Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2025

Ἐρμηνεία τῆς Ἀποστολικῆς περικοπὴς τῆς Κυριακῆς πρὸ τῶν Φώτων ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο

Κυριακὴ πρὸ τῶν Φώτων (Β΄ Τίμ.4,5-8)

Ἁγίου Ἰωάννου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου

«Σὺ δὲ νῆφε ἐν πᾶσι, κακοπάθησον (ἐσὺ ὅμως πρόσεχε ἄγρυπνα ὅλα ὅσα σοῦ παρουσιάζει τὸ ποιμαντικό σου ἔργο. Κοπίασε)» (Β΄Τιμ.4,5).
Βλέπεις ὅτι γι' αὐτὸ τὰ προλέγει αὐτά; Γιατί καὶ ὁ Χριστὸς ἔλεγε πρὸς τὸ τέλος ὅτι «ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα μεγάλα καὶ τέρατα, ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς (διότι θὰ ἐμφανιστοῦν ψευδομεσσίες καὶ ψευδοπροφῆτες καὶ θὰ δείξουν σημάδια μεγάλα καὶ ἔργα καταπληκτικά, ὥστε νὰ παραπλανήσουν, ἐὰν εἶναι δυνατόν, ἀκόμη καὶ αὐτοὺς τοὺς ἐκλεκτούς)» (Ματθ.24,24)· ἔτσι καὶ αὐτὸς ὅταν ἐπρόκειτο νὰ φύγει γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ ἔλεγε αὐτὰ· «Σὺ δὲ νῆφε ἐν πᾶσι (ἐσὺ ὅμως πρόσεχε ἄγρυπνα ὅλα ὅσα σοῦ παρουσιάζει τὸ ποιμαντικό σου ἔργο)» (Β΄Τιμ.4,5).
 «Κακοπάθησον (Κακοπάθησε)»· δηλαδὴ «κοπίασε, πρόλαβε προτοῦ ἔλθει ἐκείνη ἡ καταστροφή, κατάστησε τὰ πρόβατα σὲ ἀσφάλεια ὥσπου νὰ ἔρθουν οἱ λύκοι, κακοπάθησε παντοῦ».
«Ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον (κάνε ἔργο εὐαγγελιστοῦ, ὁλοκλήρωσε μὲ ἐπιτυχία τὴ διακονία ποὺ σοῦ ἀνατέθηκε στὴν Ἐκκλησία)» (Β’ Τίμ.4,5).
Ἄρα αὐτὸ εἶναι ἔργο τοῦ εὐαγγελιστοῦ, τὸ νὰ κακοπαθαίνει καὶ ἀπὸ μόνος του καὶ ἀπὸ τοὺς ἔξω. «Ὁλοκλήρωσε μὲ ἐπιτυχία τὴ διακονία ποὺ σοῦ ἀνατέθηκε στὴν Ἐκκλησία»· δηλαδὴ ἀποτελείωσέ την.
Νὰ καὶ ἄλλη ἀνάγκη κακοπαθήσεως. «ἐγὼ γὰρ ἤδη σπένδομαι, καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε (νὰ ἀγρυπνεῖς καὶ νὰ κοπιάζεις διότι ἐγὼ τώρα χύνω τὸ αἷμα μου ὡς σπονδὴ καὶ θυσία στὸν Θεὸ· καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἀναχωρήσεώς μου ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν εἶναι πολὺ κοντά)» (Β΄Τιμ.4,6).
 Δὲν εἶπε: «τῆς θυσίας μου», ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἶναι κάτι παραπάνω· γιατί ἡ θυσία δὲν ἀναφέρεται ὅλη στὸν Θεό, ἐνῷ ἡ σπονδὴ ὁλόκληρη.
«Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα (ἔχω ἀγωνιστεῖ τὸν καλὸ ἀγῶνα γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἔχω φτάσει στὸ τέλος τοῦ δρόμου τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἐκπληρώσεως τῆς ἀποστολῆς μου. Ἔχω διαφυλάξει τὴν πίστη)» (Β΄Τιμ.4,7).
Πολλὲς φορὲς ἐγὼ παίρνοντας τὸν ἀπόστολο στὰ χέρια καὶ ἐξετάζοντας αὐτὸ τὸ χωρίου, βρέθηκα σὲ ἀπορία, γιὰ ποιό λόγο δηλαδὴ καυχιέται τόσο πολὺ ὁ Παῦλος, λέγοντας: «ἔχω ἀγωνιστεῖ τὸν καλὸ ἀγῶνα γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου». Τώρα ὅμως νομίζω μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ὅτι βρῆκα τὸν λόγο.

Γιὰ ποιόν λόγο λοιπὸν τὰ λέγει αὐτά; Θέλει νὰ παρηγορήσει τὴ λύπη τοῦ μαθητοῦ, προτρέποντάς τον νὰ πάρει θάρρος, γιατί βαδίζει γιὰ νὰ στεφανωθεῖ, γιατί ὅλα τὰ ἔχει τελειώσει, γιατί πέτυχε καλὸ τέλος. «Πρέπει νὰ χαίρεσαι», τοῦ λέγει, «ὄχι νὰ λυπᾶσαι». Γιατί; «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸ ἀγωνίστηκα».
Ὅπως ἀκριβῶς ἂν κάποιος πατέρας παρηγοροῦσε τὸ παιδί του ποὺ κάθεται κοντά του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑποφέρει τὴν ὀρφάνια, λέγοντάς του : «παιδί μου, μὴν κλαῖς· ζήσαμε καλὰ καὶ φτάνοντας στὰ γηρατειὰ σὲ ἀφήνουμε. Ἄμεμπτη ἦταν ἡ ζωή μας, φεύγουμε μὲ δόξα· μπορεῖς κι ἐσὺ νὰ θαυμαστεῖς ἐξ αἰτίας τῶν πράξεών μας· πολλὴ εὐγνωμοσύνη μας ἀναγνωρίζει ὁ βασιλιᾶς».
Σὰν νὰ ἔλεγε: «τρόπαια στήσαμε, τοὺς ἐχθροὺς νικήσαμε», ὄχι μεγαληγορῶντας, μακριὰ μιὰ τέτοια σκέψη, ἀλλὰ ἀνορθώνοντας τὸ παιδὶ καὶ παιδεύοντάς το μὲ τοὺς ἐπαίνους νὰ ὑπομείνει ἐλαφριά τα συμβάντα, νὰ ἔχει ἀγαθὲς ἐλπίδες καὶ νὰ μὴ νομίζει ὅτι τὸ πρᾶγμα εἶναι βαρύ.
 
Πραγματικὰ εἶναι φοβερὸς ὁ χωρισμὸς· καὶ ἄκου αὐτὸν ποὺ λέγει: «Ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, ἀπορφανισθέντες ἀφ᾿ ὑμῶν πρὸς καιρὸν ὥρας, προσὼπῳ οὐ καρδίᾳ, περισσοτέρως ἐσπουδάσαμεν τὸ πρόσωπον ὑμῶν ἰδεῖν ἐν πολλῇ ἐπιθυμίᾳ (ἐμείς, ὅμως, ἀδελφοί, ὅταν χωριστήκαμε ἀπὸ σᾶς καὶ μείναμε σὰν ὀρφανὰ παιδιὰ μακριὰ ἀπὸ σᾶς γιὰ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα καὶ μὲ τὸ σῶμα βεβαίως μόνο, ὄχι μὲ τὴν καρδιά, ποθήσαμε μὲ πολλὴ λαχτάρα νὰ ξαναδοῦμε τὸ πρόσωπό σας)» (Α΄Θεσ.2,17).
Ἂν αὐτὸς πάθαινε τέτοια ὅταν χωριζόταν ἀπὸ τοὺς μαθητές, τί νομίζεις ὅτι θὰ πάθαινε ὁ Τιμόθεος;
Ἂν ὅταν ζοῦσε, δάκρυζε ἐπειδὴ χωριζόταν ἀπὸ αὐτόν, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος λέγει, «ἐπιποθῶν σὲ ἰδεῖν, μεμνημένος σοῦ τῶν δάκρύων, ἵνα χαρᾶς πληρωθῶ (καὶ ποθῶ πολὺ νὰ σὲ δῶ. Ἔχω τόσο πιὸ κι ἀγάπη γιὰ σένα, διότι θυμᾶμαι τὰ δάκρυα ποὺ ἔχυνες ὅταν ἀποχωριζόμασταν. Καὶ θέλω νὰ σὲ δῶ, γιὰ νὰ πλημμυρήσει ἡ καρδιά μου ἀπὸ χαρά)» (Β΄Τιμ.1,4), πόσο μᾶλλον ὅταν πέθανε;

Αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἔγραφε γιὰ νὰ παρηγορήσει· ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ ἐπιστολὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ παρηγοριὰ καὶ εἶναι σὰν μία διαθήκη.
«Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸ ἀγωνίστηκα, τὸν δρόμο», λέγει, «τελείωσα, τὴν πίστη τὴν τήρησα». «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλό», λέγει.
Λοιπὸν καὶ ἐσὺ προσπάθησε νὰ ἐπιτύχεις αὐτό. Ὅπου ὑπάρχει ἁλυσίδα, ὅπου φυλακή, ὅπου θάνατος, αὐτὸς εἶναι ὁ καλὸς ἀγῶνας;
«Ναί», λέγει· «γιατί γίνεται γιὰ τὸν Χριστὸ· ἔχει μεγάλα στεφάνια». «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλό».
Τίποτε ὡραιότερο δὲν ὑπάρχει ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα· αὐτὸ τὸ στεφάνι δὲν τελειώνει· αὐτὸ τὸ στεφάνι δὲν εἶναι ἀπὸ κότινο, δὲν εἶναι ἄνθρωπος ὁ ἀγωνοθέτης, δὲν ἔχει θεατὲς ἀνθρώπους· τὸ θέατρο ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀγγέλους.
Ἐκεῖ κοπιάζουν πολλὲς ἡμέρες καὶ ταλαιπωροῦνται, καὶ ἔλαβαν τὸ στεφάνι σὲ μία ὥρα καὶ ἀμέσως ἔφυγε ἡ ἡδονὴ· ἐδῶ δὲν εἶναι ἔτσι, ἀλλὰ γιὰ πάντα ὁ νικητὴς ζεῖ σὲ λαμπρότητα, σὲ δόξα, σὲ τιμή. «Πρέπει λοιπὸν νὰ χαίρεσαι· γιατί πηγαίνω γιὰ ἀνάπαυση, βγαίνω ἀπὸ τὸ στάδιο.
Ἄκουσες ὅτι εἶναι καλύτερο τὸ νὰ πεθάνει κανεὶς καὶ νὰ εἶναι μὲ τὸν Χριστό».

«Τὸν δρόμο τὸν τελείωσα». Γιατί πρέπει νὰ ἀγωνίζεσαι καὶ νὰ τρέχεις. Νὰ ἀγωνίζεσαι ὑπομένοντας τὶς θλίψεις καὶ νὰ τρέχεις ὄχι τυχαῖα, ἀλλὰ γιὰ κάτι χρήσιμο. Πραγματικὰ εἶναι ὡραῖος ὁ ἀγῶνας, ὄχι ἐπειδὴ εὐχαριστεῖ ἁπλῶς τὸν θεατή, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὠφελεῖ· καὶ ὁ δρόμος δὲν ὁδηγεῖ στὸ μηδέν, οὔτε εἶναι ἐπίδειξη δυνάμεως καὶ φιλοτιμίας, ἀλλὰ ὅλους τοὺς ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό.
Αὐτὸς ὁ δρόμος ποὺ ὁ Παῦλος ἔτρεχε στὴ γῆ εἶναι καθαρότερος ἀπὸ τὸν ἥλιο, παρὰ ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ὁ ἥλιος τρέχει στὸν οὐρανό.
Πῶς ὅμως τέλειωσε τὸν δρόμο; Ὅλη τὴν οἰκουμένη περιέτρεξε ὅταν ἄρχισε ἀπὸ τὴ Γαλιλαία καὶ ἀπὸ τὴν Ἀραβία καὶ ἦρθε μέχρι τὰ πέρατα τῆς γῆς· «ὥστε μὲ ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ καὶ κὺκλῳ μέχρι τοῦ Ἰλλυρικοῦ πεπληρωκέναι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ (κι ἔτσι ἐγώ, κάνοντας ἕνα μεγάλο κύκλο περιόδευσα σὲ ὅλα τὰ μέρη ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ μέχρι τὸ Ἰλλυρικό, καὶ ἔχω κηρύξει παντοῦ πλήρως καὶ τελείως τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ)», λέγει (Ρωμ.15,19).
Καὶ διέτρεξε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη σὰν κάποιο πτηνό, ἢ καλύτερα γρηγορότερα καὶ ἀπὸ πτηνὸ· γιατί τὸ πτηνὸ ἁπλῶς τὴ διέτρεχε, ἐνῷ αὐτὸς δὲν διέτρεχε ἁπλῶς αὐτήν, ἀλλὰ ἔχοντας τὰ φτερὰ τοῦ Πνεύματος καὶ παραμερίζοντας μύρια ἐμπόδια, θανάτους, ἐπιβουλές, συμφορές.
Ὥστε ἦταν γρηγορότερος καὶ ἀπὸ πτηνό. Ἂν ἦταν ἁπλῶς πτηνό, θὰ ἦταν δυνατὸ καὶ νὰ καταπέσει καὶ νὰ καταστραφεῖ, ἐπειδὴ ὅμως στηριζόταν ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ξέφυγε ἀπὸ ὅλα τὰ δίχτυα, σὰν πτηνὸ ποὺ ἔχει φτερὰ ἀπὸ φωτιά.
 
«Τὴν πίστη τὴν ἔχω διαφυλάξει», λέγει. Πράγματι πολλὰ ἦταν ἐκεῖνα ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν ἐξαρπάσουν· ὄχι μόνο οἱ φιλίες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀπειλὲς καὶ οἱ θάνατοι καὶ μύρια ἄλλα. Ἀλλὰ πρὸς ὅλα ἀντιστάθηκε. Πῶς; Μὲ νήψη καὶ ἐγρήγορση. Αὐτὰ βέβαια ἦταν ἀρκετὰ γιὰ παρηγοριὰ τῶν μαθητῶν, αὐτὸς ὅμως προσθέτει καὶ τὰ ἔπαθλα.
Καὶ ποιά εἶναι αὐτά; «Λοιπὸν ἀπόκειταί μοί (Λοιπόν τώρα πιὰ μὲ περιμένει)», λέγει, «ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος (τὂ στεφάνι ποὺ ἀνήκει ὡς βραβεῖο στὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀρετή)» (Β΄Τιμ.4,8). Δικαιοσύνη ἐδῶ πάλι ἐννοεῖ τὴν ὅλη ἀρετή.
«Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ στενοχωριέσαι ποὺ φεύγω γιὰ νὰ στεφανωθῶ μὲ τὸ στεφάνι ποὺ θὰ βάλει ὁ Χριστὸς στὸ κεφάλι μου. Ἀλλὰ ἂν παρέμεινα ἐδῶ, πραγματικὰ ἔπρεπε νὰ λυπᾶσαι περισσότερο καὶ νὰ φοβᾶσαι μήπως παραπέσω, μήπως χαθῶ». «ὃν ἀποδώσει μοὶ ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ. (Τὸ στεφάνι αὐτὸ θὰ μοῦ τὸ δώσει ὡς ἀνταμοιβὴ ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἔνδοξη ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὁ δίκαιος κριτής. Θὰ τὸ δώσει μάλιστα ὄχι μόνο σὲ μένα ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους ὅσους ἔχουν ἀγαπήσει καὶ μὲ πόθο περιμένουν τὴν ἔνδοξη ἐμφάνισή Του)» (Β΄Τιμ.4,8).

Ἐδῶ ἀναθάρρησε καὶ αὐτόν. Ἂν θὰ τὸ δώσει σὲ ὅλους, πολὺ περισσότερο στὸν Τιμόθεο. Ἀλλὰ δὲν εἶπε: «καὶ σὲ σένα», ἀλλὰ «σὲ ὅλους», δηλώνοντας ὅτι, ἂν «σὲ ὅλους», πολὺ περισσότερο σὲ αὐτόν. «Πῶς ὅμως», ἀναρωτιέται ἴσως κάποιος, «θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἀγαπήσει τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ;».
Ἂν χαίρεται γιὰ τὴν παρουσία Του· καὶ αὐτὸς ποὺ χαίρεται γιὰ τὴν παρουσία Του κάνει ἔργα ἄξια τῆς χαρᾶς· τα ὑπάρχοντά του θὰ δώσει ἂν χρειαστεῖ καὶ τὴ ζωή του, ὥστε νὰ ἐπιτύχει τὰ μέλλοντα ἀγαθά, ὥστε νὰ ἀξιωθεῖ νὰ δεῖ τὴ Δευτέρα παρουσία μὲ τὸ πρέπον σχῆμα, μὲ παρρησία, μὲ δόξα καὶ λαμπρότητα.
Αὐτὸ σημαίνει «νὰ ἀγαπᾶ τὴν ἐμφάνισή Του». Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ἐμφάνισή Του θὰ κάνει τὸ πᾶν, ὥστε νὰ ἐπιτύχει τὴ μερική, τὴν πρὶν ἀπὸ ἐκείνη τὴν καθολικὴ ἐμφάνιση.
«Καὶ πῶς», λέγει ἴσως κάποιος, «εἶναι δυνατὸν αὐτό;» Ἄκουε τὸν Χριστὸ ποὺ λέγει: «ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μοῦ τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ' αὐτῷ ποιήσομεν (ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ, θὰ φυλάξει τὸν λόγο μου, καὶ ὁ Πατὴρ θὰ τὸν ἀγαπήσει, καὶ θὰ ἔλθουμε σὲ αὐτὸν Ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου καὶ θὰ κατοικήσουμε μόνιμα μέσα του μεταβάλλοντας τὴν καρδιά του σὲ ἔμψυχο καὶ ζωντανὸ ναό μας)» (Ἰω.14,23).
Σκέψου πόσο μεγάλο εἶναι, Αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ ἐμφανιστεῖ σὲ ὅλους ἀπὸ κοινοῦ, νὰ ὑπόσχεται Αὐτὸς νὰ φανεῖ ἰδιαίτερα σὲ μᾶς.
Γιατί λέγει «θὰ ἔρθουμε καὶ θὰ κατοικήσουμε μέσα σὲ αὐτόν». Ἂν κανεὶς ἀγαπᾶ τὴν ἐμφάνισή του, τὰ πάντα θὰ κάμει, ὥστε νὰ Τὸν καλέσει στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ Τὸν ἔχει, γιὰ νὰ λάμψει σὲ αὐτὸν τὸ φῶς. Ἂς μὴν ὑπάρχει τίποτε ἀνάξιο τῆς παρουσίας Αὐτοῦ καὶ γρήγορα καταλύει σὲ μᾶς.
Δέχεται «ἐπιφάνεια» ἐπειδὴ φαίνεται ἐπάνω καὶ ἀνατέλλει ἀπὸ ἐπάνω.

Λοιπὸν ἂς ἐπιζητοῦμε τὰ ἄνω καὶ γρήγορα θὰ ἀποσπάσουμε τὶς ἀκτῖνες ἐκεῖνες. Κανένας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ σκύβουν κάτω καὶ καταθάπτουν τὸν ἑαυτό τους στὴ γῆ, δὲν θὰ μπορέσει νὰ δεῖ τὸ ἡλιακὸ φῶς. Κανένας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μολύνουν τὸν ἑαυτό τους μὲ κοσμικὲς ὑποθέσεις δὲν θὰ μπορέσει νὰ δεῖ τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης· σὲ κανέναν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ περιστρέφονται σὲ αὐτὰ δὲν παρουσιάζεται.
Σήκω λιγάκι, σήκω ἀπὸ τὸ βάθος, ἀπὸ τὸν κλύδωνα τὸν βιοτικό, ἂν θέλεις νὰ δεῖς τὸν ἥλιο, ἂν θέλεις νὰ ἐπιτύχεις τὴν ἐμφάνισή του· ἂν ἐπιτύχεις τὴν ἐμφάνισή του αὐτή, τότε θὰ δεῖς αὐτὸν μὲ πολλὴ παρρησία.
 
Φιλοσόφησε τώρα· ἂς μὴν ὑπάρχει σὲ σένα πνεῦμα ἀλαζονείας, γιὰ νὰ μὴ σὲ χτυπήσει δυνατὰ καὶ σὲ καταβάλλει· ἂς μὴν εἶναι ἡ καρδιά σου πετρωμένη καὶ σκοτεινή, γιὰ νὰ μὴν ἀράξεις ἐκεῖ τὸ πλοῖο· ἂς μὴν ὑπάρχει κανένας δόλος· γιατί οἱ ὕφαλοι προξενοῦν φοβερότατα ναυάγια.
Μὴν τρέφεις θηρία, ἐννοῶ τὰ πάθη· γιατί ἐκεῖνα εἶναι χειρότερα ἀπὸ τὰ θηρία· μὴν ἔχεις θάρρος στὰ ρευστὰ πράγματα, γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ σταθεῖς μὲ ἀσφάλεια ἐπάνω στὴν πέτρα.
Νερὸ εἶναι οἱ βιοτικὲς ὑποθέσεις· «εἰσήλθοσαν ὕδατα (ἦρθαν τὰ νερά)», λέγει, «ἕως ψυχῆς μου (μέχρι τὴν ψυχή μου, τὴν περιβρέχουν σὰν χείμαρροι)» ([Ψαλμ.68,2). Πέτρα εἶναι τὰ πνευματικὰ· «γιατί», λέγει, «ἔστησας ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου (στὴν πέτρα ὕψωσες τὰ πόδια μου)» (Ψαλμ.39,3).
Τὰ βιοτικὰ εἶναι βόρβορος καὶ πηλὸς· ἂς ἀποσπάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ αὐτὰ· γιατί ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ δοῦμε τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ.
 Ὁτιδήποτε καὶ ἂν ἔρθει ἂς τὸ ὑπομένουμε· γιὰ ὅλα εἶναι ἀρκετὴ ἡ παρηγοριά τὸ νὰ πάθεις γιὰ τὸν Χριστὸ· αὐτὴ τὴ θεία προσφώνηση, ἂς ἐπαναλαμβάνουμε, καὶ θὰ σταματήσει ὁ πόνος τοῦ τραύματος.
«Καὶ πῶς», ἀναρωτιέται ἴσως κάποιος, «εἶναι δυνατὸ νὰ πάθουμε γιὰ τὸν Χριστό;»
Σὲ συκοφάντησε κάποιος ἁπλῶς ὄχι γιὰ τὸν Χριστό; Ἂν τὸ ὑπομείνεις γενναία, ἂν εὐχαριστήσεις, ἂν προσευχηθεῖς γιὰ ἐκεῖνον, ὅλα αὐτὰ τὰ κάνεις γιὰ τὸν Χριστό. Ἂν καταραστεῖς, ἂν σοῦ λείψει ἡ ὑπομονή, ἂν ἐπιχειρήσεις νὰ ἀμυνθεῖς, καὶ ἂν δὲν μπορέσεις, δὲν εἶναι γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ ζημιὰ ἐπέφερες καὶ ἀποστερήθηκες τὸν καρπὸ ἐξ αἰτίας τῆς προαιρέσεως τῆς δικῆς σου.
Στὸ χέρι μας εἶναι καὶ νὰ κερδίσουμε ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ νὰ ζημιωθοῦμε· αὐτὸ δὲν συμβαίνει ἀπὸ τὴ φύση τῶν δεινῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ δική μας προαίρεση.
Ἐννοῶ τὸ ἑξῆς μὲ αὐτὸ ποὺ λέγω· ἔπαθε τόσα ὁ Ἰώβ· τα ὑπόφερε μὲ εὐχαρίστηση· δικαιώθηκε, ὄχι ἐπειδὴ ἔπαθε, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὰ πάθαινε ὑπομένοντάς τα μὲ εὐχαρίστηση. Ἄλλος ποὺ ἔπαθε τὰ ἴδια, ἢ καλύτερα οὔτε τὰ ἴδια (γιατί κανένας δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ ἔπαθε τέτοια, ἀλλὰ πολὺ λιγότερα), βλασφήμησε, ἀγανάκτησε, καταράστηκε ὅλο τὸν κόσμο, ὀργίστηκε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς κατακρίθηκε καὶ καταδικάστηκε, ὄχι ἐπειδὴ ἔπαθε, ἀλλὰ ἐπειδὴ βλασφήμησε· καὶ βλασφήμησε ὄχι ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῶν γεγονότων· γιατί ἂν ἡ ἀνάγκη τῶν γεγονότων τὸν ἀνάγκασε σὲ αὐτό, ἔπρεπε καὶ ὁ Ἰὼβ νὰ βλασφημήσει· ἐφόσον ὅμως ἔπαθε χειρότερα καὶ δὲν ἔκαμε τίποτε παρόμοιο, δὲν συνέβησαν αὐτὰ κατ ’ἀνάγκη, ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τῆς ἀρρωστημένης προαιρέσεως.
 
Χρειαζόμαστε λοιπὸν ἰσχυρὴ ψυχὴ καὶ τίποτε δὲν θὰ μᾶς φανεῖ δύσκολο· ὅπως πάλι ὅταν εἶναι ἀσθενικὴ ἡ ψυχὴ τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μὴν εἶναι δύσκολο. Ἀνάλογα μὲ τὴ διάθεσή μας ὅλα γίνονται καὶ ὑποφερτὰ καὶ ἀνυπόφορα· αὐτὴν ἂς ὀχυρώσουμε καὶ ὅλα θὰ τὰ ὑποφέρουμε εὔκολα.
Γιατί καὶ τὸ δέντρο ὅταν χώσει βαθιὰ τὴ ρίζα, οὔτε σφοδρὴ καταιγίδα θὰ μπορέσει νὰ τὸ διασαλεύσει, ἂν ὅμως βρίσκεται στὰ ρηχὰ καὶ πάνω στὴν ἐπιφάνεια, κι ἂν ἀκόμα πέσει ἕνα μικρὸ φύσημα ἀνέμου, τὸ ἔσπασε ἀπὸ τὴ ρίζα.
Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ μᾶς· ἂν καθηλώσουμε τὶς σάρκες μας στὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, τίποτε δὲν θὰ μπορέσει νὰ μᾶς παρασαλεύσει· ἂν ὅμως ἁπλῶς πλησιάσουμε κοντὰ σὲ Αὐτόν, καὶ τὸ μικρὸ φύσημα μᾶς ἀφάνισε καὶ μᾶς κατέστρεψε.

Γι' αὐτό, παρακαλῶ, νὰ τὰ ὑποφέρουμε ὅλα μὲ πολλὴ προθυμία καὶ νὰ μιμηθοῦμε τὸν προφήτη ποὺ λέγει: «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου (προσκολλήθηκε πάντοτε ἡ ψυχή μου πρὸς Ἐσένα)» (Ψαλμ.62,9).
Πρόσεχε τί λέγει «κόλλησε ἡ ψυχή μου». Δὲν εἶπε ἁπλῶς «ἄγγιξε», ἀλλὰ «κόλλησε». Καὶ πάλι: «ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου (σὲ δίψασε ἡ ψυχή μου)» (Ψαλμ.62,2). Δὲν εἶπε ἁπλῶς «σὲ πόθησε», ἀλλὰ «δίψασε», γιὰ νὰ δείξει μὲ αὐτὲς τὶς λέξεις τὸν σφοδρὸ πόθο.
Καὶ πάλι: «Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου (κάρφωσε καὶ νέκρωσε μὲ τὸν ἅγιο φόβο Σου τὰ μέλη τῆς σάρκας μου ποὺ κλίνουν πρὸς τὴν ἁμαρτία)»(Ψαλμ.118,120).
Θέλει δηλαδὴ νὰ εἴμαστε τόσο προσκολλημένοι σὲ Αὐτὸν καὶ συνδεδεμένοι, ὥστε ποτὲ νὰ μὴν ἀποχωριζόμαστε ἀπὸ Αὐτόν.
Ἂν ἔτσι ἀκολουθοῦμε τὸν Θεό, ἂν προσηλώσουμε σὲ Αὐτὸν τὶς σκέψεις μας, ἂν διψοῦμε τὸν πόθο Του, καὶ ὅλα ὅσα θέλουμε θὰ μᾶς γίνονται, καὶ τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ θὰ ἐπιτύχουμε, στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, στὸν ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ αἰώνια. Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον


ΠΗΓΕΣ:

•    https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-timotheum.pdf
•    Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὴ Β΄προς Τιμόθεον ἐπιστολή, ὁμιλία Θ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1986, τόμος 23, σελίδες 637-647.
•    Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
•    Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
•    Π.Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.
•    http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου