Sprinter στὸ Βατοπαίδι
14 Ἰανουαρίου - Πρωτοχρονιὰ στὸ Ἅγιον Ὅρος
π.Διονύσιος Ταμπάκης
Δὲν κάτεχα πὼς ὑπάρχει εἰδικὴ λειτουργικὴ τάξη καὶ διακόνημα στὴν Ἐκκλησία μας ποὺ νὰ χρειάζεται ἀπαραιτήτως ἄριστη φυσικὴ κατάσταση μετὰ τοῦ ἀπαραιτήτου βεβαίως πιστοποιητικοῦ φυσιάτρου.
Καὶ ὁ λόγος περὶ ἑνὸς νέου καστανωποῦ Καλογήρου στὸ Βατοπαίδι ποὺ ἔχοντας σὲ ἐτούτη τὴν σεπτὴ ἀγρυπνία τὸ διακόνημα τοῦ Κανονάρχη ἔσπευδε σὰν τὸ κανόνι τρέχοντας κάθε φορά, ἀσκαρδαμυκτὶ κι’αθόρυβα, ἀπὸ τὸν ἕνα χορὸ στὸν ἄλλο, καὶ ὑπολογίστε παρακαλῶ πὼς εἶναι ἀπόσταση μέχρις τὰ δέκα μέτρα.
Οἱ κανόνες τῆς ἑορτῆς διπλοὶ καὶ τρίδιπλοι, καὶ τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου μὰ καὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ τὰ τροπάρια κι’ ὕμνοι νὰ ἐναλλάσσονται συνεχῶς ὅπως πλούσια ἔπεφταν οἱ πάλλευκες χιονονιφάδες ἔξω ἀπὸ τὰ πολύχρωμα παραθύρια τοῦ ἱεροῦ τεμένους.
Θαρρῶ πὼς σὲ ἐκείνη τὴν ὁλονυκτία θὰ διήνυσε τὸ ὅλον ἄνω τοῦ ἑνὸς χιλιομέτρου ὁ νεαρὸς Κανονάρχης ὅστις ἀλαχάνιαστος καὶ ἀνίδρωτος, παρὰ τὸ τρεχαλητό του, ἀπήγγειλε κάθε φορὰ καθάρια τὶς λέξεις ἀπὸ τὰ τροπάρια γιὰ νὰ ἀκολουθοῦν, κατὰ τὴν τάξη, οἱ ψάλλοντες.
Μὰ προσθέστε ἀκόμη τὸν κίνδυνο μέσα στὸ ὑποσκότεινο Καθολικὸ μὲ τὰ μεγάλα μπρούτζινα μανουάλια καὶ τὸν κόσμο, ἐπισκέπτες καὶ Καλόγηρους νὰ πηγαινοέρχονται κάτω ἀπὸ τὸν τροῦλο, νὰ συγκρουστεῖ, φεύ, ὁ Κανονάρχης μὲ κάποιον διερχόμενο, ὡς δύο νταλίκες στὴν ἐθνικὴ ὁδό, ὅπου τότε θὰ συμβεῖ τὸ φαιδρὸ καὶ παροιμιῶδες «ἀλλοῦ Παπᾶς κι’αλλού τὰ ράσα του»
Οἱ δὲ ἄλλοι Μοναχοί, ὄρθιοι κι’ακίνητοι, στεκούμενοι σὰν ἱερὰ ἀγάλματα στὸν καθορισμένο στασίδι, γύρω ἀπὸ τὸ φιλντισένιο ἀρχαῖο ἀναλόγι, ψάλανε μὲ ὕφος βαρὺ Καρεώτικο, σὰν τὴν βαρυχειμωνιὰ ποὺ ἔζωνε τὸν Ἄθωνα, μὰ συνάμα καὶ τερπνὸ καὶ πανηγυρικὸ καθὼς ἀνέπεμπαν μελουργικὰ τὶς ὑμνωδίες τους προεξάρχοντος ἑνὸς νέου γύρω στὰ τριανταπέντε εὐθύκορμου Καλογήρου, σὰν κυπαρισσιοῦ, μὲ πηχτὰ μαῦρα γένια καὶ γαϊτανίσια φρύδια ὡς ἀνάποδη πεταστὴ ἀπὸ τὶς βυζαντινὲς νότες ποὺ μὲ χάρη μινύριζαν οἱ ψάλτες.
Σίγουρα θὰ ἔτεινε τὸ οὖς του, ἐκ τοῦ παραδείσου, ὁ πολὺς παπα-Διονύσης ὁ Φιρφιρής , ὥστε ἀκούσει ἀγαλλόμενος καὶ εὐφρανθεῖ ἀπὸ τὸ ψάλσιμό τους.
Ἕνας σταχτογένης Καλόγηρας μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια, σὲ μία σκοτεινὴ καὶ ἀθεώρητη κόγχη δέεται μυστικὰ καὶ φεγγίζεται ἡ κεφαλή του ἀπὸ τὴν φωσφορίζουσα κανδήλα ποὺ’ ναι κρεμασμένη ἀπὸ πάνω του σχηματίζοντας ἔτσι ἕνα ‘λιοφτιαγμένο στεφάνι γύρω του σὰν καὶ αὐτὰ ποὺ ζωγραφίζουν οἱ ἁγιογράφοι στοὺς ὁσίους.
Τότε λέει ἕνας Δωδεκανήσιος μελαχρινός, σὰν τὸν Ἄραβα, Ἱερέας στὸν διπλανὸ συλλειτουργό του:
- Βρὲ τί ὀμορφιὲς καὶ ἅγια κάλλη εἶναι αὐτά! Λὲς Κι ἀνέβηκα στὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ τὶς ἀρχαγγελικὲς Δυνάμεις. Φοβήθηκα πὼς πέθανα, γι’ αὐτὸ ὅλο τσιμπάω τὴν παλάμη μου νὰ δῶ ἂν ζῶ.
- Μὴν φοβᾶσαι Πάτερ μου, τοῦ λέει τότε χαριτολογῶντας ἕνας Ζακυνθινὸς Παπᾶς μὲ τὴν τραγουδιστὴ φωνή του. Ἔχεις πεθάνει μὰ δὲν στὸ λέμε γιὰ νὰ μὴν στεναχωρηθεῖς.
Ὕστερα ὁ σοφότατος Γέροντας Ἐφραίμ, ἱεροπρεπὴς κι κατάλευκος σὰν πολικὸ ὅρος στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀνάπεμπε ἐκφώνως, μὲ πηγαία κατάνυξη καὶ μὲ πρόσωπο εἰρηνικὸ τὶς ἐκτενεῖς εὐχὲς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου .
Στεκόμουν δίπλα του καὶ ὁμολογῶ πὼς ὅταν κάθεσαι μαζὶ μὲ τέτοια ἅγια θεριὰ ποὺ συνταύτισαν τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν σοφία μαζὶ μὲ τὸ ἱερὸ πεῖσμα, αἰσθάνεσαι καύχηση μὰ καὶ ἀμηχανία συγχρόνως σὰν νὰ συνοικεὶς σίμα μὲ ἕνα λιοντάρι.
Παρὰ ταῦτα διατηρεῖ πάντα τὴν ἴδια φιλοφρόσυνη καὶ ἀγάπη πρὸς ὅλους, κάνοντας τὸν καθένα προσκυνητῆ νὰ αἰσθάνεται πολύτιμος καὶ ξεχωριστὸς κοντά του.
Ἡ Θεία ἀναφορὰ κυλοῦσε ἥμερη ἐνῷ τους ὑέλους μάστιζε θρυφερὰ τὸ χιόνι ποὺ ἔπεφτε πλούσιο καὶ ἁπαλὸ ἀπὸ τὶς ἐγκυμονοῦσες βαμβακιένιες νεφέλες ποὺ εἶχαν ἐπισκεφθεῖ καὶ αὐτὲς τὸ Ἅγιο Ὅρος γιὰ νὰ τιμήσουνε τὸ ἅγιο Δωδεκαημέρι.
Μὰ μόλις ποὺ ἀντικρύζω ἀμυδρά τον παπα-Δημητριανό, μὲ τὸ ἀνήσυχο ποιητικό του σθένος, νὰ σταλιάζει σὲ μία μυστικὴ μεριὰ τοῦ Βήματος καὶ νὰ ἀναγράφει τοῦ λογισμοῦ του νέες λέξεις καὶ ὠδὲς γιὰ ραψωδίες στὴν Θεοκρατοῦσα Παναγιά.
Ἔξω στὸν χορὸ εἶχε ἔρθει ἕνας νέος κι’ εὐθυτενής ἀστυνομικὸς μὲ ἅπασαν τὴν ἐπίσημη στολή του καὶ τὰ γαλόνια του καὶ μὲ ζῆλο δοκίμου εὐδοκιμοῦσε στὸ ἀναλόγι ψάλλοντας σὲ ἁγιονορείτικο σοβαρότατο ὕφος ἐνῷ τὸ πρόσωπό του τὸ στόλιζε ἕνα πολὺ μακρὺ τσιγκελωτὸ μουστάκι ὡσὰν τοῦ Καραϊσκάκη ποὺ θὰ τὸ ζήλευαν μέχρις καὶ αὐτοὶ οἱ ζεϊμπέκ- τζανταρμάδες στὴν γείτονα Τουρκία.
Εἶχε ξανοίξει ἡ ἡμέρα καὶ παρὰ τὴν χειμωνιάτικη συννεφιά, τὸ ἡλιακὸ φὼς ἔδιδε τὴν ἑωθινὴ φωτάδα του, σὰν φωτεινόσκονη, μέσα ἀπὸ τὰ νέφη καθὼς ἠλέκτριζε τὰ ἀργυρᾶ σκεύη στὸ Ἱερό...τα ἑξαπτέρυγα ...τοὺς Σταυρούς, τὰ Εὐαγγέλια μὲ τὰ ἀγγελάκια καὶ τὶς Παναγίτσες καὶ τὰ μετάλλιζε ἀστράπτοντα κάνοντας τὴν ἀτμόσφαιρα στὸ ἅγιο Θυσιαστήριο νὰ μοιάζει μὲ μυθικὸ αἰώνιο κόσμο.
Εὐφροσύνη ἀτέρμονη ποὺ δὲν ὑπάρχει ἄλλη χαρὰ ποὺ νὰ βυθίζει περισσότερο τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Παράδεισο.
Στὸ Βατοπαίδι τὸ μπερεκέτικο μεγαλεῖο συζυγεῖται μὲ τὴν συγκράτηση. Ἡ μεγαλοπρέπεια μὲ τὴν Χριστοπρέπεια . Ἡ ἀρχοντιὰ μὲ τὴν ταπείνωση.¨Όλα μία ἀξιοζήλευτη καὶ διδακτικὴ ἰσορροπία καὶ ἁρμονία.
Ὕλη καὶ πνεῦμα συνταιριασμένα δοξολογοῦν τὸν Πανάγαθο Θεὸ καὶ τότενες βλέπεις θαμπωμένος τοὺς ἁγίους νὰ ξετοιχίζονται σκιρτῶντες ἀπὸ τὰ εἰκονίσματά τους, τοὺς δὲ ζῶντες νὰ ἀνεβαίνουν μὲ τὸ σῶμα τους καὶ νὰ συστήνουν χορὸ στὸν Παράδεισο.
Οὐρανὸς καὶ γῆ φιλιωμένοι στὴν ἀγκάλη ἐτούτης τῆς γλυκόλαλης Ἐκκλησιᾶς .
Μετὰ σὰν ἔδωσε ὁ λευκοφαὴς Ἡγούμενος τὸ «Δι’ εὐχῶν» καὶ ἀνατάνυσαν μὲ συστολὴ οἱ Ἄγγελοι τὶς σεμνὲς φτεροῦγες τους γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν στὶς οὐράνιες ἁψῖδες, ἀνεβήκαμε στὸ καταφώτεινο μεγάλο κεραστικὸ ποὺ ἐμύριζε ὅλο βανίλια καὶ κανέλα ἀπὸ τὶς ἄφθονες λευκὲς βασιλόπιτες πασπαλισμένες μὲ ἄσπρη σοκολάτα καὶ ἄχνη σὰν τὶς χιονονυφοῦλες ποὺ ἔπεφταν πλούσιες στὴν κεφαλὴ τοῦ Ἄθωνα μὰ καὶ σ’όλο τὸ περιβόλι τῆς Παναγιᾶς παχνίζοντας μὲ βελούδινο χιόνι τὴν μεγάλη αὐλὴ τῆς Μονῆς καὶ τὶς εὐθυτενεῖς καμέλιες δίπλα ἀπὸ τὸν ἐξωνάρθηκα τοῦ Καθολικοῦ.
«Πάτερ, ἅμα γράψεις τίποτε, μὴν ξεχάσεις νὰ προειδοποιήσεις τοὺς ἀναγνῶστες πὼς τέτοιες διηγήσεις γιὰ τὴν Χρισταρχοντιὰ στὸ Βατοπαίδι περιέχουν πολλὰ ψυχογλυκαντικὰ καὶ δέον νὰ προσέχουν ὅσοι ἔχουνε ζάχαρο», μὲ εἰδοποίησε χαμογελαστὸς ὁ ποιητικὸς παπα-Δημητριανός.
Ἔπειτα σὰν μᾶς ἕλκυσαν οἱ ζεστὲς μυρωδιές, γύραμε χαρωποὶ ὅλοι στὴν πλούσια τράπεζα μὲ τὰ ἀρχοντικὰ ἐδέσματα καὶ μὲ ψάρι καραμελωμένο σὲ πλούσιο καλομαγείρευτο κρεμμύδι μαζὶ μὲ καθάριο ἄσπρο οἶνο ποὺ μοσχομύριζε φρέσκο σταφύλι ἐν μέσῳ τοῦ χειμῶνος.
Ὅλοι Μοναχοί, προσκυνητές, ἐργάτες καὶ φιλέορτοι ὡς προβατάκια εἶχαν βρεῖ ἀγκαλιὰ στοργῆς καὶ σιγουράδας σὲ ἐτούτη τὴν μαντρούλα τῆς Παναγιᾶς τῆς Παραμυθίας, ὅπου ἡ θεαυγὴ μορφή της λαμπρυνομένη ἀπὸ τὸ ἰριδίζον φεγγοβόλημα τῆς κρυστάλλινης κανδήλας γλυκοχαϊδεύει τὰ πάντα, μὲ τῆς ἀγάπης της τὰ ἅπαντα, μέσα ἀπὸ τὸ καστρομονάστηρο τοῦ Βατοπαιδίου, ἐκεί στὸ Ἅγιον Ὅρος ὅπου πάλιν ἑορτὴν καὶ «πάλιν Ἰησοῦς ὁ ἐμός !» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου