Ὑπομνηματισμὸς τῆς προφητείας τοῦ Ἠσαΐα γιὰ τὴν ἐκ Παρθένου γέννηση τοῦ Κυρίου
Ἁγίου Ἰωάννου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου
«Καὶ προσέθετο Κύριος λαλῆσαι τῷ Ἄχαζ λέγων· αἴτησαι σεαυτῷ σημεῖον παρὰ Κυρίου Θεοῦ σου εἰς βάθος ἢ εἰς ὕψος. καὶ εἶπεν Ἄχαζ· οὐ μὴ αἰτήσω οὐδ᾿ οὐ μὴ πεὶράσω Κύριον. καὶ εἶπεν· ἀκούσατε δή, οἶκος Δαυίδ· μὴ μικρὸν ὑμῖν ἀγῶνα παρέχειν ἀνθρώποις; καὶ πῶς Κυρίῳ παρέχετε ἀγῶνα;
διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον· ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ (: Καὶ μίλησε καὶ πάλι ὁ Κύριος πρὸς τὸν Ἄχαζ καὶ εἶπε: "Ζήτησε πρὸς πληροφόρησή σου ἀπὸ τὸν Κύριο τὸν Θεό σου κάποιο θαῦμα, εἴτε στὸ βάθος τῆς γῆς καὶ ἀκόμη πιὸ κάτω, εἴτε στὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ". Καὶ εἶπε ὁ Ἄχαζ: "Δὲν θὰ ζητήσω σημεῖο, οὔτε θὰ ὑποβάλω σὲ πειρασμὸ τὸν Κύριο, θέτοντας ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὴ βεβαίωσή Του.
Καὶ εἶπε ὁ Προφήτης: "Ἀκοῦστε λοιπὸν ἐσεῖς, ποὺ ἀποτελεῖτε τὸν βασιλικὸ οἶκο του Δαβίδ: Μήπως εἶναι μικρὸ πρᾶγμα νὰ παρέχετε στενοχωρίες καὶ κόπους σὲ ἀνθρώπους ἀπεσταλμένους ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως εἶναι οἱ Προφῆτες;
Καὶ πῶς λοιπὸν τολμᾶτε μὲ τὴν ἀπιστία σας νὰ στενοχωρεῖτε τὸν Θεό;
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν θὰ δώσει μόνος Του Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος σὲ σᾶς θαῦμα ὑπερφυσικό: ἰδού, ἡ Παρθένος ὑπερφυῶς θὰ συλλάβει στὴ γαστέρα της καὶ θὰ γεννήσει Υἱὸ καὶ θὰ καλέσετε τὸ ὄνομά Του Ἐμμανουήλ, δηλαδὴ "μαζί μας ὁ Θεός")» (Ἠσ. 7,10-16).
Εἶναι μεγάλη ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγνωμοσύνη τοῦ βασιλιᾶ (Ἄχαζ)· διότι ἔπρεπε αὐτὸς ἀκούγοντας τὸν προφήτη νὰ μὴν ἀμφιβάλλει καθόλου γιὰ τὰ ὅσα λέχθηκαν· ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα ἀμφέβαλλε, θὰ ἔπρεπε νὰ πιστέψει λαμβάνοντας θαῦμα, πρᾶγμα ποὺ εἶχαν κάνει πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους.
Καθ' ὅσον ὁ Θεός, ἐπειδὴ εἶναι φιλάνθρωπος, οὔτε αὐτὸ παρέλειψε νὰ κάνει πολλὲς φορὲς γιὰ ἐκείνους ποὺ ἦταν πνευματικὰ δύσκαμπτοι, σύρονταν κάτω καὶ ἦταν προσηλωμένοι στὴ γῆ, πρᾶγμα ποὺ ἔκανε στὴν περίπτωση τοῦ Γεδεῶν (πρβ. Κρίτ. 6,16-24 καὶ 36-40).
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἦταν πνευματικὰ ὁ πιὸ κατώτερος ἀπὸ ὅλους καὶ πάρα πολὺ βραδυκίνητος στὰ πνευματικά, πρόσεχε πόση συγκατάβαση δείχνει πάλι ὁ Θεός.
Αὐτὸς τὸν προσελκύει καὶ τὸν προτρέπει νὰ ζητήσει θαῦμα· ἂν καὶ βέβαια οὔτε αὐτὸ ἦταν μικρὸ θαῦμα, τὸ νὰ φανερώσει τὶς ἀπόκρυφες σκέψεις αὐτοῦ, νὰ ἀποκαλύψει ὅλες τὶς διαθέσεις του, καὶ νὰ φανερώσει τὴν ὑποκρισία του.
Πράγματι, ἐπειδὴ ὁ μὲν προφήτης εἶπε: «Γιὰ νὰ πιστέψεις, ζήτησε κάποιο θαῦμα», ἐκεῖνος ὅμως, ὑποκρινόμενος τὸν ὑπερβολικὰ πιστό, ἔλεγε: «Δὲν θὰ ζητήσω, οὔτε θὰ θέσω σὲ πειρασμὸ τὸν Κύριο», πρόσεχε μὲ πόση μεγάλη σφοδρότητα προσθέτει ὁ προφήτης τὸν διαχωρισμό, καθιστῶντας πολὺ σωστὰ μετὰ τὴν ἀπόδειξη τῆς ὑποκρισίας βαρύτερη τὴν κατηγορία.
Γι΄αὐτό λοιπὸν ἀπὸ ἐκεῖνον μὲν δὲν ζητᾶ οὔτε κἂν ἀπάντηση, ἐνῷ στρέφεται πρὸς τὸν λαὸ καὶ λέγει: «ἀκούσατε δή, οἶκος Δαὺίδ· Μὴ μικρὸν ὑμῖν ἀγῶνα παρέχειν ἀνθρώποις; καὶ πῶς Κυρίῳ παρέχετε ἀγῶνα;
(: Ἀκοῦστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας τοῦ Δαβὶδ· μήπως εἶναι μικρὸ πρᾶγμα το νὰ στενοχωρεῖτε τοὺς ἀνθρώπους; Καὶ πῶς τολμᾶτε νὰ στενοχωρεῖτε τὸν Κύριο;)» (Ἠσ.7,13).
Δὲν εἶναι σαφῆ τὰ λόγια αὐτὰ· γι΄αυτό λοιπὸν πρέπει νὰ ἀναλύσουμε αὐτὰ μὲ μεγάλη προσοχή. Πράγματι αὐτὸ ποὺ λέγει σημαίνει τὸ ἑξῆς: «Μήπως τὰ λόγια αὐτὰ εἶναι δικά μου; Μήπως ἡ ἀπόφαση εἶναι δική μου;
Καὶ ἐὰν τὸ νὰ μὴν πιστεύουμε στοὺς ἀνθρώπους ἔτσι ἁπλὰ καὶ χωρὶς λόγο εἶναι βαρὺ καὶ ἄξιο κατηγοριῶν, πολὺ περισσότερο εἶναι βαρὺ ὅταν αὐτὸ συμβαίνει στὸν Θεό».
Τὸ «ἀγώνα παρέχειν» λοιπὸν τίποτε ἄλλο δὲν σημαίνει, παρὰ ἀπιστία. «Αὐτὸ λοιπόν», λέγει, «μήπως εἶναι μικρὸ ἔγκλημα;
Μήπως εἶναι τυχαία κατηγορία τὸ νὰ ἀπιστεῖ κάποιος στοὺς ἀνθρώπους;
Ἐὰν λοιπὸν αὐτὸ εἶναι βαρύ, πολὺ περισσότερο βαρὺ εἶναι το νὰ ἀπιστεῖ στὸν Θεό».
Καὶ αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἔλεγε γιὰ νὰ μάθουν ὅλοι ὅτι ὁ προφήτης δὲν ἐξαπατήθηκε καὶ ὅτι δὲν ξεγελάστηκε ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ ἄκουσε, ἀλλὰ ἔβγαλε τὴν ἀπόφαση ἀπὸ τὶς σκέψεις ποὺ ὑπῆρχαν μέσα στὸν νοῦ τοῦ Ἄχαζ.
Αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἔκανε πολλὲς φορὲς ὅπως λένε τὰ εὐαγγέλια. Πρὶν δηλαδὴ παρουσιάσει τὴν ἀπόδειξη ἀπὸ τὰ θαύματα, ἀποκαλύπτοντας τὴν κακία τῶν Ἰουδαίων ποὺ κυριαρχοῦσε μέσα στὴ σκέψη τους, παρουσίαζε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὄχι πιὸ μικρὸ θαῦμα, πρᾶγμα ποὺ συνέβηκε στὴν περίπτωση τοῦ παραλυτικοῦ.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶπε πρὸς αὐτόν: «Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σοῦ (:"Ἔχε θάρρος, παιδί μου˙ σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου")» (Ματθ. 9,2), ἐκεῖνοι ὅμως ἔλεγαν μέσα τους: «Οὗτος βλασφημεῖ (: Αὐτός βλασφημεῖ, διότι σφετερίζεται δικαίωμα ποὺ μόνο ὁ Θεὸς ἔχει)» (Ματθ. 9,3), λέγει προτοῦ νὰ συσφίξει τὰ μέλη τοῦ παραλυτικοῦ: «Ἳνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; (: Γιατί κάνετε μέσα στὶς καρδιές σας σκέψεις πονηρὲς καὶ κακοπροαίρετες;)» (Ματθ.9,4), παρέχοντας αὐτὸ σὰν μέγιστη ἀπόδειξη τῆς θεότητάς Του, τὸ ὅτι γνωρίζει τὶς ἀπόκρυφες σκέψεις τῆς διάνοιας.
Διότι λέγει: «Σὺ μονώτατος οἶδας τὴν καρδίαν πάντων υἱῶν ἀνθρώπων (: Ἐσὺ μόνο ὡς παντογνώστης καὶ καρδιογνώστης γνωρίζεις τὸ ἐσωτερικὸ τῆς καρδιᾶς ὅλων τῶν ἀνθρώπων)» (Γ΄Βασ. 8,39).
Καὶ ὁ Δαβὶδ πάλι λέγει: «ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς ὁ Θεός (: διότι Ἐσύ, Θεέ μου, ἐξετάζεις στὰ βάθη τῶν καρδιῶν τους τὶς σκέψεις τους καὶ τὰ ἀπόκρυφα συναισθήματά τους στοὺς νεφρούς)» (Ψάλμ.7,10).
Αὐτὴ τὴ δυνατότητα γνώσεως πολλὲς φορὲς ὁ Θεὸς ἔδινε καὶ στοὺς προφῆτες, γιὰ νὰ μαθαίνουν οἱ ἀκροατές τους, ὅτι τίποτε ἀπὸ τὰ λόγια τους δὲν ἦταν ἀνθρώπινο, ἀλλὰ ὅλη ἡ ἀπόφαση προερχόταν ἐπάνω ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Γι' αὐτὸ καὶ ὁ μεγαλοφωνότατος αὐτὸς Ἠσαΐας, ἐπειδὴ μὲ μεγάλη ἐπιείκεια συνομίλησε μὲ τὸν βασιλιᾶ, τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὰ κακά, τὸν πρότρεψε νὰ ἔχει θάρρος γιὰ τὰ παρόντα, καὶ τοῦ παρουσίασε ἀποδείξεις γι’ αὐτά, ἀποκαλύπτοντάς του τὴν ἀπόφαση ἐκείνων ποὺ ἐκστράτευσαν ἐναντίον τους, ἐλέγχοντας τὴν προδοσία, προλέγοντας τὴ γενικὴ καὶ ὁλοκληρωτικὴ ἅλωση τοῦ Ἰσραήλ, προσθέτοντας μάλιστα καὶ τὸν χρόνο πραγματοποιήσεως αὐτῆς, καὶ δὲν ἀρκέστηκε σὲ αὐτά, ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ παρὰ πέρα, καὶ δὲν περιμένει νὰ ζητήσει αὐτὸς θαῦμα, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερβολικῆς ἀπιστίας του δὲν θέλει νὰ ζητήσει, προτρέπεται νὰ ζητήσει· καὶ δὲν προτρέπεται ἁπλῶς, ἀλλὰ καὶ ἀφήνεται κύριος στὸ νὰ ἐκλέξει αὐτὸ· διότι δὲν λέγει: αὐτὸ καὶ αὐτὸ τὸ θαῦμα, ἀλλὰ λέγει ὅποιο θέλει· πλούσιος εἶναι ὁ Κύριος, πανίσχυρη ἡ δύναμή Του, ἀπερίγραπτη ἡ ἐξουσία Του.
Ἂν θελήσεις ἀπὸ τὸν οὐρανό, δὲν ὑπάρχει κανένα κώλυμα, ἂν ἀπὸ τὴ γῆ, τίποτε δὲν ἐμποδίζει· διότι αὐτὸ σημαίνει το: «εἰς βάθος ἢ εἰς ὕψος (: εἴτε στὸ βάθος τῆς γῆς καὶ ἀκόμη πιὸ κάτω, εἴτε στὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ)» (Ἠσ.7,11).
Ἀλλὰ ἐπειδὴ οὔτε ἔτσι τὸν ἔπεισε, δὲν σταμάτησε ἐδῶ, ἀλλὰ ἀφοῦ πρόσθεσε καὶ τὸν ἔλεγχο, καὶ αὐτὸν πρὸς διόρθωση τοῦ ἀκροατῆ του, καὶ γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν ἐξαπατήθηκε, οὔτε ξεγελάστηκε ἀπὸ τὰ λόγια του, ἀποκαλύπτει προφητεία ἀπόρρητη, ποὺ θὰ συμβεῖ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς οἰκουμένης καὶ γιὰ διόρθωση ὅλων τῶν πραγμάτων· καὶ λέγει ὅτι τὸ θαῦμα θὰ δοθεῖ πλέον ὄχι γιὰ τὸν Ἄχαζ, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἴδιο τόν ἰουδαϊκὸ λαὸ· διότι στὴν ἀρχὴ μὲν ἀπηύθυνε τὸν λόγο πρὸς αὐτόν, ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνος παρουσίασε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο, ἀπευθύνει στὴ συνέχεια τὸν λόγο του πρὸς τὸν ἴδιο τόν λαό.
Διότι λέγει: «Γι΄αὐτό θὰ δώσει ὁ Κύριος τὸ θαῦμα», ὄχι «σὲ σένα», ἀλλά: «σὲ σᾶς». «Σέ σας»: σὲ ποιούς; Στοὺς ἀνθρώπους τῆς οἰκογένειας τοῦ Δαβὶδ· καθ' ὅσον ἀπὸ ἐκεῖ βλάστησε τὸ θαῦμα.
Ποιό λοιπὸν εἶναι τὸ θαῦμα; «Νά, ἡ Παρθένος θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει υἱό, καὶ τὸ ὄνομα ποὺ θὰ δοθεῖ σὲ αὐτὸν θὰ εἶναι Ἐμμανουήλ».
Εἶναι ἄξιο παρατηρήσεως αὐτὸ ποὺ εἶπα καὶ προηγουμένως, ὅτι δηλαδὴ τὸ θαῦμα δὲν δίνεται πλέον στὸν Ἄχαζ. Καὶ τὸ ὅτι δὲν εἶναι αὐτὰ ὑπόθεση, γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ προφήτης καὶ κατήγγειλε αὐτὰ καὶ κατηγόρησε λέγοντας: «Μήπως σᾶς φαίνεται μικρὸ πρᾶγμα τὸ νὰ πιστεύετε στὰ λόγια ἀνθρώπων ἀπεσταλμένων ἀπὸ τὸν Θεό;»· καὶ πρόσθεσε: «Γι΄αυτό θὰ δώσει ὁ Κύριος σὲ σᾶς θαῦμα. Νά, ἡ Παρθένος θὰ συλλάβει».
Ἐὰν πάλι δὲν ἦταν παρθένος, οὔτε θαῦμα θὰ ἦταν· διότι τὸ θαῦμα πρέπει νὰ ξεπερνᾶ τὴν κοινὴ σειρὰ τῶν πραγμάτων καὶ νὰ ὑπερβαίνει τὴ φυσικὴ συνήθεια, καὶ νὰ εἶναι ἀσυνήθιστο καὶ παράδοξο, ὥστε νὰ γίνεται ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὸν κάθε θεατῆ καὶ ἀκροατὴ· διότι γι΄αυτό λέγεται καὶ σημεῖο, γιὰ τὸ ὅτι εἶναι κάτι τὸ διακριτικὸ καὶ ἐντυπωσιακό.
Διακριτικὸ ἐπίσης δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἂν συνέβαινε νὰ καλυφτεὶ ἐρχόμενο σὲ ἀνάμιξη μὲ ἄλλα πράγματα.
Ὥστε, ἐὰν ὁ λόγος ἦταν γιὰ γυναῖκα ποὺ θὰ γεννοῦσε σύμφωνα μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους, γιὰ ποιόν λόγο ὀνομάζει θαῦμα αὐτὸ ποὺ συμβαίνει καθημερινά;
Γι΄αυτό λοιπὸν καὶ ἀρχίζοντας δὲν εἶπε: «Νὰ παρθένος», ἀλλά: «Νά, ἡ Παρθένος», ὑπαινισσόμενος μὲ τὴν προσθήκη τοῦ ἄρθρου ὅτι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους αὐτὴ θὰ εἶναι μία κάποια τελείως ξεχωριστὴ καὶ μοναδικὴ Παρθένος.
Τὸ ὅτι βέβαια ἡ προσθήκη αὐτὴ τοῦ ἄρθρου φανερώνει αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ μάθουμε καὶ ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἔστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀνθρώπους πρὸς τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ γιὰ νὰ ρωτήσουν: «Σὺ τὶς εἶ; (: Ἐσὺ ποιός εἶσαι;)» (Ἰω.1,19) καὶ δὲν ἔλεγαν: «Ἐσὺ εἶσαι Χριστὸς» ἀλλὰ «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς»· οὔτε ἔλεγαν: «ἐσὺ εἶσαι προφήτης», ἀλλὰ «ἐὰν ἐσὺ εἶσαι ὁ προφήτης» (Ἰω.1,25: «Τί οὖν βαπτίζεις, εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε Ἠλίας οὔτε ὁ προφήτης;
(: Γιατί λοιπὸν βαπτίζεις, ἀφοῦ δὲν εἶσαι οὔτε ὁ Χριστός, οὔτε ὁ Ἠλίας, οὔτε ὁ προφήτης; Μόνον αὐτοὶ θὰ ἔχουν τὸ δικαίωμα καὶ τὴν ἐξουσία νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ κάνεις ἐσύ)»), πρᾶγμα ποὺ τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν κάτι τὸ ἐξαίρετο.
Γι΄αὐτό καὶ ἀρχίζοντας ὁ Ἰωάννης τὸ εὐαγγέλιό του, δὲν εἶπε: «Στὴν ἀρχὴ ὑπῆρχε Λόγος», ἀλλά: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (: Στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας ὑπῆρχε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ γεννήθηκε ἀχρόνως ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς ἄπειρος καὶ ζωντανὸς Λόγος ἀπὸ ἀπειροτέλειο καὶ πάνσοφο Νοῦ.
Καὶ ὁ Λόγος, ὡς δεύτερο πρόσωπο τῆς Θεότητος, ἦταν ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ πάντοτε ἑνωμένος μαζί του. Καὶ ἦταν Θεὸς τέλειος ὁ Λόγος)» (Ἰω.1,1).
Ἔτσι λοιπὸν καὶ ἐδῶ δὲν εἶπε: «Νὰ παρθένος», ἀλλὰ «Νά, ἡ παρθένος» καὶ μὲ τὸ διακριτικὸ γνώρισμα «Ἰδού», ποὺ ταιριάζει σὲ προφήτη· διότι τὰ ὅσα συνέβαιναν δὲν ἦταν πράγματα ποὺ τὰ ἔβλεπε κάποιος μόνο, τὰ φαντάζονταν καὶ εἶχε μεγάλη βεβαιότητα γιὰ ἐκεῖνα ποὺ ἔλεγε.
Καθ' ὅσον οἱ προφῆτες ἔβλεπαν τὰ ἀόρατα πράγματα σαφέστερα ἀπὸ τοὺς δικούς μας ὀφθαλμοὺς· διότι ἡ μὲν αἴσθηση φυσικὸ εἶναι καὶ νὰ ἐξαπατηθεῖ, ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος ὅμως ἔδινε τὴν ἀπόφαση χωρὶς ἐξαπάτηση.
«Καὶ γιὰ ποιόν λόγο», λέγει ἴσως κάποιος, «δὲν πρόσθεσε ὅτι ἡ γέννηση θὰ προέλθει ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα;».
Προφητεία ἦταν τὸ λεγόμενο καὶ ἔπρεπε νὰ λεχθοῦν ἐπισκιασμένα, πρᾶγμα ποὺ πολλὲς φορὲς εἶπα, ἐξ αἰτίας τῆς ἀγνωμοσύνης τῶν ἀκροατῶν, ὥστε νὰ μὴ συνέβαινε, ἀφοῦ τὰ μάθαιναν ὅλα μὲ σαφήνεια, νὰ ἔκαιγαν καὶ ὅλα τὰ βιβλία· διότι, ἐὰν δὲν ἀπέφυγαν νὰ βλάψουν τοὺς προφῆτες, πολὺ περισσότερο δὲν θὰ ἀπέφευγαν νὰ καταστρέψουν τὰ βιβλία.
Καὶ τὸ ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν ἁπλὴ σκέψη κάποιος ἄλλος βασιλιᾶς στὴν περίπτωση τοῦ Ἰερεμία, ἀφοῦ πῆρε αὐτὰ τὰ βιβλία, τὰ ξέσχισε καὶ τὰ ἔκαψε (πρβ. Ἴερ.43, 21 κέ.).
Εἶδες μανία ἀνυπόφορη; Εἶδες ὀργὴ ἀπερίσκεπτη; Δὲν τοῦ ἔφτασε νὰ ἐξαφανίσει τὰ βιβλία, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔκαψε, θέλοντας νὰ ἱκανοποιήσει τὸ ἀπερίσκεπτο πάθος του.
Ἀλλὰ ὅμως ὁ θαυμάσιος αὐτὸς προφήτης, ὁ Ἠσαΐας, ἂν καὶ τὰ εἶπε μὲ ἀσάφεια, ἐν τούτοις φανέρωσε τὸ πᾶν· διότι μία παρθένος, ὅσο ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι παρθένος, ἀπὸ ποῦ ἀλλοῦ θὰ μποροῦσε νὰ γεννήσει, παρὰ ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα;
Καθ' ὅσον τὸ νὰ ὑπερέβαινε τοὺς νόμους τῆς φύσεως κανένας ἄλλος δὲν μποροῦσε, παρὰ μόνο ὁ Δημιουργὸς τῆς φύσεως.
Ὥστε, λέγοντας ὅτι θὰ γεννήσει ἡ παρθένος, φανέρωσε τὸ πᾶν.
Ἀφοῦ λοιπὸν μίλησε γιὰ τὴ γέννηση, λέγει καὶ τὸ ὄνομα Ἐκείνου ποὺ θὰ γεννηθεῖ, ὄχι ἐκεῖνο ποὺ ἔλαβε, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα· διότι, ὅπως ἀκριβῶς ὀνομάζει τὴν Ἱερουσαλὴμ πόλη δικαιοσύνης, ἂν καὶ βέβαια πουθενὰ δὲν ὀνομάστηκε πόλη δικαιοσύνης, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ γεγονότα ἔλαβε αὐτὴν τὴν ὀνομασία, ἐπειδὴ σημειώθηκε σὲ αὐτὴν μεγάλη μεταβολὴ πρὸς τὸ καλύτερο καὶ προστάτεψε τὸ δίκιο (καθόσον, ὅταν τὴν ὀνομάζει πόρνη, τὸ κάνει καὶ αὐτὸ ὄχι ἐπειδὴ ὀνομάστηκε ἡ πόλη κάποτε ἔτσι, ἀλλὰ τῆς ἀποδίδει τὸ ὄνομα αὐτὸ ἀπὸ τὴν κακία· κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο βέβαια καὶ στὴ συνέχεια τὴν ὀνομάζει πόλη δικαιοσύνης ἀπὸ τὴν ἀρετή της), τὸ ἴδιο λοιπὸν πρέπει νὰ λεχτεὶ καὶ γιὰ τὸν Χριστό, ὅτι δηλαδὴ ἀπέδωσε σὲ Αὐτὸν τὸ ὄνομα Ἐμμανουὴλ ἀπὸ τὰ ὅσα συνέβησαν σὲ Αὐτὸν· διότι τότε κατ' ἐξοχὴν ὁ Θεὸς ἦρθε κοντά μας, ὅταν φανερώθηκε στὴ γῆ, συναναστράφηκε τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἔδειξε τὴ μεγάλη φροντίδα Του γιά μας.
Καθ' ὅσον δὲν ἦρθε κοντά μας ἄγγελος, οὔτε ἀρχάγγελος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀνέλαβε τὴ διόρθωσή μας, συνομιλῶντας μὲ τὶς πόρνες, συντρώγοντας μὲ τοὺς τελῶνες, μπαίνοντας στὰ σπίτια τῶν ἁμαρτωλῶν, δίνοντας παρρησία στοὺς ληστὲς προσελκύοντας κοντὰ Τοῦ μάγους, τὰ πάντα κάνοντας καὶ διορθώνοντας, καὶ τὴν ἴδια τή φύση τοῦ ἀνθρώπου ἑνώνοντας με τὸν ἑαυτό Του.
Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν προλέγει ὁ προφήτης, ἀναφέροντας συγχρόνως καὶ τὴ Γέννηση καὶ τὸ ἀπερίγραπτο ἐκεῖνο καὶ ἄπειρο κέρδος τῶν πόνων τοῦ τοκετοῦ· διότι ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους τίποτε δὲν πρέπει πλέον νὰ φοβοῦνται, οὔτε νὰ τρέμουν, ἀλλὰ γιὰ ὅλα νὰ ἔχουν θάρρος, πρᾶγμα λοιπὸν καὶ ποὺ ἀνέβηκε.
Καθ' ὅσον καταλύθηκαν τὰ ἀρχαῖα ἐκεῖνα καὶ ἀμετακίνητα κακά, καταργοῦνταν ἡ ἀπόφαση ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπινου γένους, παρέλυαν τὰ νεῦρα τῆς ἁμαρτίας, καταλυόταν ἡ τυραννικὴ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, ὁ ἀδιάβατος σὲ ὅλους παράδεισος ἄνοιγε γιὰ πρώτη φορὰ στὸν ἀνθρωποκτόνο καὶ ληστή, οἱ οὐράνιες ἁψῖδες ἁπλώνονταν, ὁ ἄνθρωπος ἀναμιγνυόταν μὲ τοὺς ἀγγέλους, ἡ φύση μας ἀνυψωνόταν πρὸς τὸν βασιλικὸ θρόνο, τοῦ ἅδη τὸ δεσμωτήριο ἀχρηστευόταν, ὁ θάνατος ἔμενε πλέον ἁπλὸ ὄνομα, στερημένο ἀπὸ περιεχόμενο, καὶ χοροὶ μαρτύρων καὶ γυναῖκες κατακομμάτιαζαν τα κεντριὰ τοῦ ἅδη.
Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν προβλέποντας ὁ προφήτης σκιρτοῦσε καὶ χόρευε ἀπὸ τὴ χαρά του, καὶ ὅλα αὐτά μᾶς τὰ φανέρωνε μὲ μία λέξη μόνο, προφητεύοντάς μας τὸν Ἐμμανουήλ.
«Βούτυρον καὶ μέλι φάγεται· πρὶν ἢ γνῶναι αὐτὸν ἢ προελέσθαι πονηρά, ἐκλέξεται τὸ ἀγαθόν·διότι πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἀπειθεῖ πονηρίᾳ τοῦ ἐκλέξασθαι τὸ ἀγαθόν (:Βούτυρο καὶ μέλι θὰ τρώγει ὅπως τὰ συνηθισμένα νήπια τῶν ἀνθρώπων καὶ μὲ αὐτὰ θὰ τραφεῖ.
Προτοῦ ὅμως ἔρθει στὴν ἡλικία ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ γνωρίσει ἢ νὰ προτιμήσει τὰ πονηρά, θὰ ἐκλέξει τὸ καλὸ· διότι δὲν θὰ ὑπάρχει σὲ αὐτὸ πονηρὴ κλίση ὅπως σὲ μᾶς τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἀναμάρτητος. Ναὶ· βεβαίως τὸ παιδὶ αὐτό, προτοῦ νὰ ἔλθει σὲ ἡλικία κατὰ τὴν ὁποία θὰ διακρίνει τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό, λόγῳ τῆς ἀγαθότητας ποὺ ὑπάρχει μέσα του, θὰ ἀπειθεῖ στὴν πονηρία, γιὰ νὰ ἐκλέγει καὶ νὰ προτιμᾶ τὸ ἀγαθό)» (Ἠσ.7,15-16).
Ἐπειδὴ τὸ παιδὶ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γεννηθεῖ οὔτε ἄνθρωπος ἁπλὸς ἦταν, οὔτε μόνο Θεός, ἀλλὰ Θεὸς μὲ μορφὴ ἀνθρώπου, πολὺ σωστὰ καὶ ὁ προφήτης ποικίλλει τὸν λόγο, λέγοντας ἄλλοτε μὲν αὐτό, ἄλλοτε δὲ ἐκεῖνο, ἀναφέροντας συγχρόνως καὶ τὰ παράδοξα, καὶ μὴν ἀφήνοντας ἔτσι νὰ μὴ γίνει πιστευτὸ τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, ἐξ αἰτίας τοῦ ὑπερβολικοῦ μεγέθους τοῦ θαύματος.
Διότι, ἀφοῦ εἶπε ὅτι θὰ γεννήσει ἡ Παρθένος, πρᾶγμα ποὺ ἦταν ἀνώτερο ἀπὸ τὸν νόμο τῆς φύσεως, καὶ ὅτι θὰ ὀνομαστεῖ Ἐμμανουήλ, πρᾶγμα ποὺ καὶ αὐτὸ ἦταν μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν προσδοκία, γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ, ἀκούοντας κάποιος τὸ ὄνομα Ἐμμανουήλ, νὰ πάθει ἐκεῖνο ποὺ ἔπαθε ὁ Μαρκίων (Μαρκίων: γνωστικὸς τοῦ 2ου αἰῶνος· καταγόταν ἀπὸ τὴ Σινώπη τοῦ Πόντου καὶ ἔδρασε κυρίως στὴ Ρώμη.
Δίδασκε ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ Θεὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ δημιουργὸς καὶ πονηρὸς Θεός, καὶ ἄλλος ὁ Θεὸς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ ἀγαθὸς Θεός, ὁ Ὁποῖος καὶ ἔστειλε τὸν υἱό Του τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ ἀπαλλάξει τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ πονηροῦ Θεοῦ) καὶ νὰ ὑποπέσει στὶς νοσηρὲς δοξασίες του Οὐαλεντίνου (Οὐαλεντίνος: ὁ κυριότερος ἐκπρόσωπος τοῦ Γνωστικισμοῦ τοῦ Β΄αιώνα.
Δίδασκε ὅτι ὁ κόσμος προῆλθε ἀπὸ τὸν ὑπέρτατο Θεὸ ἀφοῦ ὅμως μεσολάβησε μιὰ ἀτέλειωτη σειρὰ μεσαζόντων θεοτήτων, τῶν «αἰώνων»), γιὰ χάρη τῆς θείας οἰκονομίας ἀμέσως πρόσθεσε καὶ σαφέστατη ἀπόδειξη τῆς οἰκονομίας, ἐπιβεβαιώνοντας αὐτὴν ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἔτρωγε. Διότι τί λέγει; «Βούτυρο καὶ μέλι θὰ τρώγει».
Αὐτὸ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι γνώρισμα τῆς θεότητας, ἀλλὰ εἶναι γνώρισμα τῆς δικῆς μας φύσεως. Γι' αὐτό λοιπὸν οὔτε ἁπλῶς ἔπλασε ἄνθρωπο καὶ τὸν ἐγκατέστησε μέσα σὲ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ κύηση ἀνέχτηκε καὶ μάλιστα ἐννιὰ μηνῶν καὶ μὲ πόνους γεννήθηκε καὶ σπάργανα φόρεσε, καὶ ἔφαγε τὴν τροφὴ τῆς πρώτης νηπιακῆς ἡλικίας, ὥστε μὲ ὅλα νὰ κλείσει τὰ στόματα ἐκείνων ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ ἀρνηθοῦν τὴ θεία οἰκονομία.
Αὐτὰ λοιπὸν προβλέποντας ὁ προφήτης ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δὲν προλέγει μόνο τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ καὶ τὴ θαυμαστὴ γέννηση, ἀλλὰ καὶ τὴν τροφὴ κατὰ τὴν πρώτη ἡλικία, ὅταν θὰ βρίσκεται στὰ σπάργανα, ποὺ δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὴν τροφὴ τῶν ὑπόλοιπων ἀνθρώπων καὶ δὲν παρουσιάζει τίποτε τὸ παράξενο· διότι οὔτε διέφεραν σὲ Αὐτὸν ὅλα, οὔτε ὅλα ἦταν κοινά.
Πράγματι τὸ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ γυναῖκα ἦταν κοινὸ γνώρισμα, τὸ νὰ γεννηθεῖ ὅμως ἀπὸ παρθένο ἦταν ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ γίνεται μὲ μᾶς.
Τὸ νὰ τραφεῖ πάλι μὲ τὸν κοινὸ νόμο τῆς φύσεως καὶ μὲ αὐτὸν ποὺ τρέφονται οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι, εἶναι κοινὸ γνώρισμα, τὸ νὰ γίνει ὅμως ὁ ναὸς ἐκεῖνος ἀδιάβατος στὴν κακία καὶ νὰ μὴ δοκιμάσει καθόλου τὴν κακία, αὐτὸ εἶναι πρωτοφανὲς καὶ παράδοξο καὶ αὐτοῦ μόνο γνώρισμα.
Γι΄αὐτό λοιπὸν καὶ ἐκεῖνο καὶ αὐτὸ ἀνέφερε. Διότι, λέγει, δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν κακία, ἀφοῦ πρῶτα διέπραξε τὴν κακία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν πρώτη στιγμὴ ἔδειχνε ὅλη τὴν ἀρετή του.
Αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ Αὐτὸς ἔλεγε: «Τὶς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει μὲ πὲρὶ ἁμαρτίας; (: Ποιός ἀπὸ σᾶς, ἐξετάζοντας καὶ ἐλέγχοντας τὴ ζωή μου, μπορεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι ἔχω κάνει ἔστω καὶ τὴν παραμικρὴ ἁμαρτία; Κανείς)» (Ἰω.8,46)· καί: «Ἒρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν (: διότι ἔρχεται ὁ σατανᾶς, ποὺ ἐξουσιάζει τὸν κόσμο ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ˙ καὶ ἔρχεται γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὴν τελευταία καὶ βιαιότερη ἐπίθεσή του ἐναντίον μου.
Ἀλλὰ δὲν θὰ βρεῖ σὲ μένα τίποτε τὸ δικό του, τὸ ὁποῖο θὰ τοῦ δίνει κάποια ἐξουσία ἢ κάποιο δικαίωμα ἐπάνω μου)» (Ἰω.14,30).
Καὶ ὁ ἴδιος μάλιστα, αὐτός, προφήτης, ὁ Ἠσαΐας, προχωρῶντας λέγει ὅτι «ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ (: δὲν ἔκανε καμία παράβαση τοῦ νόμου, οὔτε βρέθηκε δόλος ἢ λόγος ψεύτικος στὸ στόμα του)» (Ἠσ. 53,9).
Αὐτὸ λοιπὸν λέγει καὶ ἐδῶ, ὅτι δηλαδὴ προτοῦ ἀποκτήσει τὴ γνώση νὰ διακρίνει τὰ κακά, ἀπὸ τὴν ἡλικία ἐκείνη τὴν ἀπειρόκακη, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀκόμα θὰ δείξει τὴν ἀρετή του καὶ δὲν θὰ ἔχει κανένα κοινὸ μὲ τὴν κακία.
«Διότι προτοῦ γνωρίσει τὸ παιδὶ νὰ διακρίνει τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό, θὰ ἀποφύγει τὴν κακία καὶ θὰ προτιμήσει τὸ καλό».
Πάλι μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς ὑπαινίσσεται τὸ ἴδιο νόημα καὶ ἐπιμένει στὰ ἴδια λόγια.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὰ λόγια αὐτὰ ἦταν πάρα πολὺ ὑψηλά, ἐπιβεβαιώνει αὐτὰ μὲ τὴ συνέχεια τῆς διηγήσεως· διότι, ἐκεῖνο ποὺ προηγουμένως ἀνέφερε, λέγοντας: «Προτοῦ ἀποκτήσει τὴ γνώση νὰ διακρίνει τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό», αὐτὸ προχωρῶντας ὑπαινίχθηκε, λέγοντας: «Πρὶν ἀποκτήσει τὸ παιδὶ τὴ γνώση», καὶ χρησιμοποιεῖ πάλι τὴν ἐπεξήγηση, λέγοντας: «Νὰ διακρίνει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, θὰ ἀποφύγει τὴν κακία καὶ θὰ προτιμήσει τὸ καλὸ»· διότι αὐτὸ τὸ ἐντελῶς ξεχωριστὸ γνώρισμα ἦταν Αὐτοῦ μόνο γνώρισμα.
Γι΄αὐτό καὶ ὁ Παῦλος αὐτὸ ἀναφέρει συνέχεια, καὶ ὁ Ἰωάννης πάλι ὅταν εἶδε αὐτόν, αὐτὸ διεκήρυξε, λέγοντας: «Ἲδὲ ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου (: Νὰ Eκείνος ποὺ προφήτευσε ὁ Ἠσαΐας καὶ μᾶς τὸν ἀπέστειλε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ θυσιαστεῖ ὡς ἀρνὶ καὶ νὰ σηκώσει μὲ τὴ σφαγὴ καὶ τὴ θυσία Του ὁλόκληρη τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἐνοχὴ τοῦ κόσμου, καὶ ἔτσι νὰ τὴν ἐξαλείψει)» (Ἰω.1,29).
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ σηκώνει τὴν ἁμαρτία τῶν ἄλλων, αὐτὸς πολὺ περισσότερο ἦταν ἀναμάρτητος.
Καὶ ὁ Παῦλος, ὅπως προανέφερα, αὐτὸ συνέχεια βροντοφωνάζει. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ Χριστὸς ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει, γιὰ νὰ μὴ νομίσει κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, ὅτι τιμωρεῖται γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, συνέχεια ἀναφέρει τὸ ἀναμάρτητο αὐτοῦ, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ὁ θάνατος αὐτοῦ ἦταν μέσο ἀπαλλαγῆς τῆς δικῆς μας ἁμαρτίας.
Γι΄αὐτό καὶ ἔλεγε: «εἰδότες ὅτι Χρὶστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει. γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτὶᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ, ὃ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ (: καὶ ἔχουμε τὴν πεποίθηση αὐτή, διότι γνωρίζουμε ὅτι ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δὲν πεθαίνει πλέον· ὁ θάνατος δὲν ἔχει πιὰ ἐξουσία ἐπάνω Του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ Τὸν κυριεύσει.
Καὶ δὲν Τὸν κυριεύει πλέον ὁ θάνατος, διότι καὶ τότε ποὺ πέθανε, πέθανε μία φορὰ γιὰ πάντα, γιὰ νὰ καταλύσει τὴν ἁμαρτία.
Καὶ τὴ ζωὴ ποὺ ζεῖ ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, τὴ ζεῖ γιὰ νὰ δοξάζει τὸν Θεὸ μεταδίδοντας στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων τὴν ἁγία καὶ πανευτυχῆ καὶ ἀθάνατη ζωὴ τοῦ Θεοῦ)» (Ρωμ.6,9-10).
«Οὔτε», λέγει, «τὸν θάνατο ἐκεῖνο τὸν ὑπέστη σὰν ὑπεύθυνος γιὰ τὴ διάπραξη δικῆς του ἁμαρτίας, ἀλλὰ ὑπὲρ τῆς κοινῆς ἁμαρτίας ὅλων μας». Ἐὰν λοιπὸν τὸν προηγούμενο θάνατο τὸν ὑπέστη χωρὶς νὰ ἦταν ὑπεύθυνος, μὲ μεγάλη ὑπεροχὴ ἀποδεικνύεται ὅτι δὲν πρόκειται νὰ πεθάνει πλέον.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-isaiam.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὸν προφήτη Ἠσαΐα, ὁμιλία Ζ΄,πατερικές ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος 8, σελίδες 460-479.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ Συντόμου Ἑρμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα, 1985.
• https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
• https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
• Π.Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου