Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Ἡ ἐπίκλησις τοῦ ὀνόματος τοῦ Ιησοῦ Χριστοῦ στὴν ἀποτύφλωσι καὶ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Κυριακή ΙΔ' Λουκά. Π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος

Ἡ ἐπίκλησις τοῦ ὀνόματος τοῦ Ιησοῦ Χριστοῦ στὴν ἀποτύφλωσι καὶ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ
Κυριακή ΙΔ΄ Λουκᾶ (23.1.2005)
Π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος
«Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με», φώναξε ὁ τυφλὸς τῆς Ἰεριχοῦς.
  Ὁ κόσμος ποὺ συνόδευε καὶ ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστόν, τοῦ εἶπαν νὰ σωπάσει, νὰ μὴ φωνάζει. Ἀλλὰ αὐτὸς ἐκραύγαζε ἀκόμα πιὸ πολὺ καὶ ἀκόμα πιὸ δυνατὰ «Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με». Καὶ ὁ φιλάνθρωπος Κύριος ποὺ ἀγαπᾶ καὶ ἀρέσκεται πολὺ στὸ νὰ ἀκούει τὸ ὄνομά Του, καὶ μάλιστα ὅταν Τὸν ἐπικαλοῦνται μὲ ὅλη τους, μὲ ὅλη τους τὴν καρδιά, στάθηκε καὶ εἶπε νὰ φέρουν μπροστά Του αὐτὸν ποὺ τὸν φώναζε ὡς «Υἱὸν Δαβίδ».Ὅταν πλησίασε τὸν ρώτησε, «Τί θέλεις νὰ σοῦ κάμω;» 
Ἡ ἀπάντησις τοῦ τυφλοῦ: «Κύριε ἵνα ἀναβλέψω». 
Καὶ ὁ Θεάνθρωπος Κύριος μὲ ἕνα Τοῦ λόγο, λέγοντάς του δηλαδὴ «Ἀνάβλεψον», ἔκαμε τὸ θαῦμα. Ἔδωσε στὸν τυφλὸ τὸ φῶς του, καὶ πρόσθεσε «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σέ». 
Καὶ ὁ τυφλὸς ποὺ εἶδε παραχρῆμα, δηλαδὴ ἀμέσως, δόξασε τὸν Θεὸν καὶ ἀκολούθησε μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ τὸν Χριστό. 
Αὐτὴν τὴν σωτήρια κραυγή, τὴν συναντᾶμε πολλὲς φορὲς στὴν Ἁγία Γραφή. Τὴ φώναξε μάλιστα καὶ μιὰ εἰδωλολάτρισσα, ἡ Χαναναία, καὶ πρόσθεσε στὸ «ἐλέησόν με» ὅτι «ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». «Ἐμένα νὰ ἐλεήσεις Ἰησοῦ, Υἱὲ Δαβίδ, ἐμένα, γιατί τὸ παιδί μου εἶναι δαιμονισμένο. Ἐγὼ εἶμαι ἡ αἰτία γιὰ τὸ μεγάλο κακὸ ποὺ συνέβη στὸ παιδί μου. Ἐγὼ φταίω γιὰ τὸ δαιμόνιο ποὺ μπῆκε μέσα του καὶ δαιμονίστηκε. Ἂν ἐλεήσεις ἐμένα, θὰ ἐλεηθεῖ καὶ τὸ παιδί μου. Ἐὰν μὲ λυπηθεῖς καὶ θεραπεύσεις τὸν πόνο μου, θὰ θεραπευθεῖ καὶ τὸ παιδί μου». 
Μᾶς λένε καὶ μᾶς συστήνουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι θὰ πρέπει πολὺ νὰ μᾶς προβληματίσουν τὰ λόγια αὐτά της Χαναναίας, τῆς εἰδωλολάτρισσας αὐτῆς μάνας, τῆς ὁποίας ἡ πίστις ἤτο πολύ μεγάλη. 

Καὶ ἐρωτῶ: Μήπως ἀπὸ τὰ πολλὰ κακὰ ποὺ συμβαίνουν στὰ παιδιά μας, ὅπως ἀναποδιές, κακοτυχίες, δυστυχήματα, δαιμονοκρατίες καὶ χίλιες δυὸ ἄλλες γρουσουζιές, μήπως αὐτὲς καὶ ὅλα αὐτὰ ὀφείλονται στὶς δικές μας ἁμαρτίες; Μήπως ὀφείλονται στὶς ἁμαρτίες τῶν γονέων, οἱ ὁποῖοι ξεστομίζουν κάθε μέρα κατάρες, διαβολοστέλνουν, ἀναθεματίζουν, ἢ βρίζουν τὰ θεῖα καθημερινῶς, - χώρια οἱ ἐκτρώσεις ποὺ γίνονται ἡ μία πίσω ἀπὸ τὴν ἄλλη. 

Ἐμεῖς φταῖμε γιὰ ὅλα. Ἐμεῖς ἁμαρτάνομε χωρὶς ντροπή. Ἐμεῖς εἴμεθα μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεόν, τὴν Ἐκκλησία Του καὶ τὰ Ἅγια σωστικὰ μυστήριά Της. Ἐμεῖς δὲν προσευχόμεθα ὅπως πρέπει. Καὶ ἂν καμιὰ φορὰ κάνομε καμιὰ προσευχή, τὴν κάνομε χωρὶς καρδιὰ καὶ χωρὶς ἀγάπη. 
«Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβὶδ» φώναξε ὁ τυφλὸς καὶ μόλις ἄνοιξαν τὰ μάτια του, ποιόν εἶδε μπροστά του; Τὸν Χριστὸν εἶδε! Τὸ φὼς εἶδε! Τὴν ἀλήθεια εἶδε! Τὸν Θεὸν εἶδε! Εἶδε τὸν Σωτῆρα του, ποὺ εἶναι τὸ φὼς τὸ ἀληθινόν, τὸ φῶς τοῦ κόσμου. 
Ἄρα βγαίνει τὸ συμπέρασμα ὅτι πρέπει καὶ μεὶς νὰ φωνάζουμε καὶ νὰ ἐπικαλούμεθα τὸ Πανάγιον ὄνομά Του, πολὺ συχνά, γιατί καὶ μεὶς εἴμεθα ψυχικὰ τυφλοὶ ἀπὸ τὶς πολλές μας καθημερινὲς ἁμαρτίες. Ἂς τὸ φωνάζουμε λοιπόν, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήσει. Ἂς τὸ φωνάζουμε γιὰ νὰ μᾶς ἀποτυφλώσει ἀπὸ τὴν τύφλα τῆς ψυχῆς μας. Ἂς Τὸν φωνάζουμε γιὰ νὰ σκορπίσει καὶ νὰ διαλύσει τὰ σκοτάδια ἀπὸ τὸν σκοτισμένο μας νοῦ. Ἂς Τὸν φωνάζουμε γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν παθῶν μας ἀδελφοί μου. 
Καὶ ὅταν ἀνοίξουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας, τότε θὰ δοῦμε καὶ μείς, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν. Καὶ τότε θὰ δοξολογήσουμε καὶ μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία θὰ βροντοφωνήσουμε βεβαιωτικὰ καὶ θριαμβευτικά : «Εἴδομεν το φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον». 

Δὲν πρέπει ὅμως νὰ ξεχνᾶμε καὶ τὴν διαβεβαίωση τοῦ Εὐαγγελικοῦ λόγου, ὅτι «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν ἢ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεός μας φωτίζει καὶ μᾶς σπρώχνει γιὰ νὰ λέμε αὐτὸ τὸ αἴτημα μὲ τὴν εὐχούλα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με». Καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν προαίρεση ποὺ ἔχουμε, ἀνάλογα μὲ τὴν διάθεση ποὺ ἔχουμε, τὴ μικρὴ ἢ τὴ μεγάλη, λέμε ἢ δὲ λέμε προσευχή, κάνουμε ἢ δὲν κάνουμε προσευχή. 
Ἅμα ὑποκύψουμε σὲ ἕνα πάθος μὲ πλήρη τὴν πνευματικήν μας συγκατάθεση, μὲ ὁλοκληρωμένη τὴν συγκατάθεση τὴν ψυχοσωματική μας, τότε δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε προσευχή. Δὲν βγαίνει ἡ προσευχὴ ἀπὸ μέσα μας, διότι τὸ πάθος σκοτίζει τὸ νοῦ, καὶ ἐμποδίζει νὰ βγάλει τὴν προσευχὴ τῆς καρδιᾶς. 
Βγαίνει ἡ προσευχή, ἀλλὰ τὴν λένε μόνον τὰ χείλη μας, εἶναι ξερὴ καὶ ἄγονη. Εἶναι ἄκαρπη σὰν τὴν ἄκαρπη συκιὰ τοῦ Εὐαγγελίου. 

Γι’ αὐτὸ καὶ ζητᾶμε πρῶτα ἀπ’ ὅλα, νὰ ἀποκτήσομε τὴ συναίσθηση τῆς ἀμαρτωλότητός μας καὶ τὸ βάρος τῶν πτώσεών μας στὴν ἀδικία, στὴν κακία, στὴν πονηρία, στὴν κατάκριση, στὴν ἀτιμία, στὸ ψέμα καὶ σὲ πλῆθος ἄλλων ἁμαρτημάτων καὶ κακιῶν. Ἡ συναίσθησις αὐτὴ θὰ φέρει τὴν ἀληθινὴ μετάνοια ἀφοῦ μὲ τὴν ἁμαρτία λυπήσαμε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. 
Στὴν ἀληθινὴ μετάνοια ἐνεργοποιεῖται ἡ πίστις πρὸς τὴν παντοδυναμία καὶ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, καὶ τότε ἡ ψυχή μας ψάχνει νὰ βρεῖ τὸν Σωτῆρα της Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ Τὸν φωνάξει παρακλητικὰ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με». 
Καὶ ὄχι μόνον μιὰ φορά, πολλὲς φορές, ἀμέτρητες, μὲ δυνατὴ τὴν πίστη, μὲ συντριβή, καὶ δάκρυα βγαλμένα ἀπ’ τὴν καρδιά. 

Ἐπειδὴ ὅμως χριστιανοί μου εἴμεθα ὅλοι μας ἁμαρτωλοί, καὶ πρῶτος ἐγώ, καὶ μάλιστα περισσότερο ἀπ’ ὅλους σᾶς εἶμαι ἁμαρτωλός, ἔρχεται ὁ διάβολος, ὁ αἰώνιος αὐτὸς ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς μας καὶ μᾶς πολεμάει μὲ τοὺς λογισμούς, στὸ νὰ μὴ φωνάζουμε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸ νὰ μὴ λέμε τὴν εὐχούλα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», γιὰ νὰ προκαλέσει ἀπόγνωση καὶ ἀπελπισία. 

Τί μᾶς ψιθυρίζει; θὰ σᾶς πῶ. Μᾶς λέγει λοιπὸν μέσα στὸ νοῦ: «Γιατί λὲς τὴν εὐχὴ ἀφοῦ δὲ βλέπεις ἀπὸ πουθενὰ ὠφέλεια; Γιατί κοπιάζεις τόσο ἄδικα; Μάταια κουράζεσαι καυμένε! Γεύθηκες; Ἔχεις γεύσεις πνευματικές; Δὲν ἔχεις! Θεϊκὴ εὐωδία στὴν ὄσφρησή σου; Δὲν ἔχεις! Ὅραση Θεοῦ; Δὲν ἔχεις! Καρποὺς στὰ παιδιά σου καὶ στὴν οἰκογένειά σου; Δὲ βλέπεις! 
Χαμένος λοιπὸν κόπος καὶ καιρός. Ἄλλωστε αὐτὸς ὁ τρόπος δὲν εἶναι γιὰ σένα ποὺ ζεῖς στὸ κόσμο καὶ ἔχεις τόσες μέριμνες τόσες σκοτοῦρες! Μάταια λοιπὸν κοπιάζεις!» Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια μᾶς ψιθυρίζει ὁ διάβολος, σπέρνοντας μέσα στὴν ψυχή μας τὰ ζιζάνια τῆς ἀμφιβολίας. 
Μόνον ἡ δική μας ἐμμονὴ στὰ πάθη ἐμποδίζει τὴν προσευχή! 

Παρὰ ταῦτα ὅμως, παρ' ὅλο ποὺ ἐμεῖς ἐπιμένουμε στὰ πάθη καὶ στὴν ἁμαρτία, ὁ Θεὸς καὶ βλέπει καὶ ἀκούει. Καὶ ἐπειδὴ «δὲν θέλει τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν», θὰ τοῦ δώσει τοῦ χριστιανοῦ πολλὲς πολλὲς εὐκαιρίες γιὰ νὰ σωθεῖ. Μόνον νὰ μὴν πάψει ὡς ὁ τυφλὸς τῆς Ἰεριχοῦς, νὰ φωνάζει καὶ νὰ ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομά Του. «Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με», ἢ καλύτερα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». «Ἰησοῦ ἐπιστάτα ἐλέησον ἡμᾶς», φώναξαν οἱ ἀπόστολοι ὅταν εἶδαν τὸν κίνδυνον ἀπὸ τὸ ὕψος τῶν κυμάτων τῆς τρικυμισμένης ἐκείνης λίμνης καὶ ἐγείροντας τὸν Κύριο ἐσώθησαν. Γιατί ὁ Κύριος ἐγειρόμενος εἶπε πρὸς τὴν θάλασσα καὶ τὰ ἀγριεμένα κύματα «Σιώπα, πεφίμωσον» καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. 

«Ὁ Θεός μου ἰλάσθητί μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ» φώναξε παρακλητικὰ ὁ Τελώνης, κτυπῶντας τὸ στῆθος του μὲ τὰ χέρια του γιὰ νὰ βρεθεῖ εὐθὺς ἀμέσως δικαιωμένος στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 
«Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔρθεις ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου», φώναξε μὲ πίστη καὶ μετάνοια, καὶ ὁ ληστὴς πάνω στὸ σταυρό, γιὰ νὰ μπεῖ πρῶτος στὸν Παράδεισο. Ποιός; Ἕνας ληστής, ἕνας φονιᾶς, ἕνας κακοῦργος, ἕνας μεγάλος μεγάλος ἁμαρτωλός. 
Εἴπαμε ἀδελφοί μου ὅτι ὁ τυφλὸς τῆς Ἰεριχοῦς, μόλις ἄνοιξαν τὰ μάτια του τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ ἀντίκρισε μπροστά του ἦταν τὸ θεϊκὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου. Εἶδε τὸ Σωτῆρα του, εἶδε τὸ Φὼς τοῦ κόσμου. 
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὰ δικά μας μάτια, στὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας ποὺ εἶναι τυφλὰ ἀπ’ τὴν ἁμαρτία. Ὅταν αὐτὰ ἀνοίγουν ἀπὸ τὴ Θεία Χάρη, ἀποτυφλώνεται ὁ ἄνθρωπος στὴ σωματική του ὅραση, χωρὶς ὅμως αὐτὴ νὰ τὴ χάσει, καὶ βλέπει. Τί βλέπει; Δὲν ξέρετε. Βλέπει ὅμως καὶ ὁρᾶ τὴν παρουσίαν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, ποὺ εἶναι Φώς, Φὼς καὶ μόνον Φώς. Φὼς ὁ Θεός, Φὼς ὁ Πατήρ, Φὼς ὁ Υἱός, Φῶς τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, ὅλος ὁ Θεὸς Φώς. Φώς. Πλημμύρα Θεοῦ Φωτός, μέσα καὶ ἔξω ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο. Ὅλος ὁ προσευχόμενος χριστιανὸς γίνεται ἕνα μὲ τὸ φῶς, μέσα ἀπὸ τὸ φῶς βλέπει το Φῶς τοῦ Θεοῦ. Μέσα ἀπ’ αὐτὸ τὸ Θεῖον Φὼς βλέπει ἀκτίστως τὸ ἔκτακτο κάλλος, τὴν ἀπροσπέλαστη δηλαδὴ ὀμορφιὰ τοῦ Θείου Προσώπου, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς». 
Καὶ ἡ ὀμορφιὰ αὐτὴ ὅπως τὸ τονίζει ὁ δικός μου ὁ γέροντας, δὲν συγκρίνεται λέγει βεβαιωτικὰ οὔτε μὲ μύριους Παραδείσους, ἀπὸ τὸ ἀμήχανον αὐτὸ κάλλος καὶ ἀπὸ τὴν Θεϊκὴ ἄπειρη δόξα τοῦ θείου προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τρέφονται ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, Χερουβεὶμ καὶ Σεραφεὶμ καὶ ὅλες οἱ ὑπερουράνιες ἀόρατες Ἀσώματες Δυνάμεις. Τρέφονται ἀκόμα καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι ποὺ θριαμβεύουν σήμερα στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τρέφονται ἀκόμα καὶ ὅσες ψυχὲς ἔχουν φύγει ὀρθοδόξως καὶ προγεύονται τὴ Βασιλεία τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Ἀπ’ αὐτὴν θὰ τρέφονται ἀκορέστως στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων καὶ ὅσοι ἀπὸ μᾶς ἀξιωθοῦν καὶ σωθοῦν. 

Ἡ εὐχή μου εἶναι νὰ σωθεῖτε ὅλοι σας, μηδενὸς ἐξαιρουμένου, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νέοι γέροι καὶ παιδιά, ὅλοι σας εὔχομαι νὰ σωθεῖτε ἐν μετανοίᾳ. Τὸ ἐπαναλαμβάνω. Ὅλοι σας εὔχομαι νὰ σωθεῖτε ἐν μετανοίᾳ. Νὰ εὔχεστε ὅμως καὶ σεῖς ὅλοι, καὶ νὰ προσεύχεστε γι’ αὐτό, γιὰ νὰ σωθοῦμε καὶ ἡμεῖς οἱ λειτουργοὶ τοῦ Ὑψίστου, οἱ ποιμένες τῶν λογικῶν προβάτων, ποὺ σήμερα ὅλως ἀναξίως καταξιωθήκαμε νὰ παρασταθοῦμε μπροστὰ στὸ ἐπίγειο θυσιαστήριο τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, ὁ πατὴρ Καλλίνικος, ὁ πατὴρ Παναγιώτης καὶ ἐγὼ ὁ ἀνάξιος. 
Σᾶς παρακαλῶ πολὺ νὰ προσεύχεστε γιὰ νὰ σωθοῦμε καὶ μεὶς μαζί σας, 
Ἀμήν 
agia-varvara.blogspot.com 

Περισσότερα ἄρθρα μὲ τὸν π. Στέφανο Ἀναγνωστόπουλο 

Διαβάστε περισσότερα ἄρθρα γιὰ τὴν πατῶντας Κυριακὴ ΙΔ' Λουκᾶ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου