Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Ἑρμηνεία τῆς Κυριακῆς προσευχῆς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας

Ἑρμηνεία τῆς Κυριακῆς προσευχῆς


Ἁγίου Κυρίλλου, Αρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας

«Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν τὸπῳ τὶνι προσευχόμενον, ὡς ἐπαύσατο, εἶπέ τις τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς αὐτὸν· Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι, καθὼς καὶ Ἰὠάννης ἐδίδαξε τὸὺς μαθητὰς αὐτοῦ (κάποτε ὁ Ἰησοῦς προσευχόταν σ’ ἕνα τόπο, κι ὅταν τελείωσε, κάποιος ἀπὸ τοὺς μαθητὲς Τοῦ Τοῦ εἶπε: "Κύριε, δίδαξέ μας καὶ μάθε μας νὰ προσευχόμαστε σωστὰ καὶ θεάρεστα, ὅπως κι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς δίδαξε τοὺς μαθητές του")» (Λουκ. 11,1).
Προσευχόταν («εἶναι αὐτὸν ἐν τὸπῳ τὶνὶ προσευχόμενον»), ἂν καὶ εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων καὶ διανέμει ὁ Ἴδιος στὴν κτίση τὰ πάντα, μὲ τὰ ὁποῖα βρίσκεται σὲ καλὴ κατάσταση καὶ διατηρεῖται στὴ ζωή, ἐνῷ Αὐτὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα ἀπολύτως, γιατί λέει: «Τί μοὶ πλῆθος τῶν θυσιῶν ὑμῶν; λέγει Κύριος· πλήρης εἰμὶ ὁλοκαυτωμάτων κριῶν, καὶ στέαρ ἀρνῶν καὶ αἷμα ταύρων καὶ τράγων οὐ βούλομαι (ὁ Κύριος λέγει· "Τί νὰ τὸ κάνω ἐγὼ τὸ πλῆθος τῶν θυσιῶν σας; Εἶμαι γεμᾶτος καὶ χόρτασα ἀπὸ θυσίες ὁλοκαυτωμάτων κριῶν, ποὺ μοῦ προσφέρετε. Δὲν θέλω πλέον οὔτε τὸ λίπος τῶν ἀμνῶν, οὔτε τὸ αἷμα τῶν ταύρων καὶ τῶν τράγων)» (Ἠσ. 1,11).
Ποιοῦ δηλαδὴ πράγματος θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ πεῖ ὅτι ἔχει ἀνάγκη Αὐτός, ἀφοῦ ἔχει ἀπὸ τὴν φύση Του ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας;
Γιατί εἶπε καθαρά: «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πὰτὴρ ἐμὰ ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν (προηγουμένως σᾶς εἶπα ὅτι ὁ Παράκλητος θὰ σᾶς πεῖ ὅσα θὰ ἀκούσει ἀπὸ τὸν Πατέρα μου. Ὅλα ὅμως ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας μου εἶναι δικά μου.
Γι’ αὐτό σας εἶπα στὴ συνέχεια ὅτι ὁ Παράκλητος θὰ πάρει ἀπὸ τὴ δική μου γνώση καὶ σοφία καὶ θὰ τὴν ἀποκαλύψει σὲ σᾶς)» (Ἰω. 16,15) καὶ ὁ Πατέρας ἔχει τὸ νὰ εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ κάθε ἀγαθὸ καὶ ἀξιώματα ποὺ ταιριάζουν στὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ εἶναι καὶ τοῦ Υἱοῦ.

Καὶ αὐτὸ ἐπίσης γνωρίζοντάς το οἱ ἅγιοι λένε: «Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος (ἀπό τὸν ἀνεξάντλητο πλοῦτο τῆς τελειότητος καὶ τῶν δωρεῶν Του πήραμε ὅλοι ἐμεῖς. Πήραμε τὴ μία χάρη πάνω στὴν ἄλλη.
Μετά τη χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας, λάβαμε καὶ τὴ χάρη τῆς υἱοθεσίας καὶ τῆς μακαρίας ζωῆς.
Καὶ ὁλοένα δεχόμαστε νέα ὑπεράφθονη χάρη πάνω σ’ ἐκείνη ποὺ προηγουμένως λάβαμε)» (Ἰω. 1,16).
«Γιατί λοιπὸν προσεύχεται», ἀναρωτιέται ἴσως κάποιος, «ἐφόσον εἶναι πλήρης καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπολύτως κανένα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀνήκουν στὸν Πατέρα;»
Σ’ αὐτὸ ἀπαντοῦμε, ὅτι ὁ τρόπος τῆς ἐνσαρκωμένης οἰκονομίας Του δίνει βέβαια σ’ Αὐτὸν τὴ δυνατότητα, ἂν θέλει, νὰ ἐκπληρώνει τὰ ἀνθρώπινα, ὅταν ὁ καιρὸς Τὸν καλεῖ σὲ αὐτό. Γιατί ἐὰν βρίσκεται νὰ ἔφαγε καὶ νὰ ἤπιε καὶ νὰ κοιμήθηκε, τότε ποιό εἶναι τὸ παράλογο, καὶ ἂν κατεβαίνοντας στὰ δικά μας μέτρα καὶ ἐφαρμόζοντας τὴν ἀνθρώπινη ὀρθὴ ζωή, ἔκανε ὄχι προσποιητὴ προσευχή, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει νὰ εἴμαστε ὀκνηροὶ ὡς πρὸς αὐτό, ἀλλὰ νὰ προσφεύγουμε μᾶλλον στὶς προσευχές, ὄχι μὲ τὸ νὰ στηνόμαστε στὴ μέση τῶν πλατειῶν (γιατί αὐτὸ τὸ ἔκαναν κάποιοι Ἰουδαῖοι ποὺ ἦταν Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, κάνοντας τὴν προσευχὴ ἀφορμὴ φιλοδοξίας), ἀλλὰ μᾶλλον ἀπομονωμένοι σὲ ἡσυχία καὶ ἀπομακρυσμένοι, καὶ μιλῶντας κατὰ κάποιο τρόπο μόνο στὸν Θεὸ μὲ καθαρὸ καὶ ἀπερίσπαστο νοῦ;
Γιατί ἔπρεπε ἀρχὴ κάθε καλοῦ καὶ ἐπωφελέστατου πράγματος καὶ διδάσκαλος νὰ μὴν εἶναι σὲ ἐμᾶς κάποιος ἄλλος, ἀλλὰ μᾶλλον Αὐτὸς ποὺ εἶναι πρῶτος σὲ ὅλα καὶ δέχεται προσευχὲς ἀπὸ ὅλους.
 
«Ὃταν προσεύχησθε, λέγετε· Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς· ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. (Ὅταν προσεύχεστε, νὰ λέτε: "Πατέρα μας, ποὺ βρίσκεσαι παντοῦ, ἀλλὰ δείχνεις τὴν παρουσία Σου κυρίως στοὺς οὐρανούς, ἂς ἀναγνωρισθεῖ ἡ ἁγιότητά Σου, ὥστε νὰ δοξάζεται καὶ νὰ λατρεύεται ἄξια τὸ ὄνομά Σου.
Ἂς ἔλθει ἡ βασιλεία Σοῦ μὲ τὴν πρόθυμη καὶ ἐλεύθερη ὑποταγὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων σὲ Σένα˙ ὥστε οἱ ἄνθρωποι, ὑπακούοντας στὰ προστάγματά Σου, νὰ γίνουν πραγματικοὶ καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἀφοσιωμένοι πολῖτες τῆς βασιλείας Σου. Ἂς γίνει τὸ θέλημά Σου καὶ πάνω στὴ γῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως αὐτὸ γίνεται στὸν οὐρανὸ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους)» (Λουκ.11,2).
 
Πόσο μεγάλη ἀφθονία! Πόσο ἀσύγκριτη γαληνότητα ποὺ πρέπει μόνο σὲ Αὐτόν! Μᾶς χαρίζει τὴ δόξα Του, ἀνεβάζει τὸν δοῦλο σὲ ἐλεύθερο ἀξίωμα. Μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα, ἐπειδὴ ἔχουμε καταταγεῖ στὴν τάξη τῶν υἱῶν.
Καὶ μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα, ἀπὸ Αὐτὸν ἀποκτήσαμε καὶ αὐτό, καὶ θὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει ὁ σοφὸς εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγοντας γι’ Αὐτόν: « Ὃσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ (Ὅσοι ὅμως Τὸν δέχθηκαν καὶ Τὸν ἐγκολπώθηκαν ὡς σωτῆρα τους, καὶ πίστεψαν ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἔδωσε τὸ δικαίωμα καὶ τὴ χάρη νὰ γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ)» (Ἰω. 1,12).
Γιατί μεταμορφωνόμαστε σὲ υἱοὺς μὲ πνευματικὴ γέννηση, ἡ ὁποία τελεῖται μέσα μας, ὄχι ἀπὸ σπορὰ φθαρτή, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ τὸν λόγο τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὅπως μένει, ὅπως ἔχει γραφεῖ: «βουληθεὶς ἀπεκύησεν ἡμᾶς λόγῳ ἀληθείας εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῦ κτίσμάτων (ὁ Θεὸς εἶναι ὅλος φῶς. Αὐτὸς ἀπὸ τὴ δική Του ἀγαθὴ θέληση μᾶς γέννησε πνευματικὰ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶναι λόγος τῆς ἀλήθειας, γιὰ νὰ εἴμαστε κατὰ κάποιον τρόπο τὸ πιὸ ἐκλεκτὸ μέρος ἀπὸ τὰ ὁρατὰ δημιουργήματά Του, ἀφιερωμένο στὸν Θεό)» (Ἰακ. 1,18)· γιατί ἔτσι εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους.
 
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, παρουσιάζοντας ὁλοφάνερα τὴν ὁδὸ τῆς γέννησης αὐτῆς, λέει: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ (ἀληθινά, ἀληθινὰ σοῦ λέω ὅ,τι ἐὰν δὲν γεννηθεῖ κανεὶς πνευματικὰ ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ἀοράτως μὲ τὸ νερὸ αὐτὸ ἀναγεννᾶ τὸν ἄνθρωπο, δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ)» (Ἰω. 3,5).
Ἢ καλύτερα, γιατί πρέπει νὰ πῶ σὲ σᾶς καὶ κάτι ἀπὸ τὰ ἀπόρρητα, αὐτὴ ἔγινε σὲ ἐμᾶς ἡ ὁδὸς τόσο λαμπρῆς καὶ ἄξιας νὰ τὴν ἀποκτήσει κανεὶς χάριτος, καὶ θύρα καὶ ἀφορμή, μὲ τὸ νὰ γίνει ὅμοιος μὲ μᾶς· γιατί ἔλαβε μορφὴ δούλου, ἂν καὶ κατὰ τὸ ὅτι νοεῖται καὶ εἶναι Θεός, ἦταν ἐλεύθερος, γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει αὐτὰ ποὺ εἶναι δικά Του.
Γιατί μόνος ἀπὸ τὴ φύση Του εἶναι ἐλεύθερος, γιατί καὶ μόνος εἶναι Υἱὸς Ἐκείνου, ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπὸ ὅλα καὶ κατεξουσιάζει τὰ πάντα, τοῦ ἀπὸ τὴν φύση του καὶ πραγματικὰ ἐλεύθερου Πατέρα του.
Γιατί καθετὶ ποὺ ἦρθε στὴν ὕπαρξη σκύβει δουλικὰ τὸν αὐχένα σὲ Ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔκτισε. Πράγματι ψάλλει ὁ Μελωδὸς καὶ λέει πρὸς αὐτόν: «τῇ διατάξει σου διαμένει ἡμέρα, ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά (μὲ τὴ δύναμη τῆς προσταγῆς Σου παραμένει ἡ ἡμέρα· διότι τὰ πάντα ὑπακοὺν δουλικὰ σὲ Ἐσένα· καὶ γι’ αὐτὸ διατηροῦνται· διότι ὑποτάσσονται στοὺς φυσικοὺς νόμους ποὺ Ἐσὺ ὅρισες)» (Ψαλμός 118,91).
 
Ὅτι ὅμως μεταθέτοντας τὰ δικά μας σὲ Αὐτόν, κατ’ οἰκονομία μας ἔδωσε τὰ δικά Του, θὰ τὸ βεβαιώνει γράφοντας ὁ ἱερουργὸς τῶν μυστηρίων Του, ὁ πάνσοφος Παῦλος: «Γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι᾿ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχεὶᾳ πλουτήσητε (δὲν ἔχω ἀνάγκη νὰ σᾶς δώσω διαταγὴ· διότι γνωρίζετε καλά την χάρη ποὺ ἔδειξε ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς· διότι ἐνῷ ἦταν πλούσιος λόγῳ τοῦ ἄπειρου μεγαλείου τῆς θεότητας Του, ἔγινε γιὰ ἐσᾶς φτωχός. Καὶ φόρεσε τὴ φτωχὴ ἀνθρώπινη φύση καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνετε ἐσεῖς πλούσιοι πνευματικὰ μὲ τὴ φτώχεια Ἐκείνου)» (Β΄Κορ.8,9).
Γιατί γιὰ τὸν Θεὸ λόγο τὰ δικά μας, δηλαδὴ τὰ ἀνθρώπινα, εἶναι πτωχεία, ἐνῷ γιὰ τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πλοῦτος τὸ ὅτι ἔλαβε τὰ δικά Του, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι ἐλεύθερο ἀξίωμα, τὸ ὁποῖο ταιριάζει κατ' ἐξοχὴν σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κληθεῖ νὰ γίνουν υἱοί Του.
Αὐτοῦ ὅμως εἶναι καὶ αὐτὸ τὸ δῶρο, ὅπως εἶπα. Γιατί εἶπε πρὸς ἐμᾶς: «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω (:ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιὰ πνευματικὰ γιὰ νὰ ἀκούει, καὶ καλὴ διάθεση γιὰ νὰ δέχεται καὶ νὰ ἐγκολπώνεται αὐτὰ ποὺ λέω, ἂς ἀκούει)» (Ματθ. 13,9).
 
Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἔγινε σὰν ἐμᾶς, γι’ αὐτὸ ἀποκτήσαμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀδερφοῦ πρὸς Αὐτόν. Παραγγέλλει λοιπὸν νὰ ἔχουμε θάρρος καὶ νὰ Τὸν ὀνομάζουμε στὶς προσευχές μας Πατέρα. Καὶ μὲ πάρα πολλὴ πρόνοια δίνει σὲ αὐτοὺς ποὺ προσεύχονται νὰ εὐνοοῦν καὶ αὐτὸ· ἐφόσον δηλαδὴ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ γίναμε ἄξιοι τῆς τόσο μεγάλης τιμῆς, γιατί νὰ μὴν πολιτευόμαστε ὅπως ἁρμόζει σὲ Αὐτὸν ποὺ μᾶς ἔχει τιμήσει;
Αὐτὸ εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἅγιους ἀποστόλους: «καὶ εἰ πατέρα ἐπικαλεῖσθε τὸν ἀπροσωπολήπτως κρίνοντα κατὰ τὸ ἑκάστου ἔργον, ἐν φὸβῳ τὸν τῆς παροικίας ὑμῶν χρόνον ἀναστράφητε (καὶ ἐφόσον ἐπικαλεῖστε καὶ ὀνομάζετε Πατέρα τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἀμερόληπτα καὶ χωρὶς νὰ κάνει διακρίσεις σὲ πρόσωπα κρίνει τὸν καθένα μας σύμφωνα μὲ τὸ σύνολο τῶν πράξεων του, ἔχετε καθῆκον νὰ ζεῖτε καὶ νὰ συμπεριφέρεστε μὲ φόβο Θεοῦ ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς σας στὴν γῆ, τὰ ὁποῖα εἶναι χρόνια ξενιτιᾶς· διότι ἡ γῆ δὲν εἶναι ἀληθινὴ καὶ παντοτινὴ πατρίδα σας)» (Α΄Πετρ. 1,17).
 
«Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου (ἂς ἀναγνωρισθεῖ ἡ ἁγιότητά Σου, ὥστε νὰ δοξάζεται καὶ νὰ λατρεύεται ἄξια τὸ ὄνομά Σου )» (Λουκ.11,2).
Ἄραγε παρακαλοῦμε νὰ προστεθεῖ ἁγιασμὸς στὸν Πανάγιο Θεό; Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι τελείως ἄμεμπτο.
Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι πλήρης, ὅπως λέγει ὁ Ἴδιος, παντέλειος γιὰ τὸν ἑαυτό Του καὶ Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ χορηγεῖ στὴν κτίση τὸν ἁγιασμὸ ἀπὸ τὴν δική του πληρότητα: «Τί μοὶ πλῆθος τῶν θυσιῶν ὑμῶν; λέγει Κύριος· πλήρης εἰμὶ ὁλοκαυτωμάτων κριῶν, καὶ στέαρ ἀρνῶν καὶ αἷμα ταύρων καὶ τράγων οὐ βούλομαι (ὁ Κύριος λέγει: "Τί νὰ τὸ κάνω ἐγὼ τὸ πλῆθος τῶν θυσιῶν σας;
Εἶμαι γεμᾶτος καὶ χόρτασα ἀπὸ θυσίες ὁλοκαυτωμάτων κριῶν, ποὺ μοῦ προσφέρετε. Δὲν θέλω πλέον οὔτε τὸ λίπος τῶν ἀμνῶν οὔτε τὸ αἷμα τῶν ταύρων καὶ τῶν τράγων)» (Ἠσ. 1,11).
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἀνόητο καὶ ἄξιο χλευασμοῦ τὸ νὰ νομίζουν οἱ προσευχόμενοι ὅτι κάνουν τὶς προσευχὲς ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους μᾶλλον, ἀλλὰ γι’ Αὐτόν.
Ἄρα λοιπὸν τί σημαίνει το: «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου»; Λέμε ὅτι δὲν παρακαλοῦμε νὰ προστεθεῖ ἁγιασμὸς στὸν Θεὸ τῶν ὅλων (γιατί ποιός εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ Αὐτὸν καὶ μπορεῖ νὰ τοῦ δώσει κάτι; Γιατί λέει: «Χωρὶς δὲ πάσης ἀντιλογίας τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείττονος εὐλογεῖται (καὶ βέβαια εἶναι ἀναντίρρητο καὶ ὁμολογημένο ὅτι τὸ μικρότερο καὶ κατώτερο εὐλογεῖται ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο καὶ ἀνώτερο. Γιὰ νὰ εὐλογήσει λοιπὸν ὁ Μελχισεδὲκ τὸν Ἀβράαμ σημαίνει πὼς ἦταν ἀνώτερός Του)» (Ἐβρ.7,7), ἐκεῖνο μᾶλλον παρακαλοῦν νὰ ὑπάρξει σὲ αὐτοὺς καὶ σὲ ὅλους.
Ὅταν βρισκόμαστε σὲ τέτοια ψυχικὴ κατάσταση καὶ πιστεύουμε ὅτι ἀπὸ τὴ φύση Του καὶ τῶν ὅλων Θεὸς εἶναι ἅγιος τῶν ἁγίων, τότε ἀποκτῶντας τὸν φόβο Του στὸν νοῦ, κάνουμε τὴ ζωή μας σωστὴ καὶ ἀνεπίληπτη, ὥστε μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἀφοῦ γίνουμε ἅγιοι, νὰ μπορέσουμε νὰ βρεθοῦμε κοντὰ στὸν Θεό.

Γιατί ἔχει γραφεῖ: «ὅτι ἐγὼ εἰμι Κύριος ὁ Θὲὸς ὑμῶν, καὶ ἁγιασθήσεσθε καὶ ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἅγιὸς εἰμι ἐγὼ Κύριος ὁ Θὲὸς ὑμῶν, καὶ οὐ μιανεῖτε τὰς ψὺχὰς ὑμῶν ἐν πᾶσι τοῖς ἑρπετοῖς τοῖς κινουμένοις ἐπὶ τῆς γῆς (Ἐγὼ παραγγέλλω αὐτά, διότι Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας· θὰ ἁγιάζεστε καὶ θὰ εἶστε ἅγιοι, διότι Ἐγὼ ὁ Κύριος καὶ Θεός σας εἶμαι ἅγιος. Μὴ μολύνεστε μὲ τὰ ἑρπετά, τὰ ὁποῖα κινοῦνται ἐπάνω στὴ γῆ)» (Λευιτ. 11,44).
Εἶπε βέβαια κάπου καὶ πρὸς τὸν ἱεροφάντη Μωυσῆ: «καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς Ἀαρῶν· τοῦτὸ ἐστιν, ὃ εἶπε Κύριος λέγων· ἐν τοῖς ἐγγίζουσί μοι ἁγιασθήσομαι καὶ ἐν πὰσῃ τῇ συναγωγῇ δοξασθήσομαι. καὶ κατενύχθη Ἀαρῶν (εἶπε τότε ὁ Μωυσῆς πρὸς τὸν Ἀαρῶν· "αὐτὴ ἡ τιμωρία ἐπιβλήθηκε, διότι ὁ Κύριος ἐφάρμοσε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ρητῶς εἶχε προαναγγείλει· σὲ αὐτοὺς καὶ δι' αὐτῶν ποὺ μὲ πλησιάζουν μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμό, θὰ δείξω τὴν ἁγιότητά μου καὶ θὰ δοξασθῶ ἐνώπιον ὅλου τοῦ λαοῦ τοῦ ἰσραηλιτικοῦ". Πόνεσε ὁ Ἀαρῶν βαθύτατα, ἀλλὰ καὶ σιώπησε)» (Λευιτ. 10,3).
 
Λοιπὸν «σὲ ἐμᾶς», λέει, «ἂς εἶναι ἅγιο τὸ ὄνομά Σου», γιατί αὐτὸ σημαίνει τὸ «ἁγιασθήτω». Καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο τὸ παρακαλοῦν αὐτό. Γιατί σκέψου ὅτι σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν δέχθηκαν ἀκόμα τὸ φῶς τῆς ἀληθείας καὶ οὔτε βέβαια ἀποδέχθηκαν τὴν πίστη, ἀκόμα περιφρονεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ· γιατί δὲν θεωρεῖται ἀπὸ αὐτοὺς ὅτι εἶναι ἅγιο καὶ σεβαστὸ καὶ προσκυνητό. Ὅταν ὅμως λάμψει καὶ σὲ αὐτοὺς τὸ φῶς τῆς ἀληθείας καὶ ξυπνήσουν καὶ βγοῦν σὰν ἀπὸ νύχτα καὶ σκοτάδι, μόλις τότε μαθαίνοντας ποιός καὶ πόσο μεγάλος εἶναι, θὰ Τὸν ὁμολογήσουν ἅγιο τῶν ἁγίων.
Ὅτι ὅμως αὐτὸ ἔτσι εἶναι, θὰ τὸ καταλάβεις ἀπὸ τὸ ἑξῆς· κάποιος ἀπὸ τοὺς ἁγίους εἶπε: «Κύριον αὐτὸν ἁγιάσατε, καὶ αὐτὸς ἔσται σου φόβος (σεβαστείτε καὶ ὑπακοῦστε στὸν ἅγιο Κύριο, τιμήσατε Αὐτὸν· καὶ μόνο ὁ φόβος, ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ Αὐτόν, ἂς εἶναι ὁ φόβος σας)» (Ἠσ.8,13).
Ἄρα λοιπὸν ἐμεῖς κάνουμε ἅγιο τὸν Θεὸ ὁ Ὁποῖος ἀπὸ τὸ δικό του πλήρωμα διανέμει πλουσιοπάροχα στὴν κτίση αὐτὰ ποὺ εἶναι δικά Του;
Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ λέμε ὅτι Αὐτὸς διδάσκει ἐκεῖνο, νὰ πιστεύετε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἅγιος, γιατί τότε θὰ Τὸν σέβεστε καὶ Αὐτὸς θὰ σᾶς ἁγιάσει.
Γιατί ἔχει γραφεῖ πάλι γιὰ τὸν Χριστὸ· « Οὕτως λέγει Κύριος ὁ ῥυσάμενός σέ, ὁ Θέὸς Ἰσραὴλ· ἁγιάσατε τὸν φαυλίζοντα τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, τὸν βδελυσσόμενον ὑπὸ τῶν ἐθνῶν τῶν δούλων τῶν ἀρχόντων· βασιλεῖς ὄψονται αὐτὸν καὶ ἀναστήσονται, ἄρχοντες καὶ προσκυνήσουσιν αὐτῷ ἕνεκεν Κυρίου· ὅτι πιστὸς ἐστιν ὁ ἅγιος Ἰσραήλ, καὶ ἐξελεξάμην σέ (αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ λυτρωτὴς καὶ ἐλευθερωτής σου, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ· ὡς ἅγιο τιμῆστε καὶ δοξάστε Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος καταφρονεῖ καὶ παραδίδει σὲ θάνατο τὴ ζωή Του.
Αὐτόν, τὸν ὁποῖο βδελύσσονται τὰ ἁμαρτωλὰ ἔθνη, οἱ δοῦλοι τῶν ἀρχόντων. Βασιλεῖς ὅμως θὰ Τὸν δοῦν καὶ θὰ ἐγερθοῦν μετὰ σεβασμοῦ ἐνώπιόν Του καὶ ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ Τὸν προσκυνήσουν ἕνεκεν Κυρίου τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Ἅγιος Θεὸς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, εἶναι κατὰ πάντα ἀληθὴς καὶ ἀξιόπιστος στὶς ὑποσχέσεις Του. Καὶ ἐγὼ ὁ Κύριος σὲ ἐξέλεξα)» (Ἠσ.49,7), δηλαδὴ ποὺ τὴν περιφρόνησε τὴ ζωή Του, γιατί τὴ θυσίασε γιὰ χάρη μας.
Ὡστόσο πρέπει νὰ θεωρεῖται ἅγιος, λέει, ἀπὸ ἐσᾶς, δηλαδὴ νὰ ὁμολογεῖται ἅγιος. Καὶ πράγματι αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση Του, δηλαδὴ Θεὸς ἀληθινὸς καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Γιατί τὸ «ἅγιος» οὐσιαστικὰ δὲν ταιριάζει σὲ κανένα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἦρθαν στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία, ἀλλὰ μόνο στὴν ἀνώτατη καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα φύση.
Ὅταν λοιπὸν πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἀπὸ τὴ φύση Τοῦ ἅγιος, γιατί αὐτὸ σημαίνει τὸ «ἁγιάζειν αὐτὸν», τότε ὁμολογοῦμε ὅτι εἶναι καὶ ἀληθινὸς Θεός, καὶ ἀκόμα ὅτι εἶναι ἀποχωρισμένος ἀπὸ τοὺς λοιπούς, καὶ μάλιστα μὲ μέγιστη ὑπεροχή.
 
«Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου (ἂς ἔλθει ἡ βασιλεία Σου μὲ τὴν ἐλεύθερη καὶ πρόθυμη ὑποταγὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων σὲ Ἐσένα, ὥστε μὲ τὴν ὑπακοή τους στὰ προστάγματά Σου νὰ γίνουν αὐτοὶ πραγματικοὶ ὑπήκοοί Σου καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἀφοσιωμένοι σὲ Ἐσένα)».
Ἀφοῦ ὁ Θεὸς βασιλεύει πάντοτε καὶ εἶναι κυρίαρχος ὅλων, τί θέλει λοιπόν το: «ἂς ἔρθει ἡ βασιλεία Σου»; Μοιάζουν λοιπὸν νὰ ἐπιθυμοῦν αὐτοὶ ποὺ τὸ λένε αὐτὸ στὶς προσευχές τους, νὰ Τὸν δοῦν νὰ λάμψει καὶ πάλι στὸν κόσμο ὁ σωτῆρας τῶν ὅλων Χριστός.
Γιατί θὰ ἔρθει καὶ θὰ κατέβει ὡς Κριτής, καὶ ὄχι τότε μὲ τὴν ταπείνωση τὴν ὅμοια μὲ μᾶς, ἀλλὰ μὲ δόξα ποὺ ταιριάζει σὲ Θεὸ καὶ ἀκολουθούμενος ἀπὸ ἀγγέλους γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο. Γιατί τότε θὰ εἶναι καιρὸς ἀπολογίας καὶ δοκιμασίας μᾶλλον καὶ ἀνταπόδοσης. Φωτιὰ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ μακρὰ καταδίκη, καὶ αἰώνια κολαστήρια.

Καὶ πῶς τότε προσεύχονται νὰ δοῦν τὸν καιρὸ ἐκεῖνο; Πρόσεχε, σὲ παρακαλῶ, πάλι τὸν σοφὸ χειρισμὸ τοῦ Σωτῆρα καὶ τὴν γιὰ τὸ κάθε πρᾶγμα ἀξιοθαύμαστη πρόνοια. Γιατί πρόσταξε μὲ προσοχὴ νὰ ζητοῦμε νὰ ἔρθει ἐκεῖνος ὁ πραγματικὰ φρικτὸς καιρός, γιὰ νὰ κατανοήσουν ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ζοῦν, ὄχι ἀδιάφορα ἢ μὲ νωθρότητα, ἀλλὰ μᾶλλον ὅπως ταιριάζει σὲ ἁγίους, καὶ σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ ἀρέσει σὲ Αὐτὸν ὥστε ὁ καιρὸς νὰ βρεθεῖ σὲ αὐτοὺς πρόξενος στεφάνων καὶ καταδίκης.
Γιατί στοὺς παρανόμους καὶ στοὺς βέβηλους δὲν ταιριάζει μὲ κανένα τρόπο νὰ λένε στὶς προσευχές τους: «ἂς ἔρθει ἡ βασιλεία Σου».
Ἂς γνωρίζουν λοιπόν, ὅτι λέγοντάς το ὅτι αὐτό, εἶναι σὰν νὰ κατηγοροῦν τὸν Θεό, ὅτι δὲν ἀνατέλλει, οὔτε καὶ φαίνεται ὁ καιρὸς ποὺ θὰ κολασθοῦν αὐτοί.

Σὲ αὐτοὺς λέει κάποιος ἀπὸ τοὺς ἁγίους προφῆτες: «Οὐαὶ οἱ ἐπιθυμοῦντες τὴν ἡμέραν Κυρίου· ἱνατὶ αὕτη ὑμῖν ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου; καὶ αὐτὴ ἐστι σκότος καὶ οὐ φῶς (ἀλίμονο σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν καὶ ζητοῦν νὰ ἔλθει ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Τί θὰ εἶναι γιὰ σᾶς αὐτὴ ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου; Θὰ εἶναι σκοτεινὴ καὶ ὄχι φωτεινή, ἀπειλητικὴ καὶ ὄχι παρηγορητικὴ)» (Ἀμώς 5,18).
Ζητοῦν λοιπὸν οἱ ἅγιοι νὰ ἔρθει ὁ καιρὸς τῆς πλήρους βασιλείας τοῦ Σωτῆρα μας, ἐπειδὴ ἔχουν ἤδη ἐκτελέσει αὐτὰ ποὺ πρέπει καὶ ζητοῦν τὶς ἀμοιβὲς αὐτῶν ποὺ ἔχουν ἤδη κάνει. Γιατί ἔχουν τὴν πεποίθηση, ὅτι θὰ παραστοῦν στὸν Κριτὴ λαμπροί.
 
«Γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς (ἀς γίνει τὸ θέλημά Σου καὶ στὴ γῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως γίνεται αὐτὸ καὶ στὸν οὐρανὸ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους)».
Καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ταιριάζει σὲ ἁγίους καὶ γεμᾶτο ἀπὸ κάθε ἔπαινο. Γιατί τὸ νὰ θέλουμε νὰ ἐπικρατεῖ στὴ γῆ τὸ ἀγαθὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ σημαίνει, παρὰ τὸ νὰ θέλουμε νὰ εἴμαστε ἐκτελεστὲς καὶ γνῶστες ὅλων αὐτῶν τῶν ἀρετῶν;
Ἔτσι λέμε ὅτι διαπρέπουν στοὺς οὐρανοὺς καὶ οἱ ἅγιοι ἄγγελοι. Γιατί ἔχει γραφτεῖ γι’ αὐτούς: «εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ, λειτουργοὶ αὐτοῦ οἱ ποιοῦντες τὸ θέλημα αὐτοῦ (εὐλογείτε τὸν Κύριο ὅλες οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, οἱ λειτουργοὶ Αὐτοῦ, ὅλοι ὅσοι τηροῦν τὸ θέλημά Του)» (Ψαλμ. 102,21).
Παρακαλοῦν λοιπὸν νὰ δοθεῖ δύναμη στοὺς ἀνθρώπους αὐτοὶ ποὺ τὸ λένε, γιὰ νὰ ἐκτελοῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ μιμοῦνται τὸν τρόπο ζωῆς τῶν ἁγίων ἀγγέλων, ὥστε ὅπως λέει ὁ Παῦλος, περπατῶντας ἐπάνω στὴν γῆ, νὰ εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τους οὐράνιος: «ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν (ἡ συμπεριφορά τους καὶ τὰ φρονήματά τους εἶναι τελείως ἀντίθετα μὲ τὰ δικά μας· διότι ἡ δική μας πατρίδα καὶ πολιτεία καὶ τὰ δικά μας πολιτικὰ δικαιώματα εἶναι στοὺς οὐρανούς, ἀπ’ ὅπου μὲ πολὺ πόθο περιμένουμε καὶ τὸν Σωτῆρα μας, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό)». (Φιλ.3,20).

Μαζὶ μὲ αὐτὰ πάλι λέμε ὅτι ζητοῦν νὰ δοῦν τὴν κατάργηση τῆς ἁμαρτίας αὐτοὶ ποὺ λένε: «ἂς γίνει τὸ θέλημα Σου ὅπως στὸν οὐρανὸ ἔτσι καὶ στὴ γῆ»· γιατί εἶναι θέλημα, ὅπως εἶπα, τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων, τὸ νὰ πολιτεύονται μὲ τρόπο ἅγιο οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς, ὥστε ἡ ἐκκλησία ποὺ βλέπεται στὴν γῆ, νὰ γίνει ἀπομίμηση καὶ σὰν κάποια εἰκόνα τῆς ἐκκλησίας τῶν πρωτότοκων, τῆς οὐράνιας ἐννοῶ, καὶ νὰ εὐφραίνει τὸν Χριστό.

«Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον (δώσε μας σήμερα τὸν καθημερινό μας ἄρτο ποὺ εἶναι ἀναγκαῖος γιὰ τὴ συντήρηση τῆς οὐσίας καὶ ὑπάρξεώς μας)» (Λουκ.11,3).
Ἴσως κάποιοι νομίζουν ὅτι εἶναι ἀνάρμοστο καὶ παράλογο στοὺς ἁγίους τὸ νὰ ζητοῦν σὲ Αὐτὸν τὰ σωματικὰ καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἀποδίδουν σὲ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο γίνεται λόγος πνευματικὸ νόημα καὶ μάλιστα λένε ὅτι ζητοῦν νὰ τοὺς δοθεῖ, ὄχι ἐπίγειος οὔτε ὑλικὸς ἄρτος, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνος ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ πάνω καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ δίνει στὸν κόσμο ζωή, ἤ, ὅπως λένε, στὴν ἀληθινὴ καὶ ἀσώματη οὐσία, δηλαδὴ στὴν ψυχή. Γιατί αὐτή, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ρευστή, εἶναι κυρίως οὐσία.
Ἐγὼ ὅμως, ὅτι στοὺς ἁγίους ταιριάζει κατ' ἐξοχὴν νὰ ἀποκτήσουν τὰ πνευματικὰ θὰ μποροῦσα νὰ τὸ πῶ χωρὶς ἐνδοιασμό, πλὴν ὅμως ἀξίζει νὰ δοῦμε ἐκεῖνο, ὅτι ἀκόμα καὶ ὅταν ζητοῦν κοινὸ ἄρτο, καὶ αὐτὸ πρόσταξε ὁ Σωτῆρας νὰ τὸ κάνουν χωρὶς καμία κατηγορία.

Γιατί πρόσεξε ποιό εἶναι τὸ νόημα σὲ αὐτὰ ποὺ λέγονται. Μὲ ὅσα δηλαδὴ πρόσταξε νὰ ζητοῦν ἄρτο, ἤτοι δηλαδὴ τὴν καθημερινὴ τροφή, εἶναι ὁπωσδήποτε φανερὸ ὄχι ἐπειδὴ τοὺς διέταξε νὰ μὴν ἔχουν τίποτε, τοὺς ἐπιτρέπει νὰ μετέρχονται φτώχεια ποὺ ταιριάζει σὲ ἁγίους.
 Γιατί τὸ νὰ ζητοῦν δὲν εἶναι γνώρισμα ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἀλλὰ ἐκείνων ποὺ βρίσκονται σὲ ἔλλειψη.
Ὅταν ὅμως κάποιος δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε, καὶ λέει στὸν Θεὸ ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τὰ πάντα, «δῶσε μας τὸν καθημερνὸ ἄρτο», θὰ φανεῖ ὅτι μᾶλλον εἰρωνεύεται, παρὰ ὅτι θέλει πραγματικὰ νὰ λάβει.
 
Καὶ ἄρτος βέβαια ἐπιούσιος ἄλλοι λένε ὅτι εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ ἔρθει καὶ θὰ δοθεῖ στὸν μελλοντικὸ αἰῶνα, γιὰ νὰ νοεῖται πάλι πνευματικά, καὶ ἄλλοι ἀποδίδουν καὶ ἄλλες ἔννοιες στὴ λέξη. Ἀλλὰ ἐὰν εἶναι ἀλήθεια ὅτι προσευχόμενοι ἀναφέρονται στὸν ἄρτο ποὺ θὰ δοθεῖ στὸν μέλλοντα αἰῶνα, ἀλλὰ γιατί τότε προσθέτουν τὸ «δῶσε μας τὸν καθημερινό;»
Γιατί μὲ αὐτὰ μποροῦμε νὰ δοῦμε ἐπίσης ὅτι τὸ αἴτημα τὸ κάνουν γιὰ τὴν καθημερινή τους τροφή, ὡς ἀκτήμονες προφανῶς.
Καὶ «ἐπιούσιο» πρέπει νὰ θεωροῦμε τὸν ἀπαραίτητο. Τὴ λέξη αὐτὴ χρησιμοποίησε κάπου καὶ ὁ μακάριος ἀπόστολος, κάνοντας μικρὴ παραλλαγὴ γιὰ τὸν Σωτῆρα ὅλων μας Χριστό, «ὃς ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα λυτρώσηται ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀνομίας καὶ καθαρίσῃ ἑαυτῷ λαὸν περιούσιον, ζηλωτὴν καλῶν ἔργων (ὁ Ὁποῖος ἔδωσε τὸν ἑαυτό Του σὲ θάνατο γιὰ χάρη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐξαγοράσει ἀπὸ κάθε παράβαση τοῦ νόμου, νὰ μᾶς καθαρίσει καὶ νὰ μᾶς κάνει ἔτσι τὸν δικό Του ἐκλεκτὸ λαό, λαὸ γεμᾶτο ζῆλο γιὰ καλὰ ἔργα)» (Τίτ.2,14).
 Γιατί εἶπε ὅτι Αὐτὸς θὰ ἑτοιμάσει λαὸ περιούσιο, λέγοντας ἀντὶ τοῦ «ἐπιουσίου» τὸν «περιούσιο» δηλαδὴ τὸν αὐτάρκη, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι κατώτερος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει τὰ πάντα.
 
«Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν· καὶ γὰρ αὐτοὶ ἀφίεμεν παντὶ τῷ ὀφείλοντι ἡμῖν (καὶ συγχώρησέ μας τὶς ἁμαρτίες μας˙ διότι κι ἐμεῖς συγχωροῦμε καθέναν ποὺ μᾶς ἔφταιξε καὶ μᾶς εἶναι χρεώστης λόγῳ ἀδικίας ποὺ μᾶς ἔκανε)» (Λουκ.11,4).
Ὁ Κύριος θέλει νὰ εἶναι ἀγαθοὶ καὶ ἀμνησίκακοι οἱ μαθητές Του, ὥστε μὲ τρόπο ἄμεμπτο νὰ μποροῦν νὰ λένε: «συγχώρησέ μας γιατί συγχωρήσαμε».
Πῶ, πῶ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσης! βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ! ὦ ἀκατάληπτο βάθος πλούσιας ἀγαθότητας καὶ σοφίας τοῦ Θεοῦ, μέσα στὴν ὁποία ὅλα ὁδηγοῦνται στὸ ἄριστο τέλος τους!
Ὦ πλοῦτος γνώσεως Θεοῦ, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία προγνωρίζει τὸ τέλος ὅλων! Πόσο ὑπερβαίνουν τὴν ἀνθρώπινη ἔρευνα οἱ κρίσεις καὶ οἱ ἀποφάσεις Του, καὶ πόσο εἶναι ἀδύνατο στὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου νὰ παρακολουθήσει τὰ ἴχνη τῶν σοφῶν καὶ ἀγαθῶν Του μεθόδων, μὲ τὶς ὁποῖες σώζει τοὺς ἀνθρώπους!)» (Ρωμ.11,33).
 
Πρῶτα προστάζει νὰ ζητοῦν τὴ συγχώρεση τῶν δικῶν τους ἁμαρτιῶν, καὶ στὴν συνέχεια νὰ ὁμολογοῦν ὅτι ὁπωσδήποτε θὰ τοὺς συγχωρέσουν καὶ αὐτοί. Καὶ γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι, τῆς ἀνεξικακίας ποὺ ὑπάρχει σὲ αὐτοὺς θέλουν νὰ γίνει μιμητὴς ὁ Θεός, καὶ τὴν ἀγαθότητα ποὺ θὰ προσφέρουν αὐτοὶ στοὺς ὁμοδούλους τους, αὐτὴν ζητοῦν νὰ λάβουν σὲ ἴσο μέτρο ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει νὰ ἀπονέμει τὰ δίκαια σὲ ὅλους καὶ νὰ τοὺς παρέχει τὸ ἔλεός Του.
Καὶ νὰ μὴ νομίζει κάποιος ὅτι μποροῦν οἱ ὁποιοδήποτε νὰ λένε: «συγχώρεσέ μας τὶς ἁμαρτίες μας», ἀλλὰ ἐκεῖνοι μᾶλλον ποὺ εἶχαν ἤδη ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὰ πταίσματα ποὺ εἶχαν ἤδη διαπράξει καὶ εἶναι ἀποφασισμένοι καὶ θέλουν νὰ ζήσουν στὸ ἑξῆς ὅπως ταιριάζει σὲ ἁγίους.
Πρέπει λοιπὸν νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν, συγχωρῶντας πρῶτα ἐμεῖς ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους ἤρθαμε σὲ κάποια σύγκρουση, ὅταν ἁμαρτάνουν σὲ ἐμᾶς, καὶ ὄχι στὴν ἴδια τή θεία καὶ ὑπέρτατη δόξα· γιατί ἐκείνων δὲν εἴμαστε ἐμεῖς κύριοι, ἀλλὰ μόνο αὐτῶν ποὺ ἔγιναν σὲ ἐμᾶς.

«Καὶ μὴ εἰσενὲγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ (καὶ μὴν ἐπιτρέψεις νὰ πέσουμε σὲ πειρασμό, ἀλλὰ γλύτωσε μας ἀπὸ τὸν Πονηρὸ ποὺ μᾶς πολεμᾶ)».
Μέχρι τὸ σημεῖο αὐτὸ σταμάτησε τὴν προσευχὴ ὁ Λουκᾶς, ἐνῷ ὁ Ματθαῖος βρίσκεται νὰ προσθέτει ἐπιπλέον ˙«καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν (καὶ μὴν ἐπιτρέψεις νὰ πέσουμε σὲ πειρασμό, ἀλλὰ γλύτωσε μας ἀπὸ τὸν Πονηρὸ ποὺ μᾶς πολεμᾶ. Τὰ ζητοῦμε ὅλα αὐτὰ ἀπὸ Ἐσένα, διότι δική Σου εἶναι ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν) (Ματθ.6,13)». (Ὑπάρχει καὶ στὸν Λουκᾶ ˙ ἴσως ἀπὸ ἄλλη ἔκδοση νὰ λείπει).
Ὑπάρχει βέβαια στὰ λόγια πάρα πολὺ μεγάλη ἀκολουθία˙ γιατί θὰ ἀκολουθήσει ὁπωσδήποτε στὸ νὰ μὴν πέσουμε σὲ πειρασμό, τὸ νὰ γλιτώσουμε ἀπὸ τὸν πονηρό. Ἢ πάλι λέγοντας κάποιος ὅτι εἶναι τὸ ἴδιο νὰ γλιτώσει, μὲ τὸ νὰ μὴν πέσει σὲ πειρασμό, νὰ μὴ σφάλλει ὡς πρὸς τὴν ἀλήθεια.

Διδάσκοντάς μας ὅμως νὰ λέμε αὐτά, δὲν θέλει νὰ εἴμαστε οὔτε ἄνανδροι, οὔτε δειλοί, ἀλλὰ μᾶλλον ἀνδρεῖοι καὶ τολμηροὶ σὲ ὅλα τὰ ἐπαινούμενα καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ μετριόφρονες καὶ φτωχοὶ πνευματικά, καὶ νὰ μὴν νομίζουμε ὅτι ὁπωσδήποτε καὶ μὲ κάθε βεβαιότητα θὰ νικήσουμε τὸν πειρασμό.
Γιατί πολλὲς φορὲς πέφτει ἀβάστακτος φόβος στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ βάρος τοῦ πειρασμοῦ συντρίβει καὶ γενναιότατο φρόνημα.
 Πρέπει δηλαδὴ λοιπὸν νὰ μὴ ριχνόμαστε μὲ θράσος στοὺς πειρασμούς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ σκεφτόμαστε τὴν ἀδυναμία τῆς διάνοιάς μας.
 Συνεπῶς το νὰ ἀποφεύγουμε βέβαια τὸ νὰ πειραζόμαστε, ὅταν ὅμως μᾶς καλεῖ ἡ περίσταση ἀπὸ ἀνάγκη σὲ αὐτό, τότε λοιπόν, τότε πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε καταβάλλοντας ὅλες τὶς δυνάμεις μας.
Τὸ εἶδος βέβαια τῶν πειρασμῶν εἶναι διπλό. Ἢ δηλαδὴ κάποιος πειράζεται ἀπὸ τοὺς ἐτερόφρονες, ἢ ἀπὸ τὰ πάθη της ἀτιμίας.
Ἄρα λοιπὸν θὰ πρέπει ὅταν πειραζόμαστε ἀπὸ τὰ τόσο φοβερὰ κακά, ἢ δὲν ἔχουμε πέσει ἀκόμα σὲ αὐτά, νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ λέμε «μὴ μᾶς βάλει σὲ πειρασμό».
Ὅταν ὅμως ὁρμήσει ἐπάνω μας ὁ πειρασμός, τότε στάσου γενναῖος, ἐπίπληξε τὴ σάρκα, βάλε χαλινάρι στὸν νοῦ, ζήτησε τὴ βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεό. Γιατί τότε θὰ σὲ βοηθήσει καὶ θὰ σοῦ δώσει ὁ Σωτῆρας τῶν ὅλων καὶ Κύριος τὴ δύναμη νὰ νικήσεις.


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον



ΠΗΓΕΣ:

•    Ἁγίου Κυρίλλου, ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματικὴ εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αἰγαίου, ἐρευνητικὸ ἔργο «Οἱ δρόμοι τῆς πίστης: Ψηφιακὴ Πατρολογία»
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam .pdf)
•    Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας Ἅπαντα τὰ ἔργα, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Α΄», κεφάλαιο 11ο, σελ. 449-463, τ.25, 2005
•    Παν. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μετὰ συντόμου ἑρμηνείας, ἐκδ. Ὁ Σωτήρ, Ἀθήνα 1997
•    http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου