Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

«Τὸ κρυφὸ μανδράκι». Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους). Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

«Τὸ κρυφὸ μανδράκι»

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους)
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστούγεννα ποὺ ἔμμελε νὰ κάνουν ἐκείνη τὴ χρονιὰ οἱ χριστιανοί, οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ!
Ἂν περίμεναν ἀπὸ τὸ μπαρμπα-Στάθη τὸ Γροῦτσο μὲ τὴ βάρκα του, ποὺ τὴν εἶχε τόσες φορὲς καλαφατίσει καὶ πισσώσει, νὰ τοὺς φέρει ἀρνιὰ νὰ φᾶνε!
Οἱ καιροὶ ἦταν τόσο ἀκατάστατοι, μὲ ὅλα τὰ χιόνια ποὺ εἶχε ρίξει γύρω στὰ βουνά- ὡς τὴν παραλία, στὴν ἄμμο τοῦ γιαλοῦ εἶχαν κατέβει τὰ χιόνια. Καὶ μέσα στὸ χωριὸ εἶχε πιάσει τὸ χιόνι.
Κι ὅλες οἱ στέγες τῶν σπιτιῶν, ἀπὸ πλάκες ἢ ἀπὸ κεραμίδια, εἶχαν σκεπαστεῖ ἀπὸ παχὺ λευκὸ στρῶμα. Καὶ σὲ ὅλους τοὺς δρόμους καὶ στὰ σοκάκια τοῦ χωριοῦ εἶχε γίνει σωρὸς ἕνα γόνατο τὸ χιόνι πρὸς μεγάλη χαρὰ τοῦ Μιχαλιοῦ τῆς Μερεγκλίνας καὶ ὅλων τῶν ξυπόλυτων παιδιῶν τῆς γειτονιᾶς, ποὺ δὲν ἄφησαν γριὰ ἢ νέα, ἢ κορίτσι ἢ παιδὶ ποὺ νὰ φορεῖ παπούτσια νὰ περάσει, χωρὶς νὰ τῆς σπάσουν τὴ στάμνα, ἢ νὰ στραβώσουν ἀπὸ τὸ ἕνα μάτι, ἢ νὰ τὴν κουφάνουν ἀπὸ τὸ ἕνα αὐτὶ μὲ τοὺς τεράστιους καὶ πολὺ σφιχτοὺς βόλους χιονιοῦ ποὺ ἐξφενδόνιζαν ἐναντίον τους.
Κολλοῦσαν μεγάλες μπάλες ἀπὸ χιόνι, αὔξαιναν τὸν ὄγκο τους ὅσο γινόταν καὶ τὶς ἔκαναν σωρὸ μπροστὰ στὴν αὐλή της Μερεγκλίνας»· ὁ Μιχαλιός, ποὺ εἶχε ἀπὸ παιδὶ μεγάλο δαιμόνιο πλαστικῆς, σχεδίαζε ἕνα πελώριο κολοσσὸ σὲ σχῆμα ἀνθρώπου- Τούρκου ἢ ἄσπρου Ἀράπη, μὲ τὸ σαρίκι καὶ μὲ τὴν τσιμπούκα του.
Στὴ συνέχεια πῆρε ἀπὸ τὸ κατώγι τὴ «στάφνη», καραβίσια μπογιὰ ἀπὸ κοκκινόχρωμα τοῦ πατέρα του, τοῦ μαστρο- Γιώργου του Μερεγκλή, καὶ ζωγράφιζε κόκκινο τὸν ἄσπρο Ἀράπη- κόκκινα μάτια, κόκκινα φρύδια, κόκκινα γένια καὶ μαλλιά, κόκκινη καπότα καὶ βράκα, ὅλα κατακόκκινα. Ἦταν φοβερὸ νὰ τὸ βλέπει κανεὶς ἐκεῖνο τὸ τέρας της χιονογλυπτικῆς.
 
Μὲ αὐτὸ τὸν καιρὸ βγῆκε τὴ νύχτα, βαθιὰ χαράματα ἀπὸ τὸ σπιτάκι του, κοντὰ στὸ γιαλό, ὁ μπαρμπά-Στάθης ὁ Γροῦτσος, φορῶντας τοὺς ναυτικοὺς μαμτζάδες, δηλαδὴ τὶς ψηλὲς πάνω ἀπὸ τὸ γόνατο μπότες του, κατέβηκε στὴν ἀποβάθρα μὲ βῆμα βαρὺ ποὺ ἔτριζε πάνω στὸ χιόνι, τράβηξε τὴ μπαρούμα (τὸ πλωριὸ σκοινὶ) τῆς βάρκας του, πήδηξε μέσα καὶ ξύπνησε τὸν δεκαπεντάχρονο γιό του, τὸν Στεφανῆ, ποὺ κοιμόταν πολὺ ζεστὰ κάτω στὴν πλώρη τῆς βάρκας.
-Σήκω, παιδί μου, παιδί μου! Στεφανῆ, σήκω, Στεφανῆ!
Τὸν κούνησε μὲ δύναμη, καὶ τράβηξε τὴν τσέργα (τὴ βελέντζα) νὰ τὸν ξεσκεπάσει.
-Σῦκο! Εἶπε μέσα στὸν ὕπνο του ὁ Στεφανής. Καὶ ποὺ βρέθηκε τὸ σῦκο;
-Ἐκεῖ ποὺ θὰ πᾶμε, Στεφανῆ, εἶπε ὁ γερο- Γροῦτσος, θὰ βρεῖς πολλὰ σῦκα νὰ φᾶς, Στεφανῆ! Ἀκόμα καὶ κοκκόσες θὰ βρεῖς γιὰ νὰ κάνεις σουτζούκια.
Ὁ γερο-Γροῦτσος μιλοῦσε ἐδῶ σύμφωνα μὲ τὴν διάλεκτο τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ του Πηλίου, ποὺ στὴν ἀκτή του σκόπευε νὰ ταξιδέψει· κοκκόσες ὀνόμαζαν ἐκεῖ τὰ καρύδια.
Ὁ Στεφανὴς σηκώθηκε, κρύωσε, ζεστάθηκε! Ἔπιασε τὸ κουπί. Ὁ γέρος εἶχε κιόλας σηκώσει τὸ σίδερο, τὴν ἄγκυρα τῆς βάρκας, κι ἔκανε τὸ πανί, ἔπιασε τὴ σκότα (τὸ σκοινὶ ποὺ τεντώνει τὸ πανὶ) καὶ κάθισε στὴν πρύμνη νὰ κυβερνήσει.
Ὁ ἄνεμος, ἄστατος, φαινόταν νὰ εἶναι μᾶλλον γραῖος (γραῖγος, βορειοανατολικός), ἢ νὰ κλίνει πρὸς τὸν λεβάντη (ἀνατολικό), αὐτὸ τὸ πρωί. Μακάρι νὰ τὸν πήγαινε σορόκο (νοτιοανατολικό). Τὸ γερο-Γροῦτσο δὲν τὸν ἔμελε ἂν θὰ ἔριχνε βροχὴ ἢ νερόχιονο- γιὰ νὰ ψηλώσει πάλι τραμουντάνα (βοριᾶς), νὰ πέσει κι ἄλλο χιόνι τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωί. Τοῦ ἔφτανε νὰ μποροῦσε νὰ ἀρμενίσει πρύμα.
Καβατζάρισαν τὸ Καλαμάκι, πέρασαν ἔξω ἀπὸ τὶς Κουκουναριές, ἔφτασαν στὴν Ἁγία Ἑλένη, τὴ δυτικότερη ἀκτή. Ἑφτὰ ἢ ὀχτὼ μίλια ἀπόσταση. Εἶχαν νὰ ἀρμενίσουν ἀκόμα ἄλλο τόσο, γιὰ νὰ φτάσουν στὸν ἀντικρινὸ μικρὸ ὅρμο, τὸν Πλατανιά, κοντὰ στὴν ἄκρη της Σηπιάδας. Ἀλλὰ ἐκεῖ βρῆκαν τὸν ἄνεμο μαΐστρο (βορειοδυτικὸ) ἴσια μπροστά τους.
 
Ὁ γερο- Στάθης, μὲ αὐτὴ τὴ βάρκα τὴ χιλιοκαλαφατισμένη καὶ πισσωμένη, καὶ μὲ ἄλλες πρὶν ἀπὸ αὐτήν, εἶδε ἑκατὸ φορὲς κάνει τὸν γῦρο αὐτοῦ τοῦ νησιοῦ του, εἶχε τρακόσες φορὲς ἐπισκεφθεῖ ὅλες τὶς γειτονικὲς ἀκτὲς καὶ τοὺς ὅρμους. Καὶ δὲν ἵδρωνε εὔκολα τὸ μάτι του (δὲν φοβόταν εὔκολα). Μαϊνάρισε (κατέβασε) τὸ πανί, καὶ δοκίμασε νὰ προχωρήσει μὲ τέσσερα κουπιά, δύο αὐτὸς καὶ δύο ὁ γιός του, ἐνάντια στὸν ἄνεμο.
Ἀλλὰ ὁ μαΐστρος φαινόταν ὅτι τὸν παράβγαινε καὶ θύμωνε περισσότερο. Ὅσο δοκίμαζε νὰ προχωρήσει αὐτός, τόσο τὸν ἐξέπεφτε (τὸν ἔβγαζε ἀπὸ τὴν πορεία του) ὁ ἄνεμος, φουρτούνα, κιαμὲτ (μεγάλη τρικυμία).
Δοκίμασε νὰ λοξοδρομήσει λίγο πρὸς τὸ λίβα (νοτιοδυτικό), γιὰ νὰ προσπαθήσει νὰ ὑπερνικήσει τὸν ἄνεμο, μὲ μισοσηκωμένο τὸ πανί. Ἀλλὰ ὁ ἄνεμος τώρα γινόταν σχεδὸν πονέντης, στρεφόταν σὲ δυτικό, καὶ τίναζε τὰ κύματα στὴν πλώρη καὶ στὸ πλάϊ της βάρκας, καὶ μαγκάνιζε (βασάνιζε) ὅλο τὸ σκάφος, κι ἔπνιγε τὸ μπαρμπα-Στάθη καὶ τὸν γιό του, φουρτούνα, ξύδι (καιρὸς τσουχτερός)!
Μαϊνάρισε πάλι, καὶ δοκίμασε μὲ τὰ κουπιά, νὰ «τοῦ πάρει τὸ χνότο» τοῦ ἀνέμου ἀπὸ τὸ ἀντίθετο μέρος, ἀνατολικά.
Ἀλλὰ τὸ σκάφος ταρακουνιόταν τόσο ποὺ νὰ προξενεῖ ἀγωνία καὶ κινδύνευε νὰ γίνει κομμάτια ἀπὸ μόνο του πρὶν προφτάσει νὰ βουλιάξει. Θαλασσοταραχή, κιαμέτ!

Ὁ γέρο-Γροῦτσος ἄλλαξε πορεία. Ἦταν παραμονὴ Χριστούγεννα, καὶ εἶχε λογαριάσει νὰ γυρίσει, πρὶν ξημερώσει ἡ γιορτή, στὸ νησί του, γιὰ νὰ φέρει στὸ Γιάννη τὸ Μπόζα, τὸ χασάπη, τὰ λίγα ἀρνιὰ ποὺ εἶχε ἐμπιστευθεῖ ἐκεῖνος σὲ ἕνα σέμπρο του, στὰ πέρα χωριά, νὰ χρησιμέψουν γιὰ τὴ γιορτή. Καὶ τώρα βασίλευε ὁ ἥλιος τῆς παραμονῆς, ἥλιος ποὺ πήγαινε λοξὰ σὲ σύντομο δρόμο σὲ μιὰν ἄκρη τοῦ οὐρανοῦ, κι αὐτὸς ἄπρακτος καὶ ντροπιασμένος ἀγκυροβολοῦσε σὲ μιὰ ἔρημη ἀκτὴ τοῦ νησιοῦ του.
Ὦ! Ἐκεῖ ἦταν γραφτὸ νὰ κάνει Χριστούγεννα, ἐκείνη τὴ χρονιά!

Νύχτωσε κι ὁ γερο-Ντανάκιας μαζὶ μὲ τὴν κόρη του τὴ Βασώ, κοριτσάκι ἕντεκα χρονῶν, εἶδε κλειστεῖ στὸ καλύβι του κοντὰ στὴν ἔρημη ἀκτή της Τουρκόβιγλας, λίγο βορειότερα ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἑλένη.
Τὸ κορίτσι εἶχε ἀνάψει τὸ λυχνάρι, καὶ πῆρε νὰ πλέξει τὴν κάλτσα της. Ὁ πατέρας της τῆς εἶπε:
- Δὲν δουλεύουν ἀπόψε, ξημερώνουν Χριστούγεννα.
Ἡ μικρὴ ἄφησε τὴν κάλτσα της καὶ εἶπε:
- Καὶ εἶναι ἀλήθεια, πατέρα, πὼς ἔρχονται τώρα οἱ καλικάντζαροι;
- Ἀκοῦς ἐκεῖ! Ὄρεξη νά ΄χεῖς· μιλιούνια!
- Εἶναι τόσο πολλοί; εἶπε μὲ φρίκη τὸ κορίτσι. Καὶ τί κάνουν;
- Φωλιάζουν στὶς καπνοδόχους... φτύνουν πάνω στὶς σοῦβλες μὲ τὸ γουρουνίσιο κρέας... Δέρνουν τὰ μικρὰ κορίτσια ὅσα δὲν κάθονται φρόνιμα.
- Ἀλήθεια;
- Ἔρχονται καὶ χτυποῦν τὶς πόρτες, τὴ νύχτα...
Μόλις εἶπε τὴ λέξη αὐτὴ ὁ Ντανάκιας, κι ἡ πόρτα τῆς καλύβας χτύπησε δυνατά, ντούκ! ντούκ!
Τῆς μικρῆς Βασὼς τὸ αἷμα πάγωσε. Ὁ πατέρας της ὁ ἴδιος τὰ χρειάστηκε.
- Ἀνοῖξτε! εἶπε μιὰ ἀνδρικὴ χοντρὴ φωνή. Εἴμαστε καλοὶ ἄνθρωποι.
Ὁ Ντανάκιας δίστασε. Ἔπειτα πῆρε θάρρος, ἀφοῦ πίστευε πὼς δὲν ἦταν καλικάντζαροι.
- Ποιοί εἶστε;
-Εἴμ΄εγώ, ὁ μπαρμπα-Στάθης ὁ Γροῦτσος, ὁ καϊκτσής, κι ὁ Στεφανὴς ὁ γιός μου.
Ὁ Ντανάκιας ἄνοιξε τὴν πόρτα, μπῆκε ὁ γερο-Γροῦτσος κι ὁ γιός του.
- Καλῶς σᾶς βρήκαμε!
-Καὶ ποῦ βρεθήκατε ἐδῶ, στὸ Μανδράκι; ρώτησε ὁ χωρικός.
Μανδράκι ὀνομαζόταν γραφικὰ τὸ μικρὸ θαλασσινὸ λιμανάκι, μιὰ ἀγκάλη ὡραία τῆς ἀκτῆς, μὲ χαμηλὴ ὄχθη γύρω γύρω, ποὺ ἔμοιαζε πράγματι μὲ μάνδρα γιδοβοσκοῦ μὲ τὸ γυρτὸ φράχτη της. Ἡ καλύβα του Ντανάκια ἦταν σὲ δέκα βήματα ἀπόσταση ἀπὸ τὸ Μανδράκι.
- Ποῦ σ΄ αὐτὸ τὸν κόσμο; ξανάπε ὁ ἐρημίτης.
Ὁ Ντανάκιας κατοικοῦσε ἐκεῖ, μέσε σὲ ἕνα μεγάλο κτῆμα ποὺ τὸ ξεχέρσωνε καὶ τὸ καλλιεργοῦσε ὁ ἴδιος, ὡς σέμπρος καὶ συνιδιοκτήτης μὲ ἕναν ἄνθρωπο τῆς πόλης. Σπάνια ἔβλεπε ἐκεῖ ἐπισκέπτες, καὶ μάλιστα τὴν νύχτα.
Ὁ μπαρμπα-Στάθης ὁ Γροῦτσος διηγήθηκε τὴ μικρή του Ὀδύσσεια.
- Καὶ τώρα θὰ κάνουμε μαζὶ Χριστούγεννα ἐδῶ στὴν ἐρημιά;
- Καταπὼς φαίνεται, στέναξε ὁ γέρο-Ντανάκιας! Κι ἔτσι δὲν ἔχετε ἀρνιὰ κάτω στὸ χωριό;
- Ποὺ νὰ τὰ βροῦμε;
- Καὶ γιατί δὲν σφάζουν φραγκόκοτες, πατέρα; ρώτησε ἡ μικρὴ Βασώ.
Ὅλοι γέλασαν.
Ὁ Στεφανὴς πρὶν μποῦν στὴν καλύβα, εἶχε ἀκούσει γρυλισμὸ ἐκεῖ κοντά, καὶ εἶχε διακρίνει ἀμυδρὰ στὸ σκοτάδι μιὰ γουρούνα δεμένη σὲ ἕνα παλούκι, μὲ τὰ γουρουνάκια της.
- Πατέρα, εἶπε ἀνήσυχος, κρυφὰ στὸ αὐτί του μπαρμπα- Στάθη, ἔρχεσαι νὰ κλέψουμε τὴ γουρούνα μὲ τὰ γουρουνόπουλα, νὰ τὴν πᾶμε στὸ χωριό;... καὶ νὰ ποῦνε τοῦ Μπόζα, νά, αὐτὰ βρήκαμε, αὐτά σου δέρνουμε!
- Σώπα!
Ὡστόσο, σύμφωνα μὲ τὸ «δίδου σοφῷ ἀφορμήν», ὁ μπαρμπα-Στάθης κατέβασε μιὰ ἰδέα, καὶ εἶπε στὸ Ντανάκια:
- Μὴν τυχὸν σοῦ βρίσκονται τίποτα ἀρνάκια, Γιάννη;
- Εἶχα δυὸ τρία.
- Μοῦ τὰ δίνεις;... νὰ πάω ἀσπροπρόσωπος στὸ χωριό;... γιὰ νὰ σοῦ σηκώσω κι ἐσένα τὸ βάρος, γρήγορα.
- Θὰ φύγουμε ἀπὸ τὴ ζεστασιά, πατέρα;... Φουρτούνα, κιαμέτ!
- Ὅπου εἶναι τώρα, θὰ μπονατσάρει.
- Καὶ θὰ τὰ πληρώσεις, καπετὰν Στάθη; Ἔχεις λεφτά;
Ὁ Στάθης ξεκουμπώθηκε, κι ἔβγαλε ναὶ σακούλα ἀπὸ τὸ στῆθος του, κρεμασμένη ἀπὸ τὸ λαιμό. Ἔβγαλε πέντε ἢ ἕξι ἀσημένια τάλιρα.
- Νά, πᾶρε, Γιάννη.
Ὁ Ντανάκιας ἔτρεξε, κι ἔφερε τὰ ἀρνιά, ὅσα εἶχε.
Ὁ Στάθης ὁ Γροῦτσος τα μπαρκάρισε, καὶ σάλπαρε μὲ τὸν γιό του. Ὁ ἄνεμος εἶχε κοπάσει. Ἔβαλαν πλώρη γιὰ τὸ χωριὸ στὰ νότια τοῦ νησιοῦ, ὅπου ἔφτασαν στὶς δύο μετὰ τὰ μεσάνυχτα- τὴν ὥρα ποὺ οἱ καμπάνες μὲ τὸ χαρμόσυνο βροντολάλημά τους καλοῦσαν τοὺς πιστοὺς στὴ νυχτερινὴ Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων.

(1906)
«Τὸ κρυφὸ μανδράκι»
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα γιὰ παιδιὰ καὶ νέους
Ἐκδόσεις Ἄγκυρα
σελ. 26-37
Ψηφιοποίηση κειμένου Μαρία-Διονυσία
Ψηφιακή πηγή: Ἀναβάσεις


Γιὰ νὰ διαβάσετε τὰ ὑπόλοιπα διηγήματα πατῆστε:
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα (γιὰ παιδιὰ καὶ νέους). Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου