Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

Ἑρμηνεία τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς στὴ μνήμη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο

Ἑρμηνεία τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς στὴ μνήμη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν
(Ματθ. 5,14-19)

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως

«Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων (Ἐσείς οἱ μαθητές μου εἶστε τὸ πνευματικὸ ἁλάτι τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς (ἐπειδὴ μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὴν διδασκαλία σας ἔχετε τὴν δυνατότητα νὰ νοστιμεύετε τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ προλαβαίνετε τὴν ἠθικὴ σαπίλα)· ἐὰν ὅμως τὸ ἁλάτι χάσει αὐτὴν τὴν ἰδιότητά του, μὲ τί ἄλλο θὰ ἁλατιστεῖ, ὥστε νὰ ἀποκτήσει πάλι τὴν οὐσία καὶ δύναμή του; Δὲν ἔχει πλέον καμία ἀξία καὶ σὲ τίποτε ἄλλο δὲν χρειάζεται, παρὰ νὰ πεταχτεῖ στὸν δρόμο καὶ νὰ καταπατεῖται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἐὰν λοιπὸν καὶ ἐσεῖς χάσετε τὴν ἠθική σας δύναμη, δὲν θὰ γίνετε μόνο ἄχρηστοι, ἀλλὰ καὶ θὰ περιφρονηθεῖτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους)» (Ματθ.5,13).

Παρατήρησε, ἀγαπητέ μου, μετὰ ἀπὸ πόσες ἐντολὲς στὴν ἐπὶ τοῦ ὅρους ὁμιλία Του ὁ Κύριος καθόρισε τὴν ἀμοιβὴ τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν (Ματθ.5,12: «Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς (Νὰ χαίρεστε καὶ νὰ γεμίσετε ἀπὸ ἀγαλλίαση, διότι ἡ ἀνταμοιβή σας στοὺς οὐρανοὺς θὰ εἶναι μεγάλη καὶ ἀνυπολόγιστη)»).
Καὶ δὲν τὸ ἔκανε τυχαίως, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντεπεξέλθει στὸν ἀγῶνα αὐτὸν ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι ἐφοδιασμένος μὲ ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἀρετὲς καὶ δὲν ἔχει ὑποστεῖ τὴν ἀπαιτούμενη δοκιμασία.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ μεταβαίνει προοδευτικὰ ἀπὸ τὴν προηγούμενη στὴν ἑπόμενη ἐντολὴ μέσῳ τῶν μακαρισμῶν καὶ μᾶς ὑφαίνει σὰν κέντημα μία χρυσῆ σειρὰ ἐντολῶν· διότι ὁ ταπεινὸς θὰ λυπηθεῖ καὶ θὰ πενθήσει ὁλόψυχα καὶ γιὰ τὶς δικές του ἁμαρτίες.
Ὅποιος πενθεῖ, θὰ εἶναι καὶ πρᾶος καὶ δίκαιος καὶ ἐλεήμονας. Ὁ ἐλεήμονας καὶ δίκαιος καὶ πρᾶος θὰ εἶναι καὶ ταπεινὸς καὶ καθαρὸς στὴν ψυχή του.
Ὁ τελευταῖος αὐτὸς θὰ εἶναι καὶ εἰρηνοποιός. Καὶ ὅποιος θὰ ἔχει κατορθώσει ὅλα αὐτά, θὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ κινδύνους καὶ δὲν θὰ χάσει τὴν ψυχραιμία του ὅταν κακολογεῖται καὶ ὅταν ὑφίσταται ἀναρίθμητα δεινά.

Ἀφοῦ λοιπὸν τοὺς ἔδωσε τὶς παραινέσεις ποὺ ἔπρεπε, πάλι τοὺς ἀνακουφίζει καὶ τοὺς ἀναπαύει μὲ τοὺς ἐγκωμιασμοὺς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Ἐπειδὴ οἱ ἐντολὲς ἦσαν ὑψηλὲς καὶ πολὺ ἀνώτερες ἀπὸ αὐτὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ νὰ μὴν ἀνησυχοῦν καὶ νὰ μὴ χάσουν τὸ θάρρος τους οἱ μαθητὲς καὶ νὰ μὴ διερωτῶνται: «Πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε αὐτὰ τὰ κατορθώματα;», ἄκουσε τί λέγει: «Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς (Ἐσείς οἱ μαθητές μου εἶστε τὸ ἁλάτι τῆς γῆς (ἐπειδὴ μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὴ διδασκαλία σας ἔχετε τὴν δυνατότητα νὰ νοστιμεύετε τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ προλαμβάνετε τὴν ἠθικὴ σαπίλα))».
Ἔτσι κάνει γνωστὸ ὅτι δίνει αὐτὲς τὶς ἐντολὲς κατ’ ἀνάγκη. «Διότι», λέγει, «ἡ διδασκαλία σας θὰ ἀποβλέπει στὴ ζωὴ ὄχι τῶν μεμονωμένων ἀτόμων, ἀλλὰ ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας· ἐπειδὴ δὲν σᾶς στέλνω, ὅπως ἀπέστειλα τοὺς προφῆτες, σὲ δύο ἢ δέκα ἢ εἴκοσι πόλεις, οὔτε σὲ ἕνα ἔθνος, ἀλλὰ στὴν ξηρὰ καὶ τὴ θάλασσα καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ἡ ὁποία μάλιστα δὲν βρίσκεται σὲ καλὴ κατάσταση».
 
Ἀπὸ τὴ φράση «Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς» προκύπτει πὼς ἐννοεῖ ὅτι ἔχασε τὰ λογικά του ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ ὅτι ἔπαθε σήψη ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐπιζητεῖ νὰ ἔχουν αὐτοὶ αὐτὲς τὶς ἀρετές, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητες καὶ ὠφέλιμες γιὰ ὅσους προορίζονται νὰ ἀναλάβουν τὴ νουθεσία τῶν πολλῶν.
Πραγματικά, ὁ πρᾶος καὶ συνετὸς καὶ ἐλεήμονας καὶ δίκαιος δὲν περιορίζει τὴν ἀρετὴ στὸν ἑαυτό του μόνο, ἀλλὰ ἑτοιμάζει τὶς καλὲς αὐτὲς πηγὲς νὰ τὶς διοχετεύσει καὶ πρὸς ὠφέλεια ἄλλων ἀνθρώπων.
Ἐπίσης, ὁ καθαρὸς στὴν ψυχὴ καὶ ὁ εἰρηνοποιὸς καὶ ὁ καταδιωκόμενος γιὰ τοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας ρυθμίζει τὸν βίο του σύμφωνα μὲ τὸ κοινὸ συμφέρον.
 «Μὴ νομίσετε λοιπόν, λέγει, ὅτι καλεῖστε σὲ συνηθισμένους ἀγῶνες, οὔτε ὅτι ἡ διδασκαλία σας θὰ ἀναφέρεται σὲ μικροπράγματα».

«Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς». Λοιπόν; Οἱ μαθητὲς θεράπευσαν τὴ νόσο καὶ ἀποκατέστησαν ὅ,τι ἦταν ἤδη σάπιο; Ἀσφαλῶς ὄχι· διότι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ παστώσουν μὲ ἁλάτι καὶ νὰ ἐπαναφέρουν στὴν ἀρχική τους κατάσταση ὅσα εἶχαν σαπίσει πλέον.
Δὲν ἔκαναν λοιπὸν αὐτό, ἀλλὰ ἀφοῦ τὰ ἀνανέωσε πρῶτα ὁ Χριστὸς καὶ τοὺς τὰ παρέδωσε καὶ τὰ ἀπήλλαξε ἀπὸ τὴ δυσωδία, τὰ ἁλάτιζαν καὶ τὰ διατηροῦσαν καὶ τὰ συντηροῦσαν στὴ νέα αὐτὴ κατάσταση, στὴν ὁποία τὰ παρέλαβαν.
Ἡ ἀπαλλαγὴ ἑπομένως ἀπὸ τὴ σήψη τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἔργο τοῦ Χριστοῦ· ἡ ἀποφυγὴ ὅμως τῆς ἐπανόδου στὴν κατάσταση ἐκείνη ἦταν ἔργο τῆς φροντίδας καὶ τοῦ ἐπίπονου ἀγῶνα τῶν ἀποστόλων.

Βλέπεις πῶς σιγά-σιγά τοὺς ὑποδεικνύει ὅτι εἶναι ἀνώτεροι καὶ ἀπὸ τοὺς προφῆτες; Διότι λέγει ὅτι εἶναι διδάσκαλοι ὄχι μόνο τῆς Παλαιστίνης, ἀλλὰ ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης. Καὶ δὲν εἶναι μόνο διδάσκαλοι, ἀλλὰ καὶ φοβεροὶ διδάσκαλοι. Καὶ εἶναι ἄξιο μεγάλου θαυμασμοῦ αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ἔγιναν ἰδιαίτερα ἀγαπητοὶ σὲ ὅλους, ἂν καὶ δὲν κολάκευαν κανέναν, οὔτε εἶχαν ἴχνος δουλοπρέπειας, ἀλλὰ τοὺς καυτηρίαζαν τὶς ἠθικὲς πληγές τους, ὅπως τὸ ἁλάτι.
 
«Μὴν ἐκπλαγεῖτε λοιπόν», λέγει, «ἂν ἄφησα τοὺς ἄλλους καὶ συζητῶ μαζί σας καὶ σᾶς ὁδηγῶ σὲ τόσους κινδύνους· διότι πρέπει νὰ ἀναλογιστεῖτε σὲ πόσες πόλεις καὶ χωριὰ καὶ ἔθνη πρόκειται νὰ σᾶς ἀποστείλω ὡς διδασκάλους καὶ πνευματικοὺς καθοδηγητές.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν μοῦ εἶναι ἀρκετὸ νὰ εἶστε ἐσεῖς μόνο ἠθικοὶ καὶ συνετοί, ἀλλὰ νὰ κάνετε καὶ ἄλλους ὅμοιους μὲ ἐσᾶς.
Αὐτοὶ λοιπόν, ποὺ ἀναλαμβάνουν τέτοιο ἔργο, πρέπει νὰ εἶναι συνετοί, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ ζητήματα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία τῶν ἄλλων, καὶ νὰ ἔχουν τόσο περίσσευμα ἀρετῆς, ὥστε νὰ κάνουν ἐνάρετους καὶ τοὺς ἄλλους· διότι, ἂν δὲν τὸ κατορθώσετε, δὲν θὰ εἶστε ἱκανοὶ οὔτε τοὺς ἑαυτούς σας νὰ σώσετε».
«Μὴ δυσανασχετεῖτε λοιπόν», λέγει, «γιὰ τὴ δυσκολία ποὺ παρουσιάζει ἡ συμμόρφωση πρὸς τὶς ἐντολὲς· διότι ἐὰν ἀπομακρυνθοῦν οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὸν ἠθικὸ δρόμο, εἶναι δυνατὸ νὰ τοὺς ἐπαναφέρετε ἐσεῖς σὲ αὐτὸν· ἂν ὅμως ἀπομακρυνθεῖτε ἐσεῖς, θὰ καταστρέψετε καὶ ἄλλους ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἑαυτούς σας.
Ἑπομένως, ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀποστολή σας, τόσο ἔχετε ἀνάγκη μεγαλύτερης προσοχῆς».
 
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέγει: «Ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων (Ἐάν ὅμως τὸ ἁλάτι χάσει τὴ δύναμή του, μὲ τί θὰ ἁλατιστεῖ, ὥστε νὰ ἀποκτήσει πάλι τὴν οὐσία καὶ τὴ δύναμη ποὺ ἔχασε; Δὲν ἔχει πιὰ καμία ἀξία καὶ δὲν χρησιμεύει πλέον σὲ τίποτε, παρὰ νὰ πεταχτεῖ ἔξω στοὺς δρόμους καὶ νὰ καταπατεῖται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἐὰν λοιπὸν κι ἐσεῖς χάσετε τὴν ἠθική σας δύναμη, δὲν θὰ γίνετε μόνο ἄχρηστοι, ἀλλὰ καὶ θὰ περιφρονηθεῖτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους)» (Ματθ.5,13).

Οἱ ἄλλοι λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ συγχωρηθοῦν, ἔστω καὶ ἂν ἁμαρτήσουν ἀναρίθμητες φορές. Ἂν ὅμως ἁμαρτήσει μία φορὰ ὁ διδάσκαλος, δὲν θὰ ἔχει οὔτε τὴν παραμικρὴ δικαιολογία καὶ θὰ τιμωρηθεῖ αὐστηρότατα.
Γιὰ νὰ μὴ διστάσουν λοιπὸν νὰ ἀναλάβουν τὸν ἀγῶνα νὰ ἐξέλθουν στὴ δημόσια δράση, ὅταν ἀκούσουν ὅτι «θὰ εἶναι μακάριοι ἐὰν τοὺς ὀνειδίζουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι καὶ τοὺς καταδιώξουν καὶ τοὺς ποῦν κάθε κακολογία καὶ ψευδῆ κατηγορία ἐναντίον τους ἐξ αἰτίας τῆς πίστης τους στὸν Χριστό», τοὺς λέγει ὅτι «ἐὰν δὲν εἶστε ἕτοιμοι νὰ ἀγωνιστεῖτε γιὰ αὐτά, σᾶς διάλεξα ἄδικα· διότι δὲν πρέπει νὰ σᾶς φοβίζουν οἱ κακολογίες, ἀλλὰ ἡ ὑποκριτικὴ συμμόρφωσή σας πρὸς τὶς ἀπόψεις τῶν ἄλλων· διότι τότε θὰ φύγετε ἀπὸ τὸν ἠθικὸ δρόμο καὶ θὰ καταπατηθεῖτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἂν σᾶς κακολογοῦν ὅμως ἐπειδὴ ἐπιμένετε νὰ τοὺς ἐλέγχετε, πρέπει τότε πολὺ νὰ χαίρεστε· διότι τὸ ἁλάτι ἔχει αὐτὴν τὴν ἰδιότητα, νὰ «δαγκώνει», νὰ προξενεῖ πόνο καὶ λύπη στοὺς ἀδιάφορους καὶ ἀποχαυνωμένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὶς κοσμικὲς μέριμνες καὶ ἀπολαύσεις.
Ἡ κακολογία ἑπομένως εἶναι τὸ ἀναγκαῖο ἐπακόλουθο, ἀλλὰ δὲν σᾶς βλάπτει. Ἀποτελεῖ ἀντίθετα ἀπόδειξη τῆς ἐπιμονῆς καὶ τῆς σταθερότητάς σας.
Ἂν ὅμως φοβηθεῖτε τὴν κακολογία καὶ μειώσετε τὸν ζῆλο ποὺ πρέπει νὰ ἔχετε, θὰ πάθετε πολὺ χειρότερα καὶ θὰ σᾶς κακολογοῦν καὶ θὰ σᾶς περιφρονοῦν ὅλοι.
Αὐτὸ ἐννοῶ ὅταν λέγω ὅτι ‘’θὰ καταπατηθεῖτε’’».

Μετὰ ἀπὸ αὐτά τους διδάσκει μὲ ἄλλο ὑψηλότερο παράδειγμα: «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου (Ἐσείς εἶστε το φῶς τοῦ κόσμου, διότι ἔχετε προορισμὸ μὲ τὸ φωτεινό σας παράδειγμα καὶ μὲ τὰ λόγια σας ποὺ μεταδίδουν το φῶς τῆς ἀλήθειας νὰ φωτίζετε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης)» (Ματθ.5,14).
Ὁμιλεί πάλι γιὰ τὸν κόσμο, ὄχι γιὰ ἕνα λαὸ οὔτε γιὰ εἴκοσι πόλεις, ἀλλὰ γιὰ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη.
Καὶ ἐννοεῖ τὸ πνευματικὸ φῶς, τὸ νοητό, ποὺ εἶναι πολὺ ἀνώτερο ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, ὅπως καὶ τὸ πνευματικὸ ἁλάτι.
Καὶ προηγουμένως τοὺς ὀνόμασε «ἁλάτι» καὶ ἔπειτα «φῶς» τοὺς ὀνομάζει, γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖς ποιό εἶναι τὸ κέρδος τῶν αὐστηρῶν λόγων καὶ τῆς ἀξιοσέβαστης διδασκαλίας ἡ ὠφέλεια· διότι σὲ συγκρατεῖ καθὼς θέτει σὲ ἐνέργεια τὴ συνείδησή σου καὶ δὲν ἀφήνει νὰ καταπέσεις καὶ σὲ καθιστᾶ προνοητικὸ ὁδηγῶντας σὲ πρὸς τὴν ἀρετή.
«Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη· οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ (Μιὰ πόλη ποὺ βρίσκεται πάνω σὲ βουνὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κρυφτεῖ· ἔτσι καὶ ἡ δική σας ζωὴ θὰ γίνεται ἀντιληπτὴ ἀπ’ ὅλους. Οὔτε οἱ ἄνθρωποι ἀνάβουν λυχνάρι γιὰ νὰ τὸ βάλουν κάτω ἀπ’ τὸν κάδο μὲ τὸν ὁποῖο μετροῦν τα σιτάρι, ἀλλὰ τὸ τοποθετοῦν πάνω στὸν λυχνοστάτη κι ἔτσι φωτίζει μὲ τὴ λάμψη του ὅλους ὅσους εἶναι μέσα στὸ σπίτι)» (Ματθ.5,14-15).
 
Προσπαθεῖ πάλι μὲ αὐτὰ τὰ λόγια νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ ἠθικὴ τελείωση καὶ τοὺς διδάσκει νὰ βρίσκονται σὲ διαρκῆ ἐπαγρύπνηση, διότι θὰ παρακολουθοῦνται ἀπὸ ὅλους καὶ θὰ ἔχουν ὡς θεατὲς ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα.
«Μὴν βλέπετε», λέγει, «ὅτι τώρα καθόμαστε ἐδῶ καὶ ὅτι βρισκόμαστε σὲ κάποια ἀπόμερη γωνιὰ τῆς γῆς· διότι θὰ γίνετε τόσο περίβλεπτοι, τόσο πολὺ θὰ σᾶς βλέπουν ὅλοι, ὅπως βλέπουν μία πόλη ποὺ εἶναι κτισμένη στὴν κορυφή, καὶ ὅπως βλέπουν μέσα σὲ ἕνα σπίτι τὸ λυχνάρι, ποὺ βρίσκεται ἐπάνω στὸν λυχνοστάτη καὶ σκορπίζει γύρω το φῶς».

Ποῦ εἶναι τώρα ἐκεῖνοι ποὺ ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ; Ἂς τὰ ἀκούσουν αὐτά, ἂς θαυμάσουν τὴν προφητικὴ Του δύναμη καὶ ἂς προσκυνήσουν τὴν ἐξουσία Του.
Ἀναλογίσου δηλαδὴ ποιές μεγάλες ὑποσχέσεις ἔδινε πρὸς ἀνθρώπους ποὺ ἦσαν ἄγνωστοι ἀκόμη καὶ στὴν ἰδιαίτερή τους πατρίδα.
Τοὺς ὑποσχόταν ὅτι θὰ τοὺς γνωρίσει ἡ ξηρὰ καὶ ἡ θάλασσα καὶ ὅτι ἡ φήμη τους θὰ φτάσει στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Ἢ ὀρθότερα, ὄχι ἁπλῶς ἡ φήμη, ἀλλὰ καὶ ἡ εὐεργετική τους ἐπίδραση· διότι πράγματι δὲν τοὺς ἔκανε παντοῦ γνωστοὺς μόνο ἡ φήμη, ἀλλὰ τὰ ἴδια τὰ ἔργα τους, ἐφόσον διέτρεξαν ὅλη τὴ γῆ σὰν νὰ εἶχαν φτερά, σὰν νὰ ἦταν ταχύτεροι ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες, καὶ ἔσπειραν το φῶς τῆς εὐσεβείας.

Ἔχω μάλιστα τὴν ἐντύπωση ὅτι στὸ σημεῖο αὐτό τους προετοιμάζει γιὰ τὴν ποιμαντορικὴ δράση τους καὶ γιὰ νὰ ἔχουν παρρησία· ἡ φράση λοιπὸν «οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη» ἀποδεικνύει τὴ δύναμή Του· διότι, ὅπως δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ κρυφτεῖ ἡ πόλη αὐτή, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποσιωπηθεῖ καὶ νὰ μείνει ἀπαρατήρητο τὸ κήρυγμά Του.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ μίλησε γιὰ διωγμοὺς καὶ κακολογίες καὶ παγίδες καὶ πολέμους, τοὺς ἐνθαρρύνει καί, γιὰ νὰ μὴ νομίσουν ὅτι αὐτὰ θὰ μπορέσουν νὰ τοὺς λυγίσουν καὶ νὰ τοὺς κάνουν νὰ σιωπήσουν, τοὺς λέγει ἐνθαρρύνοντάς τους ὅτι ὄχι μόνο δὲν θὰ μείνει ἀπαρατήρητο τὸ κήρυγμά τους ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ θὰ φωτίσει ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ γίνουν ἔνδοξοι καὶ ἐπιφανεῖς.

Μὲ αὐτὸ λοιπὸν φανερώνει τὴ δύναμή Του. Μὲ τὸ ἀμέσως ἑπόμενο ὅμως τοὺς ζητεῖ νὰ ἐπιδοθοῦν μὲ ζῆλο στὸ ἔργο τους καὶ τοὺς λέγει:
 «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς (ἔτσι σὰν λυχνάρι ποὺ εἶναι σωστὰ τοποθετημένο ἂς λάμψει το φῶς τῆς ἀρετῆς σας μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν γιὰ τὰ ἐνάρετα καὶ ἅγια παιδιά Του τὸν Πατέρα σας, ὁ Ὁποῖος εἶναι βέβαια παρὼν παντοῦ, ἀλλὰ κυρίως φανερώνει τὴν παρουσία Του στοὺς οὐρανούς)» (Ματθ.5,16).
«Ἐγὼ δηλαδὴ ἄναψα», λέγει, «τὸ φῶς· ἔργο δικό σας εἶναι νὰ παραμείνει ἀναμμένο. Καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σας, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ θὰ θελήσουν νὰ ἀπολαύσουν αὐτὸ τὸ λαμπερὸ φῶς καὶ νὰ κατευθυνθοῦν πρὸς τὴν ἀλήθεια.
Ἂν ζεῖτε λοιπὸν ἐνάρετα καὶ ὅπως ταιριάζει σὲ ἐκείνους ποὺ προορίζονται νὰ διδάξουν ὅλη τὴν οἰκουμένη, δὲν θὰ μπορέσουν οἱ κακολογίες νὰ μειώσουν τὴ λάμψη σας.
 Ἐπιδιώξετε λοιπὸν νὰ εἶναι ἡ ζωή σας ἄξια τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ εἶναι συμπαραστάτης σᾶς παντοῦ, ὅπως θὰ τὴν κηρύσσετε παντοῦ».

Ἔπειτα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ὑπόσχεται καὶ ἄλλη ὠφέλεια, ἱκανὴ νὰ τοὺς ἐνισχύσει στοὺς ἀγῶνες τους καὶ νὰ τοὺς καταστήσει πολὺ πρόθυμους.
«Ἂν εἶναι», λέγει, «ἐνάρετος ὁ βίος σας, δὲν θὰ συμβάλλετε μόνο στὸν φρονηματισμὸ τῆς οἰκουμένης, ἀλλὰ καὶ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅπως πάλι ἐὰν ἐνεργεῖτε διαφορετικὰ καὶ τοὺς ἀνθρώπους θὰ ὁδηγήσετε στὴν αἰώνια καταστροφὴ καὶ θὰ τοὺς κάνετε νὰ βλασφημοῦν τὸ πανάγιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ».
«Πῶς θὰ δοξαστεῖ, ὅμως», θὰ μποροῦσε νὰ ἀπορήσει κάποιος, «ὁ Θεὸς μὲ τὴ δική μας συμβολή, ἀφοῦ θὰ μᾶς κακολογοῦν οἱ ἄνθρωποι;».
Δὲν θὰ σᾶς κακολογοῦν ὅλοι. Καὶ ἐκεῖνοι ἀκόμη ποὺ θὰ σᾶς κακολογοῦν ἀπὸ φθόνο, θὰ σᾶς θαυμάζουν καὶ θὰ σᾶς σέβονται κρυφὰ μέσα στὴ συνείδησή τους, ὅπως ἀκριβῶς κατηγοροῦν ἐνδόμυχα οἱ κόλακες ἐκείνους ποὺ ζοῦν ἀνήθικα.

Λοιπόν; Μᾶς συμβουλεύεις νὰ ζοῦμε πρὸς αὐτοπροβολὴ καὶ μὲ σκοπὸ τὴν ἀπόκτηση δόξας; «Ὄχι! Δὲν ἐννοῶ αὐτό. Γιὰ τοῦτο δὲν σᾶς εἶπα νὰ φροντίζετε νὰ κάνετε γνωστὰ καὶ νὰ προβάλλετε τὰ κατορθώματά σας, οὔτε πάλι σᾶς εἶπα νὰ τὰ ἐπιδεικνύετε, ἀλλὰ «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν (ἔτσι ἂς λάμψει το φῶς σας)».
Τοῦτο σημαίνει: «νὰ εἶναι πολλὴ ἡ ἀρετή σας καὶ ἄφθονη ἡ φλόγα σας καὶ ἄπειρο τὸ φῶς σας»· διότι ὅταν εἶναι τόσο πολλὴ ἡ ἀρετή, εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν τὴν προσέξουν, ἀκόμη καὶ ἂν προσπαθεῖ νὰ τὴν κρύψει ὁ ἐνάρετος. Ἡ ζωή σας εἶναι ἀδιάβλητη καὶ μὴν τοὺς δίνετε καμία ἀφορμὴ νὰ σᾶς κακολογοῦν.
Καὶ τότε δὲν θὰ μπορέσει κανεὶς νὰ κηλιδώσει τὴ ζωή σας, ἔστω καὶ ἂν σᾶς κακολογοῦν χιλιάδες.
 
Καὶ πολὺ ὡραῖα εἶπε: «τὸ φῶς»· διότι, ὅσο καὶ ἂν ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ μείνει ἀπαρατήρητος, ὅσο καὶ ἂν προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ παραμένει στὴν ἀφάνεια, δὲν ὑπάρχει τίποτε ποὺ νὰ τοῦ δίνει τόση δόξα, ὅση ἡ ἄσκηση τῆς ἀρετῆς· διότι εἶναι φωτεινότερος ἀπὸ τὴν ἴδια τήν ἀκτῖνα, σὰν νὰ ἀκτινοβολεῖ ὁ ἴδιος, καὶ ἐκπέμπει τὴ λάμψη του ὄχι μόνο πάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ πάνω ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή τους ἐνθαρρύνει περισσότερο. «Καὶ ἂν πονᾶτε καὶ στενοχωριέστε», λέγει, «ἐπειδὴ σᾶς κακολογοῦν, νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι θὰ εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ λατρέψουν τὸν Θεὸ μὲ τὴ βοήθειά σας. Ἡ ἀμοιβή σας ἑπομένως προέρχεται ἀπὸ δύο πηγές, καὶ ἐπειδὴ δοξάζεται ὁ Θεὸς μὲ τὴ δική σας συμβολὴ καὶ ἐπειδὴ σᾶς κακολογοῦν ἐξ αἰτίας τῆς διδασκαλίας σας περὶ τοῦ Θεοῦ».
 
Γιὰ νὰ μὴν ἐπιδιώκουμε λοιπὸν νὰ κακολογούμαστε ὅταν μάθουμε ὅτι θὰ ἀμειφτοῦμε γι’ αὐτό, δὲν ἀναφέρει αὐτὸ μόνο, ἀλλὰ προσθέτει καὶ δύο προσδιορισμοὺς· «ὅταν ἡ κατηγορία εἶναι ψευδὴς» καὶ «ὅταν γίνεται ἐξ αἰτίας τῆς πίστεώς μας πρὸς τὸν Θεό».
Καὶ κάνει γνωστὸ συγχρόνως ὅτι δὲν ὠφελεῖ ἡ κακολογία μόνο, ἀλλὰ ὠφελοῦν πολὺ καὶ οἱ ἔπαινοι, διότι ἡ δόξα μεταβαίνει πρὸς τὸν Θεό.
Καὶ ἔτσι τοὺς δημιουργεῖ καλὲς ἐλπίδες. «Διότι», λέγει, «δὲν ἔχουν τόση δύναμη οἱ συκοφαντίες τῶν κακῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ τυφλώσουν τοὺς ἄλλους καὶ νὰ τοὺς κάνουν νὰ μὴ δοῦν τὸ δικό σας φῶς. Τότε μόνο λοιπὸν θὰ σᾶς καταπατήσουν, ὅταν ἀπομακρυνθεῖτε ἀπὸ τὸν ἠθικὸ δρόμο, ὄχι ὅταν ἐνεργεῖτε ἠθικὰ καὶ σᾶς συκοφαντοῦν.

Στὴ δεύτερη αὐτὴ περίπτωση μάλιστα θὰ σᾶς θαυμάζουν πολλοὶ καὶ ὄχι μόνο ἐσᾶς, ἀλλά, μὲ τὴ δική σας συμβολή, καὶ τὸν Πατέρα σας. Καὶ δὲν εἶπε τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν Πατέρα, διότι ἤθελε νὰ ρίξει ἀπὸ τώρα τὰ σπέρματα τῆς υἱοθεσίας τὴν ὁποία ἐπρόκειτο νὰ λάβουν».
Ἔπειτα, γιὰ νὰ δείξει τὴν ὁμοτιμία Τοῦ μὲ τὸν Πατέρα, ἐνῷ εἶπε παραπάνω: «μὴ στενοχωριέστε ὅταν σᾶς κακολογοῦν, διότι σᾶς εἶναι ἀρκετὸ ὅτι σᾶς κακολογοῦν ἐξ αἰτίας μου», ἐδῶ ἀναφέρει τὸν Πατέρα καὶ κάνει γνωστὸ ὅτι ἡ ἰσοτιμία ἰσχύει σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ κὰλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς (ἔτσι σὰν λυχνάρι ποὺ εἶναι σωστὰ τοποθετημένο ἂς λάμψει το φῶς τῆς ἀρετῆς σας μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν γιὰ τὰ ἐνάρετα καὶ ἅγια παιδιά Του τὸν Πατέρα σας, ὁ Ὁποῖος εἶναι βέβαια παρὼν παντοῦ, ἀλλὰ κυρίως φανερώνει τὴν παρουσία Του στοὺς οὐρανούς)» (Ματθ.5,16).

Ἀφοῦ λοιπὸν γνωρίσαμε τὸ κέρδος ποὺ θὰ ἀποκομίσουμε ἀπὸ τὴν προθυμία αὐτὴν καὶ τὸν ζῆλο μας γιὰ τὴν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν καὶ τὴ διάδοση τοῦ θείου λόγου, καθὼς καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ περικλείει ἡ τυχὸν ραθυμία μας (διότι πολὺ χειρότερο ἀπὸ τὴ δική μας ἀπώλεια εἶναι το νὰ βλασφημεῖται ὁ Κύριός μας ἐξ αἰτίας μας), ἂς μὴ γινόμαστε ἀφορμὴ σκανδαλισμοῦ καὶ αἰτία πτώσεως οὔτε γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, οὔτε γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες οὔτε ἀκόμη γιὰ ὅσους πιστεύουν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ· ἀντίθετα ἂς παρέχουμε τὴ ζωή μας πιὸ λαμπρὴ καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο, καὶ ἂν κάποιος θέλει νὰ μᾶς κατηγορεῖ, νὰ μὴ λυπόμαστε ὅταν ἄδικα μᾶς κατηγοροῦν, ἀλλὰ ὅταν δίκαια μᾶς κατηγοροῦν· διότι ἐὰν ζοῦμε μέσα στὴν πονηρία, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν μᾶς κατηγορεῖ κανένας, θὰ εἴμαστε πιὸ ἄθλιοι ἀπὸ ὅλους, ἐνῷ ἐὰν φροντίζουμε γιὰ τὴν ἀρετή, καὶ ἂν ἀκόμη ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη μᾶς κατηγορεῖ, τότε θὰ εἴμαστε οἱ πιὸ ἀξιοζήλευτοι ἀπὸ ὅλους καὶ θὰ προσελκύσουμε ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν τὴ σωτηρία· διότι δὲν θὰ προσέξουν τὴν κατηγορία τῶν πονηρῶν, ἀλλὰ τὴν ἀρετὴ τῆς δικῆς μας ζωῆς.
Πράγματι, ἡ ἀπόδειξη ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὰ ἐνάρετα ἔργα μας εἶναι πιὸ ἠχηρὴ ἀπὸ τὴ φωνὴ κάθε σάλπιγγας καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο το φῶς εἶναι πιὸ λαμπερὸς ὁ καθαρὸς ἠθικὸς βίος, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἀναρίθμητοι οἱ συκοφάντες.

Συνεπῶς, ἐὰν ἔχουμε ὅλες τὶς ἀνωτέρω ἀρετές, τότε θὰ εἴμαστε καὶ πρᾶοι καὶ ταπεινοὶ καὶ ἐλεήμονες καὶ καθαροὶ καὶ εἰρηνοποιοὶ καὶ δὲν θὰ ἀνταποδίδουμε τὶς ὕβρεις, ὅταν ὑβριζόμαστε, ἀλλὰ καὶ θὰ χαιρόμαστε, διότι θὰ προσελκύσουμε ἐκείνους ποὺ μᾶς βλέπουν περισσότερο ἀπὸ ὅσο τοὺς προσελκύουν τὰ θαύματα, καὶ ἀκόμη, ὅλοι θὰ διατεθοῦν εὐνοϊκὰ πρὸς ἐμᾶς, εἴτε εἶναι ἄγριοι σὰν θηρία ἢ σὰν δαίμονες ἢ σὰν ὁτιδήποτε ἄλλο. Ἐὰν ὅμως ὑπάρχουν κα μερικοὶ ποὺ θὰ μᾶς κατηγοροῦν, νὰ μὴ φοβηθεῖς καθόλου καὶ νὰ μὴ θορυβηθείς, καὶ νὰ μὴ λάβεις ὑπόψη σου ὅτι σὲ ὑβρίζουν δημόσια, ἀλλὰ ἐρεύνησε τὸ βάθος τῆς ψυχῆς τους καὶ θὰ διαπιστώσεις ὅτι σὲ ἐπιδοκιμάζουν καὶ αἰσθάνονται θαυμασμὸ καὶ πολὺ σὲ ἐπαινοῦν.
Κοίταξε, λοιπόν, μὲ ποιό τρόπο ἐπαινεῖ ὁ Ναβουχοδονόσορας τοὺς τρεῖς παῖδες ποὺ ἔβαλε μέσα στὸ καμίνι, μολονότι ἦταν ἐχθρὸς καὶ διώκτης τους. Ὅταν εἶδε ὅτι κράτησαν γενναία στάση, τοὺς ἐπαινεῖ καὶ τοὺς στεφανώνει, ὄχι γιὰ κανένα ἄλλο λόγο, ἀλλὰ γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι παράκουσαν αὐτὸν καὶ ὑπάκουσαν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ (βλ. Δάν. 3,1-23).

Πραγματικά, ὁ διάβολος, ὅταν ἀντιληφθεῖ ὅτι δὲν κατορθώνει τίποτε, τότε πλέον ἀπομακρύνεται, ἐπειδὴ φοβᾶται μήπως γίνει αἴτιος μεγαλύτερων στεφάνων γιὰ ἐμᾶς.
 Ὅταν ὅμως ἀπομακρυνθεῖ ἐκεῖνος, καὶ ἂν ἀκόμη κάποιος εἶναι μιαρὸς καὶ διεφθαρμένος, θὰ ἀναγνωρίσει τὴν ἀρετή, ἀφοῦ διαλυθεῖ τὸ σκοτάδι ἐκεῖνο.
Μὰ καὶ ὅταν ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι κυριευτοῦν ἀπὸ παραλογισμὸ καὶ ἐξαπατηθοῦν, θὰ σὲ ἐπαινέσει καὶ θὰ σὲ θαυμάσει περισσότερο ὁ Θεός, καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ ἔχει μεγάλη ἀξία.
Ἑπομένως νὰ μὴ λυπᾶσαι, οὔτε νὰ χάνεις τὸ θάρρος σου· διότι καὶ οἱ ἀπόστολοι γιὰ ἄλλους μὲν ἦσαν μυρωδιὰ θανάτου, γιὰ ἄλλους ὅμως ἦσαν ἄρωμα ζωῆς (βλ. Β΄Κορ. 2,14-16: «Τῷ δὲ Θὲῷ χάρις τῷ πάντοτε θριαμβεύοντι ἡμᾶς ἐν τῷ Χρὶστῷ καὶ τὴν ὀσμὴν τῆς γνώσεως αὐτοῦ φανεροῦντι δι᾿ ἡμῶν ἐν πὰντὶ τὸπῳ· ὅτι Χριστοῦ εὐωδία ἐσμὲν τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σῳζομένοις καὶ ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις, οἷς μὲν ὀσμὴ θανάτου εἰς θάνατον, οἷς δὲ ὀσμὴ ζωῆς εἰς ζωήν. καὶ πρὸς ταῦτα τὶς ἱκανός; (ὀφείλουμε λοιπὸν εὐχαριστία στὸν Θεό, ὁ ὁποῖος νικῶντας καὶ θριαμβεύοντας περιφέρει καὶ ἐμᾶς πάντοτε στὸν θρίαμβό Του, ὡς διακόνους τῆς νίκης Του ποὺ συντελεῖται γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ εὐαγγέλιό Του.
Ὁ Θεὸς κατὰ τὴν θριαμβευτικὴ αὐτὴ πορεία τοῦ Εὐαγγελίου Τοῦ φανερώνει μέσα ἀπὸ ἐμᾶς τὴν εὐωδία τῆς γνώσης Τοῦ σὲ κάθε τόπο· διότι πραγματικὰ ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι καὶ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου εἴμαστε εὐωδία Χριστοῦ, εὐχάριστη στὸν Θεό.
Εὐωδία γι’ αὐτοὺς ποὺ σώζονται ὅπως καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ καταδικάζονται σὲ αἰώνια ἀπώλεια. Καὶ σὲ ἄλλους βέβαια εἴμαστε ὀσμὴ θανατηφόρα, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ θάνατο, ἐνῷ σὲ ἄλλους ὀσμὴ ζωηφόρο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωή. Καὶ ποιός εἶναι ἱκανὸς νὰ ἐπιτελέσει τὰ φοβερὰ αὐτὰ ἔργα καὶ ἀποτελέσματα; Ὄντως κανεὶς ἄλλος παρὰ μόνο ὁ Θεός)»).

Πραγματικά, ἐὰν ἐσὺ δὲν δίνεις καμία ἀφορμὴ πρὸς κατηγορία, ἔχεις ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ ὅλες τὶς κατηγορίες καὶ μᾶλλον εἶσαι πιὸ μακάριος.
Νὰ ἀκτινοβολεῖς, λοιπόν, μὲ τὴ ζωή σου καὶ νὰ μὴ δίνεις καμία σημασία στοὺς κατηγόρους· διότι δὲν εἶναι δυνατό, ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι δυνατόν, νὰ μὴν ἔχει πολλοὺς ἐχθροὺς ὅποιος φροντίζει γιὰ τὴν ἀρετή. Ὅμως αὐτὸ δὲν σημαίνει τίποτε γιὰ τὸν ἐνάρετο, διότι διαμέσου ὅλων αὐτῶν θὰ δοξασθεῖ πολὺ περισσότερο.
 
Ἀφοῦ λοιπὸν σκεφτοῦμε αὐτά, ἂς φροντίζουμε γιὰ ἕνα πρᾶγμα μόνο, δηλαδὴ νὰ ρυθμίζουμε μὲ ἀκρίβεια τὴ ζωή μας μὲ γνώμονα τὴν ἠθική, διότι ἔτσι θὰ κατευθύνουμε πρὸς τὴν ἠθικὴ ζωὴ ὅσους κάθονται στὸ σκοτάδι· διότι ἡ ἠθική μας συμπεριφορὰ ἔχει τόση δύναμη, ὥστε νὰ μὴν περιορίζεται ἐδῶ ἡ λάμψη της, ἀλλὰ καὶ νὰ ὁδηγεῖ ἐπιπλέον στὴ λύτρωση ὅσους τὴν ἀκολουθοῦν.
Πραγματικά, ὅταν θὰ μᾶς δοῦν νὰ περιφρονοῦμε ὅλα τὰ ἐγκόσμια καὶ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή, θὰ ἐπηρεαστοῦν ἀπὸ τὰ ἔργα μας περισσότερο παρὰ ἀπὸ τὰ λόγια μας. Διότι ποιός εἶναι τόσο ἀνόητος, ὥστε νὰ βλέπει ἐκεῖνον ποὺ καλοπερνοῦσε καὶ ἦταν πλούσιος μέχρι χθὲς καὶ προχθές, νὰ περιφρονεῖ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ ἀποκτᾶ πτερὰ καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀγωνιστεῖ πρὸς κάθε ταλαιπωρία καὶ πεῖνα καὶ ἀνέχεια καὶ κινδύνους καὶ θάνατο καὶ σφαγὴ καὶ πρὸς ὅλα ὅσα θεωροῦνται φοβερὰ καὶ νὰ μὴ βεβαιωθεῖ ἐξ αἰτίας αὐτῶν γιὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθά; Ἂν ἀσχολούμαστε ὅμως ὑπέρμετρα μὲ τὰ παρόντα καὶ βυθιζόμαστε βαθύτερα μέσα σὲ αὐτά, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ πιστέψουν ὅτι φροντίζουμε γιὰ τὴν ἄλλη ζωή;
 
Τί θὰ ἀπολογηθοῦμε λοιπόν, ὅταν δὲν ὑπερισχύει σὲ ἐμᾶς τόσο ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὅσο ὑπερίσχυσε στοὺς Ἕλληνες φιλοσόφους ἡ ἀνθρώπινη δόξα;
Διότι μερικοὶ (ἐδώ ἐννοεῖ ἀσφαλῶς τὸν Σωκράτη (469-399 π.Χ.) καὶ μερικοὺς ἄλλους, ὅπως π.χ. τὸν παλαιότερο Πυθαγόρα (570-496 π.Χ.), τὸν κυνικὸ Ἀντισθένη(445-365 π. Χ.) κ.λπ.) ἀπὸ αὐτοὺς καὶ γιὰ τὰ χρήματα ἀδιαφόρησαν καὶ τὸν θάνατο καταφρόνησαν, γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσουν τοὺς ἀνθρώπους.

Γιὰ τοῦτο οἱ ἐλπίδες τους δὲν καρποφόρησαν. Ποιά δικαιολογία λοιπὸν θὰ μᾶς σώσει ἄν, παρὰ τὸ ὅτι μᾶς περιμένουν τόσο μεγάλες ἀμοιβὲς καὶ ἔχουμε ἐνώπιόν μας τὴ θαυμάσια διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, δὲν κατορθώσουμε νὰ πράξουμε οὔτε ὅσα ἐκεῖνοι οἱ φιλόσοφοι, ἀλλὰ ἐπιπλέον καταστρέφουμε καὶ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ τοὺς ἄλλους; Καὶ δὲν βλάπτει τόσο ὁ εἰδωλολάτρης ὅταν ἁμαρτάνει, ὅσο βλάπτει ὁ Χριστιανός.
Καὶ εἶναι τούτο πολύ λογικό, διότι ἡ δική τους δόξα στερεῖται ἠθικοῦ μεγαλείου καὶ ἡ πίστη τους εἶναι διεφθαρμένη, ἐνῷ τὴ δική μας τὴ σέβονται μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀναγνωρίζουν ἀκόμη καὶ οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ὅταν θέλουν νὰ μᾶς δείξουν μεγάλη περιφρόνηση καὶ νὰ μᾶς προσβάλουν περισσότερο, προσθέτουν καὶ τὸν χαρακτηρισμὸ «ὁ Χριστιανός».
Τὸν χαρακτηρισμὸ αὐτὸν δὲν θὰ τὸν ἔλεγαν, ἂν δὲν ἔδιναν μεγάλη σημασία στὴν πίστη μας.
 
Ἄκουσες πόσες καὶ πόσο σπουδαῖες ἐντολὲς ἔδωσε ὁ Χριστός. Πότε λοιπὸν θὰ κατορθώσεις νὰ ἐκτελέσεις μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐντολές;
Ὅταν ἀδιαφορεῖς γιὰ τὰ πάντα καὶ τρέχεις γιὰ νὰ εἰσπράττεις τόκους, νὰ χορηγήσεις δάνεια, νὰ κάνεις διαπραγματεύσεις, νὰ ἀγοράσεις κοπάδια, νὰ ἐφοδιαστεὶς μὲ ἀσημικά, νὰ προμηθευτεῖς χωράφια καὶ σπίτια καὶ χιλιάδες ἔπιπλα;
Καὶ μακάρι νὰ ἔφθανε ἕως ἐδῶ τὸ κακό. Πότε θὰ βρεῖς ὅμως τὸν καιρὸ νὰ ἐκτελέσεις μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐντολές, ὅταν μάλιστα συνοδεύει καὶ ἡ ἀδικία τὶς ἐφάμαρτες αὐτὲς ἐνέργειές σου, ἀφοῦ σφετερίζεσαι ξένα χωράφια, παίρνεις διὰ τῆς βίας σπίτια, ταλαιπωρεῖς τοὺς πτωχοὺς καὶ αὐξάνεις τὴν πεῖνα τους;
Ἀλλὰ κάποτε- κάποτε δίνεις καὶ ἐλεημοσύνη στοὺς πτωχούς. Μοῦ εἶναι γνωστό. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐνέργειά σου αὐτή σου προξενεῖ μεγάλη βλάβη· διότι τὴ χαρακτηρίζει ὁ ἐγωισμὸς ἢ ἡ ματαιοδοξία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ὠφελεῖσαι οὔτε ἀπὸ τὶς καλὲς πράξεις σου. Καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτα λυπηρότερο ἀπὸ τὸ νὰ ναυαγεῖς ἀκόμη καὶ μέσα στὸ λιμάνι.

«Γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ λοιπὸν αὐτό, μὴ ζητεῖς νὰ σοῦ ἀνταποδώσω τὸ καλὸ ποὺ μοῦ ἔκανες», λέγει ὁ πτωχός, «γιὰ νὰ σοῦ τὸ ἀνταποδώσει ὁ Θεὸς»· διότι λέγει ὁ Κύριος: «καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. πλὴν ἀγαπᾶτε τὸὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστὸς ἐστιν ἐπὶ τὸὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς (καὶ ἂν κάνετε τὸ καλὸ σὲ ἐκείνους ποὺ σᾶς εὐεργετοῦν, ποιά εὔνοια καὶ χάρη καὶ ἀνταμοιβὴ σᾶς ἀνήκει ἀπὸ τὸν Θεό; Καμία· διότι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ ἴδιο κάνουν.
Κι ἂν δανείζετε σὲ ἐκείνους ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐλπίζετε νὰ πάρετε πίσω αὐτὰ ποὺ δανείσατε, ποιά χάρη καὶ ἀνταπόδοση ἀπὸ τὸν Θεό σας ἀνήκει;
Καμία· διότι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ δανείζουν σὲ ἄλλους ἁμαρτωλοὺς γιὰ νὰ πάρουν πίσω ὁλόκληρο τὸ ποσὸ ποὺ δάνεισαν ἢ καὶ σὲ ὥρα ἀνάγκης νὰ πάρουν καὶ αὐτοὶ ἴσα ὀφέλη καὶ δάνεια ἀπὸ ἐκείνους στοὺς ὁποίους δάνεισαν.
Ἐσεῖς ὅμως νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας καὶ νὰ τοὺς εὐεργετεῖτε καὶ νὰ τοὺς δανείζετε χωρὶς νὰ ἐλπίζετε σὲ καμία ἀνταπόδοση ἀπ’ αὐτούς.
Καὶ θὰ εἶναι πολὺς ὁ μισθός σας καὶ μεγάλη ἡ ἀνταμοιβή σας ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ θὰ εἶστε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κατὰ χάριν παιδιὰ τοῦ ὑψίστου Θεοῦ, μὲ τὸν Ὁποῖο θὰ μοιάζετε πνευματικῶς· διότι καὶ Αὐτὸς εἶναι εὐεργετικὸς καὶ ὠφέλιμος στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δείχνουν ἀχαριστία στὶς τόσες εὐεργεσίες Του καὶ ποὺ δὲν ἔχουν καλὴ διάθεση καὶ προαίρεση ἀλλὰ εἶναι πονηροί)» (Λουκ.6,33-36).

«Ὑπάρχει Ἐκεῖνος ποὺ θὰ σὲ πληρώσει. Γιατί λοιπὸν Τὸν λησμονεῖς καὶ ἀπαιτεῖς νὰ σὲ πληρώσω ἐγὼ ὁ πτωχὸς καὶ τὸ ταλαίπωρος ἄνθρωπος;»
Μήπως ἀγανακτεῖ ὁ Ὀφειλέτης σου ὅταν Τοῦ ζητᾶς; Μήπως δὲν ἔχει; Μήπως ἀρνεῖται νὰ σὲ πληρώσει; Δὲν βλέπεις τοὺς ἀπείρους θησαυρούς Του; Δὲν βλέπεις τὴν ἄπειρη γενναιοδωρία Του;
Κέρδισε λοιπὸν τὴν ἀγάπη Του καὶ ζήτησέ Του· διότι εἶναι χαρά Του νὰ Τοῦ ζητεῖς μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ἂν δεῖ ὅμως ὅτι ζητεῖς ἀπὸ ἄλλον αὐτὰ ποὺ σοῦ ὀφείλει Ἐκεῖνος, σὲ θεωρεῖ ὑβριστή Του. Καὶ ὄχι μόνο δὲν σὲ πληρώνει, ἀλλὰ δικαίως διατυπώνει καὶ κατηγορία ἐναντίον σου.
«Γιατί», λέγει, «μὲ θεώρησες ἀγνώμονα; Πῶς σχημάτισες τὴ γνώμη ὅτι εἶμαι πτωχὸς καὶ μὲ περιφρονεῖς καὶ τρέχεις νὰ ζητεῖς ἀπὸ ἄλλους; Σὲ ἄλλον δάνεισες καὶ ἀπὸ ἄλλον ζητεῖς νὰ πληρωθεῖς;»

Ἄνθρωπος βέβαια εἰσέπραξε, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ τοῦ τὰ δώσεις. Καὶ Αὐτὸς θέλει νὰ εἶναι μοναδικὸς χρεώστης καὶ ἐγγυητὴς καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτόν σοῦ παρέχει ἄπειρες εὐκαιρίες νὰ Τοῦ ζητεῖς.
«Μὴν ἀφήνεις λοιπὸν τόση προθυμία καὶ τόσο πλοῦτο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ζητεῖς νὰ σὲ πληρώσω ἐγὼ ποὺ δὲν ἔχω τίποτε», λέγει ὁ φτωχὸς χρεώστης.
«Γιατί ἐπιδεικνύεσαι σὲ ἐμένα ὅταν ἐλεεῖς τοὺς πτωχούς; Μήπως σοῦ εἶπα ἐγὼ νὰ δώσεις; Μήπως σοῦ ἔδωσα ἐγὼ τὴν ἐντολή, ὥστε νὰ ζητεῖς νὰ σὲ πληρώσω ἐγώ;».
Ὁ Κύριος εἶπε: «Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν (ὅποιος ἐλεεῖ τὸν πτωχὸ δανείζει τὸν Θεό)» (Παροιμ.19,17).
Στὸν Θεὸ δὲν ἔδωσες τὰ δανεικά; Σὲ Αὐτὸν θὰ ἀπευθυνθεῖς. Ὅμως δὲν θὰ σοῦ ἐπιστρέψει τὰ πάντα τώρα. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνει πρὸς τὸ συμφέρον σου, διότι εἶναι τέτοιος ὀφειλέτης: ρυθμίζει καὶ ἐκτελεῖ τὰ πάντα ὄχι ὅπως οἱ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι φροντίζουν μόνο νὰ ἐπιστρέψουν τὰ χρέη τους, ἐνῷ Ἐκεῖνος φροντίζει καὶ νὰ εἶναι ἐξασφαλισμένα τα ἐπιστρεφόμενα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀκριβῶς ἄλλα ἐπιστρέφει κατὰ τὴν παροῦσα ζωή, ἐνῷ ἄλλα τὰ ἐπιστρέφει στὴν ἄλλη ζωή.

Ἀφοῦ λοιπὸν γνωρίζουμε αὐτά, ἂς ἐλεοῦμε πλουσιοπάροχα καὶ ἂς ἀποδείξουμε καὶ μὲ χρήματα καὶ μὲ πράγματα τὴ φιλανθρωπία μας.
Καὶ ἂν δοῦμε νὰ βασανίζουν καὶ νὰ δέρνουν κάποιον στὴν ἀγορὰ καὶ ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ πληρώσουμε, ἂς τὸ κάμουμε.
Καὶ ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ φέρουμε τὴ συμφιλίωση μὲ τὰ λόγια, ἂς μὴ διστάσουμε· διότι ὑπάρχει ἀμοιβὴ καὶ γιὰ τὰ λόγια μας καὶ περισσότερο γιὰ τοὺς ἀναστεναγμούς μας.
Αὐτὴν τὴν ἀμοιβὴ ζητεῖ ὁ μακάριος Ἰώβ: «ἐγὼ δὲ ἐπὶ παντὶ ἀδυνὰτῳ ἔκλαυσα, ἐστέναξα ἰδὼν ἄνδρα ἐν ἀνάγκαις (ἐγώ ὁ ὁποῖος ἄσπλαχνα σήμερα ἔχω ἐγκαταλειφτεὶ ἀπὸ ὅλους, ὅταν ἔβλεπα βασανιζόμενο κάποιον ἀδύνατο ἄνθρωπο, ἔκλαιγα καὶ στέναζα γιὰ τὴν δυστυχία του)» (Ιώβ,30,25).

Ἀφοῦ λοιπὸν ὑπάρχει ἀμοιβὴ γιὰ τὰ δάκρυα καὶ τοὺς ἀναστεναγμούς μας, σκέψου πόσο αὐξάνεται ἡ ἀμοιβή, ὅταν προστεθοῦν καὶ τὰ λόγια καὶ οἱ φροντίδες καὶ ἄλλα πολλά. Εἶναι γνωστὸ ὅτι καὶ ἐμεῖς δὲν εἴχαμε ἀγαθὲς σχέσεις μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὅτι μᾶς συμφιλίωσε ὁ Μονογενὴς Υἱός, ἀφοῦ μεσολάβησε αὐτοπροσώπως καὶ δέχτηκε νὰ Τοῦ προκαλέσουν πληγὲς γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ ἀνέχτηκε νὰ σταυρωθεῖ γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Ἂς φροντίσουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς νὰ ἀπαλλάσσουμε ἀπὸ τὰ κακὰ ὅσους συναντοῦμε καὶ ἂς μὴν κάνουμε ὅ,τι κάνουμε τώρα πού, ὅταν δοῦμε κάποιους νὰ μαλώνουν μεταξύ τους καὶ νὰ συμπλέκονται, στεκόμαστε καὶ διασκεδάζουμε μὲ τὴν κακὴ συμπεριφορά τους καὶ σχηματίζουμε γύρω τους διαβολικὸ θέατρο.
Ὑπάρχει τίποτε περισσότερο ἀπάνθρωπο ἀπὸ αὐτό; Βλέπεις ἀνθρώπους ποὺ ὑβρίζονται, μαλώνουν, σχίζουν τὰ ροῦχα τους, χτυπιοῦνται στὰ πρόσωπα, καὶ ἔχεις τὴ δύναμη νὰ στέκεσαι ἥσυχος ἐκεῖ κοντά; Μήπως εἶναι ἀρκοῦδες αὐτοὶ ποὺ μαλώνουν; Μήπως εἶναι θηρία; Μήπως εἶναι φίδια;
Ἄνθρωποι εἶναι καὶ αὐτοί, ἀδελφοί σου εἶναι, μέλη τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας.
Μὴν τοὺς βλέπεις ἀμέτοχος, ἀλλὰ συμφιλίωσέ τους. Μὴ διασκεδάζεις μὲ τὸν καβγᾶ τους, ἀλλὰ συνέτισέ τους. Μὴν παρακινεῖς τοὺς ἄλλους σὲ κακὴ συμπεριφορά, ἀλλὰ ἀπομάκρυνε καὶ διάλυσε τοὺς συγκεντρωμένους ἀπὸ περιέργεια καὶ διάθεση περίγελου· διότι τὴν ἰδιότητα νὰ χαίρονται γιὰ τὰ λυπηρὰ αὐτὰ γεγονότα τὴν ἔχουν οἱ ἀδιάντροποι καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι ὑπόδουλοι στὰ προσωπικὰ τοὺς πάθη, καὶ τὰ καθάρματα καὶ οἱ ἄλογοι ὄνοι.
Κάθεσαι καὶ βλέπεις ἄνθρωπο ποὺ ἀσχημονεῖ καὶ δὲν νομίζεις ὅτι ἀσχημονεῖς ὁ ἴδιος; Καὶ δὲν ἐπεμβαίνεις καὶ δὲν διαλύεις τὴ διαβολικὴ συγκέντρωση καὶ δὲν φροντίζεις νὰ σταματήσει ἡ κακὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων;

«Γιὰ νὰ χτυπήσουν κι ἐμένα; Ἐσὺ μοῦ δίνεις αὐτὴ τὴ συμβουλή;», θὰ ρωτοῦσε κάποιος. Πρῶτα-πρῶτα δὲν θὰ σοῦ συμβεῖ αὐτὸ· ἀλλὰ καὶ ἂν σοῦ συμβεῖ, θὰ δοκιμάσει τὴ δύναμη τῆς πίστεώς σου ὁ Θεός, διότι κακοπάθησες πρὸς χάριν τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ ἂν διστάζεις ἐπειδὴ φοβᾶσαι μήπως χτυπηθεῖς κι ἐσύ, σκέψου ὅτι ὁ Κύριός σου δὲν δίστασε νὰ ὑποστεῖ τὴ σταύρωση πρὸς χάριν σου.
Ἐκεῖνοι ἐξάλλου, αὐτὸς ποὺ ἀδικεῖ καὶ αὐτὸς ποὺ ἀδικεῖται, εἶναι μεθυσμένοι καὶ ἔχουν πάθει σύγχυση, διότι τοὺς κυβερνᾶ καὶ τοὺς κατευθύνει ἡ ὀργή, καὶ ἔχουν ἀνάγκη κάποιου συνετοῦ νὰ τοὺς βοηθήσει. Ὁ ἕνας, γιὰ νὰ πάψει νὰ βασανίζεται, ὁ ἄλλος γιὰ νὰ πάψει νὰ βασανίζει.
 
Προχώρησε λοιπὸν ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὰ λογικά σου καὶ πρόσφερε τὴ βοήθειά σου στὸν μεθυσμένο· διότι τὸ μεθύσι, ποὺ ὀφείλεται στὴν ὀργή, εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὸ μεθύσι ποὺ ὀφείλεται στὴν οἰνοποσία. Δὲν βλέπεις τοὺς ναῦτες, οἱ ὁποῖοι ἀνοίγουν τὰ πανιὰ καὶ τρέχουν πολὺ βιαστικοὶ ὅταν δοῦν ὅτι ἄλλοι ναυάγησαν, γιὰ νὰ σώσουν ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοὺς συναδέλφους τους;
Καὶ ἀφοῦ δείχνουν αὐτοὶ τόση διάθεση νὰ σώσουν τοὺς συναδέλφους τους, πόσο εἶναι ὀρθότερο νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας;
Ἀφοῦ μάλιστα ἔχουμε καὶ ἐδῶ ναυάγιο καὶ χειρότερο ἀπὸ τὸ πρῶτο· διότι πραγματικὰ ὁ ἄνθρωπος εἴτε ἐξύβρισε καὶ δὲν παρέλειψε καμία ὕβρη, ἐπειδὴ κάποιοι τὸν ἐνόχλησαν· εἴτε ἐπιόρκησε, ἐπειδὴ ἔγινε δοῦλος τῆς ὀργῆς του, ὁπότε καὶ πάλι ὑπέπεσε σὲ μεγάλη ἁμαρτία· ἢ χτυπᾶ κάποιον καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸν σκοτώσει, ἔχουμε πάλι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο ναυάγιο.

Πρέπει λοιπὸν νὰ τρέξεις καὶ νὰ σταματήσεις τὸ κακό, νὰ κατεβεῖς μέσα στὸ τρικυμισμένο πέλαγος καὶ νὰ σώσεις αὐτοὺς ποὺ πνίγονται.
Καὶ ἀφοῦ διαλύσεις ὅσους συγκέντρωσε ὁ διάβολος καὶ καλέσεις ἰδιαιτέρως τὸν καθένα, συμβούλευσέ τους νὰ σβήσουν τὴ φωτιὰ καὶ νὰ ἐξαφανίσουν τὰ κύματα.
Καὶ μὴ φοβηθεὶς ἂν ἀνάψει περισσότερο ἡ φωτιὰ καὶ γίνει φοβερότερο τὸ καμίνι· διότι, ἂν κάνεις ἀρχή, εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ συνεργαστοῦν μαζί σου καὶ θὰ σὲ βοηθήσουν, καὶ προπάντων ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης.
Ἂν καταστείλεις πρῶτος τὴ φωτιά, θὰ σὲ ἀκολουθήσουν καὶ πολλοὶ ἄλλοι καὶ θὰ ἀμειφθεὶς ἐσὺ γιὰ τὰ ἔργα ἐκείνων. Ἄκουσε ποιά συμβουλὴ ἔδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἰουδαίους ποὺ κυλιόντουσαν μέσα στὴν ἁμαρτία: «ἐὰν δὲ ἴδῃς τὸ ὑποζύγιον τοῦ ἐχθροῦ σου πεπτωκὸς ὑπὸ τὸν γόμον αὐτοῦ, οὐ παρελεὺσῃ αὐτό, ἀλλὰ συναρεῖς αὐτὸ μετ᾿ αὐτοῦ (ἐάν δεῖς τὸ ὑποζύγιο τοῦ ἐχθροῦ σου νὰ ἔχει πέσει ὑπὸ τὸ βάρος τοῦ φορτίου του, δὲν θὰ τὸ προσπεράσεις μὲ ἀδιαφορία, ἀλλὰ μαζὶ μὲ αὐτὸν θὰ τὸ σηκώσεις)» (Εξ.23,5).
Καὶ βέβαια εἶναι πολὺ πιὸ ἀσήμαντο νὰ σηκώσεις ἐπάνω τὸ ζῶο τοῦ ἐχθροῦ σου ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὸ πολὺ φορτίο, ἀπὸ νὰ χωρίσεις καὶ νὰ συμφιλιώσεις ἀνθρώπους ποὺ φιλονικοῦν μεταξύ τους.
Ἀφοῦ ἔχεις καθῆκον λοιπὸν νὰ βοηθήσεις τὸ ὑποζύγιο τῶν ἐχθρῶν σου, ἔχεις πολὺ μεγαλύτερο νὰ σηκώνεις τὶς ψυχὲς τῶν φίλων σου, ἀφοῦ μάλιστα ἡ πτώση εἶναι τρομερότερη· διότι οἱ ψυχὲς δὲν πέφτουν μέσα στὴ λάσπη, ἀλλὰ στὴν αἰώνια κόλαση, ἐπειδὴ δὲν ἀντέχουν τὸ φορτίο τῆς ὀργῆς.
Ἐσὺ ὅμως προσπερνᾶς ἐντελῶς ἀδιάφορος καὶ ἀσυγκίνητος, ἂν καὶ βλέπεις ὅτι τὸν ἔχει σκεπάσει τὸ φορτίο καὶ ὅτι στέκεται ἐπάνω του ὁ διάβολος καὶ τοῦ ἀνάπτει τὴ φωτιά. Αὐτὴ ἡ ἀδιαφορία ἐνέχει κινδύνους ἀκόμη καὶ ὅταν πρόκειται γιὰ ἕνα ὑποζύγιο.
 
Ὁ Σαμαρείτης ὅταν εἶδε ἕνα τραυματία ποὺ τοῦ ἦταν ἐντελῶς ἄγνωστος καὶ δὲν εἶχαν καμία σχέση, σταμάτησε καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του καὶ τὸν μετέφερε σὲ ξενοδοχεῖο καὶ μίσθωσε γιατρὸ καὶ τοῦ ἔδωσε χρήματα καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε καὶ ἄλλα (βλ. Λουκᾶ 10,33 κ.ε.: «Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη (ἕνας Σαμαρείτης ὅμως ποὺ περνοῦσε ἀπὸ τὸν δρόμο ἐκεῖνο, ἦλθε στὸ μέρος ὅπου ἦταν ξαπλωμένος, καὶ ὅταν τὸν εἶδε τον σπλαχνίστηκε καὶ τὸν πόνεσε)»).
Ἐσύ, ἀντιθέτως, ἂν καὶ δὲν βλέπεις ἄνθρωπο ποὺ ἔπεσε σὲ ἐνέδρα ληστῶν, ἀλλὰ σὲ ἐνέδρα μιᾶς ὁμάδας διαβόλων, καὶ τὸν πολιορκεῖ ἡ ὀργή του, ὄχι σὲ ἔρημο τόπο, ἀλλὰ στὸ μέσο τῆς ἀγορᾶς, ἐσὺ ποὺ δὲν πρόκειται νὰ ξοδέψεις χρήματα, οὔτε νὰ νοικιάσεις ζῶο, οὔτε νὰ συνοδεύσεις σὲ μακρινὸ δρόμο, ἀλλὰ νὰ ἀπευθύνεις λίγες συμβουλές, διστάζεις καὶ ἀλλάζεις δρόμο καὶ προσπερνᾶς ἀπάνθρωπα καὶ χωρὶς οἶκτο. Πῶς περιμένεις λοιπὸν καὶ ἐσύ, ὅταν ἐπικαλεστεῖς τὸν Θεό, νὰ σὲ εὐσπλαχνιστεὶ ποτέ;
 
Θὰ ἀπευθυνθῶ τώρα καὶ πρὸς ἐσᾶς, οἱ ὁποῖοι συμπεριφέρεστε κακῶς καὶ μάλιστα ἐνώπιον πολλῶν ἀνθρώπων, πρὸς ἐκείνους ποὺ προσβάλλουν καὶ ἀδικοῦν.
Ἀπάντησέ μου. Χτυπᾶς καὶ κλωτσᾶς καὶ δαγκώνεις; Ἔγινες ἀγριόχοιρος καὶ ὄνος ἄγριος;
Καὶ δὲν ντρέπεσαι οὔτε κοκκινίζεις ποὺ γίνεσαι θηρίο καὶ προδίδεις τὴν ἀνθρώπινη φύση σου; Μπορεῖ νὰ εἶσαι πτωχός, ἀλλὰ εἶσαι ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Μπορεῖ νὰ εἶσαι ἕνας ἁπλὸς τεχνίτης, ἀλλὰ εἶσαι Χριστιανός.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀκριβῶς, διότι εἶσαι πτωχός, πρέπει νὰ εἶσαι ἥσυχος. Οἱ φιλονικίες εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν πλουσίων, ὄχι τῶν πτωχῶν· τῶν πλουσίων, ποὺ ἔχουν μεγάλη ἀνάγκη τῶν φιλονικιῶν.
Ἐσὺ ποὺ δὲν ἔχεις τὶς ἀπολαύσεις τοῦ πλούτου, περιφέρεσαι καὶ συγκεντρώνεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου τὰ κακὰ τοῦ πλούτου, τὰ μίση καὶ τὶς φιλονικίες καὶ τὶς μάχες.
Καὶ ἀγωνίζεσαι νὰ πνίξεις τὸν ἀδελφό σου καὶ νὰ τὸν ἀπαγχονίσεις καὶ νὰ τὸν ἐξευτελίσεις ἐνώπιον ὅλων.
Καὶ δὲν συναισθάνεσαι ὅτι συμπεριφέρεσαι πολὺ κακῶς, διότι μιμεῖσαι τὰ κακὰ ἔνστικτα τῶν θηρίων καὶ γίνεσαι πολὺ χειρότερος ἀπὸ αὐτὰ· διότι τὰ θηρία ἔχουν κοινὰ τὰ πάντα καὶ βόσκουν μαζὶ καὶ περιφέρονται μαζί.

Ἐμεῖς, ἀντιθέτως, δὲν ἔχουμε τίποτε ἀπὸ κοινοῦ, ἀλλὰ εἶναι τὰ πάντα ἄνω-κάτω. Ἐμεῖς ἀντιπαθοῦμε, φιλονικοῦμε, ὑβρίζουμε, μισοῦμε καὶ προσβάλλουμε. Καὶ δὲν ντρεπόμαστε οὔτε τὸν οὐρανό, στὸν ὁποῖο μᾶς κάλεσε ὅλους μαζὶ ὁ Θεός, οὔτε τὴ γῆ τὴν ὁποία πρόσφερε κοινὴ σὲ ὅλους, οὔτε τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, ἀλλὰ ὅλα τὰ πῆραν μαζί τους καὶ ἔφυγαν ἡ ὀργὴ καὶ ἡ φιλαργυρία μας.
Δὲν εἶδες πόσα κακὰ ἔπαθε καὶ πῶς ρίχτηκε στὴν αἰώνια κόλαση ἐκεῖνος ποὺ χρωστοῦσε δέκα χιλιάδες τάλαντα καὶ ἀφοῦ τοῦ τὰ χάρισε ὁ δανειστής του, ἐκεῖνος βασάνισε σκληρὰ ἕνα συνάνθρωπό του, ἐπειδὴ τοῦ χρωστοῦσε ἑκατὸ δηνάρια: «ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοὶ εἴ τί ὀφείλεις (ὅταν ὅμως βγῆκε ἔξω ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, βρῆκε ἕναν ἀπὸ τοὺς συνδούλους του ποὺ τοῦ χρώσταγε ἑκατὸ δηνάρια, δηλαδὴ ἕνα μικρὸ ποσὸ καὶ ἀφοῦ τὸν σταμάτησε, τὸν πίεζε σκληρὰ λέγοντας: "Ἐξόφλησέ μου ὅ,τι μοῦ χρωστᾶς")» (Ματθ.18,28 κ.ε.);

Δὲν σὲ φοβίζει τὸ παράδειγμα; Δὲν φοβᾶσαι μήπως πάθεις καὶ ἐσὺ τὰ ἴδια; Διότι καὶ τὰ δικά μας χρέη πρὸς τὸν Κύριο εἶναι πολλὰ καὶ μεγάλα. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν μᾶς ἐνοχλεῖ καὶ ἀναμένει μὲ ὑπομονὴ καὶ οὔτε μᾶς πιέζει, ὅπως πιέζουμε ἐμεῖς τοὺς συνανθρώπους μας, οὔτε μᾶς ταλαιπωρεῖ οὔτε μᾶς βασανίζει.
Ἂν καὶ θὰ εἴχαμε ἐξοντωθεῖ ἀπὸ καιρό, ἂν ἀποφάσιζε νὰ ζητήσει νὰ Τοῦ ἐπιστρέψουμε ἔστω κι ἕνα μικρὸ μέρος ἀπὸ τὰ χρέη μας.
 
Ἂς ἔχουμε, λοιπόν, αὐτὰ ὑπόψη μας, ἀγαπητοί, ἂς γίνουμε ταπεινόφρονες καὶ ἂς δείχνουμε μεγάλη ἐπιείκεια πρὸς τοὺς ὀφειλέτες μας· διότι ἂν ἀντιμετωπίζουμε μὲ σύνεση τὰ πράγματα, αὐτοὶ γίνονται αἰτία νὰ μᾶς συγχωρηθοῦν πολλὰ καὶ κερδίζουμε πολλὰ μὲ τὴν προσφορὰ λίγων.
Γιατί λοιπὸν τὸν πιέζεις νὰ σοῦ τὰ ἐπιστρέψει, ἐνῷ ἔπρεπε νὰ τοῦ τὰ χαρίσεις ἀκόμη καὶ ἂν ἐκεῖνος ἤθελε νὰ σοῦ τὰ ἐπιστρέψει, γιὰ νὰ σοῦ χαρίσει ὁ Θεὸς τὰ πάντα;
Τώρα ὅμως κάνεις τὸ πᾶν καὶ ἐκβιάζεις καὶ φιλονικεῖς, γιὰ νὰ μὴ σοῦ χαριστεῖ τίποτε ἀπὸ τὰ χρέη σου.
Καὶ ἔχεις τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐνοχλεῖς τον πλησίον σου, ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι χτυπᾶς μὲ τὸ ξίφος τὸν ἑαυτό σου καὶ πολλαπλασιάζεις τὴν αἰώνια τιμωρία σου.
Ἂν δείξεις ὅμως λίγη σύνεση ἐδῶ, ἐξαφανίζεις σχεδὸν τὶς εὐθύνες σου· διότι ὁ Θεὸς θέλει νὰ δείξουμε αὐτὴν τὴ φιλότιμη συμπεριφορά, γιὰ νὰ Τοῦ δώσουμε τὴ χαρὰ νὰ μᾶς ἀνταποδώσει περισσότερα.
Ἄφησε λοιπὸν ἐλεύθερους ὅλους, ὅσοι σοῦ ὀφείλουν χρήματα ἢ ἁμαρτήματα καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀμείψει τὴ μεγαλοψυχία σου αὐτὴν· διότι ἕως ὅτου σοῦ ὀφείλουν ἐκεῖνοι, δὲν σοῦ ὀφείλει ὁ Θεός. Μόλις ὅμως τοὺς τὰ χαρίσεις, θὰ μπορέσεις νὰ ἀπευθυνθεῖς πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζητήσεις μὲ πολὺ σεβασμὸ νὰ σὲ ἀμείψει γιὰ τὴν τόση εὐσέβειά σου.

Ἂν περνοῦσε π.χ. ἕνας ἄνθρωπος καὶ σὲ ἔβλεπε νὰ ἔχεις στὴν ἐξουσία σου τὸν ὀφειλέτη σου καὶ σὲ παρακαλοῦσε νὰ τὸν ἀφήσεις καὶ νὰ ζητεῖς ἀπὸ αὐτὸν ὅ,τι ὀφείλει ὁ ἄλλος, δὲν θὰ δεχόταν ποτὲ νὰ φανεῖ ἀχάριστος, ἀφοῦ ἀνέλαβε ἐκεῖνος τὴν εὐθύνη γιὰ ὅλα.
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ μᾶς καταβάλει ὁ Θεὸς πολὺ περισσότερα, χιλιάδες περισσότερα, ὅταν, πιστοὶ στὴν ἐντολή Του, ἀφήσουμε νὰ φύγουν καὶ χαρίσουμε ὅλες τὶς ὀφειλὲς σὲ ἐκείνους ποὺ μᾶς χρωστοῦν, χωρὶς νὰ τοὺς ζητήσουμε καμία, μικρὴ ἢ μεγάλη, εὐθύνη;
Ἂς μὴ λογαριάζουμε λοιπὸν τὴν πρόσκαιρη εὐχαρίστηση ποὺ θὰ αἰσθανθοῦμε ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις μας πρὸς τοὺς χρεῶστες μας, ἀλλὰ τὴ ζημία, τὴν ὁποία θὰ ὑποστοῦμε ἐκ τῆς διαγωγῆς μας αὐτῆς στὴ μέλλουσα ζωή, ἀφοῦ ἡ ζημία μας θὰ ἀναφέρεται στὰ αἰώνια ἀγαθά.

Ἂς ἀνεβοῦμε λοιπὸν σὲ ὑψηλὰ ἠθικὰ ἐπίπεδα καὶ ἂς χαρίσουμε στοὺς ὀφειλέτες μας τὰ χρήματα καὶ ἂς συγχωρήσουμε τὰ πλημελήμματά τους ἀπέναντι σὲ μᾶς, γιὰ νὰ ἐφοδιάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας μὲ καλὴ ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἀφοῦ ἐπιτύχουμε μὲ τὴν ἐπιείκειά μας πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας ὅ,τι δὲν κατορθώσαμε νὰ ἐπιτύχουμε μὲ τὶς ἄλλες ἀρετές μας, ἂς ἀπολαύσουμε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 

ΟΜΙΛΙΑ ΙΣΤ΄ ἀπὸ τὸ Ὑπόμνημα τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου
στὸ «Κατὰ Ματθαῖον» εὐαγγέλιο.


«Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας (μὴ νομίσετε ὅτι ἦλθα νὰ καταργήσω καὶ νὰ ἀκυρώσω τὸν ἠθικὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ ἢ τὴν ἠθικὴ διδασκαλία τῶν προφητῶν· δὲν ἦλθα νὰ τὰ καταργήσω αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ συμπληρώσω καὶ νὰ σᾶς τὰ παραδώσω τέλεια)»  (Μάτθ.5,17).
 
Ποιός ἐξέφρασε αὐτὴν τὴν ὑποψία ἢ ποιός διατύπωσε ἀντίστοιχη κατηγορία ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ, ὥστε νὰ δώσει τὴν ἀπάντηση αὐτήν;
Διότι ὅσα προηγουμένως εἶχαν εἰπωθεῖ δὲν δημιουργοῦσαν βέβαια αὐτὴν τὴν ὑποψία· διότι οἱ ἐντολὲς νὰ εἴμαστε πρᾶοι καὶ ἐπιεικεῖς καὶ ἐλεήμονες καὶ καθαροὶ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴ δικαιοσύνη, δὲν περιεῖχαν καμία τέτοια ἔνδειξη, ἀλλὰ ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο.
Γιατί λοιπὸν εἶπε αὐτά; Ὄχι τυχαῖα, οὔτε χωρὶς λόγο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ καθιερώσει σπουδαιότερες ἀπὸ τὶς παλαιὲς ἐντολὲς μὲ τὰ ἑξῆς λόγια:
«Ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ φονεύσεις· ὃς δ᾿ ἂν φονεύσῃ, ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥἀκά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός (ἔχετε ἀκούσει ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Νόμου στὶς συναγωγὲς ὅτι εἶπε ὁ Θεὸς στοὺς προγόνους μας: ‘’Δὲν θὰ σκοτώσεις’’. Ἐπίσης ἔχετε ἀκούσει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ θὰ σκοτώσει θὰ εἶναι ἔνοχος σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ παραπεμφθεῖ σὲ δίκη στὸ τοπικὸ ἑπταμελὲς δικαστήριο ποὺ ὀνομάζεται «κρίση».
Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέω ὅτι καθένας ποὺ ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρὶς σοβαρὸ πνευματικὸ λόγο, διαπράττει ἔγκλημα ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δικαζόταν ἄλλοτε ἀπὸ τὸ τοπικὸ ἑπταμελὲς δικαστήριο, τὴν «κρίση». Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ πεῖ περιφρονητικὰ στὸν ἀδελφό του «ἀνόητε», εἶναι ἔνοχος βαρύτερου ἐγκλήματος, σὰν ἐκεῖνα ποὺ δικάζουν ἀπὸ τὸ ἀνώτατο δικαστήριο τῶν Ἰουδαίων, τὸ Συνέδριο. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ μὲ μῖσος καὶ κακία θὰ πεῖ στὸν ἀδελφό του «ἠλίθιε», θὰ εἶναι ἔνοχος ἐγκλήματος ποὺ πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ μὲ τὴ γέεννα τοῦ πυρὸς ποὺ βρίσκεται στὸν Ἅδη)» (Ματθ.5,21-22).
 
Ἐπρόκειτο ἀκόμη νὰ ἀνοίξει τὸν δρόμο πρὸς μία θεία καὶ οὐράνια ζωή. Γιὰ νὰ μὴν καταπλήξει ὁ πρωτάκουστος λόγος Του τὶς ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν Του καὶ τοὺς κάνει νὰ ἀντιμετωπίζουν μὲ καχυποψία τα λεγόμενα, προβαίνει σὲ αὐτὴν τὴν προειδοποίηση· διότι, ἂν καὶ δὲν ἐφάρμοζαν τὸν μωσαϊκὸ νόμο, εἶχαν μεγάλη εὐθιξία γι’ αὐτὸν καί, ἂν καὶ τὸν παρέβαιναν καθημερινὰ μὲ τὶς πράξεις τους, ἤθελαν νὰ παραμένει ἀπολύτως ἀμετάβλητο τὸ γράμμα του καὶ νὰ μὴν προσθέσει κανεὶς τίποτε σὲ αὐτό.

 Ὀρθότερο εἶναι ὅμως ὅτι δὲν εἶχαν ἀντίρρηση νὰ προσθέτουν οἱ ἀρχηγοὶ τῆς συναγωγῆς, ὄχι ὅμως πρὸς τὸ καλύτερο, ἀλλὰ πρὸς τὸ χειρότερο.
Ἔτσι π.χ. μείωναν μὲ τὶς προσθῆκες τους τὸν σεβασμὸ πρὸς τοὺς γονεῖς. Καὶ πολλὲς ἄλλες ἀπὸ τὶς διατάξεις του καταργοῦσαν μὲ τὶς ἀκατάλληλες αὐτὲς προσθῆκες.
 Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Χριστὸς δὲν ἀνῆκε σὲ κανένα ἱερατικὸ γένος, καὶ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ διδάξει, ἀποτελοῦσαν προσθήκη, ἡ ὁποία βεβαίως δὲν ἐλάττωνε, ἀλλὰ αὔξανε τὴν ἀρετή, ἐπειδὴ γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων ὅτι ἐπρόκειτο νὰ τοὺς ἐνοχλήσουν καὶ τὰ δύο αὐτά, προσπαθεῖ, προτοῦ νὰ κάνει τὶς θαυμαστὲς προσθῆκες Του, νὰ ἐξαφανίσει ὅ,τι ἐπρόκειτο νὰ δημιουργήσει στὴν ψυχή τους ὑποψίες.
 
Ἀλλὰ τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ δημιουργοῦσε ὑποψίες καὶ ἀντιδράσεις; Νόμιζαν ὅτι μὲ τὴ διδασκαλία Του αὐτὴν ἐνεργοῦσε γιὰ τὴν κατάργηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου.
Αὐτὴν τὴν ὑποψία λοιπὸν ἐπιθυμεῖ νὰ θεραπεύσει. Καὶ δὲν τὸ κάνει μόνο ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ. Ἐπειδὴ π.χ. Τὸν θεωροῦσαν ὅτι εἶναι ἀσεβὴς γιὰ τὸν λόγο ὅτι δὲν τηροῦσε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἤθελε νὰ σβήσει αὐτὴν τὴν ὑποψία τους καὶ φροντίζει νὰ παρουσιάσει δικαιολογίες, ἄλλοτε σύμφωνες μὲ τὴ θεία φύση Του, ὅπως π.χ. ὅταν λέγει: « Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι (ὁ Θεὸς Πατέρας μου ἐργάζεται ἕως τώρα συνεχῶς καὶ χωρὶς διακοπὴ ˙ διότι ὄχι μόνο δημιούργησε ἀλλὰ καὶ κυβερνᾶ τὸν κόσμο καὶ προνοεῖ γι’ αὐτόν. Κι ἐγὼ λοιπόν, ὁ Υἱός του ἐργάζομαι συνεχῶς ὅπως ὁ Πατέρας μου, χωρὶς νὰ διακόπτω τὸ σωτήριο ἔργο μου τὶς ἡμέρες τοῦ Σαββάτου)» (Ἰω.5,17)· ἄλλοτε μὲ μεγάλη συγκατάβαση, ὅταν π.χ. ὅταν φέρει ὡς παράδειγμα πρόβατο ποὺ χάθηκε τὸ Σάββατο καὶ ἀποδεικνύει ὅτι παραβαίνεται ὁ νόμος, γιὰ νὰ σωθεῖ ἐκεῖνο, καὶ ὑπενθυμίζει τὴν περιτομή, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ ἴδιο συμπέρασμα (Ἡ περιτομὴ γινόταν τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τὴ γέννηση, ἔστω καὶ ἂν συνέπιπτε νὰ εἶναι Σάββατο) (βλ.Ἰω.7,22: «Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωϋσέως ἐστίν, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν πατέρων, καὶ ἐν σαββὰτῳ περιτέμνετε ἄνθρωπον (ὁ Μωυσῆς σᾶς ἔδωσε τὴν περιτομή.
Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, δὲν ἔχει καθιερωθεῖ ἀπὸ τὸν Μωυσῆ ἡ περιτομή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παράδοση τῶν παλαιοτέρων προγόνων σας. Καὶ ἐὰν τύχει ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ βρέφους νὰ εἶναι Σάββατο, καὶ τότε κάνετε περιτομὴ στὸν ἄνθρωπο)»).
 
Γιὰ νὰ ἀντικρούσει λοιπὸν τὴν ψευδῆ γνώμη ὅτι εἶναι ἀσεβής, χρησιμοποιεῖ πολλὲς φορὲς ἁπλᾶ λόγια (π.χ. βλ. Ματθ.12,11-12: «Τὶς ἔσται ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος ὃς ἕξει πρόβατον ἕν, καὶ ἐὰν ἐμπὲσῃ τοῦτο τοῖς σάββασιν εἰς βόθυνον, οὐχὶ κρατήσει αὐτὸ καὶ ἐγερεῖ; πὸσῳ οὖν διαφέρει ἄνθρωπος προβάτου; ὥστε ἔξεστι τοῖς σάββασι καλῶς ποιεῖν (ποιὸς ἄνθρωπος ἀπὸ σᾶς, ποὺ θὰ ἔχει ἕνα πρόβατο, ἐὰν πέσει τὸ πρόβατο κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου σὲ λάκκο, δὲν θὰ τὸ πιάσει καὶ δὲν θὰ τὸ βγάλει ἀπὸ ἐκεῖ;
Πόσο, λοιπόν, διαφέρει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ πρόβατο; Ἀσυγκρίτως περισσότερο. Ὥστε ἐὰν ἐπιτρέπεται νὰ κάνουμε καλὸ στὰ ζῶα κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, πόσο μᾶλλον στὸν ἄνθρωπο;)»)

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ Αὐτὸς ποὺ ἀνέστησε χιλιάδες νεκροὺς μὲ μία λέξη μόνο, πρόσθεσε καὶ προσευχὴ ὅταν κάλεσε τὸν Λάζαρο νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸν τάφο του (Ἰω.11,41: «ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοὶ ὅτι ἤκουσάς μου (σήκωσαν, λοιπόν, τὸν λίθο ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου, ὅπου εἶχε τεθεῖ ὁ πεθαμένος Λάζαρος. Ὁ δὲ Ἰησοῦς σήκωσε τὰ μάτια του ἐπάνω καὶ εἶπε: "Πάτερ μου, Σὲ εὐχαριστῶ, διότι μὲ ἄκουσες καὶ θὰ γίνει καὶ τοῦτο τὸ θαῦμα)»).
Ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα, φρόντισε νὰ ἐξουδετερώσει τὴν ὑποψία καὶ πρόσθεσε ὅτι: «ἐγὼ δὲ ᾔδεῖν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας (Ἐγώ τὸ ἤξερα ὅτι πάντοτε μὲ ἀκοῦς, ἀλλὰ εἶπα μεγαλόφωνα τὸ "εὐχαριστῶ", γιὰ νὰ τὸ ἀκούσει ὁ λαὸς ποὺ στέκεται γύρω μου. Ἔτσι λοιπόν, ἀφοῦ ὅλοι αὐτοὶ δοῦν πόση βεβαιότητα ἔχω ὅτι θὰ εἰσακουστῶ, νὰ πιστέψουν ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες, ὅταν ἀκολουθήσει τὸ θαῦμα)» (Ἰω.11,42).

Ὡστόσο δὲν ἐνεργεῖ πάντα σὰν νὰ εἶναι αὐτεξούσιος, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν ἀσθένειά τους. Οὔτε ἐνεργεῖ πάντα κατόπιν προσευχῆς, γιὰ νὰ μὴ δώσει ἀφορμὴ στοὺς μεταγενέστερους νὰ ὑποψιασθοῦν ὅτι στεροῦνταν δυνάμεως καὶ ἐξουσίας, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ πότε τὸν ἕνα καὶ πότε τὸν ἄλλο τρόπο. Καὶ δὲν τὸ κάνει οὔτε αὐτὸ κατὰ τύχη, ἀλλὰ μὲ τὴ σύνεση ποὺ Τοῦ ταιριάζει· διότι ἀπευθύνεται πρὸς τὸν οὐρανὸ ὅταν κάνει κάτι μικρό, ἐνῷ γιὰ τὰ μεγαλύτερα ἐνεργεῖ μὲ ἀπόλυτη ἐξουσία.
Ὅταν π.χ. συγχωρεῖ ἁμαρτίες καὶ ἀποκαλύπτει μυστικὰ καὶ ἀνοίγει τὸν παράδεισο καὶ διώχνει τὰ δαιμόνια καὶ θεραπεύει λεπροὺς καὶ χαλιναγωγεῖ τὸν θάνατο καὶ ἐπαναφέρει στὴ ζωὴ χιλιάδες νεκρούς, ἐνεργεῖ μὲ μία ἁπλῆ προσταγῇ σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις.
Ὅταν ὅμως πολλαπλασίαζε τοὺς ὀλίγους ἄρτους, πρᾶγμα πολὺ κατώτερο ἀπὸ τὰ προηγούμενα, τότε ἀπευθυνόταν στὸν οὐρανὸ καὶ ἔκανε κατανοητὸ ὅτι ἐνεργεῖ ἔτσι ὄχι ἀπὸ ἀδυναμία. Διότι πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ χρειάζεται νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὰ μικρά, ἀφοῦ μποροῦσε νὰ κάνει τὰ μεγαλύτερα μὲ ἀπόλυτη ἐξουσία;
Ἀλλά, ὅπως εἶπα, αὐτὸ τὸ κάνει, γιὰ νὰ χαλιναγωγήσει τὴν ἀναισχυντία τους.

Πρέπει λοιπὸν νὰ σκέπτεσαι τὰ ἴδια καὶ γιὰ τὰ λόγια Του, ὅταν Τὸν ἀκοῦς νὰ διδάσκει μὲ ἁπλᾶ λόγια· διότι εἶναι πολλὰ τὰ αἴτια τῶν λόγων καὶ τῶν πράξεών Του, ὅπως π.χ. νὰ μὴ θεωρεῖται ὅτι δὲν εἶναι ἴδιος μὲ τὸν Θεό, νὰ διδάσκει καὶ νὰ θεραπεύει τοὺς πάντες, νὰ διδάσκει τὴν ταπεινοφροσύνη, νὰ ἔχει ἀνθρώπινο σῶμα, νὰ μὴν μποροῦν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ διδαχθοῦν τὰ πάντα συγχρόνως, νὰ τοὺς διδάσκει νὰ μὴν περιαυτολογοῦν ποτέ.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν εἶπε πολλὲς φορὲς ὁ Ἴδιος πολλὰ ταπεινὰ γιὰ τὸν ἑαυτό Του καὶ ἄφησε νὰ λέγουν ἄλλοι τὰ μεγάλα.

Αὐτὸς π.χ. ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἔλεγε: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ εἰμι (Ἀληθινά σᾶς λέω, προτοῦ ἀκόμη νὰ ἔλθει στὴν ὕπαρξη ὁ Ἀβραάμ, ἐγὼ ὑπάρχω παντοτινὰ πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες)» (Ἰω.8,58).
Ὁ μαθητής Του ὅμως ὁ Ἰωάννης δὲν λέγει ἔτσι, ἀλλά: « Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας ὑπῆρχε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ γεννήθηκε ἀχρόνως ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς ἄπειρος καὶ ζωντανὸς Λόγος ἀπὸ ἀπειροτέλειο καὶ πάνσοφο Νοῦ. Καὶ ὁ Λόγος, ὡς δεύτερο πρόσωπο τῆς Θεότητος, ἦταν ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ πάντοτε ἑνωμένος μαζί Του. Καὶ ἦταν Θεὸς τέλειος ὁ Λόγος)» (Ἰω.1,1).

Ἐπίσης ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, δὲν εἶπε πουθενὰ σαφῶς ὅτι Αὐτὸς δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα καὶ ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα.
Ὁ μαθητὴς ὅμως τὸ λέγει καὶ μία καὶ δυὸ καὶ πολλὲς φορές, μὲ πολλὴ σαφήνεια, χωρὶς κανένα δισταγμό.
Γράφει: «Πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν (ὅλα τὰ δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ Αὐτοῦ, σὲ συνεργασία μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα˙ καὶ χωρὶς Αὐτὸν δὲν ἔγινε τὸ παραμικρὸ ἀπ’ ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει)» (Ἰω.1,3).
 Καὶ παρακάτω: «Ἐν τῷ κὸσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω( Ἤταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὸν κόσμο, προνοοῦσε καὶ κυβερνοῦσε τὸν κόσμο. Καὶ ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα κτίσματα ἀπ’ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται ὁ ἐπίγειος κι ὁ οὐράνιος κόσμος, διαμέσου Αὐτοῦ ἔγιναν.
Κι ὅμως, ὅταν Αὐτὸς σαρκώθηκε κι ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ διεφθαρμένος κόσμος τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἦταν προσκολλημένος στὰ γήινα δὲν Τὸν ἀναγνώρισε ὡς δημιουργό του)» (Ἰω.1,10).
 
Γιατί σοῦ κάνει ἐντύπωση ὅτι ἄλλοι εἶπαν γι’ Αὐτὸν περισσότερα ἀπὸ ὅσα εἶπε ὁ Ἴδιος, ἀφοῦ εἶναι γνωστὸ ὅτι ἐνῷ ἔδειχνε συχνὰ τὴ δύναμή Του μὲ τὰ ἔργα Του, δὲν τὴν παρουσίαζε καθαρὰ μὲ τὰ λόγια Του;
Μὲ τὴ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ π.χ. ἔδειξε σαφῶς ὅτι Αὐτὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν ὅμως ὁμιλοῦσε γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου γενικῶς, δὲν εἶπε «Ἐγὼ τὸν ἔπλασα», ἀλλά: «οὐκ ἀνέγνωτε ὅτι ὁ ποιήσας ἀπ᾿ ἀρχῆς ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εἶπεν ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ κολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν; (δὲν διαβάσατε στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως ὅτι ὁ Θεός, ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα, ἔκανε ἐξ ἀρχῆς τὸ πρῶτο ἀνδρόγυνο ἀπὸ ἕναν ἄνδρα καὶ μία γυναῖκα;
Ἐὰν ὁ Δημιουργὸς νομοθετοῦσε τότε καὶ τὸ διαζύγιο, δὲν θὰ δημιουργοῦσε μόνο μία ἀλλὰ περισσότερες γυναῖκες γιὰ τὸν ἕναν ἄνδρα)» (Ματθ.19,4)· καθὼς ἐπίσης καί: «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς (καὶ πράγματι ὁ ἀπειροτέλειος Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο προίκισε μὲ δικά Του χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα, ὥστε νὰ εἶναι μὲ αὐτὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Δημιούργησε ἀπ' ἀρχῆς ἄνδρα καὶ γυναῖκα)» (Γέν.1,27).

Ἀπέδειξε ἐπίσης μὲ τὰ θαύματα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἰχθύων, τῆς μεταβολῆς τοῦ νεροῦ σὲ κρασί, τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, τῆς γαλήνευσης τῆς θάλασσας, τῆς διακοπῆς τῆς λάμψης τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, ποὺ τὶς ἀνάγκασε, ὅταν βρισκόταν ἐπάνω στὸ σταυρό, νὰ μὴ φωτίζουν τὴ γῆ, καὶ πολλῶν ἄλλων, ὅτι δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ ὅλα τὰ ἐγκόσμια.
Μὲ λόγια ὅμως δὲν τὸ εἶπε πουθενὰ καθαρά, ἀλλὰ οἱ μαθητὲς τὸ λέγουν πολλὲς φορές, καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Πέτρος.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἐκεῖνοι, ποὺ Τὸν ἄκουγαν ἡμέρα καὶ νύκτα νὰ ὁμιλεῖ καὶ Τὸν ἔβλεπαν νὰ κάνει θαύματα, καὶ τοὺς ἔλυσε εἰδικότερα πολλὲς ἀπορίες καὶ τοὺς ἔδωσε τόση δύναμη, ὥστε καὶ νεκροὺς νὰ ἐπαναφέρουν στὴ ζωή, καὶ τοὺς κατήχησε τόσο, ὥστε νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ πάντα γι΄ Αὐτόν, δὲν εἶχαν τὴ δύναμη προτοῦ νὰ φωτιστοῦν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, παρὰ τὴν τόση ἀρετὴ καὶ πίστη τους, νὰ κατανοήσουν τὰ πάντα, πῶς θὰ πειθόταν ὁ ἰουδαϊκὸς λαός, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε τὴν ἀπαιτούμενη νοημοσύνη καὶ δὲν εἶχε τόση ἀρετὴ καὶ παρευρισκόταν σποραδικὰ καὶ κατὰ τύχη κατὰ τὶς ὁμιλίες καὶ τὰ θαύματά Του, ὅτι Αὐτὸς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ παντός, ἂν δὲν κατέβαλλε μὲ κάθε τρόπο τόση προσπάθεια γιὰ νὰ Τὸν κατανοήσουν;
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀκριβῶς καί, ὅταν δὲν τηροῦσε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, δὲν διετύπωσε ἀμέσως αὐτὴν τὴν ἐντολή, ἀλλὰ παρουσιάζει πολλὲς καὶ ποικίλες δικαιολογίες.
 Καὶ ἀφοῦ χρησιμοποιεῖ τόσο μετρημένα λόγια προκειμένου νὰ κάνει νὰ τονίσει μία ἐντολή, γιὰ νὰ μὴν ἐρεθίσει τοὺς ἀκροατές Του ἦταν ἑπόμενο νὰ ἐνεργήσει μὲ περισσότερη λεπτότητα καὶ προσοχὴ ὅταν πρόσθετε ὁλόκληρη ἄλλη νομοθεσία σὲ ὅλο τὸν μωσαϊκὸ νόμο, γιὰ νὰ μὴν ἀντιδράσουν οἱ ἀκροατές Του.

Εἶναι φανερὸ ὅτι γι΄ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο δὲν διδάσκει παντοῦ μὲ σαφήνεια γιὰ τὴ θεϊκὴ φύση Του· διότι, ἀφοῦ τοὺς ἐνοχλοῦσε τόσο πολὺ κάθε προσθήκη στὸν μωσαϊκὸ νόμο, θὰ τοὺς ἐνοχλοῦσε πολὺ περισσότερο νὰ παρουσιάσει τὴ θεϊκὴ φύση Του.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέγει πολλὰ κατώτερα ἀπὸ τὴν ἀξία Του. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτό, ποὺ πρόκειται νὰ συμπληρώσει τὸν νόμο, λαμβάνει πολλὰ προφυλακτικὰ μέτρα.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν εἶπε μία φορὰ «Δὲν καταργῶ τὸν νόμο», ἀλλὰ τὸ ἐπανέλαβε καὶ γιὰ δεύτερη φορά.
Ἀφοῦ δηλαδὴ εἶπε «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τὸὺς προφήτας (Μὴ νομίσετε ὅτι ἦλθα νὰ καταργήσω καὶ νὰ ἀκυρώσω τὸν ἠθικὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ ἢ τὴν ἠθικὴ διδασκαλία τῶν προφητῶν)», πρόσθεσε: «οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι (δὲν ἦλθα νὰ τὰ καταργήσω αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ συμπληρώσω καὶ νὰ σᾶς τὰ παραδώσω τέλεια)» (Ματθ.5,17).

Αὐτὸ δὲν ἐξουδετερώνει μόνο τὴν ἀναίδεια τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ κλειδώνει καὶ τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν ἐκείνων ποὺ λέγουν ὅτι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης συντάκτης εἶναι ὁ διάβολος· διότι, ἀφοῦ ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ ἐξαφανίσει τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, πῶς ὄχι μόνο δὲν τὴν καταργεῖ ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ τὴ συμπληρώνει;
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν εἶπε ἁπλῶς: «Δὲν τὴν καταλύω», ἂν καὶ αὐτὸ ἦταν ἀρκετό, ἀλλὰ εἶπε: «Τὴ συμπληρώνω».
Αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι ὄχι μόνο δὲν τὴν καταπολεμοῦσε, ἀλλὰ καὶ ὅτι τὴ δεχόταν.

«Ἀλλὰ πῶς δὲν τὴν κατήργησε;», θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κανείς. «Μὲ ποιόν τρόπο συμπλήρωσε τὸν νόμο καὶ τοὺς προφῆτες;»
 Τοὺς προφῆτες, διότι ἐπιβεβαίωσε ἐμπράκτως ὅλα ὅσα εἶπαν γι΄Αὐτόν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἔλεγε σὲ κάθε περίπτωση ὁ εὐαγγελιστὴς τὴν πρόταση: «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος (καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ καὶ μοναδικὸ γεγονὸς ἔγινε, γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ καὶ ἐπαληθεύσει αὐτό, ποὺ εἶχε λεχθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο διὰ τοῦ προφήτου)».
 
Καὶ πρόσθετε γιὰ παράδειγμα, ὁ εὐαγγελιστής, αὐτὸ τὸ συμπλήρωμα γιὰ τὴν ἐπαλήθευση τῶν προφητειῶν καὶ ὅταν ὁ Κύριος γεννήθηκε (βλ. Ματθ.1,22-23: «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος: ‘’ Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γὰστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὃ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός’’
(Μὲ ὅλο αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς ὑπερφυσικῆς συλλήψεως τῆς Παρθένου, πραγματοποιήθηκε πλήρως καὶ ἐπαληθεύθηκε ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μέσῳ τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες εἶπε: ‘’Νά, ἡ παρθένος ποὺ δὲν γνώρισε ἄνδρα, θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει υἱό, καὶ ὅσοι θὰ πιστεύουν σὲ Αὐτὸν θὰ Τὸν ὀνομάσουν Ἐμμανουήλ, ὄνομα ἑβραϊκὸ ποὺ σημαίνει "ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας")».

Ἀντίστοιχα ἔγινε πάλι λόγος γιὰ ἐπαλήθευση προφητείας καὶ ὅταν ἔψαλλαν τὰ παιδιὰ τὸν θαυμαστὸ ἐκεῖνον ὕμνο πρὸς Αὐτόν (Ματθ.21,9: «Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις (Καὶ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ὅσα προπορεύονταν καὶ ὅσα ἀκολουθοῦσαν, μὲ δυνατὲς φωνὲς κραύγαζαν: "Δόξα στὸν ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ, ποὺ περιμέναμε ἕως τώρα. Δοξασμένος νὰ εἶναι Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται σταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριο. Δόξα στὸν Θεὸ ἂς κράζουν καὶ οἱ ἄγγελοι ποὺ βρίσκονται στὰ ὑψηλότερα μέρη τοῦ οὐρανοῦ")»
-- Μάτθ.21,16: «Καὶ εἶπον αὐτῷ· ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσιν; ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· ναὶ· οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον;(καὶ Τοῦ εἶπαν: "Ἀκοῦς τί λένε αὐτοί;" Κι ὁ Ἰησοῦς τους λέει: "Ναί. Δὲν διαβάσατε ποτὲ ἐκεῖνο ποὺ λέει ὅτι ἀπὸ τὸ στόμα νηπίων καὶ μικρῶν παιδιῶν ποὺ θηλάζουν ἀκόμα ἔφτιαξες, Θεέ, τέλειο ὕμνο; Γιατί λοιπὸν ἀγανακτεῖτε, σὰν νὰ ἀνέχομαι κάτι ποὺ δὲν τὸ προφήτευσε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ;")»)

Πρόσθεσε ἐπίσης τὴν πρόταση αὐτὴ γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀντίστοιχης προφητείας ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος καὶ ὅταν ὁ Κύριος κάθισε ἐπάνω στὸ γαϊδουράκι (βλ.Ματθ.21,5: «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· εἴπατε τῇ θυγατρὶ Σιῶν, ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοὶ πραΰς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον υἱὸν ὑποζυγίου (καὶ αὐτὸ ὅλο ἔγινε γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἐκεῖνο ποὺ προφήτευσε ὁ προφήτης Ζαχαρίας λέγοντας: "Πεῖτε στὴ θυγατέρα Σιῶν, δηλαδὴ τὴν Ἱερουσαλήμ: ἰδοὺ ὁ βασιλιᾶς σου, ὁ Μεσσίας, ἔρχεται σὲ σένα πρᾶος καὶ καθισμένος πάνω σὲ γαϊδούρι καὶ σὲ πουλάρι, γέννημα ζώου ποὺ μπῆκε σὲ ζυγὸ")» καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις.
Αὐτὰ ὅλα θὰ ἔμεναν ἀπραγματοποίητα, ἂν ὁ Κύριος δὲν λάμβανε ἀνθρώπινη μορφή.
 
Τὸν μωσαϊκὸ νόμο ἐξάλλου τὸν τελειοποίησε ὄχι μόνο μὲ ἕνα τρόπο, ἀλλὰ καὶ μὲ δεύτερο καὶ μὲ τρίτο. Ὁ πρῶτος εἶναι ὅτι δὲν παρέβη καμία διάταξή του.
Ἄκουσε τί λέγει στὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή, γιὰ νὰ δεῖς ὅτι τὸν ἐφάρμοζε πάντοτε: «Ἂφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην (Ἄφησε τώρα τὶς ἀντιρρήσεις καὶ μὴ φέρνεις δυσκολία στὸ νὰ βαπτιστῶ· διότι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ταπεινώνομαι, πρέπει νὰ ἐκπληρώσω κάθε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σοῦ ἀνέθεσε ὡς καθῆκον νὰ βαπτίζεις)» (Μάτθ.3,15).
 
Καὶ στοὺς Ἰουδαίους ἔλεγε: «Τὶς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει μὲ περὶ ἁμαρτίας; εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω, διατὶ ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοί; (Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, ἐξετάζοντας καὶ ἐλέγχοντας τὴ ζωή μου, μπορεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι ἔχω κάνει ἔστω καὶ τὴν παραμικρὴ ἁμαρτία; Κανείς. Συνεπῶς οὔτε ὡς ψεύτη μπορεῖτε νὰ μὲ κατηγορήσετε.
Ἀλλὰ ἐὰν λέω πάντοτε τὴν ἀλήθεια, γιατί ἐσεῖς δὲν μὲ πιστεύετε;)» (Ἰω.8,46).
Και στοὺς μαθητὲς ἐπίσης: «Οὐκέτι πολλὰ λαλήσω μεθ᾿ ὑμῶν· ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν (Δὲν θὰ πῶ πλέον πολλὰ μαζί σας. Δὲν μένει ἄλλωστε καιρὸς γιὰ νὰ σᾶς πῶ περισσότερα· διότι ἔρχεται ὁ σατανᾶς, ποὺ ἐξουσιάζει τὸν κόσμο ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ˙ καὶ ἔρχεται γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὴν τελευταία καὶ βιαιότερη ἐπίθεσή του ἐναντίον μου.
Ἀλλὰ δὲν θὰ βρεῖ σὲ μένα τίποτε τὸ δικό του, τὸ ὁποῖο θὰ τοῦ δίνει κάποια ἐξουσία ἢ κάποιο δικαίωμα ἐπάνω μου)» (Ἰω.14,30).

Καὶ ὁ προφήτης ἔλεγε παλαιότερα ὅτι ὁ Ἐμμανουὴλ δὲν ἐπρόκειτο νὰ κάνει καμία ἁμαρτία: «Καὶ δώσω τοὺς πονηροὺς ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ καὶ τοὺς πλουσίους ἀντὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ (Ἐγώ ὅμως, σὲ ἐκδίκηση τοῦ ἀδίκου θανάτου καὶ τῆς ταφῆς Του, θὰ τιμωρήσω καὶ θὰ παραδώσω σὲ θάνατο τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ τὸν θάνατο Αὐτοῦ θὰ παραδώσω τοὺς πονηροὺς πλουσίους καὶ ἄρχοντας· διότι ὁ Παῖς μου Αὐτὸς δὲν διέπραξε καμία παρανομία, οὔτε βρέθηκε ποτὲ δόλος καὶ ψεῦδος στὸ στόμα Του)» (Ἠσ. 53,9).

Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ ἕνας τρόπος συμπληρώσεως τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ἄλλος τρόπος εἶναι τὸ ὅτι τὸν συμπλήρωσε καὶ μέσῳ ἐμᾶς τῶν ἴδιων.
Τὸ σπουδαῖο δηλαδὴ εἶναι ὅτι ὄχι μόνο ὁ Ἴδιος τὸν ἐφάρμοσε, ἀλλὰ ζήτησε νὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς τὸ ἴδιο.
Τοῦτο διδάσκει καὶ ὁ Παῦλος μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι (διότι ὁ Χριστὸς ἔδωσε τέλος στὴν ἀποστολὴ καὶ στὴν ἰσχὺ τοῦ νόμου· καὶ ἔτσι τώρα ἀποκτᾶ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν σωτηρία του καθένας ποὺ πιστεύει στὸ Χριστό, καὶ ὄχι ὅποιος ἐξαρτᾶ τὴν δικαίωσή του ἀπὸ τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ὅπως τὴν ἐξαρτοῦν οἱ Ἰσραηλῖτες ποὺ ἀπίστησαν)» (Ρωμ.10,4).

Καὶ γιὰ τὴν ἁμαρτία λέγει: «ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ ἐν ἡμῖν τοῖς μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα (συνεπῶς ὅλα ὅσα δικαίως ἀπαιτοῦσε ἀπὸ ἐμᾶς ὁ νόμος, τὰ ἐφαρμόσαμε πλήρως, καὶ πολιτευόμαστε τώρα ὄχι σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὶς ἀπαγορεύσεις τῶν ἀνώτερων πνευματικῶν μας δυνάμεων, ὅπως τὶς φωτίζει καὶ τὶς ἐνισχύει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα)» (Ρωμ.8,4).
Και ἀλλοῦ: «Νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως; Μὴ γένοιτο, ἀλλὰ νόμον ἱστῶμεν (Μήπως ὅμως μὲ τὴν πίστη καταργοῦμε τὸ κῦρος καὶ τὴν ἰσχὺ τοῦ νόμου;
Μὴν συμβεῖ νὰ ὑποθέσει κανεὶς κάτι τέτοιο. Ὄχι μόνο δὲν καταργοῦμε τὸν νόμο, ἀλλὰ ἀντίθετα στηρίζουμε τὸ κῦρος τοῦ νόμου, ἀφοῦ ὁ νόμος προλέγει τὶς ὑποσχέσεις ποὺ πραγματοποίησε ὁ Χριστὸς καὶ ἀφοῦ γιὰ νὰ μᾶς συγχωρεθοῦν οἱ παραβάσεις τοῦ νόμου σταυρώθηκε ὁ Χριστός)» (Ρωμ.3,31).
Επειδή δηλαδὴ ὁ νόμος εἶχε σκοπὸ νὰ κάνει δίκαιο τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ δὲν ἐφαρμοζόταν, ἦλθε ὁ Κύριος, μᾶς δίδαξε ὅτι ἡ ἀρετὴ ἔχει θεμέλιο τὴν πίστη καὶ ἔδωσε ἰσχὺ στὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου. Καὶ κατόρθωσε διὰ τῆς πίστεως ὅ,τι δὲν κατόρθωσε ὁ νόμος μὲ τὶς ἐντολές του.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέγει: «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον (Μὴ νομίσετε ὅτι ἦλθα νὰ καταλύσω τὸν νόμο τοῦ Μωυσῆ)».

Ἂν ἐξετάσει κανεὶς μὲ προσοχή, θὰ βρεῖ καὶ τρίτο τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ἔγινε αὐτό. Ποιός εἶναι αὐτός;
Ἡ νομοθεσία, τὴν ὁποία ἐπρόκειτο νὰ καθιερώσει στὸ μέλλον· διότι ἡ διδασκαλία Του δὲν καταργοῦσε τα προηγούμενα, ἀλλὰ τὰ ἐπεξέτεινε καὶ τὰ συμπλήρωνε.
Γιὰ παράδειγμα, ἡ ἐντολὴ νὰ μὴν ὀργιζόμαστε δὲν καταργεῖ τὴν ἐντολὴ νὰ μὴ φονεύουμε, ἀλλὰ τὴ συμπληρώνει καὶ τὴν τελειοποιεῖ. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἔριχνε τότε ἁπλῶς τὸν σπόρο τῶν νέων ἐντολῶν χωρὶς νὰ δημιουργεῖται καχυποψία, φροντίζει νὰ προλάβει τὴν παρεξήγηση, διότι ἐπρόκειτο νὰ Τὸν ὑποψιάζονται ἀργότερα, ἕνεκα τῆς συγκρίσεως τῶν νέων πρὸς τὶς παλαιὲς ἐντολές, ὅτι θέλει νὰ καταργήσει τὶς δεύτερες.
 
Ἔριξε λοιπὸν ἀπὸ τώρα ἔμμεσα τὸν σπόρο μὲ τὴ διδασκαλία Του αὐτή. Διότι ἡ ἐντολή: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι (Μακάριοι καὶ τρισευτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ συναισθάνονται ταπεινὰ τὴν πνευματική τους φτώχεια καὶ τὴν ἐξάρτηση ὁλόκληρου τοῦ ἑαυτοῦ τους ἀπὸ τὸν Θεό, διότι εἶναι δική τους ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν)» (Ματθ.5,3) ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἐντολή: «Νὰ μὴν ὀργίζεστε».
Καὶ ἡ ἐντολή: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ (Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὴν καρδιά τους καθαρὴ ἀπὸ κάθε μολυσμὸ ἁμαρτίας)» ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἐντολή: «Νὰ μὴ στρέψεις τὸ βλέμμα σου πρὸς γυναῖκα μὲ πόθο σαρκικό».
Καὶ ἡ ἐντολὴ νὰ μὴ συγκεντρώνουμε θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ «μακάριοι οἱ ἐλεήμονες (Μακάριοι εἶναι οἱ εὐσπλαχνικοὶ καὶ ἐπιεικεῖς, ποὺ συμπονοῦν τοὺς συνανθρώπους τους στὴ δυστυχία τους, διότι αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως)» (Ματθ.5,7).

Ἀντιστοίχως, οἱ ἐντολὲς νὰ πενθοῦμε, νὰ καταδιωκόμαστε, νὰ ὑβριζόμαστε, ἰσοδυναμοῦν μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ περνοῦμε ἀπὸ τὴ στενὴ πύλη· καὶ ἡ ἐντολὴ νὰ πεινοῦμε καὶ νὰ διψοῦμε τὴ δικαιοσύνη δὲν σημαίνει τίποτε ἄλλο, παρὰ ἐκεῖνο ποὺ λέγει στὴ συνέχεια: «Πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιῆτε αὐτοῖς· οὗτος γὰρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται (Καὶ γιὰ νὰ συγκεφαλαιώσω λοιπὸν ὅλα ὅσα προηγουμένως σᾶς εἶπα, σᾶς προσθέτω: Ὅλα ὅσα θέλετε νὰ σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, τὰ ἴδια νὰ κάνετε καὶ ἐσεῖς σὲ αὐτοὺς· διότι αὐτὸς εἶναι οὐσιαστικὰ καὶ συνοπτικὰ ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆτες, τὸ νὰ ἀγαπᾶτε δηλαδὴ τὸν διπλανό σας σὰν τὸν ἑαυτό σας)» (Ματθ.7,12).
 
Kaι ὅταν μακάρισε τὸν εἰρηνοποιό, εἶπε πάλι τὸ ἴδιο σχεδὸν μὲ τὶς ἐντολὲς ποὺ ἔδωσε νὰ ἀφήσουμε τὸ δῶρο μας κοντὰ στὸ θυσιαστήριο καὶ νὰ τρέξουμε νὰ συμφιλιωθοῦμε μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀδικήσαμε κα νὰ εἴμαστε ἐπιεικεῖς πρὸς τοὺς ἀντιπάλους μας.
Ἀλλὰ ἐκεῖ καθόρισε τὴν ἀμοιβὴ ἐκείνων ποὺ ἐκτελοῦν τὶς ἐντολές, ἐδῶ ὅμως τὴν τιμωρία ἐκείνων ποὺ τὶς παραβαίνουν.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἔλεγε ἐκεῖ ὅτι, ὅσοι διακρίνονται γιὰ τὴν αὐτοκυριαρχία τους, θὰ λάβουν ὡς κληρονομία τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἐδῶ ὅμως ὅτι, ὅποιος ὑβρίσει τὸν ἀδελφό του, θὰ τιμωρηθεῖ μὲ τὴν αἰώνια κόλαση.
Ἔλεγε ἀκόμη ἐκεῖ ὅτι οἱ ἀναμάρτητοι θὰ δοῦν τὸν Θεό. Ἐδῶ πάλι λέγει ὅτι εἶναι τέλειος μοιχός, ὅποιος ἁπλῶς κοιτάξει μὲ πονηρία μιὰ γυναῖκα.
Καὶ ἐνῷ ἐκεῖ χαρακτήρισε τοὺς εἰρηνοποιοὺς «παιδιὰ τοῦ Θεοῦ», ἐδῶ ἀντιθέτως φοβερίζει μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Μήποτε σε παραδῷ ὁ ἀντίδικος τῷ κριτῇ».

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ἐκείνους ποὺ πενθοῦν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ καταδιώκονται γιὰ τὴν ἀρετή τους, ποὺ τοὺς μακαρίζει πρῶτα καὶ ἔπειτα προσπαθεῖ νὰ ἐπιτύχει τὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα καὶ τοὺς ἀπειλεῖ μὲ ἀφανισμὸ ἂν δὲν ἀκολουθήσουν αὐτὸν τὸν δρόμο· διότι λέγει ὅτι ὅσοι βαδίζουν στὴν εὐρεῖα λεωφόρο, καταστρέφονται μέσα σὲ αὐτήν.
Καὶ ἡ ἐντολὴ «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ (Μὴν ἀπατᾶτε τὸν ἑαυτό σας μὲ τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ θησαυρίζει κανεὶς καὶ στὴ γῆ καὶ ταυτόχρονα νὰ εἶναι προσκολλημένος καὶ στὸ Θεό.
 Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως δοῦλος σὲ δύο κυρίους· διότι ἢ θὰ μισήσει τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσει τὸν ἄλλο, ἢ θὰ προσκολληθεῖ στὸν ἕνα καὶ θὰ περιφρονήσει τὸν ἄλλο.
Δὲν μπορεῖτε νὰ εἶστε συγχρόνως δοῦλοι καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μαμωνά, δηλαδὴ τοῦ πλούτου. Ἢ θὰ μισήσετε τὸν πλοῦτο γιὰ νὰ ἀγαπήσετε τὸν Θεό, ἢ θὰ προσκολληθεῖτε στὸν πλοῦτο καὶ θὰ περιφρονήσετε τότε τὸν Θεό)» (Ματθ.6,24), νομίζω ὅτι ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἐντολὴ «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες (Μακάριοι εἶναι οἱ εὐσπλαχνικοὶ καὶ ἐπιεικεῖς, ποὺ συμπονοῦν τοὺς συνανθρώπους τους στὴ δυστυχία τους, διότι αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως)» (Ματθ.5,7) καὶ «οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην (Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ σφοδρὸ ἐσωτερικὸ πόθο σὰν πεινασμένοι καὶ διψασμένοι ἐπιθυμοῦν τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν τελειότητα, διότι αὐτοὶ θὰ χορτάσουν, καθὼς θὰ ἱκανοποιηθοῦν πλήρως οἱ πόθοι τους)» (Ματθ. 5,6).

Ἐπειδή, ὡστόσο, πρόκειται νὰ μιλήσει καθαρότερα, ὅπως εἶπα καὶ παραπάνω, καὶ ὄχι μόνο καθαρότερα, ἀλλὰ νὰ προσθέσει καὶ ἄλλα ἀκόμη (διότι π.χ. δὲν ζητεῖ ἁπλῶς νὰ εἴμαστε ἐλεήμονες, ἀλλὰ ἀξιώνει νὰ προσφέρουμε ἀκόμη καὶ τὰ ἐνδύματά μας, οὔτε νὰ εἴμαστε ἁπλῶς ἤρεμοι, ἀλλὰ νὰ στρέφουμε καὶ τὸ ἄλλο μάγουλο σὲ ὅποιον θέλει νὰ μᾶς κτυπήσει), φροντίζει νὰ ἀπαλείψει ἐκ τῶν προτέρων τὴ γνώμη ὅτι καταπολεμεῖ τὸν μωσαϊκὸ νόμο.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ὅπως εἶπα καὶ παραπάνω, δὲν τὸ λέγει μία φορά, ἀλλὰ καὶ δεύτερη. Ἀφοῦ εἶπε δηλαδή: «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον (Μὴ νομίσετε ὅτι ἦλθα νὰ καταργήσω καὶ νὰ ἀκυρώσω τὸν ἠθικὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ ἢ τὴν ἠθικὴ διδασκαλία τῶν προφητῶν)», πρόσθεσε: «ἀλλὰ πληρῶσαι (δὲν ἦλθα νὰ τὰ καταργήσω αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ συμπληρώσω καὶ νὰ σᾶς τὰ παραδώσω τέλεια)» (Ματθ.5,17).

«Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρὲλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρὲλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται (διότι ἀληθινὰ σᾶς λέω καὶ μὲ κάθε ἐπισημότητα σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι ὅσο παραμένει καὶ δὲν καταστρέφεται ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, οὔτε ἕνα γιῶτα ἢ ἕνα κόμμα, οὔτε δηλαδὴ ἡ πιὸ μικρὴ ἀπὸ τὶς ἐντολὲς δὲν θὰ παραπέσει ἀπὸ τὸν Νόμο καὶ δὲν θὰ χάσει τὸ κῦρος της, μέχρι νὰ ἐπαληθευτοῦν καὶ νὰ ἐκπληρωθοῦν ὅλα ὅσα διατάζει ὁ Νόμος˙ καὶ θὰ ἐκπληρωθοῦν μὲ τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς μου ὅσα λέχθηκαν προφητικῶς, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ ζωὴ τῶν γνήσιων μαθητῶν μου, οἱ ὁποῖοι θὰ τηροῦν αὐτὰ μὲ ἀκρίβεια)» (Ματθ.5,18).

Ἐκεῖνο ποὺ ἐννοεῖ εἶναι τὸ ἑξῆς: «Εἶναι ἀδύνατον νὰ μείνουν ἀνεκτέλεστα αὐτά, ἀλλὰ θὰ ἐφαρμοστοῦν καὶ οἱ μικρότερες λεπτομέρειες τοῦ νόμου». Τοῦτο ἀκριβῶς ἐφάρμοσε ὁ Ἴδιος, ἀφοῦ μάλιστα τὸν συμπλήρωσε μὲ κάθε λεπτομέρεια. Ἐδῶ μάλιστα μᾶς γνωστοποιεῖ ἐμμέσως καὶ ὅτι θὰ ἀλλάξει μορφὴ ὁ κόσμος ὅλος. Καὶ δὲν τὸ ἀναφέρει αὐτὸ ἄνευ λόγου, ἀλλὰ γιὰ νὰ παρακινήσει τὸν ἀκροατὴ καὶ νὰ τοῦ ἀποδείξει ὅτι ὀρθῶς εἰσηγεῖται νέο τρόπο ζωῆς, ἀφοῦ βεβαίως πρόκειται νὰ μεταβληθεῖ πρὸς τὸ καλύτερο ὅλη ἡ κτίση καὶ νὰ προσκληθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος σὲ ἄλλη πατρίδα καὶ νὰ προετοιμαστεῖ γιὰ ἠθικότερη ζωή.
«Ὃς ἐὰν οὖν λὺσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδὰξῃ οὕτω τὸὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλεῖᾳ τῶν οὐρανῶν (Ἀφού λοιπὸν οἱ ἐντολὲς ἔχουν κῦρος καὶ ἰσχὺ ἀκατάλυτη, ὁποιοσδήποτε παραβεῖ μία κι ἀπὸ ἐκεῖνες ἀκόμη τις ἐντολές μου ποὺ φαίνονται πολὺ μικρὲς καὶ διδάξει ἔτσι τοὺς ἀνθρώπους, νὰ τὶς θεωροῦν δηλαδὴ μικρὲς κι ἀσήμαντες, θὰ κηρυχθεῖ ἐλάχιστος καὶ τελευταῖος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν)» (Ματθ.5,19).
 
Ἀφοῦ δηλαδή, ἀπάλλαξε τὸν ἑαυτό Του ἀπὸ τὴν ὑποψία ὡς πρὸς τὸν μωσαϊκὸ νόμο καὶ ἀποστόμωσε ἐκείνους ποὺ ἤθελαν νὰ ἔχουν διαφορετικὴ γνώμη, τότε πλέον ἐκφοβίζει καὶ καθορίζει μεγάλη ἀπειλὴ γιὰ τὴν τήρηση τῆς μελλοντικῆς νομοθεσίας.
Ὅτι βέβαια δὲν τὸ εἶπε αὐτὸ γιὰ τοὺς νόμους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ ὑπὲρ ἐκείνων, τοὺς ὁποίους ὁ Ἴδιος σκόπευε νὰ νομοθετήσει, ἄκουσε τὰ ἀκόλουθα: «Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἐὰν μὴ περισσεὺσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν (διότι σᾶς λέω ὅτι ἐὰν ἡ ἀρετή σας δὲν ὑπερτερήσει καὶ δὲν ξεπεράσει κατὰ πολὺ τὴν ἐξωτερικὴ ἀρετὴ τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, δὲν θὰ εἰσέλθετε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν)» (Ματθ.5,20).
 Ἐὰν ὅμως διετύπωνε τὶς ἀπειλὲς γιὰ τοὺς παλαιοὺς νόμους, τότε γιατί ἔλεγε «ἐὰν δὲν περισσεύσει»;
Διότι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔκαναν τὰ ἴδια μὲ τοὺς Γραμματεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ εἶναι ἀνώτεροι αὐτῶν, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀρετή. Ἀλλὰ ποιό ἦταν τὸ περισσό; Τὸ νὰ μὴν ὀργίζονται, τὸ νὰ μὴν κοιτάζουν γυναῖκα μὲ ἀκόλαστο βλέμμα.
 
Γιὰ ποιό λόγο, ὅμως, ὀνόμασε αὐτὲς τὶς ἐντολὲς «ἐλάχιστες», μολονότι εἶναι τόσο σπουδαῖες καὶ ὑψηλές; Ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ εἰσαγάγει τὴ νομοθεσία ὁ Ἴδιος. Ὅπως ἀκριβῶς, δηλαδή, ταπείνωσε τὸν ἑαυτό Του καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις μίλησε μὲ μετριοφροσύνη γιὰ τὸ ἄτομό Του, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὁμιλεῖ καὶ γιὰ τὴ νομοθεσία Του, διδάσκοντάς μας καὶ μὲ αὐτὸ νὰ εἴμαστε πάντοτε μετριόφρονες.
Ἐξάλλου, ἐπειδὴ ὑπῆρχε καὶ κάποια ὑποψία ὅτι καινοτομεί, χρησιμοποιεῖ χαμηλὸ ὕφος στὸν λόγο Του.
 
Ὅταν ὅμως ἀκούσεις ὅτι κάποιος θὰ ὀνομαστεῖ «ἐλάχιστος» στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν νὰ μὴ σκέπτεσαι τίποτε ἄλλο, παρὰ γέενα καὶ κόλαση· διότι «Βασιλεία» συνηθίζει νὰ ὀνομάζει ὄχι μόνο τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ καὶ τὸν καιρὸ τῆς ἀναστάσεως καὶ τὴ φοβερὴ ἐκείνη παρουσία Του· ἐπειδὴ πῶς θὰ ἦταν λογικό, ἐκεῖνος μέν, ποὺ εἶπε τὸν ἀδελφό του μωρὸ καὶ παραβίασε τὴν ἐντολή, νὰ καταδικαστεῖ στὴ γέενα
 (Ματθ.5,22: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός (Ἐγώ ὅμως σᾶς λέγω ὅτι καθένας ποὺ ὀργίζεται ἀδίκως καὶ χωρὶς σοβαρὸ πνευματικὸ λόγο ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του, ἔχει τὴν ἴδια ἐνοχή, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ δικάζεται γιὰ φόνο στὸ ἑπταμελὲς συνέδριο.
Ἐκεῖνος ἐπίσης ποὺ θὰ ὑβρίσει τὸν ἀδελφό του καὶ θὰ τοῦ πεῖ μὲ περιφρόνηση "ἀνόητε, τιποτένιε", εἶναι ἔνοχος ἐγκλήματος βαρύτερου, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ δικάζει τὸ μεγάλο συνέδριο, τὸ ἀνώτατο δηλαδὴ δικαστήριο τῶν Ἑβραίων.
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ πεῖ μὲ μῖσος στὸν ἀδελφό του "ἄμυαλε, τρελέ", εἶναι βαρύτατα ἔνοχος καὶ ἄξιος νὰ τιμωρηθεῖ μὲ τὴν στὸν Ἅδη γέενα τοῦ πυρός)»), ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ παραβίασε ὅλες τὶς ἐντολὲς καὶ παρέσυρε καὶ ἄλλους στὴν παρανομία αὐτή, νὰ βρίσκεται στὴ Βασιλεία;
 
Δὲν ἐννοεῖ αὐτό, λοιπόν, ἀλλὰ ὅτι κατὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο τῆς κρίσεως θὰ εἶναι ἐλάχιστος, δηλαδὴ παραπεταμένος, τελευταῖος.
Καὶ ὁ τελευταῖος ὁπωσδήποτε, τότε θὰ ριφθεῖ στὴ γέενα· διότι ἐπειδὴ ἦταν Θεὸς γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων τὴ ραθυμία τῶν πολλῶν καὶ ὅτι μερικοὶ θὰ νόμιζαν ὅτι οἱ λόγοι Του ἦταν ὑπερβολικοὶ καὶ συλλογιζόμενοι τοὺς νόμους θὰ ἔλεγαν: «Ἐὰν λοιπὸν ἀποκαλέσει κάποιος τὸν συνάνθρωπό του ‘’ἀνόητο’’, τιμωρεῖται; Ἐὰν πάλι κανεὶς κοιτάξει μόνο μία γυναῖκα, γίνεται μοιχός;»
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λοιπόν, καταργῶντας ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἀδιαφορία αὐτήν, διετύπωσε μεγάλη ἀπειλὴ καὶ γιὰ τοὺς δύο, δηλαδή, καὶ γιὰ τοὺς παραβάτες τῶν ἐντολῶν Του καὶ γιὰ ὅσους παρασύρουν καὶ ἄλλους στὴν παράβαση αὐτήν.
Συνεπῶς, ἀφοῦ γνωρίζουμε τὴν ἀπειλή, οὔτε οἱ ἴδιοι νὰ παραβαίνουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, οὔτε νὰ παρωθοῦμε πρὸς τὴν ἀδιαφορία ἐκείνους, ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ τὶς ἐφαρμόζουν.

«Ὃς δ᾿ ἂν ποιὴσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλεῖᾳ τῶν οὐρανῶν (Ἐκείνος ὅμως ποὺ θὰ ἐφαρμόσει ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς ἐντολὲς καὶ θὰ διδάξει καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τὶς τηροῦν, αὐτὸς θὰ ἀνακηρυχτεῖ μεγάλος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Καὶ αὐτὲς λοιπὸν τὶς ἐντολὲς ποὺ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι παραμερίζουν μὲ τὶς ἀνθρώπινες παραδόσεις τους, πρέπει νὰ τὶς προσέχετε καὶ νὰ τὶς ἐφαρμόζετε)» (Ματθ.5,19).

Δὲν εἶναι ἑπομένως ἀρκετὸ νὰ εἴμαστε χρήσιμοι στοὺς ἑαυτούς μας μόνο, ἀλλὰ πρέπει νὰ ὠφελοῦμε καὶ τοὺς ἄλλους· διότι ὁ μισθὸς ἐκείνου ποὺ ἀρκεῖται στὴν προσωπική του ἀρετή, δὲν εἶναι ἴσος πρὸς τὸν μισθὸ ἐκείνου ποὺ ἐκτὸς τῆς δικῆς του ἀρετῆς καθιστᾶ καὶ ἄλλον ἐνάρετο.
Ὅπως ἀκριβῶς, δηλαδή, ἡ διδασκαλία, ποὺ δὲν ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ὅσων λέγονται, καταδικάζει τὸν διδάσκαλο (βλ. Ρωμ.2,21: «Ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις; (Ἐσύ λοιπὸν ποὺ διδάσκεις τὸν ἄλλο, δὲν διδάσκεις καλύτερα τὸν ἑαυτό σου; Ἐσὺ ποὺ κηρύττεις στοὺς ἄλλους νὰ μὴν κλέβουν, κλέβεις;)»), ἔτσι καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν, χωρὶς τὴν καθοδήγηση καὶ ἄλλων πρὸς τὴν ἀρετή, ἐλαττώνει τὴν ἀμοιβή.
Πρέπει λοιπὸν καὶ στὰ δύο νὰ εἶναι κανεὶς τέλειος καὶ ἀφοῦ κατὰ πρῶτον ἐκπληρώσει ὁ ἴδιος τὶς ἐντολές, τότε νὰ προχωρήσει στὴ φροντίδα τῶν ἄλλων· διότι γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς ἔθεσε τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους πρῶτα πρὶν ἀπὸ τὴ διδασκαλία τους στοὺς ἄλλους ἀπὸ ἐμᾶς, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἔτσι προπάντων θὰ μπορέσει νὰ φέρει σὲ πέρας τὸ διδακτικὸ ἔργο καὶ κατ΄ουδένα τρόπο διαφορετικά.

Διότι θὰ ἀκούσει: «Πάντως ἐρεῖτὲ μοὶ τὴν παραβολὴν ταύτην· ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτὸν· ὅσα ἠκούσαμεν γενόμενα ἐν τῇ Καπερναούμ, ποίησον καὶ ὧδε ἐν τῇ πατρίδι σου (ὁπωσδήποτε θὰ μοῦ πεῖτε τὴν παροιμία αὐτή: Γιατρέ, θεράπευσε τὸν ἑαυτό σου. Ὑπόσχεσαι νὰ μᾶς θεραπεύσεις ἀπὸ τὶς ἀθλιότητές μας. Θεράπευσε τὴν ἀσημότητά σου καὶ στήριξε τὴ θέση καὶ τὸ κῦρος σου πρῶτα στὴν πατρίδα σου. Κάνε κι ἐδῶ ὅσα θαύματα ἀκούσαμε ὅτι ἔκανες στὴν Καπερναούμ)» (Λουκ. 4,23).

Πραγματικά, ὅποιος δὲν μπορέσει νὰ διδάξει τὸν ἑαυτό του καὶ ἐπιχειρεῖ νὰ διορθώσει τοὺς ἄλλους, αὐτὸς θὰ ἔχει πολλοὺς ποὺ θὰ τὸν διακωμωδήσουν.
Μᾶλλον, ὅμως, οὔτε νὰ διδάξει θὰ κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ θὰ τοῦ ἀντιστρατεύονται τὰ ἔργα του. Ἐὰν ὅμως εἶναι ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος καὶ ἀπὸ τὶς δύο ἀπόψεις (δηλαδή καὶ ἐφαρμόζει τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς διδάσκει καὶ σὲ ἄλλους), «οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλεῖᾳ τῶν οὐρανῶν».
 
«Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἐὰν μὴ περισσεὺσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν (διότι σᾶς λέω ὅτι ἐὰν ἡ ἀρετή σας δὲν ὑπερτερήσει καὶ δὲν ξεπεράσει κατὰ πολὺ τὴν ἐξωτερικὴ ἀρετὴ τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, δὲν θὰ εἰσέλθετε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν)»  (Ματθ.5,20), στην προκειμένη περίπτωση «δικαιοσύνη» ὀνομάζει τὴν ἀρετὴ ἐν γένει, ὅπως ἔλεγε καὶ ὅταν ἔκανε λόγο γιὰ τὸν Ἰώβ: «Ἄνθρωπος τὶς ἦν ἐν χὼρᾳ τῇ Αὐσίτιδι, ᾧ ὄνομα Ἰώβ, καὶ ἦν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἀληθινός, ἄμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος (στὴν Αὐσίτιδα χώρα ζοῦσε ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Ἰώβ. Ἦταν εὐθὺς καὶ ἔντιμος, ἄμεμπτος, δίκαιος ἀπέναντι ὅλων, εὐσεβὴς πρὸς τὸν Θεό, ἀπέφευγε κάθε πονηρὸ πρᾶγμα, κάθε ἁμαρτωλὴ πράξη)» (Ἰώβ, 1,1).

Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴ σημασία τῆς λέξεως, ὀνόμασε καὶ ὁ Παῦλος «δίκαιο» ἐκεῖνον, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔλεγε ὅτι δὲν ἰσχύει ὁ νόμος: «Εἰδὼς τοῦτο, ὅτι δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καὶ βέβήλοις, πατρολῴαις καὶ μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις (ἀς γνωρίζει λοιπὸν αὐτὸ ὅποιος χρησιμοποιεῖ τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ὅτι δηλαδὴ ὁ νόμος δὲν ὁρίστηκε οὔτε εἶναι ἀναγκαῖος γιὰ τὸν δίκαιο· διότι αὐτὸς ἔχει ὁδηγό του τὸν ἔμφυτο ἠθικὸ νόμο, ποὺ φυσικὰ εἶναι γραμμένος στὴν καρδιά του.
Ὁ νόμος ὁρίστηκε γιὰ τοὺς ἄνομους καὶ τοὺς ἀνυπότακτους, γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλούς, γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν ἱερὸ καὶ ὅσιο καὶ βεβηλώνουν τὰ πάντα, γιὰ ὅσους κακοποιοῦν καὶ σκοτώνουν τὸν πατέρα τους καὶ τὴ μητέρα τους, γιὰ τοὺς φονιᾶδες)» (Α΄Τιμ.1,9), λέγει.
Καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις θὰ συναντήσει κανεὶς τὴ λέξη «δικαιοσύνη» νὰ χρησιμοποιεῖται πρὸς δήλωση τῆς καθόλου ἀρετῆς.

Ἐσὺ ὅμως πρόσεξε τὴν πρόοδο τῆς χάριτος, ὅταν τοὺς νεοφώτιστους μαθητές Του, θέλει νὰ εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς διδασκάλους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης· διότι ἐδῶ τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους δὲν ἀνέφερε ἁπλῶς ὡς παρανόμους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῶν ἐναρέτων, καθ' ὅσον, ἐὰν δὲν ἦσαν ἐνάρετοι, δὲν θὰ ἔλεγε ὅτι ἔχουν δικαιοσύνη, οὔτε θὰ συνέκρινε τὴν ἀνύπαρκτη δικαιοσύνη πρὸς τὴν ὑπάρχουσα.
 
Πρόσεξε ἀκόμη ἐδῶ μὲ ποιό τρόπο συνιστᾶ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀφοῦ συγκρίνει αὐτὴν πρὸς τὴν Καινή, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἀποδεικνύει ὅτι αὐτὴ εἶναι ὁμόφυλος καὶ συγγενὴς πρὸς ἐκείνη, διότι καὶ τὸ ἀνώτερο καὶ τὸ κατώτερο εἶναι τοῦ ἴδιου γένους.
Δὲν διαβάλλει, λοιπόν, τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ ἐπιθυμεῖ νὰ ἐπιταθεῖ αὐτή. Ἐὰν ὅμως ἦταν πονηρή, δὲν θὰ ζητοῦσε τὸ ἀνώτερο ἀπὸ αὐτήν, οὔτε θὰ τὴ διόρθωνε, ἀλλὰ θὰ τὴν ἀπέρριπτε τελείως. «Καὶ γιατί, ἀφοῦ εἶναι τέτοια», θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κάποιος, «δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ εἰσάγει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὴν ἐφαρμόζουν στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν;». Τώρα δὲν εἰσάγει ἀσφαλῶς ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔζησαν σύμφωνα μὲ αὐτήν.

Πραγματικά, λέγει ὅτι «Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβρὰὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλεῖᾳ τῶν οὐρανῶν (σᾶς διαβεβαιώνω λοιπὸν ὅτι πολλοὶ σὰν τὸν ἑκατόνταρχο θὰ ἔλθουν ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύση, ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου, καὶ θὰ καθίσουν μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ στὸ εὐφρόσυνο δεῖπνο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν)» (Ματθ.8,11).
Καὶ ὁ φτωχὸς Λάζαρος, ποὺ ἀπολαμβάνει τὰ μεγάλα ἔπαθλα, φαίνεται νὰ διατρέφεται στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ (βλ. Λουκ. 16,26: «Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν (Καὶ ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ σὲ σᾶς μεγάλο χάσμα, ὥστε πολλοὶ ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπὸ ἐδῶ σὲ σᾶς νὰ μὴν μποροῦν, ἀλλὰ οὔτε κι ὅσοι εἶναι ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μποροῦν νὰ περάσουν ἀπέναντι σὲ μᾶς)»).
Καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι διακρίθηκαν ὑπερβολικὰ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἔλαμψαν ὅλοι τους μὲ τὴν ἐφαρμογή της. Ὅμως καὶ ὁ Χριστὸς ἐὰν ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν κακὴ καὶ ξένη πρὸς Αὐτόν, δὲν θὰ τὴν ἐφάρμοζε στὸ σύνολό της, ὅταν ἦλθε.
Ἐὰν ὅμως τὸ ἔκανε αὐτὸ μόνο γιὰ νὰ προσελκύσει τοὺς Ἰουδαίους καὶ ὄχι γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι συγγενὴς καὶ σύμφωνη πρὸς τὴν Καινή, τότε γιὰ ποιόν λόγο δὲν τηροῦσε καὶ τοὺς νόμους καὶ τὶς συνήθειες τῶν εἰδωλολατρῶν, γιὰ νὰ προσελκύσει καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες;

Συνεπῶς, εἶναι φανερὸ ἀπὸ πάσης ἀπόψεως ὅτι ὄχι ἐπειδὴ εἶναι πονηρὰ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη δὲν εἰσάγει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὅσους τὴν τηροῦν, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι καιρὸς γιὰ ὑψηλότερες ἐντολές.
Τὸ γεγονὸς ἐπίσης ὅτι εἶναι πιὸ ἀτελὴς ἀπὸ τὴν Καινή, δὲν ἀποδεικνύει οὔτε αὐτὸ ὅτι εἶναι πονηρή, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὴ σκέψη αὐτήν, θὰ πάθει τὸ ἴδιο ἀκριβῶς καὶ ἡ Καινὴ· διότι πραγματικὰ ἡ γνώση τὴν ὁποία προσφέρει αὐτή, όταν συγκριθεῖ πρὸς τὴ μελλοντική, ἀποδεικνύεται μερικὴ καὶ ἀτελὴς καὶ θὰ καταργηθεῖ, ὅταν ἔλθει ἐκείνη (βλ. Α΄Κορ. 13,10: «Ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται (ὅταν ὅμως στὴν ἄλλη ζωὴ ἔλθει τὸ τέλειο καὶ μᾶς δοθεῖ ἡ τέλεια γνώση, τότε τὸ μερικὸ καὶ ἀτελὲς θὰ καταργηθεῖ)»), πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἔπαθε ἀκριβῶς καὶ ἡ Παλαιὰ ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη.
Ἀλλὰ ὅμως ἐξ αἰτίας αὐτοῦ δὲν κατηγοροῦμε αὐτήν, μολονότι καὶ αὐτὴ παραθεωρεῖται, ὅταν ἐπιτύχουμε τὴ βασιλεία· «διότι τότε τὸ μερικὸ θὰ καταργηθεῖ», λέγει.
Ἀλλὰ ὑποστηρίζουμε ὅτι εἶναι μεγάλη.
Ἀφοῦ λοιπὸν τὰ ἔπαθλα εἶναι μεγαλύτερα καὶ πλουσιότερη ἡ δύναμη, τὴν ὁποία δίνει ὁ Πατήρ, κατὰ φυσικὴ ἀκολουθία ἀπαιτεῖ καὶ μεγαλύτερους ἀγῶνες. Πραγματικὰ δὲν ὑπόσχεται πλέον γῆ ρέουσα γάλα καὶ μέλι, οὔτε γῆρας ζωηρό, οὔτε πολλὰ τέκνα, οὔτε σίτο καὶ οἶνο, καὶ κοπάδια καὶ ἀγέλες, ἀλλὰ προσφέρει τὸν οὐρανὸ καὶ τὰ ἀγαθὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὴν υἱοθεσία, τὴν ἀδελφότητα πρὸς τὸν Μονογενῆ Υἱό, τὴ συμμετοχὴ στὴν κληρονομία καὶ τὸ δικαίωμα νὰ συνδοξαστοῦμε καὶ νὰ συμβασιλεύσουμε καὶ τὰ ἀναρίθμητα ἐκεῖνα βραβεῖα.

Σχετικὰ ἐπίσης μὲ τὸ ὅτι λάβαμε μεγαλύτερη βοήθεια ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἄκουσε τὸν Παῦλο τί λέγει: «Οὐδὲν ἄρα νῦν κατάκριμα τοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα. ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου (ὡς πρὸς τὸ γεγονὸς ὅμως ὅτι πεθάναμε ὡς πρὸς τὸν νόμο ἐξάγεται καὶ ἄλλο συμπέρασμα: ὅτι δηλαδὴ δὲν ὑφίσταται πλέον κανένα εἶδος καταδίκης γι’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ δὲν πολιτεύονται σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιθυμίες τῆς σαρκός, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὶς ὑπαγορεύσεις τοῦ Πνεύματος· διότι ἡ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶναι ζωὴ καὶ μεταδίδει ζωὴ σὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, μαζὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς ἐλευθέρωσε καὶ ἐμένα ἀπὸ τὸν νόμο καὶ τὴ δύναμη τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου)» (Ρωμ.8,1-2).


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον



ΠΗΓΕΣ:

•    https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
•    Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλίες ΙΕ΄ καὶ ΙΣΤ’, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 9, σελίδες 489-521 καὶ 522-545 ἀντίστοιχα.
•    Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 64, σελ. 58-74 καὶ 75-89.
•    http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
•    Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
•    Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου