἀγωγῇ, τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ, τοῖς διωγμοῖς, τοῖς πάθήμασιν, οἷα μοὶ ἐγένοντο ἐν Ἀντιοχείᾳ, ἐν Ἰκονίῳ, ἐν Λύστροις· οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα καὶ ἐκ πάντων μὲ ἐρρύσατο ὁ Κύριος. Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διωχθήσονται».
Τοῦ κάνει ἕναν ἔμμεσον ὑπαινιγμό. «Εἶδες, Τιμόθεε, ἀγαπητὸ παιδί, τί διωγμοὺς ἔχω ὑποφέρει. Εἶδες τί δυσκολίες ἔχω περάσει.
Ἀλλὰ δὲν εἶμαι ἐγὼ μόνο. Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται:
Καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ θά ‘θελαν νὰ σταθοῦν εὐσεβεῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, θὰ διωχθοῦν». Ὡς νὰ τοῦ λέει: «Ἐὰν μείνεις εὐσεβής, καὶ σὲ προτρέπω νὰ μείνεις εὐσεβὴς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἔχε τὸ ὑπόψη σου, θὰ διωχθεῖς».
Εἶναι λοιπὸν κανόνας αὐτό; Ἀγαπητοί μου, εἶναι κανόνας. Δὲν ὑπάρχει ἐξαίρεσις. Δὲν ὑπάρχει οὔτε μία ἐξαίρεσις. Οἱ διωγμοὶ εἶναι τὸ κριτήριο τῆς ἀληθοῦς, εὐσεβοῦς ζωῆς. Βέβαια, ὑπάρχουν καὶ διωγμοὶ ποὺ ἀναφέρονται οἱ ταλαιπωρίες, οἱ πειρασμοί, ποὺ ἀναφέρονται σὲ μία ψευδοευσέβεια.
Ἐκεῖ δὲν φταίγουν ἄλλοι παρὰ ὁ ἴδιος ἐκεῖνος ποὺ φέρει αὐτὴν τὴν ψευδοευσέβεια. Τί εἶναι αὐτό; Ἡ ἀδιακρισία του.
Λέγει κάπου ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: «Μὴν πάσχει ἀνάμεσά σας κανεὶς ἀπὸ πάθη καὶ ἐλαττώματα. Γιατί τότε, ἂν ὑφίσταται ὅ,τι ὑφίσταται, τότε δὲν φταίει κανεὶς ἄλλος παρὰ φταίει αὐτός». Ἂν κανεὶς σὰν Χριστιανὸς εἶναι ἐπιπόλαιος ἄνθρωπος, δὲν ἔχει διάκριση νὰ κρίνει ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ πῶς πρέπει νὰ ἐνεργεῖ, τότε κάθε κατατρεγμὸ ποὺ μπορεῖ νὰ νιώσει, δὲν φταίει κανεὶς ἄλλος παρὰ ὁ ἴδιος.
Λέγουν πολλοὶ καὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι εἶναι οἱ ἴδιοι αἴτιοι αὐτῆς τῆς καταστάσεώς των, ὅταν λέγουν:
«Ἐγὼ τὸ κάνω τὸ καλὸ πρὸς πάντας, ἐγὼ ἀγαπῶ τοὺς πάντας, ἐγὼ δὲν πατάω μυρμηγκάκι, γιατί ὅλοι μὲ κατατρέχουν;».
Ἀδελφέ μου, ἐρεύνησε τὸν ἑαυτό σου νὰ δεῖς, μήπως φταῖς καὶ σὲ τί μπορεῖ νὰ φταῖς. Νὰ ἔχεις μὲν κάποια ἀρετή. Δὲν σοῦ τὴν ἀμφισβητεῖ κανεὶς αὐτήν.
Ἀλλὰ αὐτή σου ἡ ἀρετὴ νὰ εἶναι χωρὶς διάκριση. Ὁποιαδήποτε ἀρετή, ἐὰν εἶναι χωρὶς διάκριση, τότε μπορεῖ ἀκόμη καὶ σὲ κακία νὰ μεταβληθεῖ.
Ἂν εἶσαι ἐλεήμων, ἂν ἀγαπᾶς, τί ὡραιότερο, τί καλύτερο; Ἀλλὰ δὲν ξέρεις πῶς θὰ ἀσκήσεις αὐτὴν τὴν ἀγάπη σου καὶ αὐτὴν τὴν ἐλεημοσύνη σου, στὸ τέλος μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ σὲ κακό σου. Καὶ ὅταν παραπονεῖσαι...- μὰ ὅταν φθάνεις νὰ παραπονεῖσαι, ἀκριβῶς σημαίνει κι αὐτὸ εἶναι ἕνα ἔμμεσον, μία ἔμμεση πληροφορία καὶ γιὰ σένα ἂν καταλαβαίνεις καὶ διὰ τὸ περιβάλλον σου, ὅτι δὲν εἶχες μεστωμένη εὐσέβεια, σωστὰ τοποθετημένη εὐσέβεια.
Ἀλλὰ ἂς ἔλθομε στὴν ἀληθινὴ εὐσέβεια. Λέγει ἕνας ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεύς: «Αὕτη μόνη εὐσεβὴς ζωή, ἡ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
«Αὐτὴ μόνη εἶναι ἡ εὐσεβὴς ζωὴ· ἐκείνη ἡ ὁποία εἶναι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Εἶναι πολὺ περιεκτικὸς ὁ λόγος.
Ἂν ἔπρεπε νὰ ἀναλυθεῖ, ἴσως πολλὰ πράγματα θὰ ἔπρεπε νὰ εἰπωθοῦν, τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ εὐσεβὴς ἐν Χριστῷ ζωῇ.
Δὲν εἶναι ὅμως τῆς ὥρας, γιατί θά ‘θελα νὰ δῶ κάτι ἄλλο, μιὰ ἄλλη πλευρά. Τὴν πλευρὰ ἐκείνη ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος: «Καὶ ὅσοι θὰ θελήσουν νὰ ζήσουν τὴν εὐσεβῆ ζωή, αὐτοὶ θὰ διωχθοῦν».
Ἀλλὰ τίθεται εὔλογο τὸ ἐρώτημα: «Γιατί; Ποιόν πειράζουν; Γιατί νὰ διωχθοῦν; Καὶ γιατί νὰ ἀποτελεῖ κριτήριον τῆς εὐσεβείας των ὁ διωγμός; Καί, ἂν θέλετε, καὶ τῆς γνησιότητός των. Ἂν δηλαδὴ πραγματικὰ ἔχουν μίαν γνησιότητα εὐσεβείας.
Γιατί ἁπλούστατα πίσω ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὸν διώκουν, πίσω ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς εἶναι ὁ μεγάλος ἐχθρός, ὁ μέγας ἀντίπαλος, ὁ διάβολος.
Ὁ διάβολος δὲν ἀγαπᾶ τὸν Χριστόν. Εἶναι ὁ ἀντίπαλος τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ Χριστὸς ἦλθε εἰς τὸν κόσμον, ὁ διάβολος Τὸν κοίταξε κι ἀναρωτήθηκε: «Ποιός τάχα νὰ εἶναι Αὐτός, βλέπω πολλὴ ἁγιότητα εἰς Αὐτόν, Ποιός νὰ εἶναι;».
Ἄκουσε στὴν βάπτιση: «Σὺ εἶσαι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, σὲ Σένα ἔχω εὐδοκήσει». «Περίεργο...». Τὸν καιροφυλακτεῖ. Τὸν βλέπει στὴν ἔρημον. Νηστεύει.
Ἀμφιβάλλει, ποιός νὰ εἶναι; Βεβαίως ὁ διάβολος δὲν ἐγνώριζε τὸ Τριαδικὸν τοῦ Θεοῦ. Βεβαίως ὁ διάβολος δὲν εἶχε ὑποπτευθεῖ τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, παρ' ὅτι πλῆθος, πλησμονὴ ὑπῆρχαν προφητειῶν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη.
Καὶ ὁ διάβολος, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, γνωρίζει τὴν Ἁγία Γραφή. Ἀλλὰ οἱ προφητεῖες ἦσαν κεκαλυμμένες. Καὶ ἔπρεπε νὰ ξεγελαστεῖ ὁ διάβολος.
Ἀγνοεῖ λοιπὸν ὁ διάβολος. «Ποιός εἶναι αὐτός;»
Καὶ ὅταν ὁ διάβολος ἐνικήθηκε, ἀφοῦ ὁ ἴδιος πῆγε νὰ προκαλέσει τὸν Κύριον, μὲ ἐκεῖνον τὸν τριπλοῦν πειρασμὸν καὶ ξανανικήθηκε ὁριστικὰ καὶ συντριπτικά, τοὐλάχιστον γιὰ τὸν παρόντα χρόνον, γιὰ τὸν παρόντα αἰῶνα, στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ὁλοτελῶς συντριπτικά, ὅταν θὰ ξανάρθει ὁ Χριστὸς στὸν κόσμον καὶ τὸν ἀναμένει κόλασις αἰωνία, ἀντιλαμβάνεσθε, ὁ διάβολος βλέπει τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ὡς φοβερόν του ἀντίπαλο.
Γι' αὐτό καὶ ὁ διάβολος φθονεῖ καὶ μισεῖ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ ἰδιαιτέρως τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω εἰς τὴν γῆν.
Πίσω, λοιπόν, ἀπὸ κάθε διωγμὸ εἶναι ὁ διάβολος. Ἀλλὰ καὶ πίσω ἀπὸ τὰ ὄργανά του, τοὺς διῶκτες, εἶναι ὁ διάβολος. Αὐτὸ εἶναι κάτι πάρα πολὺ σπουδαῖο, τὸ ὁποῖο ἀναμφισβήτητα πρέπει νὰ γνωρίσομε. Βέβαια ἐδῶ ὑπάρχει καὶ μία ψυχολογία τοῦ πράγματος. Δὲν εἶναι τελείως ξεκάρφωτο.
Ὁ εὐσεβὴς γίνεται ὁ στόχος καὶ τὸ ἀντικείμενον ἐλέγχου, ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἁμαρτάνει ἀσύστολα. Ἂν ἐγὼ λέγω τὴν ἀλήθεια, σοῦ γίνομαι ἔλεγχος, ἔστω σιωπηρῶς, χωρὶς νὰ σοῦ πῶ τίποτε. Ἁπλῶς ἡ παρουσία μου, σὲ σένα ποὺ λὲς ψέματα. Ἂν ἐγὼ εἶμαι ἁγνὸς κι ἐσὺ εἶσαι ἀνήθικος, ἡ παρουσία μου, ἡ μόνη παρουσία μου, σοῦ γίνεται ἔλεγχος.
Ἔτσι λοιπὸν ὁ ἀσεβὴς δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν εὐσεβῆ. Ἐλέγχεται. Πῶς νὰ τὸ κάνομε; Ὑπάρχει συνείδησις. Ὅσο καὶ ἂν ζητήσαμε νὰ τὴν καυτηριάσουμε, ὑπάρχει συνείδησις. Καὶ ἀφοῦ ὑπάρχει ἡ συνείδησις, ἑπόμενον εἶναι αὐτὴ νὰ ἐλέγχει, ἔστω καὶ ἀμυδρά.
Καὶ πῶς ἡ συνείδησις ξυπνᾶ; Μόνον ἐὰν ὑπάρχει στοιχεῖον συγκριτικόν. Καὶ ἐν προκειμένῳ εἶναι ὁ εὐσεβὴς ἄνθρωπος. Γι' αὐτό, θαυμάσια μᾶς λέγει ἡ Σοφία Σολομῶντος, μᾶς σκιαγραφεῖ, ἀδρογραφεὶ αὐτὴν τὴν ψυχολογία τῶν ἀσεβῶν μπροστὰ στὸν εὐσεβῆ. Καὶ τί λέγουν; «Ἐνεδρεύσωμεν δὲ τὸν δίκαιον (Νὰ τοῦ στήσομε παγίδα), ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι (γιατί μᾶς εἶναι δυσκολομεταχείριστος) καὶ ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν (ἔρχεται σὲ ἀντίθεση- ἔστω καὶ σιωπηρά, ὅπως σᾶς εἶπα- στὰ ἔργα μας).
Ἐγένετο ἡμῖν εἰς ἔλεγχον ἐννοιῶν ἡμῶν (Ὅ,τι συλλαμβάνομε, ὅ,τι σκεφτόμαστε, ὅ,τι θέλομε, αὐτὸς μπροστά μας γίνεται ἔλεγχος ζωντανός).
Βαρύς ἐστιν ἡμῖν καὶ βλεέπόμενος (Εἶναι βαρὺς ἀκόμα νὰ τὸν βλέπομε. Δηλαδὴ καὶ νὰ τὸν δοῦμε μόνο... Γιατί; Βαρύς! Γιατί εἶναι βαρύς, βαρίδι στὴν συνείδησή των), ὅτι ἀνόμοιος τοῖς ἄλλοις ὁ βίος αὐτοῦ, καὶ ἐξηλλαγμέναι αἱ τρίβοι αὐτοῦ».
Νὰ τὸ αἴτιο. «Γιατί εἶναι», λέγει, «διαφορετικὸς ὁ βίος του ἀπ’ τὸν δικό μας τὸν βίο καὶ παρηλλαγμέναι αἱ μέθοδοι τῆς ζωῆς του. Ζεῖ ἀλλιώτικα, ζεῖ διαφορετικά. Δὲν ζεῖ ὅπως ζοῦμε ἐμεῖς)».
Εἶναι, λοιπόν, πάρα πολὺ ψυχολογικό, πάρα πολὺ νὰ αἰσθάνεται ὁ ἀσεβὴς τὴν παρουσία τοῦ εὐσεβοῦς σὰν κάτι ποὺ τὸν τσακίζει.
Δὲν ἔχομε παρὰ νὰ θυμηθοῦμε, ἀγαπητοί μου, πολλές, πάρα πολλὲς τέτοιες περιπτώσεις, ἱστορικὲς περιπτώσεις, ποὺ βεβαιώνουν αὐτὴν τὴν πραγματικότητα.
Γιατί ὁ Κάϊν ἐφόνευσε τὸν Ἄβελ; Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἔκανε μέσα του νὰ ὑποφέρει; Διότι εἶδε τὸν ἀδελφό του νὰ στέκεται μὲ εὐσέβεια καὶ νὰ ἀποδέχεται τὴν εὐσέβειά του ὁ Θεός.
Αὐτὸ τὸν ἔκανε νὰ μὴν μπορεῖ μέσα του νὰ αἰσθανθεῖ καλά. Ἐκινήθη ἀπὸ φθόνο καὶ ἔφθασε εἰς τὸ σημεῖο νὰ φονεύσει μὲ δόλο τὸν ἀδελφό του.
Θυμηθεῖτε, ἀκόμη, τὸν Ἰωσήφ. Γιατί τὸν ἐφθόνησαν τὰ ἀδέλφια του; Ἔφθασαν νὰ θέλουν νὰ τὸν σκοτώσουν. Τὸν ἐπώλησαν!
Γιατί δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνεχθοῦν τὴν ἀρετὴ τοῦ Ἰωσήφ. Ὑπάρχει ἕνα χωρίον ἐκεῖ εἰς τὸ βιβλίον τῆς Γενέσεως, ποὺ λέγει ὅτι κάτι κάνανε μεταξύ τους, ἄσχημο, πονηρό.
Ἴσως καμία ἀνήθικη πράξη νὰ κάνανε μεταξύ τους. Ἴσως. Κάπως ἔτσι φαίνεται τὸ πρᾶγμα νὰ εἶναι.
Καὶ ὁ Ἰωσὴφ τὸ ἀντελήφθη. Καὶ πῆγε καὶ τὸ εἶπε στὸν πατέρα του τὸν Ἰακώβ. Ἔ, αὐτὸ στάθηκε ἡ πρώτη ἀφορμή.
Καὶ μετὰ καὶ μερικὲς ἄλλες. Δὲν ἠσθάνοντο καλὰ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἰωσήφ.
Ἀλλὰ θυμηθεῖτε ἀκόμη, ἀγαπητοί μου, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Πῶς ἐλέγχει τὸν Ἡρώδη. Ἡ Ἠρωδιάς, ἐκείνη ἡ μοιχαλίδα γυναῖκα, ποὺ ἄφησε τὸν ἄνδρα της γιὰ νὰ πάρει τὸν ἀδελφὸ τοῦ ἀνδρός της, αὐτὴ ἡ φοβερὴ γυναῖκα, πόσο ἄσχημα ἠσθάνετο!
Σκεφθεῖτε ὅτι μποροῦσε νὰ ἐπωφεληθεῖ πολλά, ποὺ ὁ ἀνόητος Ἡρώδης, ὁ δεύτερος σύζυγός της, ἔφθασε, μπροστὰ στὸν χορὸ τῆς κόρης του, ποὺ δὲν ἦταν κόρη του, ἀνιψιά του ἦταν, κόρη τοῦ ἀδελφοῦ του, γιατί μὲ αὐτὸν εἶχε γεννηθεῖ ἡ Σαλώμη, ἔφθασε, ἀγαπητοί μου, νὰ πεῖ: «Δίνω τὸ μισό μου βασίλειο!».
Καὶ τὸ πάθος τοῦ μίσους καὶ τῆς κακίας μὲς στὴν ψυχή τῆς Ἠρωδιάδος, ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ μὴν ζητήσει οὔτε μία δραχμή.
Ἀλλὰ τί; Μόνο τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου «ἐπὶ πινάκι»· μέσα σὲ ἕνα πιάτο!
Βλέπετε ὁ ἔλεγχος τί φοβερὸ πρᾶγμα εἶναι; Γιατί; Γιατί ὁ Ἰωάννης ἔλεγε: «Οὐκ ἔξεστί σοὶ ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου».
«Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἔχεις τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου».
Ἀλλά, ὁ Κύριος δὲν ἔπεσε θῦμα αὐτῶν τῶν Φαρισαίων; Δὲν μᾶς λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅτι «διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν;»
Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐδίωκον διαρκῶς τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Χριστιανούς, διότι δὲν ἠσθάνοντο καλά; Καὶ μάλιστα καὶ στὸν ἐθνικὸν κόσμον.
Ἔξω δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἱερουσαλήμ, ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας. Δὲν ἐδίωκον τοὺς Χριστιανούς;
Διότι ἔβλεπαν τοὺς εἰδωλολάτρας νὰ γίνονται χριστιανοὶ καὶ ἐζήλευαν φοβερὰ καὶ ἠσθάνοντο ἄσχημα, ἠσθάνοντο μειονεκτικά.
Οἱ
εἰδωλολάτραι κατόπιν δὲν θὰ διώξουν τοὺς Χριστιανούς;
Ἀλλὰ ἡ Ἱστορία συνεχίζει καὶ θὰ συνεχίζει μέσα στοὺς αἰῶνες. Εἴτε ὁμαδικοὺς ἔχομε διωγμούς, εἴτε ἀτομικοὺς διωγμούς. Καὶ ἂν θέλετε, καὶ στὴν καθημερινότητα συμβαίνουν αὐτά. Μήπως μία εὐσεβὴς γυναῖκα, σύζυγος, δὲν μπορεῖ νὰ ὑφίσταται τὰ πάνδεινα ἀπὸ ἕναν σύζυγο ἀσεβῆ; Καὶ τὸ ἀντίστροφο. Μήπως, σ’ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ σχολεῖο, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἕνας μαθητὴς εὐσεβὴς καὶ οἱ ἄλλοι νὰ τὸν διώκουν μὲ κάθε τρόπο καὶ νὰ τὸν προγκίζουν, μόνο καὶ μόνο γιατί εἶναι εὐσεβὴς καὶ χριστιανός; Καὶ τόσα καὶ τόσα καὶ τόσα. Καθημερινά.
Ἀγαπητοί μου, τὸ πῶς διώκουν; Ἕνα φοβερὸ ὅπλο στὰ χέρια τοῦ διαβόλου εἶναι ἡ εἰρωνεία. Ὅταν εἰρωνεύεται ὁ διώκτης. Ἡ εἰρωνεία εἶναι διωγμός. Τσακίζει κόκαλα. Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα ἡ εἰρωνεία, φοβερὸ πρᾶγμα εἶναι. Ἔχετε προσέξει ὅτι πάρα πολλοὶ χριστιανοί μας δὲν μποροῦν νὰ ἀντέξουν τὴν εἰρωνεία, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ στραφεῖ ἐναντίον των;
Ἀκόμη εἶναι το νὰ σὲ γελοιοποιήσει ὁ ἄλλος. Πολλὲς φορὲς συμβαίνει αὐτό. Ἡ καταπίεσις. Ἕνας παραγκωνισμός, μία διαβολή, μιὰ συκοφαντία.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι διωγμοί. Θέλετε; Καὶ τὸ μαρτύριον τοῦ σώματος. Καὶ αὐτὸς ὁ θάνατος. Κάποτε, μαρτύριον συνειδήσεως, κάποτε μαρτύριον σώματος.
Καὶ αὐτὸς ὁ θάνατος. Ὅλα αὐτὰ εἶναι τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους οἱ διῶκται διώκουν.
Πῶς μποροῦμε νὰ σταθοῦμε μπροστὰ σ’ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα; Διότι ὅταν πρέπει νὰ εἶμαι χριστιανὸς καὶ μοῦ λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶμαι χριστιανός, ἐὰν δὲν περάσω ἀπὸ τὸ καμίνι τῶν διωγμῶν, πῶς πρέπει νὰ σταθῶ; Τί πρέπει νὰ κάνω;
Ὅταν γνωρίζομε ὅτι ὁ διωγμὸς ἀποτελεῖ στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, λαμβάνομε τὰ μέτρα μας.
Διότι ἕνα ὅπλο τοῦ διαβόλου εἶναι ὁ αἰφνιδιασμός. Νομίζουν πάρα πολλοὶ χριστιανοί μας ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι ἀνθόσπαρτη. Εἶναι μία ζωὴ γεμάτη ἀπὸ εὐλογίες καὶ εὐτυχίες.
Πολλὲς φορὲς ὁ Θεός, στὴν ἀρχὴ τοῦ πνευματικοῦ βίου, ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἀφήσει νὰ δυναμώσει λίγο ὁ ἄνθρωπος, νὰ μὴν πέσει, τοῦ δίνει πολλὲς τέτοιες εὐλογίες, ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ἀπὸ ἐπιτυχίες.
Ὅταν ἀρχίζει νὰ ὡριμάζει πνευματικά, τότε ἀρχίζουν οἱ πειρασμοί. Τότε ἀρχίζει ἡ ἐπίθεσις τοῦ σατανᾶ. Ἡ ἐπίθεσις τοῦ σατανᾶ...
Εἶναι φοβερό. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ξέρομε. Πρέπει νὰ τὸ ἔχομε συνειδητοποιημένο.
Γι'αυτό καὶ ὁ Κύριος εἶπε: «Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης». Δικαιοσύνη θὰ πεῖ, ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ, θὰ πεῖ ἁγιότης, θὰ πεῖ ἀρετή.
«Εὐτυχισμένοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι διώκονται ἕνεκα τῆς ἁγιότητός των». «Ὃτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Ἄ, ὥστε λοιπὸν εἶμαι εὐτυχὴς ἂν μὲ διώξουν. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ συνειδητοποιήσω. «Μακάριοι ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ». «Εὐτυχισμένοι θὰ εἴσαστε ὅταν σᾶς ὀνειδίσουν». Εἴδατε ὁ ὀνειδισμός;
«Καὶ ὅταν σᾶς διώξουν καὶ ποῦν ἐναντίον σας κάθε πονηρὴ κουβέντα», ἐννοεῖται, «ψευδόμενοι», δηλαδὴ συκοφαντική, σᾶς βγάλουν ρετσινιὲς καὶ σᾶς ποῦν ὅτι εἴσαστε τέτοιοι καὶ τέτοιοι.
Ἀλλὰ προσέξτε. Ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὄχι ἂν κάποιος πάσχει σὰν φονιᾶς ἢ σὰν κλέφτης.
Ἀλλὰ μόνο γιατί εἶναι Χριστιανός. Μόνο γιατί εἶναι Χριστιανός. Μόνο καὶ μόνο γι’ αὐτὸ τὰ τραβάει ὅλα αὐτά.
«Χαίρετε», λέγει ὁ Κύριος, «καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν».
Γιατί κατὰ παρόμοιο τρόπο ἐδίωξαν καὶ τοὺς προφήτας ποὺ ἔζησαν πιὸ μπροστὰ ἀπὸ ἐσᾶς. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ξέρομε.
Πρέπει, λοιπόν, νὰ συνειδητοποιήσομε ὅτι εἶναι στοιχεῖο ποὺ θὰ τὸ ζήσομε. Νὰ τὸ πάρομε ἀπόφαση. Ἕνας ποὺ ξεκινάει γιὰ πνευματικὴ ζωή, πρέπει νὰ τὸ πάρει ἀπόφαση.
Δεύτερον. Πρέπει νὰ ἔχει ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή. Ὁ διάβολος ἔχει ἐπιμονὴ στὸ κακό. Ὑπομονὴ ὅμως δὲν ἔχει. Γι' αὐτό πολλὲς φορές, ὅταν δεῖ τὴν ὑπομονὴ τοῦ εὐσεβοῦς, αὐτός, ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ τὸ πῶ μὲ μιὰ λαϊκὴ ἔκφραση, «σκάει».
Καὶ πολλὲς φορὲς σκάει καὶ τὸ ὄργανό του, ὁ κακὸς ἄνθρωπος. Ὅταν δεῖ τὴν ὑπομονὴ τοῦ εὐσεβοῦς. Γι'αυτό λέγει ὁ Κύριος: «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται». Αὐτὸς ποὺ θὰ ὑπομείνει ἕως τὸ τέλος, αὐτὸς θὰ σωθεῖ». «Καὶ ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν». «Κερδίστε τὶς ψυχές σας στὴν ὑπομονή σας».
Ἕνα τρίτον. Ὁ εὐσεβὴς ἄνθρωπος, παντοῦ καὶ πάντα καὶ ἰδιαίτερα στοὺς πειρασμούς, προσεύχεται.
Ὁ Κύριος εἶπε: «Προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν». «Προσευχηθεῖτε πρὶν μπεῖτε στὸν πειρασμό. Καὶ ἂν μπεῖτε στὸν πειρασμό, πάλι νὰ προσεύχεστε. Παντοῦ καὶ πάντα νὰ προσεύχεστε. Εἶναι ὅπλο πολὺ φοβερὸ ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ».
Τέταρτον. Εἴδατε τί ἀκριβῶς εἶπε ὁ Κύριος: «Οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς πρὸ ὑμῶν προφήτας». Ὅτι ἐδίωξαν τοὺς πιὸ μπροστὰ ἀπὸ σᾶς προφήτας;
Δηλαδὴ τί σημαίνει αὐτό; Ἔ, ἀγαπητοί μου, δὲν εἴμαστε μόνοι μας. Ἂν τὸ θέλετε, ἡ ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔχει νὰ παρουσιάσει μέχρι σήμερα ἑκατομμύρια μάρτυρες. Ἐκατομμύρια μάρτυρες...
Ὁ Κύριος γνωρίζει τὸν ἀριθμόν. Βγάζουν ἀπὸ στατιστικὲς κάποια νούμερα. Ἀλλὰ ἐγὼ θὰ σᾶς ἔλεγα, ὁ Κύριος ξέρει τὸν ἀριθμόν.
Καὶ μέχρι τέλους τῆς Ἱστορίας, πόσοι ἀκόμη θὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἂν εἴμαστε κι ἐμεῖς ἀνάμεσα σ’ αὐτούς... Βέβαια τιμή.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποκτήσει κανεὶς τὴν τιμή, πρέπει νὰ κοπιάσει, πρέπει νὰ ἱδρώσει, πρέπει νὰ σταθεῖ σωστά. Πρέπει νὰ δώσει καὶ τὸ αἷμα του ἐνδεχομένως.
Γι' αὐτό λοιπὸν τὸν λόγο θὰ πρέπει νὰ μάθομε ὅτι τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων πρέπει νὰ εἶναι μπροστά μας.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ποὺ σημειώνει αὐτὰ στὸν Τιμόθεο καὶ τοῦ λέγει: «Καὶ σύ, Τιμόθεε, θὰ διωχθεῖς». Καὶ πράγματι ἐδιώχθη. Καὶ μάλιστα ἐφονεύθη μὲ λιθοβολισμό.
Τὸν σκότωσαν στὴν Ἔφεσον. Ποὺ εἶχε ἐλέγξει μία παρανομία ποὺ εἶχε γίνει· ἕνα εἶδος καρναβάλου, θὰ λέγαμε.
Καὶ ξέρετε σήμερα, ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου, ἀντὶ ποὺ εἶναι μία προφωνήσιμος περίοδος, δηλαδὴ ἔρχεται νὰ προαναγγείλει τὴν ἐρχομένη Σαρακοστή, τὸν ἐρχόμενο ἀγῶνα, τὸ ἐρχόμενο στάδιο, κι ἔρχεται νὰ προετοιμάσει σιγά-σιγά, κι ἐμεῖς κάνομε τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο.
Ἑτοιμαζόμαστε σὲ ξεφαντώματα ἁμαρτωλά. Κάτι τέτοιο λοιπὸν εἶχε ἐλέγξει ὁ ἅγιος Τιμόθεος, ποὺ τελικὰ λιθοβολήθηκε.
Ἀλλὰ τὶ τοῦ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; «Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες».
«Νὰ μένεις σταθερὸς σὲ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔχεις μάθει, ξέροντας ἀπὸ ποιόν τὰ ἔμαθες». Δηλαδὴ ἀπὸ ἐμένα τὸν Παῦλο.
Ἔτσι θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν οἱ ἅγιοι: «Σταθεῖτε ἑπόμενοι Χριστιανοί. Ἐμεῖς οἱ προηγούμενοι Χριστιανοὶ σταθήκαμε. Δεῖτε ἐμᾶς. Δεῖτε τὸ παράδειγμά μας».
«Ἒχοντες», λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους, «νέφος μαρτύρων, ὄγκον μέγα», μεγάλο νέφος μαρτύρων, πλῆθος μάρτυρες».
Ὅλοι αὐτοί μας καλοῦν νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ παράδειγμά τους.
Εἶναι καὶ ἡ ἄλλη πλευρὰ ὅμως ἂν τὸ θέλετε. Εἶναι τὸ κακὸ τέλος τῶν διωκτῶν. Ἔχει μία ἀπαράμιλλη εἰκόνα ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅταν λέγει ὅτι: «Ποῦ οἱ Νέρωνες; Ποῦ οἱ Διοκλητιανοί; Ποῦ τα τήγανα; Ποῦ τὰ ὄργανα μαρτυρίου; Τὰ πάντα σεσίγηνται. Ἡ δὲ Ἐκκλησία λάμπει ὑπὲρ τὸν ἥλιον».
Αὐτὸ εἶναι τὸ μέλλον, αὐτὴ εἶναι ἡ τύχη, αὐτὴ εἶναι ἡ μοῖρα τῶν διωκτῶν. Γι' αὐτό λέγει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου: «Πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι». Αὐτὸ εἶναι τὸ μέλλον τῶν κακῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν διωκτῶν.
Ἀλλὰ τέλος, εἶναι καὶ ἡ γνῶσις τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Λέει στὸν Τιμόθεο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σὲ σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ». «Τὰ δυνάμενά σε σοφῖσαι». «Νὰ σὲ κάνουν σοφὸ τὰ γράμματα τοῦ Θεοῦ, τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ».
Ἡ Ἁγία Γραφή. Πρέπει νὰ μελετοῦμε. Πρέπει νὰ ἐντρυφοῦμε.
Εἶναι γνωστὸ τὸ μυστικὸ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου ποὺ τὸν ἔκανε γενναῖο καὶ νικητή. Ξέρετε ποιό εἶναι. Εἶχε κάτω ἀπὸ τὸ μαξιλάρι του καὶ διάβαζε κάθε μέρα τὴν Ἰλιάδα, τὸ βιβλίο τῶν ἡρώων. Καὶ ἐνεπνέετο ἀπὸ τὴν Ἰλιάδα καὶ ἔγινε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος.
Ἀγαπητοί μου, ἐμεῖς ἔχομε κάτι πολὺ πέρα ἀπὸ τὴν Ἰλιάδα. Ἔχομε τὸ βιβλίο τῶν ἁγίων. Καὶ τὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ.
Ζῶντος Θεοῦ, ποὺ ἐνισχύει καὶ δυναμώνει τὸν κάθε πιστὸ στὸν ἀγῶνα.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει: «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν». «Ἐὰν ἐμένα μὲ ἐδίωξαν, καὶ ἐσᾶς θὰ διώξουν».
Τί κι ἄν; Τὸν ἔφθασαν μέχρι τὸν Σταυρό. Τί κι ἄν; Ἀνεστήθη ὁ Χριστός. Κι ἐμεῖς θὰ ἀναστηθοῦμε. Ναί, ἀγαπητοί μου, κι ἐμεῖς θὰ ἀναστηθοῦμε. Ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στὴν πρώτη του ἐπιστολή: «Ἀγαπητοί», λέγει, «μὴ ξένίζεσθε(:μην παραξενεύεστε) τῇ ἐν ὑμῖν πῦρώσει (γιὰ τὴν πύρωση τοῦ πειρασμοῦ ποὺ ὑπάρχει μέσα σᾶς) πρὸς πειρασμὸν ὑμῖν γινομένῃ, ὡς ξένου ὑμῖν συμβαίνοντος (σὰν κάτι τὸ ξένο, τὸ ἄλλο, τὸ ἀλλότριο, τὸ παράξενο, ποὺ σᾶς συμβαίνει ὁ πειρασμὸς) ἀλλὰ καθὸ κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ πάθήμασι (ὅπως γίνεστε κοινωνοὶ τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ), χαίρετε (νὰ ἔχετε χαρά), ἵνα καὶ ἐν τῇ ἀποκαλύψει τῆς δόξης αὐτοῦ χαρῆτε ἀγαλλιώμενοι (καὶ ὅταν θὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ δόξα Του, θὰ χαρεῖτε κι ἐσεῖς, γιατί κι ἐσεῖς θὰ δοξαστεῖτε).
Εἰ ὀνειδίζεσθε (ἐὰν σᾶς εἰρωνεύονται) ἐν ὀνόματι Χριστοῦ (γιατί εἶστε Χριστιανοί), μακάριοι (εὐτυχισμένοι), ὅτι τὸ τῆς δόξης καὶ δυνάμεως καὶ τὸ τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα ἐφ' ὑμᾶς ἀναπαύεται (γιατί ἐσεῖς ἔχετε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα σας)».
«Γι'αυτό σᾶς κοροϊδεύει ὁ κόσμος. Γιατί ὁ κόσμος δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὸ πονηρὸ πνεῦμα».
Λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅτι «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται». «Μέσα στὸ πνεῦμα τοῦ σατανᾶ κεῖται ὅλος ὁ κόσμος».
Ἐν ἐννοίᾳ πάντοτε ἠθική. Ἂν λοιπὸν ὁ κόσμος μας διώκει, σημαίνει ὅτι ἀναπαύεται σὲ μᾶς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Τί χρειάζεται; Ω τί χρειάζεται! Ἀνδρεῖα!
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες θεωροῦσαν τὴν ἀνδρεία μία ἀπὸ τὶς τέσσερις μεγάλες ἀρετές. Καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας θεωροῦν τὴν ἀνδρεία μία μεγάλη ἀρετή.
Καὶ ἀναφέρεται καὶ στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδιὰ ἀλλὰ προπαντὸς στὴν βούληση.
Ἀγαπητοί μου, ἡ ἀνδρεία εἶναι σπουδαία ἀρετή. Αὐτὴ ποὺ μᾶς λείπει.
Γι' αὐτό θὰ σημειώσει στὸν Τιμόθεο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θὲὸς Πνεῦμα δείλίας, ἀλλὰ δὺνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ».
«Δὲν μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας ἀλλὰ μᾶς ἔχει δώσει πνεῦμα δυνάμεως».
Καὶ συνεπῶς αὐτὴν τὴν δύναμη ποὺ μᾶς δίνει τὸ Πνεῦμα τὸ δικό Του, πρέπει νὰ τὴν ἀξιοποιήσομε. Καὶ πρέπει νὰ σταθοῦμε.
Μὴν μᾶς πυρώνει λοιπόν, ὁ πειρασμὸς καὶ λέμε «γιατί καὶ πῶς».
Ἁπλούστατα, ἀδελφέ, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀνέλαβες νὰ γίνεις Χριστιανός, πᾶρε τὸ εἴδηση· θὰ μπεῖς στὸν χῶρο τῶν δοκιμασιῶν, τοῦ πειρασμοῦ καὶ τῶν διωγμῶν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_219.mp3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου