Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Μεγάλου Βασιλείου. Περὶ εὐχαριστίας

Περὶ εὐχαριστίας (ἀπόσπασμα)


Μεγάλου Βασιλείου

Ἀκούσατε τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου μὲ τὰ ὁποῖα ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς, ἐνῷ νομοθετεῖ γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο· διότι ἡ διδασκαλία γινόταν γι’ αὐτοὺς ποὺ κάθε φορὰ βρίσκονταν κοντά του, ὅμως ἡ ὠφέλεια ἀπὸ αὐτὴν διαβαίνει σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.
Λέει, λοιπόν, ὁ Ἀπόστολος: «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν πὰντὶ εὐχαριστεῖτε (Πάντοτε νὰ χαίρεστε, ἀκόμη κι ὅταν ἔχετε πειρασμοὺς καὶ θλίψεις.
Ἀδιάλειπτα καὶ ἀκατάπαυστα μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν εὐλαβικὴ διάθεση νὰ ἐπικοινωνεῖτε μὲ τὸν Θεό. Γιὰ καθετὶ νὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ· διότι αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς τὸ δίδαξε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γιὰ νὰ σᾶς τὸ κηρύξουμε)» Α’ Θέσ. 5, 16-18).
Λοιπόν, τί σημαίνει αὐτό το «νὰ χαίρεστε» καὶ ποιά ὠφέλεια μπορεῖ νὰ προκύψει ἀπὸ αὐτὴν τὴν προτροπή, τὸ πῶς μπορεῖ ἐπίσης νὰ ἀποκτήσει κανεὶς τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὸ πῶς θὰ κατορθώσει νὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ γιὰ τὸ καθετί, θὰ τὰ ἀναλύσουμε, κατὰ τὸ δυνατόν, λίγο ἀργότερα.

Τώρα βέβαια εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς λένε ὅσοι διαφωνοῦν μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου καὶ διαβάλλουν τὴν νομοθεσία αὐτὴ ὡς ἀδύνατη, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Τί εἴδους ἀρετὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ Ἀπόστολος; Πῶς μπορεῖ μιὰ ψυχὴ νὰ βρίσκεται νύχτα-μέρα σὲ διάχυση καὶ νὰ ζεῖ μὲ χαρούμενη διάθεση, παίρνοντας τὸ καθετὶ ἐλαφρά;
Εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ κατορθώσει κανεὶς νὰ ζεῖ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὅταν μύρια ἀκούσια κακὰ μᾶς κυκλώνουν καθημερινὰ καὶ ρίχνουν τὴν ψυχή μας σὲ στενόχωρη καὶ κακόκεφη διάθεση;
Αὐτά μας κόβουν κάθε χαρὰ καὶ εὐδιαθεσία, ἐκτὸς βέβαια ἂν ποῦμε πὼς δὲν πονάει ὅποιος ψήνεται στὸ τηγάνι ἢ ὅτι μπορεῖ κανεὶς νὰ παραμένει ἤρεμος καὶ χαρούμενος, ὅταν κατατρυπιέται ἀπὸ τὶς λόγχες» (Ἁπηχούνται ἐδῶ βασανιστήρια μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, στὰ ὁποῖα ὑποβάλλονταν οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς διῶκτες τους).
 
Μήπως ὅμως, ὅποιος τὰ λέει αὐτὰ ὑποφέρει ἀπὸ κακοὺς λογισμοὺς καὶ «προφασίζεται προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» (Ψάλμ. 140,4 : «Μὴ ἐκκλίνῃς τὴν κὰρδίαν μοῦ εἰς λόγους πονηρίας τοῦ προφασίζεσθαι πρὸφάσεις ἐν ἁμαρτίαις (Μὴν ἐπιτρέψεις νὰ ἐκτραπεῖ ἡ καρδία μου σὲ λόγους πονηροὺς ὥστε νὰ παρασυρθῶ σὲ ἀνόητες προφάσεις γιὰ νὰ δικαιολογήσω ὁλοφάνερες ἁμαρτίες μου)»);
Μήπως, ἐπειδὴ δὲν ἔχει διάθεση ἀπὸ ὀκνηρία νὰ ἀκολουθήσει τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές, ἐπιχειρεῖ νὰ στρέψει τὶς κατηγορίες ἐναντίον ἐκείνου ποὺ μᾶς δίνει αὐτὰ τὰ παραγγέλματα καὶ ἰσχυρίζεται πὼς ὁ νομοθέτης μᾶς προτρέπει νὰ τηρήσουμε πράγματα δύσκολα καὶ ἀκατόρθωτα;
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ λέει, ἀσφαλῶς, μὲ τὸν λογισμό του: «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ χαίρομαι, ἀφοῦ τὰ αἴτια τῆς χαρᾶς δὲν ρυθμίζονται ἀπὸ ἐμένα;».
Γιατί, μόνο ὅποιος σκέπτεται ἔτσι, λέει πὼς ὅσα γεννοῦν τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐδιαθεσία προέρχονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ δὲν ἔχουν τὴν πηγή τους στὸν ἴδιο τόν ἄνθρωπο.
 
Αὐτοί, μὲ ἄλλα λόγια, θεωροῦν ὡς πηγὴ χαρᾶς τὴν ὕπαρξη οἰκογένειας καὶ φίλων, χρημάτων, δόξας, ὑγείας καὶ ὅλων τῶν ἄλλων ἀγαθῶν αὐτῆς τῆς ζωῆς.
Αὐτοὶ θέλουν συνεχῆ καλοζωία, πλούσιο τραπέζι, φίλους ποὺ νὰ γλεντοκοποὺν μαζί τους, ἀκούσματα καὶ θεάματα ποὺ φέρνουν ἡδονὴ καὶ ὑγεία συγγενῶν.
Μὲ λίγα λόγια, αὐτοὶ ἐπιθυμοῦν καθετὶ καλὸ ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐφήμερη αὐτὴ ζωή.
Γιατί λυπηρὰ καὶ στενάχωρα δὲν εἶναι μόνο αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν προσωπικὰ στὸν καθένα, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ποὺ βαραίνουν καὶ λυποῦν τοὺς φίλους καὶ τοὺς συγγενεῖς του.
 
Αὐτὰ ὅλα πρέπει νὰ ὑπάρχουν, καθὼς λένε, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ χαρεῖ ἡ ψυχὴ καὶ νὰ ἔχει διαρκῶς καλὴ διάθεση. Κοντὰ σὲ αὐτά, προσθέτουν, θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλα, ὅπως ἡ νίκη κατὰ τῶν ἔχθρων, ἡ καταστολὴ τῶν κακῶν καὶ ἡ ἀνταμοιβὴ ὅσων μᾶς εὐεργετοῦν.
Καὶ μὲ λίγα λόγια, θὰ πρέπει νὰ συντρέχουν ὅλα τὰ καλά, ὥστε νὰ μὴ διαταράσσεται ἡ ζωή μας ἀπὸ κάτι ποὺ μᾶς συνέβη ἢ ἀπὸ κάτι ποὺ φοβόμαστε ὅτι θὰ μᾶς συμβεῖ.
Γιατί αὐτοὶ ἐπιμένουν καὶ λένε: «Ἡ ψυχή, μόνο ὅταν συντρέχουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ παράγοντες, μπορεῖ νὰ εἶναι χαρούμενη καὶ εἰρηνική».

Ἂν ὅμως ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τότε πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ χαίρεται, ὅπως μᾶς παραγγέλλει ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ δὲν ἐξαρτᾶται αὐτὸ ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ ἀπὸ τόσους ἄλλους ἐξωτερικοὺς παράγοντες;
Πῶς μπορεῖ, ἐπιπλέον, νὰ προσεύχεται κανεὶς ἀδιάκοπα, ὅταν ἔχουμε τόσες ἀνάγκες καὶ ὅταν πρέπει νὰ σκεφθοῦμε τόσα πράγματα ποὺ μᾶς ἀφοροῦν ἄμεσα;
Πῶς μπορεῖ νὰ τρέχει ὁ νοῦς ταυτόχρονα καὶ στὴν ἀντιμετώπιση τῆς καθημερινότητας καὶ στὴν προσευχή;
«Ἔχω ἐντολή» -λέει ὅποιος σκέπτεται ἔτσι- «νὰ εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ γιὰ καθετὶ στὴ ζωή μου;  Θὰ Τὸν εὐχαριστήσω λοιπὸν καὶ ὅταν βασανίζομαι; Θὰ Τὸν δοξάσω καὶ ὅταν ταλαιπωροῦμαι, ὅταν μὲ κακομεταχειρίζονται, ὅταν μὲ βάζουν στὸ βασανιστικὸ ὄργανο τοῦ τροχοῦ (Ὁ τροχὸς χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες σὲ πολλὰ Μαρτύρια Ἁγίων, ὅπως τοῦ ἁγίου Γεωργίου καὶ τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης) ἢ ὅταν μοῦ βγάζουν τὰ μάτια;
Θὰ εὐχαριστήσω ὅταν μὲ χτυποῦν καὶ μὲ ἐξευτελίζουν οἱ ἐχθροί μου ἢ ὅταν παγώνω ἀπὸ τὸ κρύο, ὅταν λιμοκτονῶ, ὅταν εἶμαι δεμένος στὸ ξύλο τῆς καταδίκης, ὅταν ἀπροσδόκητα χάσω τὰ παιδιά μου ἢ τὴ σύζυγό μου;
Θα εὐχαριστήσω τὸν Θεὸ ὅταν πέσω στὰ χέρια ἀγρίων πειρατῶν ἢ ἀδίσταχτων ληστῶν;  Θὰ Τὸν εὐχαριστήσω ὅταν τραυματισθῶ, ὅταν συκοφαντηθῶ, ὅταν καταντήσω ζητιάνος καὶ ὅταν φυλακισθῶ;»
Αὐτὰ καὶ ἄλλα τόσα ἀραδιάζουν, θέλοντας νὰ κατηγορήσουν αὐτὸν ποὺ μᾶς παρήγγειλε νὰ εὐχαριστοῦμε πάντα τὸν Θεό. Πιστεύουν ὅτι αὐτὴ ἡ συκοφαντία κατὰ τοῦ Ἀποστόλου -ὅτι δηλαδὴ μᾶς παραγγέλλει πράγματα ἀνεφάρμοστα- εἶναι ταυτόχρονα καὶ δικαιολογία ἀξιοσέβαστη γιὰ τὸ ὅτι δὲν ἐφαρμόζουν αὐτὸ τὸ παράγγελμα στὴ ζωή τους.

Τί πρέπει λοιπὸν νὰ τοὺς ἀπαντήσουμε; Θὰ πρέπει ἀσφαλῶς, νὰ τοὺς ποῦμε ὅτι ὁ Ἀπόστολος εἶχε ἄλλες κορυφὲς ὑπ’ ὄψιν του καὶ προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἀνυψώσει ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πρὸς τὸ οὐράνιο πολίτευμα.
Πῶς θὰ ἤθελαν λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ προσεγγίσουν τοὺς ὑψηλοὺς αὐτοὺς στόχους τοῦ Ἀποστόλου, αὐτοὶ ποὺ κυλιοῦνται σὰν σκουλήκια στὸν βοῦρκο τῶν σαρκικῶν παθῶν, νὰ μπορέσουν νὰ κατανοήσουν καὶ νὰ ἐφαρμόσουν ὅσα ὁ Ἀπόστολος μᾶς παραγγέλλει;
Γιατί ὁ Ἀπόστολος προσκαλεῖ σ’ αὐτὴ τὴν ἀτέρμονη χαρὰ ὄχι τὸν ὁποιονδήποτε, ἀλλὰ αὐτὸν ποὺ ζεῖ ὅπως ἐκεῖνος ὁ ἴδιος, ὁ ὁποῖος δὲν ζοῦσε πλέον «κατὰ σάρκα», ἀλλὰ εἶχε μέσα του «τὸν Ζῶντα Χριστό» (Γαλ. 2, 20: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χρὶστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σάρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.
(Μὲ τὸ βάπτισμα ἔχω σταυρωθεῖ κι ἔχω πεθάνει μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Κι ἀφοῦ εἶμαι νεκρός, δὲν ἔχει πλέον καμία ἰσχὺ γιὰ μένα ὁ μωσαϊκὸς νόμος.
Ἔγινα κοινωνὸς τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶμαι νεκρός. Λοιπὸν δὲν ζῶ πλέον ἐγώ, ὁ παλαιὸς δηλαδὴ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός.
Καὶ τὴ φυσικὴ ζωὴ ποὺ ζῶ μέσα στὸ σῶμα μου τώρα ποὺ ἐπέστρεψα στὸν Χριστό, τὴ ζῶ μὲ τὴν ἔμπνευση καὶ τὴν κυριαρχία τῆς πίστεως στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτό Του γιὰ τὴ σωτηρία μου)»).
Ζοῦσε, δηλαδή, σὰν ἄσαρκος καὶ σὰν νὰ μὴν εἶχε καμιὰ σχέση καὶ καμιὰ ἐξάρτηση ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐφήμερα, ποὺ ἐμποδίζουν τὸν ἄνθρωπο νὰ ζήσει τὴν κοινωνία του μὲ τὸ Ὕψιστο Ἀγαθό, τὸν Θεό.

Καὶ στὴν περίπτωση ὅμως ποὺ ἡ σάρκα κόβεται καὶ ξεσχίζεται, ἡ κακοποίηση αὐτὴ ἀναφέρεται μόνο στὸ σῶμα, ἀφοῦ αὐτὰ τὰ βάσανα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐγγίσουν τὴν ψυχή. Γιατί, ἂν ζεῖ κανεὶς σύμφωνα μὲ τὶς πνευματικὲς ὑποθῆκες τοῦ Ἀποστόλου, ἂν ἔχει δηλαδὴ νεκρώσει τὰ γήινα μέλη του  (βλ. Κόλ. 3, 5: «Νὲκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κάκήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία (Νεκρώστε λοιπὸν τὰ μέλη σας ποὺ ἐπιθυμοῦν τὶς γήινες ἀπολαύσεις καὶ ἡδονές. Νεκρῶστε τὴν πορνεία, τὴν ἀκαθαρσία, κάθε πάθος καὶ ὑποδούλωση στὸ κακό, κάθε κακὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν πλεονεξία, ἡ ὁποία εἶναι λατρεία στὸ εἴδωλο τοῦ χρήματος)»] καὶ περιφέρει στὰ μέλη του τὴν νέκρωση τοῦ Χριστοῦ
(Β’ Κόρ. 4, 10: «Πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζῶὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ (Διαρκώς καὶ κάθε μέρα περιφέρουμε στὶς περιοδεῖες μας τὸ σῶμα μας κυκλωμένο ἀπὸ τὸν ἔσχατο κίνδυνο νὰ πεθάνουμε, ὅπως πέθανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἀλλὰ αὐτὸ γίνεται γιὰ νὰ φανερωθεῖ στὸν κόσμο μὲ τὴ διάσωση τοῦ σώματός μας ἀπὸ τοὺς καθημερινοὺς κινδύνους ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ)»), τότε ὁπωσδήποτε ὁ σωματικὸς τραυματισμὸς δὲν θὰ προχωρήσει πρὸς τὴν ψυχή, ἡ ὁποία ἔχει ἤδη ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμά της.

Ἔτσι ἡ δυσφήμιση, οἱ ζημιὲς καὶ οἱ θάνατοι τῶν συγγενῶν δὲν θὰ ἐπηρεάσουν, οὔτε θὰ μειώσουν τὸ ὑψηλὸ φρόνημα τῆς ψυχῆς, μὲ τὶς ἐφήμερες ταλαιπωρίες καὶ κακοπάθειες.
Γιατί, ἂν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀντιμετώπιζαν μὲ γενναιότητα ὅλα τὰ δεινὰ ποὺ τοὺς συμβαίνουν, δὲν θὰ φόρτωναν τοὺς ἄλλους μὲ τὰ δικά τους βάσανα, ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι δὲν θὰ λυποῦνταν ὑπερβολικὰ καὶ δὲν θὰ καταβάλλονταν.
Ἂν ὅμως αὐτοὶ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ σαρκικὸ φρόνημα (βλ. Ρωμ. 8, 13: «Εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε.
(Διότι, ἐὰν ζεῖτε ὡς δοῦλοι τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς σαρκός, ὁπωσδήποτε πρόκειται νὰ πεθάνετε τὸν ἀθάνατο θάνατο τῆς αἰώνιας κόλασης, τὸν ὁποῖο φέρνει στὸν ἄνθρωπο ὁ αἰώνιος χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐὰν ὅμως μὲ τὶς ἀναγεννημένες ἀπὸ τὴ θεία χάρη πνευματικές σας δυνάμεις νεκρώνετε τὶς κακὲς πράξεις τοῦ σώματος, θὰ ζήσετε αἰώνια καὶ εὐτυχισμένα)»), ὄχι μόνο θὰ βαρύνουν καὶ θὰ λυπήσουν τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἐπιπλέον θὰ εἶναι ἀξιοκατάκριτοι.
Καὶ αὐτό, ὄχι βέβαια γιατί τοὺς ἔχουν βρεῖ δύσκολες περιστάσεις, ἀλλὰ κυρίως γιατί δὲν ἀντιμετώπισαν τὶς περιστάσεις αὐτὲς σωστὰ καὶ ἔτσι ἔδειξαν ὅτι ἔχουν κακὴ καὶ διεστραμμένη προαίρεση.
Μὲ λίγα λόγια, ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχει προσδεθεῖ στερεὰ στὸν πόθο τῶν Οὐρανίων καὶ τοῦ Κτίστη της, αὐτὴ ποὺ ἀρέσκεται νὰ κοσμεῖται μὲ τὰ οὐράνια κάλλη, αὐτὴ δὲν θὰ ἀλλοιωθεῖ, οὔτε θὰ χάσει τὴν εὐδιαθεσία καὶ τὴ χαρά της, ἐξ αἰτίας διαφόρων ἐφήμερων κακοτυχιῶν.
Ἀλλά, ἀντίθετα, ὅσα γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι ἀνυπόφορα, αὐτὴ θὰ τὰ κάνει ἀφορμὴ γιὰ μεγαλύτερη ἀνάπαυση καὶ εὐφροσύνη.

Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος θὰ ζεῖ σὰν τὸν Ἀπόστολο, ὁ ὁποῖος δὲν ταραζόταν ὅταν ἀρρώσταινε ἢ ὅταν τὸν ἔβρισκαν θλίψεις, διωγμοί, καὶ διάφορες ἄλλες ἀντίξοες περιστάσεις. Ἀλλὰ θεωροῦσε ὡς ἀφορμὴ καύχησης τὶς στερήσεις τοῦ (Β’ Κόρ. 12, 9-10: «Καὶ εἴρηκέ μοὶ· ἀρκεῖ σοὶ ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. Διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι
(Ἀλλά ὁ Κύριος μοῦ εἶπε: ‘’Σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ χάρις ποὺ σοῦ δίνω. Διότι ἡ δύναμή μου ἀναδεικνύεται τέλεια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσθενὴς καὶ μὲ τὴν ἐνίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα καὶ θαυμαστά’’. Μὲ πολὺ μεγάλη εὐχαρίστηση λοιπὸν θὰ καυχιέμαι περισσότερο στὶς ἀσθένειές μου, γιὰ νὰ κατοικήσει μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ εὐφραίνομαι στὶς ἀσθένειες, στοὺς χλευασμούς, στὶς ἀνάγκες, στοὺς διωγμούς, στὶς στενοχώριες, ὅταν τὰ ὑποφέρω ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὅταν μὲ τὶς θλίψεις καὶ τὶς περιπέτειες φαίνομαι ἐξαιρετικὰ ἀσθενής, τότε εἶμαι δυνατός. Διότι τότε μοῦ δίνει ὁ Θεὸς περισσότερη χάρη)»), τὴν πεῖνα, τὴν δίψα, τὸ κρύο καὶ τὴν γυμνότητα, τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ βάσανα
(Β’ Κόρ. 11, 27: «Ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πόλλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι
(Ὑπηρέτησα τὸν Κύριο μὲ κόπο καὶ μόχθο, μὲ ἀγρυπνίες πολλὲς φορές, μὲ πεῖνα καὶ δίψα, ὅταν ἀπομονωνόμουν σὲ μακρινὲς ὁδοιπορίες, μὲ νηστεῖες πολλὲς φορές, μὲ ψῦχος καὶ γυμνότητα, ὅταν μὲ θερινὰ ροῦχα μὲ ἔπιανε αἰφνιδιαστικὰ ὁ χειμῶνας)»).
Γιὰ ὅσα οἱ ἄνθρωποι λυποῦνται καὶ ἀποκάμουν, γι’ αὐτὰ ὁ Ἀπόστολος χαιρόταν καὶ τὰ θεωροῦσε ἀφορμὴ καύχησης καὶ εὐφροσύνης.
 
Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ δὲν στοιχίζονται στὴ γραμμὴ σκέψης τοῦ Ἀποστόλου δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοήσουν ὅτι τὸ καθετὶ μπορεῖ νὰ γίνει γιὰ μᾶς προσκλητήριο, γιὰ νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές.
Αυτοί οἱ ἄνθρωποι τολμοῦν νὰ κατηγοροῦν τὸν Ἀπόστολο καὶ νὰ λένε ὅτι δῆθεν μᾶς δίνει ἀνεφάρμοστες ἐντολὲς καὶ μᾶς παρακινεῖ νὰ ἐπιχειροῦμε ἀκατόρθωτα πράγματα.
Θὰ ἦταν καλὸ ὅμως, αὐτοὶ νὰ ἀναλογισθοῦν πόσες εἶναι οἱ μεγάλες δωρεὲς καὶ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες εἶναι πηγὲς χαρᾶς καὶ ἀφορμὴ συνεχοῦς εὐφροσύνης γιὰ τὸν καθένα μας. Νά, δέστε, γιὰ παράδειγμα, μερικὲς ἀπὸ αὐτές:
Ἤλθαμε ἀπὸ τὸ μηδὲν στὴν ὕπαρξη. Δημιουργηθήκαμε σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Κτίστη μας (Γέν. 1, 26: «Καὶ εἶπεν ὁ Θὲός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θὰλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ γῆς γῆς  (Καὶ ὁ Θεὸς Πατήρ, ἐκφράζοντας τὴν θεία καὶ ἀγαθὴ βουλὴ καὶ σκέψη Του πρὸς τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς ἁγίας καὶ ἀδιαιρέτου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος, τὸν ὁμοούσιο πρὸς Αὐτὸν μονογενῆ Υἱὸ καὶ Λόγο Του καὶ τὸ ὀμόθρονο καὶ συναΐδιο πρὸς Αὐτὸν Παράκλητο Πνεῦμα, εἶπε:
«Ἂς κάνουμε μέγα καὶ θαυμαστὸ δημιούργημα, τὸ τιμιότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ζωντανὰ κτίσματα, γιὰ τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, ἡ θάλασσα καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σὲ αὐτά. Ἂς κάνουμε ἄνθρωπο, ἄντρα καὶ γυναῖκα, καὶ ἂς τὸν τιμήσουμε μὲ ἔξοχα χαρίσματα καὶ θεῖες ἱκανότητες· δηλαδὴ μὲ ψυχὴ λογικὴ καὶ ἀθάνατη, μὲ ἐλεύθερη βούληση, μὲ ἱκανότητα γνωστικὴ καὶ δημιουργικὴ καὶ ἐξουσία σὲ ὅλο τὸν ὁρατὸ κόσμο καὶ ἂς τὸν κάνουμε ἔτσι, ὥστε νὰ μπορεῖ, ἂν θέλει, νὰ γίνει ὅμοιος μὲ ἐμᾶς κατὰ τὴν ἀρετή, τὴν ὁσιότητα καὶ ἁγιότητα, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸν στὸ κτίσμα νὰ ὁμοιάσει τὸν κτίστη του.
Καὶ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναῖκα ἂς ἐξουσιάζουν ὡς ἄλλοι ἀντιβασιλεῖς τὰ ψάρια τῆς θάλασσας καὶ τὰ πτηνά, ποὺ διασχίζουν τοὺς ὁρίζοντες καὶ τὰ μεγάλα ζῶα τῆς γῆς, ἄγρια καὶ ἥμερα, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα μικρὰ ζῶα, ποὺ κινοῦνται σὰν νὰ σύρονται καὶ τὰ ἔντομα, τὰ ὁποῖα ζοῦν πάνω στὴ γῆ»)»), ἔχουμε προικισθεῖ μὲ νοῦ καὶ γνώση, ποὺ μᾶς δίνουν τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεό.
Καὶ μποροῦμε μὲ αὐτὰ τὰ χαρίσματα, ποὺ πήραμε ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ δημιουργία μας, νὰ ἀτενίζουμε τὸ κάλλος τῆς δημιουργίας καὶ νὰ διαβάζουμε, σὰν νὰ ἦταν γράμματα, τὸ βιβλίο τῆς κτίσης.
Μποροῦμε ἔτσι νὰ κατανοοῦμε την Πανσοφία καὶ τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλα Του τὰ κτίσματα (Δαν. 3, 21: «Καὶ γνώτωσαν ὅτι σὺ εἶ Κύριος Θεὸς μόνος καὶ ἔνδοξος ἐφ' ὅλην τὴν οἰκουμένην (Καὶ ἂς γνωρίσουν ὅτι Ἐσὺ εἶσαι ὁ μόνος ἀληθινὸς Κύριος καὶ Θεός, μόνος καὶ ἔνδοξος σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη)»).
 
Μὲ αὐτὰ τὰ δῶρα εἴμαστε σὲ θέση νὰ ξεχωρίσουμε τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, μὲ αὐτὰ ὁδηγούμαστε στὸ νὰ ἐπιλέγουμε τὸ καλὸ καὶ νὰ ἀποφεύγουμε τὸ κακό.
Μὲ αὐτὰ μποροῦμε νὰ κατανοοῦμε ὅτι, ἐνῷ ἐμεῖς ἁμαρτήσαμε καὶ ἀποξενωθήκαμε ἀπὸ τὸ καλό, Ἐκεῖνος μᾶς ἀνακάλεσε κοντά Του, ἀφοῦ πρῶτα μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν ἀτιμωτικὴ δουλεία μας στὸν διάβολο, μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Μονογενῆ Υἱοῦ Του.
Ἂς ἀναλογισθοῦμε, τέλος, τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἐπιφυλάσσονται γιά μας, ἀγαθὰ ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν δύναμη κάθε διάνοιας καὶ λογικῆς προσέγγισης, ὅπως ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, ὁ συναυλισμὸς μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους καὶ ἡ Οὐράνια Βασιλεία.
Δὲν θά ΄πρεπε αὐτὰ νὰ τὰ θεωροῦμε ἀρκετὰ γιὰ νὰ ἀντλοῦμε ἀτελεύτητη χαρὰ καὶ διαρκῆ εὐφροσύνη;

Μήπως ἔχουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ κοιλιόδουλος, ἐκεῖνος ποὺ γλεντοκοπὰ καὶ ὅποιος κοιμᾶται στὰ μαλακὰ στρώματα, αὐτὸς ζεῖ σωστὰ καὶ μὲ τρόπο ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν κάνει εὐτυχισμένο;
Ἐγώ, ἀντίθετα, θὰ θεωροῦσα ὅτι αὐτοὺς θὰ πρέπει νὰ τοὺς κλαῖμε καὶ νὰ μακαρίζουμε τοὺς ἄλλους, ὅσους δηλαδὴ περνοῦν αὐτὴ τὴν ἐφήμερη ζωὴ μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ μέλλοντα αἰῶνα καὶ ὅσους ἀνταλλάσσουν τὰ παρόντα καὶ τὰ μηδαμινὰ μὲ τὰ μελλοντικὰ καὶ τὰ αἰώνια.
Θὰ πρέπει νὰ θεωροῦμε, κυριολεκτικά, μακάριους αὐτοὺς ποὺ ζοῦν σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἀκόμα καὶ ἂν αὐτοὶ ζοῦν μέσα στὸ καμίνι, ὅπως οἱ ἅγιοι Τρεῖς Παῖδες στὴ Βαβυλῶνα (βλ. Δαν. 6, 15 κ. ἐξ.) ἢ εἶναι κλεισμένοι στὰ λιοντάρια ἢ καὶ ἂν ἀκόμα βρίσκονται στὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους (Ἰων. 2, 1: «Καὶ προσέταξε Κύριος κήτει μεγάλῳ καταπιεῖν τὸν Ἰωνᾶν· καὶ ἦν Ἰωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας.
 (Καὶ διέταξε ὁ Κύριος μέγα κῆτος νὰ καταπιεῖ τὸν Ἰωνᾶ· καὶ ἦταν ὁ Ἰωνᾶς μέσα στὴν κοιλία τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρες καὶ τρεῖς νύκτες)»).
Αὐτοὺς πρέπει νὰ τοὺς μακαρίζουμε καὶ νὰ τοὺς θεωροῦμε πραγματικὰ χαρούμενους καὶ εὐτυχισμένους. Ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν θλίβονται γιὰ τὰ παρόντα καὶ γήινα ἀγαθά, ἀλλὰ εὐφραίνονται μὲ τὴν ἐλπίδα ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὰ μέλλοντα καὶ αἰώνια.

Ὁ καλὸς πνευματικὸς ἀγωνιστής, ποὺ ἄρχισε νὰ παλεύει στὸ στάδιο τῆς εὐσέβειας, θὰ πρέπει νὰ ὑπομένει μὲ γενναιότητα τὰ χτυπήματα τῶν ἀντιπάλων του, ἔχοντας πάντα τὴν ἐλπίδα τῆς δόξας ποὺ θὰ τοῦ χαριστεῖ μὲ τὰ οὐράνια στεφάνια.
Ὅσοι ἐπιδίδονται στὸν ἀθλητισμό, συνηθίζουν στοὺς κόπους τῆς παλαίστρας καὶ δὲν σταματοῦν νὰ ἀγωνίζονται ὅταν δέχονται χτυπήματα.
Ἀλλὰ παλεύουν μὲ τοὺς ἀντιπάλους τους, περιφρονῶντας τοὺς κόπους τῆς στιγμῆς, γιατί παίρνουν δύναμη ἀπὸ τὸν πόθο τῆς νίκης. Ἔτσι, κανένα χτύπημα δὲν καταφέρνει νὰ ἐπισκιάσει τὴ χαρὰ τοῦ παλαιστῆ.
Γιατί «ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει
(Καὶ δὲν καυχόμαστε μόνο γιὰ τὴ δόξα ποὺ ἐλπίζουμε, ἀλλὰ καυχόμαστε καὶ γιὰ τὶς θλίψεις˙ διότι γνωρίζουμε ὅτι ἡ θλίψη παράγει σιγά – σιγὰ ὡς μόνιμο καὶ τέλειο ἔργο τὴν ὑπομονή, ἡ ὑπομονὴ παράγει ἀρετὴ δοκιμασμένη καὶ τέλεια, καὶ ἡ δοκιμασμένη ἀρετὴ παράγει τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό.
Καὶ ἡ ἐλπίδα αὐτὴ δὲν ντροπιάζει καὶ δὲν διαψεύδει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει, διότι ἡ ἀγάπη ποὺ ἔδειξε σὲ μᾶς ὁ Θεός, στὸν Ὁποῖο ἐλπίζουμε, ἐκχύθηκε καὶ πλημμύρισε τὶς καρδιές μας μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ μᾶς δόθηκε ὡς ἀρραβῶνας τῆς ἐλπίδας μᾶς)» (Ρώμ. 5, 3-5).
 
Ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος μᾶς ἔχει καὶ ἄλλη φορὰ παραγγείλει νὰ ὑπομένουμε τὴν ὥρα τῆς θλίψης καὶ νὰ χαιρόμαστε, τρέφοντας τὴν ἐλπίδα (Ρωμ.12,12: «Τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες.
(Ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα σας στὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ νὰ σᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ νὰ σᾶς ἐνισχύει γιὰ νὰ δείχνετε ὑπομονὴ στὴ θλίψη.
Καὶ νὰ ἐπιμένετε στὴν προσευχή, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ παίρνετε μεγάλη βοήθεια γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀρετές, καθὼς καὶ γιὰ τὶς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς)»).
Ἡ ἐλπίδα λοιπὸν εἶναι αὐτὴ ποὺ χαρίζει τὴν διαρκῆ χαρὰ στὴν ψυχὴ τοῦ γενναίου.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξάλλου, μᾶς παραγγέλλει «νὰ κλαῖμε μαζὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ κλαῖνε» (Ρωμ. 12, 15: «Χαίρειν μετὰ χαὶρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων.
(Νὰ χαίρεστε μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ χαίρονται, καὶ νὰ κλαῖτε μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ κλαῖνε)»).
Ἔγραφε μάλιστα πρὸς τοὺς Φιλιππησίους πὼς ὁ ἴδιος ἔκλαιγε γιὰ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ (βλ. Φιλιπ. 3, 18: «Πολλοὶ γὰρ περιπατοῦσιν, οὓς πολλάκις ἔλεγον ὑμῖν, νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω, τὸὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. (Σὰς λέω νὰ παραδειγματίζεστε μόνο ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ δικό μας ὑπόδειγμα, διότι πολλοὶ παρουσιάζουν κακὴ συμπεριφορά. Ὅταν ἤμουν στοὺς Φιλίππους, πολλὲς φορές σὰς ἔκανα λόγο γι’ αὐτούς.
Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ στὸ μεταξὺ χειροτέρευσαν, μιλῶ κλαίγοντας γι’ αὐτοὺς ποὺ μὲ τὴ σαρκικὴ ζωή τους ἀποδεικνύονται ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι σύμβολο αὐτοθυσίας καὶ πόνου)»).

Γιατί ὅμως πρέπει νὰ λέμε ὅτι ὁ προφήτης Ἰερεμίας θρηνεῖ (Ἰερ. Θρήν. 1, 1 κ. ἐξ.) ἢ ὅτι ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ γράφει θρήνους κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ (Ἰεζ. 2, 10: «Καὶ ἀνείλησεν αὐτὴν ἐνώπιόν μου, καὶ ἦν ἐν αὐτῇ γεγραμμένα τὰ ἔμπροσθεν καὶ τὰ ὄπισθεν, καὶ ἐγέγραπτο ἐπ᾿ αὐτὴν θρῆνος καὶ μέλος καὶ οὐαί.
 (Ξεδίπλωσε δὲ καὶ ἄνοιξε μπροστά μου τὸ χέρι ἐκεῖνο τὸ βιβλίο αὐτὸ καὶ εἶδα ὅτι ἦταν γραμμένο καὶ ἀπὸ μπροστὰ καὶ ἀπὸ πίσω. Ἦσαν ἐπίσης γραμμένα σὲ αὐτὸ θρῆνοι, μοιρολόγια καὶ φοβερὲς ἀπειλές)») καὶ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους θρηνοῦν καὶ κλαῖνε;
«Ἀλίμονό μου, μητέρα μου», λέει ὁ Προφήτης, «γιατί μὲ γέννησες» (Ἰερεμ. 15, 10: «Οἴμοι ἐγὼ μῆτερ, ὡς τίνα μὲ ἔτεκες; ἄνδρα δικαζόμενον καὶ διακρινόμενον πάσῃ τῇ γῇ· οὔτε ὠφέλησα, οὔτε ὠφέλησέ μὲ οὐδείς· ἡ ἰσχύς μου ἐξέλιπεν ἐν τοῖς καταρωμένοις με῍
 (Ἀλίμονο σὲ ἐμένα, μητέρα μου, σὰν ποιοῦ εἴδους ἄνθρωπο μὲ γέννησες γιὰ νὰ εἶμαι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων; Μὲ γέννησες γιὰ νὰ εἶμαι ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δικάζεται καὶ διακρίνεται γιὰ τοὺς ἐλέγχους, γιὰ τὶς ἐπιπλήξεις, γιὰ τὴ διδασκαλία σὲ ὅλη τὴ χώρα.
Ἐγὼ οὔτε κανένα ὠφέλησα, ἀλλὰ οὔτε καὶ ὠφέλεια ἔλαβα ἀπὸ κανένα ἄλλον. Ἡ ψυχική μου ἀντοχὴ καὶ δύναμη ἐξαντλήθηκαν ἀπὸ τὶς κατάρες καὶ λοιδορίες, ποὺ δέχομαι ἐκ μέρους ἐκείνων ποὺ ἀκοῦνε τὶς προφητεῖες μου)»).

Καί, πάλι, ἄλλος προφήτης λέει: «Οἴμοι, ψυχή, ὅτι ἀπόλωλεν εὐσεβὴς ἀπὸ τῆς γῆς καὶ κατορθῶν ἐν ἀνθρώποις οὐχ ὑπάρχει· πάντες εἰς αἵματα δίκάζονται, ἕκαστος τὸν πλὴσίον αὐτοῦ ἐκθλίβουσιν ἐκθλιβῇ (Ἀλίμονο, ψυχή μου, διότι τόση εἶναι ἡ κοινωνικὴ ἀποσύνθεση καὶ διαφθορά, ὥστε χάθηκε ὁ εὐσεβὴς καὶ εὐλαβὴς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν γῆ τῶν Ἰουδαίων δὲν ὑπάρχει πλέον ἄνθρωπος δίκαιος, ἄνθρωπος ἀρετῆς καὶ θεοφιλῶν ἔργων.
Ὅλοι εἶναι δοσίλογοι γιὰ φόνους καὶ αἱματηρὰ ἐγκλήματα· καθένας καταπιέζει τον πλησίον του μὲ ἀσπλαχνία καὶ σκληρότητα)» (Μιχ. 7, 2).
Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέει: «Οἴμοι, ὅτι ἐγενήθην ὡς συνάγων καλάμην ἐν ἀμήτῳ, καὶ ὡς ἐπιφυλλίδα ἐν τρυγητῷ, οὐχ ὑπάρχοντος βότρυος τοῦ φαγεῖν τὰ πρωτόγονα.
(Ἀλίμονο ἐπειδὴ κατάντησα νὰ μοιάζω μὲ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος συλλέγει τα στάχυα ποὺ ἀπέμειναν ἀπὸ τὸ δρεπάνι τῶν θεριστῶν, καὶ τὰ τσαμπιὰ μὲ τὶς ἀσθενικὲς καὶ λίγες ρῶγες· ποὺ ἀπέμειναν μετὰ τὸν τρύγο, ὁπότε δὲν ὑπάρχει κανένα πρώιμο καλὸ σταφύλι γιὰ νὰ φάει κανείς)» (Μιχ. 7, 1).

Καὶ ἄν, μὲ λίγα λόγια, ἐρευνήσεις τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἂν παρατηρήσεις τὴν πιὸ θλιμμένη κραυγὴ ποὺ αὐτὴ περιέχει, θὰ ἀντιληφθεῖς πὼς εἶναι θρῆνος γιὰ τὴν ἄθλια καὶ πρόσκαιρη ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. «Ἀλίμονο μου», λέει ὁ Ψαλμωδός, «γιατί ἡ ἐπίγεια διαμονή μου πῆρε τόση παράταση» (Ψαλμ. 119, 5: «Οἴμοι! Ὃτι ἡ παροικία μου ἐμακρύνθη, κατεσκήνωσα μετὰ τῶν σκηνωμάτων Κήδάρ.
 (Ἀλίμονο, διότι ἡ ξενιτιά μου μακριὰ ἀπὸ τὴν πολυπόθητη καὶ φιλειρηνικὴ Σιῶν παρατάθηκε ἐπὶ μακράν, κατασκήνωσα καὶ ἔστησα τὴν ἄθλια σκηνὴ τοῦ μετανάστη μαζὶ μὲ τὶς σκηνὲς τῶν βαρβάρων καὶ ἐχθρῶν τῆς εἰρήνης Κηδαρινῶν, ποὺ περιφέρονται στὴν ἔρημο τῆς Ἀραβίας)»).

Ὁ Ἀπόστολος ἐπίσης λέει ὅτι ἐπιθυμοῦσε νὰ φύγει ἀπὸ αὐτὴν τὴ ζωὴ καὶ νὰ βρεθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Χριστό (Φιλιπ. 1, 23: «Συνέχομαι δὲ ἐκ τῶν δύο, τὴν ἐπιθυμίαν ἔχων εἰς τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χρὶστῷ εἶναι· πολλῷ γὰρ μᾶλλον κρεῖσσον.
 (Καὶ τὰ δύο μὲ συνεπαίρνουν καὶ μὲ συνέχουν, καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ θανάτου. Καὶ ὑπερισχύει ἡ ἐπιθυμία νὰ φύγω ἀπ’ τὴν ζωὴ αὐτὴ καὶ νὰ εἶμαι μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Διότι αὐτὸ εἶναι ἀσυγκρίτως καλύτερο γιὰ μένα)») καὶ θεωρεῖ ἐμπόδιο τῆς χαρᾶς του τὴν παράταση τῆς ἐπίγειας διαμονῆς.

Ὁ Ψαλμωδὸς ἐξάλλου μᾶς ἄφησε ἕνα θρῆνο γιὰ τὸν φίλο τοῦ Ἰωνάθαν, μὲ τὸν ὁποῖο θρήνησε παράλληλα καὶ τὸν ἐχθρό του: «Πονῶ γιὰ σένα», λέει, «ἀδελφέ μου Ἰωνάθαν» (Β’ Βασ. 1, 26: «Ἀλγῶ ἐπὶ σοί, ἀδελφέ μου Ἰωνάθαν· ὡραιώθης μοὶ σφόδρα, ἐθαυμαστώθη ἡ ἀγάπησίς σου ἐμοὶ ὑπὲρ ἀγάπησιν γυναικῶν.
 (Πονῶ καὶ ὑποφέρω γιὰ τὸν θάνατό σου, ἀδελφέ μου Ἰωνάθαν· ἤσουν γιὰ ἐμένα ἐξαιρετικὰ ὡραῖος· ἡ ἀγάπη μου πρὸς ἐσένα ἦταν ἀνώτερη καὶ αὐτῆς τῆς ἀγάπης τῶν γυναικῶν, ποὺ εἶναι ἐκ φύσεως δυνατὴ)») καὶ «κλάψτε θυγατέρες τοῦ Ἰσραὴλ γιὰ τὸν Σαούλ» (Β’ Βασ. 1, 24: «Θυγατέρες Ἰσραήλ, ἐπὶ Σαοὺλ κλαύσατε, τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα μετὰ κόσμου ὑμῶν, τὸν ἀναφέροντα κόσμον χρυσοῦν ἐπὶ τὰ ἐνδύματα ὑμῶν.
 (Κλάψτε, θυγατέρες τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ τὸν Σαούλ, ποὺ σᾶς ἔντυνε μὲ κόκκινα ἐνδύματα μὲ στολίδια, ποὺ τὰ ἔπαιρνε ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ σᾶς ἔφερνε χρυσᾶ στολίδια γιὰ τὰ φορέματά σας)»).
Τὸν Ἰωνάθαν, βέβαια, τὸν θρηνεῖ γιατί ἦταν φίλος του. Ἂλλ’ ὅμως κλαίει καὶ τὸν ἐχθρὸ του Σαούλ, γιατί αὐτὸς πέθανε μέσα στὴν ἁμαρτία.

Τί ἄλλο ἄραγε χρειάζεται νὰ προσθέσουμε; Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος δάκρυσε γιὰ τὸν Λάζαρο (Ἰω. 11, 35: «Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς.
 (Ὅσοι ἦταν ἐκεῖ Τοῦ εἶπαν: ‘’Κύριε, ἔλα νὰ δεῖς’’. Καὶ καθὼς πήγαινε στὸν τάφο, δάκρυσε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ συμπάθεια γιὰ τὴν θλίψη τῶν δύο ἀδελφῶν)») καὶ γιὰ τὴν Ἱερουσαλήμ (Λουκ. 19, 41: «Καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῇ
 (Καὶ ὅταν πλησίασε καὶ εἶδε τὴν πόλη Ἱερουσαλήμ, τὸν ἔπιασαν λυγμοὶ καὶ ἔχυσε ἄφθονα δάκρυα γι’ αὐτὴν)») καὶ μακαρίζει αὐτοὺς ποὺ πενθοῦν καὶ κλαῖνε (Ματθ. 5, 4: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακλήθησονται.
 (Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πενθοῦν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ γιὰ τὸ κακὸ ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο, διότι αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν ἀπὸ τὸν Θεό)»– Λούκ. 6, 21: «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε.
(Μακάριοι εἶστε ἐσεῖς ποὺ κλαῖτε τώρα γιὰ τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ τὶς δοκιμασίες ποὺ δέχεστε μὲ εὐγνωμοσύνη ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος μὲ αὐτές σὰς παιδαγωγεῖ, διότι θὰ γελάσετε καὶ θὰ χαρεῖτε στὴν ἄλλη ζωή)»).
 
Μερικοὶ ὅμως διαφωνοῦν, λέγοντας: «Καλᾶ εἶναι ὅλα αὐτά, ἀλλὰ πῶς συμβιβάζονται μὲ τὸ ἀποστολικὸ «Πάντοτε χαίρετε» (Φιλιπ. 4,4);»
Μήπως δὲν ἔχουν καὶ τὰ δάκρυα καὶ ἡ χαρὰ τὴν ἴδια προέλευση καὶ αἰτία;
Γιατί τὰ μὲν δάκρυα καὶ ἡ χαρὰ προκαλοῦνται ἀπὸ κάποιο ἀπροσδόκητο αἰφνιδιασμὸ ποὺ προσβάλλει καὶ συστέλλει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ χαρὰ ἐπίσης εἶναι ἕνα εἶδος σκιρτήματος τῆς ψυχῆς πού, ἐξ αἰτίας κάποιου εὐχάριστου πράγματος, συμφωνεῖ μὲ τὶς ἐπιθυμίες της καὶ τὴν ἀναπαύει.
Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ ἐκφράσεις καὶ οἱ ἐκδηλώσεις τῶν δύο αὐτῶν συναισθημάτων διαφέρουν.
Σ’ αὐτοὺς ποὺ πονοῦν καὶ λυποῦνται ἡ μορφὴ εἶναι χλωμή, στακτόχρωμη καὶ παγερή, ἐνῷ σ’ αὐτοὺς ποὺ σκιρτοῦν καὶ χαίρονται ἡ ὄψη εἶναι ζωντανὴ καὶ ροδοκόκκινη, σὰν νὰ σκιρτᾶ ἡ ἴδια ἡ ψυχὴ καὶ ζητᾶ νὰ πηδήξει πρὸς τὰ ἔξω ἀπὸ τὴν πολλὴ χαρά της.

Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ συμπληρώσουμε ὅτι καὶ οἱ θρῆνοι καὶ τὰ δάκρυα τῶν Ἁγίων προέρχονταν ἀπὸ τὰ βαθιὰ αἰσθήματα τῆς ἀγάπης τους πρὸς τὸν Θεό.
Οἱ Ἅγιοι βίωναν διαρκῶς τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτό τοὺς αὔξανε ὁλοένα καὶ περισσότερο τὴν εὐφροσύνη, ἐνῷ συγχρόνως οἰκονομοῦσαν τὶς ἀνάγκες τῶν συνανθρώπων τους, πενθῶντας γιὰ ὅσους εἶχαν ἁμαρτήσει καὶ βοηθῶντας τους νὰ λειτουργοῦν τὴ μετάνοια καὶ τὴν διόρθωσή τους.
 
Ὅπως ἀκριβῶς αὐτοὶ ποὺ στέκονται στὴν παραλία καὶ ἀτενίζουν μὲ πόνο ἐκείνους ποὺ κινδυνεύουν νὰ βυθιστοῦν ἀπὸ τὴν φουρτούνα -δὲν διακινδυνεύουν ὅμως τὴν ἀσφάλειά τους γιὰ νὰ τοὺς σώσουν, ἀλλὰ κάνουν ὅ,τι ἄλλο μποροῦν γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσουν- ἔτσι δὲν χάνουν τὴ βαθιὰ χαρά τους καὶ αὐτοὶ ποὺ πονοῦν καὶ θλίβονται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν συνανθρώπων τους.
Ἀντίθετα, τὴν πολλαπλασιάζουν, συμμετέχοντας στὸν πόνο καὶ στὴν ἀγωνία τῶν συνανθρώπων τους. Καὶ αὐτό, γιατί οἱ Ἅγιοι βρίσκονται σὲ στενότερη κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ Τὸν παρακαλοῦν γιὰ τὴ θλίψη καὶ τὶς δοκιμασίες τῶν ἄλλων.
Γι’ αὐτὸ «εἶναι μακάριοι αὐτοὶ ποὺ κλαῖνε καὶ πενθοῦν, γιατί αὐτοὶ θὰ βροῦν παρηγοριὰ καὶ θὰ γελάσουν» (Λουκ. 6. 21: «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε
(Μακάριοι εἶστε ἐσεῖς ποὺ κλαῖτε τώρα γιὰ τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ τὶς δοκιμασίες ποὺ δέχεσθε μὲ εὐγνωμοσύνη ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος μ’ αὐτές σὰς παιδαγωγεῖ, διότι θὰ γελάσετε καὶ θὰ χαρεῖτε στὴν ἄλλη ζωή)»).
Καὶ μὲ τὴν λέξη «γέλωτα» ἀσφαλῶς ὁ Κύριος δὲν ἐννοεῖ τὸ ξέσπασμα ποὺ κάνει τὸ αἷμα νὰ ἀνεβαίνει καὶ νὰ ξανάβει τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὴν ἤρεμη καὶ καθαρὴ ἀπὸ θλίψη, τὴν γαλήνια καὶ γλυκιὰ ἔκφραση τοῦ προσώπου.
Ὁ Ἀπόστολος λοιπόν, μᾶς προτρέπει: «Χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων.
(Νὰ χαίρεστε μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ χαίρονται, καὶ νὰ κλαῖτε μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ κλαῖνε)» (Ρωμ. 12, 15).
Γιατί αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ δάκρυα γίνονται σπέρμα καὶ πρόγευση τῆς αἰώνιας χαρᾶς.
 
Ἀνέβασε τὸν νοῦ σου στὸν οὐρανὸ καὶ δὲς τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους καὶ πές μου ἂν ἁρμόζει σὲ αὐτοὺς κάποια ἄλλη κατάσταση, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνη τῆς διαρκοῦς χαρᾶς καὶ τῆς βαθιᾶς εὐφροσύνης.
Γιατί αὐτοὶ ἔχουν ἀξιωθεῖ νὰ στέκονται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν τὸ ἀνέκφραστο κάλλος τῆς δόξας τοῦ Κτίστη καὶ Δημιουργοῦ μας.
Σὲ τέτοιου εἴδους ζωή μας παρακινεῖ καὶ ἐμᾶς ὁ Ἀπόστολος, ὅταν μᾶς λέει «πάντοτε νὰ χαίρεστε».


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον



ΠΗΓΕΣ:

•    https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/homilia de gratiarum actione.pdf
•    Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὁμιλίαι καὶ λόγοι, ὁμιλία Γ΄,πατερικές ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1973, τόμος 6, σελίδες 71-91.
•    Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
•    Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ Συντόμου Ἑρμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα, 1985.
•    https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
•    https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
•    Π.Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.
•    http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου