Ἕνα κορυφαῖον αἴτημα
Κυριακή ΙΔ΄ Λουκᾶ. [Λουκᾶ 18. 35-43]
ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 23-1-1994 [Β 291]
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ (†) γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Ἐκπληκτικό, ὄντως, ἀγαπητοί μου, τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς. Καὶ ἡ ἔκπληξις προέρχεται τόσο ἀπὸ τὸν Κύριον, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν τυφλόν. Καὶ οἱ δύο πλευρὲς ἐκπλήσσουν. Παρατηροῦμε τὸν Κύριον, μὲ πόσην εὐκολία δίδει αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητεῖται.
Λέγει ἕνας ἑρμηνευτής: «Ὅρὰ τὴν ἐξουσίαν». «Δές», λέγει, «τὴν ἐξουσίαν». «’’Ἀνάβλεψον’’. Τὶς γὰρ τῶν προφητῶν οὕτως ἐθεράπευσεν, ἐν τοσαύτῃ, φημί, ἐξουσίᾳ;». Τί εἶπε; «Ἀνάβλεψον». Δηλαδὴ «Νὰ δεῖς». «Ποιός», λέγει, «ἀπὸ τοὺς προφήτας ποτὲ ἐθεράπευσε μὲ τόσην ἐξουσίαν;».
Ἀλλὰ καὶ ὁ τυφλὸς ὑπῆρξε ἐκπληκτικός. Μὲ τὰ μάτια του, δὲν εἶδε κανένα θαῦμα τοῦ Χριστοῦ. Μόνο ἄκουσε. Ἐπιμένει ὅμως στὸ αἴτημά του, γιατί πιστεύει ὅτι θὰ μπορέσει νὰ δεῖ.
Καὶ τὸ σημαντικότατον, ὅτι κάθε του ἐκφώνησις πρὸς τὸν Κύριον, εἶναι καὶ ἕνας –προσέξατε- κολοσσὸς θεολογίας.
Τὸν ἀπεκάλεσε «υἱὸν Δαυΐδ». «Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με».
Τὸν ἀπεκάλεσε λοιπὸν «υἱὸν Δαυΐδ» ·ποὺ εἶναι ταυτόσημον μὲ τὸ «Μεσσίας», μὲ τὸ «Χριστός». Τὸν ἀπεκάλεσε «Κύριον». «Κύριε Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με»· ποὺ «Κύριος» εἶναι ταυτόσημον μὲ τὸ «Θεός». Τοῦ εἶπε καὶ τὸ ὄνομα Ἰησοῦς. Τὸ ὄνομα τῆς ἀνθρωπίνης Τοῦ φύσεως. Καὶ τί εἶπε; «Ἐλέησόν με».
Ἂν ὅ,τι ἐξεφώνησε, τὸ θέσομε σὲ μία παράταξη, τότε τοῦτο βγάζομε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Νὰ λοιπὸν ποὺ ὁ τυφλὸς αὐτὸς ἤδη διετύπωσε αὐτήν την μονολόγιστον εὐχήν, ποὺ ἔχει σαφῶς τὴν κατάθεσή της μέσα εἰς αὐτὴν τὴν Ἁγίαν Γραφήν.
Δὲν ἐπενοήθη αὐτὴ ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», δὲν ἐπενοήθη ἀπό τους, ἔστω, ἐκκλησιαστικούς. Δὲν θὰ πείραζε. Ἀλλὰ ὅμως δὲν ἐπενοήθη, ἀλλὰ ἤδη εἶναι κατατεθειμένη μέσα εἰς τὴν Καινὴ Διαθήκη.
Ἔτσι ἀποδεικνύεται ὁ τυφλὸς τῆς Ἰεριχοῦς, τρανὸς θεολόγος. Γιατί; Διότι, ὅταν εἶπε «Κύριε», ἐννοοῦσε τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν εἶπε «Ἰησοῦ», ἐννοοῦσε τὴν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ, κι ὅταν εἶπε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, υἱὲ Δαυίδ», τὸ ἴδιο εἶναι, ὁμολογοῦσε τὴ μεσσιανικότητα τοῦ Ἰησοῦ.
Συνεπῶς ἐδῶ ἔχομε στὰ τρία αὐτὰ ὀνόματα, ὅλην τὴν θεολογικὴν πληρότητα τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὅτι εἶναι Θεός, ὅτι εἶναι ἄνθρωπος, συνεπῶς Θεάνθρωπος, κι ἔχει ἕνα ἔργον, τὸ μοναδικὸ ἔργο, τοῦ ὅτι εἶναι Χριστός, δηλαδὴ χρισμένος, κεχρισμένος γιὰ ἕναν σκοπό. Κι αὐτὸς ὁ σκοπὸς εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Νὰ γιατί αὐτὸς ὁ τυφλός -ὁ τυφλός!- ἀποδεικνύεται τρανός, ὅπως σᾶς εἶπα, θεολόγος.
Κι ἂν λογαριάσομε τὴν ἐπαινεθεῖσα πίστη του, ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Κύριος: «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σέ», τότε μένομε ἀληθινὰ ἔκπληκτοι μὲ τὴν παρουσία καὶ τὸ πρόσωπο αὐτοῦ τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς.
Μᾶς κατέπληξε λοιπὸν τόσον ὁ Κύριος, ὅσο καὶ ὁ τυφλός. Ἂς δοῦμε ὅμως κατ' ἀρχὰς τὸ αἴτημα τοῦ τυφλοῦ. «Τί θέλεις;», τοῦ εἶπε ὁ Κύριος. «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω». «Κύριε, τί θέλω; Νὰ δῶ. Εἶμαι τυφλός. Νὰ δῶ».
Ἀλήθεια, ὑπάρχει πιὸ κορυφαῖον αἴτημα, τοὐλάχιστον ἀπὸ τὰ φυσικὰ προσόντα ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ὅραση; Ποὺ λέγεται μάλιστα καὶ βασιλικὴ αἴσθησις;
Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἡ ὅρασις μόνον τῶν ματιῶν. Εἶναι καὶ ἡ ὅρασις τῆς ψυχῆς. Συνεπῶς μιὰ ὅραση τόσο αἰσθητή, ὅσο καὶ πνευματική. Καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς.
Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ μᾶς καταπλήσσει ἀκόμα εἶναι ὅτι αὐτὸς ὁ τυφλός, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του τὰ εἶχε ὀρθάνοιχτα. Ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος ποὺ ἠκολούθει τὸν Χριστόν, πηγαίνοντας εἰς τὴν Ἰεριχώ, δὲν εἶχε τὰ μάτια του ἀνοιχτὰ· ἂν καὶ ἦσαν ἀνοιχτομάτηδες. Ἀλλὰ δὲν εἶχε τὰ μάτια του ἀνοιχτά, τῆς ψυχῆς τὰ μάτια.
Μάλιστα ἐκεῖ οἱ Φαρισαῖοι γόγγυζαν. «Μπά», λέει, «τί, καὶ νὰ μείνει στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ;». Τίνος; Τοῦ Ζακχαίου.
Δὲν εἶχαν τὰ μάτια τους ἀνοιχτά. Δὲν ἔβλεπαν. Καὶ νὰ βλέπει αὐτὸς ὁ τυφλός! Μὰ εἶναι καταπληκτικό!
Γιατί, ἀλήθεια, ὅμως, ὁ Κύριος ἄνοιγε τὰ τῶν τυφλῶν; Τὰ μάτια τῶν τυφλῶν καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Γιὰ νὰ δοῦν -νὰ δοῦν!- μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς, τὸν Θεὸν Λόγον ποὺ ἐνηνθρώπησε.
Λέγει ὁ Ὠριγένης, σχολιάζοντας τὸ προοίμιον τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ ὅτι «Τὸν Ἰησοῦν ὅλοι τὸν εἶδαν, τὸν Λόγον μόνον ὅσοι ἐπίστεψαν».
Διότι γιὰ νὰ δεῖς τὸν Λόγον, ποὺ εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ἔπρεπε νὰ ἔχεις τὰ μάτια σου ἀνοιχτά. Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Ὁ Κύριος λοιπὸν ἄνοιγε καὶ τὰ μάτια τοῦ σώματος καὶ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς.
Στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, θὰ βλέπομε εἰς τὸ διηνεκὲς τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ· εἰς τὸ διηνεκές. Μᾶς τὸ βεβαιώνει ἡ Ἁγία Γραφή. Μᾶς λέγει ὁ Εὐαγγελιστής- Ἀποκάλυψις, 22,4: «Καὶ οἱ δοῦλοι αὐτοῦ λατρεύσουσιν αὐτῷ καὶ ὄψονται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ(:Και θὰ ἴδουν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ) καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν». Γιὰ νὰ πεῖ ὁ αὐτὸς Εὐαγγελιστῆς στὴν πρώτη του ἐπιστολὴ ὅτι «Τεκνία», λέει, « παιδάκια, δὲν ἔχομε ἀκόμα φθάσει νὰ δοῦμε τί θὰ ἀπογίνομε· ξέρομε ὅμως ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθὼς ἐστίν». «Θὰ τὸν δοῦμε ὅπως εἶναι».
Εἶναι καταπληκτικό. Καὶ ἡ θεωρία τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τὸ ὕψιστον ἀγαθόν. Ἐπειδὴ ἀπὸ κεῖ, ἀπὸ τὴ θεωρία τοῦ προσώπου Του, ἀπορρέει ἡ ὑψίστη μακαριότης. Γι΄αυτό ὕψιστον αἴτημα εἶναι ἡ ὅρασις καὶ ἡ σωματικὴ καὶ ἡ πνευματική.
Πρέπει ὅμως ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ νὰ δεῖ κανεὶς τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ! Ὅταν τὸ πρωτοδιάβασα, εἰς τὸν ἅγιον Συμεῶν τὸν Νέο Θεολόγο, τρόμαξα. «Γιατί», λέγει, «ἂν δὲν Τὸν δεῖς ἐδῶ στὴ Γῆ, μὴν περιμένεις, οὔτε στὸν οὐρανὸ δὲν θὰ Τὸν δεῖς τὸν Χριστόν».
Καὶ ποιός δὲν θὰ δεῖ τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ; Μόνο οἱ κολασμένοι. Εἶναι φοβερό.
Ἀλλὰ πῶς μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε αὐτό; Τί θὰ πεῖ «βλέπω τὸν Χριστὸν ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή;».
Πρέπει ἀπὸ δῶ νὰ Τὸν ἀναγνωρίσεις ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Κύριος· ὅτι εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος. Μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Δηλαδὴ μὲ τὴν πίστη. Αὐτὸ θὰ πεῖ «ἂν δὲν δεῖς ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, δὲν Τὸν ἀναγνωρίσεις, οὔτε ἐκεῖ θὰ Τὸν ἀναγνωρίσεις, στὸν οὐρανό, μετὰ θάνατον, μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν».
Δηλαδὴ πρέπει νὰ ἀναγνωρισθεῖ ἡ ταυτότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν ὁ Κύριος ἐρωτοῦσε: «Τίνα μὲ λέγουσιν εἶναι τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;», ἔλεγε στοὺς μαθητάς Του. «Οἱ ἄνθρωποι γιὰ μένα τί λένε;». Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀπήντησε: «Σὺ εἶ ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Ἐνῷ οἱ ἄλλοι ὅλοι ἔλεγαν: «Μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ προφήτης Ἰερεμίας»· «μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ Ἠλίας»· «μπορεῖ...»· «μπορεῖ...». Δὲν τὸν εἶχαν ἀναγνωρίσει. Ὁ Πέτρος τὸν ἀναγνωρίζει. Καὶ λέγει: «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ του ζῶντος». Καὶ ἐμακαρίσθη ὁ Πέτρος.
Συνεπῶς ὁ Πέτρος εἶδε τὸν Ἰησοῦν. Τί εἶδε; Τὸν Θεὸν Λόγον. Ὁ Ἡρώδης εἶδε τὸν Ἰησοῦν; Ὁ Πιλάτος εἶδε τὸν Ἰησοῦν; Ὁ Ἄννας, ὁ Καϊάφας, οἱ ἄρχοντες, οἱ Φαρισαῖοι, εἶδαν τὸν Ἰησοῦν ὡς Λόγον Θεοῦ; Ὡς Ἰησοῦν ἄνθρωπον, ναί. Ὡς Λόγον ὄχι. Αὐτὸ θὰ πεῖ ἂν δὲν δεῖς ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, δὲν Τὸν ἀναγνωρίσεις, οὔτε ἐκεῖ θὰ τὸν δεῖς. Καὶ ἐμακαρίσθη ὁ Πέτρος.
Ἔτσι, ἀγαπητοί, καὶ στὸν κάθε πιστό, στὸν κάθε πιστό. Λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅθὲν καὶ φῶς τῷ κάμνοντι γέγονεν ἡ φωνή, ἐκ φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ προϊοῦσα». Δηλαδή, ὅτι εἰς τὸν ἀσθενῆ, εἰς τὸν κάμνοντα, εἰς τὸν τυφλὸν δηλαδή, ἡ φωνὴ ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε φῶς. Καὶ αὐτό το φῶς ἦτο ἐκ Φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ. Ἀπὸ ἐκεῖ προῆλθε. «Προϊοῦσα». Ἀπὸ ἐκεῖ προῆλθε.
Προσέξτε: Ἡ φωνὴ ἔγινε φῶς. Εἶναι ἡ ἰδία φωνὴ ποὺ εἶπε κάποτε, ὡς φωνή: «Γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς». Αὐτὸ εἶναι μεγαλειῶδες. Ἡ φωνὴ ἔγινε φῶς. Τότε καὶ τώρα εἰς τὸν τυφλόν, ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ γίνεται φῶς στὰ μάτια Του καὶ φῶς στὴν ψυχή Του. Ἄρα λοιπόν, ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ποὺ μὲ τόσο ἁπλὸ τρόπο, τόσο εὔκολα λέγει στὸν τυφλόν, ποὺ τοῦ εἶπε «ἵνα ἀναβλέψω»: «Νὰ ἀναβλέψεις!». Τόσο ἁπλά. Τόσο εὔκολα.
Ποιός εἶναι; Εἶναι ὁ Θεὸς Λόγος· ποὺ ἐδημιούργησε το φῶς. Εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ τώρα ἀνοίγει τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ καὶ τοῦ δίδει τὸ φῶς.
Εἶναι ἐκπληκτικό, ἀγαπητοί μου! Αὐτὸ θὰ πεῖ ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ ἀναγνωρίζεις διὰ τῶν Γραφῶν καὶ διὰ τῆς ἐμπειρίας, νὰ ἀναγνωρίζεις Ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Δηλαδή, νὰ Τὸν δεῖς ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή.
Καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς κυριότατα, τί μπορεῖς νὰ βλέπεις; Νὰ βλέπεις τα ὄντως ὄντα. Νὰ βλέπεις ἐκεῖνα ποὺ πράγματι ὑπάρχουν. Αὐτὸ εἶναι τώρα μία συνέπεια τοῦ πράγματος. Εἶναι ἕνας καρπός. Γιατί ἂν δεῖς τὸν Χριστόν, τότε βλέπεις καὶ τὰ ὄντως ὄντα. Δηλαδὴ ἐκεῖνα ποὺ πράγματι ὑπάρχουν. Ὅτι τὰ κτιστά, ὅλα τὰ κτιστά, δὲν εἶναι ὄντως ὄντα. Εἶναι ἁπλῶς ὄντα. Δηλαδὴ δὲν εἶναι πραγματικῶς πράγματα, ἀλλὰ εἶναι ἁπλῶς πράγματα. Τί πράγματα; Εἰκόνες τῶν ὄντων. Εἰκόνες, ὄντως, τῶν ὄντων. Εἰκόνες. Τί εἶναι; Ἐκεῖνο ποὺ λέμε στὶς κηδεῖες: «Σκιᾶς ὄναρ ὁ βίος»! «Σκιᾶς ὄναρ ὁ βίος». «Εἶναι ἕνα ὄνειρο, μιὰ σκιὰ ὁ βίος. Τί εἶναι; Ἔφαγα, ἤπια, γλέντησα, πλούτισα. Ποῦ εἶναι αὐτά; Ποῦ», λέει, «ὁ πλοῦτος; Ποῦ ἐτοῦτο; Ποῦ ἐκεῖνο;».
Λέει πάλι ἕνα τροπάριο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, στὶς κηδεῖες: «Δὲν συνοδεύει τίποτε ἀπ’ αὐτά». Ἄρα, αὐτὰ ὅλα δὲν εἶναι ὄντως ὄντα. Εἶναι ἁπλῶς ὄντα.
Δὲν ἀρνούμεθα τὴν ὕπαρξιν τοῦ σύμπαντος. Προσέξτε. Γιατί ὑπῆρξαν φιλόσοφοι ποὺ ἀρνήθηκαν καὶ τὴν ὕπαρξιν τοῦ σύμπαντος. Ὄχι. Ἢ τὴν ὕπαρξιν τῆς ὕλης. Ὄχι. Γιατί «ὁ Λόγος, σὰρξ ἐγένετο» πραγματικά. Ἀλλὰ ὅτι τὰ ὄντα δὲν εἶναι ὄντως ὄντα. Τί εἶναι; Ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν, ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του, 9, 24.
Ἐκεῖ, ποὺ βλέπουν οἱ ἅγιοι καὶ προσδοκοῦν καὶ ἐπιθυμοῦν. Αὐτὰ εἶναι τα ὄντως ὄντα. Ἀγαποῦν καὶ τὴν κτίσιν, βεβαίως. Δὲν τὴν ἀρνοῦνται. Σὰν ἔργα τῶν δαχτύλων τοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ Λόγου. Κυριότατα ὅμως ἀγαποῦν καὶ θέλουν τὰ ἀόρατα τοῦ Θεοῦ, Αὐτὸν τὸν Ἴδιον τὸν Θεόν, τὸν Θεὸν Λόγον.
Ἔτσι, κανεὶς ἅγιος δὲν εἶναι εἰδωλολάτρης. Γιατί δὲν κόλλησε ἐπάνω εἰς τὰ ὄντα. Τὰ ξεπέρασε κάθε ἅγιος, φθάνοντας εἰς τὰ ὄντως ὄντα. Μὴν σᾶς μπερδεύει ἡ ἔκφρασις. Διαμέσου δὲ τῆς κτίσεως κάθε ἅγιος βλέπει τὸν Κτίστην. Καὶ σὲ Αὐτὸν μένει. Καὶ Αὐτὸν λατρεύει. Ὅλα εἶναι στὴ χρήση μας. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ προορισμός μας. Ὅλα. Καὶ τὸ σπίτι μας καὶ τὰ χρήματα καὶ ἡ συζυγία καὶ τὰ παιδιά. Ὅλα εἶναι στὴν χρήση μας. Ἀλλὰ δὲν σταματᾶμε σὲ αὐτά.
Ἀκόμη ὁ πιστὸς ποὺ ἔχει μάτια, μάτια, μάτια τῆς ψυχῆς, βλέπει καὶ τοὺς λόγους τῶν ὄντων. Γιατί ὑπάρχουν ὅλα αὐτά; Γιατί ὑπάρχει τὸ σύμπαν; Γιατί ὑπάρχει ἐτοῦτο ἢ ἐκεῖνο ἢ ἐκεῖνο; Γιατί ὑπάρχω ἐγώ; Λέγει ὁ ἅγιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός: «Τοὺς λόγους τῶν ὄντων - προσέξατέ το, εἶναι πολὺ ὡραῖο. «Οἱ λόγοι τῶν ὄντων».
Δηλαδὴ γιὰ ποιόν λόγο ὑπάρχουν τα ὄντα. Ποιά εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ὑπάρχουν τα ὄντα- δηλαδή, λέγει ὁ ἴδιος «τὸν σκοπόν, δι' ὄν ἐγένετο ἕκαστον πρᾶγμα, πρὸς τὸ φωτίζειν τὸν νοῦν - γιὰ νὰ φωτίζεται ὁ νοῦς- εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ (:Νὰ φθάσω διὰ τῶν ὄντων εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἔκανε ὁ Θεὸς τοῦτο, ἐκεῖνο, ἐκεῖνο, ἐκεῖνο, τὰ πουλιά, τὰ φυτά, τὰ κρινάκια, τὸν οὐρανό, τὴν θάλασσα, τὶς πέτρες, τὰ κοχύλια, τὰ πετραδάκια, τὰ κοχυλάκια...
Ἀπ’ αὐτά, διαμέσου αὐτῶν νὰ φθάσω στὸν Κτίστην. Ἐκεῖ εἶναι οἱ λόγοι τῶν ὄντων συγκεντρωμένοι· στὸν Χριστόν, στὸν Δημιουργὸν) καὶ γινώσκειν τὴν μεγαλωσύνην αὐτοῦ καὶ τὴν ἀνέκφραστον αὐτοῦ σοφίαν, καὶ πρόνοιαν (:πῶς φροντίζει) ἐκ τῆς ἐπιμελείας αὐτοῦ περὶ τῶν κτισμάτων(:με τὴν φροντίδα Του γιὰ τὰ κτίσματα) ἵνα ἐκ τῆς γνώσεως ταύτης(:ώστε ἀπὸ τὴν γνώση αὐτὴ) φοβῆται τὴν παράβασιν τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ καὶ τὴν ἰδίαν ἀσθένειαν καὶ ἀγνωσίαν καταγινώσκει (:βλέπει τὴν ἀγνωσία Του, βλέπει τὴν ἀσθένειά Του. Ἀδύναμος ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος.
Δὲν μπορῶ ὅμως νὰ ἁμαρτάνω, ὅταν καταλάβω τοὺς λόγους τῶν ὄντων), κἀντεῦθεν(:κι ἀπὸ δῶ) ταπεινοφρονεῖ καὶ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸν καὶ οὐ καταφρονεῖ τῶν ἐντολῶν Αὐτοῦ». Εἶναι ὡραιότατο ἀπόσπασμα. Νὰ σᾶς βοηθήσω, Πέτρου Δαμασκηνοῦ, 3ος τόμος τῆς Φιλοκαλίας στὴ σελίδα 164.
Μόνον ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος κυριολεκτικὰ βασιλιᾶς τῆς Δημιουργίας μέσα στὴν ὁποία καθρεπτίζεται τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ πρόσωπο τὸ δικό Του. Ἂν κατακτήσει τὴν κτίση γιὰ νὰ κάνει κατάχρηση, τότε ἔγινε δοῦλος τῆς κτίσεως καὶ ὄχι ἀφεντικὸ τῆς Δημιουργίας.
Ἔτσι «ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται», ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός. Καὶ ἡ μία ἄβυσσος εἶναι ὁ Θεός, τὸ πρωτότυπον. Ἡ δευτέρα ἄβυσσος(άβυσσος θὰ πεῖ κάτι ποὺ δὲν ἔχει τέρμα, δὲν ἔχει βυθὸν) εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἐπικαλεῖται ἡ μία ἄβυσσος τὴν ἄλλην ἄβυσσον.
Καὶ λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ὅτι «Τὸ Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐστὶν τὸ ποιοῦν ἑτέρους ὀφθαλμούς». «Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἐκεῖνον τὸ ὁποῖον», λέει, «κάνει τὰ ἄλλα μάτια». Αὐτὰ τὰ ἄλλα μάτια, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, βλέπουν τὰ ὄντως συμφέροντα. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι συζητοῦν καὶ διαπληκτίζονται καὶ χωρίζουν μεταξύ των γιὰ πράγματα, γιὰ χωράφια, γιὰ χρήματα, γιὰ κληρονομιές, ποὺ τὰ βλέπουν βεβαίως σπουδαῖα καὶ συμφέροντα, αὐτὰ ὅλα, τὰ μάτια τοῦ πιστοῦ, τὰ βλέπει τιποτένια. Αὐτὸ θὰ πεῖ νὰ ἔχεις τὰ μάτια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θὰ περάσουν. Ἀξίζει νὰ μαλώσω μὲ τὸν ἀδελφό μου; Θὰ περάσουν αὐτά...
Ποτὲ δὲν μπορεῖς νὰ περιφρονήσεις αὐτὸν τὸν κόσμον καὶ νὰ σταθεὶς πιὸ πάνω ἀπὸ τὸν κόσμον -ἐκείνη ἡ ὑπερφρόνησις...-, ἂν δὲν ἔχεις δεῖ τὰ ἀγαθὰ κάποιου ἄλλου κόσμου. Καὶ τὰ βλέπεις μὲ σιγουριά. Γιατί ἀλλιώτικα δὲν δίδεις, ἀγαπητέ, τὴ ζωή σου, γιὰ πράγματα ποὺ δὲν βλέπεις. Βλέπεις ὅτι ἑτοίμασε ὁ Θεός, ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ὅ,τι ἑτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν». Ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγαποῦν.
Ἂν δὲν ἔβλεπε ἔτσι ὁ Παῦλος, δὲν θὰ ἔγραφε: «Λογίζομαι -λογαριάζω- γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ - Τί παθαίνομε; Μᾶς κυνηγοῦν οἱ ἄνθρωποι, πάσχομε, πληγές, τόσα, κ.λπ. παθήματα. Δὲν εἶναι σπουδαῖα πράγματα- πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». «Μπροστὰ σὲ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἀποτελέσουν τὴν ἀληθινὴ δόξα, ὅταν θὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ».
Ἀκόμη δὲν θὰ ἔγραφε ὁ Παῦλος: «Οὐκ ἔχομεν ὧδὲ μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». «Δὲν ἔχομε ἐδῶ πατρίδα μόνιμη. Τὴν μελλοντικὴ ἐπιζητοῦμε». Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Μωυσῆς. Αὐτὰ τὰ μάτια διέθετε ὁ Μωυσῆς. Ναί. Γιὰ νὰ προτιμᾶ 15 αἰῶνες πρὸ Χριστοῦ, γιὰ νὰ προτιμᾶ τὰ ἀληθῶς συμφέροντα.
Μᾶς τὸ σημειώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους 11,24, ὅταν λέγει ἐκεῖνον τὸν μυστηριώδη λόγον, ὁ ὁποῖος εἶναι πρωθύστερος. Δηλαδὴ μιλάει γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Χριστό, ποὺ ὁ Χριστὸς ἦρθε 15 αἰῶνες μετά. Καὶ λέγει: «Μωυσῆς ἠρνήσατο(:αρνήθηκε) λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ(:να ὀνομάζεται, νὰ ὀνοματίζεται: ὁ γιὸς τῆς θυγατρὸς τοῦ Φαραὼ) μᾶλλον ἐλόμενος (:μᾶλλον προτιμῶν) συγκακουχεῖσθαι τῷ λὰῷ τοῦ Θεοῦ(:να συγκακουχεῖται μὲ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ) ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν(:παρά νὰ ἔχει τὴν πρόσκαιρη ἀπόλαυση τῆς ἁμαρτίας) μείζονα πλοῦτον ἠγησάμενος(: «θεωρῶν», λέει, «μέγιστον πλοῦτον· ἀκοῦστε) τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν(:από τοὺς θησαυροὺς τῆς Αἰγύπτου· μιὰ μέρα ὁ Μωυσῆς θὰ ἐγίνετο βασιλιᾶς, ἀφοῦ ἦταν ὁ γιὸς τῆς θυγατρὸς τοῦ Φαραώ. Τί προτίμησε; Ἀκοῦστε, ἀκοῦστε) τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ(:έβλεπε τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ἔβλεπε τὸν Χριστὸ στὸν Σταυρό. Καὶ προτίμησε τὸν Χριστὸ ἐπάνω στὸν Σταυρὸ)· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν». Καὶ ποιά εἶναι ἡ «μισθαποδοσία»; Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τὰ ἴδια μάτια διαθέτει, ἀγαπητοί, καὶ ὁ κάθε πιστός, μέσα στοὺς αἰῶνες. Ὅτι προτιμᾶ νὰ εἶναι σωστὸς καὶ ἀκέραιος Χριστιανός, ἀπὸ τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ οἱ μάρτυρες αὐτὰ τὰ μάτια εἶχαν. Ἀλλιῶς; Δὲν μποροῦσαν νὰ μαρτυρήσουν.
Μὲ τὰ μάτια αὐτὰ ποὺ σοῦ ἄνοιξε Ἐκεῖνος, ποὺ εἶπε νὰ γίνει φῶς καὶ ἔγινε φῶς, βλέπεις καὶ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Γι΄αυτό ὁ Κύριος εἶπε: «Ὑμῖν δέδοται(:Σε σᾶς ἐδόθη) γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνοις δὲν τοῖς ἔξω(:τους ἄλλους, τοὺς ἀπ' ἔξω, τοὺς κοσμικοὺς) ἵνα βλέποντες βλέπωσι καὶ μὴ ἴδωσι(:να βλέπουν, ἀλλὰ νὰ μὴ βλέπουν, νὰ μὴν καταλαβαίνουν). Ὑμῶν δὲ μακάριοι οἱ ὀφθαλμοὶ ὅτι βλέπουσι». «Γιά σας; Εἴσαστε εὐτυχεῖς, γιατί τὰ μάτια σας βλέπουν».
Αὐτὰ τὰ μάτια σήμερα στερεῖται ὁ κόσμος, ἀγαπητοί. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἰδεῖ τὸν Δημιουργό του καὶ σωτῆρα του, τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Γι΄αυτό δὲν πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι στὸν Χριστόν. Δὲν ἔχουν τὰ μάτια αὐτά. Καὶ αὐτὰ τὰ μάτια ἀνοίγουν, ὄχι δημιουργοῦνται, γιατί ὑπάρχουν, ἀνοίγουν μὲ τὴν πίστη.
Γι΄αυτό καὶ ὁ Κύριος εἶπε στὸν τυφλό... τὶ τοῦ εἶπε; «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σέ». «Ἐκείνη ποὺ σὲ ἔσωσε εἶναι ἡ πίστις σου». Κι ὁ κόσμος, δὲν πιστεύει. «Οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις», θὰ σημειώσει ὁ Ἀπόστολος σὲ μιά του ἐπιστολή. Ὁ κόσμος μὲ τὰ πάθη του σκοτίζει καὶ τυφλώνει καὶ καθιστᾶ ἀνυπόπτους τοὺς ἀνθρώπους διὰ τὰ ὡραῖα τοῦ Θεοῦ.
Γι΄αυτό συνιστᾶ ὁ Κύριος στὸν ἄγγελο τῆς Λαοδικείας στὴν Ἀποκάλυψη, καὶ τοῦ λέγει: «Καὶ οὐκ οἴδας ὅτι σὺ εἶ ὁ ταλαίπωρος(:και δὲν γνωρίζεις ὅτι σὺ εἶσαι ὁ ταλαίπωρος) καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός, συμβουλεύω σοί (:σὲ συμβουλεύω) ἀγοράσαι παρ' ἐμοῦ(:να ἀγοράσεις ἀπὸ μένα) κολλύριον - εἶναι τὸ φάρμακον τῶν ματιῶν - ἵνα ἐγχρὶσῃ τοὺς ὀφθαλμούς σου ἵνα βλέπῃς». «Νὰ βάλεις στὰ μάτια σου γιὰ νὰ βλέπεις». Καὶ ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ κολλύριον; Εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ποὺ δίδει μόνον ὁ Χριστός. Γι' αὐτὸ λέγει «ἀγοράσαι παρ' ἐμοῦ». «Νὰ τὸ ἀγοράσεις ἀπὸ μένα». Καὶ τὸ ὁποῖον, Πνεῦμα Ἅγιον, «ποιεῖ(:κάνει) ἑτέρους ὀφθαλμούς(:άλλα μάτια)».
Ἀγαπητοί, σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ἢ τὸ λυποῦν ἢ τὸ ἀφήνουν ἀνενέργητο μὲ τὰ πάθη των, ἀφοῦ τὸ πήραμε κατὰ τὸ βάπτισμά μας. Τὸ ἀφήνουν ὅμως ἀνενέργητο. Γι΄αυτό μένουν τυφλοί. Καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἰδοῦν τὰ τοῦ Θεοῦ. Πολλὰ μποροῦμε νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Κύριο. Πολλὰ μποροῦμε. Ἀλλὰ τὸ κορυφαῖον ποὺ ἔχομε νὰ ζητήσομε εἶναι ἡ πνευματικὴ ὅρασις.
Γι΄αυτό νὰ λέμε: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, δὸς μοί του ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα», κλπ. κλπ. Δῶσ’ μου νὰ βλέπω, νὰ βλέπω. Νὰ ἔχω τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, νὰ βλέπω καλὰ τὸν ἑαυτό μου. Νὰ ἔχω ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ μου. Νὰ βλέπω τοὺς λόγους τῶν ὄντων καὶ νὰ Σὲ ἀγαπῶ. Νὰ βλέπω τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας Σου καὶ νὰ ἐλπίζω. Νὰ βλέπω τὸ Θεανθρώπινο πρόσωπό Σου καὶ νὰ χαίρομαι. Προπαντὸς τὸ Θεανθρώπινο πρόσωπό Σου, ποὺ εἶναι γιὰ μένα το φῶς, ἡ ἀληθινὴ μακαριότητα.
Ἐκπληκτικό, ὄντως, ἀγαπητοί μου, τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς. Καὶ ἡ ἔκπληξις προέρχεται τόσο ἀπὸ τὸν Κύριον, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν τυφλόν. Καὶ οἱ δύο πλευρὲς ἐκπλήσσουν. Παρατηροῦμε τὸν Κύριον, μὲ πόσην εὐκολία δίδει αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητεῖται.
Λέγει ἕνας ἑρμηνευτής: «Ὅρὰ τὴν ἐξουσίαν». «Δές», λέγει, «τὴν ἐξουσίαν». «’’Ἀνάβλεψον’’. Τὶς γὰρ τῶν προφητῶν οὕτως ἐθεράπευσεν, ἐν τοσαύτῃ, φημί, ἐξουσίᾳ;». Τί εἶπε; «Ἀνάβλεψον». Δηλαδὴ «Νὰ δεῖς». «Ποιός», λέγει, «ἀπὸ τοὺς προφήτας ποτὲ ἐθεράπευσε μὲ τόσην ἐξουσίαν;».
Ἀλλὰ καὶ ὁ τυφλὸς ὑπῆρξε ἐκπληκτικός. Μὲ τὰ μάτια του, δὲν εἶδε κανένα θαῦμα τοῦ Χριστοῦ. Μόνο ἄκουσε. Ἐπιμένει ὅμως στὸ αἴτημά του, γιατί πιστεύει ὅτι θὰ μπορέσει νὰ δεῖ.
Καὶ τὸ σημαντικότατον, ὅτι κάθε του ἐκφώνησις πρὸς τὸν Κύριον, εἶναι καὶ ἕνας –προσέξατε- κολοσσὸς θεολογίας.
Τὸν ἀπεκάλεσε «υἱὸν Δαυΐδ». «Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με».
Τὸν ἀπεκάλεσε λοιπὸν «υἱὸν Δαυΐδ» ·ποὺ εἶναι ταυτόσημον μὲ τὸ «Μεσσίας», μὲ τὸ «Χριστός». Τὸν ἀπεκάλεσε «Κύριον». «Κύριε Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με»· ποὺ «Κύριος» εἶναι ταυτόσημον μὲ τὸ «Θεός». Τοῦ εἶπε καὶ τὸ ὄνομα Ἰησοῦς. Τὸ ὄνομα τῆς ἀνθρωπίνης Τοῦ φύσεως. Καὶ τί εἶπε; «Ἐλέησόν με».
Ἂν ὅ,τι ἐξεφώνησε, τὸ θέσομε σὲ μία παράταξη, τότε τοῦτο βγάζομε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Νὰ λοιπὸν ποὺ ὁ τυφλὸς αὐτὸς ἤδη διετύπωσε αὐτήν την μονολόγιστον εὐχήν, ποὺ ἔχει σαφῶς τὴν κατάθεσή της μέσα εἰς αὐτὴν τὴν Ἁγίαν Γραφήν.
Δὲν ἐπενοήθη αὐτὴ ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», δὲν ἐπενοήθη ἀπό τους, ἔστω, ἐκκλησιαστικούς. Δὲν θὰ πείραζε. Ἀλλὰ ὅμως δὲν ἐπενοήθη, ἀλλὰ ἤδη εἶναι κατατεθειμένη μέσα εἰς τὴν Καινὴ Διαθήκη.
Ἔτσι ἀποδεικνύεται ὁ τυφλὸς τῆς Ἰεριχοῦς, τρανὸς θεολόγος. Γιατί; Διότι, ὅταν εἶπε «Κύριε», ἐννοοῦσε τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν εἶπε «Ἰησοῦ», ἐννοοῦσε τὴν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ, κι ὅταν εἶπε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, υἱὲ Δαυίδ», τὸ ἴδιο εἶναι, ὁμολογοῦσε τὴ μεσσιανικότητα τοῦ Ἰησοῦ.
Συνεπῶς ἐδῶ ἔχομε στὰ τρία αὐτὰ ὀνόματα, ὅλην τὴν θεολογικὴν πληρότητα τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὅτι εἶναι Θεός, ὅτι εἶναι ἄνθρωπος, συνεπῶς Θεάνθρωπος, κι ἔχει ἕνα ἔργον, τὸ μοναδικὸ ἔργο, τοῦ ὅτι εἶναι Χριστός, δηλαδὴ χρισμένος, κεχρισμένος γιὰ ἕναν σκοπό. Κι αὐτὸς ὁ σκοπὸς εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Νὰ γιατί αὐτὸς ὁ τυφλός -ὁ τυφλός!- ἀποδεικνύεται τρανός, ὅπως σᾶς εἶπα, θεολόγος.
Κι ἂν λογαριάσομε τὴν ἐπαινεθεῖσα πίστη του, ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Κύριος: «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σέ», τότε μένομε ἀληθινὰ ἔκπληκτοι μὲ τὴν παρουσία καὶ τὸ πρόσωπο αὐτοῦ τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς.
Μᾶς κατέπληξε λοιπὸν τόσον ὁ Κύριος, ὅσο καὶ ὁ τυφλός. Ἂς δοῦμε ὅμως κατ' ἀρχὰς τὸ αἴτημα τοῦ τυφλοῦ. «Τί θέλεις;», τοῦ εἶπε ὁ Κύριος. «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω». «Κύριε, τί θέλω; Νὰ δῶ. Εἶμαι τυφλός. Νὰ δῶ».
Ἀλήθεια, ὑπάρχει πιὸ κορυφαῖον αἴτημα, τοὐλάχιστον ἀπὸ τὰ φυσικὰ προσόντα ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ὅραση; Ποὺ λέγεται μάλιστα καὶ βασιλικὴ αἴσθησις;
Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἡ ὅρασις μόνον τῶν ματιῶν. Εἶναι καὶ ἡ ὅρασις τῆς ψυχῆς. Συνεπῶς μιὰ ὅραση τόσο αἰσθητή, ὅσο καὶ πνευματική. Καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς.
Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ μᾶς καταπλήσσει ἀκόμα εἶναι ὅτι αὐτὸς ὁ τυφλός, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του τὰ εἶχε ὀρθάνοιχτα. Ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος ποὺ ἠκολούθει τὸν Χριστόν, πηγαίνοντας εἰς τὴν Ἰεριχώ, δὲν εἶχε τὰ μάτια του ἀνοιχτὰ· ἂν καὶ ἦσαν ἀνοιχτομάτηδες. Ἀλλὰ δὲν εἶχε τὰ μάτια του ἀνοιχτά, τῆς ψυχῆς τὰ μάτια.
Μάλιστα ἐκεῖ οἱ Φαρισαῖοι γόγγυζαν. «Μπά», λέει, «τί, καὶ νὰ μείνει στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ;». Τίνος; Τοῦ Ζακχαίου.
Δὲν εἶχαν τὰ μάτια τους ἀνοιχτά. Δὲν ἔβλεπαν. Καὶ νὰ βλέπει αὐτὸς ὁ τυφλός! Μὰ εἶναι καταπληκτικό!
Γιατί, ἀλήθεια, ὅμως, ὁ Κύριος ἄνοιγε τὰ τῶν τυφλῶν; Τὰ μάτια τῶν τυφλῶν καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Γιὰ νὰ δοῦν -νὰ δοῦν!- μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς, τὸν Θεὸν Λόγον ποὺ ἐνηνθρώπησε.
Λέγει ὁ Ὠριγένης, σχολιάζοντας τὸ προοίμιον τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ ὅτι «Τὸν Ἰησοῦν ὅλοι τὸν εἶδαν, τὸν Λόγον μόνον ὅσοι ἐπίστεψαν».
Διότι γιὰ νὰ δεῖς τὸν Λόγον, ποὺ εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ἔπρεπε νὰ ἔχεις τὰ μάτια σου ἀνοιχτά. Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Ὁ Κύριος λοιπὸν ἄνοιγε καὶ τὰ μάτια τοῦ σώματος καὶ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς.
Στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, θὰ βλέπομε εἰς τὸ διηνεκὲς τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ· εἰς τὸ διηνεκές. Μᾶς τὸ βεβαιώνει ἡ Ἁγία Γραφή. Μᾶς λέγει ὁ Εὐαγγελιστής- Ἀποκάλυψις, 22,4: «Καὶ οἱ δοῦλοι αὐτοῦ λατρεύσουσιν αὐτῷ καὶ ὄψονται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ(:Και θὰ ἴδουν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ) καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν». Γιὰ νὰ πεῖ ὁ αὐτὸς Εὐαγγελιστῆς στὴν πρώτη του ἐπιστολὴ ὅτι «Τεκνία», λέει, « παιδάκια, δὲν ἔχομε ἀκόμα φθάσει νὰ δοῦμε τί θὰ ἀπογίνομε· ξέρομε ὅμως ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθὼς ἐστίν». «Θὰ τὸν δοῦμε ὅπως εἶναι».
Εἶναι καταπληκτικό. Καὶ ἡ θεωρία τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τὸ ὕψιστον ἀγαθόν. Ἐπειδὴ ἀπὸ κεῖ, ἀπὸ τὴ θεωρία τοῦ προσώπου Του, ἀπορρέει ἡ ὑψίστη μακαριότης. Γι΄αυτό ὕψιστον αἴτημα εἶναι ἡ ὅρασις καὶ ἡ σωματικὴ καὶ ἡ πνευματική.
Πρέπει ὅμως ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ νὰ δεῖ κανεὶς τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ! Ὅταν τὸ πρωτοδιάβασα, εἰς τὸν ἅγιον Συμεῶν τὸν Νέο Θεολόγο, τρόμαξα. «Γιατί», λέγει, «ἂν δὲν Τὸν δεῖς ἐδῶ στὴ Γῆ, μὴν περιμένεις, οὔτε στὸν οὐρανὸ δὲν θὰ Τὸν δεῖς τὸν Χριστόν».
Καὶ ποιός δὲν θὰ δεῖ τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ; Μόνο οἱ κολασμένοι. Εἶναι φοβερό.
Ἀλλὰ πῶς μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε αὐτό; Τί θὰ πεῖ «βλέπω τὸν Χριστὸν ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή;».
Πρέπει ἀπὸ δῶ νὰ Τὸν ἀναγνωρίσεις ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Κύριος· ὅτι εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος. Μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Δηλαδὴ μὲ τὴν πίστη. Αὐτὸ θὰ πεῖ «ἂν δὲν δεῖς ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, δὲν Τὸν ἀναγνωρίσεις, οὔτε ἐκεῖ θὰ Τὸν ἀναγνωρίσεις, στὸν οὐρανό, μετὰ θάνατον, μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν».
Δηλαδὴ πρέπει νὰ ἀναγνωρισθεῖ ἡ ταυτότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν ὁ Κύριος ἐρωτοῦσε: «Τίνα μὲ λέγουσιν εἶναι τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;», ἔλεγε στοὺς μαθητάς Του. «Οἱ ἄνθρωποι γιὰ μένα τί λένε;». Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀπήντησε: «Σὺ εἶ ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Ἐνῷ οἱ ἄλλοι ὅλοι ἔλεγαν: «Μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ προφήτης Ἰερεμίας»· «μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ Ἠλίας»· «μπορεῖ...»· «μπορεῖ...». Δὲν τὸν εἶχαν ἀναγνωρίσει. Ὁ Πέτρος τὸν ἀναγνωρίζει. Καὶ λέγει: «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ του ζῶντος». Καὶ ἐμακαρίσθη ὁ Πέτρος.
Συνεπῶς ὁ Πέτρος εἶδε τὸν Ἰησοῦν. Τί εἶδε; Τὸν Θεὸν Λόγον. Ὁ Ἡρώδης εἶδε τὸν Ἰησοῦν; Ὁ Πιλάτος εἶδε τὸν Ἰησοῦν; Ὁ Ἄννας, ὁ Καϊάφας, οἱ ἄρχοντες, οἱ Φαρισαῖοι, εἶδαν τὸν Ἰησοῦν ὡς Λόγον Θεοῦ; Ὡς Ἰησοῦν ἄνθρωπον, ναί. Ὡς Λόγον ὄχι. Αὐτὸ θὰ πεῖ ἂν δὲν δεῖς ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, δὲν Τὸν ἀναγνωρίσεις, οὔτε ἐκεῖ θὰ τὸν δεῖς. Καὶ ἐμακαρίσθη ὁ Πέτρος.
Ἔτσι, ἀγαπητοί, καὶ στὸν κάθε πιστό, στὸν κάθε πιστό. Λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅθὲν καὶ φῶς τῷ κάμνοντι γέγονεν ἡ φωνή, ἐκ φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ προϊοῦσα». Δηλαδή, ὅτι εἰς τὸν ἀσθενῆ, εἰς τὸν κάμνοντα, εἰς τὸν τυφλὸν δηλαδή, ἡ φωνὴ ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε φῶς. Καὶ αὐτό το φῶς ἦτο ἐκ Φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ. Ἀπὸ ἐκεῖ προῆλθε. «Προϊοῦσα». Ἀπὸ ἐκεῖ προῆλθε.
Προσέξτε: Ἡ φωνὴ ἔγινε φῶς. Εἶναι ἡ ἰδία φωνὴ ποὺ εἶπε κάποτε, ὡς φωνή: «Γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς». Αὐτὸ εἶναι μεγαλειῶδες. Ἡ φωνὴ ἔγινε φῶς. Τότε καὶ τώρα εἰς τὸν τυφλόν, ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ γίνεται φῶς στὰ μάτια Του καὶ φῶς στὴν ψυχή Του. Ἄρα λοιπόν, ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ποὺ μὲ τόσο ἁπλὸ τρόπο, τόσο εὔκολα λέγει στὸν τυφλόν, ποὺ τοῦ εἶπε «ἵνα ἀναβλέψω»: «Νὰ ἀναβλέψεις!». Τόσο ἁπλά. Τόσο εὔκολα.
Ποιός εἶναι; Εἶναι ὁ Θεὸς Λόγος· ποὺ ἐδημιούργησε το φῶς. Εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ τώρα ἀνοίγει τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ καὶ τοῦ δίδει τὸ φῶς.
Εἶναι ἐκπληκτικό, ἀγαπητοί μου! Αὐτὸ θὰ πεῖ ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ ἀναγνωρίζεις διὰ τῶν Γραφῶν καὶ διὰ τῆς ἐμπειρίας, νὰ ἀναγνωρίζεις Ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Δηλαδή, νὰ Τὸν δεῖς ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή.
Καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς κυριότατα, τί μπορεῖς νὰ βλέπεις; Νὰ βλέπεις τα ὄντως ὄντα. Νὰ βλέπεις ἐκεῖνα ποὺ πράγματι ὑπάρχουν. Αὐτὸ εἶναι τώρα μία συνέπεια τοῦ πράγματος. Εἶναι ἕνας καρπός. Γιατί ἂν δεῖς τὸν Χριστόν, τότε βλέπεις καὶ τὰ ὄντως ὄντα. Δηλαδὴ ἐκεῖνα ποὺ πράγματι ὑπάρχουν. Ὅτι τὰ κτιστά, ὅλα τὰ κτιστά, δὲν εἶναι ὄντως ὄντα. Εἶναι ἁπλῶς ὄντα. Δηλαδὴ δὲν εἶναι πραγματικῶς πράγματα, ἀλλὰ εἶναι ἁπλῶς πράγματα. Τί πράγματα; Εἰκόνες τῶν ὄντων. Εἰκόνες, ὄντως, τῶν ὄντων. Εἰκόνες. Τί εἶναι; Ἐκεῖνο ποὺ λέμε στὶς κηδεῖες: «Σκιᾶς ὄναρ ὁ βίος»! «Σκιᾶς ὄναρ ὁ βίος». «Εἶναι ἕνα ὄνειρο, μιὰ σκιὰ ὁ βίος. Τί εἶναι; Ἔφαγα, ἤπια, γλέντησα, πλούτισα. Ποῦ εἶναι αὐτά; Ποῦ», λέει, «ὁ πλοῦτος; Ποῦ ἐτοῦτο; Ποῦ ἐκεῖνο;».
Λέει πάλι ἕνα τροπάριο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, στὶς κηδεῖες: «Δὲν συνοδεύει τίποτε ἀπ’ αὐτά». Ἄρα, αὐτὰ ὅλα δὲν εἶναι ὄντως ὄντα. Εἶναι ἁπλῶς ὄντα.
Δὲν ἀρνούμεθα τὴν ὕπαρξιν τοῦ σύμπαντος. Προσέξτε. Γιατί ὑπῆρξαν φιλόσοφοι ποὺ ἀρνήθηκαν καὶ τὴν ὕπαρξιν τοῦ σύμπαντος. Ὄχι. Ἢ τὴν ὕπαρξιν τῆς ὕλης. Ὄχι. Γιατί «ὁ Λόγος, σὰρξ ἐγένετο» πραγματικά. Ἀλλὰ ὅτι τὰ ὄντα δὲν εἶναι ὄντως ὄντα. Τί εἶναι; Ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν, ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του, 9, 24.
Ἐκεῖ, ποὺ βλέπουν οἱ ἅγιοι καὶ προσδοκοῦν καὶ ἐπιθυμοῦν. Αὐτὰ εἶναι τα ὄντως ὄντα. Ἀγαποῦν καὶ τὴν κτίσιν, βεβαίως. Δὲν τὴν ἀρνοῦνται. Σὰν ἔργα τῶν δαχτύλων τοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ Λόγου. Κυριότατα ὅμως ἀγαποῦν καὶ θέλουν τὰ ἀόρατα τοῦ Θεοῦ, Αὐτὸν τὸν Ἴδιον τὸν Θεόν, τὸν Θεὸν Λόγον.
Ἔτσι, κανεὶς ἅγιος δὲν εἶναι εἰδωλολάτρης. Γιατί δὲν κόλλησε ἐπάνω εἰς τὰ ὄντα. Τὰ ξεπέρασε κάθε ἅγιος, φθάνοντας εἰς τὰ ὄντως ὄντα. Μὴν σᾶς μπερδεύει ἡ ἔκφρασις. Διαμέσου δὲ τῆς κτίσεως κάθε ἅγιος βλέπει τὸν Κτίστην. Καὶ σὲ Αὐτὸν μένει. Καὶ Αὐτὸν λατρεύει. Ὅλα εἶναι στὴ χρήση μας. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ προορισμός μας. Ὅλα. Καὶ τὸ σπίτι μας καὶ τὰ χρήματα καὶ ἡ συζυγία καὶ τὰ παιδιά. Ὅλα εἶναι στὴν χρήση μας. Ἀλλὰ δὲν σταματᾶμε σὲ αὐτά.
Ἀκόμη ὁ πιστὸς ποὺ ἔχει μάτια, μάτια, μάτια τῆς ψυχῆς, βλέπει καὶ τοὺς λόγους τῶν ὄντων. Γιατί ὑπάρχουν ὅλα αὐτά; Γιατί ὑπάρχει τὸ σύμπαν; Γιατί ὑπάρχει ἐτοῦτο ἢ ἐκεῖνο ἢ ἐκεῖνο; Γιατί ὑπάρχω ἐγώ; Λέγει ὁ ἅγιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός: «Τοὺς λόγους τῶν ὄντων - προσέξατέ το, εἶναι πολὺ ὡραῖο. «Οἱ λόγοι τῶν ὄντων».
Δηλαδὴ γιὰ ποιόν λόγο ὑπάρχουν τα ὄντα. Ποιά εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ὑπάρχουν τα ὄντα- δηλαδή, λέγει ὁ ἴδιος «τὸν σκοπόν, δι' ὄν ἐγένετο ἕκαστον πρᾶγμα, πρὸς τὸ φωτίζειν τὸν νοῦν - γιὰ νὰ φωτίζεται ὁ νοῦς- εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ (:Νὰ φθάσω διὰ τῶν ὄντων εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἔκανε ὁ Θεὸς τοῦτο, ἐκεῖνο, ἐκεῖνο, ἐκεῖνο, τὰ πουλιά, τὰ φυτά, τὰ κρινάκια, τὸν οὐρανό, τὴν θάλασσα, τὶς πέτρες, τὰ κοχύλια, τὰ πετραδάκια, τὰ κοχυλάκια...
Ἀπ’ αὐτά, διαμέσου αὐτῶν νὰ φθάσω στὸν Κτίστην. Ἐκεῖ εἶναι οἱ λόγοι τῶν ὄντων συγκεντρωμένοι· στὸν Χριστόν, στὸν Δημιουργὸν) καὶ γινώσκειν τὴν μεγαλωσύνην αὐτοῦ καὶ τὴν ἀνέκφραστον αὐτοῦ σοφίαν, καὶ πρόνοιαν (:πῶς φροντίζει) ἐκ τῆς ἐπιμελείας αὐτοῦ περὶ τῶν κτισμάτων(:με τὴν φροντίδα Του γιὰ τὰ κτίσματα) ἵνα ἐκ τῆς γνώσεως ταύτης(:ώστε ἀπὸ τὴν γνώση αὐτὴ) φοβῆται τὴν παράβασιν τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ καὶ τὴν ἰδίαν ἀσθένειαν καὶ ἀγνωσίαν καταγινώσκει (:βλέπει τὴν ἀγνωσία Του, βλέπει τὴν ἀσθένειά Του. Ἀδύναμος ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος.
Δὲν μπορῶ ὅμως νὰ ἁμαρτάνω, ὅταν καταλάβω τοὺς λόγους τῶν ὄντων), κἀντεῦθεν(:κι ἀπὸ δῶ) ταπεινοφρονεῖ καὶ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸν καὶ οὐ καταφρονεῖ τῶν ἐντολῶν Αὐτοῦ». Εἶναι ὡραιότατο ἀπόσπασμα. Νὰ σᾶς βοηθήσω, Πέτρου Δαμασκηνοῦ, 3ος τόμος τῆς Φιλοκαλίας στὴ σελίδα 164.
Μόνον ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος κυριολεκτικὰ βασιλιᾶς τῆς Δημιουργίας μέσα στὴν ὁποία καθρεπτίζεται τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ πρόσωπο τὸ δικό Του. Ἂν κατακτήσει τὴν κτίση γιὰ νὰ κάνει κατάχρηση, τότε ἔγινε δοῦλος τῆς κτίσεως καὶ ὄχι ἀφεντικὸ τῆς Δημιουργίας.
Ἔτσι «ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται», ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός. Καὶ ἡ μία ἄβυσσος εἶναι ὁ Θεός, τὸ πρωτότυπον. Ἡ δευτέρα ἄβυσσος(άβυσσος θὰ πεῖ κάτι ποὺ δὲν ἔχει τέρμα, δὲν ἔχει βυθὸν) εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἐπικαλεῖται ἡ μία ἄβυσσος τὴν ἄλλην ἄβυσσον.
Καὶ λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ὅτι «Τὸ Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐστὶν τὸ ποιοῦν ἑτέρους ὀφθαλμούς». «Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἐκεῖνον τὸ ὁποῖον», λέει, «κάνει τὰ ἄλλα μάτια». Αὐτὰ τὰ ἄλλα μάτια, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, βλέπουν τὰ ὄντως συμφέροντα. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι συζητοῦν καὶ διαπληκτίζονται καὶ χωρίζουν μεταξύ των γιὰ πράγματα, γιὰ χωράφια, γιὰ χρήματα, γιὰ κληρονομιές, ποὺ τὰ βλέπουν βεβαίως σπουδαῖα καὶ συμφέροντα, αὐτὰ ὅλα, τὰ μάτια τοῦ πιστοῦ, τὰ βλέπει τιποτένια. Αὐτὸ θὰ πεῖ νὰ ἔχεις τὰ μάτια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θὰ περάσουν. Ἀξίζει νὰ μαλώσω μὲ τὸν ἀδελφό μου; Θὰ περάσουν αὐτά...
Ποτὲ δὲν μπορεῖς νὰ περιφρονήσεις αὐτὸν τὸν κόσμον καὶ νὰ σταθεὶς πιὸ πάνω ἀπὸ τὸν κόσμον -ἐκείνη ἡ ὑπερφρόνησις...-, ἂν δὲν ἔχεις δεῖ τὰ ἀγαθὰ κάποιου ἄλλου κόσμου. Καὶ τὰ βλέπεις μὲ σιγουριά. Γιατί ἀλλιώτικα δὲν δίδεις, ἀγαπητέ, τὴ ζωή σου, γιὰ πράγματα ποὺ δὲν βλέπεις. Βλέπεις ὅτι ἑτοίμασε ὁ Θεός, ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ὅ,τι ἑτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν». Ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγαποῦν.
Ἂν δὲν ἔβλεπε ἔτσι ὁ Παῦλος, δὲν θὰ ἔγραφε: «Λογίζομαι -λογαριάζω- γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ - Τί παθαίνομε; Μᾶς κυνηγοῦν οἱ ἄνθρωποι, πάσχομε, πληγές, τόσα, κ.λπ. παθήματα. Δὲν εἶναι σπουδαῖα πράγματα- πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». «Μπροστὰ σὲ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἀποτελέσουν τὴν ἀληθινὴ δόξα, ὅταν θὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ».
Ἀκόμη δὲν θὰ ἔγραφε ὁ Παῦλος: «Οὐκ ἔχομεν ὧδὲ μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». «Δὲν ἔχομε ἐδῶ πατρίδα μόνιμη. Τὴν μελλοντικὴ ἐπιζητοῦμε». Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Μωυσῆς. Αὐτὰ τὰ μάτια διέθετε ὁ Μωυσῆς. Ναί. Γιὰ νὰ προτιμᾶ 15 αἰῶνες πρὸ Χριστοῦ, γιὰ νὰ προτιμᾶ τὰ ἀληθῶς συμφέροντα.
Μᾶς τὸ σημειώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους 11,24, ὅταν λέγει ἐκεῖνον τὸν μυστηριώδη λόγον, ὁ ὁποῖος εἶναι πρωθύστερος. Δηλαδὴ μιλάει γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Χριστό, ποὺ ὁ Χριστὸς ἦρθε 15 αἰῶνες μετά. Καὶ λέγει: «Μωυσῆς ἠρνήσατο(:αρνήθηκε) λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ(:να ὀνομάζεται, νὰ ὀνοματίζεται: ὁ γιὸς τῆς θυγατρὸς τοῦ Φαραὼ) μᾶλλον ἐλόμενος (:μᾶλλον προτιμῶν) συγκακουχεῖσθαι τῷ λὰῷ τοῦ Θεοῦ(:να συγκακουχεῖται μὲ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ) ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν(:παρά νὰ ἔχει τὴν πρόσκαιρη ἀπόλαυση τῆς ἁμαρτίας) μείζονα πλοῦτον ἠγησάμενος(: «θεωρῶν», λέει, «μέγιστον πλοῦτον· ἀκοῦστε) τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν(:από τοὺς θησαυροὺς τῆς Αἰγύπτου· μιὰ μέρα ὁ Μωυσῆς θὰ ἐγίνετο βασιλιᾶς, ἀφοῦ ἦταν ὁ γιὸς τῆς θυγατρὸς τοῦ Φαραώ. Τί προτίμησε; Ἀκοῦστε, ἀκοῦστε) τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ(:έβλεπε τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ἔβλεπε τὸν Χριστὸ στὸν Σταυρό. Καὶ προτίμησε τὸν Χριστὸ ἐπάνω στὸν Σταυρὸ)· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν». Καὶ ποιά εἶναι ἡ «μισθαποδοσία»; Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τὰ ἴδια μάτια διαθέτει, ἀγαπητοί, καὶ ὁ κάθε πιστός, μέσα στοὺς αἰῶνες. Ὅτι προτιμᾶ νὰ εἶναι σωστὸς καὶ ἀκέραιος Χριστιανός, ἀπὸ τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ οἱ μάρτυρες αὐτὰ τὰ μάτια εἶχαν. Ἀλλιῶς; Δὲν μποροῦσαν νὰ μαρτυρήσουν.
Μὲ τὰ μάτια αὐτὰ ποὺ σοῦ ἄνοιξε Ἐκεῖνος, ποὺ εἶπε νὰ γίνει φῶς καὶ ἔγινε φῶς, βλέπεις καὶ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Γι΄αυτό ὁ Κύριος εἶπε: «Ὑμῖν δέδοται(:Σε σᾶς ἐδόθη) γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνοις δὲν τοῖς ἔξω(:τους ἄλλους, τοὺς ἀπ' ἔξω, τοὺς κοσμικοὺς) ἵνα βλέποντες βλέπωσι καὶ μὴ ἴδωσι(:να βλέπουν, ἀλλὰ νὰ μὴ βλέπουν, νὰ μὴν καταλαβαίνουν). Ὑμῶν δὲ μακάριοι οἱ ὀφθαλμοὶ ὅτι βλέπουσι». «Γιά σας; Εἴσαστε εὐτυχεῖς, γιατί τὰ μάτια σας βλέπουν».
Αὐτὰ τὰ μάτια σήμερα στερεῖται ὁ κόσμος, ἀγαπητοί. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἰδεῖ τὸν Δημιουργό του καὶ σωτῆρα του, τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Γι΄αυτό δὲν πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι στὸν Χριστόν. Δὲν ἔχουν τὰ μάτια αὐτά. Καὶ αὐτὰ τὰ μάτια ἀνοίγουν, ὄχι δημιουργοῦνται, γιατί ὑπάρχουν, ἀνοίγουν μὲ τὴν πίστη.
Γι΄αυτό καὶ ὁ Κύριος εἶπε στὸν τυφλό... τὶ τοῦ εἶπε; «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σέ». «Ἐκείνη ποὺ σὲ ἔσωσε εἶναι ἡ πίστις σου». Κι ὁ κόσμος, δὲν πιστεύει. «Οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις», θὰ σημειώσει ὁ Ἀπόστολος σὲ μιά του ἐπιστολή. Ὁ κόσμος μὲ τὰ πάθη του σκοτίζει καὶ τυφλώνει καὶ καθιστᾶ ἀνυπόπτους τοὺς ἀνθρώπους διὰ τὰ ὡραῖα τοῦ Θεοῦ.
Γι΄αυτό συνιστᾶ ὁ Κύριος στὸν ἄγγελο τῆς Λαοδικείας στὴν Ἀποκάλυψη, καὶ τοῦ λέγει: «Καὶ οὐκ οἴδας ὅτι σὺ εἶ ὁ ταλαίπωρος(:και δὲν γνωρίζεις ὅτι σὺ εἶσαι ὁ ταλαίπωρος) καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός, συμβουλεύω σοί (:σὲ συμβουλεύω) ἀγοράσαι παρ' ἐμοῦ(:να ἀγοράσεις ἀπὸ μένα) κολλύριον - εἶναι τὸ φάρμακον τῶν ματιῶν - ἵνα ἐγχρὶσῃ τοὺς ὀφθαλμούς σου ἵνα βλέπῃς». «Νὰ βάλεις στὰ μάτια σου γιὰ νὰ βλέπεις». Καὶ ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ κολλύριον; Εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ποὺ δίδει μόνον ὁ Χριστός. Γι' αὐτὸ λέγει «ἀγοράσαι παρ' ἐμοῦ». «Νὰ τὸ ἀγοράσεις ἀπὸ μένα». Καὶ τὸ ὁποῖον, Πνεῦμα Ἅγιον, «ποιεῖ(:κάνει) ἑτέρους ὀφθαλμούς(:άλλα μάτια)».
Ἀγαπητοί, σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ἢ τὸ λυποῦν ἢ τὸ ἀφήνουν ἀνενέργητο μὲ τὰ πάθη των, ἀφοῦ τὸ πήραμε κατὰ τὸ βάπτισμά μας. Τὸ ἀφήνουν ὅμως ἀνενέργητο. Γι΄αυτό μένουν τυφλοί. Καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἰδοῦν τὰ τοῦ Θεοῦ. Πολλὰ μποροῦμε νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Κύριο. Πολλὰ μποροῦμε. Ἀλλὰ τὸ κορυφαῖον ποὺ ἔχομε νὰ ζητήσομε εἶναι ἡ πνευματικὴ ὅρασις.
Γι΄αυτό νὰ λέμε: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, δὸς μοί του ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα», κλπ. κλπ. Δῶσ’ μου νὰ βλέπω, νὰ βλέπω. Νὰ ἔχω τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, νὰ βλέπω καλὰ τὸν ἑαυτό μου. Νὰ ἔχω ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ μου. Νὰ βλέπω τοὺς λόγους τῶν ὄντων καὶ νὰ Σὲ ἀγαπῶ. Νὰ βλέπω τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας Σου καὶ νὰ ἐλπίζω. Νὰ βλέπω τὸ Θεανθρώπινο πρόσωπό Σου καὶ νὰ χαίρομαι. Προπαντὸς τὸ Θεανθρώπινο πρόσωπό Σου, ποὺ εἶναι γιὰ μένα το φῶς, ἡ ἀληθινὴ μακαριότητα.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ (†) γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ (†) γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_587.mp3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου