Μνήμη Συνάξεως Τιμίου Προδρόμου (Ἱω. 1,29-34)
Ἁγίου Ἰωάννου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου
«Τῇ ἐπαύριον βλέπει τὸν Ἰησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτόν, καὶ λέγει, Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.
(Τὴν ἄλλη μέρα ὁ Ἰωάννης στεκόταν πάλι στὸ συνηθισμένο μέρος ποὺ κήρυττε, καὶ μαζὶ του ἦταν καὶ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του.
Κι ἀφοῦ παρατήρησε μὲ εὐλάβεια τὸν Ἰησοῦ, ποὺ τὴ στιγμὴ ἐκείνη περπατοῦσε, εἶπε: Αὐτὸς εἶναι τὸ Ἀρνίο ποὺ παρέδωσε ὁ Θεὸς Πατέρας του νὰ θυσιασθεῖ γιὰ χάρη μας)» (Ἰω.1,28-29).
Εἶναι μέγα ἀγαθὸ ἡ παρρησία καὶ ἡ διακήρυξη τῆς ἀλήθειας μὲ εἰλικρίνεια καὶ μὲ θάρρος, καθὼς καὶ τὸ νὰ τίθεται ὑπεράνω ὅλων ἡ ὁμολογία πίστεως στὸν Χριστό,και ὅλα τὰ ἄλλα νὰ ἔρχονται δεύτερα· τόσο μέγα καὶ ἀξιοθαύμαστο, ὥστε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ Μονογενής, νὰ ἀνακηρύσσει ὡς δικό Του ἐκεῖνον ποὺ ἔχει τέτοιο ἡρωικὸ φρόνημα, ἐνώπιον τοῦ Πατρός Του (πρβλ. Ματθ.10,32: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρὸς μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.
(Καθένας, λοιπόν, ποὺ μὲ πίστη καὶ θάρρος καὶ χωρὶς νὰ φοβᾶται τοὺς διωγμούς, θὰ μὲ ὁμολογήσει σωτῆρα του καὶ Θεό του μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα μου ὡς δικό μου)»), ἂν καὶ βέβαια δὲν εἶναι ἴση ἡ ἀνταπόδοση· διότι ἐσὺ μὲν δίνεις ὁμολογία ἐπὶ τῆς γῆς, ἐνῷ Αὐτὸς ὁμολογεῖ στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐσὺ μὲν ὁμολογεῖς ἐνώπιον ἀνθρώπων, Αὐτὸς ὅμως ἐνώπιον τοῦ Πατρὸς καὶ ὅλων τῶν ἀγγέλων.
Τέτοιος ἦταν ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος δὲν λογάριασε οὔτε τὸ πλῆθος, οὔτε τὴ δόξα, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀνθρώπινο, ἀλλὰ τὰ περιφρόνησε αὐτὰ ὅλα καὶ μὲ τὴν ἀνάλογη παρρησία διακήρυξε μπροστὰ σὲ ὅλους τὴν ἀλήθεια σχετικὰ μὲ τὸν Χριστό.
Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς ἐπισημαίνει καὶ τὸν τόπο, γιὰ νὰ δείξει τὴν παρρησία τοῦ μεγαλόφωνου κήρυκα· διότι δὲν διακήρυξε τὴ θαυμαστὴ ἐκείνη περὶ τοῦ Χριστοῦ ὁμολογία του, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ καὶ μεγάλα καὶ ἀπόρρητα δόγματα, καὶ τὸ ὅτι δὲν ἦταν ἱκανὸς νὰ λύσει οὔτε τὸ λουρὶ τοῦ ὑποδήματος τοῦ Ἰησοῦ, δὲν τὴν ἔκανε μέσα σὲ κάποιο σπίτι, οὔτε σὲ κάποια ἀπόμερη γωνιά, οὔτε στὴν ἐρημιά, ἀλλὰ στὸν Ἰορδάνη ἐνώπιον τοῦ πλήθους, ἐνώπιον ὅλων ἐκείνων τοὺς ὁποίους βάπτιζε (διότι οἱ Ἰουδαῖοι ἦλθαν καθὼς βάπτιζε).
Πῶς λοιπὸν τὸ δηλώνει αὐτὸ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης; Μὲ τὸ νὰ προσθέτει καὶ νὰ λέει: «Ταῦτα ἐν Βηθανὶᾳ ἐγένετο (Αὐτά ἔγιναν στὴν Βηθανία)».
Ὅσα μάλιστα ἀπὸ τὰ ἀντίγραφα ἐκθέτουν ἀκριβέστερα τὰ γεγονότα, λέγουν ὅτι αὐτὰ συνέβησαν «στὴ Βηθαβαρὰ»˙ διότι ἡ Βηθανία δὲν βρισκόταν πέραν τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, οὔτε στὴν ἔρημο, ἀλλὰ κάπου κοντὰ στὰ Ἱεροσόλυμα.
Τὶς τοποθεσίες ἐπίσης τὶς ἐπισημαίνει καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο. Ἐπειδή, δηλαδή, ἐπρόκειτο νὰ διηγηθεῖ ὄχι παλαιὰ γεγονότα, ἀλλὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν πρὸ ὀλίγου χρόνου, ἐπικαλεῖται ὡς μάρτυρες τῶν λεγομένων του αὐτούς, ποὺ ἦσαν παρόντες σὲ αὐτὰ καὶ τὰ παρακολούθησαν καὶ παρέχει κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μιὰ πρόσθετη ἀπὸ τὶς τοποθεσίες ἀπόδειξη.
Διότι ἐπειδὴ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶχε τὴν πεποίθηση ὅτι τίποτε ἀπολύτως δὲν πρόσθετε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του στὰ λεγόμενα, ἀλλὰ ἐξέθετε ἁπλῶς ὅλα τὰ γεγονότα ὅπως συνέβησαν στὴν πραγματικότητα, χρησιμοποιεῖ τὴ μαρτυρία τῶν τόπων, προκειμένου νὰ χρησιμεύσει ὡς ἀπόδειξη, ὅπως εἶπα, σημαντικὴ γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων του.
«Τῇ ἐπαύριον βλέπει τὸν ᾽Ιησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτόν, καὶ λέγει, Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου (τὴν ἄλλη μέρα βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε: "Νὰ ἐκεῖνος ποὺ προφήτευσε ὁ Ἠσαΐας καὶ μᾶς τὸν ἀπέστειλε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ θυσιασθεῖ ὡς ἀρνὶ καὶ νὰ σηκώσει μὲ τὴ σφαγὴ καὶ τὴ θυσία του ὁλόκληρη τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἐνοχὴ τοῦ κόσμου, καὶ ἔτσι νὰ τὴν ἐξαλείψει")» (Ἰω.1,36).
Οἱ εὐαγγελιστὲς διαμοίρασαν τοὺς καιρούς. Καὶ ὁ μὲν Ματθαῖος, ἀφοῦ παραλείπει τὰ χρονικὰ γεγονότα ποὺ προηγήθηκαν τῆς συλλήψεως καὶ τῆς φυλακίσεως τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, σπεύδει νὰ διηγηθεῖ ὅ,τι συνέβη στὴ συνέχεια· ὁ δὲ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὄχι μόνο δὲν τὰ παραλείπει, ἀλλὰ ἀντιθέτως μάλιστα ἀσχολεῖται ἰδιαιτέρως μὲ αὐτά.
Καὶ ὁ Ματθαῖος μὲν μετὰ τὴν ἐπάνοδο τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὴν ἔρημο, ἀφοῦ ἀποσιώπησε ὅσα συνέβησαν ἐνδιαμέσως,-όπως ὅσα εἶπε ὁ Ἰωάννης, ὅσα διὰ τῶν ἀπεσταλμένων τους ἔλεγαν οἱ Ἰουδαῖοι- καὶ ἀφοῦ συντόμευσε ὅλα τὰ ἄλλα, ἔφθασε ἀμέσως στὸ γεγονὸς τῆς φυλακίσεως καὶ τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ τοῦ Βαπτιστοῦ, διότι λέγει:
«Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἐν πλοὶῳ εἰς ἔρημον τόπον κατ᾿ ἰδίαν· καἰ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἠκολούθησαν αὐτῷ πεζῇ ἀπὸ τῶν πόλεων (Ὅταν λοιπὸν τὰ ἄκουσε αὐτά-ὅτι δηλαδὴ παραδόθηκε ὁ Ἰωάννης- ὁ Ἰησοῦς, ἀναχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ μὲ πλοῖο σὲ κάποιον ἐρημικὸ τόπο, γιὰ νὰ μείνει μόνος Του μὲ τοὺς μαθητές Του)» (Ματθ.14,13).
Ὁ Ἰωάννης ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ δὲν ἐκθέτει τὰ γεγονότα μὲ τὴν ἴδια σειρά, ἀλλὰ διαφορετικά, διότι ἀποσιώπησε μὲν τὴν μετάβαση τοῦ Ἰησοῦ στὴν ἔρημο, ἐπειδὴ εἶχε ἀναφερθεῖ ἀπὸ τὸν Ματθαῖο, διηγεῖται ὅμως ὅσα συνέβησαν μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸ ὅρος (Ἰω.3,22- 3,30) καὶ ἀφοῦ εἶπε πολλά, πρόσθεσε: «οὔπω γὰρ ἦν βεβλημένος εἰς τὴν φυλακὴν ὁ Ἰωάννης (δὲν εἶχε ἀκόμη συλληφθεῖ καὶ φυλακισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἡρώδη ὁ Ἰωάννης)» (Ἰω.3,24).
«Καὶ γιὰ ποιό λόγο», θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κανείς, «ἔρχεται τώρα ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ καὶ μάλιστα ὄχι μία φορά, ἀλλὰ καὶ δύο φορές;» Διότι ὁ μὲν Ματθαῖος λέγει ὅτι ὁ ἐρχομὸς τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὸ βάπτισμα ἦταν ἀναγκαῖος, γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς λέγει καὶ ὁ Ἰησοῦς ὅτι «Ἂφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην. (Ἄφησε τώρα τὶς ἀντιρρήσεις καὶ μὴ φέρνεις δυσκολία νὰ βαπτισθῶ. Διότι μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ταπεινώνομαι, πρέπει νὰ ἐκπληρώσω κάθε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σοῦ ἀνέθεσε ὡς καθῆκον νὰ βαπτίζεις)» (Ματθ.3,15)˙ ὁ Ἰωάννης ὅμως ὁ Εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι Αὐτὸς πῆγε καὶ πάλι μετὰ τὸ βάπτισμα καὶ τοῦτο τὸ φανέρωσε μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια: «Καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ᾿ αὐτόν (καὶ βεβαίωσε ὁ Ἰωάννης λέγοντας ὅτι "Ἔχω δεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατεβαίνει σὰν περιστέρι ἀπ’ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ μένει πάνω Του μόνιμα καὶ διαρκῶς, καὶ ὄχι ὅπως στοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι δέχονταν ἐκτάκτως τη χάρη τοῦ Πνεύματος καὶ γιὰ εἰδικὸ σκοπό’’)» (Ἰω.1,32).
Γιὰ ποιό λόγο, λοιπόν, ἔρχεται πρὸς τὸν Ἰωάννη; Διότι δὲν ἦλθε ἁπλῶς, ἀλλὰ πορευόταν πρὸς αὐτὸν˙ διότι, λέγει, εἶδε τὸν Ἰησοῦ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτόν. Γιὰ ποιό λόγο, λοιπόν, ἐρχόταν; Ἐπειδὴ ὁ Ἰωάννης βάπτισε Αὐτὸν μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους, ἔσπευδε πρὸς αὐτόν, γιὰ νὰ μὴ φανταστεῖ κανεὶς ὅτι γιὰ τὴν ἴδια αἰτία γιὰ τὴν ὁποία πήγαιναν καὶ οἱ ἄλλοι, πῆγε καὶ βαπτίστηκε, δηλαδὴ μὲ τὸν σκοπὸ νὰ ἐξομολογηθεῖ τὰ ἁμαρτήματά του καὶ νὰ λουσθεῖ σὲ μετάνοια στὸν ποταμό.
Γι’ αὐτὸ λοιπὸν πάλι ἔρχεται γιὰ νὰ δώσει συγχρόνως τὴν ἀφορμὴ καὶ στὸν Ἰωάννη νὰ διορθώσει αὐτὴν ἀκόμη τὴν ὑποψία τους˙ και διότι μὲ τὸ νὰ πεῖ ὁ Ἰωάννης: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29), αναίρεσε ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ὑποψία τους αὐτή.
Ἐκεῖνος λοιπὸν ὁ ὁποῖος εἶναι τόσο καθαρός, ὥστε νὰ δύναται νὰ συγχωρεῖ καὶ τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ἔρχεται πρὸς τὸν Ἰωάννη μὲ σκοπὸ νὰ ἐξομολογηθεῖ ἁμαρτίες, ἀλλὰ γιὰ νὰ δώσει ἀφορμὴ σὲ αὐτόν, τὸν ἀξιοθαύμαστο κήρυκα, νὰ ἐκθέσει τα λεχθέντα ἐκ νέου καὶ κατὰ τρόπο ἀκριβέστερο σὲ ἐκείνους, ποὺ εἶχαν ἀκούσει τὰ προηγούμενα καὶ νὰ προσθέσει ἐπιπλέον καὶ ἄλλα ἀκόμη.
Τὸ δὲ «ἴδε» εἰπώθηκε γιὰ τὴ συνεχῆ καὶ μετὰ πόθου ἀναζήτηση Αὐτοῦ ἀπὸ πολλούς, ἐξ αἰτίας ὅσων εἰπώθηκαν γι’ Αὐτὸν ἀπὸ πολὺ παλιά.
Γι’ αὐτὸ ὁ Ἰωάννης τώρα ποὺ εἶναι ὁ Μεσσίας παρών, Τὸν δείχνει καὶ λέγει: «ἴδε», ἀποκαλύπτοντας ὅτι Αὐτὸς εἶναι ποὺ πρὸ πολλοῦ ἐπιζητεῖται καὶ ἀναμένεται, αὐτὸς ὁ Ἀμνός.
Καὶ ἀποκαλεῖ Αὐτὸν «Ἀμνό», ὑπενθυμίζοντας στοὺς Ἰουδαίους τὴν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα καὶ τὴν κατὰ τρόπο σκιώδη προτύπωση τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ πασχαλίου ἐκείνου ἀμνοῦ τοῦ Μωυσέως, μὲ τὸν σκοπὸ νὰ ὁδηγήσει αὐτοὺς μᾶλλον ἀπὸ τὸν τύπο πρὸς τὴν ἀλήθεια.
Ἐκεῖνος μὲν λοιπόν, ὁ παλαιὸς ἀμνὸς κανενὸς ἀπολύτως δὲν ἀφαίρεσε ἁμαρτία, ἐνῷ Αὐτὸς ἀπομάκρυνε τὴν ἁμαρτία ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης· διότι ἐνῷ αὐτὴ κινδύνευε νὰ καταστραφεῖ, τὴν ἀπήλλαξε ἀμέσως ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
«Οὗτός ἐστι περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον· ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτος μου ἦν.
(Αὐτός εἶναι, γιὰ τὸν ὁποῖο σᾶς εἶπα: "Ὕστερα ἀπὸ ἐμένα ἔρχεται ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος σὰν αἰώνιος Θεὸς ὑπάρχει πολὺ πρωτύτερα ἀπὸ ἐμένα, ἀσύγκριτα λαμπρότερος καὶ ἐνδοξότερος")» (Ἰω.1,30).
Βλέπεις πῶς καὶ μὲ τὰ ἐδῶ λεγόμενα ἑρμηνεύει τὸ «ἔμπροσθεν»; Διότι ἀφοῦ ὁμίλησε περὶ τοῦ Ἀμνοῦ καὶ ἀφοῦ εἶπε ὅτι σηκώνει καὶ ἐξαλείφει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, τότε λέγει ὅτι «ἔμπροσθέν μου γέγονεν», με τὸν ὁποῖο φανερώνει ὅτι αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει τὸ «ἔμπροσθεν», ὅτι θὰ ἀναλάβει τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου, ὅτι θὰ βαπτίσει μὲ Πνεῦμα Ἅγιο.
«Διότι ἡ δική μου παρουσία δὲν εἶχε κανένα ἄλλο σκοπὸ ἀπὸ τὸ νὰ κηρύξει τὸν κοινὸ εὐεργέτη τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ χορηγήσει τὸ βάπτισμα τοῦ ὕδατος, ἐνῷ ἡ παρουσία Αὐτοῦ ἀποβλέπει στὸ νὰ καθαρίσει ψυχικὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ στὸ νὰ χαρίσει τὴν ἁγιαστικὴ ἐνέργεια τοῦ Παρακλήτου.
Αὐτὸς «ἔμπροσθέν μου γέγονεν», δηλαδὴ ἀναδείχτηκε λαμπρότερος ἀπὸ ἐμένα, διότι ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ ἐμένα».
Πρέπει νὰ αἰσχύνονται αὐτοί, ποὺ ἀποδέχτηκαν τὴν παραφροσύνη τοῦ Παύλου Σαμοσατέως, ἀρνούμενοι τὴν ἀλήθεια, ἡ ὁποία εἶναι τόσο σαφὴς καὶ φανερή. «Κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν (Ὅπως ἐσεῖς, ἔτσι κι ἐγὼ δὲν γνώριζα ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας)» (Ἰω.1,33).
Κοίταξε ἐδῶ μὲ ποιό τρόπο παρουσιάζει τὴ μαρτυρία ἀνυπόκριτη καὶ ἀνυποψίαστη, δείχνοντας ὅτι αὐτὴ δὲν προέρχεται ἀπὸ ἀνθρώπινη συμπάθεια, ἀλλὰ εἶναι ἔργο θείας ἀποκαλύψεως: «διότι καὶ ἐγὼ δὲν γνώριζα Αὐτὸν προηγουμένως ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας», λέγει.
Πῶς λοιπόν, Ἰωάννη, θὰ μποροῦσες νὰ εἶσαι ἀξιόπιστος μάρτυρας; Πῶς θὰ μποροῦσες νὰ διδάξεις καὶ ἄλλους ἐφόσον ἐσὺ ὁ ἴδιος ἀγνοοῦσες; Δὲν εἶπε: «Δὲν γνωρίζω Αὐτόν», ἀλλά: «Δὲν γνώριζα Αὐτόν», ὥστε νὰ γίνει ἀκριβῶς γιὰ τοῦτο τελείως ἀξιόπιστος.
Γιατί κατὰ ποιό τρόπο θὰ μποροῦσε νὰ χαριστεῖ σὲ κάποιον ποὺ δὲν τὸν γνώριζε;
«Ἀλλ᾽ ἵνα φανερωθῇ τῷ Ἰσραὴλ διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν ὕδατι βαπτίζων (Ἀλλά γιὰ νὰ γίνει γνωστὸς καὶ φανερὸς στοὺς Ἰσραηλῖτες, γι’ αὐτὸ ἦλθα ἐγὼ καὶ βαπτίζω στὰ νερὰ αὐτὰ τοῦ Ἰορδάνη)» (Ίω. 1,31).
Δὲν εἶχε λοιπὸν Ἐκεῖνος ἀνάγκη βαπτίσματος, οὔτε εἶχε κανένα ἄλλο σκοπὸ ἐκεῖνο τὸ λουτρό, παρὰ τούτο μόνο, νὰ προετοιμάσει ὅλους τοὺς ἄλλους στὴν πίστη πρὸς τὸν Χριστό.
Διότι δὲν εἶπε: «γιὰ νὰ καθαρίσω ὅσους βαπτίζονται», οὔτε: «ἦλθα γιὰ νὰ χορηγῶ βάπτισμα ἀφέσεως ἁμαρτιῶν», ἀλλὰ «γιὰ νὰ γίνει γνωστὸς καὶ φανερὸς στοὺς Ἰσραηλῖτες».
Ἀλλὰ πές μου: χωρὶς τὸ βάπτισμα δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ κηρύξει καὶ νὰ πείσει τὰ πλήθη;
Ἦταν ἀλλὰ ὄχι τόσο εὔκολα. Οὔτε καὶ θὰ ἔτρεχαν τόσο πολὺ ὅλοι, ἐὰν τὸ κήρυγμα γινόταν χωρὶς βάπτισμα, καὶ οὔτε θὰ μάθαιναν τὴν ὑπεροχὴ τοῦ χριστιανικοῦ βαπτίσματος μὲ τὴ σύγκριση.
Τὰ πλήθη λοιπὸν προσέρχονταν, ὄχι γιὰ νὰ ἀκούσουν αὐτὰ ποὺ ἔλεγε, ἀλλὰ γιατί; Γιὰ νὰ βαπτιστοῦν ἀφοῦ ἐξομολογηθοῦν τὶς ἁμαρτίες τους. Ὅταν πήγαιναν ὅμως διδάσκονταν τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴ διαφορὰ τοῦ βαπτίσματος.
Μολονότι αὐτὸ τὸ βάπτισμα ἦταν περισσότερο σεβαστὸ ἀπὸ τὸ ἰουδαϊκό, γι' αὐτὸ ἄλλωστε ἔτρεχαν ὅλοι, ἐν τούτοις καὶ πάλι ἦταν ἀτελές.
Πῶς λοιπὸν Τὸν γνώρισες ἐσύ, Ἰωάννη; «Μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», λέγει.
Γιὰ νὰ μὴ νομίσει ὅμως κανεὶς ὅτι εἶχε ἀνάγκη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἐμεῖς, ἄκουσε πῶς διαλύει καὶ αὐτὴν τὴν ὑποψία, δείχνοντας ὅτι ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγινε μόνο γιὰ νὰ κηρύξει τὸν Χριστὸ· διότι ἀφοῦ εἶπε: «καὶ ἐγὼ δὲν Τὸν γνώριζα», πρόσθεσε: «ἀλλὰ Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔστειλε νὰ βαπτίζω μὲ ὕδωρ, Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: "Σὲ ὅποιον θὰ δεῖς νὰ κατεβαίνει τὸ Πνεῦμα καὶ νὰ μένει ἐπάνω Του, Αὐτὸς εἶναι ποὺ βαπτίζει μὲ Πνεῦμα ἅγιο"».
Βλέπεις ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ ἔργο τοῦ Πνεύματος, νὰ δείξει τὸν Χριστό;
Ἦταν ὅμως καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννη ἀπίστευτη, καὶ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ τὴν κάνει πιὸ ἀξιόπιστη, τὴν ἀποδίδει στὸν Θεὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Διότι, ἐπειδὴ ὁ Ἰωάννης μαρτύρησε τόσο μεγάλο καὶ ἀξιοθαύμαστο γεγονός, τὸ ὁποῖο ἦταν ἱκανὸ νὰ καταπλήξει ὅλους ὅσους τὸ ἄκουγαν, δηλαδὴ ὅτι μόνος Αὐτὸς σηκώνει τὶς ἁμαρτίες ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης καὶ ὅτι γιὰ τὴν τόσο μεγάλη λύτρωση εἶναι ἀρκετὸ τὸ μέγεθος τῆς δωρεᾶς, κάνει αὐτὴν τὴν ἀποκάλυψη.
Ἡ ἀποκάλυψη δέ, ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη βαπτίσματος καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ ἀποκάλυψη ἦταν ἔργο τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἔγινε μόνο γιὰ νὰ Τὸν καταστήσει φανερὸ· διότι δὲν ἦταν στὴ δύναμη τοῦ Ἰωάννη νὰ δώσει Πνεῦμα· τὸ δηλώνουν ἄλλωστε αὐτὸ καὶ ὅσοι βαπτίζονται ἀπὸ αὐτὸν καὶ λένε: «Ἀλλ᾿ οὐδὲ εἰ Πνεῦμα Ἅγιὸν ἐστιν ἠκούσαμεν.
(Μὰ ἐμεῖς οὔτε κἂν ἔχουμε ἀκούσει ἀκόμη ἐὰν ὑπάρχει ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους Πνεῦμα Ἅγιο, ποὺ νὰ ἐνεργεῖ καὶ νὰ μεταδίδει χαρίσματα)» (Πράξ.19,2).
Ἑπομένως ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀνάγκη οὔτε ἐκείνου τοῦ βαπτίσματος οὔτε κανενὸς ἄλλου, μᾶλλον δὲ τὸ βάπτισμα εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ· διότι ἐκεῖνο ποὺ ἔλειπε, ἐκεῖνο ἦταν τὸ σπουδαιότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθά, τὸ νὰ λάβει ὁ βαπτιζόμενος τὸ Πνεῦμα.
Αὐτὴν λοιπὸν τὴ χορήγηση τοῦ Πνεύματος πρόσθεσε ὅταν ἦλθε.
Καὶ ὁ Ἰωάννης ὁμολόγησε: «Τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ᾿ αὐτόν. κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ὁ πέμψας μὲ βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνος μοὶ εἶπεν· ἐφ᾿ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ (ἔχω δεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατεβαίνει σὰν περιστέρι ἀπ’ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ μένει πάνω Του μόνιμα καὶ διαρκῶς, καὶ ὄχι ὅπως στοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι δέχονταν ἐκτάκτως τη χάρη τοῦ Πνεύματος καὶ γιὰ εἰδικὸ σκοπό.
Ὅπως ἐσεῖς, ἔτσι κι ἐγὼ δὲν γνώριζα ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ποὺ μὲ ἔστειλε νὰ βαπτίζω μὲ ἁπλὸ νερό, Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: "Σ’ ὅποιον δεῖς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατεβαίνει καὶ νὰ μένει μόνιμα πάνω Του, Αὐτὸς εἶναι ποὺ βαπτίζει μὲ Πνεῦμα Ἅγιο καὶ Αὐτὸς χορηγεῖ τὶς δωρεὲς καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ ὅσους βαπτίζονται μὲ τὸ βάπτισμά Του".
Πράγματι λοιπὸν ἐγὼ εἶδα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατεβαίνει καὶ νὰ μένει πάνω του. Καὶ ἔχω δώσει μαρτυρία ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος)» (Ἰω.1,32-34).
Συνεχῶς ἀναφέρει το «δὲν Τὸν γνώριζα», ὄχι ἄσκοπα καὶ ὅπως ἔτυχε, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν συγγενὴς Του κατὰ σάρκα· διότι «Ἰδοὺ (ἰδού)», λέγει, «Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου καὶ αὐτὴ συνειληφυῖα υἱὸν (ἡ συγγενὴς σου Ἐλισάβετ ἔχει συλλάβει κι αὐτὴ ἕνα ἀγόρι)» (Λουκᾶ 1,36).
Γιὰ νὰ μὴ δώσει λοιπὸν τὴν ἐντύπωση ὅτι χαρίζεται ἐξ αἰτίας τῆς συγγένειας, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀναφέρει συνεχῶς τὸ «δὲν Τὸν γνώριζα».
Ἄλλωστε αὐτὸ συνέβαινε καὶ στὴν πραγματικότητα, διότι ὅλα τὰ χρόνια ἔμενε στὴν ἔρημο καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρική του οἰκία.
Πῶς ὅμως, ἐὰν δὲν Τὸν γνώριζε πρὶν ἀπὸ τὴν κάθοδο τοῦ Πνεύματος, καὶ ἐὰν Τὸν γνώρισε τότε γιὰ πρώτη φορά, Τὸν παρεμπόδιζε πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα λέγοντας: «ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρὸς με; (ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτισθῶ ἀπὸ σένα τὸν ἀναμάρτητο, κι Ἐσὺ ἔρχεσαι σὲ μένα γιὰ νὰ δεχθεῖς τὸ βάπτισμα;)»; (Ματθ.3,14)· διότι αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξη ὅτι Τὸν γνώριζε πολὺ καλά.
Τὸν γνώριζε, ἀλλὰ ὄχι προηγουμένως καὶ μάλιστα πρὶν ἀπὸ πολὺ χρόνο, καὶ πολὺ εὔλογα· διότι τὰ μὲν θαύματα, ὅσα συνέβησαν ἐν ὅσῳ ἀκόμη ἦταν παιδί, δηλαδὴ τὰ σχετικὰ μὲ τοὺς μάγους καὶ τὰ ἄλλα παρόμοια, εἶχαν συμβεῖ πρὶν ἀπὸ πολὺ χρόνο, ὅταν καὶ ὁ Ἰωάννης ἦταν πολὺ παιδί.
Ἐπειδὴ δὲ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε παρέλθει πολὺς χρόνος, ἦταν φυσικὸ νὰ εἶναι ἄγνωστος σὲ ὅλους·
διότι ἐὰν ἦταν γνωστός του, δὲν θὰ ἔλεγε: «Γιὰ νὰ γίνει φανερὸς στὸν ἰσραηλιτικὸ λαό, γι αὐτὸ ἦλθα καὶ βαπτίζω».
Ἀπὸ ἐδῶ λοιπὸν μᾶς γίνεται φανερό, ὅτι καὶ τὰ θαύματα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι παιδικὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ψεύτικα καὶ ἐπινοήσεις μερικῶν οἱ ὁποῖοι τὰ εἰσάγουν ἐκ τῶν ὑστέρων· διότι ἐὰν ἄρχιζε νὰ θαυματουργεὶ ἀπὸ τὴν πρώτη ἡλικία του, οὔτε ὁ Ἰωάννης θὰ τὸ ἀγνοοῦσε, οὔτε τὸ ὑπόλοιπο πλῆθος θὰ εἶχε ἀνάγκη διδασκάλου γιὰ νὰ Τὸν φανερώσει.
Ἐνῷ τώρα ὁ ἴδιος λέγει ὅτι γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἦλθε, γιὰ νὰ γίνει φανερὸς στὸν ἰσραηλιτικὸ λαό, καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἐπίσης ἔλεγε: «ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ ἀπὸ Ἐσένα».
Ἔπειτα δέ, ὅταν Τὸν γνώρισε καλύτερα, Τὸν κήρυσσε στὰ πλήθη λέγοντας: « Οὗτός ἐστι περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον· ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτος μου ἦν (Αὐτός εἶναι γιὰ τὸν Oποίο σᾶς εἶπα: "Ὕστερα ἀπὸ μένα ἔρχεται κάποιος ποὺ ὑπῆρχε πολὺ πιὸ πρὶν ἀπὸ μένα καὶ εἶναι ἀσυγκρίτως λαμπρότερος καὶ ἐνδοξότερός μου, διότι ὡς Θεὸς ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ μένα)» (Ἰω.1,30), διότι καὶ «ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔστειλε νὰ βαπτίζω μὲ ὕδωρ» καὶ ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, «γιὰ νὰ γίνει φανερὸς στὸν ἰσραηλιτικὸ λαό», Αὐτός τοῦ Τὸν ἀποκάλυψε καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν κάθοδο τοῦ Πνεύματος. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ πρὶν νὰ ἔλθει, ἔλεγε: «Μετὰ ἀπὸ ἐμένα ἔρχεται κάποιος, ποὺ εἶναι ἀνώτερός μου».
Δὲν Τὸν γνώριζε λοιπὸν πρὶν νὰ ἔλθει στὸν Ἰορδάνη καὶ νὰ βαπτίζει τοὺς πάντες, ἀλλὰ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ βαπτιστεῖ, τότε Τὸν γνώρισε.
Καὶ αὐτὸ ἔγινε μὲ τὸ νὰ Τὸν ἀποκαλύψει ὁ Πατήρ Του στὸν προφήτη, καὶ νὰ Τὸν δείξει τὸ Πνεῦμα καθὼς βαπτιζόταν στοὺς Ἰουδαίους, χάριν τῶν ὁποίων ἔγινε καὶ ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύματος.
Διότι, γιὰ νὰ μὴν περιφρονηθεῖ ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι «εἶναι ἀνώτερός μου» καὶ ὅτι βαπτίζει μὲ Πνεῦμα καὶ ὅτι θὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη, καὶ ὁ Πατὴρ φωνάζει διακηρύσσοντας τὸν Υἱό, καὶ τὸ Πνεῦμα κατέρχεται, ἕλκοντας τὴ φωνὴ τοῦ Πατρὸς ἐπάνω στὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ· διότι ἐπειδὴ ὁ μὲν ἕνας βάπτιζε, ὁ δὲ ἄλλος βαπτιζόταν, γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανεὶς ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους ὅτι γιὰ τὸν Ἰωάννη λεγόταν αὐτὸ ποὺ ἀκουγόταν, ἔρχεται τὸ Πνεῦμα καὶ αἵρει αὐτὴν τὴν παρεξήγηση.
Ὥστε, ὅταν λέγει «δὲν τὸν γνώριζα», ἐννοεῖ τὸν πρὶν ἀπὸ τὴ βάπτιση χρόνο καὶ ὄχι τὸν κοντινὸ· διότι ἀλλιῶς πῶς θὰ τὸν παρεμπόδιζε λέγοντας «ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ ἀπὸ Ἐσένα»; Καὶ πῶς ἀκόμη ἔλεγε τὰ ἄλλα παρόμοια περὶ Αὐτοῦ;
«Πῶς ὅμως τότε δὲν πίστεψαν οἱ Ἰουδαῖοι;», ἀναρωτιέται ἴσως κάποιος· «διότι δὲν εἶδε μόνο ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα ὑπὸ μορφὴ περιστερᾶς». Διότι, μολονότι τὸ εἶδαν, αὐτὰ τὰ πράγματα δὲν χρειάζονται μόνο σωματικοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς ἔχουν ἀνάγκη ὀφθαλμῶν τῆς διανοίας, γιὰ νὰ μὴ νομίσουν ὅτι τὸ γεγονὸς εἶναι περιττὴ ἐπινόηση.
Ὅταν λοιπόν, ἂν καὶ Τὸν ἔβλεπαν νὰ θαυματουργεὶ καὶ νὰ ἀκουμπᾶ μὲ τὰ ἴδια Του τὰ χέρια τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς νεκροὺς καὶ νὰ τοὺς ἐπαναφέρει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν στὴ ζωὴ καὶ στὴν ὑγεία, τόσο πολὺ ἦσαν κυριευμένοι ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ φθόνου, ὥστε νὰ διακηρύττουν ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔβλεπαν, πῶς μὲ μόνη τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Πνεύματος θὰ ἀποκήρυτταν τὴν ἀπιστία;
Μερικοὶ πάλι λένε ὅτι δὲν τὸ εἶδαν ὅλοι ἐκεῖνοι, παρὰ μόνο ὁ Ἰωάννης καὶ ὅσοι διατελοῦσαν μὲ περισσότερο εὐγνώμονα διάθεση· διότι, μολονότι ἦταν δυνατὸν νὰ Τὸ δοῦν μὲ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς, ἀφοῦ τὸ Πνεῦμα κατερχόταν ὑπὸ μορφὴ περιστερᾶς, ἐν τούτοις αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἦταν ἀναγκαῖο ὁπωσδήποτε νὰ γίνει τὸ συμβὰν ὁλοφάνερο.
Διότι καὶ ὁ Ζαχαρίας πολλὰ εἶχε δεῖ μὲ αἰσθητὴ μορφή, καὶ ὁ Δανιὴλ καὶ ὁ Ἰεζεκιήλ, καὶ ὅμως δὲν εἶχαν κανένα ἄλλον ποὺ νὰ βλέπει καὶ αὐτός. Καὶ ὁ Μωυσῆς ἐπίσης πολλὰ εἶχε δεῖ καὶ μάλιστα τέτοια ποὺ δὲν εἶδε κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ ὅρους Μεταμόρφωση δὲν ἀξιώθηκαν νὰ τὴν δοῦν ὅλοι οἱ μαθητές, οὔτε δὲ καὶ στὴ θέα τῆς Ἀναστάσεως ἔλαβαν μέρος ὅλοι.
Αὐτὸ ἐπίσης τὸ δηλώνει σαφῶς ὁ Λουκᾶς, ὅταν λέγει ὅτι «τοῦτον ὁ Θεὸς ἤγειρε τῇ τρὶτῃ ἡμὲρᾳ καὶ ἔδωκεν αὐτὸν ἐμφανῆ γενέσθαι, οὐ παντὶ τῷ λαῷ, ἀλλὰ μάρτυσι τοῖς προκεχειροτονημένοις ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡμῖν, οἵτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῷ μετὰ τὸ ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν (ὁ Θεὸς ὅμως Τὸν ἀνέστησε τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸν θάνατό Του. Καὶ ἐπέτρεψε νὰ γίνει ὁρατὸς καὶ νὰ ἐμφανιστεῖ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ὄχι πλέον σὲ ὅλον τὸ λαό. Ἀλλὰ ἐμφανίστηκε σὲ μάρτυρες ποὺ εἶχαν ἐκλεγεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ πολὺ πρὶν σταυρωθεῖ καὶ ἀναστηθεῖ ὁ Ἰησοῦς. Καὶ οἱ μάρτυρες αὐτοὶ εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι φάγαμε καὶ ἤπιαμε μαζὶ Τοῦ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ἀπὸ τοὺς νεκρούς)» (Πράξ.10,41-42]).
«Κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ (Πράγματι λοιπὸν ἐγὼ εἶδα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατεβαίνει καὶ νὰ μένει πάνω Του. Καὶ ἔχω δώσει μαρτυρία ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος)» (Ἰω.1,34).
Καὶ ποῦ μαρτύρησε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Διότι Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ Τὸν ὀνόμασε καὶ ὅτι πρόκειται νὰ βαπτίζει μὲ Πνεῦμα τὸ εἶπε· Υἱὸ ὅμως τοῦ Θεοῦ πουθενὰ δὲν Τὸν ὀνόμασε. Μὲ τὴ βάπτιση ὅμως, οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστὲς δὲν ἀναφέρουν ὅτι εἶπε τίποτε, ἀλλὰ ἀφοῦ παραλείπουν ὅλα τὰ ἐνδιάμεσα, ἀναφέρουν τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔγιναν μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ Ἰωάννη.
Ἀπὸ αὐτὰ εἶναι λογικὸ νὰ συμπεράνουμε ὅτι καὶ αὐτὰ καὶ ἄλλα πολὺ περισσότερα ἔχουν παραλειφθεῖ. Καὶ αὐτὸ τὸ δηλώνει στὸ τέλος τοῦ συγγράμματός του ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής (Ἰω.21,25: «Ἒστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν (Ὑπάρχουν ὅμως καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, τὰ ὁποῖα, ἂν γράφονταν λεπτομερειακά, ἕνα, ἕνα νομίζω ὅτι οὔτε ὁλόκληρος ὁ κόσμος μὲ ὅλες τὶς βιβλιοθῆκες του δὲν θὰ χωροῦσε τὰ βιβλία ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ γραφοῦν. Πραγματικά)»).
Διότι τόσο ἀπέφυγαν ἀπὸ τὸ νὰ ἐπινοήσουν κάτι σπουδαῖο γι΄αὐτόν, ὥστε ὅσα μὲν φαίνονται ὅτι εἶναι ἀξιοκατάκριτα, τὰ ἀναφέρουν ὅλοι ὁμόφωνα καὶ μὲ κάθε ἀκρίβεια, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βρεῖς κανένα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ νὰ ἔχει παραλείψει τίποτε τέτοιο.
Ἐνῷ ἀπὸ τὰ θαύματα, ἄλλα μὲν τὰ ἄφησαν σὲ ἄλλους, ἄλλα δὲ τὰ ἀποσιώπησαν ὅλοι.
Αὐτὰ δὲ δὲν τὰ εἶπα στὴν τύχη, ἀλλὰ ὡς ἀπάντηση στὴν ἀναισχυντία τῶν Ἑλλήνων. Διότι αὐτὸ εἶναι ἀρκετὸ δεῖγμα τῆς εἰλικρίνειας τῶν εὐαγγελιστῶν καὶ τοῦ ὅτι δὲν λέγουν τίποτε χαριστικῶς. Καὶ μπορεῖτε καὶ ἀπὸ αὐτά, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα νὰ ὁπλίζεστε κατὰ τὴν ἐναντίον τους διαμάχη μὲ ἐπιχειρήματα.
Ἀλλὰ προσέχετε· διότι εἶναι ἄτοπο, ὁ μὲν ἰατρὸς νὰ ἀγωνίζεται μὲ λεπτομέρεια ὑπὲρ τῆς τέχνης του, καὶ ὁ ὑποδηματοποιὸς καὶ ὁ ὑφαντουργὸς καὶ ὅλοι γενικῶς οἱ τεχνῖτες· ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι Χριστιανὸς νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν πίστη του. Μολονότι ἐκεῖνα μὲν ἐὰν παραθεωρηθοῦν φέρουν χρηματικὴ ζημία· ἐνῷ αὐτὰ ὅταν παραμελοῦνται μᾶς καταστρέφουν τὴν ἴδια τήν ψυχή μας. Τόσο ἄθλια φερόμαστε ὅμως, ὥστε σὲ ἐκεῖνα μὲν νὰ δείχνουμε κάθε προθυμία, ἐνῷ τὰ ἀπαραίτητα καὶ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν τὴν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας μας τὰ περιφρονοῦμε ὡς ἀνάξια λόγου.
Αὐτὸ δὲν ἀφήνει τοὺς Ἕλληνες νὰ χλευάσουν γρήγορα τὴν πλάνη τους· διότι, ὅταν αὐτοὶ μὲν οἱ ὁποῖοι συμπράττουν μὲ τὸ ψεῦδος, κάνουν τὰ πάντα ὥστε νὰ συγκαλύψουν τὴν αἰσχύνη τῶν δογμάτων τους, ἐνῷ ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι εἴμαστε ὑπηρέτες τῆς ἀλήθειας, δὲν μποροῦμε οὔτε τὸ στόμα μας νὰ ἀνοίξουμε, πῶς δὲν θὰ μᾶς κατηγορήσουν γιὰ μεγάλη ἀδυναμία τῆς διδασκαλίας μας;
Πῶς δὲν θὰ ὑποψιαστοῦν ὅτι τὰ δικά μας διδάγματα εἶναι ἀπάτη καὶ μωρία; Πῶς δὲν θὰ βλασφημήσουν τὸν Χριστὸ ὡς εἴρωνα καὶ ἀπατεῶνα, ὁ ὁποῖος καταχράστηκε τὴ μωρία τῶν πολλῶν γιὰ νὰ τοὺς ἐξαπατήσει;
Αὐτῆς δὲ τῆς βλασφημίας αἴτιοι εἴμαστε ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι δὲν θέλουμε νὰ ἀγρυπνοῦμε στὶς ὁμιλίες περὶ τῆς εὐσεβείας, ἀλλὰ τὰ θεωροῦμε αὐτὰ πάρεργα καὶ φροντίζουμε γιὰ τὰ γήινα. Καὶ ὅταν μὲν κάποιος ἀγαπᾶ ἕνα χορευτὴ ἢ ἡνίοχο ἢ θηριοδαμαστή, κινεῖ καὶ κάνει τὰ πάντα, ὥστε στοὺς ὑπὲρ αὐτοῦ ἀγῶνες νὰ μὴν ἀποχωρήσει νικημένος.
Καὶ πλέκουν μακρὰ ἐγκώμια ὅταν ἀπολογοῦνται πρὸς ἐκείνους ποὺ τοὺς κατηγοροῦν καὶ βάλλουν κατὰ τῶν ἀντιθέτων μὲ μύρια σκώμματα· ἐνῷ ὅταν γίνεται λόγος περὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅλοι σκύβουν τὴν κεφαλή τους κάτω καὶ ξύνονται καὶ χάσκουν καὶ ἀφοῦ γελοιοποιηθοῦν, ἀναχωροῦν.
Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι ἄξια μεγάλης ὀργῆς αὐτά, ὅταν ὁ Χριστὸς ἐμφανίζεται ἀπὸ σᾶς πιὸ ἄτιμος καὶ ἀπὸ τὸν χορευτή;
Ὅταν βέβαια γιὰ μὲν τὰ κατορθώματα ἐκείνων ἑτοιμάζετε μύριες ἀπολογίες, ἂν καὶ ὅλοι τους εἶναι αἰσχροί, ἐνῷ γιὰ τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ, μολονότι εἵλκυσαν τὴν οἰκουμένη, δὲν ἀνέχεστε οὔτε νὰ ἐννοήσετε καὶ νὰ ἐνδιαφερθεῖτε κατὰ τί.
Πιστεύουμε σὲ Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ Ἅγιο Πνεῦμα· σὲ ἀνάσταση σωμάτων, σὲ ζωὴ αἰώνια. Ἐὰν λοιπὸν σᾶς ρωτήσει κανεὶς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες: «Τί εἴδους εἶναι αὐτὸς ὁ Πατήρ; Τί εἴδους εἶναι ὁ Υἱός; Τί εἴδους εἶναι τὸ ἅγιο Πνεῦμα;». Ἢ ἐὰν σᾶς ρωτήσει: «Πῶς, ἀφοῦ ἐσεῖς ἔχετε τρεῖς θεούς, μᾶς κατηγορεῖτε γιὰ πολυθεΐα;». Τί θὰ πεῖτε; Τί θὰ ἀποκριθεῖτε; Πῶς θὰ ἀποκρούσετε τὴν ἐπίθεση αὐτῶν τῶν λόγων;
Τί θὰ κάνετε δέ, ἐάν, καθὼς σιωπᾶτε, θέσει ἄλλο ζήτημα καὶ σᾶς ρωτήσει: «Τί εἶναι γενικὰ ἡ Ἀνάσταση; Θὰ ἀναστηθοῦμε ἄραγε μὲ αὐτὸ τὸ σῶμα; Ἢ μήπως μὲ ἄλλο καὶ ὄχι μὲ αὐτό; Καὶ ἐὰν ἀναστηθοῦμε μὲ αὐτό, γιατί εἶναι ἀνάγκη νὰ καταργηθεῖ;».
Τί θὰ πεῖτε; Ἐὰν πάλι σᾶς ρωτήσει: «Γιατί ὁ Χριστὸς ἦλθε τώρα καὶ ὄχι κατὰ τοὺς προηγούμενους χρόνους; Μήπως τώρα θεώρησε καλὸ νὰ φροντίσει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῷ καθ’ ὅλον τὸν προηγούμενο καιρὸ τοὺς περιφρονοῦσε;».
Ἢ ἀκόμη ἐὰν σᾶς ρωτήσει καὶ ἄλλα περισσότερα ἀπὸ αὐτά; Ἄλλωστε δὲν εἶναι ἀναγκαῖο νὰ θέτουμε πολλὰ θέματα στὴ σειρὰ καὶ νὰ ἀποφεύγουμε τὶς ἀπαντήσεις, γιὰ νὰ μὴ βλάψουμε μὲ τὸν τρόπο αὐτόν τους περισσότερο ἀφελεῖς· διότι ἀρκοῦν καὶ ὅσα λέχτηκαν γιὰ νὰ ἀποτινάξουν τὸν ὕπνο σας.
Τί θὰ κάνετε λοιπόν; Ἐὰν σᾶς ρωτοῦν αὐτὰ καὶ ἐσεῖς δὲν μπορεῖτε νὰ ἀκούσετε οὔτε τὰ λόγια αὐτά, ἄραγε θὰ ὑποστοῦμε μικρὴ καταδίκη, ἀφοῦ γίναμε αἴτιοι τόσης πλάνης σὲ ὅσους βρίσκονται στὸ σκότος τῆς ἄγνοιας;
Ἤθελα, ἐὰν βέβαια εἴχατε πολὺ ἐλεύθερο χρόνο, νὰ φέρω ἐνώπιόν ὅλων σας ἕνα βιβλίο κάποιου βδελυροῦ Ἕλληνα φιλοσόφου τὸ ὁποῖο γράφτηκε ἐναντίον μας, καὶ ἄλλου μεγαλύτερου ἀπὸ αὐτόν, ὥστε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν νὰ σᾶς ξυπνήσω καὶ νὰ σᾶς βγάλω ἀπὸ αὐτὴν τὴ νωθρότητα.
Διότι, ἐὰν ἐκεῖνοι γιὰ νὰ ὁμιλήσουν ἐναντίον μας, τόσο πολὺ ἀγρύπνησαν, ποιᾶς συγνώμης ἄξιοι θὰ εἴμαστε, ὅταν δὲν γνωρίζουμε οὔτε τις ἐναντίον μας ἐπιθέσεις νὰ ἀποκρούσουμε;
Ἄλλωστε γιὰ ποιό λόγο ἔχουμε παραταχθεῖ; Δὲν ἀκοῦς τὸν Ἀπόστολο ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἕτοιμοι δὲ ἀεὶ πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι ὑμᾶς λόγον περὶ τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος (Νὰ εἶστε πάντοτε ἕτοιμοι νὰ ἀπολογηθεῖτε καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖτε τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ζητᾶ νὰ τοῦ ἐξηγήσετε καὶ νὰ τοῦ ἀποδείξετε ὅσα ἐλπίζετε νὰ ἀπολαύσετε στὸ μέλλον)»; (Α΄Πέτρ.3,15).
Ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος τὰ ἴδια προτρέπει ὅταν λέει: «Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐνοικείτω ἐν ὑμῖν πλουσίως, ἐν πάσῃ σοφίᾳ διδάσκοντες καὶ νουθετοῦντες ἑαυτοὺς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ἐν χάριτι ᾄδοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ.
(Ὁ λόγος καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἂς παραμένει μέσα σας πλούσια, γιὰ νὰ ἔχετε κάθε σοφία. Σ’ αὐτὸ θὰ συντελέσει καὶ τὸ νὰ διδάσκετε καὶ νὰ συμβουλεύετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ πνευματικὲς ὠδές, ποὺ θὰ ψάλλετε μὲ τὴν καρδιά σας στὸν Κύριο καὶ θὰ ἐκφράζετε μὲ αὐτὲς τὴν εὐχαριστία σας στὸν Θεό)» (Κολ.3,16).
Ἀλλὰ τί λένε πρὸς αὐτὰ οἱ πιὸ παράλογοι καὶ ἀπὸ τοὺς κηφῆνες; Κάθε εὐλογημένη ψυχὴ εἶναι ἁπλῆ· καί: «Ὃς πορεύεται ἁπλῶς, πορεύεται πεποιθώς (Ἐκείνος ποὺ βαδίζει ἁπλᾶ, μὲ ἀθωότητα καὶ εὐθύτητα, βαδίζει μὲ πεποίθηση καὶ θάρρος, διότι δὲν θὰ καταισχυνθεῖ)» (Παροιμ.10,9).
Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι τὸ αἴτιο ὅλων τῶν κακῶν, ὅτι οἱ περισσότεροι δὲν γνωρίζουν νὰ χρησιμοποιήσουν τὶς μαρτυρίες τῶν Γραφῶν ὅπως πρέπει. Διότι ἐδῶ δὲν ἐννοεῖ τὸν ἀνόητο, οὔτε ἐκεῖνον ποὺ δὲν γνωρίζει τίποτε, ἀλλὰ τὸν ἀπονήρευτο, τὸν μὴ κακοῦργο, τὸν συνετὸ· διότι, ἐὰν ἐννοοῦσε αὐτό, ἦταν περιττὸ νὰ ἀκοῦμε: «Γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί. (Φροντίστε νὰ εἶστε φρόνιμοι σὰν τὰ φίδια, ὥστε νὰ μὴν ἐκθέτετε τὸν ἑαυτό σας σὲ ἀνωφελεῖς καὶ ἀνόητους κινδύνους, καὶ ἄκακοι κι ἁπλοῖ σὰν τὰ περιστέρια)» (Ματθ.10,16).
Ἀλλὰ γιατί τὰ λέω αὐτά, ἀφοῦ σὲ τίποτε τὸ πρέπον δὲν βρίσκει ἀνταπόκριση ὁ λόγος αὐτός;
Διότι ἀπὸ ὅσα ἔχουν λεχθεῖ, οὔτε τὰ ἄλλα κατορθώσαμε, ἐννοῶ τὰ ζητήματα τοῦ βίου καὶ τῆς ζωῆς μας, ἀλλὰ ἀπὸ παντοῦ εἴμαστε ἄθλιοι καὶ καταγέλαστοι καὶ γιὰ νὰ κατηγορήσουμε τοὺς ἄλλους εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι, νὰ διορθωθοῦμε ὅμως σὲ ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα κατηγοροῦμε καὶ μεμφόμαστε τοὺς ἄλλους εἴμαστε ὀκνηροί.
Γι' αὐτό σας παρακαλῶ τώρα ποὺ ἤλθαμε στοὺς ἑαυτούς μας, νὰ μὴ σταματήσουμε μόνο μέχρι τὴν κατηγορία, διότι αὐτὸ δὲν φθάνει γιὰ νὰ ἐξιλεώσει τὸν Θεό, ἀλλὰ νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐπιδείξουμε σὲ ὅλα ἄριστη μεταβολή, μὲ τρόπο ὥστε, ἀφοῦ ζήσουμε πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀπολαύσουμε καὶ οἱ ἴδιοι τὴ δόξα τὴν ὁποία εἴθε ὅλοι μας νὰ ἐπιτύχουμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη αἰωνίως. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ΠΗΓΕΣ:
• http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG Migne/John%20Chrysostom PG%2047-64/In%20Joannem.pdf
• Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», ΕΠΕ, ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ὁμιλία ΙΖ΄, τόμος 13, σελ. 227-249 ,Θεσσαλονίκη 2015.
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 71, σέλ.254-279.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου