Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Ἑρμηνεία στοὺς εἱρμοὺς τῶν Ὠδῶν τοῦ πεζοῦ Κανόνα τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως. Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Ἑρμηνεία στοὺς εἱρμοὺς τῶν Ὠδῶν τοῦ πεζοῦ Κανόνα τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως

Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Εἱρμὸς ὠδῆς α΄: «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χρὶστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε· ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε, λαοί, ὅτι δεδόξασται». Ἀπὸ ποιόν ἄλλο πρέπει νὰ ζητοῦν ἄρτους ὅσοι τοὺς χρειάζονται, παρὰ ἀπὸ τὸν ἀρτοπωλητή;
Ἢ ἀπὸ ποιόν πρέπει νὰ λαμβάνουν οἶνο ὅσοι τὸν στεροῦνται, παρὰ ἀπὸ τὸν οἰνοπώλη;
Ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ χρυσὸ νόμισμα καὶ ἀσημένιο, ἀπὸ ποιόν ἄλλο πρέπει νὰ τὸ ζητοῦν, παρὰ μόνο ἀπὸ τὸν ἀργυραμοιβό;
Ἔτσι παρόμοια καὶ ὅσοι θέλουν νὰ πανηγυρίζουν καὶ νὰ ἐγκωμιάζουν τὶς ἑορτὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ ποιόν ἄλλον πρέπει νὰ ζητοῦν λόγους πανηγυρικοὺς καὶ ἐγκώμια, παρὰ ἀπὸ τὸν πανηγυριστή τους καὶ ἐγκωμιαστή τους, τὸν μέγα, λέω, στὴν θεολογία, Γρηγόριο;
Διότι αὐτὸς ὁ κατ' ἐξοχὴν λεγόμενος Τριαδικὸς Θεολόγος, ὄχι μόνο στόλισε τὶς δεσποτικὲς ἑορτὲς μὲ τοὺς δικούς του λόγους καὶ τὰ ἐγκώμια, ἀλλὰ ἐπέτρεψε καὶ στοὺς μεταγενέστερους νὰ κλέβουν τὰ δικά του λόγια καὶ ποιήματα μὲ μία κλοπὴ ἐπαινετὴ καὶ ἀκατηγόρητη, τὴν ὁποία, ὅποιος ἐργάζεται, ὄχι μόνο δὲν ντρέπεται, ὅπως οἱ κλέπτες τῶν ἄλλων πραγμάτων, ἀλλὰ ἀντιθέτως μὲ τὴν κλοπὴ αὐτὴ στολίζεται.
Τί λέω; Ὁ Γρηγόριος αὐτὸς νοῦς τῆς Θεολογίας δὲν ἐπέτρεψε μόνο στοὺς μεταγενεστέρους νὰ κλέβουν τοὺς δικούς του λόγους, ἀλλὰ καὶ ἀκόμη τοὺς προσκαλεῖ μὲ φιλαδελφία ἀνεκδιήγητη νὰ φάγουν ἀκόρεστα τὸν νοητὸ ἄρτο της σοφία του, ὁ ὁποῖος στηρίζει τὴν ψυχὴ καὶ νὰ πιοῦν τὸν γνωστικό του οἶνο, ὁ ὁποῖος εὐφραίνει τὴν καρδιά, φωνάζοντας μὲ δυνατὴ φωνὴ ἄλλοτε ἐκεῖνα τὰ λόγια τῆς Σοφίας:
«Ἒλθετε φάγετε τῶν ἐμῶν ἄρτων καὶ πίετε οἶνον, ὃν ἐκέρασα ὑμῖν (: Ἐλᾶτε νὰ φᾶτε ἀπὸ τοὺς ἄρτους μου καὶ νὰ πιεῖτε ἀπὸ τὸν οἶνο μου τὸ ὁποῖο ἐγώ σας ἔχω κεράσει)» (Παρ.9,5)· ἄλλοτε πάλι ἐκεῖνα τὰ τῆς ἀσματίζουσας νύφης:
«Φάγετε, πλήσίοι, καὶ πίετε καὶ μεθύσθητε, ἀδελφοί (: Φᾶτε, φίλοι μου, καὶ πιεῖτε καὶ εὐφρανθεῖτε, ἀδελφοί μου, ὅσο θέλετε καὶ ὅσο μπορεῖτε)» (Ασμ.5,1) καὶ ἄλλοτε ἐκεῖνα τοῦ Ἠσαΐου:
«Οἱ διψῶντες, πορεύεσθε ἐφ᾿ ὕδωρ, καὶ ὅσοι μὴ ἔχετε ἀργύριον, βαδίσαντες ἀγοράσατε, καὶ φάγετε καὶ πίεσθε ἄνευ ἀργυρίου καὶ τιμῆς οἶνον καὶ στέαρ (: Ἐσείς τῶν ὁποίων ἡ ψυχὴ διψᾶ, πηγαίνετε στὸ πνευματικὸ ὕδωρ ποὺ τρέχει στὴν νέα Ἱερουσαλὴμ· καὶ ὅσοι δὲν ἔχετε χρήματα νὰ ἀγοράσετε, βαδίστε μὲ θάρρος πρὸς αὐτὴν καὶ προμηθευτεῖτε χωρὶς χρήματα, χωρὶς νὰ καταβάλλετε κάποιο ἀντίτιμο, οἶνο καὶ βούτυρο)»[Ησ. 55,1].

Γι'αυτό καὶ ὁ θεσπέσιος Κοσμᾶς (ὁ Μελωδός), ὁ τῶν ἱερῶν ἑορτῶν ἀσματογράφος καὶ μουσηγέτης, προκειμένου νὰ πανηγυρίσει τὰ σωτήρια Γενέθλια τοῦ Κυρίου αὐτολεξεὶ δανείσθηκε ὅλον τὸν παρόντα Εἱρμὸ ἀπὸ τὸν ἀναφερθέντα μέγα πανηγυριστῆ καὶ ἐγκωμιαστὴ τῶν ἑορτῶν Θεολόγο.
Διότι ἐκεῖνος ὡς ἑξῆς ἀρχίζει τὸ ἐγκώμιό του στὴν τοῦ Χριστοῦ Γέννηση: «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε· ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ».
Πρέπει ὅμως νὰ γνωρίζουμε, σύμφωνα μὲ τὸν Δαμασκηνὸ Ἰωάννη καὶ τὸν Νικήτα τὸν σχολιαστὴ τοῦ Θεολόγου καὶ τὸν Πτωχὸ Πρόδρομο, τὸν ἐξηγητὴ τῶν Κανόνων, τὸ ὄνομα Χριστὸς δηλώνει κυρίως τὸ συναμφότερο· δηλαδὴ τὸν Θεὸ μαζὶ καὶ ἄνθρωπο.
(Γι' αὐτό εἶπε καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος: «Χριστὸς γιὰ τὴν Θεότητα ὀνομάστηκε δηλαδὴ· διότι αὐτὴ εἶναι χρίσις τῆς ἀνθρωπότητας, ὄχι ἐνέργεια ποὺ ἁγιάζει, σύμφωνα μὲ τοὺς ἄλλους χριστούς, καὶ μὲ τὴν παρουσία ὅλου τοῦ Χρίοντος· ἔργο αὐτῆς εἶναι «ἄνθρωπον ἀκοῦσαι τὸ χρῖον καὶ Θεοῦ τὸ χριόμενον»-Λόγος β΄περί Υἱοῦ)· καταχρηστικὰ ὅμως ἄλλοτε μὲν αὐτὸ δηλώνει τὴν Θεότητα μόνο τοῦ Χριστοῦ, ἄλλοτε πάλι τὴν ἀνθρωπότητά Του· διότι ἐξ αἰτίας τῆς ἀπόλυτης καὶ καθ’ ὑπόστασιν ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων, μὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ ὄνομα, δηλαδὴ τὸ Χριστὸς καὶ οἱ δύο ὀνομάζονται φύσεις.

Ὅταν λοιπὸν ὁ Θεολόγος καὶ ὁ Ἱερὸς Κοσμᾶς λένε ἐδῶ ««Χριστὸς γεννᾶται» καὶ «Χριστὸς ἐπὶ γῆς», τότε τὸ Χριστὸς δηλώνει τὸ Θεάνθρωπος· ἐπειδὴ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος φάνηκε ἐπάνω στὴ γῆ.
(Γι' αὐτό δὲν κάνουν σωστὰ ἐκεῖνοι ποὺ κατηγοροῦν τὸ Θεοτοκίο ἐκεῖνο, ποὺ λέει:
«Ἴθυνε πρὸς ταύτην δέ, ὁ ἐκ σοῦ σαρκωθεῖς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος», διότι τάχα δὲν εἶναι σωστὸ· διότι τὸ «σαρκωθεῖς» ποὺ λέχθηκε δηλώνει χρόνο περασμένο, δηλαδὴ ὅτι αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ ἐσένα ἦταν Θεὸς μαζὶ καὶ ἄνθρωπος, καὶ ὄχι Θεὸς γυμνός, ὅπως ἰσχυρίζονταν ὅσοι ἔλεγαν ὅτι κατὰ φαντασίαν ὁ Χριστὸς ἐπεδήμησε· δηλαδὴ οἱ Μανιχαῖοι· οὔτε ἦταν ἄνθρωπος ψιλός, ὅπως ἔλεγε ὁ Νεστόριος.
Ἔτσι καὶ ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς εἶπε: «Δὲν γέννησε Θεὸ ἀσώματο, οὔτε πάλι ἄνθρωπο ψιλὸ προήγαγε (δηλαδή γέννησε) ἡ ἁγνὴ Κόρη καὶ σεμνή, ἀλλὰ ἄνθρωπο τέλειο καὶ ἀψευδῆ, τέλειο Θεό».

Ἐπεξηγηματικὸ πάλι τοῦ «σαρκωθεῖς» εἶναι τὸ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, δηλαδὴ πρὸς τὴν σύνταξη, διότι ἡ μετοχή ῥεὔσαντα δὲν ἔπρεπε νὰ συνταχθεῖ μὲ τὴν αἰτιατικὴ τὸν Ἀδάμ, ἐπειδὴ βρίσκεται πολὺ μακριά, ἀλλὰ μὲ τὴν δοτικὴ «τῇ Εὔᾳ», ἐπειδὴ εἶναι πλησιέστερη καὶ νὰ πεῖ «ῥεὐσὰσῃ ζωῆς»· ἀλλ’ ἴσως εἶπε «ρεύσαντα» ἐξ αἰτίας τοῦ μέλους) · ὅταν ὅμως λένε «Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν», τότε ὁ Χριστός, δηλώνει μόνον τὸν Θεό, ὄχι ὅμως καὶ τὸν ἄνθρωπο· διότι ὁ Κύριος δὲν κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς φορῶντας τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὅπως φλυαροῦν οἱ φρενοβλαβεῖς Ἀπολιναριστές, ἐναντίον τῶν ὁποίων εἶπε ὁ Θεολόγος Γρηγόριος:
«Ἐὰν κανεὶς ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ σάρκα κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ὅτι δὲν προῆλθε καὶ ἀπὸ ἐμᾶς, ἂς εἶναι ἀνάθεμα» (Ἐπιστολή α΄προς Κληδόνιον)· ἀλλὰ κατέβηκε μὲ γυμνὴ τὴν Θεότητα καὶ ἔτσι ἀπὸ τὰ καθαρὰ αἵματα τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας τὴν ἀνθρώπινη φύση προσέλαβε, καὶ τὴν ἕνωσε μὲ τὴν δική Του ὑπόσταση, γενόμενος τέλειος ἄνθρωπος.

«Χριστὸς γεννᾶται, δὸξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε»: «Ὁ Χριστὸς λοιπόν», λέει, «γεννᾶται σήμερον· ὁπότε ἐσεῖς οἱ Ἄγγελοι-διότι πρὸς αὐτοὺς στρέφει τὸν λόγο- οἱ ὁποῖοι γιὰ τὴν Γέννηση τοῦ Κυρίου αἰνεῖτε τὸν Θεὸ καὶ λέτε: ‘’Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη’’ (Λουκ.2,14), ‘’δοξάσατε’’· δηλαδὴ δοξολογῆστε καὶ τώρα τὸν Θεό.
Λέει δὲ τὸ «δοξάσατε» καὶ πρὸς ὅσους χρησιμοποιοῦν ἀγγελικὴ ζωὴ σὲ ἀνθρώπινο καὶ ὑλικὸ σῶμα, παρακινῶντας νὰ δοξολογήσουν καὶ αὐτοὶ τὸν γεννηθέντα Δεσπότη.
«Ὁ Χριστός, δηλαδὴ ὁ Θεός, ἦλθε ἢ κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Λοιπὸν ἐσεῖς οἱ δίκαιοι»- διότι πρὸς αὐτοὺς ἐπιστρέφει τὸν λόγο- «προϋπαντῆστε Τον, μιμούμενοι τὸν δίκαιο Συμεῶν, ὁ ὁποῖος συνάντησε τὸν Κύριο, ὅταν προσφερόταν στὸν ναὸ»· διότι γνώρισμα ἀχαρίστων δούλων εἶναι τὸ νὰ μὴ βγαίνουν σὲ προϋπάντηση τοῦ δικοῦ τους Κυρίου, ὅταν Αὐτὸς ἔρχεται πρὸς αὐτούς, γιὰ νὰ τοὺς προϋπαντήσει.
Δανείστηκε λοιπὸν αὐτὸ ὁ Θεολόγος καὶ ὁ Μελωδὸς ἀπὸ τὸν ἀποστολικὸ ἐκεῖνο λόγο ὁ ὁποῖος λέγει: «Τότε καὶ ἡμεῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα (: Ἔπειτα ἐμεῖς ποὺ θὰ εἴμαστε τότε ἀκόμη στὴ ζωή, συγχρόνως καὶ μαζὶ μὲ αὐτούς, θὰ ἁρπαχτοῦμε μὲ σύννεφα γιὰ νὰ προϋπαντήσουμε τὸν Κύριο μετέωροι στὸν ἀέρα, μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς.
Κι ἔτσι, ἀφοῦ ἀνεβοῦμε μαζί Του στὸν οὐρανό, θὰ εἴμαστε πάντοτε μαζὶ μὲ τὸν Κύριο)» (Α΄Θεσ.4,17).
 
«Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε»: Στὴ συνέχεια λέει ὅτι «ὁ Χριστός», δηλαδὴ ὁ Θεάνθρωπος, «φάνηκε ἐπάνω στὴ γῆ.
Λοιπὸν ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶστε ἐπάνω στὴ γῆ, ἀνυψωθεῖτε ἀπὸ τὰ γήινα, φρονῶντας τὰ ὑψηλὰ καὶ μετεωριζόμενοι μὲ τὰ πτερὰ τῆς Πράξεως καὶ τῆς Θεωρίας»· διότι γι΄αυτό κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ, γιὰ νὰ ἀνέβουν στοὺς Οὐρανοὺς ὅσοι βρίσκονται στὴ γῆ.
Ἐπειδὴ μὲ ἄλλον τρόπο δὲν μποροῦσε νὰ γίνει ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἂν δὲν κατέβαινε ὁ Θεὸς λίγο ἀπὸ τὸ δικό Του ὕψος καὶ δὲν ἀνέβαινε ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω ἀπὸ τὴ δική του ταπεινότητα.
Γι' αὐτό εἶπε ὁ Θεολόγος Γρηγόριος: «Ἔπρεπε ἀφ' ἑνὸς μὲν νὰ κατέβει ὁ Θεὸς πρὸς ἐμᾶς, ἀφ' ἑτέρου δὲ νὰ ἀνέβουμε ἐμεῖς, καὶ ἔτσι νὰ γίνει κοινωνία τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ θὰ ἑνωθεῖ ἡ ἀξία τους.
Ὅσο ὅμως τὸ καθένα παραμένει στὴ θέση του, τὸ μὲν ἕνα ἐξ αἰτίας τῆς ὑπεροχῆς, τὸ δὲ ἄλλο ἐξ αἰτίας τῆς ταπεινώσεως, ἄμικτη εἶναι ἡ ἀγαθότητα καὶ τὸ φιλάνθρωπο ἀκοινώνητο» (Λόγος εἰς τὴν Πεντηκοστήν).

Εἶπε σύμφωνος μὲ αὐτὰ καὶ ὁ θεοφόρος Μάξιμος (ὁ Ὁμολογητής): «Ποτὲ δὲν μπορεῖ ἡ ψυχὴ νὰ ἐκταθεῖ πρὸς τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ, ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀπὸ συγκατάβαση δὲν τὴν πλησιάσει καὶ δὲν τὴν ὁδηγήσει πρὸς τὸν ἑαυτό Του· διότι δὲν μποροῦσε ἀνθρώπινος νοῦς νὰ ἀναδράμει τόσο πολύ, ὥστε νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν θεία ἔλλαμψη, ἐὰν Αὐτὸς ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἀνέσυρε πρὸς τὸν ἑαυτό Του, ὅσο μπορεῖ νὰ ἀνασύρει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸν ἑαυτό Του καὶ νὰ τὸν καταφωτίσει μὲ τὶς θεϊκὲς αὐγές» (Κεφ. λὰ΄της α΄εκατοντ. τῶν Θεολογικῶν).
Ἂλλ’ ὅμως καὶ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ βιάζει τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν Θεό.
Γι' αὐτό ὁ ἴδιος ὁ θεσπέσιος Μάξιμος λέει: «Λένε ὅτι ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι παραδείγματα ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου καὶ σὲ τόσο βαθμὸ ὁ Θεὸς ἀπὸ φιλανθρωπία γίνεται ἄνθρωπος, ὅσο μπόρεσε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ἀγάπη νὰ θεοποιήσει τὸν ἑαυτό του, καὶ τόσο ὁ ἄνθρωπος ἁρπάζεται κατὰ τὸν νοῦ ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ γνωριστεῖ ἀπὸ Αὐτόν, ὅσο ὁ ἄνθρωπος φανέρωσε τὸν ἀόρατο ἀπὸ τὴν φύση Θεὸ μὲ τὶς ἀρετές του». (Κεφ.οδ΄της ζ’ ἑκατοντ. τῶν Θεολογικῶν).
Ἐπίσης, σὲ ἄλλο κεφάλαιο λέει: «Αὐτὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς τὴν ἁμαρτία, εἶναι φανερὸ ὅτι θὰ θεοποιήσει τὴν φύση χωρὶς τὴ μεταβολὴ σὲ Θεότητα, καὶ τόσο θὰ τὴν ἀνυψώσει γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅσο Αὐτὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο κατέβασε τὸν ἑαυτό Του» (Κεφ.ξβ΄της γ΄εκατοντ. τῶν Θεολογικῶν).

Τὸ δέ «ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ» τὸ δανείστηκε ὁ Θεολόγος καὶ ὁ Μελωδὸς ἀπὸ τὸν 95ο Ψαλμό του Δαβίδ, στίχος 1, διότι ἐκεῖ ἀναφέρεται αὐτὸ κατὰ λέξη («Ἄσατε τῷ Κυρίῳ ᾆσμα καινόν, ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ (: Ψάλατε πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου ἆσμα νέο, διὰ τοῦ ὁποίου νὰ ἀνυμνοῦνται οἱ νέες πρὸς εὐεργεσίες του. Ψάλατε πρὸς ὕμνο τοῦ Κυρίου ὁλόκληρη ἡ χώρα τῆς Παλαιστίνης)» (Ψάλμ.95,1).
 Προσαρμόζεται ὅμως τὸ ρητὸ αὐτὸ καὶ στὸν παρόντα Εἱρμό, γιὰ νὰ φανερωθεῖ, ὅτι αὐτὸς εἶναι τῆς πρώτης Ὠδῆς, τῆς ὁποίας ἡ ἀρχὴ εἶναι «Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται».
Γι΄ αὐτό σύμφωνα μὲ τὴν Ὠδὴ αὐτή, λέει καὶ ὁ Μελωδός: «Ἄσατε στὸν γεννηθέντα Χριστὸ ὅλη ἡ γῆ· δηλαδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ κατοικεῖτε στὴ γῆ. Ἀλλὰ καὶ ἐσεῖς οἱ διάφοροι λαοὶ τῶν ἐθνικῶν ὑμνῆστε Τόν, ὄχι μὲ ὀκνηρία καὶ λύπη ψυχῆς, ἀλλὰ μὲ προθυμία καὶ εὐφροσύνη καρδιᾶς· διότι Αὐτὸς εἶναι δοξασμένος».
Γιατί ὅμως εἶπε ὅτι ὁ Χριστὸς «γεννᾶται» γεννᾶται καὶ ὄχι «ἐγεννήθη»; Διότι δὲν γεννιέται κάθε χρόνο, ἀλλὰ μία φορὰ γεννήθηκε. Καὶ ἀπαντοῦμε μὲ τὸν Πτωχὸ Πρόδρομο ὅτι οἱ ρήτορες συνηθίζουν νὰ προφέρουν τὰ περασμένα πράγματα σὲ χρόνο ἐνεστῶτα, γιὰ νὰ δείξουν ὡς παρόντα στοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀκροατῶν, καὶ στὴ συνέχεια νὰ τοὺς κάνουν περισσότερο θεατὲς παρὰ ἀκροατές.
Ἤ, σύμφωνα μὲ τὸν Νικήτα, εἶπε ὅτι γεννᾶται ὁ Χριστὸς τὴ σημερινὴ ἡμέρα, ἐπειδὴ τὴν ἴδια ἐκείνη ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία γεννήθηκε ὁ Χριστός, τὴν ἐπαναφέρει ὁ ἥλιος κάθε ἔτος μὲ τὴν κυκλοφορία του.
 
Ἀλλὰ καὶ ἐσύ, ἀδελφέ, μὴν πάψεις νὰ δοξολογεῖς τὸν γεννηθέντα Χριστό, ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ ἔργα.
Πρόλαβε ἀκόμη καὶ νὰ Τὸν συναντήσεις, ὅταν κατεβαίνει ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ μὲ τὴν Θεωρία πρὸς Αὐτὸν· ὑψώσου ἀπὸ τὴν γῆ καὶ τὰ γήινα γιὰ τὴν ἀγάπη Ἐκείνου ποὺ γιὰ χάρη σου κατέβηκε στὴ γῆ, ψάλλε σὲ Αὐτὸν ἆσμα καινό, ὅπως σὲ παρακινεῖ ὁ Δαβὶδ· ψάλλε ὅμως πολλὰ καὶ ἀκόρεστα ἄσματα καὶ μὴ χόρταινε ψάλλοντας.
Ἐὰν ἔτσι ψάλλεις, θὰ σὲ θυμηθεῖ ὁ Κύριος, πρὸς τὸν Ὁποῖο ψάλλεις καὶ θὰ σὲ ἐλεήσει, ὅπως σὲ διαβεβαιώνει ὁ Ἠσαΐας: «Πολλὰ ᾆσόν, ἵνα σοῦ μνεία γένηται» (Ησ. 23,16).
Εἱρμὸς ὠδῆς γ΄: «Τῷ πρὸ τῶν αἰώνων ἐκ Πατρὸς γεννηθέντι ἀῥῥεύστως Υἱῷ καὶ ἐπ' ἐσχάτων ἐκ Παρθένου σαρκωθέντι ἀσπόρως Χριστῷ τῷ Θεῷ βοήσωμεν· Ὁ ἀνυψώσας τὸ κέρας ἡμῶν ἅγιος εἶ, Κύριε».

Ἀπὸ τὴν προφήτιδα Ἄννα, τὴν μητέρα Σαμουὴλ τοῦ προφήτη καὶ ποιήτρια τῆς τρίτης Ὠδῆς, δανείστηκε ὁ Μελωδὸς τὸν παρόντα Εἱρμὸ· διότι ἐκείνη εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ πρὸς τὸν Θεὸ εὐχαριστῶντας, διότι ἐνῷ προηγουμένως ἦταν στεῖρα, γέννησε ὕστερα· δηλαδὴ τὸ «ὑψώθη κέρας μοῦ ἐν Θέῷ μου» (Α΄Βασ.2,1: «Ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου· ἐπλατύνθη ἐπ᾿ ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρίᾳ σου (: Ἡ πληγωμένη καὶ ταραγμένη καρδιά μου πῆρε δύναμη ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ στερεώθηκε. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ μου ἐξυψώθηκε ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα μου.
Ἄνοιξε τὸ στόμα μου καὶ μπορῶ πλέον νὰ ὁμιλῶ ἐλεύθερα πρὸς τοὺς ἐχθρούς μου, ποὺ μὲ περιφρονοῦσαν γιὰ τὴν ἀτεκνία μου.
Γέμισα ἀπὸ χαρὰ γιὰ τὴν λύτρωση ποὺ μοῦ χάρισες, Κύριε)») καὶ τὸ «οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν σου» (Α΄Βασ.2,2: «ὅτι οὐκ ἔστιν ἅγιος ὡς Κύριος, καὶ οὐκ ἔστι δίκαιος ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν· οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν σου (:διότι κανένας ἄλλος δὲν εἶναι τόσο ἅγιος, ὅπως ὁ Κύριος, καὶ κανεὶς δὲν εἶναι τόσο δίκαιος, ὅπως ὁ Θεός μας. Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἅγιος ἐκτὸς ἀπὸ Σένα, Κύριε)»).
 
Ὁπότε τὰ λόγια αὐτὰ παίρνοντας ἀπὸ αὐτὴν ὁ ἱεράρχης Κοσμᾶς τὰ ἐπιστρέφει στὸν λαὸ τῶν Χριστιανῶν καὶ μὲ προτρεπτικὸ σχῆμα λέει πρὸς αὐτόν: «Ω λαὲ τῶν Χριστιανῶν, ἐλᾶτε νὰ φωνάξουμε πρὸς τὸν Χριστὸ τὸν Θεό μας, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε μὲν ἀρρεύστως καὶ ἀπαθῶς ἀπὸ τὸν ἀγέννητο Πατέρα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων (Οἱ αἰῶνες, σύμφωνα μὲ τὸν Θεσσαλονίκης Γρηγόριο, εἶναι νοητὰ κτίσματα (Κεφάλαιο ξὴ΄τῶν θεολογικῶν), γι' αὐτό εἶπε καὶ ὁ Παῦλος: «δι' οὗ -τοῦ Υἱοῦ δηλαδή- καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν- ὁ Πατὴρ δηλαδή.
Περιλαμβάνει ὁ αἰῶνας τὰ ἀΐδια καὶ ἀθάνατα· δηλαδὴ τοὺς νοεροὺς Ἀγγέλους, ὅπως καὶ ὁ χρόνος περιλαμβάνει τὰ θνητὰ κτίσματα.
Γι' αὐτό εἶπε ὁ Θεολόγος Γρηγόριος: «Ὅ,τι εἶναι γιὰ μᾶς ὁ χρόνος, ὁ ὁποῖος μετριέται μὲ τὴν φορὰ τοῦ Ἡλίου, αὐτὸ στὰ ἀΐδια εἶναι ὁ αἰώνας» (Λόγος στὴν Χριστοῦ Γέννηση).
Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι πρὸ τῶν αἰώνων καὶ ὑπὲρ τοὺς αἰῶνας· γι' αὐτό στὴ συνέχεια λέγεται προαιώνιος καὶ ὑπεραιώνιος)», χωρὶς κανένα αἴτιο τελικὸ πρὸς τὰ ἔξω κτίσματα, ὅπως εἶπε ὁ Θεολόγος Γρηγόριος)· «Τὸ μέν ὢν -ὁ Υἱός- καὶ ἀεί ὢν ἐκ τοῦ ἀεὶ ὄντος -δηλαδὴ τοῦ Πατρός- ὑπὲρ αἰτίαν καὶ λόγον· οὐδὲ γὰρ ἦν τοῦ Λόγου λόγος ἀνώτερος» (Λόγος στὴν Χριστοῦ Γέννηση)· σαρκώθηκε ὅμως ὁ Ἴδιος ἀπὸ τὴν Παρθένο χωρὶς σπορὰ ἀνδρός, γιὰ τὴν δική μας σωτηρία.
Καὶ τί νὰ φωνάξουμε πρὸς τὸν Χριστό; Ἐκεῖνα τὰ εὐχαριστήρια λόγια, ποὺ πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς εἶπε δυνατὰ ἡ στεῖρα καὶ Προφήτιδα Ἄννα: Δηλαδὴ «Ἐσύ, Κύριε, εἶσαι ἅγιος, ὁ Ὁποῖος ὕψωσες καὶ δόξασες τὸ κέρας ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ τὴ δική μας δόξα καὶ δύναμη, μὲ τὴν δική Σου ἐνανθρώπηση».

Εἱρμὸς ὠδῆς δ΄: «῾Ράβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ καὶ ἄνθος ἐξ αὐτῆς, Χριστέ, ἐκ τῆς Παρθένου ἀνεβλάστησας· ἐξ ὄρους ὁ αἰνετὸς κατασκίου  δασέος ἦλθες σαρκωθεὶς ἐξ ἀπειράνδρου ὁ ἄϋλος καὶ Θεός· δόξα τῇ δυνάμει σου, Κύριε».
Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας προφητεύοντας γιὰ τὸν Χριστὸ εἶπε σὲ χρόνο μέλλοντα: «Ἐξελεύσεται ῥάβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται (: Ἀπὸ τὴ γενεαλογικὴ ρίζα του Ἰεσσαὶ θὰ φυτρώσει κλωνάρι καὶ ἄνθος ἀπὸ τὴ ρίζα αὐτὴν θὰ ἀναβλαστήσει)» (Ησ. 11,1), ὁ δὲ ἱερὸς Κοσμᾶς βλέποντας νὰ ἐκπληρώνεται μὲ τὰ γεγονότα ἡ προφητεία αὐτή, δὲν τὴν ἀναφέρει μὲ ρήματα μέλλοντος χρόνου, ἀλλὰ περασμένου· διότι δὲν λέει:
«Ἐξελεύσεται ῥάβδος», ἢ «ἀναβήσεται ἄνθος», ἀλλὰ λέει ὅτι ἀπὸ μὲν τὴν ρίζα του Ἰεσσαὶ ράβδος ἐξῆλθε· (διότι αὐτὸ ρῆμα λείπει καὶ ἐννοεῖται ἔξωθεν) «ῥάβδος» δέ, δηλαδὴ «κλάδος», εἶναι ἡ ἀειπάρθενος Θεοτόκος, ἡ ὁποία ἐξῆλθε ἀπὸ τὴ ρίζα, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξῆλθε καὶ ὁ Ἰεσσαί, ὁ πατὴρ τοῦ Βασιλέως Δαβίδ.
Ὁπότε ἡ Θεοτόκος καὶ ἀπὸ τὴν βασιλικὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καταγόταν καὶ ἀπὸ τὸ βασιλικὸ γένος του Δαβίδ, ἀπὸ ἐκείνην μὲν νωρίτερα καὶ μακρύτερα, ἐνῷ ἀπὸ αὐτὸ προσεχέστερα καὶ κοντύτερα.
«Ἀπὸ τὴν ράβδο πάλι καὶ ἀπὸ τὸν κλάδο αὐτόν, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Παρθένο, Ἐσύ, Χριστέ, ἀναβλάστησες ὡς ἕνα ἄνθος εὐωδέστατο, ἀειθαλὲς καὶ ἀμάραντο».
Διότι ὅπως ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ δένδρου βλαστάνει ὁ κορμὸς καὶ ἀπὸ τὸν κορμὸ βλαστάνει ὁ κλάδος καὶ ἀπὸ τὸν κλάδο βλαστάνει τὸ ἄνθος καὶ ἀπὸ τὸ ἄνθος γίνεται ὁ καρπός, ἔτσι καὶ ἀπὸ τὴν ρίζα τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα βλάστησε ὁ κορμός, δηλαδὴ τὸ γένος του Δαβὶδ· ἀπὸ δὲ τὸ γένος του Δαβὶδ βλάστησε ἡ Θεοτόκος ὡς ράβδος καὶ κλάδος, καὶ ἀπὸ τὴν Θεοτόκο βλάστησε ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθος, ἀπὸ δὲ τὸν Χριστὸ βλάστησε ὁ γλυκύτατος καὶ χαριέστατος καρπὸς· δηλαδὴ ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου.
Μερικοὶ εἶπαν ὅτι τὸ «ἐξ αὐτῆς» ἐννοεῖται καὶ γιὰ τὴν ρίζα, δηλαδὴ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ρίζα του Ἰεσσαὶ βλάστησε ἄνθος ὁ Χριστός, ἀκολουθῶντας τὸ παραπάνω χωρίο του Ἠσαΐα ποὺ λέει: «καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται (: καὶ ἄνθος ἀπὸ τὴ ρίζα αὐτὴν θὰ ἀναβλαστήσει)»».
Ὥστε ὁ Δεσπότης Χριστὸς προσεχῶς βλάστησε ἀπὸ τὴν Παρθένο, ἀπὸ μακριὰ ὅμως βλάστησε ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα, σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία, ποὺ εἶπε γι’ αὐτὴν ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐὰν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν (:Δὲν θὰ ἐκλείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ ἀρχηγὸς ἀπὸ τὴ γενιά του, μέχρις ὅτου ἔλθει Ἐκεῖνος, στὰ χέρια τοῦ Ὁποίου ἀπόκεινται οἱ ἐξουσίες· καὶ Αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσμονὴ τῶν λαῶν, ὁ Μεσσίας)» (Γέν.49,10).

Ἀναφέρει στὴ συνέχεια ὁ θεσπέσιος Μελωδὸς καὶ τὸ ρητὸ τοῦ Προφήτη Ἀββακούμ, τὸ ὁποῖο λέει: «Ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμὰν ἥξει, καὶ ὁ ἅγιος ἐξ ὄρους κατασκίου δασέος (: Ὁ Παντοκράτωρ Θεὸς θὰ ἔλθει μὲ δόξα καὶ μεγαλοπρέπεια ἀπὸ τὴν Θαιμάν, «ἀπὸ τὰ νότια»· ὁ Ἅγιος θὰ ἔλθει ἀπὸ πυκνὸ καὶ βαθύσκιο ὅρος)» (Ἀββακοὺμ 3,3) καὶ αὐτὸ πολὺ σωστὰ τὸ προσαρμόζει στὴν ἑορτὴ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, καὶ σὲ αὐτὴν τὴν τέταρτη Ὠδή, τῆς ὁποῖα ποιητὴς εἶναι ὁ Ἀββακούμ.
Λέει λοιπόν: «Ἐσύ, Χριστέ, ὁ ἄϋλος ὤν Θεὸς καὶ ἀπὸ ὅλους ἀνυμνούμενος, ἦλθες καὶ σαρκώθηκες ἀπὸ ἐκείνην ποὺ δὲν ἔχει πεῖρα ἀνδρός, τὴν Θεοτόκο-διότι αὐτὸ δηλώνει τὸ ἀπείρανδρος-, σὰν ἀπὸ βουνὸ δασὺ καὶ κατάσκιο».
Βουνὸ δασὺ καὶ κατάσκιο εἶναι ἡ Θεοτόκος· βουνὸ λέγεται διότι, ὅπως τὸ ὅρος καὶ τὸ βουνὸ οὔτε ὀργώνεται, οὔτε γεωργεῖται, οὔτε σπέρνεται ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλὰ αὐτοφυῶς καὶ ἀγεώργητα βλαστάνει τὰ ὑψηλὰ δένδρα καὶ τὰ χαμόκλαδα καὶ τὸ χορτάρι, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος ἀσπόρως καὶ ἀγεωργήτως βλάστησε τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς δέντρο ὑψηλό, γιὰ τὸ ὕψος τῆς Θεότητος, ὡς χαμόκλαδο ὅμως, γιὰ τὴν ταπεινότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ ὡς χόρτο, διότι τρέφει ὅσους πιστεύουν σὲ Αὐτόν.
Δασὺ δὲ βουνὸ λέγεται ἡ Θεοτόκος, διότι σύμφωνα μὲ τὸν Ἱερὸ Θεοφύλακτο Βουλγαρίας στὴν ἑρμηνεία τοῦ Ἀββακούμ, σίδερος (: λογισμός πονηρὸς) δὲν ἀνέβηκε σὲ αὐτήν, ὁ ὁποῖος νὰ γεννᾶ σκουριά (:μολυσμό καὶ φθορὰ πάθους σαρκικοῦ), οὔτε χέρι ἀνθρώπινο, γιὰ νὰ κόψει τὴν παρθενία της, ὅπως στὸ δασὺ βουνὸ δὲν μπαίνει τσεκούρι, οὔτε χέρι ἀνθρώπου κόβει τὰ ξύλα του λόγῳ τῆς μεγάλης πυκνότητας.

Σχεδὸν τὰ ἴδια λέει καὶ ὁ Ζωναρὰς στὴν ἑρμηνεία τοῦ Γ΄ήχου τῆς Ὀκτωήχου. Γι'αυτό καὶ ὁ Δανιὴλ σωστὰ εἶπε γιὰ τὸ ὅρος αὐτὸ τῆς Παρθένου: «Ἐθεώρουν ἕως οὗ ἐτμήθη λίθος ἐξ ὄρους ἄνευ χειρῶν (: Ἔβλεπα καὶ τὸ παρατηροῦσα ἐκστατικὸς μέχρις ὅτου λίθος ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸ ὅρος χωρὶς τὴν ἐπέμβαση ἀνθρωπίνου χεριοῦ)» (Δαν.2,34).
Διότι τόσο ἡ Θεοτόκος ἦταν καταπυκνωμένη κυκλικὰ ὡς πρὸς τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς θεῖες καὶ ὑπερφυσικὲς χάριτες, ὥστε δὲν βρῆκε οὔτε τὴν παραμικρὴ εἴσοδο ὁ διάβολος, γιὰ νὰ βάλει στὸν πανάγιό της νοῦ κάποια προσβολὴ πονηροῦ λογισμοῦ. Κατάσκιο πάλι βουνὸ εἶναι ἡ Θεοτόκος, διότι ἐπισκίασε σὲ αὐτὴν τοῦ Ὑψίστου ἡ δύναμη, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Διότι λέει: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι (:Θὰ ἔλθει σὲ σένα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Αὐτὸ θὰ σὲ καθαρίσει ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ θὰ σὲ ἐξαγιάσει. Καὶ ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου θὰ ρίξει τὴ δημιουργικὴ καὶ προστατευτικὴ σκέπη της πάνω σου)» (Λουκά 1,35)· ὅπως καὶ Ἀνδρέας ὁ Κρήτης λέει στὸν Εὐαγγελισμό.
Προσθέτει δὲ τελευταῖο ὁ Μελωδὸς τὸ «Δόξα τῇ δύνάμει σου, Κύριε» ὡς χαρακτηριστικὸ τῆς τετάρτης Ὠδῆς.

Εἱρμὸς ὠδῆς ε΄: « Θεὸς ὢν εἰρήνης, Πὰτὴρ οἰκτιρμῶν, τῆς μεγάλης Βουλῆς σου τὸν Ἄγγελον εἰρήνην παρεχόμενον ἀπέστειλας ἡμῖν· ὅθεν θεογνωσίας πρὸς φῶς ὁδηγηθέντες, ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζοντες δοξολογοῦμέν σε, Φίλάνθρωπε».
Ἀπὸ πολλὰ ρητὰ τῶν Γραφῶν συγκροτεῖ τὸν παρόντα εἱρμὸ ὁ ἱεράρχης Κοσμᾶς· διότι τὸ μὲν «Θεὸς εἰρήνης» δανείστηκε ἀπὸ τὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολή, ἡ ὁποία λέει: «Καὶ ὁ Θὲὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ᾿ ὑμῶν (: Καὶ ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ὁ χορηγὸς τῆς εἰρήνης, θὰ εἶναι μαζί σας)» (Φιλιπ.4,9)· ὅμοια καὶ ἀπὸ τὸ 16ο κεφάλαιο στίχ.20 τῆς πρὸς Ρωμαίους (: «Ὁ δὲ Θὲὸς τῆς εἰρήνης συντρίψει τὸν σατανᾶν ὑπὸ τοὺς πόδας ὑμῶν ἐν τάχει (: Κι ὁ Θεὸς ποὺ δίνει τὴν εἰρήνη θὰ συντρίψει γρήγορα κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σας τὸν σατανᾶ, ποὺ εἶναι ὁ αἴτιος τῶν διαιρέσεων καὶ τῶν σκανδάλων)») καὶ ἀπὸ τὸ 13ο κεφάλαιο, στίχοι 20-21 τῆς πρὸς Ἑβραίους (: «Ὁ δὲ Θὲὸς τῆς εἰρήνης, ὁ ἀναγαγὼν ἐκ νεκρῶν τὸν ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν ἐν αἵματι διαθήκης αἰωνίου, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν καταρτίσαι ὑμᾶς ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ εἰς τὸ ποιῆσαι τὸ θέλημα αὐτοῦ, ποιῶν ἐν ὑμῖν τὸ εὐάρεστον ἐνώπιον αὐτοῦ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων (: Καὶ ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ὁ χορηγὸς καὶ νομοθέτης τῆς εἰρήνης, ὁ ὁποῖος ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν τὸν μεγάλο ποιμένα τῶν πνευματικῶν προβάτων προκειμένου νὰ εἰσέλθει στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ προσφέρει ἐκεῖ ὡς ἐξιλαστήριο θυσία τὸ αἷμα Του, μὲ τὸ ὁποῖο ἐπικυρώθηκε διαθήκη αἰώνια, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ δηλαδή, εὔχομαι νὰ σᾶς τελειοποιήσει σὲ κάθε ἀγαθὸ ἔργο, ὥστε νὰ κάνετε τὸ θέλημά Του.
Αὐτὸς νὰ ἐνεργήσει στὸ ἐσωτερικό σας ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀρεστὸ ἐνώπιόν Του διαμέσου τῆς μεσιτείας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν)»).
 
Τὸ δὲ «πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν» δανείστηκε ἀπὸ τὴν Β΄ πρὸς Κορινθίους, κέφ.1, στίχος 3 (:«Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως (: Ἄς εἶναι εὐλογημένος καὶ δοξασμένος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς πρὸς τὴ θεία του φύση, ἀλλὰ καὶ Θεός του ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση του.
Ἂς εἶναι δοξασμένος, διότι αὐτὸς εἶναι Πατέρας καὶ πηγὴ ἐλέους καὶ εὐσπλαχνίας, καὶ Θεὸς ποὺ χορηγεῖ κάθε παρηγοριὰ)»)· τὸ δὲ «τῆς μεγάλης βουλῆς σου τὸν ἄγγελον» δανείστηκε ἀπὸ τὸν Ἠσαΐα, ὁ ὁποῖος λέει γιὰ τὸν Χριστό: «Καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ, μεγάλης βουλῆς ἄγγελος (:θὰ καλεῖται τὸ ὄνομα Αὐτοῦ ἀγγελιαφόρος τῆς μεγάλης βουλῆς τοῦ Θεοῦ)» (Ἠσ.9,6).

Τὴν φράση «εἰρήνην παρεχόμενον» δανείστηκε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος λέει «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν (:Φεύγω καὶ σᾶς ἀφήνω τὴν εἰρήνη. Σᾶς δίνω τὴ δική μου ἀληθινὴ καὶ βαθιὰ εἰρήνη, τὴν ὁποία ἦλθα νὰ φέρω στὸν κόσμο ποὺ συνταράζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Δὲν σᾶς δίνω ἐγὼ μιὰ εἰρήνη ὑποκριτική, ἀπατηλὴ καὶ ἀσταθῆ, σὰν αὐτὴ ποὺ δίνει ὁ κόσμος. Ἂς μὴν ταράζεται ἡ καρδιά σας ἀπὸ ἐσωτερικοὺς φόβους κι ἂς μὴ δειλιάζει ἀπὸ ἐξωτερικὰ φόβητρα καὶ ἀπειλές)» (Ἰω.14,27) καὶ ἀπὸ τὸν Παῦλο, ὁ ὁποῖος εἶπε «Χριστὸς ἐστὶν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας ἀμφότερα ἐν, ὁ καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας (: Πλησιάσατε καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὶς διαθῆκες του μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας. Αὐτὸς ἔκανε καὶ τοὺς δύο ἀντιμαχόμενους κόσμους, τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸν Ἐθνισμό, ἕνα.
Αὐτὸς γκρέμισε καὶ κατέλυσε τὸν τοῖχο ποὺ δημιουργοῦσε ὁ φραγμὸς τοῦ νόμου ποὺ ὀρθωνόταν ἀνάμεσα στοὺς δύο λαοὺς καὶ τοὺς χώριζε)» (Ἐφ.2,14), τὸ δὲ «φῶς τῆς θεογνωσίας» λήφθηκε ἀπὸ τὸν Ἀββακούμ, ὅπου λέει: «Καὶ φέγγος αὐτοῦ ὡς φῶς ἔσται (: Ἡ λάμψη καὶ ἡ ἀκτινοβολία τῆς ἄπειρης δόξας Του δὲν θὰ εἶναι ἀμυδρὴ καὶ ἀσθενής, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἄκρατη, ἀμιγὴς καὶ ἰσχυρή, ὅπως τὸ καθαρότατο φῶς.
Στὰ χέρια Του κρατεῖ δύναμη ἀκαταγώνιστη. Τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του συνδύασε κατὰ πάνσοφο τρόπο μὲ τὴν ἀκατάβλητη δύναμή Του)» (Ἀββακούμ, 3,4) · τὸ δὲ «ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζοντες» παραλήφθηκε ἀπὸ τὸν Ἠσαΐα, ποὺ λέει: «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμα μου πρὸς σέ, ὁ Θεός (: Τόσο πολὺ Σὲ ποθοῦμε, ὥστε ἀπὸ τὴν νύκτα ἀγρυπνεῖ νωρὶς τὸ πνεῦμα μου καταφεύγοντας σὲ Σένα, Θεέ μου, διότι τὰ προστάγματά Σου εἶναι φῶς ἐπὶ τῆς γῆς)» (Ἠσ.26,9).
Ἀπὸ τόσες λοιπὸν ρήσεις, ἀφοῦ συγκρότησε τὸ τροπάριο αὐτὸ ὁ Μελωδός, ἔπειτα ἐπιστρέφοντας πρὸς τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα, λέει πρὸς Αὐτόν: «Ω φιλανθρωπότατε Δέσποτα, Ἐσὺ Θεὸς ὄντας τῆς εἰρήνης καὶ Πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν, ἀπέστειλες πρὸς ἐμᾶς τὸν Μονογενῆ Σου Υἱό, τὸν Ἄγγελο –μηνυτή- γενόμενο τῆς μεγάλης καὶ προαιώνιας καὶ ἄρρητης βουλῆς Σου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὴν ἔνσαρκο Οἰκονομία Του».

Εἶπε ὁ θεοφόρος Μάξιμος· «Μεγάλη βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς εἶναι τὸ ἀποσιωπημένο καὶ ἄγνωστο τῆς Οἰκονομίας μυστήριο, τὸ ὁποῖο ἀπεκάλυψε μὲ τὴν σάρκωση ὁ Μονογενὴς Υἱός, Ἄγγελος γενόμενος τῆς μεγάλης καὶ προαιώνιας βουλῆς τοῦ Θεοῦ.
Γίνεται τῆς μεγάλης τοῦ Θεοῦ βουλῆς Ἄγγελος, αὐτὸς ὁ ὁποῖος γνώρισε τὸν λόγο τοῦ Μυστηρίου καὶ τόσο ἀνυψώνεται μὲ τὸ ἔργο καὶ τὸν λόγο, μέχρις ὅτου φθάσει σὲ Αὐτόν, ὁ ὁποῖος τόσο πολὺ κατέβηκε πρὸς Αὐτόν» (κεφ. κδ΄της β΄εκατον. τῶν Θεολογικῶν).
Τὸ δὲ «ἀπέστειλας» (: εὐδόκησες νὰ ἔλθει πρὸς ἐμᾶς ὁ Υἱός Σου) εἶπε ὁ Μελωδός, διότι ἡ ἀποστολὴ τοῦ Υἱοῦ τὴν εὐδοκία δηλώνει τοῦ Πατρός, ὅπως ἐννόησε ὁ μέγας Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Λόγος στὴν Χριστοῦ Γέννησιν).
Τὸ δὲ «εὐδοκία» πάλι σημαίνει τὸ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν Δαμασκηνὸ Ἰωάννη καὶ τὸν Θεσσαλονίκης Γρηγόριο, διότι δὲν ἦταν ἑπόμενο, ἀλλὰ προηγούμενο θέλημα Θεοῦ ἡ ἔνσαρκος Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Γιατί ὅμως «ἀπέστειλες τὸν Υἱό Σου, Πάτερ Θεέ;». Γιὰ νὰ δώσει σὲ ἐμᾶς εἰρήνη, γιὰ νὰ εἰρηνοποιήσει ἐμᾶς πρῶτα μὲ τὸν Θεό, δεύτερον μὲ τοὺς ἀγγέλους, πρὸς τοὺς ὁποίους εἴχαμε μάχη, τρίτο μὲ τοὺς ὁμοφύλους μας ἀνθρώπους· διότι καὶ μεταξύ μας εἴχαμε μάχες, καὶ τέταρτο μὲ τὸν ἑαυτό μας.
Ἀδιάφορο εἶναι τὸ παρεχόμενο, διότι ἡ ἀκρίβεια ἀπαιτοῦσε νὰ γράφεται «παρεξόμενον», ἐπειδὴ τὰ κινήσεως σημαντικὰ ρήματα, ὅπως εἶναι καὶ τὸ «ἀπέστειλας» μὲ μετοχὴ μέλλοντος χρόνου συντάσσονται, ἀντὶ τελικοῦ ἀπαρεμφάτου (Σημειώνουμε ἐδῶ τὸν φοβερὸ λόγο ποὺ λέει ὁ θεσπέσιος Μάξιμος, ὅτι, ἂν καὶ συμφιλίωσε καὶ εἰρήνευσε ἐμᾶς μὲ τὸν Πατέρα ὁ Υἱός, ὅσο ὅμως ἐμεῖς δουλεύουμε στὰ πάθη καὶ στὸν διάβολο, εἰρήνη καὶ φιλία δὲν ἔχουμε μὲ τὸν Θεὸ· διότι λέει τὰ ἑξῆς:
«Εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνουμε φίλοι τοῦ Θεοῦ, τὴν στιγμὴ ποὺ στασιάζουμε ἐναντίον Του μὲ τὰ πάθη καὶ ἀνεχόμαστε νὰ πληρώνουμε φόρο στὸν τύραννο καὶ φονέα τῶν ψυχῶν διάβολο, χωρὶς προηγουμένως νὰ ἔχουμε κἂν πολεμήσει τὸν πονηρό.
Διότι μέχρι τότε εἴμαστε ἐχθροὶ καὶ πολεμοῦμε τὸν Θεό, ἔστω καὶ ἂν ἀποδίδουμε στὸν ἑαυτό μας τὴν πλαστὴ ὀνομασία τοῦ πιστοῦ, ὅσο δηλαδὴ θέλουμε νὰ δουλεύουμε στὰ πάθη της ἀτιμίας.
Καὶ ἀπὸ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου δὲν θὰ κερδίσουμε κανένα ὄφελος, ἐὰν ἡ ψυχή μας βρίσκεται σὲ κακὴ κατάσταση καὶ στασιάζει ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ Δημιουργοῦ της καὶ δὲν ἀνέχεται νὰ ὑπαχθεῖ κάτω ἀπὸ τὴν βασιλικὴ ἐξουσία Του, ὄντας ἀκόμη πουλημένη σὲ μύριους σκληροὺς τυράννους» (κέφ. μὰ΄ τῆς Γ΄ ἑκατοντάδος τῶν Θεολογικῶν)).
 
«Ἀπὸ δὲ τὴν ἔνσαρκο παρουσία τοῦ Υἱοῦ Σου –συνεχίζει ὁ Μελωδός- ἐμεῖς τὰ πλανεμένα ἔθνη ὁδηγηθήκαμε στὸ φῶς τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τῆς εὐσέβειας καὶ πίστεως».
Γι’ αὐτὸ «ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζοντες» · δηλαδὴ ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ ἀσέβεια, ἀφοῦ ἤλθαμε στὴν εὐσέβεια, Σὲ δοξολογοῦμε, φιλάνθρωπε Κύριε.
Καὶ εἶπε αὐτὸ γιὰ νὰ δείξει ὅτι εἶναι πέμπτη Ὠδὴ ἡ παροῦσα, τῆς ὁποίας ὁ ποιητὴς εἶναι ὁ Ἠσαΐας ὁ ὁποῖος εἶπε: «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμα μοῦ πρὸς σέ, ὁ Θεός», ὅπως προλέχθηκε.

Ἐδῶ προτείνει μία ἀπορία ὁ Θεόδωρος ὁ ἑρμηνευτὴς τῶν Κανόνων, λέγοντας: «Ἐπειδὴ ἡ ἀσέβεια εἶναι νύκτα, ἡ δὲ εὐσέβεια ἀντίθετα εἶναι ἡμέρα· γιατί ὁ Ἠσαΐας καὶ ὁ Μελωδὸς δὲν εἶπαν, ὅτι ἀπὸ τὴν νύκτα ἦλθαν στὴν ἡμέρα, ἀλλὰ στὸν ὄρθρο;».
Αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἀπορία λύνοντας αὐτός, λέει: «Ὅπως κατὰ τὴν νύκτα δὲν βλέπει καθόλου ὁ ὀφθαλμός, ἐνῷ ἀντιθέτως τὴν ἡμέρα βλέπει καθαρὰ καὶ ἀπλανῶς, στὸν δὲ ὄρθρο βλέπει μὲν λίγο, ὄχι ὅμως καθαρὰ· διότι εἶναι κάτι τὸ ἐνδιάμεσο ὁ ὄρθρος τῆς νύκτας καὶ τῆς ἡμέρας, καὶ οὔτε ἐντελῶς σκοτεινός, ὅπως ἡ νύκτα, οὔτε ἐντελῶς φωτεινός, ὅπως ἡ ἡμέρα· ἔτσι νύκτα σκοτεινὴ καὶ ἀσέληνη εἶναι ἡ ἀσέβεια καὶ ὅσοι βρίσκονται στὴν ἀσέβεια, ἐνῷ ἡμέρα ὁλόφωτη εἶναι ἡ αἰώνια κατάσταση κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα καὶ ἡ δόξα ποὺ πρόκειται νὰ ἀποκαλυφτεῖ στοὺς Ἁγίους καὶ ἡ γνώση τῶν μυστηρίων· ὄρθρος πάλι εἶναι κατάσταση τῶν εὐσεβῶν ποὺ ζοῦν κατὰ τὸν παρόντα αἰῶνα· διότι σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση ὄντες οἱ εὐσεβεῖς καὶ Ἅγιοι, δὲν μποροῦν νὰ θεωρήσουν τρανὰ καὶ καθαρὰ τὰ θεῖα Μυστήρια, διότι ἐμποδίζονται ἀπὸ τὸ σκέπασμα τοῦ ὑλικοῦ αὐτοῦ καὶ παχέος σώματος».

Γι'αυτό ὁ μὲν Παῦλος ἔγραφε πρὸς τοὺς Κορινθίους: «Βλέπομεν ἄρτι δι' ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δέ, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι, καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην (:Διότι τώρα βλέπουμε σὰν μέσα ἀπὸ μεταλλικὸ καθρέφτη θαμπὰ καὶ μὲ τόση ἀτέλεια, ὥστε νὰ μᾶς μένουν πολλὰ αἰνίγματα ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐξηγήσουμε.
Τότε ὅμως θὰ δοῦμε φανερὰ καὶ καθαρά, διότι θὰ δοῦμε κατ' εὐθεῖαν πρόσωπο μὲ πρόσωπο. Τώρα γνωρίζω μόνο ἕνα μέρος τῆς ἀλήθειας.
Τότε ὅμως θὰ λάβω τόσο τέλεια γνώση, ὅσο τέλεια μὲ γνώριζε ὁ παντογνώστης Κύριος, ὅταν ἐνεργοῦσε τὴν ἐπιστροφή μου καὶ μὲ καλοῦσε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα)» (Α΄Κορ. 13,12)· ὁ δὲ Θεολόγος Γρηγόριος εἶπε: «Τὰ ἐνταῦθα δευτέρας ἐλλάμψεως» · καὶ ἀλλοῦ:
«Γιὰ νὰ βλέπουμε καθαρὰ τὴν μακάρια Τριάδα, τῆς ὁποίας τώρα δεχόμαστε μέτριες τὶς ἐκφάνσεις», καὶ στὸν λόγο στὴν τοῦ Χριστοῦ Γέννηση λέει: «Ἐδῶ μὲ πείθει τὸ μέτριο φέγγος τῆς ἀλήθειας, λαμπρότητα Θεοῦ καὶ νὰ ἰδῶ καὶ νὰ πάθω (στὸν μέλλοντα αἰῶνα δηλαδή)».
 
Ἐὰν ὅμως ἀπορεῖ κάποιος, πῶς ὁ Παῦλος γράφοντας πρὸς τοὺς Ρωμαίους εἶπε: «Ἀποθώμεθα τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτὸς· ὡς ἐν ἡμὲρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν (: Ἄς ἀποθέσουμε λοιπὸν σὰν νυκτερινὰ ἐνδύματα τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ γίνονται στὸ σκοτάδι, καὶ ἂς ντυθοῦμε σὰν ἄλλα ὅπλα τὰ φωτεινὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς· ὅπως συμπεριφέρεται κανεὶς τὴν ἡμέρα, ποὺ τὰ βλέμματα πολλῶν τὸν παρακολουθοῦν, ἔτσι κι ἐμεῖς ἂς συμπεριφερθοῦμε μὲ εὐπρέπεια καὶ σεμνότητα)» (Ρωμ.13,12).
 Σὲ αὐτὸν ἀπαντοῦμε, ὅτι δὲν εἶπε ὁ Παῦλος «ἐν ἡμὲρᾳ» ἀλλὰ «ὡς ἐν ἡμὲρᾳ» · τὸ δὲ «ὡς», ὁμοιωματικὸ μόριο εἶναι καὶ δηλώνει ὁμοίωμα ἡμέρας, καὶ ὄχι αὐτὴν τὴν ἡμέρα· ὅπως εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ λέχθηκε γιὰ τὸν Προφήτη Ἠλία:
«Ἀνελήφθη ὡς εἰς Οὐρανὸν» δηλώνει ὅτι ἀνέβη, ὄχι στὸν οὐρανό, ἀλλὰ σὲ ὑψηλότερο μέρος τῆς γῆς.
Καὶ ὁ ὄρθρος λοιπὸν ἡμέρα μὲν δὲν εἶναι, ὡς ἡμέρα ὅμως καὶ εἶναι καὶ λέγεται· διότι καὶ αὐτὸς ἐπιτρέπει στὸν ὀφθαλμὸ νὰ βλέπει, ὄχι ὅμως καθαρὰ ὅπως ἡ ἡμέρα, ἀλλὰ μὲ τρόπο ποὺ εἶναι ἐνδιάμεσος τῆς νύκτας καὶ τῆς ἡμέρας, ὅπως εἴπαμε (Ὁ δὲ Κύριος ἀντίθετα, «ἡμέρα» ὀνόμασε τὴν παροῦσα ζωή, ἐνῷ νύκτα την μέλλουσα, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός μὲ ἕως ἡμέρα ἐστὶν· ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι» (Ἰω.9,4), τὸ ὁποῖο ἑρμηνεύοντας ὁ Εὐθύμιος ὁ Ζιγαβηνὸς λέει: «ἕως ἡμέρα ἐστὶν» σημαίνει ὅσο διαρκεῖ ὁ παρὼν καιρός, ὅσο διαρκεῖ ἡ ζωὴ αὐτή, ὅσο μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐργάζονται· ἔρχεται ὁ μελλοντικὸς αἰῶνας, ὅταν κανένας πλέον δὲν μπορεῖ νὰ ἐργάζεται «τὸ πιστεύειν εἰς ἐμὲ» · διότι ὁ παρὼν καιρὸς εἶναι καιρὸς ἐργασίας, ἐνῷ ὁ μελλοντικὸς εἶναι καιρὸς ἀνταποδόσεως.
Τὸ ὅτι πάλι ἐδῶ ἐργασία λέει τὴν τοῦ πιστεύειν, εἶναι φανερὸ ἀπὸ τοῦ νὰ πεῖ «ὀπίσω». Αὐτὸ εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, νὰ πιστέψετε σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἀπέστειλε Ἐκεῖνος.
Ὁ μὲν Χριστὸς λοιπόν, «ἡμέρα» ὀνόμασε τὸν παρόντα αἰῶνα ἐξ αἰτίας τῆς ἐργασίας, ἐνῷ «νύκτα» τὸν μέλλοντα αἰῶνα ἐξ αἰτίας τῆς ἀνεργίας, ὁ δὲ Παῦλος ἀντίθετα, νύκτα τὸν παρόντα αἰῶνα λέγει γιὰ τὴν πλάνη καὶ τὴν ἄγνοια καὶ τὸ σκότος τῶν παθῶν, ἐνῷ ἡμέρα τον μέλλοντα, ἐπειδὴ δὲν ἔχει τίποτε ἀπὸ αὐτὰ· διότι λέει: «Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικε» (Ρώμ.13,12) (Τόμος Δ΄της ἑρμηνείας τῶν Εὐαγγελιστῶν).
Ἐὰν ὅμως ἀκριβέστερα ἐννοηθεῖ τὸ ρητό: «Ἡ προκύψασα νὺξ καὶ ἡ ἐγγίζουσα ἡμέρα», δὲν φαίνεται νὰ εἶναι καθαρὴ ἡμέρα, ἀλλὰ σὰν κάποιος ὄρθρος).
 
Εἱρμὸς ὠδῆς ς΄: «Σπλάχνων Ἰωνᾶν ἔμβρυον ἀπήμεσεν ἐνάλιος θήρ, οἷον ἐδέξατο· τῇ Πὰρθένῳ δὲ ἐνοικήσας ὁ Λόγος καὶ σάρκα λαβὼν διελήλυθε φυλάξας ἀδιάφθορον· ἧς γὰρ οὐχ ὑπέστη ῥεύσεως, τὴν τεκοῦσαν κατέσχεν ἀπήμαντον».
Ποιός δὲν θαύμαζε τὴν σοφὴ διάνοια τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ Μελωδοῦ; Διότι αὐτὸς τὸν ἕνα καὶ τὸν ἴδιο Προφήτη Ἰωνᾶ χρησιμοποιεῖ γιὰ διάφορες ὑποθέσεις.
Καὶ πρῶτα βέβαια πολὺ σωστὰ τὸν χρησιμοποίησε στὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, παρομοιάζοντάς τον μὲ τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ, τώρα πάλι τὸν χρησιμοποιεῖ στὴν ὑπόθεση τῆς ἐκ Παρθένου Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ τὴν μὲν διαμονή του στὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους παρομοιάζει μὲ τὴν σύλληψη τοῦ ἐμβρύου, τὴν δὲ ἔξοδο ἀπὸ τὸ κῆτος τὴν παρομοιάζει μὲ τὴν Γέννηση τοῦ ἐμβρύου (Βλέπε καὶ στὴν ἑρμηνεία τοῦ τροπαρίου της στ΄ωδής τοῦ ἰαμβικοῦ κανόνος τῶν Θεοφανείων ὁ ὁποῖος λέει: «Ἐκ ποντίου λέοντος ὁ τριέσπερος», γιὰ νὰ μάθεις πὼς ὁ Ἰωνᾶς παρομοιάζεται μὲ τὸ ἔμβρυο ἀπὸ τὸν Ἀλεξανδρείας θεσπέσιο Κύριλλο).
 Γι' αὐτό λέει, ὅτι ὁ «ἐνάλιος θήρ (: τὸ κῆτος τῆς θάλασσας)» ποὺ δέχτηκε στὴν κοιλιά του τὸν Ἰωνᾶ καὶ τὸν φύλαξε, ὅπως ἡ μητέρα δέχεται στὴν κοιλιά της τὸ ἔμβρυο καὶ τὸ φυλάγει, στὸ τέλος τὸ ξέρασε ἀπὸ τὰ σπλάχνα του, ἀλλὰ τόσο σῶο καὶ ἀβλαβῆ ξέρασε, ὅπως σῶος καὶ ἀβλαβὴς ἦταν, ὅταν τὸν δέχθηκε προηγουμένως στὰ σπλάχνα του.
Ὁ μὲν Ἰωνᾶς λοιπὸν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δέχθηκε καὶ ξεράσθηκε ἀπὸ τὸ κῆτος, ὁ δὲ Μονογενὴς τοῦ Θεοῦ Λόγος, ἀφοῦ εἰσῆλθε μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, καὶ ἔλαβε σάρκα ἀπὸ τὰ πανάχραντά της αἵματα «διελήλυθε» (: γεννήθηκε) φυλάγοντας ἀβλαβῆ καὶ ἀδιάφθορη τὴν κοιλιά, ποὺ τὸν δέχθηκε καὶ τὸν γέννησε, δηλαδή, τὴν ἄφησε Παρθένο, ὅπως τὴν βρῆκε Παρθένο καὶ ὅταν εἰσῆλθε.
Γι'αυτό ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ σημεῖο φαίνεται ὅτι εἶναι ἐνάντιο, κατὰ κάποιον τρόπο, τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰωνᾶ μὲ τὴν ἐκ τῆς Παρθένου Γέννηση τοῦ Κυρίου, διότι ἐκεῖ μὲν τὸν κυοφορούμενο Ἰωνᾶ τὸν φύλαγε ἀβλαβῆ τὸ κῆτος, ποὺ τὸν κυοφοροῦσε μὲ τὴν παντοδύναμη χάρη τοῦ Θεοῦ· ἐδῶ ὅμως κυοφορούμενος στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου ὁ Θεὸς Λόγος, Αὐτὸς μᾶλλον φύλαξε ἀβλαβῆ αὐτὴν ποὺ Τὸν κυοφοροῦσε, μὴ διαφθείροντας τὰ κλεῖθρα τῆς Παρθενίας της.
Διότι ὅπως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε στὸν οὐρανὸ ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὸ αἰώνων, ὡς Θεὸς δὲν ὑπέμεινε κανένα πάθος καὶ ρεύση καὶ φθορά, διότι «ἀπαθῶς καὶ ἀρρεύστως προῆλθεν ἐκ τοῦ Πατρός», ὅπως ὁ λόγος ἀπὸ τὸν νοῦ· ἔτσι αὐτὸς ὁ Ἴδιος ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε κάτω στοὺς ἐσχάτους χρόνους, ὡς ἄνθρωπος, διαφύλαξε ἀβλαβῆ καὶ χωρὶς καμία φθορὰ τὴν Θεοτόκο, ἡ ὁποία Τὸν γέννησε.

 Ἔτσι ἡ Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μὲ τὴν ἰα΄Πράξη της μὲ τὸν λίβελλο τῆς Πίστεως Σωφρονίου Ἱεροσολύμων τὴν ἀνακήρυξε Παρθένον «πρὸ τόκου καὶ ἐν τὸκῳ καὶ μετὰ τόκον», ποὺ σημαίνει «ἀειπάρθενον».
Ἀλλὰ καὶ ὁ θεσπέσιος Ἐπιφάνιος (αἵρεσις ἰη΄), λέει: «Ποιός ποτὲ λέγοντας Μαρία διερωτήθηκε, δὲν πρόσθεσε τὴν Παρθένο;».
Ἔτσι ὁ Χριστὸς καὶ κατὰ τὶς δύο Γεννήσεις ἀπαθὴς φάνηκε καὶ ἄρρευστος, διότι οὔτε ὁ Πατὴρ γεννῶντας Τον ἔπαθε κάτι, οὔτε ἡ μήτηρ.
 Καὶ γιὰ νὰ πῶ καθαρότερα, ὅπως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς ἀνθρώπου ἀτρέπτως, δηλαδὴ χωρὶς νὰ ὑποστεῖ ἀλλοίωση ἀπὸ τὴν δική Του φύση καὶ θεότητα, ἢ νὰ λάβει καμία ἀλλοίωση καὶ ρεύση, σύμφωνα μὲ τὸν Θεολόγο Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος λέει:
«Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γίνεται καὶ Υἱὸς ἀνθρώπου, χωρὶς νὰ μεταβάλλει ἐκεῖνο ποὺ ἦταν, διότι εἶναι ἄτρεπτος, ἀλλὰ ἀφοῦ προσέλαβε αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν, διότι εἶναι φιλάνθρωπος» (Λόγος εἰς τὰ Φῶτα), ἔτσι καὶ αὐτὴν ποὺ Τὸν ἔτεκε τὴν διαφύλαξε ἄτρεπτη καὶ ἀβλαβῆ, διότι αὐτὴ χωρὶς νὰ τραπεῖ ἀπὸ τὴν κατὰ φύση παρθενία ποὺ εἶχε, προσέλαβε ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶχε, δηλαδὴ τὴν ὑπὲρ φύση μητρότητα.
Γι' αὐτό καὶ ὁ Θεοφόρος Μάξιμος εἶπε: «Ὅπως δηλαδὴ Ἐκεῖνος, ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος οὔτε τὴν φύση Του ἄλλαξε, οὔτε τὴν δύναμή Του ἄλλαξε, ἔτσι ἐκείνην ποὺ Τὸν γέννησε καὶ Μητέρα τὴν κάνει καὶ Παρθένο τὴν διατηρεῖ, ἑρμηνεύοντας ταυτόχρονα τὸ θαῦμα μὲ τὸ θαῦμα καὶ μὴν κρύβοντας τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο» (Κεφ.θ΄, τῆς γ΄εκατοντ. τῶν γνωστικῶν).
 
Λέει καὶ ὁ Βρυέννιος Ἰωσήφ: «Ποιά φάνηκε ποτὲ Μητέρα τοῦ Θεοῦ τῶν Πατέρων; Ποιά συγχρόνως καὶ πλάστη καὶ πλάσμα συνέλαβε; Ποιά, καὶ συλλαμβάνοντας Υἱὸ καὶ κυοφορῶντας καὶ τίκτοντας, δὲν ἀπέβαλε τὸ νὰ εἶναι Παρθένος; Πρὶν ἀπὸ τὴν σύλληψη Παρθένος· κατὰ τὴν σύλληψη Παρθένος· κατὰ τὴν κύηση Παρθένος καὶ «ἐν τῷ τίκτειν» Παρθένος· καὶ μετὰ τὸν τοκετὸ πάλι Παρθένος καὶ πάντοτε Ἀειπάρθενος· διότι αὐτὴ ἡ ὁποία σὲ ὅλο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς της καὶ ὡς πρὸς τὴν ὅραση καὶ τὴν γεύση καὶ τὴν ἀκοὴ καὶ τὴν ἁφὴ καὶ τὴν ὄσφρηση καὶ τὸν νοῦ καὶ τὴν διάνοια καὶ τὴν δόξα καὶ τὴν φαντασία καὶ τὴν αἴσθηση καί, μὲ ἕναν λόγο, μὲ ὅλες της τὶς δυνάμεις της καὶ τὶς ψυχικὲς καὶ τὶς σωματικὲς τήρησε ὅλο τὸν ἑαυτό της ἄβατο στοὺς ρυπαροὺς λογισμούς, πολὺ φυσικὰ θὰ μποροῦσε νὰ λέγεται Ἀειπάρθενος.
Γι' αὐτό δὲν ἐμπόδισε καθόλου τὴν ὑπόθεση αὐτὴ τῆς παρθενίας ἡ ὑπερφυσικὴ κυοφορία· οὔτε τὸ νὰ εἶναι Ἀειπάρθενος ἐμπόδισε ὁ θεῖος Τόκος· οὔτε ἡ σύλληψις προξένησε βλάβη στὴ μήτρα, οὔτε ὁ τοκετὸς διέφθειρε αὐτὴν ποὺ ἔτεκε» (Λόγος Γ΄εις τὸν Εὐαγγελισμόν).

Εἱρμὸς ὠδῆς ζ΄: «Οἱ παῖδες εὐσεβείᾳ συντραφέντες δυσσεβοῦς προστάγματος καταφρονήσαντες, πῦρὸς ἀπειλὴν οὐκ ἐπτοήθησαν, ἀλλ' ἐν μέσῳ τῆς φλογὸς ἑστῶτες ἔψαλλον· Ὁ τῶν πατέρων Θεὸς εὐλογητὸς εἶ».
Γιὰ τοὺς τρεῖς Παῖδες εἶπε ὁ θεσπέσιος Κοσμᾶς στὸν προηγούμενο Κανόνα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ καὶ ἐμεῖς ἐξηγήσαμε τὰ σχετικὰ μὲ ἐκεῖνον ἐκεῖ.
Ἀλλὰ καὶ στὸν παρόντα Κανόνα σὲ αὐτὴν ἑβδόμη ὠδὴ λέει γι’ αὐτοὺς ὁ ἴδιος ἀσματογράφος τὰ ἑξῆς:
ὅτι «οἱ τρεῖς ἐκεῖνοι ἅγιοι Παῖδες, ἐπειδὴ ἀνατράφηκαν μὲ εὐσέβεια στὸν Θεό, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἐξαπλούμενη καὶ εὐρυνόμενη ἀντίληψις τῶν θείων πραγμάτων μὲ ὑψηλότερη γνώση καὶ θεωρία», τὴν ὁποία ὁ Σολομῶντας ὁρίζοντας εἶπε:
«Εὐσέβεια εἰς Θεὸν ἀρχὴ αἰσθήσεως» (Παρ.1,7)· «ἐπειδή», λέω, «ἀνατράφηκαν εὐσεβῶς, γι' αὐτό καταφρόνησαν τὴν δυσσεβὴ καὶ βλάσφημη προσταγῇ τοῦ Βασιλιᾶ Ναβουχοδονόσορ, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ προσκυνηθεῖ ὡς θεὸς μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ ἔστησε στὴν πεδιάδα τὴν λεγόμενη Δεηρά.
Λοιπόν, ὄχι μόνο καταφρόνησαν τὴν προσταγῇ τοῦ Βασιλιᾶ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπειλὴ ποὺ τοὺς ἔκανε ὁ ἴδιος Βασιλιᾶς, ὅτι θὰ τοὺς βάλει στὴν κάμινο τοῦ πυρός, δὲν τὴν φοβήθηκαν καθόλου».
Μὲ τὸ «πυρὸς ἀπειλὴν» μπορεῖ νὰ ἐννοηθεῖ καὶ ὁ καταπληκτικὸς ἦχος τοῦ πυρός, ὁ ὁποῖος προξενεῖ φόβο σὲ ὅσους τὸ ἀκοῦν γιὰ τὸ ἑπταπλάσιο τῆς καύσεως.
Ὁπότε στεκόμενοι στὸ μέσο τῆς φλόγας -συνεχίζει ὁ Μελωδός- ὄχι μόνο δὲν λυποῦνταν, ἀλλὰ καὶ τόση ὑπερβολικὴ χαρὰ δοκίμαζαν, ὥστε ἀπὸ τὴν μεγάλη τους χαρὰ ἔψαλλαν λέγοντας:
«Σύ, ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν, τοῦ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, Σὺ εἶσαι εὐλογητὸς καὶ δοξασμένος στοὺς αἰῶνες».
Ὁ λόγος δὲ αὐτὸς εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς ἑβδόμης ὠδῆς.

Εἱρμὸς ὠδῆς η΄: «Θὰύματος ὑπερφυοῦς ἡ δροσοβόλος ἐξεικόνισε κάμινος τύπον· οὐ γὰρ οὓς ἐδέξατο φλέγει νέους, ὡς οὐδὲ πῦρ τῆς θεότητος Πάρθένου ἣν ὑπέδυ νηδύν. Διὸ ἀνυμνοῦντες ἀναμέλψωμεν· εὐλογείτω ἡ κτίσις πᾶσα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερυψούτω εἰς πάντας τὸὺς αἰῶνας».
Εὐφυέστατα προσαρμόζει στὴν ἑορτὴ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως τὸ θαῦμα τῆς βαβυλωνίας καμίνου ὁ θεσπέσιος Μελωδὸς μὲ τὸν παρόντα Εἱρμὸ· διότι λέει ὅτι ἡ βαβυλωνία ἐκείνη καὶ χαλδαϊκὴ κάμινος, ἡ ὁποία ἦταν δροσερὴ καὶ ὄχι φλογερή, προεικόνιζε τὸν τύπο τῆς κατὰ σάρκα Γεννήσεως τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Παρθένο.
Διότι, ὅπως ἡ κάμινος ἐκείνη, ἂν καὶ ἦταν καμένη ἑπταπλάσια μὲ τόση ὕλη φωτιᾶς, δὲν κατέκαυσε ὅμως τοὺς τρεῖς νέους παῖδες, τοὺς ὁποίους δέχθηκε μέσα στὸν ἑαυτό της, ἔτσι καὶ τὸ πῦρ τῆς Θεότητος τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ δὲν κατάκαψε τὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου Μαρίας, μέσα στὴν ὁποία εἰσῆλθε, ἀλλὰ τὴν διεφύλαξε ἄφλεκτη καὶ ἀβλαβῆ.
Ὁ τύπος αὐτὸς τῆς καμίνου εἶναι ἀντίστροφος μὲ τὸ πρωτότυπο· δηλαδὴ μὲ τὴν ἐκ Παρθένου Γέννηση τοῦ Σωτῆρα· διότι ἐκείνη ἡ χαλδαϊκὴ κάμινος, ἡ ὁποία προετύπωνε τὴν μήτρα τῆς Θεοτόκου, ἔχοντας μέσα τὴν φωτιά, δὲν ἔκαυσε τοὺς νέους ποὺ δέχθηκε· ἐνῷ ἐδῶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὴν μήτρα τῆς Παρθένου, ἔχοντας τὸ πῦρ, ἢ γιὰ νὰ ποῦμε καλύτερα, ὁ Ἴδιος ὄντας πῦρ αὐτόχρημα, δὲν κατάκαυσε τὴν μήτρα ποὺ Τὸν δέχθηκε· καὶ πολὺ σωστὰ τὸ ἔκανε αὐτό, διότι, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς πῦρ εἶναι καὶ λέγεται «καταναλίσκον»· διότι λέει: «Κύριος ὁ Θεὸς σοῦ πῦρ καταναλίσκον ἐστί» (Δευτ.4,24)· διότι καταναλίσκει τὴν μοχθηρία καὶ τὴν ἁμαρτία, σύμφωνα μὲ τὸν Θεολόγο Γρηγόριο· γι' αὐτό πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ κατακαύσει τὴν Παρθένο, στὴν ὁποία δὲν βρισκόταν κανένα ἴχνος ἁμαρτίας ἢ ρυπαρότητας, οὔτε προπατορικῆς -διότι καθαρίστηκε ἡ Παρθένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸν καιρὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπως ἡ κοινὴ γνώμη τῶν ἱερῶν Θεολόγων δογματίζει-, ἀλλὰ οὔτε προαιρετικῆς;
Διότι ὅπως αὐτὸ τὸ πῦρ, τὸ ὁποῖο ὑπηρετεῖ τὶς ἀνάγκες μας καὶ γι' αὐτό λέγεται «διακονικό», δὲν ὑπερβαίνει τοὺς ὅρους καὶ τὰ μέτρα τῆς καυστικῆς του δυνάμεως, τὰ ὁποῖα ἔλαβε ἀπὸ τὸν Δημιουργό, ἀλλὰ καίει μὲν αὐτὸ ξύλα καὶ λινάρι καὶ καλάμι καὶ ὅλα ὅσα εἶναι δεκτικὰ τῆς καύσεως ἐκείνου, δὲν καίει ὅμως ἀπὸ μὲν τὰ ζῶα τὴν ψυχρότατη σαλαμάνδρα. (Γι' αὐτό ἡ πόλις τοῦ Παρισιοῦ ἔχει ὡς σημαία τὴν σαλαμάνδρα ἀνάμεσα στὴν φλόγα μὲ αὐτὴν τὴν ἐπιγραφή: «Περικυκλοῦμαι, ἀλλ΄ οὐ φλέγομαι» (Κέφ. κθ’ τοῦ Πολιτικοῦ Θεάτρου)), ἀπὸ τὰ ξύλα τὸ φυτὸ τὸ καλούμενο «λάριξ» ( Γι΄ αὐτό, ἀναφέρει ὁ Πλίνιος, ὅτι ὅταν ριφθεῖ ὁ λάριξ στὴν φωτιά, ἀντιστέκεται σὲ αὐτὴν σὰν νὰ ἦταν πέτρα.
Γι'αυτό ὁ Καῖσαρ πηγαίνοντας στὴν πόλη Γαζγόβοια, βρῆκε ἐκεῖ ἕναν πύργο, ποὺ ἦταν κατασκευασμένος ἀπὸ αὐτὸ τὸ ξύλο καὶ πρόσταξε νὰ τὸν κατακαύσουν, ἀλλὰ ἡ φλόγα περικύκλωσε τὸν πύργο, ἀλλὰ δὲν τοῦ προξένησε καμία φθορὰ (κεφάλαιο κθ΄του Πολιτικοῦ Θεάτρου)), ἀπὸ δὲ τοὺς λίθους τὴν πέτρα, ποὺ λέγεται «παντάρβη»  (Λένε οἱ Φυσικοὶ ὅτι καὶ ὁ λίθος ὁ καλούμενος Ἄσβεστος, ὁ ὁποῖος βγαίνει στὴν Ἀρκαδία σιδηροχρώματος, ὅταν μία φορὰ ἀνάψει ἀπὸ τὸ πῦρ, ποτὲ δὲν σβήνει, καὶ ἂν ἀκόμη ρίξει κανεὶς ἐπάνω του ὅλα τῶν ποταμῶν τὰ νερὰ· παραμένει δὲ χωρὶς νὰ κατακαίγεται ἀπὸ αὐτό, ἔχοντας τὸ πῦρ ἀπὸ κάποιον ἀπόρρητο λόγο τῆς φύσεως (βλέπε Κεφάλαιο κδ΄του Πολιτικοῦ Θεάτρου)), διότι ὅταν πέσει σὲ αὐτὰ τὸ πῦρ, λησμονεῖ, μὲ κάποιον τρόπο, τὴν φυσική του καυστικὴ δύναμη καὶ τὰ διαφυλάττει ἄφλεκτα αὐτά, ἔτσι καὶ ὁ Θεός, τὸ πῦρ τὸ ἄϋλο καὶ ἀναλωτικὸ τῆς ἁμαρτίας, ὅπου βρεῖ ἁμαρτία, ἐκεῖ ἐνεργεῖ καὶ τὴν κατακαίει, ὅπου ὅμως δὲν βρίσκει ἁμαρτία, ἐκεῖ δὲν καίει, ἀλλὰ μᾶλλον δροσίζει.
Ἔτσι δὲν ἔφλεξε καὶ τὸ ἄσπιλο καὶ ἅγιο σῶμα τῆς Παρθένου, ἐπειδὴ δὲν βρῆκε σὲ αὐτὸ καμία ὕλη καὶ ἁμαρτία, ἡ ὁποία κατακαίγεται ἀπὸ τὸ θεϊκὸ πῦρ.
Συμπληρώνει ἀκόμη στὴ συνέχεια ὁ Μελωδός, ὅτι ἐπειδὴ ἐμεῖς ἀξιωθήκαμε νὰ δοῦμε αὐτὸ τὸ θαυμάσιο, γι'αυτό ἂς τὸ ἀνυμνήσουμε καὶ ἂς τὸ μελωδήσουμε λέγοντας «Εὐλογείτω ἡ κτίσις πᾶσα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερυψούτω εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας», τὸ ὁποῖο εἶναι λόγος χαρακτηριστικὸς τῆς ὀγδόης Ὠδῆς.

Εἱρμὸς ὤδὴς θ΄: «Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον! Oὐρανὸν τὸ σπήλαιον· θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον· τὴν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος, Χριστὸς ὁ Θεός, ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν».
Τὸ προοίμιο τοῦ παρόντος Εἱρμοῦ αὐτολεξεὶ δανείστηκε ὁ Μελωδὸς ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ποὺ ἀναφέρεται στὴν Γέννηση τοῦ Κυρίου, ὅπου ὡς ἑξῆς προλογίζει ἡ ρητορικὴ ἐκείνη καὶ εὔλαλη γλῶσσα: «Μυστήριο ξένο καὶ παράδοξο βλέπω» (Ὁ λόγος αὐτὸς σώζεται στὸν Ε’ τόμο τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως).
Μιμήθηκε ὁ Μελωδὸς ἐδῶ καὶ τὸν διορατικὸ ἐκεῖνο Προφήτη Ἀββακούμ, ὁ ὁποῖος λέει: «Ἐπὶ τῆς φυλακῆς μου στήσομαι καὶ ἐπιβήσομαι ἐπὶ πέτραν καὶ ἀποσκοπεύσω τοῦ ἰδεῖν (: Θὰ σταθῶ ἐπάνω στὴν προφητική μου σκοπιὰ καὶ θὰ ἀνέβω ἐπάνω σὲ πέτρα στερεά, ἀσάλευτη καὶ ὑψηλὴ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ἀποβλέψω καὶ θὰ προσέξω γιὰ νὰ δῶ)» (Αβ.2,1)· διότι, ἀφοῦ στάθηκε καὶ αὐτὸς στὴν δική του «φυλακή», δηλαδὴ στὴν προσοχὴ τοῦ νοῦ καὶ ἀνέβηκε στὴν καρδιά, ὅπως ἐπάνω σὲ πέτρα, μὲ νοερὴ ἐπιστροφὴ καὶ σύνεση, ἀπὸ ἐκεῖ θεώρησε μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος τὴν ἐκ Παρθένου ἀπόρρητη Γέννηση τοῦ Σωτῆρος.
Γι'αυτό, ἀφοῦ κατεπλάγη τὸ ἀκατάληπτο Μυστήριο, ἀναβόησε αὐτὴν τὴν θαυμαστικὴ φωνὴ λέγοντας: «Μυστήριον ξένον ὀρῷ καὶ παράδοξον».
Κατόπιν ἐξηγῶντας ποιό εἶναι τὸ Μυστήριο, λέει: «Βλέπω ὅτι τὸ γήινο καὶ ζοφερὸ σπήλαιο ἔγινε ὑψηλὸς καὶ λαμπρὸς οὐρανὸς· διότι ὁ ὑπερούσιος Λόγος τοῦ Πατρός, ὁ Ὁποῖος κατοικεῖ στοὺς οὐρανοὺς καὶ δοξολογεῖται ἀκατάπαυστα ἀπὸ χιλιάδες Ἀγγέλων καὶ μυριάδες Ἀρχαγγέλων, καταδέχθηκε νὰ γεννηθεῖ καὶ νὰ κατοικήσει μέσα σὲ αὐτὸ· βλέπω ὅτι ἡ Παρθένος καὶ Θεοτόκος Μαρία, ἡ ὁποία ἔχει ὑλικὸ σῶμα, ἔγινε θρόνος Χερουβικός, διότι Ἐκεῖνος ποὺ ἀναπαύεται ἐπάνω στὸν ἔνδοξο θρόνο καὶ στὰ νῶτα τῶν πολυομμάτων καὶ ἄϋλων Χερουβίμ, θρονιάστηκε μέσα στὴν ἄχραντη κοιλιὰ καὶ ἐπάνω στὶς ἀγκάλες τῆς Παρθένου καὶ ἀναπαύθηκε· βλέπω ὅτι ἡ εὐτελέστατη καὶ μικρότατη φάτνη ἔγινε τόπος ἐνδοξότατος καὶ πολυχωρότατος· διότι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος εἶναι πανταχοῦ ἀχώρητος ὡς πρὸς τὴν θεότητα, ἀνεκλίθη (πλάγιασε) ἐπάνω σὲ αὐτὴν ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα».
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος πανηγυρίζοντας στὴν ἑορτὴ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως εἶπε: «Ἐὰν ὑπάρχει κάποιος Οὐρανὸς τῶν Οὐρανῶν καὶ ἐὰν ὑπάρχουν ὑπερῶα ὕδατος ποὺ στεγάζουν τὰ οὐράνια, καὶ ἐὰν ὑπάρχει κάποιος τόπος ἢ στάσις ἢ τάξις ὑπερκόσμια, δὲν ἔχει τίποτε περισσότερο ἄξιο θαυμασμοῦ ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ ἀπὸ τὴν φάτνη ἀπὸ τὰ βρεφικὰ περιρραντήρια καὶ σπάργανα οὔτε θειότερο».
Ὁ δὲ μέγας Ἀθανάσιος εἶπε τὰ ὡραῖα αὐτά: «Ὁ οἰκίσκος, ὅπου ἀποκύησε ἡ Παρθένος δέχθηκε τὸν τύπο τῆς Ἐκκλησίας· ὅπου θυσιαστήριο εἶναι ἡ φάτνη, ἐφημερευτὴς ὁ Ἰωσήφ, κληρικοὶ οἱ Μάγοι, διάκονοι οἱ Ποιμένες, ἱερεῖς οἱ Ἄγγελοι· Ἀρχιερέας ὁ Κύριος· θρόνος ἡ Παρθένος· κρατῆρες οἱ μαστοὶ· ἀναβόλαιο ἡ ἐνανθρώπηση, ριπιστῆρες τὰ Χερουβὶμ· δίσκος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, δισκοκάλυμμα ὁ Πατήρ, ἐπισκιάζοντας ὅλα μὲ τὴν δύναμή Του» (Στὸν πρῶτο λόγο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὸν Ἰωσήφ τον Βρυέννιο).
 
«Ἀλλὰ θεσπέσιε Κοσμᾶ», μποροῦσε νὰ τοῦ πεῖ κανεὶς ἀπορῶντας, «γιὰ τὸ σπήλαιο δίκαια ἔνιωσες κατάπληξη, διότι αὐτό, ἐνῷ εἶναι γήινο ἔγινε Οὐρανὸς· παρόμοια καὶ γιὰ τὴν φάτνη· διότι αὐτὴ ἐνῷ εἶναι μικρή, ἔγινε χωρίο εὐρύχωρο τοῦ ἀχωρήτου· καὶ στὴ συνέχεια ἡ ὁμοίωση αὐτῶν ἔγινε ἀπὸ τὰ κατώτερα στὰ ἀνώτερα· γιὰ τὴν Παρθένο δὲν ἐξεπλάγης δίκαια, ὀνομάζοντάς την θρόνο Χερουβικὸ· ἐπειδὴ ἡ ὁμοίωσή της ἔγινε ἀπὸ τὰ ἀνώτερα στὰ κατώτερα· διότι αὐτὴ εἶναι ἀσύγκριτα τιμιώτερη ἀπὸ τὰ Χερουβὶμ· γι'αυτό ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ κατέβηκε ἀπὸ τὸν ἅγιο θρόνο τῶν Χερουβίμ, ἐνθρονίστηκε σὲ ἁγιότερο καὶ τιμιότερο θρόνο, τὴν Παρθένο».
Ἡ λύση λοιπὸν τῆς ἀπορίας εἶναι αὐτὴ· ὅτι ἴσως ὡς πρὸς αὐτὸ εἶπε ὁ ἱερὸς Μελωδός, θρόνο Χερουβικὸ τὴν Παρθένο, ἡ ὁποία εἶναι τιμιώτερη ἀπὸ τὰ Χερουβίμ, ἐπειδὴ ὑλικὸ καὶ παχὺ σῶμα ἔχοντας, ὡς πρὸς τὴν καθαρότητα καὶ κατὰ τὴν ὑψηλότατη σοφία καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἐξισωνόταν μὲ τὰ ἄϋλα πολυόμματα Χερουβίμ, διότι Χερουβὶμ «πλῆθος γνώσεως καὶ ἔκχυσις σοφίας» ἑρμηνεύεται, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀρεοπαγίτη Διονύσιο.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον


ΠΗΓΕΣ:

•    Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἐορτοδρόμιον, ἤτοι ἑρμηνεία στοὺς ἀσματικοὺς κανόνες τῶν δεσποτικῶν καὶ θεομητορικῶν ἑορτῶν, Τόμος Α΄, σελίδες 130-134,139-140,144-146,152-155,158-160,163-164,169-170,175-176, Ἔκδοσις : Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Ἱερὰ Καλύβη «Ἅγιος Σπυρίδων Α΄», Νέα Σκήτη Ἁγίου Παύλου, Ἅγιον Ὅρος, 2018.
•    Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
•    Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ Συντόμου Ἑρμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα, 1985.
•    Π.Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.
•    http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
•    https://apostoliki-diakonia.gr/bible/bible.asp?contents=old testament/contents.asp&main=OldTes
•    https://apostoliki-diakonia.gr/bible/bible.asp?contents=new testament/contents.asp&main=

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου