Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2025

Ἑρμηνεία τῆς Ἀποστολικῆς περικοπῆς τῆς Συνάξεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο

Σύναξη Τιμίου Προδρόμου (Πράξ. 19, 1-8)


Ἁγίου Ἰωάννου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου

«Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν Άπολλὼ εἶναι ἐν Κορίνθῳ Παῦλον διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη ἐλθεῖν εἰς ῎Εφεσον· καὶ εὑρὼν μαθητάς τινας εἶπε πρὸς αὐτούς· εἰ Πνεῦμα Ἅγιον ἐλάβετε πιστεύσαντες;  Οἱ δὲ εἶπον πρὸς αὐτόν· ἀλλ᾿ οὐδὲ εἰ Πνεῦμα Ἅγιον ἐστιν ἠκούσαμεν.  Εἶπέ τε πρὸς αὐτούς· εἰς τί οὖν ἐβαπτίσθητε; Οἱ δὲ εἶπον· εἰς τὸ Ἰωάννου βάπτισμα. Εἶπε δὲ Παῦλος· ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τῷ λαῷ λέγων εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ᾿ αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσι, τοῦτ᾿ ἔστιν εἰς τὸν ᾿Ιησοῦν Χριστόν.
Ἀκούσαντες δὲ ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. Καὶ ἐπιθέντος αὐτοῖς τοῦ Παύλου τὰς χεῖρας ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπ᾿ αὐτούς, ἐλάλουν τε γλώσσαις καὶ προεφήτευον. Ἦσαν δὲ οἱ πάντες ἄνδρες ὡσεὶ δεκαδύο. Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν συναγωγὴν ἐπαρρησιάζετο ἐπὶ μῆνας τρεῖς διαλεγόμενος καὶ πείθων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
(Ὅσο χρόνο ὁ Ἀπολλὼς ἦταν στὴν Κόρινθο, ὁ Παῦλος, ἀφοῦ περιόδευσε τὰ βορειότερα καὶ ὑψηλότερα μέρη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὕστερα πῆγε στὴν Ἔφεσο.
Κι ὅταν βρῆκε ἐκεῖ κάποιους μαθητές, τοὺς ρώτησε: «Ὅταν πιστέψατε, λάβατε τὰ ἔκτακτα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;»
Κι αὐτοί του ἀπάντησαν: «Μὰ ἐμεῖς οὔτε κἂν ἔχουμε ἀκούσει ἀκόμη ἐὰν ὑπάρχει ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους Πνεῦμα Ἅγιο, ποὺ νὰ ἐνεργεῖ καὶ νὰ μεταδίδει χαρίσματα».
Τότε ὁ Παῦλος τοὺς ρώτησε: «Τί εἴδους λοιπὸν βάπτισμα λάβατε καὶ σὲ τίνος τὸ ὄνομα βαπτιστήκατε;». Κι αὐτοὶ ἀπάντησαν: «Λάβαμε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη».
Ὁ Παῦλος τότε τοὺς ἐξήγησε: «Ὁ Ἰωάννης ἔδωσε βάπτισμα ποὺ ὁδηγοῦσε σὲ μετάνοια, χωρὶς ὅμως νὰ δίνει καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν.
Γι’ αὐτὸ ὁ Ἰωάννης προέτρεπε τὸν λαὸ νὰ πιστέψουν σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἐρχόταν ὕστερα ἀπ’ αὐτόν, δηλαδὴ στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος θὰ πρόσφερε τὴν ἄφεση καὶ τὴ σωτηρία».
Ὅταν τὰ ἄκουσαν αὐτά, βαπτίστηκαν, ἀφοῦ πίστεψαν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ στήριξαν σὲ Αὐτὸν ὅλη τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν ἐλπίδα τους, ἀναγνωρίζοντας ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας, λυτρωτὴς καὶ Κύριος.
Κι ὅταν ὁ Παῦλος ἔβαλε τὰ χέρια του πάνω στὰ κεφάλια τους, ἦλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπάνω τους καὶ τοὺς μετέδωσε διπλὸ χάρισμα˙ μιλοῦσαν δηλαδὴ σὲ διάφορες ξένες γλῶσσες, τὶς ὁποῖες πιὸ πρὶν δὲν τὶς γνώριζαν, καὶ συγχρόνως προφήτευαν.
Ὅλοι αὐτοὶ ἦταν περίπου δώδεκα ἄνδρες. Στὴ συνέχεια, ἐπὶ τρεῖς μῆνες ὁ Παῦλος πήγαινε στὴ συναγωγὴ καὶ κήρυττε μὲ θάρρος. Καὶ συζητοῦσε ἐκεῖ μὲ τοὺς Ἰουδαίους, προβάλλοντάς τους πειστικὲς ἀποδείξεις γιὰ τὶς ἀλήθειες ποὺ ἀναφέρονταν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἐγκαθίδρυσε πάνω στὴ γῆ καὶ στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν ὁ Κύριος Ἰησοῦς)» (Πράξ.19,1-8).
 
«Ἐγένετο δὲ (Συνέβη)», λέγει, «Παῦλον διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη ἐλθεῖν εἰς ῎Ἔφεσον (τότε νὰ περάσει ὁ Παῦλος τὰ μεσόγεια μέρη καὶ νὰ ἔρθει στὴν Ἔφεσο)» (Πράξ.19,1). Αὐτὰ τὰ μέρη βέβαια εἶναι τα γύρω ἀπὸ τὴν Καισάρεια καὶ τὰ ὑπόλοιπα ποὺ ἐπισκέφθηκε.
«Καὶ εὑρὼν μαθητάς τινας εἶπε πρὸς αὐτούς· εἰ Πνεῦμα ῞Ἅγιον ἐλάβετε πιστεύσαντες; (Κι ὅταν βρῆκε ἐκεῖ κάποιους μαθητές, τοὺς ρώτησε: «Ὅταν πιστέψατε, λάβατε τὰ ἔκτακτα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;)» (Πράξ.19,1-2).
Τὸ ὅτι αὐτοὶ οὔτε στὸν Χριστὸ πίστευαν γίνεται φανερὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶπε: «ἵνα πιστεύσωσι εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ᾿ αὐτὸν (γιὰ νὰ πιστέψουν σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἐρχόταν ὕστερα ἀπ’ αὐτόν, δηλαδὴ στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος θὰ πρόσφερε τὴν ἄφεση καὶ τὴ σωτηρία)»  (Πράξ.19,4).
Καὶ δὲν εἶπε: «Δὲν εἶναι τίποτε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη», ἀλλὰ ὅτι εἶναι ἀτελές. Καὶ οὔτε αὐτὸ τὸ πρόσθεσε ἔτσι στὴν τύχη, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς διδάξει καὶ νὰ τοὺς πείσει νὰ βαπτιστοῦν στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, πρᾶγμα καὶ ποὺ κάνουν καὶ λαμβάνουν καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴν τοποθέτηση τῶν χεριῶν τοῦ Παύλου ἐπάνω τους· διότι λέγει: «Καὶ ἐπιθέντος αὐτοῖς τοῦ Παύλου τὰς χεῖρας ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπ᾿ αὐτούς (Κι ὅταν ὁ Παῦλος ἔβαλε τὰ χέρια του πάνω στὰ κεφάλια τους, ἦλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπάνω τους)» (Πράξ.19,6).
Ὥστε, σὲ ἐκείνους ποὺ τοποθετοῦσε πάνω τους τὰ χέρια του, λάμβαναν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Φυσικὸ λοιπὸν ἦταν νὰ ἔχουν μὲν αὐτοὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅμως νὰ μὴ φαίνεται αὐτό, ἀλλὰ φανέρωναν αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια καὶ ἀπὸ τὶς γλῶσσες ποὺ μιλοῦσαν.
 
Καὶ ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ ὅτι, ἐνῷ ἐκεῖνοι ἦταν στὴν Ἔφεσο, ἔλαβαν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη; Διότι, ὅταν ρωτήθηκαν: «Εἰς τί οὖν ἐβαπτίσθητε; (Τί εἴδους λοιπὸν βάπτισμα λάβατε καὶ σὲ τίνος τὸ ὄνομα βαπτιστήκατε;)», ἀπαντοῦν: «Εἰς τὸ Ἰωάννου βάπτισμα «Λάβαμε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη» (Πράξ.19,3).
Ἴσως πῆγαν τότε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπέστρεψαν ἀφοῦ βαπτίστηκαν· ἀλλά, ἂν καὶ βαπτίστηκαν, ὅμως δὲν γνώριζαν τὸν Ἰησοῦ.
Καὶ δὲν λέγει σὲ αὐτούς: «Πιστεύετε στὸν Ἰησοῦ;». Ἀλλὰ τί; «Λάβατε Πνεῦμα Ἅγιο;» (Πράξ.19,2)· διότι γνώριζε ὅτι δὲν ἔλαβαν.
Καὶ προτιμᾶ νὰ τοὺς ρωτήσει ἔτσι, ὥστε ἀφοῦ μάθουν ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν στερηθεῖ, νὰ τὰ ζητήσουν.

«Καὶ ἐπιθέντος αὐτοῖς τοῦ Παύλου τὰς χεῖρας (Κι ὅταν ὁ Παῦλος ἔβαλε τὰ χέρια του πάνω στὰ κεφάλια τους)», λέγει, «ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπ᾿ αὐτούς, ἐλάλουν τε γλώσσαις καὶ προεφήτευον (ἦλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπάνω τους καὶ τοὺς μετέδωσε διπλὸ χάρισμα˙ μιλοῦσαν δηλαδὴ σὲ διάφορες ξένες γλῶσσες, τὶς ὁποῖες πιὸ πρὶν δὲν τὶς γνώριζαν, καὶ συγχρόνως προφήτευαν)» (Πράξ.19,6).
Προφητεύουν ἀπὸ αὐτὸ τὸ βάπτισμα ποὺ ἔλαβαν. Αὐτὸ δὲν τὸ εἶχε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, γι' αὐτό καὶ ἦταν ἀτελές. Μᾶλλον προετοίμαζε αὐτοὺς γιὰ νὰ ἀξιωθοῦν νὰ λάβουν τὰ χαρίσματα αὐτά.

Ὥστε αὐτὸ ἐπιδίωκε ὁ Ἰωάννης βαπτίζοντας, νὰ πιστέψουν σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἐρχόταν πίσω ἀπὸ αὐτόν. Ἀπὸ ἐδῶ φανερώνεται μία μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι δηλαδὴ οἱ βαπτιζόμενοι καθαρίζονται τελείως ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά τους· διότι, ἐὰν δὲν καθαρίζονταν, δὲν θὰ δέχονταν αὐτοὶ τὸ Πνεῦμα, δὲν θὰ ἀξιώνονταν ἀμέσως νὰ λάβουν τὰ χαρίσματα Αὐτοῦ.
Καὶ πρόσεχε ὅτι ἦταν διπλὸ τὸ χάρισμα, καὶ γλῶσσες μιλοῦσαν καὶ προφήτευαν. Πολὺ σωστὰ μάλιστα ὀνόμασε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη «βάπτισμα μετανοίας» καὶ ὄχι «συγχωρήσεως», ὁδηγῶντας αὐτοὺς ψηλότερα, καὶ πείθοντάς τους ὅτι ἐκεῖνο τὸ βάπτισμα δὲν εἶχε τὴ συγχώρηση· διότι ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων ὑπῆρξε ἔργο τοῦ βαπτίσματος ποὺ δόθηκε ἀργότερα.

Καὶ πῶς ἐκεῖνοι ποὺ ἔλαβαν τὸ Πνεῦμα δὲν δίδασκαν, ἀλλὰ δίδασκε ὁ Ἀπολλώς, χωρὶς ἀκόμα νὰ εἶχε λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα;
Διότι δὲν διακατέχονταν ἀπὸ τόση θέρμη πίστεως, οὔτε ἦταν κατηχημένοι· ἐκεῖνος ὅμως καὶ κατηχημένος ἦταν καὶ ὑπερβολικὰ θερμὴ ἦταν ἡ πίστη του καὶ ὁ ζῆλος του. Ἐγὼ μάλιστα νομίζω ὅτι ἦταν καὶ πολὺ μεγάλο τὸ θάρρος αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀλλά, ἂν καὶ μὲ ἀκρίβεια δίδασκε τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Ἰησοῦ, ὅμως εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ πιὸ ἀκριβὴ ἀκόμα διδασκαλία.
Ἔτσι, ἂν καὶ βέβαια δὲν τὰ γνώριζε ὅλα, ἔλαβε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐξ αἰτίας τῆς προθυμίας του, ὅπως ἀκριβῶς οἱ γύρω ἀπὸ τὸν Κορνήλιο (Πράξ.10,44-48).
 
Ἴσως πολλοὶ ποθοῦν νὰ ὑπῆρχε καὶ σήμερα τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη. Ἀλλὰ πολλοὶ θὰ παραμελοῦσαν τὴν ἐνάρετη ζωή, ἢ καὶ θὰ νομιζόταν ὅτι ὁ καθένας γι' αὐτό ἐπιθυμεῖ τὴν ἀρετὴ καὶ ὄχι γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν· ἄλλωστε δὲ θὰ ὑπῆρχαν πολλοὶ ψευδοπροφῆτες, καὶ δὲν θὰ διακρίνονταν πλέον οἱ ὑπερβολικὰ ἄξιοι, οὔτε θὰ μακαρίζονταν ἐκεῖνοι ποὺ γενικὰ δέχθηκαν τὴν πίστη.
Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες (Μακάριοι καὶ πιὸ εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν χωρὶς νὰ μὲ ἔχουν δεῖ μὲ τὰ μάτια τους, ὅπως μὲ εἶδες ἐσύ. Καὶ θὰ πιστέψουν ἔτσι ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου στὶς γενιὲς ποὺ θὰ ἔλθουν)» (Ἰω.20,29), ἔτσι εἶναι μακάριοι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν χωρὶς νὰ δοῦν θαύματα.

Πές μου λοιπὸν δὲν ἔλεγε ὁ Χριστὸς κατηγορῶντας τοὺς Ἰουδαίους: «Ἐὰν μὴ σημεῖα καὶ τέρατα ἴδητε, οὐ μὴ πιστεύσητε (Ἐάν δὲν δεῖτε θαύματα ποὺ νὰ δείχνουν φανερὰ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προκαλοῦν τρόμο καὶ κατάπληξη, δὲν θὰ πιστέψετε)»; (Ἰω.4,48).
Ἑπομένως δὲν πρόκειται νὰ ὑποστοῦμε καμιὰ βλάβη, ἐὰν θελήσομε νὰ προσέξουμε τὸν ἑαυτό μας.
Ἔχομε μὲ τὸ βάπτισμα τὸ σπουδαιότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ· λάβαμε ἄφεση ἁμαρτημάτων, ἁγιασμό, κοινωνία Πνεύματος, υἱοθεσία, ζωὴ αἰώνια.
Τί περισσότερο θέλετε; Θαύματα; Ἀλλὰ αὐτὰ καταργοῦνται. Ἔχεις πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, ποὺ μένουν· αὐτὰ ζῆτα, αὐτὰ εἶναι μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ θαύματα. Τίποτε δὲν ὑπάρχει ἴσο μὲ τὴν ἀγάπη. «Μείζων πάντων ἡ ἀγάπη (Μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα εἶναι ἡ ἀγάπη)» (Α΄Κορ.13,13), λέγει.
Σήμερα ὅμως ἡ ἀγάπη κινδυνεύει· διότι ἔχει ἀπομείνει μόνο τὸ ὄνομα αὐτῆς, ἐνῷ πουθενὰ δὲν ὑπάρχει ἔμπρακτη ἐκδήλωση αὐτῆς, ἀλλὰ ἔχουμε διαιρεθεῖ ἀναμεταξύ μας.
Τί, λοιπόν, θὰ μποροῦσε νὰ κάνει κανεὶς γιὰ νὰ μᾶς συνενώσει; Διότι τὸ νὰ κατηγορήσει κάποιος εἶναι εὔκολο, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι τὸ μισό.
 Πρέπει λοιπὸν νὰ δείξομε πὼς θὰ μποροῦσε νὰ δημιουργηθεῖ φιλία· διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ἐπιζητούμενο, τὸ πῶς δηλαδὴ θὰ συγκεντρώσομε τὰ διαιρημένα μέλη· διότι δὲν εἶναι ἁπλῶς αὐτὸ τὸ ζητούμενο, ἐὰν δηλαδὴ ἔχομε μία Ἐκκλησία, ἢ ἕνα δόγμα, ἀλλὰ τὸ φοβερὸ αὐτὸ εἶναι, ὅτι, ἐνῷ στὰ ἄλλα συνεργαζόμαστε ἀναμεταξύ μας, στὰ ἀναγκαῖα δὲν συνεργαζόμαστε, καὶ ἐνῷ μὲ ὅλους εἰρηνεύομε, ἀναμεταξύ μας βρισκόμαστε σὲ διαμάχη· διότι μὴ βλέπεις τὸ ἐὰν δὲν ἔχομε καθημερινὰ διαμάχες, ἀλλὰ τὸ ὅτι δὲν ἔχομε γνήσια ἀγάπη καὶ σταθερή.
 Χρειάζονται ἐπίδεσμοι καὶ λάδι. Ἂς σκεφθοῦμε ὅτι γνώρισμα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, ὅτι χωρὶς αὐτὴν δὲν ἔχουν τὰ ἄλλα καμία δύναμη, καὶ ὅτι εἶναι εὔκολο πρᾶγμα ἂν θέλομε.
 
«Ναί», λέγει ἴσως κάποιος, «τὰ γνωρίζομε αὐτά, ἀλλὰ πῶς θὰ καταστεῖ δυνατὸ νὰ κατορθωθοῦν; Τί πρέπει νὰ γίνει γιὰ νὰ πραγματοποιηθοῦν; Πῶς θὰ καταστεῖ δυνατὸ νὰ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο;».
Πρῶτα πρῶτα ἂς ἐξαλείψουμε αὐτὰ ποὺ καταστρέφουν τὴν ἀγάπη, καὶ τότε θὰ ἐγκαταστήσουμε αὐτήν.
Κανένας ἂς μὴν εἶναι μνησίκακος, κανένας ἂς μὴν εἶναι φθονερός, κανένας χαιρέκακος· αὐτὰ εἶναι τὰ ἐμπόδια, ἐνῷ ἐκεῖνα ποὺ τὴ δημιουργοῦν εἶναι ἄλλα.
Δὲν ἀρκεῖ νὰ ἐξαλείψομε ἐκεῖνα ποὺ τὴν ἐμποδίζουν, ἀλλὰ πρέπει νὰ παρουσιάζομε καὶ νὰ θέτομε σὲ ἐφαρμογὴ καὶ ἐκεῖνα ποὺ τὴν πραγματοποιοῦν.
Ὁ μὲν λοιπὸν Σειρὰχ λέγει ἐκεῖνα ποὺ τὴν καταστρέφουν, ἀναφέροντας τὴν κατηγορία, τὴ φανέρωση μυστικοῦ, καὶ τὸ χτύπημα μὲ δόλο (Σοφία Σειρὰχ 22,22: «Ἐπὶ φίλον ἐὰν ἀνοὶξῃς στόμα, μὴ εὐλαβηθῇς, ἔστι γὰρ διαλλαγὴ· πλὴν ὀνειδισμοῦ καὶ ὑπερηφανίας καὶ μυστηρίου ἀποκαλύψεως καὶ πληγῆς δολίας, ἐν τούτοις ἀποφεύξεται πᾶς φίλος (Ἐὰν ἀνοίξεις τὸ στόμα σου καταφερόμενος καὶ φιλονικῶντας πρὸς τὸν φίλο σου, μὴ φοβηθεῖς ὅτι ψυχράνθηκες πρὸς αὐτὸν γιὰ πάντα, διότι ὑπάρχει ἐλπίδα συνδιαλλαγῆς καὶ συμφιλιώσεως μὲ αὐτὸν· ἐκτὸς ἐὰν ἐκτραπεῖς σὲ ἐξευτελισμό του καὶ σὲ καταφρόνησή του ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ σὲ φανέρωση τῶν μυστικῶν του καὶ σὲ δόλια προσβολή, ποὺ τὸν πλήγωσε ὕπουλα. Ἐξ αἰτίας αὐτῶν θὰ σὲ ἀποφεύγει ὁριστικὰ κάθε φίλος)», ἀλλὰ δὲν λέγει ἐκεῖνα ποὺ τὴ δημιουργοῦν.

Ἀλλὰ σὲ ἐκείνους μὲν πολὺ σωστὰ ὑπῆρχαν αὐτά, ἐπειδὴ ἦταν σαρκικοί, σὲ ἐμᾶς ὅμως, μη γένοιτο!
Δὲν σᾶς προτρέπουμε ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἄλλα. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει σὲ ἐμᾶς κανένα καλὸ χωρὶς τὴ φιλία.
Ἔστω ὅτι ὑπάρχουν ἀμέτρητα ἀγαθά, ποιό ὅμως τὸ ὄφελος; Ἔστω ὅτι ὑπάρχει πλοῦτος, ἔστω ὅτι ὑπάρχει ἀπόλαυση ἀγαθῶν ἀλλὰ χωρὶς φίλους, ποιό τὸ κέρδος;
Δὲν ὑπάρχει κανένα ἀπόκτημα καλύτερο ἀπὸ αὐτὸ καὶ στὰ βιοτικὰ πράγματα, ὅπως ἀκριβῶς βέβαια δὲν ὑπάρχει καὶ τίποτε χειρότερο ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς.
«Ἡ ἀγάπη καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν (Ἡ ἀγάπη θὰ σκεπάσει καὶ θὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες, ὅσο πολλὲς κι ἂν εἶναι, καὶ θὰ ἑλκύσει τὸ θεῖο ἔλεος σ’ ἐσᾶς ποὺ τὴ δείχνετε)» (Α΄Πέτρ.4,8), ἐνῷ ἡ ἔχθρα βλέπει ὕποπτα καὶ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ὑπάρχουν.
Δὲν ἀρκεῖ νὰ μὴν εἶναι κάποιος ἐχθρός, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ ἀγαπᾶ. Σκέψου ὅτι ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ αὐτή, καὶ ἀρκεῖ αὐτό.

Καὶ ἡ θλίψη δημιουργεῖ φιλίες καὶ συνενώνει ἀνθρώπους. «Τί λοιπόν», λέγει, «θὰ κάνομε τώρα, ποὺ δὲν ὑπάρχει θλίψη; Πές, πῶς θὰ ἐνεργήσομε, γιὰ νὰ γίνομε φίλοι;».
Πές μου, δὲν ἔχετε φίλους ἄλλους; Πῶς εἶστε φίλοι αὐτῶν; Πῶς διατηρεῖτε τὴ φιλία σας; Κατ' ἀρχὴν κανένας νὰ μὴν ἔχει κανένα ἐχθρὸ (δεν εἶναι αὐτὸ μικρὸ πρᾶγμα)· κανένας νὰ μὴ φθονεῖ· δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κατηγορεῖ ἐκεῖνος ποὺ δὲν φθονεῖ.
Ὅλοι μας κατοικοῦμε σὲ μιὰ οἰκουμένη, μὲ τοὺς ἴδιους καρποὺς τρεφόμαστε. Ἀλλὰ αὐτὰ εἶναι ἀσήμαντα· μὲ τὰ ἴδια μυστήρια, τὴν ἴδια πνευματικὴ τροφὴ ἀπολαμβάνουμε.
Αὐτὰ ἀσφαλῶς εἶναι ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀπορρέει ἡ ὑποχρέωση νὰ ἀγαπᾶμε. «Πῶς λοιπόν», λέγει, «θὰ καταστεῖ θερμὴ ἡ συμπεριφορά μας;». Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δημιουργεῖ ἔρωτα σωματικό; Ἡ λαμπρότητα τοῦ σώματος. Ἂς καταστήσομε λοιπὸν καὶ τὶς ψυχές μας καλὲς καὶ θὰ ἀγαπήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο· διότι δὲν πρέπει μόνο νὰ ἀγαπᾶμε, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀγαπιόμαστε. Πρῶτα αὐτὸ ἂς κατορθώσομε, ὥστε νὰ ἀγαπιόμαστε, καὶ ἐκεῖνο θὰ γίνει εὔκολο.

Πῶς λοιπὸν θὰ καταστεῖ δυνατὸ νὰ ἀγαπιόμαστε; Ἂς γίνουμε καλοί, καὶ αὐτὸ νὰ προσπαθοῦμε νὰ κάνουμε, τὸ νὰ ἔχουμε δηλαδὴ πάντοτε ἀνθρώπους ποὺ νὰ μᾶς ἀγαποῦν. Κανένας νὰ μὴ φροντίζει τόσο νὰ μὴν ἀποκτήσει χρήματα, νὰ μὴν ἀποκτήσει δούλους, οὔτε καὶ οἰκίες, ὅσο τὸ νὰ ἀγαπιέται, ὅσο τὸ νὰ ἔχει ὄνομα καλό. «Αἱρετώτερον ὄνομα κὰλὸν ἢ πλοῦτος πολύς (Εἶναι προτιμότερο τὸ καλὸ ὄνομα, ἡ καλὴ ὑπόληψη, παρὰ ὁ πλοῦτος ὁ πολύς)» (Παροιμ. 22, 1)· διότι τὸ μὲν ὄνομα μένει, ἐνῷ ὁ πλοῦτος χάνεται· καὶ τὸ μὲν ἕνα εἶναι δυνατὸ νὰ τὸ ἀποκτήσουμε, ἐνῷ ἐκεῖνο ἀδύνατο· διότι ἐκεῖνος μὲν ποὺ θὰ ἀποκτήσει κακὴ φήμη δύσκολα θὰ ἀποβάλει αὐτήν, ἐνῷ ὁ φτωχὸς ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὄνομά του θὰ εἶναι πλούσιος.
Ἔστω ὅτι κάποιος ἔχει ἄπειρα τάλαντα, ἐνῷ ἕνας ἄλλος ἑκατὸ φίλους· αὐτὸς εἶναι πιὸ πλούσιος ἀπὸ ἐκεῖνον.
Ἂς μὴ λοιπὸν τὸ κάνουμε αὐτὸ ἔτσι στὴν τύχη, ἀλλὰ ἂς ἐνεργοῦμε ἔτσι σὰν νὰ πρόκειται γιὰ κάποιο πλοῦτο. «Καὶ πῶς», λέγει ἴσως κάποιος, «μποροῦμε;»
«Λάρυγξ γλυκὺς πληθυνεῖ φίλους αὐτοῦ, καὶ γλῶσσα εὔλαλος πληθυνεῖ εὐπροσήγορα (Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι γλυκὺς στὰ λόγια του, θὰ πληθύνει τοὺς φίλους του, καὶ ἡ γλῶσσα ποὺ ὁμιλεῖ καλὰ καὶ προσεκτικά, θὰ πολλαπλασιάσει τὰ εὐγενικὰ καὶ χαριτωμένα λόγια της)» (Σοφ. Σειρὰχ 6,5). Ἂς ἀποκτήσομε στόμα ἐπαινετικὸ καὶ τρόπους καθαρούς. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μὴν προσεχθεῖ κάποιος ποὺ συμπεριφέρεται ἔτσι.

Πρόσεχε πόσα μέσα φιλίας ἐπινόησαν οἱ μὴ Χριστιανοί: συντεκνία (συντεκνία· εἶναι οἱ λεγόμενες κουμπαριὲς) γειτονιά, συγγένεια.
Ἀλλὰ τὰ δικά μας εἶναι πολὺ πιὸ σπουδαιότερα, ἡ τράπεζα αὐτὴ εἶναι πιὸ σεβαστή. Πολλοὶ ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ προσέρχονται οὔτε κἂν γνωρίζονται ἀναμεταξύ τους. «Αὐτό», λέγει ἴσως κάποιος, «ὀφείλεται στὸ πλῆθος». Καθόλου, ἀλλὰ ὀφείλεται στὴ δική μας ὀκνηρία. Τρεῖς χιλιάδες (Πράξ.2,41: «Οἱ μὲν οὖν ἀσμένως ἀποδεξάμενοι τὸν λόγον αὐτοῦ ἐβαπτίσθησαν, καὶ προσετέθησαν τῇ ἡμὲρᾳ ἐκεὶνῃ ψυχαὶ ὡσεὶ τρισχίλιαι (Κι αὐτοὶ δέχθηκαν ὁλοκάρδια καὶ γεμᾶτοι χαρὰ τὸ λόγο καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Πέτρου, καὶ βαπτίστηκαν.
Κι ἔτσι προστέθηκαν στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἡμέρα ἐκείνη περίπου τρεῖς χιλιάδες ἄνθρωποι)») καὶ πέντε χιλιάδες ἦταν καὶ ὅλοι εἶχαν μία ψυχὴ· τώρα ὅμως ὁ καθένας ἀγνοεῖ τὸν ἀδελφό του καὶ δὲν ντρέπεται, κατηγορῶντας τὸ πλῆθος.
 
Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει φίλους πολλοὺς εἶναι ἀνίκητος ἀπὸ ὅλους, εἶναι ἰσχυρότερος αὐτὸς ἀπὸ ὁποιονδήποτε τύραννο.
Δὲν φρουροῦν τόσο πολὺ τὸν τύραννο οἱ σωματοφύλακές του, ὅσο αὐτὸν οἱ φίλοι, καὶ αὐτὸς εἶναι λαμπρότερος ἀπὸ ἐκεῖνον· διότι ὁ μὲν τύραννος φρουρεῖται ἀπὸ τοὺς δούλους του, ἐνῷ αὐτὸς ἀπὸ τοὺς ἰσότιμούς του· καὶ ἐκεῖνος μὲν φυλάσσεται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ τὸ κάνουν αὐτὸ χωρὶς νὰ τὸ θέλουν καὶ ἀπὸ φόβο, ἐνῷ αὐτὸς ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ τὸ θέλουν καὶ τὸ κάνουν ὄχι ἀπὸ φόβο· καὶ μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ κάτι τὸ ἄξιο θαυμασμοῦ, νὰ δεῖ δηλαδὴ μέσα στοὺς πολλοὺς τὸν ἕνα καὶ μέσα στὸν ἕνα τοὺς πολλούς.
Καὶ ὅπως ἀκριβῶς στὴν κιθάρα οἱ μὲν φθόγγοι εἶναι διάφοροι, μία ὅμως ἡ συμφωνία, ἕνας ὁ μουσικὸς ποὺ παίζει τὴν κιθάρα, ἔτσι ἐδῶ, κιθάρα μὲν εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη, φθόγγοι δὲ ποὺ δημιουργοῦν τὸν ἦχο εἶναι τὰ φιλικὰ λόγια ποὺ προφέρονται μὲ ἀγάπη, δημιουργῶντας ὅλοι μαζὶ μία καὶ τὴν αὐτὴ ἁρμονία καὶ συμφωνία, ἐνῷ ὁ μουσικὸς εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης· αὐτὴ παράγει τὴ γλυκιὰ μελωδία.
 
Θὰ ἤθελα, ἐὰν βέβαια ἦταν δυνατό, νὰ σᾶς ὁδηγήσω σὲ μία τέτοια πόλη, ὅπου θὰ ὑπῆρχε μία ψυχή, καὶ θὰ βλέπατε πὼς ἡ ἐκεῖ συμφωνία εἶναι ἡ πιὸ ταιριαστὴ ἀπὸ ὁποιαδήποτε κιθάρα καὶ ἀπὸ ὁποιοδήποτε αὐλό, χωρὶς νὰ ἀφήνει νὰ ἀκουστεῖ ἀπὸ τὶς χορδές της καμία κακόηχη μελωδία.
Αὐτὴ ἡ μελωδία εὐφραίνει καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ τὸν Κύριο τῶν ἀγγέλων, τὸν Θεὸ· αὐτὴ ἡ μελωδία συναρπάζει ὅλους τοὺς οὐράνιους θεατές, αὐτὴ καὶ τὸν θυμὸ τῶν δαιμόνων καταβάλλει, καὶ ὑποτάσσει τὶς ὁρμὲς τῶν παθῶν.
Αὐτὸ τὸ μέλος ὄχι μόνο ὑποτάσσει τὰ πάθη, ἀλλὰ δὲν τὰ ἀφήνει οὔτε κἂν νὰ ξεσηκωθοῦν καὶ δημιουργεῖ μεγάλη σιγὴ· διότι, ὅπως ἀκριβῶς στὸ θέατρο ὅλοι ἀκοῦν μὲ σιγὴ τὴ μουσικὴ χορωδία, καὶ δὲν ὑπάρχει ἐκεῖ κανένας θόρυβος, ἔτσι καὶ στοὺς φίλους, ἐφόσον ἀντηχοῦν οἱ χορδὲς τῆς ἀγάπης, ἠρεμοῦν ὅλα τὰ πάθη καὶ ἀποκοιμίζονται, ὑποτασσόμενα καὶ σαγηνευόμενα σὰν ἀκριβῶς θηρία, ὅπως ἀκριβῶς πάλι ὅπου ὑπάρχει ἔχθρα, ἐκεῖ συμβαίνουν τὰ ἀντίθετα. Ἀλλὰ πρὸς τὸ παρὸν ἂς μὴν ποῦμε τίποτε γιὰ τὴν ἔχθρα, ἂς μιλήσουμε μόνο γιὰ τὴ φιλία.

Ἂν πεῖς κάτι τὸ ἀπερίσκεπτο, κανένας δὲν σὲ προσβάλλει, ἀλλὰ ὅλοι σὲ συγχωροῦν· ἂν κάνεις κάτι, κανένας δὲν σὲ βλέπει ὕποπτα, ἀλλὰ ὑπάρχει πολλὴ συγνώμη· ὅλοι εἶναι ἕτοιμοι νὰ δώσουν χέρι βοηθείας σὲ ἐκεῖνον ποὺ πέφτει, ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ σταθεῖς ὄρθιος εἶναι πρόθυμοι γιὰ βοήθεια.
Πράγματι ἡ φιλία εἶναι τεῖχος ἀράγιστο, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κυριευθεῖ οὔτε ἀπὸ τὸν διάβολο, οὔτε βέβαια καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περιπέσει σὲ κινδύνους ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀποκτήσει φίλους πολλοὺς· δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τοῦ δημιουργηθεῖ ἀφορμὴ γιὰ ὀργή, ἀλλὰ εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ ἀνέκφραστη χαρὰ· εἶναι πάντοτε χαρούμενος καὶ εὐχαριστημένος· δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τοῦ δημιουργηθεῖ ἀφορμὴ γιὰ φθόνο, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τοῦ δημιουργηθεῖ ἀφορμὴ γιὰ μνησικακία.
Πρόσεχε τὸν παρόμοιο ἄνθρωπο ποὺ κατορθώνει μὲ εὐκολία καὶ τὰ πνευματικὰ καὶ τὰ σωματικά. Τί λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ἴσο μὲ αὐτόν; Αὐτὸς εἶναι σὰν ἀκριβῶς πόλη περιτειχισμένη ἀπὸ παντοῦ, ἐνῷ ἐκεῖνος σὰν ἀκριβῶς πόλη ἀτείχιστη.
Εἶναι δεῖγμα μεγάλης σοφίας το νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι δημιουργὸς φιλίας. Κατάργησε τὴ φιλία καὶ ὅλα τὰ κατέστρεψες, ὅλα τὰ ἔκανες ἄνω κάτω.
Ἐὰν δὲ ἡ ἔννοια τῆς φιλίας ἔχει τόση δύναμη, ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια πόση μεγάλη δύναμη θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι;
Ἂς δημιουργήσουμε λοιπόν, παρακαλῶ, φίλους μας, καὶ ὁ καθένας ἂς ἔχει αὐτὴν τὴν τέχνη.

«Ἀλλὰ νά», λέγει ἴσως κάποιος, «ἐγὼ φροντίζω, ἐκεῖνος ὅμως δὲν φροντίζει». Περισσότερος θὰ εἶναι ἔτσι ὁ μισθός σου. «Ναί», ἀπαντᾶ, «ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα εἶναι πιὸ δύσκολο. Πές μου, πῶς;».
Νά, σᾶς τὸ διαβεβαιώνω καὶ σᾶς λέγω ὅτι, ἐὰν μόνο δέκα συνενωθεῖτε καὶ θέσετε ἔργο σὰν αὐτό, ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ἀπόστολοι τὸ κήρυγμα, καὶ ὅπως ἀκριβῶς οἱ προφῆτες τὴ διδασκαλία, ἔτσι καὶ σεῖς το νὰ δημιουργεῖτε φίλους, θὰ εἶναι μεγάλος ὁ μισθός σας.

Ἂς κατασκευάζομε γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους βασιλικὲς εἰκόνες· αὐτὸ ἀποτελεῖ γνώρισμα τῶν μαθητῶν. Καὶ πῶς δὲν ἐπιτελοῦμε μεγαλύτερο ἔργο, ἐὰν βάζαμε μέσα σὲ αὐτοὺς δύναμη νὰ ἀνασταίνουν νεκρούς;
Τὸ βασιλικὸ στέμμα καὶ ἡ πορφύρα δείχνουν τὸν βασιλιᾶ, καὶ ἂν αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν, καὶ ἂν ἀκόμα φορᾶ χρυσᾶ ροῦχα, δὲν γίνεται φανερὸς ὁ βασιλιᾶς.
Ἔτσι λοιπὸν καὶ τώρα νὰ φέρεις σὺ καὶ νὰ ἀσκεῖς τὸ γνώρισμα τῆς φιλίας καὶ θὰ δημιουργήσεις φίλους καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. Δὲν ὑπάρχει κανένας ποὺ θὰ θελήσει νὰ μισεῖ, ἐνῷ ἀγαπιέται.
 
Ἂς μάθουμε τὰ χρώματα, μὲ τὰ ὁποῖα συναρμολογεῖται, μὲ τὰ ὁποῖα κατασκευάζεται αὐτὴ ἡ εἰκόνα· ἂς εἴμαστε καταδεκτικοὶ· ἂς μὴν περιμένουμε τοὺς συνανθρώπους μας.
Μὴν πεῖς: «Ἐὰν δῶ κάποιον νὰ περιμένει, γίνομαι χειρότερος ἀπὸ αὐτόν», ἀλλὰ μᾶλλον ὅταν τὸν δεῖς, πρόλαβε καὶ σβῆσε τὸ πάθος αὐτοῦ. Τὸν βλέπεις νὰ εἶναι ἀσθενὴς καὶ αὐξάνεις τὴν ἀσθένειά του;
Αὐτὸ προπάντων ἂς κατορθώσουμε, τὸ νὰ προηγούμαστε ἀναμεταξύ μας στὴν ἀπόδοση τιμῆς· τὸ νὰ θεωροῦμε τοὺς ἄλλους στὶς μεταξύ μας σχέσεις ὅτι ὑπερέχουν ἀπὸ μᾶς, μὴ νομίσεις ὅτι μᾶς μειώνει.
Ἂν λοιπὸν προηγηθεῖς στὸ νὰ ἀποδώσεις τιμή, τὸν ἑαυτό σου τίμησες περισσότερο, δημιουργῶντας τὸ κίνητρο γιὰ νὰ τιμηθεῖς περισσότερο.
Παντοῦ τὰ πρωτεῖα νὰ τὰ παραχωροῦμε στοὺς ἄλλους. Νὰ μὴ θυμόμαστε κανένα ἀπὸ τὰ κακὰ ποὺ προξενήθηκαν σὲ μᾶς, ἀλλὰ μόνο ἐὰν μᾶς ἔγινε κάποιο καλό. Τίποτε δὲν δημιουργεῖ τόσο πολὺ ἕνα φίλο, ὅσο ἡ εὐχάριστη γλῶσσα, τὸ ἐπαινετικὸ στόμα, ἡ γεμάτη ἀπὸ ταπεινοφροσύνη ψυχή, ἡ περιφρόνηση τῆς ματαιοδοξίας, ἡ περιφρόνηση τῆς τιμῆς.

Ἂν τὰ ἐπιτύχουμε αὐτά, θὰ μπορέσουμε νὰ γίνομε ἀπρόσβλητοι ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου, καί, ἀφοῦ διανύσουμε μὲ ἀκρίβεια καὶ προσοχὴ τὴν ἀρετή, νὰ ἐπιτύχουμε τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχει ὑποσχεθεῖ σὲ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγαποῦν, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Ὁποῖο στὸν Πατέρα, συγχρόνως καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΟΜΙΛΙΑ Μὰ΄ (Ὑπομνηματισμός στὸ ἐδάφιο Πράξ.19,8)

«Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν συναγωγὴν ἐπαρρησιάζετο ἐπὶ μῆνας τρεῖς διαλεγόμενος καὶ πείθων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ (Στὴ συνέχεια, ἐπὶ τρεῖς μῆνες ὁ Παῦλος πήγαινε στὴ συναγωγὴ καὶ κήρυττε μὲ θάρρος. Καὶ συζητοῦσε ἐκεῖ μὲ τοὺς Ἰουδαίους προβάλλοντάς τους πειστικὲς ἀποδείξεις γιὰ τὶς ἀλήθειες ποὺ ἀναφέρονταν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἐγκαθίδρυσε πάνω στὴ γῆ καὶ στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν ὁ Κύριος Ἰησοῦς)»[Πράξ. 19,8].
Πρόσεχε παντοῦ αὐτὸν νὰ εἰσέρχεται πρῶτα στὶς συναγωγὲς καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ἀρχίζει τὸ ἔργο του· διότι παντοῦ ἀπ’ αὐτοὺς ἤθελε νὰ ἀρχίσει τὸ ἔργο του, ὅπως προανέφερα· διότι ἔτσι καὶ τῶν ἐθνικῶν ὁ ζῆλος αὔξανε καὶ μὲ προθυμία ἀποδέχονταν αὐτόν, καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, ἐπειδὴ τὸν δέχονταν οἱ ἐθνικοί, μετανοοῦσαν.
Ἤθελε νὰ ἀπομακρύνει τοὺς μαθητὲς ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἀπ’ αὐτοὺς νὰ λάβει τὴν ἀφορμή, ὥστε νὰ μὴ συγκεντρώνονται· καὶ δὲν τὸ ἔκανε αὐτὸ ἄσκοπα. Γι'αυτό συνομιλοῦσε συνέχεια μὲ αὐτούς, διότι ἔπειθε αὐτούς. Μὴ λοιπόν, ἐπειδὴ ἄκουσες ὅτι μιλοῦσε μὲ παρρησία, θεωρήσεις αὐτὸ σκληρότητα· γιὰ καλὰ πράγματα συνομιλοῦσε μαζί τους γιὰ Οὐράνια Βασιλεία, ποιός δὲν θὰ ἄκουε;



ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον



ΠΗΓΕΣ:

https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-actaapostolorum.pdf
•    Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁμιλίες Μ’ καὶ Μὰ΄(επιλεγμένα ἀποσπάσματα μὲ βάση τὴ συγκεκριμένη ἀποστολικὴ περικοπή), πατερικές ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1984, τόμος 16α, σελίδες 477-477 καὶ 482- 503.
•    Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
•    Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ Συντόμου Ἑρμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα, 1985.
•    https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
•    https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
•    Π.Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.
•    http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
ΤΘΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου