Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου. Μακαριστοῦ Ἀρχ. Αθανασίου Μυτιληναίου

Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου

Ἑρμηνεία στὸ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, κεφ. Β΄ ἐδάφια 22-26

(†) Μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου

«Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωϋσέως, ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ».
«Ὅταν ἐπληρώθησαν –δεύτερη πρᾶξις τώρα- τὸ πρῶτο ἐπλήσθησαν ἀναφέρεται εἰς τὶς ὀκτὼ ἡμέρες. Τώρα ἔχομε ἕνα δεύτερο ἐπλήσθησαν - δηλαδὴ συνεπληρώθησαν- τί;  Οἱ σαράντα ἡμέρες τοῦ καθαρισμοῦ. Τώρα, αὐτὸς ὁ καθαρισμὸς ἀναφέρεται εἰς τὴν μητέρα.
Ὄχι εἰς τὸ παιδὶ πλέον. Ἡ μητέρα θεωρεῖται ἀκάθαρτος ἕως τὴν τεσσαρακοστὴν ἡμέραν, ἐφόσον τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννοῦσε θὰ ἦτο ἀγόρι.
Ἐὰν ἦτο κορίτσι, ὁ καθαρισμός της ἐπληροῦτο τὴν ὀγδοηκοστὴν ἡμέραν. Δηλαδὴ σὲ ὀγδόντα ἡμέρες. Διπλάσια ἀπ’ ὅ,τι εἰς τὸ ἀγόρι. Στὶς ὀγδόντα μέρες ἔπαιρνε ἡ γυναῖκα τὸν καθαρισμό της. Ἐδῶ μᾶς κάνει πάλι ἐντύπωση αὐτὸ τὸ σημεῖο, τί ἔννοια θὰ εἶχε αὐτὸς ὁ καθαρισμός.

Ἀγαπητοί μου, νομίζω σᾶς ἀπασχολεῖ πολύ, ἰδίως τὶς γυναῖκες, ὄχι λιγότερο καὶ τοὺς ἄντρες. Ἔχουν πολλὰ εἰπωθεῖ γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτό.
Τὸ γιατί τελικὰ ὁ Θεὸς ἔχει προτείνει τὰ πράγματα ἔτσι εἰς τὸν παλαιὸν νόμον, ποὺ μερικὰ ἔχουνε ἤδη εἰσαχθεῖ καὶ εἰς τὴν Καινὴ Διαθήκη –γιατί καὶ σήμερα οἱ γυναῖκες παίρνουν σαραντισμόν- ἀκριβῶς δὲν μποροῦμε νὰ ἀπαντήσουμε.
Ἐν τούτοις, ἀφήνει πολλὰ σημεῖα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νὰ κατανοήσουμε καὶ ἡ πατερικὴ σοφία ἔρχεται νὰ βοηθήσει εἰς τὸ σημεῖο αὐτό, ἄλλος μὲν μὲ τούτη τὴ γνώμη, ἄλλος μὲ ἐκείνη, νὰ σχηματίσουμε μία περίπου εἰκόνα.
Εἶπα «περίπου». Εἶπα περίπου. Σᾶς βεβαιώνω, ἔχω ἀπορία ἂν θὰ ἔπρεπε τὸ θέμα νὰ τὸ δοῦμε ἀπὸ πάσης πλευρᾶς- δὲν ξέραμε τί θὰ ἀπαντήσουμε.
 
Τὸ Λευιτικόν- βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης- ἕνα ἀπὸ τὰ πέντε πρῶτα βιβλία της Πεντατεύχου δηλαδή, ἀπὸ τοῦ ἑνδεκάτου ἕως τοῦ δεκάτου ἕκτου κεφαλαίου του, μᾶς δίνει αὐτὴν τὴν εἰκόνα τῆς ἐννοίας τοῦ «καθαροῦ» καὶ τοῦ «ἀκαθάρτου».
Βέβαια, αὐτὴ ἡ εἰκόνα εἶναι εὐρεῖα. Ἀναφέρεται σὲ πολλὰ πράγματα. Στὶς τροφές, στὰ ἀντικείμενα, στὸν ἄνθρωπο. Τροφές, ἀντικείμενα, ἄνθρωπος.
Ἂν θά ‘πρεπε νὰ δοῦμε ἂν ὄντως ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἀναφέρει τὸ βιβλίον αὐτό, τὸ Λευιτικόν, εἶναι βρώμικα, βέβηλα - «ἀκάθαρτο» θὰ πεῖ βέβηλο- ἂν ὄντως εἶναι βέβηλα, τότε θὰ βλέπαμε ὅτι προσκρούουμε σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅτι δὲν ὑπάρχει στὴν πραγματικότητα, ἀπ΄ό τι ὁ Θεὸς ἔχει κάνει, τίποτα τὸ βέβηλον.
Στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἐπὶ παραδείγματι, θὰ μᾶς πεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι «πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον». «Κάθε κτίσμα τοῦ Θεοῦ εἶναι καλὸ καὶ δὲν εἶναι κανένα ἀπόβλητο».
Συνεπῶς τὸ «βέβηλον» δὲν εἶναι ὀντολογικόν. Φερειπείν, τὸ αἷμα τῆς γυναικός, τὸ μηναῖον, ἡ ἔμμηνος ρύσις, δὲν εἶναι βρώμικο, ὀντολογικό, δὲν εἶναι κάτι ποὺ θὰ λέγαμε «Μὴν πᾶς στὴν ἐκκλησία γιατί εἶσαι ἀκάθαρτη». Δηλαδὴ τί εἶναι τὸ ἀκάθαρτον; Ὑπάρχει ὀντολογικὴ ἀκαθαρσία, πραγματικὴ δηλαδή;
Δηλαδὴ ἐκεῖνο τὸ αἷμα ὑπέστη μίαν ἀλλοίωσιν τέτοια, ποὺ ἐπί τέλους ἐπί τέλους εἶναι ἔτσι ἀκάθαρτο ποὺ νὰ ἀπαγορεύεται;
Ἡ ὕλη ὑφίσταται ἀκαθαρσία ὀντολογικὴ ποὺ στὸν Θεὸ δημιουργεῖ δυσάρεστο αἴσθημα; Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Ὄχι! Θὰ τὸ πῶ ἄλλη μία φορά: Ὄχι!
 
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀπορεῖ γιατί οἱ γυναῖκες εἶναι ἀκάθαρτες κάθε μῆνα. Λέγει ἴσως –βάζει ἕνα ἴσως- ἴσως, εἶναι στὸ Πηδάλιο σελίδα 22, ἴσως διὰ τὴν σκληροτραχηλίαν - σκληρότητα- τῶν ἀντρῶν, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν τί σημαίνει ἐγκράτεια, διὰ νὰ προστατεύσει ὁ Θεὸς τὴ γυναῖκα, καθιστᾶ τὸν ἄντρα ἀκάθαρτον, ἀφοῦ κατέστησε τὴ γυναῖκα ἀκάθαρτον νομικῶς καὶ ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ τύχουν καθαρισμοῦ κτλ. ἀπὸ νομικῆς πλευρᾶς».
Δηλαδὴ ἕνα εἶδος πές, ἀναρίσματος, διὰ τὴν ἀκράτεια ποὺ θὰ ὑπῆρχε μέσα εἰς τὸν γάμον. Αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος. Καὶ βάζει ἕνα ἴσως.
Διότι δὲν δικαιολογεῖται ὀντολογικῶς νὰ εἶναι κάτι ἀκάθαρτο στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ.
 
Ἀκόμη, στὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Γενέσεως, τρίτο κεφάλαιο , στίχος 31, διαβάζουμε: «Τὰ πάντα, ὅσα ὁ Θὲὸς ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν»· ὅτι ὁ Θεὸς ἔκανε ὅλα εἶναι καλά, πολὺ καλὰ μάλιστα.
Καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην πάλι ξαναγυρίζω: «Πάντα διὰ τοῦ λόγου ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ –τοῦ Λόγου, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος- οὐδὲ ἕν γέγονεν, ὃ γέγονεν». «Ἀπὸ ὅ,τι ἔχει γίνει, δὲν ἔχει γίνει τίποτε ποὺ νὰ μὴν τό ΄κανε ὁ Θεός».

Ὥστε λοιπὸν ἡ ἔννοια τοῦ καθαροῦ καὶ τοῦ ἀκαθάρτου δὲν εὑρίσκεται εἰς τὴν φύσιν τῶν ὄντων, ἀλλὰ εὑρίσκεται εἰς τὸν καθορισμὸν ποὺ πάντοτε ὁ Θεὸς ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ θέτει. Τὸ ἀντελήφθητε;
Ὄχι εἰς τὴν φύσιν τῶν ὄντων, ἀλλὰ εἰς τὸν καθορισμὸν ποὺ ὁ Θεὸς ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ θέτει. Ἐὰν δηλαδὴ ὁ Θεὸς πεῖ ὅτι «τὸ τραπέζι αὐτὸ εἶναι ἀκάθαρτο», εἶναι ἀκάθαρτο γιατί ὁ Θεὸς τὸ καθορίζει νὰ εἶναι ἀκάθαρτο· διότι ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ πεῖ ὁ Θεός: «Τὸ τραπέζι αὐτὸ εἶναι καθαρό». Ἡ ὕλη του- ἐδῶ μὲ ἐνδιαφέρει, γιὰ τὴν ὕλη του- οὔτε τὴν πρώτη φορὰ ἦτο ἀκάθαρτος, οὔτε τὴ δευτέρα φορὰ καθαρίστηκε. Ὄχι. Παρέμεινε ἡ ἰδία. Ἀλλὰ καθορίζεται καθαρὸν ἢ ἀκάθαρτον ἀπὸ τὸ πῶς θὰ τὸ καθορίσει ὁ Θεός.

Ἀπὸ τὴ Σοφία Σειρὰχ ἔχομε τὸ ἑξῆς σημεῖον. Εἶναι ἀπὸ τὸ 18ον κεφάλαιον, ὅτι «Ὁ Ζῶν εἰς τὸν αἰῶνα ἔκτισε τὰ πάντα κοινῇ».
«Ὁ Θεὸς ποὺ ζεῖ εἰς τὸν αἰῶνα, αἰωνίως, ἔκτισε ἀπολύτως ὅλα ὁ Ἴδιος μόνος Του». Εἶναι, λοιπόν, ὁ Θεὸς δημιουργὸς τῶν πάντων.
Παρακάτω: «Αὐτὸς γὰρ βασιλεὺς πάντων ἐν κράτει αὐτοῦ, διαστέλλων ἐν αὐτοῖς ἅγια ἀπὸ βεβήλων». «Ὁ Θεὸς» λέει «εἶναι Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος διαστέλλει, ξεχωρίζει, τὰ ἅγια ἀπὸ τὰ βέβηλα, τὰ καθαρὰ ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα».
Ὥστε καθαρὰ βλέπομε ἐδῶ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀκάθαρτο τίποτε. Ὀντολογικῶς. Κάνομε, ἐπὶ παραδείγματι, τὰ ἐγκαίνια εἰς τὸν Ναό. Ἐδῶ πέρα τώρα δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε κάτι τὸ ἀκάθαρτο. Δὲν μποροῦμε. Βλέπουμε νὰ μπαίνει ἕνα σκυλὶ μέσα. Τὸ θεωροῦμε ἁμαρτία. «Μπῆκε σκυλί!». Καὶ τρέχουμε νὰ τὸ κυνηγήσουμε.
Τὸ σκυλὶ εἶναι ἀκάθαρτον. Ὄχι! Δὲν εἶναι κτίσμα τοῦ Θεοῦ; Βεβαίως. Γιατί; Διότι καθορίζεται ὅτι ὁ τόπος αὐτὸς δὲν πρέπει νὰ δεχτεῖ σκυλιά. Καθορίζεται ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὥστε δὲν ὑπάρχει τὸ ἀκάθαρτον ὀντολογικά. Εἶναι κατὰ καθορισμὸν αὐτοῦ τούτου τοῦ Θεοῦ. Ἔχει ἀξία αὐτό; Βεβαίως! Προσέξτε παρακάτω νὰ δεῖτε. Διατὶ ὁ Θεὸς τὸ θέτει ἔτσι.

Ὅπως θὰ γνωρίζετε, τὸ καθαρὸν καὶ τὸ ἀκάθαρτον μέσα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, εἶναι θὰ λέγαμε, ἕνα Ἄλφα καὶ Ὠμέγα.
Τόσο μάλιστα ποὺ οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν πήγαιναν στὴν ἀγορὰ καὶ γύριζαν σπίτι τους, δὲν ἔτρωγαν ψωμί, ἐὰν δὲν ἔπλεναν τὰ χέρια τους καλὰ καλά.
Πλέναν πιάτα, πλέναν κρεβάτια, τὰ πάντα πλέναν, ὄχι πλένοντας, ὅπως, θὰ λέγαμε, γιατί τὸ πιάτο φάγαμε καὶ εἶναι βρώμικο ἢ γιατί τὸ κρεβάτι θέλει ξεσκόνισμα ἢ πλύσιμο, ὄχι καθαρισμὸς νομικός.
Ὁ Χριστὸς αὐτὴν τὴν ὑπερβολὴ τοὺς τὴν κατακρίνει γιατί θέλει νὰ δώσει μίαν ἄλλην εἰκόνα τῶν πραγμάτων. Δηλαδὴ τί ἀκριβῶς;
Θέλει νὰ βοηθήσει τοὺς ἀνθρώπους τοῦ παλαιοῦ νόμου νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι μέσα ἀπὸ τὸν καθαρισμὸν αὐτὸν ὑπάρχει κάτι ἄλλο.

Στὴν Παλαιά, λοιπόν, Διαθήκη ἐπικρατοῦν τρία σημεῖα ἀκάθαρτα. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ζῶα ὡς πρὸς τὸ φαγητό. Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὸν ἄνθρωπον. Ποῖα εἶναι αὐτά; Τὸ πρῶτον εἶναι ἡ γέννησις. Ἡ γυναῖκα θεωρεῖται ἀκάθαρτη ὅταν γεννήσει παιδί. Οἱ καημένες οἱ γυναῖκες διαμαρτύρονται καὶ λένε: «Εἶμαι ἀκάθαρτη; Γιατί;», ρωτᾶνε.
Εἶναι κάτι ποὺ τὸ αἰσθάνονται πολὺ ἄσχημα. Γιατί εἶναι ἀκάθαρτο.
Μετά, θεωρεῖται ἀκάθαρτη ἡ ἀσθένεια, ἀπὸ νομικῆς πλευρᾶς, καὶ μάλιστα τὸ ἀποκορύφωμά της, ἡ λέπρα. Θυμηθεῖτε ὅταν οἱ δέκα λεπροὶ συναντοῦν τὸν Χριστόν.
Ὑπῆρχαν ὁρισμένοι τόποι στοὺς ὁποίους σύχναζαν οἱ λεπροί. Καὶ οἱ τόποι αὐτοὶ ἦταν εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ποτὲ μέσα στὶς πόλεις. Ἐθεωροῦντο νομικῶς ἀκάθαρτοι.

Καὶ τρίτον, ὁ θάνατος. Ἐὰν πέθαινε κάποιος ἄνθρωπος, ἐκεῖ εἰς τὸ σπίτι μέσα, ἐθεωρεῖτο τὸ σπίτι ἀκάθαρτον καὶ ὁ νεκρὸς ἀκάθαρτος.
Ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἐπεριποιούνταν νὰ τὸν πλύνουν, νὰ τὸν καθαρίσουν, νὰ τὸν θάψουν, ἔπρεπε μετὰ ταῦτα νὰ ὑποστοῦν νομικὸν καθαρισμόν.
Ἦταν ἀκάθαρτοι, ἂν πέθαινε τὸ πρωὶ ὁ ἄνθρωπος, μέχρι τὸ βράδυ ἀκάθαρτοι. Ὁ «ναζιραῖος», ὁ ἀφιερωμένος στὸν Θεό, δὲν ἔπρεπε νὰ δεῖ οὔτε νεκρόν. Ὄχι νὰ ἀγγίξει, οὔτε νὰ δεῖ. Ἐὰν τοῦ ‘λεγαν: «Πέθανε ὁ πατέρας σου», δὲν ἔπρεπε νὰ πάει νὰ δεῖ τὸν πατέρα του νεκρὸν· διότι, ὡς ἀφιερωμένος στὸν Θεό, δὲν χωροῦσε τίποτε τὸ ἀκάθαρτον μέσα σὲ μιὰ ἀφιέρωση.
Θυμηθεῖτε ὅταν οἱ Ἑβραῖοι, δὲν ἤθελαν νὰ μποῦν παραμονὴ τοῦ Πάσχα εἰς τὸ Πραιτώριον· «ἵνα μὴ μιανθῶσιν», ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής, Ἰωάννης μου φαίνεται.
Γιὰ νὰ μὴ μιανθοῦν, βεβηλωθοῦν, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ φᾶν τὸ Πάσχα. Ἀλλιῶς δὲν μπορούσανε νὰ φᾶνε τὸ Πάσχα. Ἐθεωροῦντο ἀκάθαρτοι.
Ἔπρεπε νὰ ὑποστοῦν νομικὸν καθαρισμόν. Ἀλλὰ δὲν ἔμεναν περιθώρια γιὰ νομικὸν καθαρισμὸν καὶ γιὰ νὰ μὴν μιανθοῦν καὶ μείνουν χωρὶς νὰ φάγουν τὸ Πάσχα, μένουν ἔξω ἀπὸ τὸ Πραιτώριον. Ἔξω ἀπὸ τὸ δικαστήριο.
Ὥστε ἡ γέννησις, ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ θάνατος. Γιατί; Καὶ αὐτὰ ἀναφέρονται στὸν ἄνθρωπον. Ὁ Χριστός, ὅπως ξέρετε, ὅταν κλήθηκε ἀπὸ τὸν Ἰάειρον, δὲν εἶπε κανένα λόγον εἰς τὴν κόρη του νὰ ἀναστηθεῖ, ὅπως εἶπε εἰς τὸν Λάζαρον. Εἰς τον Λάζαρον εἶπε: «Ἔλα ἔξω». Δὲν τὸν ἤγγισε τὸν Λάζαρον.
Τὴν κόρη του Ἰαείρου ὅμως τὴν ἤγγισε. Τὴν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι. Θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν οἱ Ἑβραῖοι γιὰ μιὰ στιγμή: «Ἦτο ἀκάθαρτος ὁ Χριστὸς· γιατί ἤγγισε νεκρόν». Ἀλλὰ ἐφόσον ὁ νεκρὸς ἔγινε ζωντανός, πῶς θά ‘τανε πιὰ νεκρός, θά ΄τὰν ἀκάθαρτος;
Τὸ σημαντικὸ ὅμως εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς πιάνοντας ἀπὸ τὸ χέρι νεκρὸ ἄνθρωπο, πτῶμα, καταργεῖ τὴν ἔννοια τοῦ ἀκαθάρτου. Καταργεῖ τὴν ἔννοια τοῦ ἀκαθάρτου!
Ἀλλὰ τί ἔννοια εἶχε αὐτή; Ἰδού, ἀγαπητοί μου. Ἡ γέννησις τοῦ ἀνθρώπου συνοδεύεται μὲ τὴν ἐπιθυμία. Ἀλλὰ ἡ ἐπιθυμία εἶναι ὁ πυρὴν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Ἐνθυμεῖσθε φέτος εἴχαμε κάνει ἀνάλυση τῆς ἐννοίας τῆς ἐπιθυμίας. Συνεπῶς, ὅταν καθορίζεται ἡ γυναῖκα μὲ τὴ γέννηση ὅτι εἶναι ἀκάθαρτος, σημαίνει: πρέπει νὰ ἔχει μπροστὰ στὰ μάτια της καὶ αὐτὴ καὶ οἱ ἄλλοι, ὅτι εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα.
Δεύτερον. Πρώτη συνέπεια αὐτῆς τῆς καταστάσεως τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος εἶναι ἡ ἀρρώστια. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔκανε οὔτε τὸν θάνατον, οὔτε τὴν ἀσθένεια. Συνεπῶς πρῶτος καρπὸς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος εἶναι ἡ ἀρρώστια.
 Τὴν καθορίζει ὡς ἀκαθαρσία καὶ λέγει- μάλιστα ἀκόμη καὶ τὴν ὀνείρωξιν, καὶ τὴν ὀνείρωξιν τὴ θεωρεῖ ἀκάθαρτο πρᾶγμα. Μία ἡμέρα θεωρεῖται ἀκάθαρτος. Ἡ γυναῖκα ποὺ ἔχει τὴν ἔμμηνο ροὴ καὶ στὴν καρέκλα ποὺ θὰ καθίσει, ἡ καρέκλα θεωρεῖται ἀκάθαρτος. Δηλαδὴ αὐτὴ ἡ ἔντονος εἰκόνα μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα. Καὶ τὸ ἄλλο τὸ μεγάλο ἀποτέλεσμα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος εἶναι ὁ θάνατος. Διότι, ἐπειδὴ ἡμάρτησαν οἱ πρωτόπλαστοι, εἰσήχθη ὁ θάνατος. Συνεπῶς, τονίζεται ἡ ἀκαθαρσία τοῦ νεκροῦ γιὰ νὰ τονιστεῖ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα.
Καὶ γιατί τόσο ἔντονα τονίζεται τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα; Διὰ νὰ τονιστεῖ ἔντονα ἡ ἀνάγκη τοῦ Λυτρωτοῦ. Πότε κάναμε, παρακαλῶ, ἢ μᾶλλον, πότε βοηθᾶμε τὸν ἄρρωστο νὰ πεῖ: «Θέλω γιατρὸ» · ὅταν τοῦ παραστήσομε ὅτι ἡ ἀρρώστιά του εἶναι πολὺ σοβαρή. Τότε τί λέγει; «Τὸν γιατρό!». Ἔτσι κι ἐδῶ. Πότε ὁ ἄνθρωπος θὰ ζητοῦσε τὴν λύτρωση; Ὅταν θὰ καταλάβαινε ὅτι εἶναι βαριὰ ἄρρωστος. Γι΄αυτό τόσο ἔντονα προβάλλεται τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα. Νὰ γίνει αἰσθητὴ ἡ παρουσία καὶ ἡ ἀνάγκη τοῦ Μεσσίου, τοῦ Λυτρωτοῦ. Ἀλλὰ θὰ μοῦ πεῖτε, ἀφοῦ ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, γιατί ὁ ἄνθρωπος νὰ μπερδεύεται καὶ θέλει νὰ κολλάει σὲ μερικὰ πράγματα;
Ἀγαπητοί μου. Εἶναι μία ἀρρώστια τῆς διανοίας, καὶ αὐτὴ ἀποτέλεσμα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.
Τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου κολλάει- περίεργο πρᾶγμα- κολλάει· ὅπως κολλάει ἡ βελόνα πάνω στὴν πλάκα τοῦ γραμμοφώνου, τοῦ πικάπ, καὶ παίζει τὸ ἴδιο πρᾶγμα· καὶ δὲν θέλει νὰ ξεκολλήσει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βλέπει ἔτσι. Γιατί; Διότι ὁ ἄνθρωπος, ἔπαθε, τὸ κατ΄εικόνα, ἔπαθε μία φθορά. Μόνος του δέ, δὲν θέλει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ φθορὰ αὐτή. Καὶ μέσα σὲ αὐτὴ τὴ φθορά, κινεῖται καὶ ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει τὴν εἰκόνα τῶν πραγμάτων καθαρή. Καθαρή.
 Καὶ ἐδῶ θὰ εἶχε ἀξία ἡ περίπτωση τοῦ σπηλαίου τοῦ Πλάτωνος, ποὺ ἔχει φαίνεται κάποια παράδοση καὶ ὅτι ὁ Πλάτων δὲν εἶπε τὸ παράδειγμα αὐτὸ τυχαῖα, ὅτι οἱ ἄνθρωποι πάντα θέλουν νὰ βλέπουν τὴ σκιὰ τῶν ὄντων, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ἴδουν τὴν εἰκόνα τῶν ὄντων, ὅπως ἔχει. Αὐτὸ εἰς τὸν πνευματικὸ τομέα καὶ στὸν θρησκευτικὸ τομέα εἶναι σὲ πολὺ μεγάλο βαθμό. Εἶναι δυστύχημα.
Εὐθὺς παρακάτω, εὐθὺς παρακάτω, θὰ δοῦμε μία μορφή, τὸν Συμεῶν, τὸν γέροντα, ὁ ὁποῖος εἶχε καθαρῆ ἀντίληψη τῶν πραγμάτων καὶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: «Γιατί;». Ἀλλὰ θὰ τὸ δοῦμε στὴ συνέχεια τοῦ πράγματος.
Πάντως, νὰ τελειώσουμε ἀπὸ τὸ χωρίον αὐτό, ἡ Θεοτόκος δὲν ὑπέκειτο εἰς τὴν ἀνάγκη τέτοιου καθαρισμοῦ, διότι δὲν συνέλαβε κατόπιν ἐπιθυμίας, δὲν ὑπῆρξε σύλληψις κατὰ φύσιν, ὥστε νὰ ὑπεισέλθει τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα. Ἦτο λοιπὸν ἡ Θεοτόκος καθαρή. Ἡ ἰδία δέ, ὡς φέρουσα τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, τὸ ἔφερε ἡ Παναγία, ἐκαθαρίσθη μὲ τὴν ἔλευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν δηλαδή, εἶπε ὁ ἄγγελος «Καὶ πνεῦμα ἅγιον ἐπισκιάσει σοι», «θὰ σὲ ἐπισκιάσει», ἐκεῖ γίνεται καὶ ἡ κάθαρσις τῆς Θεοτόκου ὥστε καὶ ἡ ἰδία καθαρὴ καὶ ὁ τόκος της καθαρός. Συνεπῶς δὲν ἀναφερόμεθα πιὰ εἰς τὴν Θεοτόκον.
Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ γίνεται γιὰ νὰ μὴν σκανδαλιστοῦν οἱ γύρω. Καὶ ἡ Παναγία πληροῖ τὸν νόμον· ἂν καὶ δὲν εἶχε ἀνάγκη. Πληροῖ τὸν νόμον· ὅμως, εἰς τὸν στίχον αὐτόν, ἔχομε πάλι δύο σημεῖα. Ὅπως στὸ προηγούμενο, στὴν περιτομὴ καὶ τὸ ὄνομα, καὶ γιὰ τὸν Χριστὸν ἡ περιτομὴ ἦτο περιττή, τὸ ὄνομα ἔπρεπε νὰ μπεῖ, ἐδῶ ἔχομεν τὸν καθαρισμὸν καὶ τὴν παράστασιν. Ὁ καθαρισμὸς περιττός, ἡ Θεοτόκος δὲν εἶναι ἀκάθαρτος. Ἔχομεν τὴν παράστασιν. Τίνος; Τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὸν ναόν. Ἔφερε ἡ Θεοτόκος τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν ναόν, γιὰ νὰ Τὸν παραστήσουν, λέγει, εἰς τὸν ναόν. Νὰ τὸν παραστήσουν.
Τί σημαίνει αὐτό; «Παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ». «Ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα, παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ». «Νὰ παρουσιάσουν». Αὐτό το «νὰ παρουσιάσουν», ἀναφέρεται εἰς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὡς ἑξῆς: Γιὰ νὰ μὴν ξεχάσουν οἱ Ἑβραῖοι, ὡς ἄνθρωποι ἐπιλήσμονες τὴν εὐεργεσία ποὺ τοὺς ἔκανε ὁ Θεός, νὰ τοὺς βγάλει ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κατὰ τόσον καταπληκτικὸν τρόπον, μὲ τὶς δέκα πληγὲς τοῦ Φαραὼ κ.λπ. τοὺς εἶπε εἰς ἀνάμνηση τῆς τελευταίας πληγῆς, εἰς τὴν ὁποίαν, ἔπεσαν μὲν οἱ Αἰγύπτιοι, ἀπηλλάγησαν ὅμως οἱ Ἑβραῖοι, ὅτι, θὰ τὸ διαβάσω καλύτερα· εἶναι ἀπὸ τὸ «Ἔξοδος»: «Ἁγίασόν μοὶ πᾶν πρωτότοκον, πρωτογενές, πᾶσαν μήτραν διανοῖγον ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ». Δηλαδή, «κάθε πρωτότοκο παιδὶ θὰ ἔρχεσαι νὰ μοῦ τὸ ἀφιερώνεις.
Θὰ τὸ πάρεις πίσω σπίτι σου, ἀφοῦ θὰ μοῦ δώσεις ἀντάλλαγμα», λέει ὁ Θεός. Μία θυσία. Ἕνα πρόβατο, ἂν ἤσουν πλούσιος· ἐὰν δὲν ἤσουν, ἕνα ζευγάρι περιστέρια, ἕνα ζευγάρι τρυγόνια. Αὐτό, ἂν θὰ σὲ ρωτήσει, λέει, τὸ παιδί σου τί εἶναι, θὰ πεῖς: «Ἐπειδὴ ὁ Κύριος μᾶς ἀπήλλαξε ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους καὶ τὰ πρωτότοκά μας δὲν πέθαναν, τοῦ τὰ ἀφιερώνουμε». Δηλαδὴ εἶναι μία τελετὴ ἀναμνήσεως τοῦ θαύματος. Ἀναμνήσεως τοῦ εὐχαριστῶ, τῆς εὐγνωμοσύνης. Ἔχομε λοιπὸν μία παράσταση. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ παράστασις ταυτοχρόνως εἶναι καὶ μία προσφορὰ· διότι προσφέρει ὁ πατέρας τὸ πρωτότοκο παιδί του, τὸ ἀγόρι του. Τὸ προσφέρει.
 
Ἀλλά, γιατί ἐδῶ προσάγεται ὁ Ἰησοῦς; Προσφέρεται ὡς δῶρο· διότι γιὰ νὰ τὸ πάρεις πίσω, πρέπει νὰ προσφέρεις τὴν ἀξία τοῦ δώρου. Γι'αυτό ἔδιναν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἔδιναν. Γιὰ τὴ θυσία τοῦ δώρου. Μάλιστα, ἀπὸ τὰ δύο πουλιά, τὰ δύο τρυγόνια ἂς ποῦμε, τὰ δύο περιστέρια, τὸ ἕνα τὸ ἔσφαζε ὁ ἱερεὺς γιὰ τὸν καθαρισμὸ τῆς γυναικός, τῆς μητέρας του. Καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἄφηνε ἐλεύθερο νὰ φύγει ὡς δῶρον διὰ τὸ παιδί. Ἔχομε λοιπὸν τὸ στοιχεῖο τῆς προσφορᾶς. Ὁ Χριστὸς δυὸ φορὲς προσεφέρθη εἰς τὸν Πατέρα. Δύο φορές. Ἄνθρωπος. Ἡ μία εἶναι εἰς τὸν ναὸν καὶ ἡ ἄλλη εἶναι εἰς τὸν Γολγοθᾶ. Αὐτό, αὐτὴ ἡ διπλῆ προσφορὰ τοῦ Χριστοῦ ἐπαναλαμβάνεται μέσα εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν. Ὅταν μὲ τὸ πρόσφορό μας, ποὺ χαράξαμε τὸν Ἀμνόν, ὑψώνομε, προσάγομε, προσκομιδή- προσαγωγή, προσκομιδή, προσφορὰ· εἴδατε; Σηκώνομε τὴν προσφορὰ· εἶναι δῶρον πρὸς τὸν Πατέρα, δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς εἶναι δῶρο στὸν Πατέρα. Δὲν προσφέρομε τὸ ψωμὶ εἰς τὸν Πατέρα, ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ τὸν Ἄρτον καὶ προσφέρεται ὁ Ἰησοῦς ὡς δῶρο γιὰ τὸν Πατέρα. Γι΄αυτό εἰς τὴν προσκομιδὴ βάζουν ἄλλοι μὲν τὴν εἰκόνα τῆς κενώσεως, τῆς ταπεινώσεως, ἄλλοι δὲ τῆς Γεννήσεως. Καὶ οἱ δύο εἶναι σωστές. Ἡ Γέννησις ὡς προσφορὰ· θὰ μοῦ πεῖτε γιατί δὲν βάζουμε τὴν Ὑπαπαντή; Διότι καὶ ἡ Γέννησις εἶναι προσφορὰ στὸν Πατέρα. Ἀλλὰ καὶ ἡ κένωσις τὸ ἴδιο, γιατί ἐκεῖ ὅταν χαράζουμε πάνω εἰς τὸν Ἀμνόν, κάνομε προκαταρκτικὰ τοῦ Πάθους. «Θύεται ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου· ὅτι αἴρεται ἡ ζωὴ Αὐτοῦ ἀπὸ τῆς γῆς» κ.τ.λ. Εἶναι λοιπὸν προκαταρκτικὰ τῆς θυσίας. Καὶ γίνεται τὴν ὥρα ποὺ προσφέρεται τὸ δῶρον. Ὅταν λέμε: «Τὰ Σὰ ἐκ τῶν Σῶν Σοὶ προσφέρομεν», προσφέρομεν δῶρον. Κατόπιν, θὰ προσφερθεῖ ὁ Χριστὸς ὡς θυσία εἰς τὸν Πατέρα. Ὅταν θὰ πεῖ ὁ ἱερεύς: «Καὶ ποίησον, τὸν μὲν Ἄρτον τοῦτον, Τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ Σου», ἐκεῖ ἔχομε ταυτοχρόνως μεταβολὴ τῆς θείας προσφορᾶς. Ταυτοχρόνως. Ἐνθυμεῖσθε τὰ λέγαμε πρόπερσι αὐτά. Ὥστε ἔχομε δύο προσφορές. Τὴ μία ὡς δῶρον καὶ τὴν ἄλλη ὡς θυσία. Ἡ μία στὴν προσκομιδὴ καὶ ἡ ἄλλη μέσα στὴ Θεία Λειτουργία. Αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται στὴ Θεία Λειτουργία ὅπως σᾶς εἶπα καὶ εἶναι ἀκριβῶς ὅπως ὁ Χριστὸς προσεφέρθη πρὸς τὸν Πατέρα.
23 στίχος: «Καθὼς γέγραπται ἐν νὸμῳ Κυρίου ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρὶῳ κληθήσεται». Ἐδῶ δικαιολογεῖ αὐτὸ ποὺ προηγουμένως σᾶς εἶπα ὡς πρὸς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. 24: «καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν νὸμῳ Κυρίου, ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν». Καὶ αὐτὸ τὸ ἀναλύσαμε. «Καὶ θὰ δώσουν θυσία». Ἐὰν λοιπὸν ἐδῶ ἀναφέρονται τὰ περιστέρια καὶ τὰ τρυγόνια, πρέπει ἡ προσφορὰ τοῦ Χριστοῦ νὰ ἤτανε ἡ προσφορὰ τῶν πτωχῶν. Ἡ προσφορὰ τῶν πτωχῶν... Ἐπτώχευσε δι’ ἡμᾶς ὁ Χριστός.
Καὶ τώρα μπαίνουμε σὲ μία νέα σκηνή. Θὰ τὸ ξέρετε πάντοτε, ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ὅταν θέλει νὰ εἰσαγάγει μιὰ νέα σκηνή, συχνὰ χρησιμοποιεῖ τὸ «Ἰδού». Θέλει νὰ ἑλκύσει τὴν προσοχή. Καὶ λέει ὁ στίχος 25: «Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν Ἱεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεῶν, καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁὗτος, δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν Ἅγιον ἐπ᾿ αὐτόν». «Ἦταν», λέγει, «κάποιος ἄνθρωπος εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα». Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἦτο ἱερεύς. Προσέξτε, ὑπογραμμίζω: Δὲν ἦτο ἱερεύς. Ὑπάρχει ἴσως ἡ εὐρεῖα ἀντίληψις ὅτι ὁ Συμεῶν ἦτο ἱερεύς. Ὄχι. Ἂν ἦτο ἱερεύς, θὰ μᾶς τὸ ἔλεγε ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς αὐτό. Δὲν εὑρίσκετο εἰς τὸ ἱερόν. Πρέπει νὰ σᾶς πῶ ἀκόμη ὅτι τὸ ὅλο κτίσμα διαιρεῖτο σὲ δύο γενικὰ μέρη· εἰς τὸ ἱερὸν καὶ εἰς τὸν ναόν. Ὅταν λέγει ἱερὸν ἐννοεῖ τὶς αὐλὲς καὶ ὅλες τὶς οἰκοδομὲς ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὰς αὐλάς. Εἶχε πολλὲς αὐλὲς ὁ ναὸς τοῦ Σολομῶντος. Πολλὲς αὐλές. Ἂν ἔχετε δεῖ ἀναπαράσταση τοῦ ναοῦ, θὰ τὸ ἔχετε ἀντιληφθεῖ αὐτό. Συνεπῶς, ἱερὸν λέγεται ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ κτίσματα, τὰ ἐκτὸς τοῦ κυρίως ναοῦ, καὶ οἱ αὐλὲς· καὶ ναὸς λέγεται τὸ κύριον κτίσμα, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἐγίνετο ἡ λατρεία. Ὁ ναὸς τώρα εἶχε ἰδιαίτερα χωρίσματα, δὲν μένω ἐκεῖ· ὅταν λέγει ἐδῶ ὅτι ἦρθε εἰς τὸ ἱερὸν ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἦρθε εἰς τὴν αὐλήν, ἔξω ἀπὸ τὸν ναό. Ἀπηγορεύετο δὲ νὰ μπεῖ ἐθνικὸς καὶ εἰς τὸ ἱερόν, δηλαδὴ καὶ εἰς τὴν αὐλήν, ὄχι μόνο εἰς τὸν ναόν.
Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔρχεται, τὸ ὄνομά του Συμεῶν, ὅπως εἴδαμε, κάτω ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ἀπὸ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νὰ μιὰ προώθησις. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τοῦ λέγει: «Πήγαινε εἰς τὸν ναὸν· πήγαινε εἰς τὸν ναόν». Ὅπως ἀκριβῶς συνέβη μὲ τὸν Φίλιππον τὸν διάκονον, ὅταν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τοῦ λέγει: «Σήκω, πήγαινε ‘’κατὰ μεσημβρίαν’’ - δηλαδὴ πρὸς νότον- στὸν δρόμο ποὺ πάει πρὸς τὴν Γάζα». Πάλι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τοῦ λέει, ὅταν περνοῦσε τὸ ἁμάξι τοῦ Αἰθίοπος- πῶς τὸ λέγει; Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς πῶ, δὲν ξέρω, δὲν ξέρω πῶς... Ὠθεῖ, ἐμπνέει: «Κάνε αὐτό». «Προσκολλήθητι», λέει, «τῷ ἅρματι». «Κόλλησε, ἅρπαξε, γαντζώσου ἀπὸ τὸ ἅρμα».
Βλέπετε λοιπὸν ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση καὶ ἔμπνευση καὶ ὤθηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ Συμεῶν ἀφήνει τὸ σπίτι του, θά ‘λεγε κανείς, κάπως ξαφνικά, φυσικὰ πῆγαν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Θεοτόκος μὲ τὸ βρέφος Ἰησοῦν, δὲν θά ‘ταν πολλὴ ὥρα, θά ‘καναν τὸ ἔργο τους καὶ θὰ ἔφευγαν, πολὺ λίγη ὥρα, ἐλαχίστη. Συνεπῶς ξαφνικὰ πρέπει νὰ φεύγει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ σπίτι του, νὰ πηγαίνει κατ' εὐθεῖαν γιὰ τὸν ναό.
Ἔχει πολὺ σημασία αὐτό. Ἀλλά, σὲ λίγο, θὰ ἐμφανιστεῖ μία γυναῖκα. Εἶναι ἡ Ἄννα ἡ προφῆτις. Τόσο ὁ Συμεῶν- ποὺ θὰ τὸ ἀναλύσουμε ἰδιαιτέρως αὐτό- ὅσο καὶ ἡ Ἄννα ἡ προφῆτις, ὁμολογοῦν θαυμαστὰ πράγματα. Λέγει ὁ Συμεῶν μόλις εἶδε τὸ βρέφος: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμὰ σοῦ ἐν εἰρήνῃ». «Τώρα νὰ πεθάνω. Ὅπως εἶμαι. Εἶδαν τὰ μάτια μου τὸ σωτήριόν σου». Ἡ Ἄννα νὰ βεβαιώνει καὶ νὰ λέγει ὅτι «Αὐτὸς εἶναι σπουδαῖος· εἶναι ὁ Μεσσίας». Καὶ λέγει εἰς τὴν Θεοτόκον ὅτι «Ὁὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσράὴλ». Γιατί; Διότι ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, εἰς μίαν πρᾶξιν ἀσημότητος, ἔρχεται μία πρᾶξις ἐπισημότητος, γιὰ νὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ ἕναν ἐνδεχόμενον σκανδαλισμόν. Ἐνθυμεῖσθε στὴν Γέννησιν; Σὲ ἕνα στάβλο, σὲ ἕνα παχνί, ἀνακλίνεται ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος. Κι ὅμως. Ἐνῷ κανεὶς δὲν παίρνει εἴδηση ὅτι κάποιο παιδάκι γεννήθηκε ἐκείνη τὴ νύχτα, ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος, ὅλοι οἱ ἄγγελοι, ὑμνοῦν καὶ δοξολογοῦν τὸν Θεόν. Μέσα εἰς τὴν ἀσημότητα καὶ τὴν ταπείνωση, ἔρχεται μία πρᾶξις ἐπισημότητος, διὰ νὰ ὑπογραμμίσει ὅτι ἐδῶ κρύπτεται μυστήριον καταπληκτικόν. Τώρα, εἰς τὴν πρᾶξιν αὐτήν της ἀσημότητος, ὅτι μιὰ γυναῖκα, ἀπό ‘κεῖνες τὶς χιλιάδες γυναῖκες ποὺ ποτὲ πέρασαν ἀπὸ τὸν ναόν, ἔρχεται σὲ μία πράξη τόσο συνηθισμένη, ὅπως καὶ παρ’ ἡμῖν, ποὺ οἱ γυναῖκες πᾶνε νὰ πάρουν σαραντισμὸν· κάποιο ἀπόγευμα θὰ πᾶνε στὸν Ἑσπερινὸ νὰ πάρουν τον σαραντισμό. Ποιός θὰ ἀνοίξει; Ποιός εἶναι στὸν ναό; Εἶναι κανείς; Ἀσημότης λοιπόν. Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ἀσημότητα ἔρχεται μία ἐπιβεβαίωσις προφητική, ὅτι αὐτὸ τὸ νήπιον εἶναι ὁ Μεσσίας τοῦ κόσμου.
Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦτο δίκαιος· ἦτο καὶ εὐλαβής. Ἀνῆκε εἰς τὸ λῆμμα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἰς τὸ λῆμμα. Εἰς τὸ κατάλοιπον· διότι οἱ Ἑβραῖοι δὲν εἶχαν πλέον ἀκριβὴ ἀντίληψη περὶ τοῦ Μεσσίου. Κάτω ἀπὸ τὶς ἀναθυμιάσεις τῶν ἰδίων τῶν ἐπιθυμιῶν ἔχασαν τὴν εἰκόνα τοῦ ἀληθοῦς Μεσσίου. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ προηγουμένως σᾶς εἶπα: Γιατί χάνομε τὴν εἰκόνα τὴν ἀληθινὴ τῶν πραγμάτων; Διότι μπαίνει τὸ στοιχεῖο ἐπιθυμία. Παντοῦ εἰσχωρεῖ τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα. Δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀντιληφθεῖ τὰ πράγματα στὴν ἀλήθειά τους, στὴ γυμνή τους ἀλήθεια. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος θὰ θέσει τὸν ἑαυτόν του κάτω ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πίστη τοῦ Θεοῦ, τότε καθαρίζεται τὸ ἐσωτερικό του, βλέπει ὅσο δυνατὸν νὰ δεῖ.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, καθορίζεται, ἦτο δίκαιος καὶ εὐλαβής. Συνεπῶς εἶχε προϋποθέσεις καθαρότητος. Θὰ πεῖ –δὲν θὰ τὸ ποῦμε σήμερα- ὅτι ὁ Μεσσίας εἶναι «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν». Μεγάλης σημασίας αὐτό. Δὲν εἶναι εἰς ἀποκάλυψιν Ἰσραήλ, ἀλλὰ εἶναι εἰς δόξαν τοῦ Ἰσραήλ. «Εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν». Ξέρετε τί σήμαινε αὐτό; Ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Συμεῶν ἦταν πέρα γιὰ πέρα ἀντισοβινιστικόν. Οἱ Ἑβραῖοι λέγανε: «Ὁ Μεσσίας εἶναι δικός μας. Δὲν ἀνήκει σὲ κανέναν ἄλλον!». Ὁ Συμεῶν λέγει: «Ὁ Μεσσίας εἶναι μεσσίας τῶν ἐθνῶν, ὅλου τοῦ κόσμου». Αὐτὸ εἶναι ὅμως μιὰ ἀλήθεια ποὺ βγαίνει ἀπὸ μιὰ καθαρότητα. Κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πεῖ αὐτό. Κι ὅμως τὸ λέγει ὁ Συμεῶν. Γιατί; Κάτω ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐμπνευσμένος, ἐπειδὴ ἦτο δίκαιος καὶ εὐλαβής.
Ὁ Συμεῶν, ἀγαπητοί μου, ἀνῆκε εἰς τὴν τάξιν ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔμεναν πιστοὶ εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ἡ οἰκογένεια τοῦ Ζαχαρίου καὶ τῆς Ἐλισάβετ, ἦτο ἡ οἰκογένεια τῆς Θεοτόκου, ἦτο ἡ οἰκογένεια τῆς Ἄννας τῆς Προφήτιδος, ἦτο ἡ οἰκογένεια τοῦ Συμεῶν – αὐτοὺς τοὐλάχιστον ποὺ ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή-· ἦταν λίγοι αὐτοὶ ποὺ εἶχαν καθαρὴ εἰκόνα περὶ τοῦ Μεσσίου. Ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦσαν νὰ μελετοῦν τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ νὰ βλέπουν ὀρθὰ τὰ πράγματα.
Ἀλλά – ἐπιτρέψατέ μου μιὰ μικρὴ παρένθεση καὶ θὰ τελειώσουμε- ἐδῶ λέγει ὅτι «προσεδέχετο παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ», ἔτσι λέγει τὸ ἱερὸν κείμενον, ὅτι «προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ». «Παράκλησις» θὰ πεῖ παρηγορία· «προσδεχόμενος» θὰ πεῖ ἀναμένων· περίμενε παράκληση. Δηλαδὴ ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ ἦτο ἡ παράκλησις, θὰ ἦτο ἡ παρηγορία τοῦ λαοῦ. Νὰ γιατί ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητάς Του: «Συμφέρει», λέει, «Ἐγὼ νὰ φύγω. Θὰ σᾶς στείλω ἄλλον Παράκλητον, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας». Ὅταν λέγει «ἄλλον Παράκλητον» σημαίνει ὅτι ὁμιλεῖ καὶ ἔχει ὑπόψιν γιὰ ἕναν ὁμοίως δεύτερον. Ποιός εἶναι ὁ ἄλλος; Τὸ ἕνα εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ ὁ ἄλλος; Εἶναι ὁ Ἴδιος. Βλέπετε πῶς ὀνομάζει ὁ Χριστὸς τὸν ἑαυτόν Του; Παράκλητον. Βλέπετε πῶς ὁ Συμεῶν ἀποκαλεῖ τὸν Μεσσίαν; Παράκλησιν εἰς τὸν Ἰσραήλ. Περίμενε παράκληση· παρηγορίαν. Δηλαδὴ ὁ Μεσσίας εἶναι Παράκλητος· παρηγορία, παρήγορος.Το Πνεῦμα τὸ Ἅγιον λέγεται Παράκλητος. Γιατί; Διότι μένει καὶ μᾶς βοηθᾶ, μᾶς παρηγορεῖ, μᾶς ἐνισχύει. Κι ὁ Χριστὸς λοιπὸν Παράκλητος· καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον Παράκλητος.
Ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ «προσδεχόμενος», τὸ ὁποῖο θὰ εἶναι καὶ τὸ τελευταῖο τῆς ἀναλύσεώς μας, εἶναι τὸ ἑξῆς. Προσδέχομαι σημαίνει περιμένω. Περιμένω σημαίνει ὅτι ἐρευνῶ· ἐρευνῶ. Ἐπὶ παραδείγματι, ἂν περιμένω κάθε μέρα νὰ δῶ νὰ δημοσιεύεται μιὰ εἴδησις ποὺ τὴ θέλω νὰ εἶναι ἔτσι, συγκεκριμένη· τὴν περιμένω τὴν εἴδηση αὐτή, ἀλλὰ ἀπὸ ποῦ θὰ τὴ μάθω; Πρέπει νὰ διαβάζω τὶς ἐφημερίδες. Κάθε μέρα λοιπὸν παίρνω ὅλες τὶς ἐφημερίδες, κάθομαι καὶ ψάχνω ἀπὸ τὰ χοντρὰ μέχρι τὰ ψιλὰ γράμματα, νὰ δῶ αὐτὸ ποὺ περιμένω. Γιατί δὲν ξέρω ποῦ θὰ εἶναι γραμμένο. Στὰ μεγάλα, τὰ χονδρικὰ ἢ στὰ ψιλά. Δηλαδὴ κάνω ἔρευνα. Ε λοιπόν, ἐρευνοῦσε ὁ Συμεῶν. Τί ἐρευνοῦσε; Τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Ποιές ἦταν οἱ προϋποθέσεις τῆς ἐρεύνης του; Τὸ ὅτι ἤτανε δίκαιος καὶ εὐλαβής. Ποιόν εἶχε βοηθὸ στὴν ἔρευνα; Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Καὶ ψάχνει...
Ἐμεῖς ψάχνομε; Ἀκοῦστε πῶς τὸ λέγει αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: «πέρὶ ἧς –τῆς ὁποίας- σωτηρίας ἐξεζήτησαν καὶ ἐξηρεύνησαν προφῆται». Ἐξεζήτησαν. Ἀκοῦτε; Τὸ ρῆμα ἐκ- ζητῶ σημαίνει «ζητῶ ἀπό». Συνεπῶς σὰν νὰ λέγω: «Τί ἔχεις ἐδῶ; Τί ἔχει ἐδῶ μέσα; Θὰ τὸ ἀνοίξω νὰ δῶ τί ἔχει ἐδῶ μέσα». Αὐτὸ θὰ πεῖ «ἐκ- ζητῶ». «Ἐξεζήτησαν» λοιπὸν «προφῆται καὶ ἐξηρεύνησαν». «Ἐρευνῶ ἐκ»· εἶναι ἔντονο. «Οἱ περὶ εἰς ἡμᾶς χάριτος προφητεύσαντες ἐρευνῶντες, εἰς τίνα ἢ ποῖον καιρὸν ἐδήλουν τὸ ἐν αὐτοῖς Πνεῦμα Χριστοῦ». Εἴδατε; «Ποὺ θὰ φανέρωνε», λέει, «τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ εἰς τίνα καὶ εἰς ποῖον καιρὸν θὰ ἐγίνοντο αὐτά». Ὥστε λοιπὸν ἐρευνοῦσε.
Καὶ τὸν πληροφορεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸν Συμεῶν: «Δὲν θὰ πεθάνεις, ἕως ὅτου δεῖς τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ». «Σωτήριον τοῦ Θεοῦ» εἶναι ὁ Σωτήρ, δηλαδὴ ὁ Μεσσίας. Δὲν θὰ πεθάνεις. Πόσο ἐτῶν νὰ ἦτο; Ὀγδόντα; Ἐνενῆντα; Ἑκατό; Ἑκατὸν εἴκοσι; Ἑκατὸν πενῆντα; Δὲν μᾶς λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν μᾶς λέγει. Ἕνα μᾶς λέγει μόνο. Ὅτι ἐρευνοῦσε ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ πότε θὰ ἔρθει ὁ Μεσσίας. Εἶχε ἄραγε ὑπόψη ὁ Συμεῶν τὶς περίφημες ἑβδομάδες τοῦ Δανιήλ; Οἱ περίφημες ἑβδομῆντα ἑβδομάδες τοῦ Δανιὴλ συμπίπτουν ἀκριβῶς μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ἑβδομῆντα ἑβδομάδες. 490 χρόνια. 7 x 7 = 49. 490 χρόνια. Εἶναι ὁ Δανιὴλ ὁ μόνος ποὺ ὁρίζει ἐπακριβέστατα τὸ ἔτος Γεννήσεως τοῦ Μεσσίου. Τί ἔκανε λοιπὸν ὁ Συμεῶν; Ἔψαχνε.
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, ὁ ἀποστολικὸς αὐτὸς πατήρ, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, ὁ Θεοφόρος, πηγαίνοντας στὴ Ρώμη, στέλνει μιὰ ἐπιστολὴ στὸν ἅγιο Πολύκαρπο –ποὺ τὸν γιορτάζουμε σήμερα- κι αὐτὸς ἀποστολικὸς πατήρ, ἐπίσκοπος Σμύρνης. Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ποὺ τοῦ στέλνει, στὸν δρόμο τὴ γράφει τὴν ἐπιστολή, ἔγραψε κι ἄλλες ἐπιστολές, στὸν δρόμο, γράφει τὸ ἑξῆς πολὺ σπουδαῖο: Λέει σὰν ἐπίσκοπος ποὺ ἦτο καὶ ὑπεύθυνος συνεπῶς τοῦ λαοῦ του, τοῦ λαοῦ τῆς Σμύρνης, στὸν Πολύκαρπον: «Τοὺς καιροὺς καταμάνθανε». «Μανθάνω κατά». Μαθαίνω συνεπῶς πολὺ καλά. Αὐτὸ θὰ πεῖ καταμανθάνω. «Τοὺς καιρούς», λέει, «μελέτα τους καὶ μάθαινέ τους καλά. Τὰ μάτια σου ἀνοιχτά. Μελέτα τὴν ἐποχή. Μελέτα τὶς ἐποχές. Μελέτα τοὺς χρόνους». «Τὸν ὑπὲρ καὶρὸν προσδόκα»
«Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τοὺς καιρούς, περίμενέ τον». Δηλαδή; Τὴ Δευτέρα τοῦ Χριστοῦ παρουσία. Μ’ ἄλλα λόγια: «Βλέπε, μελέτα τὰ σημάδια ποὺ ὁ Χριστὸς ἔρχεται. Περίμενε Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τοὺς χρόνους, ἀπὸ πλευρᾶς οὐσίας». «Τὸν ἄχρονον, τὸν ἀόρατον, τὸν δι' ἡμᾶς ὁρατὸν ποῦ ἔγινε ἄνθρωπος· τὸν ἀψηλάφητον, τὸν ἀπαθῆ, τὸν δι' ἡμᾶς παθητόν, τὸν κατὰ πάντα τρόπον δι' ἡμᾶς ὑπομείναντα». Ἀλλὰ ὅταν λέγει εἰς τὸν Πολύκαρπον, τὸν ἅγιον Πολύκαρπον ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος: «Τοὺς καιροὺς καταμάνθανε», ποιός θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσει καὶ ἐμᾶς νὰ ἀποκρυπτογραφοῦμε τοὺς καιρούς; Ἡ ἀποκρυπτογράφησις τοῦ καιροῦ εἶναι πάλι ἔργο τοῦ προφήτου. Πρέπει νὰ ἔχεις Πνεῦμα Θεοῦ, δὲν δύνασαι νὰ ἀποκρυπτογραφήσεις.
Ὁ Συμεῶν εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ δείχνει τὸν Χριστόν. Εἶναι πιὸ δύσκολο ἀπὸ τοῦ νὰ πεῖς μιὰ γυναῖκα φτωχιά, ἡ Θεοτόκος, μὲ μιὰ μαντήλα στὸ κεφάλι της, καὶ ἕνας γέροντας δίπλα της, ὁ Ἰωσήφ, κρατοῦν ἕνα μωρό, σαράντα ἡμερῶν. Κοινή, κοινοτάτη εἰκόνα. Θέλω νὰ σᾶς μεταφέρω στὸν ρεαλισμὸ τῶν πραγμάτων, γιὰ νὰ μποῦμε στὸ πνεῦμα. Ἀνεβαίνουν τὰ σκαλοπάτια τοῦ ναοῦ κι ἄλλες μανᾶδες, κι ἄλλες γυναῖκες μὲ τοὺς ἄντρες τους πᾶνε στὸν ναό. Γιὰ τὴν ἴδια δουλειά. Ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος ὁ Συμεῶν νὰ πεῖ: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας. Αὐτὸ τὸ μωρὸ εἶναι ὁ Μεσσίας». Τὸ παίρνει στὴν ἀγκαλιά του. Ω ἐκείνη ἡ ἀγκαλιά...
Ὅτι ὅσο μένει ἡ χεῖρα ἀνοιχτή, ἔχομε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν κλείσει ἡ χεῖρα, τότε ἔχομε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. «Κρίσις καὶ ἔλεος», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «δὲν συνυπάρχουν, δὲν συλλειτουργοῦν, ὅπως λέγει. Δὲν συλλειτουργοῦν τὸν αὐτὸν χρόνον». Γι΄αυτό ὁ Θεὸς κατένειμε τὴν κρίσιν καὶ τὴν μακροθυμίαν εἰς διάφορον χρόνον. Προηγεῖται τὸ ἔλεος, ἀκολουθεῖ ἡ κρίσις.
χρόνια μετά. Εἶναι τρομακτικὰ δύσκολο. Αὐτὸ ἔκανε τὸν Ἰωάννη μέγα προφήτη. Ὄχι μόνο ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του, ὄχι μόνο ἡ καθαρότητά του, ἀλλὰ καὶ ὡς μέγιστος τῶν προφητῶν, διότι ἔδειξε τὸν Μεσσία. Πολὺ δύσκολο πρᾶγμα. Τί λέγει ὁ ἀρχιερεύς, ὁ Καϊάφας,. Ἐπίσημο πρόσωπο. Προφητεύει καὶ αὐτός. Ἤτανε προφητεία αὐτὸ ποὺ εἶπε ὅτι συμφέρει νὰ πεθάνει ἕνας ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. Καὶ προφητεύει ὡς ἀρχιερεύς. Εἶχε ἐκεῖνο τὸ ἐφώδ, τὸ ἐπιτραχήλιον θὰ λέγαμε γιὰ μᾶς τοὺς κληρικούς, χωρὶς τὸ ὁποῖο δὲν προφήτευε ὁ ἀρχιερεύς. Ἠδύνατο λοιπὸν νὰ προφητεύει ἐὰν ἦτο τίμιος ἄνθρωπος καὶ θὰ μποροῦσε στὸ ἐρώτημα ποὺ ἔκανε στὸν Χριστόν: «Σὲ ἐξορκίζω, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ, πές μας, ἐσὺ εἶσαι ὁ Μεσσίας;». Καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς τοῦ λέγει: «Σὺ εἶπας». «Εἶναι ὅπως τὸ λές. Ἐγὼ εἶμαι». Κι ὅταν λέει «Σὲ ἐξορκίζω», σημαίνει μεθ’ ὅρκου ἡ βεβαίωσις. Μεθ’ ὅρκου ἡ βεβαίωσις. Ὁ ὑποκριτὴς Καϊάφας ξεσκίζει τὰ ροῦχα του. Γιατί; Εἶναι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, δὲν μποροῦσε νὰ μείνει σὲ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο. Θὰ ἠδύνατο νὰ ἀποκρυπτογραφήσει. Καὶ νὰ πεῖ καὶ ὁ ἀρχιερεύς. «Ἀδερφοί μου στὸ συνέδριο, ξέρετε Ποιόν ἔχουμε μπροστά μας; Πρέπει, πρέπει νὰ γίνουμε σκόνη καὶ καπνὸς μπροστὰ σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἔχουμε μπροστά μας τώρα. Καὶ σπεύδουμε νὰ δικάσουμε;». Ἀλλὰ δὲν βλέπει ὁ Καϊάφας. Βλέπει ὅμως ὁ Συμεῶν. Λάθεψε; Οἱ αἰῶνες τὸ ἀπέδειξαν. Οἱ αἰῶνες τὸ ἀπέδειξαν! Δὲν λάθεψε.
Λοιπόν. Ὁ προφήτης ἀποκρυπτογραφεῖ τοὺς καιρούς. Πότε ἔρχεται ὁ Ἀντίχριστος; Προφήτης θά ‘ρθει νὰ μᾶς πεῖ: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀντίχριστος». Προφήτης θά ‘ρθει νὰ μᾶς τὸ πεῖ. Ποιός θά ‘ναι αὐτὸς ὁ προφήτης; Πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι τὸ προφητικὸ χάρισμα ὑπῆρχε, ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρχει μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐκεῖνο τὸ «μετὰ Χριστὸν πᾶς προφήτης κ.τ.λ.» ποὺ λένε, εἶναι ἀνόητο· γιὰ νὰ μὴν πῶ καὶ ἀσεβές. Τὸ προφητικὸ χάρισμα ὑπάρχει. Λέγει ὁ Ἀπόστολος ὅτι θέλει νὰ προφητεύουν ὅλοι. Ἡ προφητεία εἶναι βασικὸ στοιχεῖο μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος βλέπει τοὺς καιρούς. Μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει ἴσως μεγάλη διάκριση, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του, τὴν πνευματικότητά του κτλ., ὅταν ἐρευνᾶ ὅμως καὶ ἔχει καθαρὴ καρδιὰ ἀπέναντι στὸν Θεό, βλέπει τὰ σημάδια.
Ὅπως ξέρετε, ὁ ἱστορικὸς δὲν μπορεῖ νὰ κρίνει τὴν ἐποχή του· γιατί εἶναι βυθισμένος μέσα στὴν ἐποχή του καὶ πρέπει νὰ περάσει νὰ βγεῖ ἀπ' ἔξω. Δὲν μπορεῖς νὰ βγεῖς στὴ θάλασσα, ἂν εἶσαι μέσα στὴ θάλασσα. Πρέπει νὰ βγεῖς ἀπὸ τὴ θάλασσα, γιὰ νὰ δεῖς τὴ θάλασσα. Πρέπει νὰ βγεῖς ἀπὸ τὴν ἐποχή σου, γιὰ νὰ δεῖς τὴν ἐποχή σου. Τώρα πῶς ὁ Χριστιανὸς καλεῖται νὰ δεῖ τὴν ἐποχή του, νὰ τὴ χαρακτηρίσει καὶ νὰ πεῖ: «Τὰ σημάδια αὐτά, ἄ,β,γ,δ, βάσει τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ: «Ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποὶ» θὰ πεῖ ὁ Ἀπόστολος στὸν Τιμόθεο: «Θά ‘ρθουν δύσκολοι καιροὶ ποὺ ἔτσι κι ἔτσι κι ἔτσι κι ἔτσι... Λάβε τὰ ὑπόψη σου αὐτά», λέει στὸν Τιμόθεο. Δηλαδὴ «καταμάνθανε τοὺς χρόνους» ποὺ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ἔρχεται νὰ πεῖ: «Αὐτὸ τὸ σημάδι βάσει τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι σημάδι ὅτι ...αὐτὸ συνέβη. Ἔρχεται ἐκεῖνο ἢ ἔρχεται ἐκεῖνο». Πεῖτε τὸ ἴδιο πρᾶγμα ποὺ τὸ βλέπετε, ποὺ τὸ βλέπει ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, πεῖτε τὸ σὲ ἕναν ἀσεβῆ. Σὲ ἕναν μὴ πνευματικό. Δὲν βλέπει τίποτα. Δὲν καταλαβαίνει τίποτα. Ἡ ὅρασις αὐτὴ λοιπὸν δὲν ἀνήκει παρὰ μόνον εἰς τὸν πιστὸν ἄνθρωπον.
Ὅταν ὁ καθένας μας, ἀγαπητοί μου, γίνει ἕνας Συμεῶν καὶ προσδοκᾶ καὶ προσδέχεται καὶ ἀναμένει καὶ ἐρευνᾶ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Κατακλυσμὸς ἁμαρτίας ὑπάρχει. Κατακλυσμὸς ἰδεῶν καὶ ἀντιλήψεων ἀντιχριστιανικῶν ὑπάρχει. Ἀφελληνιζόμεθα ἡμέρα τὴ ἡμέρα! Ἀποχριστιανιζόμεθα ἡμέρα τὴ ἡμέρα! Σὰν Ἕλληνες μιλῶ. Καὶ σὰν Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι. Συνεχῶς χάνομε ἔδαφος. Συνεχῶς ξεφτίζουμε. Καὶ ἐρωτοῦμε: Ποῦ πᾶμε; Μελετᾶμε, βλέπουμε τοὺς καιρούς; Ποῦ θὰ φτάσουμε; Ποῦ θὰ φτάσουμε; Τί θὰ γίνει; Καὶ βλέποντες, τί μποροῦμε νὰ κάνουμε;
Ἀγαπητοί μου, μία ἔκκληση ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ ἀρχίσουμε νὰ βλέπουμε. Ὄχι σὰν τὸν Καϊάφα ποὺ ἤθελε νὰ ἐθελοτυφλεῖ. Ὄχι σὰν τὸν Συμεῶν, ποὺ ἤθελε νὰ διακρίνει. Καὶ διακρίνοντες, τοὐλάχιστον νὰ ποῦμε τὴν ἐσχάτη στιγμή: «Κύριε, λυπήσου τὸν λαὸ καὶ ξαναφέρε μας πάλι πίσω. Ξεφτίσαμε φοβερά! Καὶ πᾶμε νὰ χαθοῦμε. Καὶ σὰν Ἐκκλησία, καὶ σὰν πολιτεία. Πᾶμε νὰ χαθοῦμε». Οἱ ἐχθροὶ γύρω, ἕτοιμοι νὰ κατασπαράξουν. Ὁ ἐχθρὸς ὅμως εἶναι μέσα. Δὲν εἶναι στὰ σύνορα. Εἶναι μέσα. Τὸν ἔχομε μέσα μας. Ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες χάσαμε τὴν πίστη μας. Ξεφτίσαμε. Χάσαμε τὴν πίστη μας καὶ στὸν Θεὸ καὶ στὴν πατρίδα. Καὶ στὸν Θεὸ καὶ στὴν πατρίδα. Δὲν πιστεύομε πιὰ στὴν πατρίδα. Δὲν πιστεύουμε πιά. Οὔτε πιστεύουμε εἰς τὸν Θεὸν πιά. Καὶ πρέπει νὰ Τὸν παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὰ μάτια, νὰ μᾶς ἀνοίξει τὰ μάτια, τοὐλάχιστον σὲ λίγους ἀνθρώπους, νὰ φωνάξουμε, καὶ νὰ σταθοῦμε μία πέδη, ἕνα φρενάρισμα εἰς τὸ φοβερὸ αὐτὸ κατρακύλισμα. Ἂς γίνουμε, ἀγαπητοί μου, νέοι Συμεῶνες.


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον



ΠΗΓΗ:

Μακαριστοῦ ἀρχιμ. Ἄθαν. Μυτιληναίου, Ὁμιλίες εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, ὁμιλία 6η, ἀπὸ τὸ 1΄έως τὸ 52.31΄΄.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου