Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

17 Iανουαρίου Συναξαριστής

Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, Ἀντωνίου τοῦ Νέου, Ἰουνίλλας καὶ Τουρβῶνος, Μάρτυρος, Ἀχιλλᾶ Ὁσίου, Θεοδοσίου Μεγάλου, Ἀντωνίου Ἀρχιεπισκόπου, Ἀντωνίου ἐκ Ρωσίας, Ἀντωνίου Ὁσίου, Ἀντωνίου Ὁσίου, Φιλοθέου Ὁσίου, Ἀντωνίου Ἐπισκόπου, Γεωργίου ἐξ Ἰωαννίνων.


Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας

Ὁ Μέγας Ἀντώνιος γεννήθηκε περὶ τὸ 251 μ.Χ. στὴν πόλη Κομά της Ἄνω Αἰγύπτου, κοντὰ στὴ Μέμφιδα, ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ εὔπορους.
Ἔζησε στά χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.) μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου καὶ τῶν παιδιῶν του.
Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἦταν ὀλιγαρκὴς καὶ αὐτάρκης, «μόνοις δὲ οἰς εὕρισκεν ἠρκεῖτο καὶ πλέον οὐδὲν ἐζήτει». Σὲ νεαρὴ ἡλικία, περίπου 20 ἐτῶν, ἔχασε τοὺς γονεῖς του.
Ἕξι μῆνες μετὰ τὴν κοίμηση τῶν γονέων του, ἄκουσε στὴν ἐκκλησία τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ πλουσίου νεανίσκου, στὴν ὁποία ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν πλούσιο νέο : «πώλησον τα ὑπάρχοντά σου καὶ δὸς πτωχοῖς».
Τόση μεγάλη ἐντύπωση προξένησε ἡ Εὐαγγελικὴ αὐτὴ προτροπὴ στὴν ψυχὴ τοῦ Ἀντωνίου, ὥστε ἀμέσως διένειμε τα ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐνδεεῖς, ἀφοῦ φύλαξε τα ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιὰ τὴν συντήρηση αὐτοῦ καὶ τῆς μικρῆς του ἀδελφῆς, τὴν ὁποία φρόντισε νὰ παραδώσει σὲ Χριστιανὲς νέες παρθένους ποὺ εἶχαν ἀφιερωθεῖ στὴ χριστιανικὴ ἀρετή, βέβαιος ὅτι κοντά τους θὰ εἶναι κατὰ πάντα ἀσφαλής.

Από τότε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἄρχισε νὰ ζεῖ ἀσκητικὸ βίο, ἐργαζόμενος ἀδιάκοπα καὶ ὑποβαλλόμενος σὲ αὐστηρὴ νηστεία, γιὰ νὰ κατανικήσει τους πειρασμοὺς τῆς σάρκας, ἀγρυπνῶντας ὁλόκληρη τὴ νύχτα καὶ τρώγοντας ἐλάχιστα.
Στὴ συνέχεια ἀπῆλθε σὲ τόπο ἔρημο καὶ μακρινὸ ὅπου ὑπῆρχαν μνήματα καί ἀφοῦ εἰσῆλθε σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἔκλεισε τὴ θύρα. Ἡ τροφή του ἦταν ἐλάχιστη καὶ τοῦ τὴν πήγαινε σὲ καθορισμένες ἡμέρες ἕνας συνασκητής του.
Ἐκεῖ ὑπερνίκησε, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, νέους πειρασμούς. Ἀργότερα πῆγε κοντά στὰ ἐρείπια ἑνὸς φρουρίου καὶ κατοίκησε σὲ σπήλαιο χωρὶς νὰ τὸν βλέπει κανένας καὶ χωρὶς νὰ δέχεται κανένα παρὰ μόνο ἕναν γνωστό του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερνε κάθε ἕξι μῆνες ψωμὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸ ἑξάμηνο.
Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια ἀσκήσεως καὶ ἀφοῦ ἔφθασε σὲ ὕψη πνευματικῆς τελειώσεως, ἐμφανίσθηκε στὸν κόσμο καὶ τότε ἄρχισαν νά συρρέουν περὶ αὐτὸν πολλοὶ ποὺ τὸν θαύμαζαν ὡς ἀσκητὴ καὶ θαυματουργό.
Μαρτυρεῖται ὅτι, ἐνῷ ὁ Ἅγιος βρισκόταν ἀκόμα στὴ ζωή, ἔβλεπε τὶς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐξέρχονταν ἀπὸ τὸ σῶμα τους, καθὼς καὶ τοὺς δαίμονες ποὺ τὶς ὁδηγοῦσαν.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι πολὺ θαυμαστό, ἀφοῦ μιὰ τέτοια δυνατότητα εἶναι γνώρισμα μόνο νοερῆς καὶ ἀσώματης φύσεως.
Τὸ ἔτος 311 μ.Χ., κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμίνου (307-313 μ.Χ.), κατῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει καὶ νὰ βοηθήσει τους πιστούς, τοὺς Ὁμολογητὲς καὶ τοὺς Μάρτυρες.
Ὅταν ἔπαυσε ὁ διωγμός, ὁ Ὅσιος ἐπανῆλθε στὴν ἔρημο, ἀλλὰ ἐπειδὴ αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπὸ τήν παρουσία πολλῶν, ποὺ πήγαιναν γιὰ νὰ τὸν συναντήσουν, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καί ἦλθε σὲ τόπο ἔρημο, ὁ ὁποῖος βρισκόταν σὲ ὅρος ψηλό, κοντὰ στὴν Ἐρυθρά Θάλασσα.
Καὶ ἐκεῖ ὅμως προσέρχονταν πολλοὶ γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία τοῦ, νὰ διδαχθοῦν καὶ νὰ θεραπευθοῦν. Θεράπευσε δὲ τοὺς ἀσθενεῖς «οὐ προστάζων, ἀλλ’ εὐχόμενος καὶ τὸν Χριστὸν ὀνομάζων».
Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἔφθασε μέχρι τοὺς βασιλεῖς, τόσο ὥστε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ οἱ υἱοί του, Κωνστάντιος καὶ Κώνστας, ἔγραφαν σὲ αὐτόν, σὰν νὰ ἦταν πατέρας τους καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀπαντήσει.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου ποτὲ δὲν ἄλλαξε ἔνδυμα καὶ ποτέ δὲν ἔνιψε τὸ σῶμα ἢ τὰ πόδια του μὲ νερό. Ὁ Ὅσιος, ἂν καὶ ἀγράμματος στὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἦταν σοφὸς κατὰ Θεόν. Εἶχε λόγο «ἠρτυμένον τῷ θείῳ ἅλατι καὶ χαρίεντα».
Δίδασκε στοὺς μαθητές του νὰ μὴν θεωροῦν τίποτε ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴ νομίζουν ὅτι, ἐπειδὴ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ κοσμικὰ ἀγαθά, στεροῦνται κάτι ἀξιόλογο.
Τὸ νὰ ἀφήνει κανείς τα ἐπίγεια ἀγαθὰ εἶναι σὰν νὰ καταφρονεῖ μιὰ δραχμὴ ἀπὸ χαλκό, γιὰ νά κερδίσει ἑκατὸ χρυσές. Δὲν πρέπει, ἔλεγε, νὰ λησμονάμε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πρόσκαιρος, συγκρινόμενος πρὸς τὸ μέλλοντα αἰῶνα.
Γι’ αὐτό δὲν πρέπει νὰ κοπιάζουμε γιὰ τὴν ἀπόκτηση πρόσκαιρων ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε μαζί μας, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀπόκτηση αἰώνιων ἀγαθῶν, δηλαδὴ τῆς φρονήσεως, τῆς δικαιοσύνης, τῆς σωφροσύνης, τῆς ἀνδρείας, της συνέσεως, τῆς ἀγάπης.
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ἀφοῦ ἔζησε ἑκατὸν πέντε ἔτη, κοιμήθηκε ὁσίως τὸ 356 μ.Χ. Ἂν καί, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐπιθυμίες τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἦταν νὰ μείνει κρυφὸς ὁ τόπος τῆς ταφῆς τοῦ, οἱ μοναχοὶ ποὺ μόναζαν κοντὰ τοῦ ἔλεγαν ὅτι κατεῖχαν τὸ ἱερό λείψανό του, τὸ ὁποῖο ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀργότερα, τὸ 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.


Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ'.

Τὸν ζηλωτὴν Ἠλίαν τοῖς τρόποις μιμούμενος, τῷ Βαπτιστὴ εὐθείαις ταῖς τρίβοις ἑπόμενος, Πάτερ Ἀντώνιε, τῆς ἐρήμου γέγονας οἰκιστής, καὶ τήν οἰκουμένην ἐστήριξας εὐχαῖς σου. Δι' ὃ πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχὰς ἡμῶν.



Κοντάκιον  Ἦχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν

Τοὺς βιωτικοὺς θορύβους ἀπωσάμενος, ἡσυχαστικῶς τὸν βίον ἐξετέλεσας, τον Βαπτιστὴν μιμούμενος, κατὰ πάντα τρόπον Ὀσιώτατε, σὺν αὐτῷ οὗν σέ γεραίρομεν, Πατέρων Πάτερ Ἀντώνιε.





Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Νέος ὁ Θαυματουργός

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος καταγόταν ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ πλούσιους γονεῖς καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 9ο μ.Χ. αἰῶνα.
Νέος ἀκόμα, ἔγινε μοναχὸς στὴν σκήτη της Βέροιας, κοντὰ στὴν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ Ἀλιάκμονα.
Οἱ πνευματικοί του ἀγῶνες κράτησαν εἴκοσι χρόνια στὴν σκήτη. Πνευματικὰ ὥριμος, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ἡγουμένου τῆς Σκήτης, ἀποσύρθηκε σὲ σπήλαιο, ὅπου ἔζησε ἀκόμα πενῆντα τέσσερα χρόνια ἀσκητικῶν γυμνασμάτων.
Ἡ Ἐκκλησία τιμῶντας τὸν θεώρησε Μέγα καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ὀνόμασε Νέο σὲ σχέση μὲ τὸν παλαιότερο διδάσκαλο τῆς ἐρήμου Ἅγιο Ἀντώνιο τὸν Μέγα. Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία 94 ἐτῶν.

Μοναδικὲς ἀπολαύσεις του ἦταν ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ ἐξαντλητικὴ νηστεία, μὲ τὴν ὁποία κατανικοῦσε τὰ πάθη τοῦ σώματος. Ἔτρωγε μόνο μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα τὰ λίγα χόρτα ποὺ φύτρωναν γύρω ἀπὸ τὸ σπήλαιό του, ἀποφεύγοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν ὑπερηφάνεια, μὲ τὴν ὁποία προσπαθοῦσε ὁ διάβολος νὰ τὸν παρασύρει στὴν πτώση.

Προσπαθῶντας λοιπὸν ὁ πονηρὸς νὰ πραγματοποιήσει τὸν στόχο του ἐμφανιζόταν στὸν ὅσιο πολλὲς φορές, ἄλλες φορὲς γιὰ νὰ τὸν τρομάξει καὶ νὰ σταματήσει τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες καὶ ἄλλοτε καλοπιάνοντάς τον καὶ ἐπαινῶντας τον γιὰ νὰ τὸν ρίξει στὴν ὑπερηφάνεια.
Ἔτσι λοιπὸν μία φορά, ὁ διάβολος ἐμφανίστηκε καὶ πάλι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύκτας μέσα στὸ σπήλαιο ποὺ ἔμενε ὁ ὅσιος, ὡς ἄγγελος φωτὸς ἐπαινῶντας τον γιὰ τὶς ἀρετές του. Ἔχοντας πεῖρα ὁ ὅσιος ἀπὸ τὶς πονηρίες τοῦ διαβόλου τὸν ἀπέκρουσε γιὰ πολλοστὴ φορά, κι ἐνῷ αὐτὸς διαλυόταν μὲ ἰσχυρὸ θόρυβο, θεῖο φῶς κάλυψε τὸν ὅσιο καὶ πλημμύρισε τὸ σπήλαιο.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ σκέπασε ἀπὸ τότε τὸν ἐκλεκτὸ ἀσκητὴ καὶ ἡ φήμη του διαδόθηκε τόσο πολύ, ὥστε πλήθη λαοῦ προσέτρεχαν πρὸς αὐτὸν γιὰ νὰ ἀπολαύσουν τὴν εὐλογία του.
Ὁ ὅσιος ὅμως ἐπιθυμοῦσε καὶ ἐπεδίωκε νὰ ἀπολαύσει τὴν ἀπόλυτη ἡσυχία, αὐτὴ ποὺ ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸν Θεό. Θέλοντας, λοιπόν, νὰ ἀποφύγει τοὺς πολλοὺς ἐπισκέπτες ποὺ τοῦ στεροῦσαν τὴν γλυκύτητα τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἀπρόσκοπτης ἀφοσιώσεως στὸν Θεό, ἐγκατέλειψε τὸ σπήλαιό του καὶ ἀποσύρθηκε σὲ ἕναν ἐρημικὸ τόπο κοντὰ στὸ ποτάμι. Ἐκεῖ ζοῦσε μέσα στὶς λόχμες ὑπομένοντας γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ τὸ ψῦχος τῆς νύκτας.

Ἡ ταλαιπωρία τῆς μακροχρόνιας καὶ αὐστηρῆς ἀσκήσεως τὸν καταπόνησαν τόσο, ὥστε ἀναγκάσθηκε νὰ ἐπιστρέψει στὸ σπήλαιο, στὸ ὁποῖο εἶχε ζήσει τὰ πρῶτα χρόνια, καὶ ἐκεῖ δεχόταν μέχρι τὰ βαθιά του γηρατειὰ τὶς ἐπισκέψεις τῶν πιστῶν.

Ὅταν κατάλαβε ὅτι ἐγγίζει τὸ τέλος του, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, παρακάλεσε τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανοὺς ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν νὰ τὸν ἀφήσουν μόνο του καὶ εἰδοποίησε ἕναν ἱερέα, γιὰ νὰ τοῦ μεταδώσει τὰ ἄχραντα μυστήρια γιὰ τελευταία φορὰ ὡς ἐφόδιο Ζωῆς Αἰωνίου.

Τὴν πρώτη Ἰανουαρίου ξάπλωσε στὸ ἔδαφος καὶ ἀφοῦ ἔψαλε ἐπίκαιρους ὕμνους, σταύρωσε τὰ χέρια του καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Δεκαέξι ἡμέρες παρέμεινε ὁ ὅσιος νεκρὸς μέσα στὸ σπήλαιο καὶ μία ὑπερφυσικὴ λυχνία ἔκαιε πάνω ἀπὸ τὸ λείψανό του, μέχρις ὅτου ἕνας πλούσιος Βεροιεὺς ἀνέβηκε μὲ μεγάλη συνοδεία στὸ βουνό, ὅπου ἦταν τὸ σπήλαιο τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου, γιὰ νὰ κυνηγήσει. Ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὰ γαυγίσματα τῶν σκύλων καὶ ἀπὸ ἕνα χέρι ποὺ φαινόταν ἐπάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ τοὺς καλοῦσε πρὸς τὸ μέρος του, ἀνακάλυψαν οἱ κυνηγοὶ τὸν ὅσιο πλημμυρισμένο ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς, ἀλώβητο καὶ γεμᾶτο ἀπὸ εὐωδία.

Κάποιοι ἀπὸ τοὺς κυνηγοὺς εἰδοποίησαν τότε τὸν ἀρχιερέα τῆς πόλης, ὁ ὁποῖος συγκέντρωσε κλῆρο καὶ λαὸ καὶ μὲ λαμπάδες καὶ μύρα ἔφθασαν στὸ σπήλαιο. Ἐπειδὴ ὑπῆρχε διαφωνία γιὰ τὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐνταφιαστεῖ, τὸ τίμιο λείψανό του τὸ τοποθέτησαν πάνω σὲ ἕνα κάρο τὸ ὁποῖο τὸ σέρνανε βόδια καὶ τὸ ἄφησαν ἐλεύθερο ὥστε ὁ ἅγιος νὰ ἀποφασίσει ποὺ θέλει νὰ ἐνταφιαστεῖ.
Ἔτσι λοιπὸν ἄρχισε τὸ κάρο αὐτὸ μὲ τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου νὰ περιδιαβαίνει τὰ πλησιόχωρα χωριά της Βέροιας (Κουλούρα, Διαβατός, Ραψομανίκη, Ξεχασμένη, Σταυρὸς) τὰ ὀνόματα τῶν ὁποίων σχετίζονται μὲ τὸ πέρασμα τοῦ ἁγίου.

Τὸ κάρο τελικὰ σταμάτησε στὸν προαύλιο χῶρο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Παναγίας Καμαριωτίσσης στὴν Βέροια, ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν καὶ ἡ πατρικὴ οἰκία τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου (στὴν μουριά). Ἐκεῖ λοιπὸν ὁ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Ἀντώνιος ὁ Νέος ἐτάφη. Μετὰ τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου του, τοποθετήθηκε σὲ λάρνακα μέσα στὸν ἱερὸ ναὸ Παναγίας Καμαριωτίσσης ὅπου ἄρχισε νὰ τιμᾶται ὁ ὅσιος ὡς πολιοῦχος της Βέροιας. Κατὰ τὰ μέσα τοῦ 19ου μ.Χ. αἰῶνα στὴν θέση τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας Καμαριωτίσσης ἡ εὐσέβεια τῶν Βεροιέων ἀνήγειρε τὸν περιφανῆ ναὸ τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Νέου.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 17η Ἰανουαρίου καὶ τὴν 1η Αὐγούστου.


Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Μέγα καύχημα, καὶ πολιοῦχον, σὲ πλουτίσασα πόλις Βεροίας, θεοφόρε παμμάκαρ Ἀντώνιε, τῇ σῇ πρεσβείᾳ προστρέχει ἑκάστοτε, προσπτυσσομένη τὴν πάντιμον Κάραν σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.



Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ἀσκητικῶς ἀκολουθήσας Κυρίῳ, τῶν ὑπὲρ φύσιν ἠξιώθης χαρίτων, ὡς τῆς σαρκὸς νεκρώσας τὰ φρονήματα, Ὅσιε Ἀντώνιε, μιμητὰ τῶν Ἀγγέλων, μεθ’ ὧν ἀεὶ πρέσβευε, πάσης ῥύεσθαι βλάβης, τοὺς σὲ τιμῶντας Πάτερ εὐλαβῶς, πᾶσιν αἰτούμενος, χάριν καὶ ἔλεος.


Μεγαλυνάριον

Ἤσκησας θεόφρον ὑπερφυῶς, καὶ ἐθαυμαστώθης, τῇ τοῦ Πνεύματος δωρεᾷ. Ὅθεν τῆς Βεροίας, ἡ πόλις σὲ γεραίρει, ὡς θεῖον πολιοῦχον, Πάτερ Ἀντώνιε.





Ἡ Ἁγία Ἰουνίλλα καὶ τὸ βρέφος της Τουρβῶν

Ἡ Ἁγία Ἰουνίλλα καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ μαρτύρησε μαζὶ μὲ τήν Μάρτυρα Νεονίλλη, κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ ἔριξαν στὴ φωτιά τους τρίδυμους ἀδελφοὺς καὶ ἐγγονούς της Νεονίλλας Πεύσιππο, Ἐλάσιππο καὶ Μέσιππο.
Ἡ Ἁγία, ἀφοῦ ἔριξε τὸ βρέφος αὐτῆς, τὸ ὁποῖο κρατοῦσε, ὁμολόγησε τὴν πίστη τῆς στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀποκεφάλισαν.





Ὁ Ἅγιος Μάρτυς

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς, ἐπειδὴ κατέστρεψε τὰ εἴδωλα καὶ διεκήρυξε ὅτι εἶναι Χριστιανός, συνελήφθη καὶ ἀποκεφαλίσθηκε.





Ὁ Ὅσιος Ἀχιλλάς

«Ὅπλοις Ἀχιλλεὺς τὰς κάτω πορθεῖ πόλεις,
Πόνοις Ἀχιλλᾶς τὴν ἄνω πλουτεῖ πόλιν»

(Ὁ (ὁμηρικὸς ἥρωας) Ἀχιλλέας μὲ τὰ ὅπλα του κυριεύει τὶς γήινες πόλεις, ὁ Ἀχιλλὰς μὲ τοὺς ἀσκητικούς του κόπους ἀποκτᾶ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ).

Α. Ὁ ὅσιος Ἀχιλλὰς ποὺ ἑορτάζει τῇ 17ῃ Ἰανουαρίου ὑπῆρξε ἀναχωρητὴς τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου (5ος αἱ.) καὶ ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ εἰρηνικά. Ἄφησε μνήμη σπουδαίου καὶ ὁσίου ἀσκητῆ.

Γράφει γι' αὐτὸν ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Περὶ τοῦ Ὁσίου τούτου Ἀχιλλᾶ γράφει ὁ Εὐεργετινὸς (σελ. 393), ὅτι ἐπῆγε μίαν φορὰν εἰς τὸν Ἀββᾶν Ἠσαΐαν, καὶ εὑρῆκεν αὐτὸν ὁποὺ ἔτρωγεν, ἔχων εἰς τὸ ἀγγεῖον ἅλας μόνον καὶ νερόν. O δὲ Hσαΐας ἰδών τον Ἀχιλλάν, ἔκρυψε τὸ ἀγγεῖον ὀπίσω ἀπὸ τὸ ζιμπίλι ὁποὺ ἔπλεκε, διὰ νὰ μὴ σκανδαλίση αὐτόν. O δὲ Ἀχιλλὰς βλέπων αὐτὸν τρώγοντα, καὶ μὴ ἔχοντα ἔμπροσθέν του κανένα φαγητόν, ἐρώτησεν αὐτὸν τί ἔτρωγεν. O δὲ Hσαΐας ἀπεκρίθη. Συγχώρησόν μοὶ Ἀββᾶ, ὅτι ἔκοπτον θαλλία φοινίκων εἰς τὸ καῦμα. Ὅθεν ἔβαλον εἰς τὸ στόμα μου ψωμὶ ξηρόν, καὶ δὲν ἐκατέβαινε. Μὲ τὸ νὰ ἐξηράνθη ἀπὸ τὸ καῦμα ὁ φάρυγγάς μου, διὰ τοῦτο ἀναγκάσθην νὰ βάλω νερὸν καὶ ἅλας, ἵνα βρέξω εἰς αὐτὰ τὸ ψωμί μου, καὶ δυνηθῶ νὰ τὸ φάγω. Τότε λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἀχιλλάς. Eλάτε νὰ ἰδῆτε ὦ Πατέρες της Σκήτεως, τὸν Hσαΐαν, ὁποὺ τρώγει ψωμί, εὑρισκόμενος εἰς Σκήτιν. Eίτα λέγει πρὸς αὐτόν. Eὰν θέλης νὰ τρώγης ψωμί, πήγαινε εἰς τὴν Aίγυπτον. Ἰδοὺ ποίαν ἐγκράτειαν εἶχον τότε εἰς τὰς Σκήτας.

Εἰς τοῦτον τὸν Ἀββᾶν Ἀχιλλὰν ἐπῆγε μίαν φορὰν ἕνας γέρων, καὶ βλέπει αὐτόν, ὁποὺ ἔρριψεν ἀπὸ τὸ στόμα του αἷμα. Καὶ ἐρώτησεν αὐτόν. Τί εἶναι τοῦτο; O δὲ ἀπεκρίθη. Αὐτὸ τὸ αἷμα εἶναι λόγος σκληρὸς ἑνὸς ἀδελφοῦ, ὁποὺ μὲ ἐλύπησε. Καὶ ἐγὼ ἀγωνίσθηκα νὰ μὴ φανερώσω εἰς κανένα τὸν λόγον αὐτόν, παρακαλέσας τὸν Θεὸν νὰ σηκωθῇ ἡ ἐνθύμησίς του ἀπὸ λόγου μου. Ὅθεν ὁ λόγος ἐκεῖνος ἔγινεν αἷμα εἰς τὸ στόμα μου. Καὶ τώρα πτύσας αὐτόν, ἀνεπαύθηκα, ἀλησμονήσας τὴν λύπην (αὐτόθι, σελ. 169)».

Β. Στὰ Ἀποφθέγματα τῶν Γερόντων, τὸ γνωστὸ Γεροντικὸ μὲ τὶς ἀσκητικὲς ἱστορίες καὶ τὰ γεμᾶτα χάρη Θεοῦ λόγια ὁσίων ἀσκητῶν, καταγράφονται πέντε περιστατικὰ ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ, δύο ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀναφέρει καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος παραπάνω. Θαυμάζει κανεὶς διαβάζοντάς τα τὴ μεγάλη ἐγκράτεια τοῦ ὁσίου Γέροντα, τὴν ἐργατικότητά του, τὴν ἄκρα ἀνεξικακία του, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τὴ σπουδαία διακριτικότητά του, ἡ ὁποία ὑπερακοντίζει ἀκόμη καὶ σύγχρονες παιδαγωγικὲς ἀρχὲς καὶ ἀξίες. Ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὸν «αἱματηρὸ» κυριολεκτικὰ ἀγῶνα του νὰ μὴν κρατήσει ἴχνος κακίας μέσα στὴν καρδιά του ἀπὸ ἀδικία ποὺ ὑπέστη ἀπὸ συνασκητή του – δεῖγμα τῆς μεγάλης χάρης τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν διακατεῖχε -, ἀναφέρουμε τὸ περιστατικὸ τοῦ Γεροντικοῦ ποὺ ἀναδεικνύει ὅπως εἴπαμε τὴ διάκριση ἀλλὰ καὶ τὴν παιδαγωγικὴ στάση τοῦ ἁγίου Ἀχιλλᾶ.

«Πῆγαν κάποτε τρεῖς γέροντες στὸν ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ. Καὶ ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς εἶχε φήμη κακή. Λέγει ἕνας ἀπὸ τοὺς γέροντες: «Ἀββᾶ, φτιάξε μου ἕνα δίχτυ». Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: «Δὲν σοῦ φτιάχνω». Καὶ ὁ ἄλλος εἶπε: «Δός μας ἕνα δεῖγμα ἀγάπης, γιὰ νὰ σὲ μνημονεύουμε στὴ Μονή». Καὶ ἀποκρίνεται: «Δὲν εὐκαιρῶ». Τοῦ λέγει καὶ ὁ ἄλλος, ὁποὺ εἶχε τὴν κακὴ φημη: «Σ’ ἐμένα φτιάξε ἕνα δίχτυ, γιὰ νὰ ἔχω κάτι ἀπὸ τὰ χέρια σου, Ἀββᾶ». Καὶ τοῦ ἀποκρίνεται εὐθὺς καὶ τοῦ λέγει: «Ἐγὼ θὰ σοῦ φτιάξω». Καὶ τοῦ λέγουν, ἰδιαίτερα, οἱ δυὸ γέροντες: «Πῶς ἐμεῖς σὲ παρακαλέσαμε καὶ δὲν θέλησες νὰ μᾶς κάμης τὸ χατήρι καὶ σ’ ἐκεῖνον προθυμοποιήθηκες;». Τοὺς λέγει ὁ γέρων: «Σας ἀρνήθηκα καὶ δὲν λυπηθήκατε, ὁποὺ δὲν εὐκαιροῦσα. Σ’ αὐτὸν ὅμως ἂν εἶχα ἀρνηθῇ, θὰ ἔλεγε ὅτι ἔχοντας ἀκουστὰ τὴν ἁμαρτία μου ὁ γέρων δὲν θέλησε νὰ μοῦ κάμη τὸ χατήρι. Καὶ ἔτσι, εὐθὺς κόβουμε τὸ σχοινί. Τὸν καλοκάρδισα λοιπὸν γιὰ νὰ μὴ πέση σὲ ἀπόγνωση».

Πράγματι, ὑποκλίνεται κανεὶς μπροστὰ στὴ διάκριση τοῦ σπουδαίου ἀββᾶ: στοὺς μὲν ἀρνεῖται τη χάρη νὰ ἐκπληρώσει τὸ αἴτημά τους, στὸν δὲ ἀνταποκρίνεται ἀμέσως. Γιατί; Διότι ὅπως ὁ ἴδιος ἐξηγεῖ, οἱ δύο πρῶτοι ἦταν ἀδελφοὶ μοναχοὶ ποὺ ἀγωνίζονταν μὲ πιστότητα στὸν δρόμο τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, ποὺ θὰ πεῖ στὸν δρόμο τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ λυποῦνταν ἀπὸ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν ἀπόρριψη τοῦ αἰτήματός τους – θὰ κατανοοῦσαν ὅτι ἡ ἄρνηση τοῦ ὁσίου ὀφείλετο στὸ μὴ εὔκαιρο αὐτοῦ. Αὐτὸ δὲν σημειώνει καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος ὅταν λέει ὅτι «κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης;» Ἀγαπᾶμε ἀληθινὰ καὶ βαθιά, ὁπότε ὁ ἕνας κατανοεῖ τὸν ἄλλο χωρὶς παρεξηγήσεις: ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τῆς σχέσης τους. Μπορεῖ νὰ λὲς «ὄχι» σὲ κάποιον, γιατί πράγματι δὲν μπορεῖς νὰ ἱκανοποιήσεις ἕνα αἴτημά του, καὶ αὐτὸς ἐπειδὴ λειτουργεῖ ἡ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ συνεχίζει νὰ σὲ ἀγαπᾶ χωρὶς κανέναν ἐνδοιασμό – «δὲν κόβεται τὸ σχοινὶ» τῆς ἑνότητας!

Στὸν ἄλλον ὅμως ποὺ «εἶχε φήμη κακὴ» δὲν ἀρνεῖται τὸ «χατήρι». Μολονότι ὁ ἀντικειμενικὸς λόγος ὑφίσταται: πράγματι δὲν ἦταν εὔκαιρος ὁ ὅσιος, παρακάμπτει γιὰ χάρη του τὴ δική του δυσκολία. Διότι τὸν ἐνδιαφέρει μὴ πληγωθεῖ ἡ συνείδηση τοῦ «κακόφημου» μοναχοῦ – ἡ ἄρνησή του κατὰ τὴ διάκριση τοῦ ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ θὰ ἐκλαμβανόταν ὡς ἀποστροφή του πρὸς τὸν καλόγερο μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή. Κι ἐδῶ ἔχουμε μία σπουδαία ψυχολογικῆς καὶ πνευματικῆς τάξεως στάση τοῦ ὁσίου: γνωρίζει ὁ Ἀχιλλὰς ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἔνοχη τὴ συνείδησή του σὰν τὸν «κακόφημο» μοναχὸ εἶναι τραυματισμένος ψυχικά. Διότι ἡ ἁμαρτία αὐτὸ προκαλεῖ στὸν κάθε ἄνθρωπο: τὸν τραυματίζει καὶ τὸν πληγώνει, διαστρέφοντας τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του. Σὲ τέτοιον πληγωμένο λοιπὸν ἄνθρωπο χρειάζεται ἐξαιρετικὴ διακριτικὴ κίνηση – ἡ κάθε ἀποτομία εἴτε ὡς λόγος εἴτε ὡς συμπεριφορὰ ἐπαυξάνει τὸν πόνο, σὰν νὰ ρίχνει κανεὶς λάδι στὴ φωτιά.

Λοιπὸν ὁ ὅσιος μὲ ἐπίγνωση τῆς ἐσωτερικῆς καταστάσεως τοῦ τρίτου μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος σημειωτέον φαίνεται ὅτι δὲν ἦταν πωρωμένος καὶ σκληρυμένος ψυχικά, κινεῖται μὲ τὸν μόνο δρόμο ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι σωτήριος γιὰ τὸν πληγωμένο: τὸν δρόμο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγκατάβασης. Δὲν θυμίζει ἡ στάση του τὸν ἴδιο τόν Κύριο ποὺ ὡς ὁ Καλὸς Σαμαρείτης τῆς ὁμώνυμης παραβολῆς Του ἔριξε «ἔλαιον καὶ οἶνον» γιὰ νὰ θεραπεύσει τὶς πληγὲς τοῦ ἡμιθανῆ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ κτυπήματα τῶν ληστῶν; Ὁπότε μὲ κριτήριο τὴ διακριτικὴ ἀγάπη ὁ ἀββᾶς «δὲν κόβει τὸ σχοινὶ» τῆς προσωπικῆς σχέσεως μὲ τὸν ταλαίπωρο μοναχό. Τὸν ἐντάσσει μέσα στὸν δικό του ἑαυτό, δείχνει νὰ συγκαταβαίνει στὴν ἀδυναμία του, τὸν παρηγορεῖ, τοῦ γλυκαίνει τὴν καρδιά, τὸν «καλοκαρδίζει». Μία διαφορετικὴ στάση, ἄτεγκτη καὶ αὐστηρή, ἑνὸς φαρισαϊκοῦ ἠθικισμοῦ, θὰ ὁδηγοῦσε τὸν ἔνοχο καλόγερο «στὴν ἀπόγνωση», ποὺ θὰ πεῖ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ πονηροῦ διαβόλου. Ὁ ὅσιος Ἀχιλλὰς ὅμως ξέρει: «τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιαν ἄγει» - ἡ συνετὴ καὶ διακριτικὴ καλοκαρδία πρὸς τὸν συνάνθρωπο δρᾶ μὲ τὸν πιὸ ἀποφασιστικὸ τρόπο γιὰ τὴ μετάνοιά του. Γι’ αὐτὸ καὶ μποροῦμε νὰ ὑποψιαστοῦμε τὴ συνέχεια τοῦ περιστατικοῦ: ὁ κακόφημος μοναχὸς μετανόησε καὶ ἄλλαξε τρόπο ζωῆς!





Μνήμη τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου

Ὁ Μέγας Θεοδόσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰβηρία καὶ γεννήθηκε τὸ 346 μ.Χ. Ἦταν υἱὸς τοῦ στρατηγοῦ Θεοδοσίου, Κόμητος τῆς Ἀφρικῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε διαπρέψει ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορα Οὐαλεντιανοῦ (364-378 μ.Χ.) καὶ θανατώθηκε ἄδικα μετὰ ἀπὸ συκοφαντίες.
Τότε ὁ υἱός του, ὁ ὁποῖος, ἐπίσης, εἶχε διακριθεῖ γιὰ τὴν εὐσέβειά του καὶ τὰ στρατηγικὰ προτερήματά του, ἀποτραβήχτηκε στὰ πατρογονικά του κτήματα στὴν Ἱσπανία καὶ ἀπεῖχε ἀπό κάθε ὑπηρεσία.
Ὅταν ὁ νέος αὐτοκράτορας τῆς Δύσεως Γρατιανὸς κληρονόμησε καὶ τό Ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας, τὸν πῆρε κοντά του ὡς συνεργάτη.
Μόλις ἔφθασε στὴν αὐλὴ ὁ Θεοδόσιος προήχθη σὲ «στρατηλάτη τῆς ἵππου» καί μὲ αὐτὸ τὸ βαθμό, κατόρθωσε νὰ κερδίσει μία ἀρκετὰ ἐντυπωσιακὴ νίκη κατὰ τῶν Σαρματῶν, ποὺ ἐπωφελούμενοι τῆς γενικῆς ἀναταραχῆς εἶχαν στό μεταξὺ εἰσβάλει στὸ ρωμαϊκὸ ἔδαφος.
Ἡ ἀνταμοιβὴ γιὰ τὴ νίκη ἦταν ἡ προαγωγὴ στὸ ὕπατο ἀξίωμα: ὁ Γρατιανὸς τὸν ἔστεψε Αὔγουστο τῆς Ἀνατολῆς στὴν πόλη Σίρμιον ποὺ βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς ρωμαϊκῆς Εὐρώπης. Ἡ στέψη ἔγινε στὶς 19 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. Ὁ Θεοδόσιος ἦταν τότε τριάντα τριῶν ἐτῶν.
Πρῶτο ἔργο τοῦ νέου Αὐγούστου ἦταν νὰ καταπολεμήσει τους Γότθους στήν Ἰλλυρία. Ἀλλὰ πρὶν συντελεσθεῖ τὸ ἔργο αὐτό, ὁ Θεοδόσιος κέρδισε ἄλλο τρόπαιο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς πίστεως καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Μὲ διάταγμα, το ὁποῖο ἐξέδωσε στὶς 27 Φεβρουαρίου τοῦ 380 μ.Χ., ὁ Θεοδόσιος καθόριζε ἐπί δογματικοῦ ἐπιπέδου τὴν ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξίας, διεκήρυξε ὅτι μόνο οἱ παραδεχόμενοι τὶς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, δικαιοῦνταν νὰ ὀνομάζονται Χριστιανοὶ καὶ ὅτι στοὺς αἱρετικοὺς δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ σφετερίζονται τὸ ὄνομα της Ἐκκλησίας.
Τέλος μὲ τὴ δημοσίευση ἑνὸς ἀκόμη νόμου, γιὰ τὴν ἐφαρμογή του ὁποίου χρειάσθηκε νὰ ἐπέμβει ὁ στρατός, ἀπαίτησε τὴν ἀπόδοση ὅλων των Ἐκκλησιῶν στοὺς Ὀρθοδόξους.
Ἦταν δὲ τότε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος εἶχε προσκληθεῖ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς πρὸς καταπολέμηση των αἱρετικῶν καὶ μάλιστα τῶν Ἀρειανῶν.
Καὶ ἐπειδὴ τὰ φλογερὰ καὶ εὔγλωττα κηρύγματά του, συνδυαζόμενα μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, εἵλκυσαν πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη πίστη ἀμέτρητα πλήθη, οἱ Ἀρειανοί, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ αὐτοκράτορα Οὐάλεντου εἶχαν γίνει πανίσχυροι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχαν ἁρπάξει ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῶν Ὀρθοδόξων, ἐκτὸς τοῦ μικροῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, σχεδίαζαν νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ τήν βασιλεύουσα.
Ἀλλὰ ὁ Θεοδόσιος ἔδωσε ἄλλη στροφὴ στὰ πράγματα. Ἐκδίωξε ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν Ἀρειανὸ Ἐπίσκοπο Δημόφιλο καὶ παρεχώρησε τὴν θέση του στὸν Ἅγιο Γρηγόριο.
Ἡ μεγάλη αὐτὴ εὐεργεσία τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου πρὸς τὴν Ἐκκλησία εἶχε λαμπρότερη ἀκόμα συνέχεια. Κατὰ τὸ ἔτος 381 μ.Χ., μὲ τὴν εὐσεβῆ φροντίδα τοῦ καὶ ἐνέργεια, συγκροτήθηκε ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ ἐπικύρωσε τὴ δογματικὴ διατύπωση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περὶ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, συμπλήρωσε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως προσθέτοντας καὶ τόν περὶ Ἁγίου Πνεύματος Ὅρο, ἐναντίων τῆς πνευματομάχου διδασκαλίας του Μακεδονίου καὶ κανόνισε τὰ τῆς νομίμου κατοχῆς διαφόρων ἀρχιερατικῶν θρόνων, ἡ ὁποία εἶχε διαταραχθεῖ ἐπὶ τῆς παντοδυναμίας των Ἀρειανῶν.
Δύο ἀκόμη Σύνοδοι συνεκλήθησαν στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 382 καὶ τὸ 383 μ.Χ. Σκοπός τους ἦταν, ἀντίστοιχα, ἡ ὑπογράμμιση τῆς αὐτονομίας της Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἡ θεαματικὴ καταδίκη κάθε μορφῆς Ἀρειανισμοῦ. Συμπληρώνοντας τὸ ἔργο του ὁ θεοφρούρητος βασιλέας, ἐξέδωσε ἀλλεπάλληλα διατάγματα κατὰ τῶν αἱρετικῶν (Μανιχαίων, Ἀρειανῶν, Πνευματομάχων καί ἄλλων), μὲ τὰ ὁποῖα καθορίστηκαν καὶ οἱ ποινὲς τῶν ἀποστατῶν.
Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ἐφαρμόστηκαν αὐστηρά. Ἐπανέλαβε ἔντονα τὸν νόμο περὶ Κυριακῆς ἀργίας, ἀπαγόρευσε τὰ θεάματα τοῦ ἀμφιθεάτρου καὶ τοῦ ἱπποδρόμου τὴν Κυριακὴ καὶ θέσπισε μέτρα κατὰ τῆς ἐμπορίας τῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.
Ἐμπόδισε τὶς εἰδωλολατρικὲς θυσίες, τὴ λατρεία των εἰδώλων, κάθε δημόσια καὶ ἀπόκρυφη τελετὴ τῶν εἰδωλολατρῶν, καί κατήργησε, τὸ 394 μ.Χ., διὰ νόμου, τοὺς ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες, πού χρησίμευαν στὴ διατήρηση τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων.
Ἡ αὐτοκρατορία ἦταν πιά χριστιανικὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου ἔστρεφε καὶ παγίωνε τὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γιὰ τὴν προσφορά του στὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ καί τὸ τεράστιο σημαντικὸ πολιτικὸ ἔργο του κέρδισε τὸν τίτλο «Μέγας».
Καὶ ὁ Παυλίνος, Ἐπίσκοπος Νώλης, μέσα ἀπὸ τὰ γραφόμενά του ἐγκωμιάζει στό πρόσωπο τοῦ βασιλέως «ὄχι τόσο τὸν αὐτοκράτορα, ὅσο τὸν δοῦλο του Χριστοῦ, τὸν ἰσχυρὸ ὄχι στὴ μεγαλοπρέπεια τοῦ δυνάστου, ἀλλὰ στήν ταπεινοφροσύνη τοῦ ὑπηρέτου, τὸν πρῶτο πολίτη, ὄχι χάρη στὸ βασιλικό ἀξίωμα, ἀλλὰ χάρη στὴν πίστη του».
Ὁ Μέγας Θεοδόσιος ἦταν πρότυπο ἡγεμόνος, πλήρης εὐσέβειας καί δικαιοσύνης καὶ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς συνεχοῦς μετάνοιας. Δύο περιστατικὰ τῆς ζωῆς του ὁμιλοῦν γι’ αὐτό.
Ἦταν τὸ 387 μ.Χ. ποὺ ὁ Ἅγιος ἀποφάσισε νὰ τιμωρήσει αὐστηρά, μὲ ποινή αἵματος, τοὺς κατοίκους τῆς μεγάλης Θεουπόλεως Ἀντιόχειας.
Οἱ Ἀντιοχειανοὶ εἶχαν ἐξεγερθεῖ καὶ εἶχαν καταρρίψει ὅλους τοὺς ἀνδριάντες ποὺ ὑπῆρχαν πρὸς τιμὴ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τῆς συζύγου του Πλακίλλας.
Ἡ αὐτοκράτειρα ἡ ἴδια ἀλλὰ καὶ ὁ Πατριάρχης τῆς πόλεως Φλαβιανός συμπαραστατούμενοι ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς περιοχῆς, ἱκέτευαν τὸ βασιλέα Θεοδόσιο νὰ φανεῖ σπλαγχνικὸς καὶ νὰ τοὺς συγχωρήσει.
Πράγματι, ὁ Θεοδόσιος ἄλλαξε ἀπόφαση καὶ τὸ Πάσχα τοῦ 387 μ.Χ. ἔδωσε ἀμνηστία.
Τὸ ἄλλο γεγονὸς συνέβη τὸ ἔτος 390 μ.Χ., ὅταν ὁ Θεοδόσιος ἔγινε καί αὐτοκράτορας τῆς Δύσεως. Ἐγκαταστάθηκε στὰ Μεδιόλανα, τὸ σημερινὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας, καὶ τιμώρησε μὲ πολὺ αὐστηρὸ τρόπο μιὰ ἐξέγερση των Θεσσαλονικέων, δίδοντας διαταγὴ νὰ θανατώσουν πολλὲς χιλιάδες ἀνθρώπων στὸ ἀμφιθέατρο τῆς πόλεως.
Κάποιος δημοφιλὴς ἡνίοχος τοῦ ἰππόδρομου εἶχε κατηγορηθεῖ γιὰ ἐγκληματικὴ πράξη καὶ εἶχε φυλακισθεῖ ἀπὸ τὸν ἀρχηγό τῆς ἐκεῖ φρουρᾶς Βουθέριχο.
Ἀλλὰ τὸ πλῆθος, προκειμένου νὰ γίνουν οἱ ἱπποδρομίες, ἀπαίτησε τὴν ἀποφυλάκιση τοῦ ἡνιόχου. Ὁ Βουθέριχος ἀρνήθηκε, ἀλλὰ ὁ λαὸς στασίασε καὶ φόνευσε τὸν Βουθέριχο καὶ πολλούς στρατιῶτες.
Ὁ θυμὸς ποὺ ἔνιωθε ὁ Θεοδόσιος ἦταν τόσο μεγάλος πού, ὑπακούοντας στὴν παρόρμηση τῆς στιγμῆς, διέταξε νὰ περικυκλώσει ὁ στρατὸς τὸν ἱππόδρομο τὴν ἡμέρα τῶν ἀγώνων καὶ νὰ σφάξει ὅλους τους θεατές.
Γιὰ τὴ διαταγὴ αὐτὴ ἀμέσως μετανόησε ὁ Θεοδόσιος, ἀλλὰ ἡ ἀνάκλησή της ἔφτασε στὴ Θεσσαλονίκη ἀφοῦ πιὰ εἶχαν σφαγεῖ ἑπτὰ χιλιάδες πολῖτες.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔγκλημα, ὅταν ὁ Θεοδόσιος θέλησε νὰ εἰσέλθει στὸν καθεδρικὸ ναό του Μιλάνου, ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος στάθηκε στὴ θύρα καί ἀπαγόρευσε τὴν εἴσοδο στὸν αὐτοκράτορα.
Ὅλοι περίμεναν τὸ ξέσπασμα του θυμοῦ του Θεοδοσίου. Ὅμως ἐκεῖνος ὑπάκουσε ταπεινά, ζήτησε μὲ δάκρια στά μάτια συγγνώμη καὶ ταπεινωμένος γύρισε στὰ ἀνάκτορα.
Ἐκτέλεσε τον κανόνα τῆς μετάνοιας ποὺ τοῦ ἔβαλε ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ὅταν τὸ ἐπιτίμιο συμπληρώθηκε, ὁ Θεοδόσιος, ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ μῆνες, προσῆλθε στήν Ἐκκλησία, σὰν ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος, μὲ ἕναν ἁπλὸ χιτῶνα, χωρὶς κανένα διακριτικὸ τοῦ ἀξιώματός του, ἄκουσε τὴ συγχωρητικὴ εὐχὴ καὶ κοινώνησε κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων λέγοντας τὸν λόγο τοῦ Δαυίδ: «Ἐκολλήθη τῷ ἐδάφει ἡ ψυχή μου, ζῆσὸν με κατὰ τὸν λόγον σου».
Καρπὸς τῆς μετάνοιάς τοῦ, ποὺ παραδειγμάτισε τὸν λαό του, ἦταν ἕνας νόμος ποὺ ἔλεγε πώς κανεὶς καταδικασμένος σὲ θάνατο δὲν θὰ ἐκτελεῖτο, ἂν δὲν περνοῦσαν τριάντα ἡμέρες ἀπὸ τὴν λήψη τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως.
Τόση ἦταν ἡ μετάνοια τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, ὥστε ὁ Ἅγιος Θεός εὐδόκησε νὰ τοῦ δωρίσει τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Διηγοῦνται οἱ βιογράφοι του, ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια ἑνὸς προσκυνήματός του στά Ἱεροσόλυμα, ὁ αὐτοκράτορας ἐμφανίστηκε ἐνδεδυμένος σὰν ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ πλησιάζοντας τὶς θύρες τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως προσευχόταν.
Τότε, οἱ πόρτες ἄνοιξαν μόνες τους διάπλατα καὶ ὁ ναὸς ἄστραφτε στὸ φῶς. Ὁ Κύριος ὑποδεχόταν τὸν ταπεινὸ αὐτοκράτορα καὶ δοῦλο Του.
Ὁ Θεοδόσιος εἶχε ἀντιγράψει μὲ τὸ χέρι του ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο μελετοῦσε καθημερινά. Ἔλεγε πὼς χαιρόταν περισσότερο ποὺ ἦταν μέλος της Ἐκκλησίας παρὰ ἐπίγειος βασιλέας.
Ὅμως οἱ κακουχίες τῶν δεκαέξι χρόνων ἀπὸ τὴ διακυβέρνηση εἶχαν κλονίσει ἀνεπανόρθωτα τὴν ὑγεία του Θεοδοσίου. Ἔτσι πέρασαν δεκαέξι χρόνια εὐσεβοῦς βασιλείας.
Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τὸ ἔτος 295 μ.Χ. Τὸ σκήνωμά του ἐκτέθηκε σὲ λαϊκὸ προσκύνημα καί τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ὁ Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων Ἀμβρόσιος, ἐξεφώνησε τον ἐπικήδειο, ποὺ καθιέρωνε τὸν Θεοδόσιο ὡς τὸν τύπο τοῦ παραδειγματικοῦ Ὀρθόδοξου ἡγεμόνος.
Ὁ Ἅγιος ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, δίπλα στὸ μνημεῖο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ τῶν διαδόχων του.






Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη του 12ου αἰῶνος μ.Χ. Ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως Νόβγκοροντ καί κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1231 ἢ τὸ 1232.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στόν ἱερὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας Νόβγκοροντ.










Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Τσερνοεζέρσκιζ ἔζησε περὶ τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. καί ἵδρυσε τὴ μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἁγίου Νικολάου στὴν περιοχή τοῦ Νόβγκοροντ.





Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Κρασνοχόλμκιζ ἔζησε περὶ τὸν 15ο αἰῶνα μ.Χ. καί ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴν περιοχὴ Τβὲρ τῆς Ρωσίας.
Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.





  Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος Καντακουζηνός (Μετεωρίτης)

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος (Καντακουζηνὸς) ὑπῆρξε κτήτορας καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰῶνα.
Τὸ ἐπώνυμο «Καντακουζηνός», τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι βέβαιο, τὸ συναντοῦμε σέ σημείωμα ἑνὸς λειτουργικοῦ χειρογράφου. Ἐπίσης, σὲ γράμμα τοῦ ἔτους 1413, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἀφιέρωση τῆς κάρας τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στή μονὴ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τῶν Μετεώρων, γίνεται μνεία «τοῦ ἀρχιμανδρίτου τοῦ...μοναστηρίου (τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τῶν Μετεώρων) κυρ Ἀντωνίου (Καντακουζηνοῦ)».
Ἦταν υἱὸς τῆς βασίλισσας Μαρίας Καντακουζηνὴς (κοιμήθηκε μετὰ τὸ 1359), θυγατέρας τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννου ΣΤ’ Καντακουζηνοῦ καὶ τοῦ δεσπότου της Ἠπείρου Νικηφόρου Β’ Ὀρσίνι (κοιμήθηκε τὸ 1359).
Ἔζησε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.





Ἀ­πο­λυ­τί­κι­ον. Ἦ­χος δ΄. Τα­χὺ προ­κα­τά­λα­βε.
(Ἀθανασίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου)

Εὐφραίνεται χαίρουσα ἡ τοῦ Στεφάνου Μονή, πρὸς Κύριον ἔχουσα πρεσβείαν ἄμαχον, τετράριθμον φάλαγγα· ἅμα τῷ Διακόνῳ, Χαραλάμπη λευΐτην, σὺν δὲ καὶ τῶν κτιτόρων, τὴν σεπτὴν ξυνωρίδα, Ἀντώνιον, τὸν Ἀσκητὴν καὶ θεῖον Φιλόθεον.





Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος

Δεύτερος κτήτορας καὶ ἀνακαινιστὴς τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων μαρτυρεῖται, κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνα, ὁ ἱερομόναχος Ὅσιος Φιλόθεος ἀπὸ τὴ Σθλάταινα ἢ Σκλάταινα, σημερινὸ χωριὸ Ρίζωμα της ἐπαρχίας Τρικάλων.
Τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν Ὅσιο Φιλόθεο δὲν εἶναι ἀρκετά. Ἡ κυριότερη πηγὴ εἶναι τὸ σιγίλλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Ἰερεμία Α’ του ἔτους 1545 μ.Χ.
Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰερεμίας ὁ Α’, πατριάρχευσε κατὰ τὰ ἔτη 1522-1524, 1525-1546. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μεγάλης πατριαρχείας ἀνέλαβε ἐπανειλημμένως ποιμαντορικὲς περιοδεῖες κυρίως ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα: Ἅγιον Ὅρος, Μακεδονία, Βοιωτία, Μετέωρα, Ἤπειρο ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ καταγόταν (Ζίτσα).
Ὁ Πατριάρχης Ἰερεμίας συνετέλεσε στὴν ἀνάκτηση τῆς ἱερᾶς μονῆς Σταυρινικήτα. Στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς αὐτῆς σώζεται τοιχογραφία, ποὺ τόν εἰκονίζει ὡς κτήτορα.
Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος ἦταν γόνος εὐκατάστατης οἰκογένειας καὶ διέθεσε ὅλη την πατρική του περιουσία γιὰ τὴν ἀνακαίνιση καὶ τὸν ἐξωραϊσμὸ τῆς μονῆς καὶ γιὰ τὸν ἐμπλουτισμό της.
Ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.





Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἐπίσκοπος Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 1526. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βολογκντὰ καὶ κοιμήθηκε ὁσίως τὸ ἔτος 1588.
ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη του καὶ στὶς 26 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα της κοιμήσεώς του.





Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐξ Ἰωαννίνων

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος γεννήθηκε τὸ 1808 στὸ χωριὸ Τζούραλη τῆς ἐπαρχίας Γρεβενὼν ἀπὸ γονεῖς φτωχούς, τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὴν Βασιλική, καὶ λόγῳ τῆς φτώχειας τῆς οἰκογένειάς του ἔμεινε ἀγράμματος.
Σὲ μικρὴ ἡλικία ἀπορφανίσθηκε καὶ μετέβη στὰ Ἰωάννινα, ὅπου ἔγινε ἱπποκόμος του Χατζῆ Ἀβδουλά, ἀξιωματικοῦ τοῦ Ἰμὶν Πασᾶ, πλησίον τοῦ ὁποίου παρέμεινε ἐπί ὀκτὼ χρόνια.
Κατὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1836 συκοφαντήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὅτι εἶχε ἐξισλαμισθεῖ κατὰ τὰ προηγούμενα χρόνια καὶ ἐπανῆλθε στὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Προσαχθεὶς στὸ κριτήριο ἀπολογήθηκε καὶ μὲ πνευματικὴ ἀνδρεῖα ἀπέδειξε ὅτι οὐδέποτε ἔγινε ἀρνησίθρησκος. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἐπειδὴ τόν βρῆκαν καὶ ἀπερίτμητο, ἀπολύθηκε.
Ἀργότερα ἔλαβε σύζυγο, τὴν Ἑλένη καὶ προσλήφθηκε ὡς ἱπποκόμος στόν μουσελίμι τῶν Φιλιατῶν ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος Ἰωαννίνων Μουσταφᾶ Πασᾶ.
Χρειάσθηκε ὅμως νὰ μεταβεῖ καὶ πάλι στὰ Ἰωάννινα γιὰ ἰδιωτικές του ὑποθέσεις. Ἐκεῖ, στὶς 12 Ἰανουαρίου 1838, ἡμέρα Τετάρτη, ἕνας Ὀθωμανός τὸν συκοφάντησε καὶ πάλι ὅτι προηγουμένως ἦταν Τοῦρκος καὶ τώρα εἶναι Χριστιανός.
Ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν τὸν ἔκλεισαν στὴν φυλακὴ καὶ τὸν ἐκβίαζαν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἐκεῖνος παρέμεινε ἀμετάπειστος, ὁμολογῶντας την πίστη του στὸν Χριστό.
Ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τῶν Ἰωαννίνων μάταια προσπάθησαν νὰ προλάβουν τὴν ἄδικη ἀπόφαση κατὰ τοῦ Γεωργίου καὶ νὰ τόν πείσουν νὰ δραπετεύσει ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ νὰ φυγαδευτεῖ στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα.
Τὸ μαρτύριο ἄρχισε. Τοῦ τρυποῦσαν τὰ νύχια μὲ βελόνες καὶ ἔβαζαν στὰ στήθη του μεγάλες πέτρες. Ἐκεῖνος ὑπέμενε γενναῖα λέγοντας : «Εἶμαι Χριστιανός».
Στὶς 17 Ἰανουαρίου, ἡμέρα Δευτέρα, ὁ Ἅγιος ἀπαγχονίστηκε στὴν ἀγορὰ καὶ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Σταυρωθέντα Κύριο τὸ στέφανο του μαρτυρίου.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του παρέμεινε κρεμασμένο μέχρι τὶς 19 Ἰανουαρίου καὶ κατόπιν δωρίθηκε ἀπὸ τὸν Μουσταφᾶ πασᾶ στὸν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος τὸν ἐνταφίασε μὲ τιμὲς στὸ ἱερὸ βῆμα του μητροπολιτικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Ἐπὶ τοῦ τάφου καὶ στὴν οἰκία τοῦ Ἁγίου τελέσθηκαν πλεῖστα θαύματα. Στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1971 ἔγινε ἡ ἀνακομοιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ, τὰ ὁποῖα ἐναπετέθησαν στὸ φερώνυμο ναὸ τῶν Ἰωαννίνων, ὅπου ἦταν πρὶν ἡ οἰκία τοῦ Ἁγίου. Ὁ Ἅγιος τιμᾶται καὶ στὴν Κέρκυρα στὴν «Παναγία τῶν ξένων», ὅπου εἰκονίζεται ὡς νεαρὸς φουστανελοφόρος.


Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τὸν πανεύφημον Μάρτυν Χριστοῦ Γεώργιον, Ἰωαννίνων τὸ κλέος καὶ πολιοῦχον λαμπρῶν, ἐν ὠδαΐς πνευματικαῖς ἀνευφημήσωμεν ὅτι ἐνήθλησε στερρῶς καί κατήνεγκεν ἔχθρόν, του Πνεύματος τὴ δυνάμει καὶ νῦν ἀπαύστως πρεσβεύει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.




Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Εὐκλεῶς ἀγάλλεται μεγαλαυχοῦσα, τῇ σεπτῇ ἀθλήσει σου, δι’ ἧς ἡ πόλις θησαυρόν, Ἰωαννίνω ἐκτήσατο, τῶν ἱερῶν σου Λειψάνων Γεώργιε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος πυρσός, καὶ Ἰωαννίνων, ἀντιλήπτωρ καὶ ἀρωγός· χαίροις τῶν θαυμάτων, ἀκένωτος χειμάρρους, Γεώργιε παμμάκαρ, ἡμῶν βοήθεια.



Πληροφορίες ἀπό saint.grsynaxarion.grimstagon.grpgdorbas.blogspot.com & msoe.gr
Ἀπολυτίκια άπό youtube.com/@orthodoxmusic-8948
Ἀναδημοσίευση ἀπό Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου