Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Ἑρμηνεία τῆς Ἀποστολικῆς περικοπῆς τῆς Κυριακῆς ΙΑ΄ Λουκᾶ ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο

Κυριακή ΙΑ΄ Λουκᾶ. (Β΄Τιμ.1, 8-18)

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

«Μὴ οὖν ἐπαισχυνθῇς τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν μηδὲ ἐμὲ τὸν δέσμιον αὐτοῦ, ἀλλὰ συγκακοπάθησον τῷ εὐαγγελίῳ κατὰ δύναμιν Θεοῦ,: (Ἀφού λοιπὸν ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε χάρισμα ἀνδρείας καὶ δυνάμεως, μὴν ντραπεῖς νὰ ὁμολογεῖς τὴ μαρτυρία γιὰ τὸν Κύριό μας, τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστό. Μὴν ντραπεῖς ἀκόμη οὔτε γιὰ μένα ποὺ ἔχω φυλακιστεῖ γιὰ τὸν ὄνομά Του, ἀλλὰ κακοπάθησε μαζί μου γιὰ χάρη τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὴ δύναμη ποὺ δίνει ὁ Θεός), τοῦ σώσαντος ἡμᾶς καὶ κὰλέσαντος κλήσει ἁγίᾳ, οὐ κατὰ τὰ ἔργα ἡμῶν, ἀλλὰ κατ' ἰδίαν πρόθεσιν καὶ χάριν, τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν ἐν Χρίστῷ ᾿Ιησοῦ πρὸ χρόνων αἰωνίων, : (Αὐτός μας ἔσωσε καὶ μᾶς κάλεσε μὲ ἱερὴ κλήση ποὺ μᾶς ἁγιάζει. Μᾶς ἔσωσε καὶ μᾶς κάλεσε ὄχι γιὰ τὰ ἔργα μας, ἀλλὰ γιατί ὁ Ἴδιος εἶχε τὴν ἀγαθὴ θέληση καὶ μᾶς πρόσφερε τὴ χάρη Τοῦ λόγῳ τῆς σχέσεώς μας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Μᾶς ἔδωσε, λοιπόν, τὴ χάρη Του καὶ μᾶς πρόσφερε τὴ σωτηρία αὐτὴ προτοῦ δημιουργηθοῦν ὅσα ἔγιναν μέσα στὸν χρόνο, ἐπειδὴ τὴν εἶχε ἀποφασίσει προαιώνια), φανερωθεῖσαν δὲ νῦν διὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καταργήσαντος μὲν τὸν θάνατον, φωτίσαντος δὲ ζῶὴν καὶ ἀφθαρσίαν διὰ τοῦ εὐαγγελίου : (Φανερώθηκε ὅμως τώρα ἡ χάρις καὶ ἡ σωτηρία αὐτὴ μὲ τὴν Ἐνανθρώπηση καὶ ἐμφάνιση τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος κατήργησε τὸν θάνατο καὶ ἔφερε στὸ φῶς τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀφθαρσία μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου)» (Β΄Τιμ.1,8-18).
 
Τίποτε δὲν ὑπάρχει χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ κρίνει κανεὶς καὶ νὰ μετρᾶ τὰ θεῖα πράγματα μὲ ἀνθρώπινους λογισμοὺς· γιατί ἔτσι θὰ πέσει πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν πέτρα ἐκείνη καὶ θὰ στερηθεῖ τὸ Φῶς. Ἐὰν λοιπὸν αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ καταλάβει τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου μὲ τὰ ἀνθρώπινα μάτια, ὄχι μόνο δὲν θὰ τὶς καταλάβει, οὔτε καὶ θὰ ἀντέξει τὸν ἥλιο, ἀλλὰ καὶ θὰ πέσει καὶ θὰ πάθει μεγάλη βλάβη, πολὺ περισσότερο αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἀτενίσει πρὸς ἐκεῖνο τὸ Φῶς μὲ τοὺς λογισμούς του θὰ πάθει αὐτό, καὶ ὑβρίζει τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ.
Πρόσεχε, λοιπόν, τὸν Μαρκίωνα καὶ τὸν Μάνη καὶ τὸν Οὐαλεντίνο καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ εἰσήγαγαν τὶς ὑπόλοιπες αἱρέσεις καὶ τὰ ὀλέθρια δόγματα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, πόσο καταντροπιάστηκαν ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, γιατί μέτρησαν μὲ ἀνθρώπινους λογισμοὺς τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ.
Ἂν καὶ βέβαια δὲν εἶναι ἄξια ντροπῆς, ἀλλὰ πολλῆς καυχήσεως, ἐννοῶ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ.

Πράγματι τίποτε δὲν εἶναι τόσο μεγάλη ἀπόδειξη τῆς φιλανθρωπίας Αὐτοῦ, οὔτε ὁ οὐρανός, οὔτε ἡ θάλασσα, οὔτε ἡ γῆ, οὔτε τὸ ὅτι ἀπὸ τὸ μηδὲν δημιούργησε τὰ πάντα, οὔτε ὅλα τὰ ἄλλα, ὅσο εἶναι ὁ σταυρός.
Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος γι’ αὐτὸν καυχιέται, λέγοντας: «Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι' οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ : (Ποτέ νὰ μὴ συμβεῖ ἐγὼ νὰ καυχηθῶ γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο γιὰ τὸ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γιὰ χάρη μου πῆρε μορφὴ δούλου καὶ σταυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία μου.
Μόνο καύχημά μου εἶναι ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Κυρίου. Καὶ μὲ τὴν πίστη στὸν θάνατό Του αὐτὸν ἔχει νεκρωθεῖ καὶ ἔχει χάσει τὴ δύναμή του ὁ κόσμος γιὰ μένα· ἀλλὰ καὶ ἐγὼ ἔχω νεκρωθεῖ γιὰ τὸν κόσμο)» (Γαλ.6,14).
Ἀλλὰ οἱ ψυχικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἀποδίδουν στὸν Θεὸ τίποτε ἐπιπλέον, καταπίπτουν καὶ καταντροπιάζονται.
Γι' αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ συμβούλευε στὸν μαθητή του λέγοντας μέσῳ ἐκείνου καὶ πρὸς ὅλους: «Μὴ οὖν ἐπαισχυνθῇς τὸ μὰρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν: (Ἀφού λοιπὸν ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε χάρισμα ἀνδρείας καὶ δυνάμεως, μὴν ντραπεῖς νὰ ὁμολογεῖς τὴ μαρτυρία γιὰ τὸν Κύριό μας, τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστό)» (Β΄Τιμ.1,8).
Δηλαδὴ «νὰ μὴν ντρέπεσαι νὰ κηρύττεις τον Ἐσταυρωμένο, ἀλλὰ καὶ νὰ νιώθεις ὑπερηφάνεια». Βέβαια αὐτὰ καθ’ ἑαυτά, ὁ θάνατος δηλαδὴ καὶ οἱ φυλακίσεις καὶ τὰ δεσμά, εἶναι ἄξια ντροπῆς καὶ ὀνειδισμοῦ, ἀλλὰ ἂν κανεὶς προσθέσει τὴν αἰτία καὶ γνωρίσει καλὰ τὸ μυστήριο, θὰ βρεῖ τὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ νὰ εἶναι ἄξιο πολλῆς καυχήσεως, πολλῆς σεμνότητας.
Γιατί ἐκεῖνος ὁ θάνατος ἔσωσε τὴ χαμένη ἀνθρωπότητα· ἐκεῖνος ὁ θάνατος ἕνωσε τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανὸ· ἐκεῖνος ὁ θάνατος κατέλυσε τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου καὶ ἔκανε τοὺς ἀνθρώπους ἀγγέλους καὶ υἱοὺς τοῦ Θεοῦ· ἐκεῖνος ὁ θάνατος ὁδήγησε τὴ φύση μας στὸν βασιλικὸ θρόνο· αὐτὰ τὰ δεσμὰ πολλοὺς μετέστρεψαν.

«Μὴ οὖν ἐπαισχυνθῇς: (Ἀφού λοιπὸν ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε χάρισμα ἀνδρείας καὶ δυνάμεως, μὴν ντραπεῖς)», λέγει, «τὸ μὰρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν μὴδὲ ἐμὲ τὸν δέσμιον αὐτοῦ, ἀλλὰ συγκακοπάθησον τῷ εὐαγγελίῳ κατὰ δύναμιν Θεοῦ, : (να ὁμολογεῖς τὴ μαρτυρία γιὰ τὸν Κύριό μας, τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστό.
Μὴν ντραπεῖς ἀκόμη οὔτε γιὰ μένα ποὺ ἔχω φυλακιστεῖ γιὰ τὸν ὄνομά Του, ἀλλὰ κακοπάθησε μαζί μου γιὰ χάρη τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὴ δύναμη ποὺ δίνει ὁ Θεός)» (Β΄Τιμ.1,8). Δηλαδὴ «κι ἂν ἀκόμη πάθεις ἐσὺ ὁ ἴδιος αὐτά, μὴν ντραπεῖς».
Τὸ ὅτι βέβαια ὑπαινίχθηκε αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λέχθηκαν παραπάνω, μὲ αὐτὸ ποὺ εἶπε: «Οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς Πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ : (Να διατηρεῖς ἀναμμένο τὸ χάρισμα αὐτὸ ποὺ σὲ κάνει ἄφοβο καὶ θαρραλέο στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου· διότι ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔδωσε πνεῦμα δειλίας, ὥστε νὰ μᾶς φοβίζουν οἱ ἀπειλὲς καὶ οἱ διωγμοί, ἀλλὰ μᾶς ἔδωσε πνεῦμα καὶ χάρισμα δυνάμεως γιὰ νὰ ἀντέχουμε στοὺς πειρασμούς, μᾶς ἔδωσε καὶ πνεῦμα ἀγάπης καὶ πνεῦμα ποὺ μᾶς σωφρονίζει, ὥστε νὰ κυβερνοῦμε συνετὰ καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους)»  (Β΄Τιμ.1,7) καὶ μὲ αὐτὰ ποὺ λέγει πάλι.
«Ἀλλὰ συγκακοπάθησον: (Αλλά κακοπάθησε μαζί μου)», λέγει· δηλαδὴ «ὄχι ἁπλῶς μὴν ντραπεῖς, ἀλλὰ νὰ μὴν ντραπεῖς καὶ δοκιμάζοντας αὐτὰ ἐσὺ ὁ ἴδιος».
Καὶ δὲν εἶπε «μὴ φοβηθεῖς, μὴν τρομάξεις», ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ἐνθαρρύνει περισσότερο λέγει: «μὴν ντραπεῖς», σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει πλέον κίνδυνος, ἂν κάποιος ξεπεράσει τὴν ντροπή. Γιατί αὐτὸ μόνο εἶναι τὸ βαρὺ ποὺ ἔχει ἡ ντροπή, τὸ νὰ νικιέται κανεὶς ἀπ΄αυτήν.
«Μὴν ντραπεῖς λοιπὸν ἂν ἐγώ, ποὺ ἀνασταίνω νεκρούς, ποὺ κάνω μύρια θαύματα, ποὺ περιέτρεξα τὴν οἰκουμένη, τώρα εἶμαι φυλακισμένος· γιατί δὲν εἶμαι φυλακισμένος σὰν κακοῦργος, ἀλλὰ ἐξ αἰτίας Ἐκείνου ποὺ σταυρώθηκε.
Ἂν ὁ Κύριός μου δὲν ντράπηκε τὸν σταυρό, οὔτε ἐγὼ ντρέπομαι τὰ δεσμά».
Καὶ πολὺ σωστά, προτρέποντάς τον νὰ μὴν ντραπεῖ, τοῦ ὑπενθύμισε προηγουμένως τὸν σταυρό. «Ἐὰν δὲν ντραπεῖς τὸν σταυρό», λέγει, «οὔτε τὰ δεσμὰ θὰ ντραπεῖς· ἂν ὁ Δεσπότης μας καὶ Διδάσκαλος ὑπέμεινε σταυρό, πολὺ περισσότερο πρέπει ἐμεῖς νὰ ὑπομείνουμε τὰ δεσμά. Αὐτὸς ποὺ ντρέπεται αὐτὰ ποὺ ὑπέμεινε ἐκεῖνος, ντρέπεται καὶ Ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε».
«Αὐτὰ τὰ δεσμά», λέγει, «τὰ ὑπομένω ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Μὴν πάθεις λοιπὸν τίποτε ἀνθρώπινο, ἀλλὰ λάβε μέρος στὰ ἴδια παθήματα».

«Ἀλλὰ συγκακοπάθησον : (Ἀλλὰ κακοπάθησε μαζί μου)», λέγει, «τῷ εὐαγγελίῳ: (για χάρη τοῦ Εὐαγγελίου)»· ὄχι ὅτι κακοπαθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ διεγείρει τὸν μαθητὴ ποὺ πάσχει γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο· «κατὰ δύναμιν Θεοῦ,», λέγει, «τοῦ σώσαντος ἡμᾶς καὶ καλέσαντος κλήσει ἁγίᾳ, οὐ κατὰ τὰ ἔργα ἡμῶν, ἀλλὰ κατ' ἰδίαν πρόθεσιν καὶ χάριν, τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ πρὸ χρόνων αἰωνίων: (με τὴ δύναμη ποὺ δίνει ὁ Θεὸς · Αὐτός μας ἔσωσε καὶ μᾶς κάλεσε μὲ ἱερὴ κλήση ποὺ μᾶς ἁγιάζει. Μᾶς ἔσωσε καὶ μᾶς κάλεσε ὄχι γιὰ τὰ ἔργα μας, ἀλλὰ γιατί ὁ Ἴδιος εἶχε τὴν ἀγαθὴ θέληση καὶ μᾶς πρόσφερε τὴ χάρη Του λόγῳ τῆς σχέσεώς μας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Μᾶς ἔδωσε, λοιπόν, τὴ χάρη Του καὶ μᾶς πρόσφερε τὴ σωτηρία αὐτὴ προτοῦ δημιουργηθοῦν ὅσα ἔγιναν μέσα στὸν χρόνο, ἐπειδὴ τὴν εἶχε ἀποφασίσει προαιώνια)» (Β΄Τιμ.1,9).
Ἄλλωστε, ἐπειδὴ ἦταν βαρὺ νὰ πεῖ «κακοπάθησε», τὸν παρηγορεῖ πάλι λέγοντας: «ὄχι ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα μας»· δηλαδὴ «μὴ σκέπτεσαι ὅτι γίνονται αὐτὰ μὲ τὴ δική σου δύναμη, ἀλλὰ μὲ τοῦ Θεοῦ, ποὺ δίνει αὐτὰ· δικό σου ἔργο εἶναι το νὰ προτιμήσεις αὐτὰ καὶ νὰ δείξεις προθυμία, ἐνῷ ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ τὰ ἀνακουφίσει καὶ νὰ τὰ καταπαύσει».
Ἔπειτα παρουσιάζει καὶ τὶς ἀποδείξεις τῆς δυνάμεώς Του. «Σκέψου πῶς σώθηκες, πῶς κλήθηκες»·όπως ἀκριβῶς λέγει ἀλλοῦ: «κατὰ τὴν δύναμιν τὴν ἐνεργουμένην ἐν ἡμῖν: (σύμφωνα μὲ τὴ δύναμη ποὺ ἐνεργεῖ μέσα μας γιὰ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ σωτηρία μας)» (Εφ.3,20).

Ἔτσι ἀπὸ τὸ νὰ δημιουργήσει τὸν οὐρανό, αὐτὴ ἦταν μεγαλύτερη, τὸ νὰ πείσει δηλαδὴ τὴν οἰκουμένη. «Πῶς λοιπὸν κλήθηκε ὁ Τιμόθεος», ἀναρωτιέται ἴσως κάποιος, «μὲ ἱερὴ κλήση ποὺ ἁγιάζει»;
Δηλαδή, τοὺς ἔκανε ἁγίους ἐνῷ ἦταν ἁμαρτωλοὶ καὶ ἐχθροὶ· κι αὐτὰ δὲν ἔγιναν ἀπὸ μᾶς, τὸ δῶρο εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἂν λοιπὸν εἶναι δυνατὸς στὸ νὰ καλέσει, καὶ ἀγαθὸς στὸ νὰ τὸ κάνει αὐτὸ κατὰ χάρη καὶ ὄχι σὰν ὀφειλή, δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε· γιατί Αὐτὸς ποὺ μᾶς ἔσωσε κατὰ χάρη, ὅταν ἔπρεπε νὰ μᾶς σώσει, ἂν καὶ ἤμασταν ἐχθροί, ὅταν μᾶς δεῖ καὶ νὰ κοπιάζουμε, δὲν θὰ μᾶς βοηθήσει πολὺ περισσότερο;
«Ὄχι ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα μας», λέγει, «ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴ δική Του ἀγαθὴ θέληση».
Δηλαδή, χωρὶς κανεὶς νὰ Τὸν ἀνάγκαζε, χωρὶς κανεὶς νὰ Τὸν συμβούλευε, ἀλλὰ ἀπὸ δική Του ἀγαθὴ θέληση μᾶς ἔσωσε, ὁρμώμενος ἀπὸ τὴ δική Του ἀγαθότητα· γιατί αὐτὸ σημαίνει το «ἀπὸ δική Του πρόθεση».

«Καὶ χάριν, τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν ἐν Χρίστῷ ᾿Ιησοῦ πρὸ χρόνων αἰωνίων: (Και μᾶς πρόσφερε τὴ χάρη Του λόγῳ τῆς σχέσεώς μας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Μᾶς ἔδωσε, λοιπόν, τὴ χάρη Του καὶ μᾶς πρόσφερε τὴ σωτηρία αὐτὴ προτοῦ δημιουργηθοῦν ὅσα ἔγιναν μέσα στὸν χρόνο, ἐπειδὴ τὴν εἶχε ἀποφασίσει προαιώνια)».
Δηλαδὴ αὐτὰ εἶχαν καθοριστεῖ νὰ γίνουν ἀνάρχως μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι μικρὸ καὶ αὐτό, τὸ νὰ θέλει ὁ Θεὸς τὴ σωτηρία μας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ· ἄρα δὲν εἶναι ἡ σωτηρία μας ἀποτέλεσμα μετάνοιας. Πῶς δηλαδή; Ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι αἰώνιος; Καθ' ὅσον καὶ Αὐτὸς αὐτὰ τὰ ἤθελε ἀπὸ τὴν ἀρχή.
«Φανερωθεῖσαν δὲ νῦν διὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καταργήσαντος μὲν τὸν θάνατον, φωτίσαντος δὲ ζῶὴν καὶ ἀφθαρσίαν διὰ τοῦ εὐαγγελίου: (Φανερώθηκε ὅμως τώρα ἡ χάρις καὶ ἡ σωτηρία αὐτὴ μὲ τὴν ἐνανθρώπηση καὶ ἐμφάνιση τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος κατήργησε τὸν θάνατο καὶ ἔφερε στὸ φῶς τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀφθαρσία μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου)» (Β΄Τιμ.1,10).
Εἶδες δύναμη, εἶδες δωρεὰ ποὺ μᾶς δόθηκε ὄχι μὲ τὰ ἔργα, ἀλλὰ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο; Αὐτὰ βέβαια ἐλπίζουμε νὰ πραγματοποιηθοῦν. Γιατί καὶ τὰ δύο αὐτὰ πραγματοποιήθηκαν στὸ σῶμα του, ἐνῷ στὸ δικό μας πρόκειται στὸ μέλλον νὰ πραγματοποιηθοῦν.
Πῶς πραγματοποιήθηκαν στὸ σῶμα τοῦ Παύλου; Μὲ τὸ Εὐαγγέλιο: «Εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κήρυξ καὶ ἀπόστολος καὶ δὶδάσκαλος ἐθνῶν: (Για τὸ Εὐαγγέλιο αὐτὸ ἀναδείχτηκα ἐγὼ ἀπὸ τὸν Θεὸ κήρυκας καὶ ἀπόστολος καὶ διδάσκαλος τῶν ἐθνικῶν)» (Β΄Τιμ.1,11).
Γιατί ἄραγε λέγει συνέχεια αὐτό, ὀνομάζοντας τὸν ἑαυτό του «διδάσκαλον ἐθνῶν: (διδάσκαλο τῶν ἐθνικῶν)»;
Ἐπειδὴ θέλει νὰ πείσει, ὅπως εἶπα, ὅτι πρέπει νὰ πλησιάζει καὶ τοὺς ἐθνικούς. «Μὴ χάσεις λοιπὸν τὸ θάρρος σου ἐξ αἰτίας τῶν παθημάτων μου· τὰ νεῦρα τοῦ θανάτου ἔχουν καταβληθεῖ. Αὐτὰ δὲν τὰ ὑπομένω σὰν κακοῦργος, ἀλλὰ γιὰ τὴ διδασκαλία τῶν ἐθνῶν».
Συγχρόνως κάνει τὸν λόγο καὶ ἀξιόπιστο.
«δι' ἣν αἰτίαν: (γι’ αὐτὴν τὴν αἰτία, δηλαδὴ ἐπειδὴ εἶμαι κήρυκας καὶ ἀπόστολος τῶν ἐθνικῶν)», λέγει, «καὶ ταῦτα πάσχω, ἀλλ' οὐκ ἐπαισχύνομαι: (γι' αὐτὸ καὶ ὑποφέρω αὐτὰ τὰ παθήματα. Ὅμως δὲν ντρέπομαι γι' αὐτὰ· διότι γνωρίζω Ποιός εἶναι Αὐτὸς στὸν Ὁποῖο ἔχω στηρίξει τὴν ἐμπιστοσύνη μου.
Καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι ἔχει τὴ δύναμη νὰ φυλάξει ὅλο τὸ ἔργο ποὺ μοῦ ἐμπιστεύθηκε καὶ ἐπετέλεσα, ὅπως καὶ τὴν ἀνταμοιβή μου γι' αὐτό, μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς Δευτέρας Τοῦ Παρουσίας)» (Β΄Τιμ.1,12).
«Ἀλλὰ δὲν ντρέπομαι», λέγει. Δηλαδὴ πές μου, τὰ δεσμὰ εἶναι γιὰ ντροπή; Τὰ πάθη εἶναι γιὰ ντροπή; Μὴν ντραπεῖς λοιπόν. Βλέπεις ὅτι παρουσιάζει τὴ διδασκαλία μὲ τὰ ἔργα; «Αὐτὰ παθαίνω», λέγει· ρίχτηκα στὴ φυλακή, σέρνομαι ἐδῶ κι ἐκεῖ· «γιατί γνωρίζω καὶ εἶμαι πεπεισμένος, ὅτι Αὐτὸς στὸν ὁποῖο ἔχω πιστέψει εἶναι δυνατὸς νὰ φυλάξει τὴν παρακαταθήκη μου μέχρι ἐκείνη τὴν ἡμέρα».
Τί σημαίνει «παρακαταθήκη»; Ἡ πίστη, τὸ κήρυγμα.
«Αὐτό», λέγει, «Αὐτός, στὸν ὁποῖο τὸ ἐμπιστεύτηκα γιὰ φύλαξη, θὰ τὸ φυλάξει ἀκέραιο. Κάνω τὸ πᾶν γιὰ νὰ μὴ συληθεῖ ὁ θησαυρὸς· δὲν ντρέπομαι γι' αὐτά, ὅσο αὐτὴ σώζεται ἀκέραια». Ἢ ὀνομάζει «παρακαταθήκη» τοὺς πιστοὺς ποὺ ὁ Θεὸς ἐμπιστεύτηκε σὲ αὐτὸν ἢ αὐτὸς στὸν Θεό. Γιατί καὶ τώρα λέγει: «Ἰδού, σᾶς ἐμπιστεύομαι στὸν Κύριο· δηλαδὴ αὐτὰ δὲν θὰ μοῦ εἶναι ἀνώφελα. Καὶ ὁ Τιμόθεος μοῦ δείχνει τὸν καρπὸ τῆς παρακαταθήκης».
Βλέπεις ποὺ ὁ Παῦλος δὲν αἰσθάνεται τὰ κακὰ ἐξ αἰτίας τῆς ἐλπίδας γιὰ τοὺς μαθητές του;
Τέτοιος πρέπει νὰ εἶναι ὁ δάσκαλος, ἔτσι νὰ φροντίζει γιὰ τοὺς μαθητές, αὐτοὶ νὰ προηγοῦνται ἀπὸ ὅλα· «Ὃτί νῦν ζῶμεν: (Παρηγορηθήκαμε, διότι ὁ στηριγμός σας στὴν πίστη εἶναι γιὰ μᾶς ζωή. Καὶ τώρα ζοῦμε)», λέγει, «ἐὰν ὑμεῖς στήκετε ἐν Κυρίῳ : (ἐφόσον ἐσεῖς μένετε σταθεροὶ στὴ σχέση καὶ κοινωνία σας μὲ τὸν Κύριο)» (Α΄Θεσ. 3,8)· καὶ πάλι: «Τὶς γὰρ ἡμῶν ἐλπὶς ἢ χὰρὰ ἢ στέφανος καυχήσεως ἢ οὐχὶ καὶ ὑμεῖς ἔμπροσθεν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ; : (Ἐπιθυμήσαμε νὰ ἔλθουμε νὰ σᾶς συναντήσουμε, διότι ποιός ἄλλος εἶναι ἡ ἐλπίδα μας ἢ ἡ χαρά μας ἢ τὸ στεφάνι μας, γιὰ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ καυχόμαστε, παρὰ ἐσεῖς μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους στοὺς ὁποίους κηρύξαμε; Γιὰ σᾶς ἐλπίζουμε νὰ βροῦμε ἔλεος καὶ δόξα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ Δευτέρα Τοῦ παρουσία)» (Α΄Θεσ. 2,19).
Βλέπεις αὐτὸν νὰ μεριμνᾶ γι' αὐτά, δηλαδὴ γιὰ τὰ προβλήματα τῶν μαθητῶν του περισσότερο παρὰ γιὰ τὰ δικά του; Γιατί πρέπει νὰ ὑπερέχουν τῶν φυσικῶν πατέρων, πρέπει νὰ εἶναι θερμότεροι. Ἀλλὰ πρέπει καὶ τὰ παιδιὰ νὰ εἶναι φιλόστοργα ἀπέναντί τους. Γιατί λέγει: «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες· ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες· ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο: (Να ὑπακούετε στοὺς πνευματικοὺς προϊσταμένους σας καὶ νὰ ὑποτάσσεστε τελείως σὲ αὐτοὺς· διότι αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν σας, καθὼς θὰ δώσουν λόγο στὸν Χριστὸ γιὰ τὶς ψυχές σας.
Νὰ τοὺς ὑπακοῦτε, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνονται μὲ τὴν ὑπακοή σας, ὥστε νὰ ἐπιτελοῦν τὸ ἔργο τους αὐτὸ μὲ χαρὰ καὶ ὄχι μὲ στεναγμούς. Ἄλλωστε δὲν σᾶς συμφέρει νὰ στενάζουν ἐξ αἰτίας σας οἱ πνευματικοί σας προεστοί, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς θὰ σᾶς τιμωρήσει γι' αὐτό)» (Εβρ.13,17).
 
Πές μου λοιπόν, αὐτὸς βρίσκεται σὲ τόσο μεγάλο κίνδυνο, καὶ ἐσὺ δὲν θέλεις οὔτε νὰ ὑπακούσεις σὲ αὐτόν, κι αὐτὰ ἐνῷ πρόκειται γιὰ τὸ συμφέρον σου; Γιατί, καὶ ἂν ἀκόμη ρυθμίσει καλὰ τὰ δικά του, ὅσο τὰ δικά σου δὲν πᾶνε καλά, βρίσκεται σὲ ἀγωνία, γιατί θὰ δώσει διπλὸ λόγο.
Σκέψου πόσο δύσκολο εἶναι νὰ φροντίζει καὶ νὰ ἀγωνιᾶ γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ποιμαίνει. Πόση τιμὴ θέλεις νὰ τοῦ προσφέρεις; Πόση ὑπηρεσία, σὰν ἀντίρροπο γι΄αυτούς τοὺς κινδύνους; Ἀλλὰ δὲν θὰ πεῖς τίποτε ἰσάξιο· γιατί ἐσὺ δὲν ἔδωσες ἀκόμη τὴν ψυχή σου, ἐνῷ αὐτὸς γιὰ σένα θυσιάζει τὴν ψυχή του. Κι ἂν δεν τη θυσιάσει ἐδῶ ὅταν τὸ καλεῖ ἡ ἀνάγκη, θὰ τὴ χάσει ἐκεῖ· ἐσὺ ὅμως δὲν θέλεις νὰ ὑποταχθεῖς οὔτε μὲ λόγο.
Αὐτὸ εἶναι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν, τὸ ὅτι χάθηκαν τὰ ὀφειλόμενα στοὺς ἄρχοντες· καμία ντροπή, κανένας φόβος.
 
«Νὰ ὑπακούετε», λέγει, «στοὺς προϊσταμένους σας καὶ νὰ ὑποτάσσεστε»· τώρα ὅμως ὅλα καταστράφηκαν καὶ ἔγιναν ἄνω κάτω. Αὐτὰ δὲν τὰ λέγω πρὸς χάρη τῶν προϊσταμένων· γιατί σὲ τί θὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴ δική μας τιμή, παρὰ τόσο μόνο, ὅσο τὸ ὅτι θὰ μᾶς ἔχουν ὑπάκουους;
Ἀλλὰ τὰ λέγω γιὰ τὸ συμφέρον σας. Γιατί αὐτοὶ κι ἂν ἀκόμη τιμηθούν, δὲν ἔχουν νὰ ὠφεληθοῦν σὲ τίποτε στὸ μέλλον, ἀλλὰ μεγαλύτερη θὰ εἶναι γι΄αυτούς ἡ κατάκριση· κι ἂν ἀκόμη ὑβριστοῦν, δὲν ἔπαθαν κανένα κακὸ στὸ μέλλον, ἀλλὰ καὶ μεγαλύτερη θὰ εἶναι ἡ ἀπολογία τους. Ἀλλὰ ὅλα θέλω νὰ γίνουν γιὰ χάρη σας.
Πράγματι, ὅταν τιμῶνται οἱ προϊστάμενοι ἀπὸ τοὺς ἀρχόμενους, κι αὐτὸ προσφέρεται σὲ αὐτοὺς· ὅπως ἔλεγε στὸν Ἠλί: «Καὶ ἐξελεξάμην τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς σου ἐκ πάντων τῶν σκήπτρων Ἰσραὴλ ἐμοὶ ἱερατεύειν καὶ ἀναβαίνειν ἐπὶ θυσιαστήριόν μου: (Και μεταξὺ ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐπέλεξα ἀπὸ τὴ δική σου φυλὴ τοὺς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔπρεπε νὰ μὲ ὑπηρετοῦν καὶ ἔτσι νὰ ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ ἀνέρχονται τὶς βαθμίδες τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων)» (Α΄Βασ.2,28)· ὅταν πάλι ὑβρίζονται, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Σαμουήλ, «οὐ σὲ ἐξουθενήκασιν: (δεν περιφρονοῦν ἐσένα)», λέγει, «ἀλλ᾿ ἢ ἐμὲ ἐξουθενήκασι τοῦ μὴ βασιλεύειν ἐπ᾿ αὐτῶν: (αλλά Ἐμένα περιφρονοῦν, ἐπειδὴ δὲν θέλουν νὰ βασιλεύω Ἐγὼ σὲ αὐτούς)» (Α΄Βασ.8,7). Ὥστε ἡ ὕβρις εἶναι γι΄αυτούς κέρδος, ἐνῷ ἡ τιμὴ βάρος.

Αὐτὰ λοιπὸν δὲν τὰ λέγω γι΄αυτούς, ἀλλὰ γιά σας. Αὐτὸς ποὺ δὲν τιμᾶ τὸν ἱερέα, καθὼς προχωράει, θὰ περιφρονήσει κάποτε καὶ τὸν Θεό. «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με: (Και οἱ μεγάλες αὐτὲς ἀμοιβὲς δὲν εἶναι μόνο γιὰ σᾶς ποὺ θὰ κηρύττετε τὸ εὐαγγέλιο. Ἀλλὰ κι ἐκεῖνος ποὺ σᾶς ὑποδέχεται γιὰ φιλοξενία ὡς διακόνους τοῦ εὐαγγελίου μου, ὑποδέχεται ὄχι ἐσᾶς ἀλλὰ ἐμένα.
Κι ἐκεῖνος ποὺ ὑποδέχεται ἐμένα, ὑποδέχεται τὸν ἴδιο τόν Θεὸ Πατέρα, ποὺ μὲ ἀπέστειλε στὸν κόσμο)», λέγει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος (Ματθ.10,40). Καὶ «τοὺς ἱερεῖς αὐτοῦ», λέγει, «τίμα τους». Ἀπὸ ἐδῶ ἔμαθαν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ περιφρονοῦν τὸν Θεό, γιατί περιφρόνησαν τὸν Μωυσῆ, γιατί τὸν λιθοβολοῦσαν.
Ὅταν κάποιος δείχνει εὐλάβεια ἀπέναντι στὸν ἱερέα, πολὺ περισσότερο θὰ δείξει πρὸς τὸν Θεό. Κι ἂν ὁ ἱερέας εἶναι φαῦλος, ὁ Θεός, βλέποντας ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς τιμῆς πρὸς Αὐτόν, ἐκτιμᾶς καὶ τὸν ἱερέα τὸν ἀνάξιο τιμῆς, θὰ σοῦ ἀποδώσει καὶ Αὐτὸς τὴν ἀμοιβή.

Ἐάν, λοιπόν, «ὁ δεχόμενος προφήτην λήψεται: (ἐκείνος ποὺ ὑποδέχεται καὶ ὑποστηρίζει καὶ βοηθᾶ ἕναν προφήτη)», λέγει, «εἰς ὄνομα προφήτου, μισθὸν προφήτου λήψεται: (ἐπειδή εἶναι προφήτης, θὰ πάρει τὴν ἴδια ἀνταμοιβὴ ποὺ θὰ πάρει κι ὁ προφήτης)» (Ματθ.10,41), εἶναι φανερὸ ὅτι θὰ λάβει μισθὸ καὶ αὐτὸς ποὺ τιμᾶ καὶ ὑπακούει καὶ ὑποτάσσεται στὸν ἱερέα.
«Ἂν δηλαδὴ ἐκεῖ, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ φιλοξενία, ἐκεῖ ποὺ δὲν γνωρίζεις ἐκεῖνον ποὺ φιλοξενεῖς, λαμβάνεις τόσο μεγάλο μισθό, πολὺ περισσότερο θὰ λάβεις ἂν ὑποταγεὶς σὲ αὐτὸν ποὺ διατάσσει νὰ ὑποτάσσεσαι».
«Ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας: (πάνω στὴ διδασκαλικὴ ἕδρα τοῦ Μωυσῆ)», λέγει, «ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι: (κάθισαν οἱ νομοδιδάσκαλοι καὶ οἱ Φαρισαῖοι). Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γάρ, καὶ οὐ ποιοῦσι: (Όλα λοιπὸν ὅσα μὲ βάση τὸ νόμο θὰ σᾶς ποῦν αὐτοὶ νὰ τὰ τηρεῖτε, νὰ τὰ τηρεῖτε καὶ νὰ τὰ κάνετε. Μὴν κάνετε ὅμως σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους καὶ τὸ παράδειγμά τους· διότι λένε βέβαια καὶ διδάσκουν τὴν ἀλήθεια τοῦ νόμου, δὲν πράττουν ὅμως σύμφωνα μὲ αὐτήν)» (Μάτθ.23,2-3).

Δὲν ξέρεις τί εἶναι ὁ ἱερέας; Εἶναι ἄγγελος τοῦ Κυρίου. Μήπως λέγει τὰ δικά του; Ἂν τὸν περιφρονεῖς, δὲν περιφρονεῖς αὐτόν, ἀλλὰ τὸν Θεὸ ποὺ τὸν χειροτόνησε. «Καὶ ἀπὸ ποῦ», ἀναρωτιέται ἴσως κάποιος, «εἶναι φανερὸ ὅτι τὸν χειροτόνησε ὁ Θεός;»
Λοιπόν, ἂν δὲν ἔχεις αὐτὴ τὴ γνώμη, ἡ ἐλπίδα σου ἔχει χαθεῖ. Ἂν ὁ Θεὸς τίποτε δὲν ἐνεργεῖ μέσῳ αὐτοῦ, οὔτε τὸ βάπτισμα ἔχεις, οὔτε στὰ μυστήρια μετέχεις, οὔτε ἀπολαμβάνεις εὐλογίες· ἄρα δὲν εἶσαι Χριστιανός.
«Τί λοιπόν;» λέγει κάποιος· «ὅλους ὁ Θεός τους χειροτονεῖ, ἀκόμη καὶ τοὺς ἀνάξιους;» Ὅλους βέβαια δὲν τοὺς χειροτονεῖ ὁ Θεός, μέσῳ ὅλων ὅμως Αὐτὸς ἐνεργεῖ, καὶ ἂν ἀκόμη συμβαίνει νὰ εἶναι ἀνάξιοι, γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ λαός. Γιατί, ἂν κάποτε μίλησε μέσῳ τοῦ ὄνου, καὶ μέσῳ τοῦ Βαλαάμ, μέσῳ ἀνθρώπου μιαροῦ, γιὰ χάρη τοῦ λαοῦ, πολὺ περισσότερο ὁμιλεῖ μέσῳ τοῦ ἱερέως.
Γιατί τί εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν τὸ κάνει ὁ Θεὸς γιὰ τὴ σωτηρία μας; Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν τὸ λέει; Μέσῳ ποιοῦ δὲν ἐνεργεῖ; Ἂν ἐνέργησε μέσῳ τοῦ Ἰούδα, καὶ μέσῳ αὐτῶν ποὺ προφητεύουν, στοὺς ὁποίους λέγει: «Καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν : (Καὶ τότε θὰ διακηρύξω ξεκάθαρα σὲ αὐτοὺς ὅτι ποτὲ δὲν σᾶς ἀναγνώρισα ὡς δικούς μου. Φύγετε μακριά μου ἐσεῖς ποὺ ἐργαζόσασταν τὴν ἀνομία, διότι τὰ χαρίσματά μου τὰ χρησιμοποιήσατε ὄχι γιὰ τὴ δική μου δόξα, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰ δικά σας θελήματα καὶ τοὺς ἐγωιστικούς σας σκοπούς)» (Μάτθ.7,23), καὶ ἄλλοι καὶ δαίμονες ἔβγαλαν, πολὺ περισσότερο θὰ ἐνεργήσει μέσῳ τῶν ἱερέων.
Γιατί ἂν πρόκειται νὰ ἐρευνοῦμε τὴ ζωὴ τῶν προϊσταμένων, τότε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θὰ χειροτονήσουμε τοὺς δασκάλους, καὶ ὅλα θὰ γίνουν ἄνω κάτω, τὰ πόδια θὰ βρεθοῦν ἐπάνω καὶ τὸ κεφάλι κάτω. Ἄκου τὸν Παῦλο ποὺ λέγει: «Ἐμοὶ δὲ εἰς ἐλάχιστον ἐστιν ἵνα ὑφ᾿ ὑμῶν ἀνακριθῶ ἢ ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας· ἀλλ᾿ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἀνακρίνω: (Εἶμαι  λοιπὸν ἐγὼ ὑπεύθυνος καὶ ὑπόλογος τοῦ Θεοῦ ποὺ μοῦ ἀνέθεσε τὴν διαχείριση αὐτή. Γι’ αὐτὸ πολὺ λίγο λογαριάζω νὰ κριθῶ ἀπὸ ἐσᾶς ἢ ἀπὸ ἀνθρώπινο δικαστήριο ποὺ εἶναι πρόσκαιρο καὶ γιὰ λίγο καιρὸ ἰσχύουν οἱ ἀποφάσεις του. Ἀλλὰ οὔτε καὶ γιὰ ἐμένα τὸν ἴδιο θεωρῶ ὑπεύθυνο γιὰ νὰ κρίνω τὸν ἑαυτό μου)» (Α΄Κορ.4,3)· καὶ πάλι: «Σὺ δὲ τί κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου; : (Ἐσὺ λοιπὸν γιατί κρίνεις τὸν ἀδελφό σου;)» (Ρώμ.14,10). Ἂν δὲν πρέπει νὰ κρίνεις τὸν ἀδελφό σου, πολὺ περισσότερο δὲν πρέπει νὰ κρίνεις τὸν δάσκαλο.
Γιατί, ἂν αὐτὸ τὸ διέταξε ὁ Θεός, καλὰ κάνεις, καὶ ἂν δὲν τὸ κάνεις, ἁμαρτάνεις· ἂν ὅμως διέταξε τὸ ἀντίθετο, μὴν τολμᾶς καὶ μὴν ἐπιχειρεῖς πέρα ἀπὸ τὰ ἐσκαμμένα. Μετὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ μοσχαριοῦ ξεσηκώθηκαν ἐναντίον του Ἀαρῶν οἱ γύρω ἀπὸ τὸν Κορὲ καὶ Δαθὰν καὶ Ἀβειρῶν (Ἀριθ. κέφ.16). Τί λοιπόν; Δὲν χάθηκαν;

Ὁ καθένας ἂς μεριμνᾶ γιὰ τὰ δικά του. Ἂν ἔχει ὅμως ὁ ἱερέας δόγμα διεστραμμένο, κι ἂν ἀκόμα εἶναι ἄγγελος, μὴν ὑπακοῦς σὲ αὐτὸν· ἂν διδάσκει ὀρθά, μὴν κοιτᾶς τὴ ζωή του, ἀλλὰ τὰ λόγια του. Ἔχεις τὸν Παῦλο ποὺ σὲ καθοδηγεῖ πρὸς τὸ σωστὸ καὶ μὲ τὰ ἔργα καὶ μὲ τὰ λόγια. «Ἀλλά», λέγει ἴσως κάποιος, «δὲν δίνει στοὺς φτωχοὺς καὶ οὔτε διοικεῖ καλά». Ἀπὸ ποῦ τὸ ἀντιλήφθηκες αὐτό; Πρὶν μάθεις, μὴν κατηγορεῖς· νὰ φοβᾶσαι τὶς εὐθύνες. Πολλὲς κρίσεις γίνονται μὲ βάση τὴν ὑποψία.
Μιμήσου τὸν Δεσπότη σου· ἄκουε Αὐτὸν ποὺ λέγει: «Καταβὰς οὖν ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραὺγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρὸς μὲ συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ : (Ἀφοῦ κατεβῶ, θὰ δῶ ἂν γίνονται σύμφωνα μὲ τὶς κραυγὲς ποὺ ἀνέρχονται πρὸς Ἐμένα ἢ ὄχι· ὁπωσδήποτε θέλω νὰ μάθω)» (Γέν.18,21]).
Ἂν ὅμως ἔμαθες καὶ ἐξέτασες καὶ εἶδες, περίμενε τὸν κριτὴ· μὴν προαρπάξεις τὴ θέση τοῦ Χριστοῦ. Ἐκείνου ἔργο εἶναι νὰ ἐξετάζει αὐτά, ὄχι δικό σου. Ἐσὺ εἶσαι ἔσχατος δοῦλος, ὄχι Δεσπότης. Ἐσὺ εἶσαι πρόβατο· μὴν ἐξετάζεις τὸν ποιμένα, γιὰ νὰ μὴ δώσεις λόγο καὶ γι' αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα κατηγορεῖς ἐκεῖνον. «Καὶ πῶς», λέγει ἴσως κάποιος, «ἐμένα μοῦ λέγει ὁ ἱερέας νὰ κάνω πράξεις ἀγαθές, ἐνῷ αὐτὸς δὲν κάνει;»
Δὲν σοῦ τὸ λέγει αὐτὸς· ἂν πείθεσαι σὲ αὐτόν, δὲν ἔχεις μισθὸ· ὁ Χριστός σου τὰ παραγγέλλει αὐτά. Καὶ τί λέγω; Οὔτε στὸν Παῦλο πρέπει νὰ ὑπακοῦς, ἂν λέγει κάτι δικό του, ἂν λέγει κάτι ἀνθρώπινο, ἀλλὰ στὸν ἀπόστολο ποὺ ἔχει μέσα του τὸν Χριστὸ ποὺ ὁμιλεῖ μέσῳ αὐτοῦ.

Ἂς μὴν κρίνουμε τὰ ξένα, ἀλλὰ καθένας τα δικά του· ἐξέτασε τὴ ζωή σου. «Ἀλλά», λέγει ἴσως κάποιος, «ἐκεῖνος ὀφείλει νὰ εἶναι καλύτερος ἀπὸ ἐμένα». Γιατί; Γιατί εἶναι ἱερέας. Καὶ τί δὲν ἔχει περισσότερο ἀπὸ ἐσένα; Δὲν ἔχει τοὺς μόχθους; Δὲν ἔχει τοὺς κινδύνους; Δὲν ἔχει τὴν ἀγωνία; Δὲν ἔχει τὴν ταλαιπωρία; Ἔχοντας λοιπὸν αὐτά, πῶς δὲν εἶναι καλύτερος ἀπὸ σένα;
Κι ἂν δὲν εἶναι καλύτερος, πές μου, ἄραγε πρέπει ἐσὺ νὰ καταστρέψεις τὸν ἑαυτό σου; Αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι ἀνόητα. Ἀπὸ ποῦ ἔβγαλες τὸ συμπέρασμα ὅτι δὲν εἶναι καλύτερος ἀπὸ σένα; «Ἂν κλέβει», λέγει, «ἱεροσυλεί». Ἀπὸ ποῦ τὸ γνωρίζεις, ἄνθρωπε; Γιατί σπρώχνεις τὸν ἑαυτό σου στὸν γκρεμό;
Κι ἐσὺ βέβαια, ἂν σοῦ πεῖ κάποιος ὅτι ὁ τάδε ἔχει πορφύρα, καὶ ἂν ἀκόμη τὸ γνωρίζεις, κλείνεις τὰ αὐτιά σου, καὶ ἂν εἶσαι σὲ θέση νὰ τὸν ἐλέγξεις, ἀμέσως τὸ ὑπερπηδᾶς καὶ προσποιεῖσαι ὅτι δὲν γνωρίζεις, μὴ θέλοντας νὰ φορτωθεῖς περιττὸ κίνδυνο· ἐδῶ ὅμως ὄχι μόνο δὲν τὸ ὑπερπηδᾶς, ἀλλὰ καὶ φορτώνεσαι περιττὸ κίνδυνο. Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν εἶναι κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ζητηθεῖ εὐθύνη κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως· γιατί ἄκουε τὸν Χριστὸ ποὺ λέγει: «Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ῥῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμὲρᾳ κρίσεως: (Για νὰ καταλάβετε λοιπὸν πόσο αὐστηρὰ θὰ κριθεῖτε γιὰ τὰ βλάσφημα καὶ συκοφαντικά σας λόγια, σᾶς λέω ὅτι γιὰ κάθε λόγο περιττὸ καὶ ἀνώφελο ποὺ τυχὸν θὰ ποῦν οἱ ἄνθρωποι, θὰ δώσουν λόγο γι’ αὐτὸν τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως)» (Ματθ.12,36).
 
Πράγματι λοιπὸν νομίζεις ὅτι εἶσαι καλύτερος ἀπὸ κάποιον καὶ δὲν στενάζεις, οὔτε χτυπᾶς τὸ στῆθος σου, οὔτε σκύβεις κάτω, οὔτε μιμεῖσαι τὸν τελώνη; Λοιπὸν ἔχασες τὸν ἑαυτό σου, καὶ ἂν ἀκόμη εἶσαι καλύτερος. Εἶσαι καλύτερος; Σιώπα, γιὰ νὰ μένεις καλύτερος· ἂν ὅμως μιλήσεις, ἔχασες τὸ πᾶν.
Ἂν νομίσεις ὅτι εἶσαι καλύτερος, δὲν εἶσαι, ἂν δὲν νομίσεις, πολὺ πρόσθεσες. Ἂν δηλαδὴ ἐκεῖνος ὁ τελώνης ποὺ ἦταν ἁμαρτωλός, ἐπειδὴ τὸ ὁμολόγησε, κατέβηκε ἀπὸ τὸν ναὸ δικαιωμένος, αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι πολὺ ἁμαρτωλός, ἀλλὰ εἶναι πεπεισμένος ὅτι εἶναι τέτοιος, τί δὲν θὰ κερδίσει;
Ἐξέτασε τὴ ζωή σου. Δὲν κλέβεις, ἀλλὰ ἁρπάζεις, ἀλλὰ βιάζεις, ἀλλὰ μύρια ἄλλα τέτοια κάνεις. Ἀναφέρω τὴν κλοπὴ ὄχι ἐπαινῶντας την, μακριὰ μιὰ τέτοια σκέψη, ἀλλὰ εἶναι ἄξιος καὶ πολλῶν δακρύων ἂν τυχὸν κάποιος εἶναι τέτοιος· γιατί δὲν πείθομαι. Τὸ πόσο κακὸ εἶναι ἡ ἱεροσυλία, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὸ πῶ· ἀλλὰ σέβομαι ἐσᾶς· γιατί δὲν θέλω νὰ μειώνεται ἡ δική σας ἀρετὴ μὲ τὸ νὰ κατηγορῶ ἄλλους.
Πές μου τί ὑπάρχει χειρότερο ἀπὸ τὸν τελώνη; Ἦταν ἀλήθεια ὅτι καὶ τελώνης ἦταν καὶ ἔνοχος μυρίων κακῶν· καὶ ὅμως· καὶ μόνο μὲ τὸ νὰ πεῖ ὁ Φαρισαῖος ὅτι «ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοὶ ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης: (Σε εὐχαριστῶ, Θεέ μου, διότι δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ σὰν αὐτὸν ἐκεῖ τὸν τελώνη. Ἐνῷ δηλαδὴ ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ἔνοχοι καὶ ἀξιοκατάκριτοι, ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος ἀνένοχος. Σὲ εὐχαριστῶ, λοιπόν, διότι δὲν βλέπω στὸν ἑαυτό μου τὶς τόσες κακίες ποὺ ἔχουν οἱ ἄλλοι)» (Λούκ.18,11), ἔχασε τὰ πάντα.

Ἐσὺ λὲς γιὰ τὸν ἱερέα ὅτι «δὲν εἶμαι ὅπως αὐτὸς ὁ ἱερόσυλος» καὶ δὲν χάνεις τὰ πάντα; Ἀναγκάζομαι νὰ τὰ λέγω αὐτὰ καὶ νὰ ἐξετάζω αὐτὸ τὸ θέμα, ὄχι ἐπειδὴ μὲ ἐνδιαφέρει τόσο γιὰ ἐκείνους, ἀλλὰ ἐπειδὴ φοβᾶμαι γιά σας, μὴν τυχὸν χάσετε τὴν ἀρετή σας μὲ αὐτὴν τὴν καύχηση, μὲ τὴν κατάκριση.
Γιατί ἄκουε τὸν Παῦλο ποὺ προτρέπει καὶ λέγει: «Τὸ δὲ ἔργον ἑαυτοῦ δοκιμαζέτω ἕκαστος, καὶ τότε εἰς ἑαυτὸν μόνον τὸ καύχημα ἕξει καὶ οὐκ εἰς τὸν ἕτερον : (Γιὰ νὰ μὴν καταντᾶ λοιπὸν κανεὶς σὲ τέτοιο ἀπατηλὸ καὶ ψεύτικο φρόνημα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἂς ἐξετάζει καλὰ ὁ καθένας τα ἔργα του ἂν εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε ὅταν τὰ βρεῖ πράγματι θεάρεστα, θὰ ἔχει τὸν λόγο τῆς καυχήσεώς του μόνο στὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι στὶς ἐλλείψεις τοῦ ἄλλου)» (Γαλ.6,4).

Πές μου, ἂν πᾶς σὲ ἰατρεῖο ἔχοντας τραῦμα, δὲν ἀφήνεις νὰ σοῦ βάλει φάρμακο καὶ νὰ θεραπεύσει τὴν πληγὴ ὁ γιατρός, ἀλλὰ ἐξετάζεις ἂν αὐτὸς ἔχει πληγὴ ἢ δὲν ἔχει; Κι ἂν ἔχει, φροντίζεις γιὰ τὴ δική σου τὴν πληγή; Ἢ ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἔχει πληγή, δὲν θεραπεύεις τὴ δική σου καὶ λὲς «ἔπρεπε αὐτό, ἀφοῦ εἶναι γιατρός, νὰ εἶναι ὑγιής, ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἶναι αὐτὸς ὑγιής, ἐνῷ εἶναι γιατρός, ἀφήνω καὶ ἐγὼ τὴν πληγή μου ἀθεράπευτη»;
Μήπως λοιπὸν ἂν ὁ ἱερέας εἶναι κακός, θὰ εἶναι αὐτὸ παρηγοριὰ γιὰ τὸν ἀρχόμενο; Καθόλου, ἀλλὰ ἐκεῖνος βέβαια θὰ ὑποστεῖ τὴν ὁρισμένη τιμωρία, θὰ ὑποστεῖς ὅμως καὶ ἐσὺ τὴν ὀφειλόμενη καὶ πρέπουσα· καθ' ὅσον ὁ δάσκαλος ἀναπληρώνει μόνο τὴ θέση. Γιατί λέγει: «Ἒστὶ γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις· καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ. πᾶς ὁ ἀκούων παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν ἔρχεται πρὸς με: (Κοντά μου ἔρχονται μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἑλκύονται ἀπὸ τὸν Πατέρα μου. Αὐτὸ ἄλλωστε ἔχει προφητευθεῖ στὴν Ἁγία Γραφή. Εἶναι γραμμένο στὰ προφητικὰ βιβλία τὸ ἑξῆς: "Ὅλοι ὅσοι θὰ ἀκολουθήσουν τὸν Μεσσία θὰ ἔχουν διδαχθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τόν Θεό". Καθένας ποὺ ἀκούει τὴν ἐσωτερικὴ πρόσκληση τοῦ Πατρός μου καὶ δέχεται τὸν φωτισμὸ ὥστε νὰ κατανοήσει αὐτὰ ποὺ ὁ Πατέρας μου τὸν διδάσκει, ἔρχεται κοντά μου)» (Ἰω.6,45, Ἠσ. 54,13 , Ἴερ.31,34).
Γιὰ ποιό λόγο λοιπόν; λέγει, κάθεται μπροστὰ ἀπὸ ὅλους; Γιὰ ποιό λόγο προΐσταται; Ἂς μὴν κακολογοῦμε, παρακαλῶ, τοὺς δασκάλους, οὔτε νὰ τοὺς ἐξετάζουμε σχολαστικά, γιὰ νὰ μὴ βλάψουμε τοὺς ἑαυτούς μας. Ἂς ἐξετάζουμε τὰ δικά μας κι ἂς μὴν ποῦμε κακὸ γιὰ κανέναν.
Ἂς σεβαστοῦμε ἐκείνη τὴν ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία μᾶς φώτισε. Ἂν ἔχει κάποιος πατέρα, κι ἂν ἀκόμα αὐτὸς ἔχει μύρια κακά, ὅλα τὰ καλύπτει. Γιατί λέγει «Μὴ δοξάζου ἐν ἀτιμίᾳ πάτρός σου, οὐ γάρ ἐστί σοὶ δόξα πατρὸς ἀτιμία : (Μὴν ἐπιδιώκεις νὰ δοξαστεῖς μὲ τὴ δυσφήμηση τοῦ πατρός σου· διότι δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ ἀνυποληψία τοῦ πατρός σου νὰ εἶναι δική σου δόξα)» (Σοφ. Σείρ.3,10).
Κι ἂν τοῦ λείπει ἡ σύνεση, συγχώρα τον. Ἂν λοιπὸν γιὰ τοὺς σαρκικούς μας πατέρες πρέπει νὰ τὰ λέμε αὐτά, πολὺ περισσότερο γιὰ τοὺς πνευματικούς. Σεβάσου τὸ ὅτι καθημερινὰ σὲ ὑπηρετεῖ· σὲ ὁδηγεῖ στὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν· γιὰ σένα στολίζει τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ· γιὰ σένα ἀγρυπνεῖ· γιὰ σένα προσεύχεται· γιὰ σένα στέκεται καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ· γιὰ σένα κάνει ὁλονύκτιες παρακλήσεις· γιὰ σένα εἶναι σὲ αὐτὸν ὅλη ἡ θρησκεία. Σεβάσου ὅλα αὐτὰ· σκέψου αὐτὰ· πλησίασε μὲ κάθε εὐλάβεια.

Πές μου, εἶναι φαῦλος; Καὶ τί μὲ αὐτό; Μήπως αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι φαῦλος αὐτός σου χαρίζει τὰ μεγάλα ἀγαθά; Καθόλου. Τὸ πᾶν γίνεται ἀνάλογα μὲ τὴ δική σου πίστη. Οὔτε ὁ δίκαιος θὰ σὲ ὠφελήσει σὲ κάτι, ἐφόσον ἐσὺ δὲν εἶσαι πιστός, οὔτε ὁ φαῦλος θὰ σὲ βλάψει σὲ κάτι, ἐφόσον ἐσὺ εἶσαι πιστός. Μέσῳ τῶν βοδιῶν ἐνέργησε ὁ Θεὸς στὴν κιβωτό, ὅταν ἤθελε νὰ σώσει τὸν λαό.
Μήπως δηλαδὴ ἡ ζωὴ τοῦ ἱερέα, μήπως ἡ ἀρετή του συμβάλλει τόσο πολύ; Αὐτὰ ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς δὲν εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ συντελοῦνται ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τοῦ ἱερέα· τὸ πᾶν ὀφείλεται στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ· αὐτοῦ ἔργο εἶναι νὰ ἀνοίξει μόνο τὸ στόμα, τὸ πᾶν ὅμως ὁ Θεός το ἐργάζεται· αὐτὸς γίνεται μόνο τὸ σύμβολο.
 
Σκέψου πόση εἶναι ἡ ἀπόσταση τοῦ Ἰωάννη καὶ τοῦ Ἰησοῦ· ἄκουε τὸν Ἰωάννη ποὺ λέγει: «Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρὸς με; : (Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ ἀπὸ σένα τὸν ἀναμάρτητο, κι Ἐσὺ ἔρχεσαι σὲ μένα γιὰ νὰ δεχθεῖς τὸ βάπτισμα;)» (Ματθ.3,14) καί: «αὐτὸς ἐστιν ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, οὗ ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἄξιος ἵνα λύσω αὐτοῦ τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος: (Αυτός ἔρχεται καὶ θὰ ἐμφανιστεῖ στὴ δημόσια δράση ὕστερα ἀπὸ ἐμένα˙ ἀλλὰ εἶναι ἀσυγκρίτως λαμπρότερος καὶ ἐνδοξότερος καὶ ὑπῆρχε πολὺ πιὸ πρὶν ἀπὸ μένα ὡς προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸν ἔβλεπαν καὶ προεκήρυτταν οἱ πατριάρχες καὶ οἱ προφῆτες. Μπροστά Του ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος οὔτε ὡς ὁ τελευταῖος δοῦλος νὰ λύσω τὸ λουρὶ ἀπὸ τὸ ὑπόδημά Του)» (Ἰω.1,27).

Ἀλλὰ ὅμως ἂν καὶ ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ἀπόσταση, καὶ Πνεῦμα κατέβηκε, ποὺ δὲν τὸ εἶχε ὁ Ἰωάννης. Γιατί λέγει: «Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος: (Ἀπὸ τὸν ἀνεξάντλητο πλοῦτο τῆς τελειότητας καὶ τῶν δωρεῶν Του πήραμε ὅλοι ἐμεῖς. Πήραμε τὴ μία χάρη πάνω στὴν ἄλλη. Μετά τη χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας λάβαμε καὶ τὴ χάρη τῆς υἱοθεσίας καὶ τῆς μακαρίας ζωῆς. Καὶ ὁλοένα δεχόμαστε νέα ὑπεράφθονη χάρη πάνω σὲ ἐκείνη ποὺ προηγουμένως λάβαμε)» (Ἰω.1,16).
Ἀλλὰ ὅμως, προτοῦ βαπτιστεῖ, δὲν κατέβηκε τὸ Πνεῦμα· οὔτε δηλαδὴ ὁ Ἰωάννης ἔκανε αὐτὸ νὰ κατεβεῖ. Γιατί λοιπὸν γίνεται αὐτό; Γιὰ νὰ μάθεις ὅτι ὁ ἱερέας εἶναι ἁπλῶς σύμβολο. Κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν βρίσκεται σὲ τόσο μεγάλη ἀπόσταση ἀπὸ ἄνθρωπο, ὅσο ὁ Ἰωάννης ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ· ἀλλὰ ὅμως τὸ Πνεῦμα κατῆλθε σὲ αὐτόν, γιὰ νὰ μάθεις ὅτι τὸ πᾶν ὁ Θεός το ἐργάζεται, ὅτι τὸ πᾶν ὁ Θεὸς τὸ κάνει.

Θέλω κάτι παράξενο νὰ σᾶς πῶ· μὴν ἀπορήσετε, οὔτε νὰ ταραχτεῖτε. Ποιό εἶναι λοιπὸν αὐτό; Ἡ προσφορὰ εἶναι ἡ ἴδια, εἴτε τὴν προσφέρει ὁ τυχῶν, εἴτε ὁ Παῦλος, εἴτε ὁ Πέτρος· εἶναι ἡ ἴδια ἐκείνη ποὺ ὁ Χριστὸς ἔδωσε στοὺς μαθητές Του, καὶ αὐτὴν τὴν ἴδια προσφέρουν οἱ σημερινοὶ ἱερεῖς· αὐτὴ δὲν εἶναι καθόλου κατώτερη ἐκείνης, γιατί καὶ αὐτὴν δὲν τὴν ἁγιάζουν ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἁγίασε καὶ ἐκείνην.
Ὅπως ἀκριβῶς τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Θεὸς εἶναι τὰ ἴδια μὲ αὐτὰ ποὺ καὶ σήμερα λέγει ὁ ἱερέας, ἔτσι καὶ ἡ προσφορὰ εἶναι ἡ ἴδια, καὶ τὸ βάπτισμα ποὺ μᾶς παρέδωσε. Ἔτσι τὸ πᾶν εἶναι τῆς πίστεως. Χορηγήθηκε ἀμέσως τὸ Πνεῦμα στὸν Κορνήλιο, ἐπειδὴ προηγουμένως πρόσφερε ὅσα ἐξαρτιόνταν ἀπὸ αὐτὸν καὶ μαζὶ πρόσφερε καὶ τὴν πίστη του. Καὶ αὐτὸ λοιπὸν σῶμα εἶναι καὶ ἐκεῖνο· αὐτὸς ποὺ νομίζει ὅτι αὐτὸ εἶναι κατώτερο ἀπὸ ἐκεῖνο, δὲν γνωρίζει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ τώρα παρὼν καὶ ὅτι καὶ τώρα ἐνεργεῖ.
Γνωρίζοντας λοιπὸν αὐτὰ (καθόσον ὅλα αὐτὰ δὲν σᾶς τὰ εἴπαμε ἄσκοπα, ἀλλὰ γιὰ νὰ διορθώσουμε τὴ γνώμη σας καὶ νὰ σᾶς κάνουμε πιὸ ἀσφαλεῖς στὸ ἑξῆς), φυλάξτε καλὰ αὐτὰ ποὺ λέχτηκαν. Ἂν ὅμως πάντα ἀκοῦμε, ποτὲ ὅμως δὲν πράττουμε αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε, δὲν θὰ ἔχουμε κανένα ὄφελος ἀπὸ τὰ λεγόμενα. Ἂς προσέχουμε λοιπὸν αὐτὰ μὲ ἀκρίβεια, ἂς προσέχουμε μὲ ἐπιμέλεια αὐτὰ ποὺ λέχτηκαν· ἂς τὰ καταγράψουμε στὸ μυαλό μας, ἂς τὰ ἔχουμε παντοῦ χαραγμένα στὴ συνείδησή μας, καὶ ἂς δοξάζουμε διαρκῶς τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

ΟΜΙΛΙΑ Γ΄ (ὑπομνηματισμὸς τῶν ἐδαφίων Β΄Τιμ.1,13-18)
«Ὑποτύπωσιν ἔχε ὑγιαινόντων λόγων ὧν παρ' ἐμοῦ ἤκουσας, ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ τῇ ἐν Χρίστῷ ᾿Ιησοῦ: (Ως ὑπόδειγμα καὶ τύπο ὑγιοῦς διδασκαλίας, ἀπαλλαγμένης ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τῆς πλάνης, νὰ κρατᾶς γερὰ τοὺς λόγους ποὺ ἄκουσες ἀπὸ ἐμένα. Αὐτοὶ οἱ λόγοι ἀναφέρονται στὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ἀποκτοῦμε οἱ πιστοὶ ὅταν εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό).
Τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνέύματος Ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν: (Τον καλὸ καὶ πολύτιμο θησαυρὸ τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας ποὺ σοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, φύλαξέ τον μὲ τὴν ἐνίσχυση καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο κατοικεῖ μέσα μας).
Οἶδας τοῦτο, ὅτι ἀπεστράφησάν μὲ πάντες οἱ ἐν τῇ ᾿Ἀσίᾳ, ὧν ἐστι Φύγελλος καὶ Ἔρμογένης: (Μη μιμεῖσαι αὐτοὺς ποὺ μὲ ἐγκατέλειψαν. Γνωρίζεις ὅτι μὲ ἐγκατέλειψαν καὶ μὲ ἀποστράφηκαν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ τώρα εἶναι στὴν Ἀσία, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους εἶναι καὶ ὁ Φύγελλος καὶ ὁ Ἐρμογένης).
Δῴη ἔλεος ὁ Κύριος τῷ ᾿Ὄνησιφόρου οἴκῳ, ὅτι πολλάκις μὲ ἀνέψυξε καὶ τὴν ἅλυσίν μου οὐκ ἐπαισχύνθη, (Ὁ Κύριος νὰ δώσει τὸ ἔλεός Του στὴν οἰκογένεια τοῦ Ὀνησιφόρου, διότι πολλὲς φορές μου ἔδωσε ἀναψυχὴ καὶ ἀνακούφιση καὶ δὲν ντράπηκε τὴν ἁλυσίδα μὲ τὴν ὁποία εἶμαι δεμένος), ἀλλὰ γενόμενος ἐν Ῥώμῃ σπουδαιότερον ἐζήτησέ με καὶ ἔὗρε· (:ἀλλὰ ἦλθε ὁ ἴδιος στὴ Ρώμη καὶ μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ προθυμία μὲ ἀναζήτησε καὶ μὲ βρῆκε) δῴη αὐτῷ ὁ Κύριος εὑρεῖν ἔλεος παρὰ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· καὶ ὅσα ἐν Ἐφέσῳ διηκόνησε, βέλτιον σὺ γινώσκεις (:ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ τοῦ δώσει νὰ βρεῖ ἔλεος ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Πατέρα τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Ἀλλὰ καὶ πόσο μᾶς βοήθησε καὶ μᾶς ὑπηρέτησε στὴν Ἔφεσο, ἐσὺ τὸ ξέρεις καλύτερα)» (Β΄Τιμ.1,13-18).
 
Ὄχι μόνο μὲ τὰ γράμματα ὁ Παῦλος δείχνει στὸν μαθητή του τὸν Τιμόθεο αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ πράττει, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ μὲ τὰ λόγια. Κι αὐτὸ καὶ ἀλλοῦ σὲ πολλὰ σημεῖα τὸ δήλωσε, λέγοντας: «Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι' ἐπιστολῆς ἡμῶν: (Άρα λοιπόν, ἀδελφοί, σύμφωνα μὲ ὅσα σᾶς εἴπαμε, νὰ μένετε ἀμετακίνητοι καὶ νὰ κρατᾶτε τὶς παραδόσεις ποὺ διδαχθήκατε εἴτε μὲ τὸν προφορικό μας λόγο εἴτε μὲ ἐπιστολή μας)» (Β΄Θεσ.2,15), πολὺ περισσότερο ὅμως ἐδῶ.
Μὴ λοιπὸν νομίσουμε ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ παραδόθηκε ἐλλιπὴς· γιατί πολλά τοῦ τὰ παρέδωσε καὶ ἄγραφα· καὶ αὐτὰ λοιπὸν ὑπενθυμίζοντάς του ἔλεγε: «Ὑποτύπωσιν ἔχε ὑγιαινόντων λόγων ὧν παρ' ἐμοῦ ἤκουσας: (Ως ὑπόδειγμα καὶ τύπο ὑγιοῦς διδασκαλίας, ἀπαλλαγμένης ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τῆς πλάνης, νὰ κρατᾶς γερὰ τοὺς λόγους ποὺ ἄκουσες ἀπὸ ἐμένα)» (Β΄Τιμ.1,13).

Τί σημαίνει ὅμως αὐτὸ ποὺ λέγει; «Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τοὺς ζωγράφους, λέγει, «σοῦ ἐντύπωσα τὴν εἰκόνα τῆς ἀρετῆς καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ εἶναι ἀρεστὰ στὸν Θεό, βάζοντάς τα μέσα στὴν ψυχή σου σὰν κάποιο κανόνα καὶ ἀρχέτυπο καὶ ὅρους. Αὐτὰ λοιπὸν φύλαγε· κι ἂν χρειαστεῖ νὰ ἀποφασίσεις κάτι εἴτε περὶ πίστεως εἴτε περὶ ἀγάπης εἴτε περὶ σωφροσύνης, παῖρνε ἀπὸ ἐκεῖ τὰ παραδείγματα· δὲν θὰ σοῦ χρειαστεῖ νὰ ἀναζητήσεις εἰκόνα ἀπὸ ἄλλους· ἐκεῖ ὅλα βρίσκονται».

«Τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον: (Τὸν καλὸ καὶ πολύτιμο θησαυρὸ τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας ποὺ σοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεὸς φύλαξέ τον)». Πῶς; «Διὰ Πνέύματος Ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν: (Μὲ τὴν ἐνίσχυση καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο κατοικεῖ μέσα μας)» (Β΄Τιμ.1,14).
Γιατί δὲν εἶναι ἔργο ἀνθρώπινης ψυχῆς, οὔτε δυνάμεως, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ φυλάξει τὰ τόσα ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε. Γιατί; Γιατί οἱ ληστὲς εἶναι πολλοί, τὸ σκότος εἶναι βαθὺ· ὁ διάβολος ἀκόμη στέκεται ἄγρυπνος καὶ στήνει παγίδες. Δὲν γνωρίζουμε ποιά ὥρα καὶ ποιόν καιρὸ ἐπιτίθεται. «Πῶς λοιπόν», ἀναρωτιέται ἴσως κάποιος, «θὰ μπορέσουμε νὰ ἐπαρκέσουμε γιὰ τὴ φύλαξή της;».
Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος, δηλαδὴ ἐὰν ἔχουμε μέσα μας τὸ Πνεῦμα· ἂν δὲν διώξουμε τὴ χάρη, θὰ μένει μέσα μας. Γιατί, «ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομὴσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐὰν μὴ Κύριος φυλὰξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων: (εάν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δὲν οἰκοδομήσει καὶ δὲν εὐδοκήσει στὴν ἀνοικοδόμηση ἑνὸς οἴκου, ματαίως κοπίασαν ὅσοι τὸν οἰκοδομοῦσαν. Ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δὲν φυλάξει μία πόλη, ματαίως ἀγρύπνησαν οἱ φρουροὶ τῆς)» (Ψάλμ.126,1).
Αὐτὸ εἶναι γιὰ μᾶς τεῖχος, Αὐτὸ φρούριο, Αὐτὸ καταφύγιο. Ἂν λοιπὸν κατοικεῖ μέσα μας Αὐτὸ καὶ μᾶς φυλάσσει, ποιά ἀνάγκη ὑπάρχει ἐντολῆς; «Γιὰ νὰ Τὸ κατέχουμε», λέγει, «γιὰ νὰ Τὸ φυλάσσουμε καὶ νὰ μὴν Τὸ διώχνουμε μὲ τὶς φαῦλες πράξεις μας».

Ἔπειτα ἀναφέρει τοὺς πειρασμούς, ὄχι μὲ σκοπὸ νὰ καταβάλει τὸν μαθητή, ἀλλὰ νὰ τὸν διεγείρει, ὥστε, ἂν κάποτε καὶ αὐτὸς περιπέσει σὲ αὐτούς, νὰ μὴν ξαφνιαστεῖ, ἔχοντας στραμμένα τὰ μάτια του στὸν δάσκαλο καὶ ἐνθυμούμενος ὅλα ὅσα συνέβησαν σὲ αὐτόν.
Τι λοιπὸν λέγει; Ἐπειδὴ ἦταν φυσικὸ ὅταν τὸν συνέλαβαν νὰ ἐγκαταλειφτεὶ καὶ νὰ μὴν ἀπολαύσει καμία φιλανθρωπία, οὔτε ἐνίσχυση οὔτε βοήθεια, ἀλλὰ νὰ προδοθεῖ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς πιστοὺς καὶ φίλους, ἄκου τί λέγει: «Οἶδας τοῦτο, ὅτι ἀπεστράφησάν μὲ πάντες οἱ ἐν τῇ Ἀσίᾳ: (Μὴ μιμεῖσαι αὐτοὺς ποὺ μὲ ἐγκατέλειψαν. Γνωρίζεις ὅτι μὲ ἐγκατέλειψαν καὶ μὲ ἀποστράφηκαν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ τώρα εἶναι στὴν Ἀσία)» (Β΄Τιμ.1,15).
Ἦταν φυσικὸ νὰ ὑπῆρχαν τότε στὴ Ρώμη πολλοὶ ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἀσίας· «ἀλλὰ κανένας δὲν μοῦ παραστάθηκε», λέγει, «κανένας δὲν μὲ γνώρισε, ὅλοι ἀποξενώθηκαν».

Καὶ πρόσεχε τὴ φιλόσοφη ψυχή του. Ἀνάφερε μόνο τὸ γεγονός, δὲν τοὺς καταράστηκε· ἀλλὰ αὐτὸν ποὺ ἔπραξε αὐτὸ καὶ τὸν ἐπαίνεσε καὶ εὐχήθηκε γι΄αυτόν μύρια ἀγαθά, ὅμως ἐκείνους δὲν τοὺς καταράστηκε, ἀλλὰ τί λέγει: «Ὧν ἐστι Φύγελλος καὶ Ἐρμογένης : (Ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους εἶναι καὶ ὁ Φύγελλος καὶ ὁ Ἐρμογένης). Δῴη ἔλεος ὁ Κύριος τῷ Ὀνησιφόρου οἴκῳ, ὅτι πολλάκις μὲ ἀνέψυξε καὶ τὴν ἅλυσίν μου οὐκ ἐπαισχύνθη, : (Ὁ Κύριος νὰ δώσει τὸ ἔλεός Του στὴν οἰκογένεια τοῦ Ὀνησιφόρου, διότι πολλὲς φορές μοῦ ἔδωσε ἀναψυχὴ καὶ ἀνακούφιση καὶ δὲν ντράπηκε τὴν ἁλυσίδα μὲ τὴν ὁποία εἶμαι δεμένος), ἀλλὰ γενόμενος ἐν Ρώμῃ σπουδαιότερον ἐζήτησέ μὲ καὶ εὗρε· : (ἀλλὰ ἦλθε ὁ ἴδιος στὴ Ρώμη καὶ μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ προθυμία μὲ ἀναζήτησε καὶ μὲ βρῆκε)», λέγει.
Βλέπε πὼς παντοῦ ἀναφέρει τὴν ντροπή, ὄχι τὸν κίνδυνο, ὥστε νὰ μὴ φοβηθεῖ ὁ Τιμόθεος, ἂν καὶ τὸ πρᾶγμα ἦταν γεμᾶτο ἀπὸ κινδύνους· γιατί προσέκρουσε τότε στὸν Νέρωνα, ἐπειδὴ σχετίστηκε μὲ κάποιον τοῦ περιβάλλοντός του. «Ἀλλὰ ὅταν ἦρθε στὴ Ρώμη», λέγει, «ὄχι μόνον δὲν ἀπέφυγε τὴ συνάντησή μου, ἀλλὰ καὶ «μὲ ἀναζήτησε καὶ μὲ βρῆκε».
«Δῴη αὐτῷ ὁ Κύριος εὑρεῖν ἔλεος παρὰ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· καὶ ὅσα ἐν ᾿Ἐφέσῳ διηκόνησε, βέλτιον σὺ γινώσκεις : (Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ τοῦ δώσει νὰ βρεῖ ἔλεος ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Πατέρα τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Ἀλλὰ καὶ πόσο μᾶς βοήθησε καὶ μᾶς ὑπηρέτησε στὴν Ἔφεσο, ἐσὺ τὸ ξέρεις καλύτερα)» (Β΄Τιμ.1,18).

Τέτοιοι πρέπει νὰ εἶναι οἱ πιστοὶ· οὔτε ἀπὸ φόβο νὰ ἐμποδίζονται, οὔτε ἀπὸ ἀπειλή, οὔτε ἀπὸ ντροπή, ἀλλὰ νὰ βοηθιοῦνται μεταξύ τους, ὅπως στὸν πόλεμο συμπαρίστανται καὶ βοηθοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Γιατί δὲν προσφέρουν χάρη τόσο σὲ αὐτοὺς ποὺ κινδυνεύουν, ὅσο στοὺς ἑαυτούς τους, κάνοντας τοὺς ἑαυτούς τους κοινωνοὺς στὰ στεφάνια ποὺ ὀφείλονται σὲ ἐκείνους, μὲ τὸ νὰ τοὺς συμπαρίστανται στὶς δυσκολίες τους.
Γιὰ παράδειγμα: Περιῆλθε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀφιερωμένους στὸν Θεὸ σὲ θλίψη, ὑποφέροντας πολλὰ δεινὰ καὶ ἀγωνιζόμενος μὲ πολλὴ καρτερία. Ἐσὺ δὲν ἑλκύστηκες ἀκόμη σὲ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα· σοῦ εἶναι δυνατὸν ἂν θὰ ἤθελες, καὶ χωρὶς νὰ μπεῖς στὸ στάδιο νὰ γίνεις μέτοχος στὰ στεφάνια ποὺ τοῦ ἐπιφυλάσσονται, ἐρχόμενος κοντά του, παροτρύνοντάς τον, προτρέποντάς τον καὶ ἐνισχύοντάς τον.
 
Καὶ ὅτι αὐτὸ ἔτσι ἔχει, ἄκουσε τί λέγει ἀλλοῦ γράφοντας: «Πλὴν καλῶς ἐποιήσατε συγκοινωνήσαντές μου τῇ θλίψει: (Ενώ ὅμως γνωρίζω νὰ ὑποφέρω τὴ στέρηση, ἐσεῖς κάνατε πράξη καλὴ καὶ ἀξιέπαινη ποὺ μοῦ συμπαρασταθήκατε καὶ γίνατε συμμέτοχοι στὴ θλίψη μου)» (Φιλιπ.4,14) · καὶ πάλι: «ὅτι καὶ ἐν Θεσσαλονὶκῃ καὶ ἅπαξ καὶ δὶς εἰς τὴν χρείαν μοὶ ἐπέμψατε: (διότι ἀκόμη καὶ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ μία καὶ δύο φορές, μοῦ στείλατε βοηθήματα γιὰ τὶς ἀνάγκες μου)» (Φιλιπ.4,16).
Καὶ πῶς οἱ ἀπόντες συμμετεῖχαν στὴ θλίψη ἐκείνου ποὺ δὲν ἦταν παρών; Πῶς; «Γιατί μοῦ στείλατε», λέγει, «μία καὶ δύο φορὲς βοήθεια στὶς ἀνάγκες μου». Καὶ μιλῶντας πάλι γιὰ τὸν Ἐπαφρόδιτο λέγει: «Ὃτι διὰ τὸ ἔργον τοῦ Χριστοῦ μέχρι θανάτου ἤγγισε, παραβουλευσάμενος τῇ ψυχῇ, ἵνα ἀναπληρὼσῃ τὸ ὑμῶν ὑστέρημα τῆς πρὸς μὲ λειτουργίας: ( Καὶ εἶναι πράγματι ὁ Ἐπαφρόδιτος ἄξιος τιμῆς, διότι γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἔφτασε κοντὰ στὸν θάνατο καὶ ἐξέθεσε στὸν ἔσχατο κίνδυνο τὴ ζωή του, γιὰ νὰ ἀναπληρώσει ἐκεῖνο ποὺ δὲν μπορούσατε νὰ κάνετε ἐσεῖς· διότι ὅταν ἐσεῖς δὲν μπορούσατε νὰ μὲ ὑπηρετήσετε, σᾶς ἀντιπροσώπευσε αὐτὸς καὶ ἔφερε ἐκ μέρους σας στὴ Ρώμη τὴν δωρεά σας, ἡ ὁποία ἦταν θυσία ἱερὴ πρὸς τὸν Θεό)» (Φιλιπ.2,30).
 
Ὅπως ἀκριβῶς δηλαδὴ στὴν περίπτωση τῶν βασιλέων τιμῶνται ὄχι μόνο ὅσοι πολεμοῦν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ φυλάγουν τὶς στρατιωτικὲς ἀποσκευές, καὶ ὄχι ἁπλῶς τιμῶνται, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς ἀπόλαυσαν καὶ τὰ ἴδια δῶρα, ἂν καὶ βέβαια δὲν μάτωσαν οὔτε τὰ χέρια τους οὔτε ζώστηκαν ὅπλα, ἀλλὰ οὔτε εἶδαν καθόλου τὴν ἐχθρικὴ παράταξη, πολὺ περισσότερο αὐτὸ συμβαίνει σὲ αὐτὲς τὶς θλίψεις.
Γιατί αὐτὸς ποὺ βοηθάει τὸν ἀθλητὴ ποὺ λιώνει ἀπὸ τὴν πεῖνα, αὐτὸς ποὺ προσφέρει ὅλη τὴν ἄλλη ὑπηρεσία, τιμᾶται ἐξίσου μὲ τὸν ἀθλητή.
Μὴ μοῦ σκεφτεῖς σὰν ἀθλητὴ τὸν Παῦλο, τὸν ἀκαταμάχητο καὶ ἀκαταγώνιστο, ἀλλὰ κάποιον ἄλλον ἀπὸ τοὺς πολλούς, ποὺ δὲν θὰ παρατασσόταν, δὲν θὰ ἀγωνιζόταν ἂν δὲν συνέβαινε νὰ ἔχει μεγάλη παρηγοριά, μεγάλη παράκληση.
Ὥστε αὐτοὶ ποὺ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸν ἀγῶνα καὶ ἔγιναν αἴτιοι τῆς νίκης γι΄ αὐτὸν ποὺ μπῆκε στοὺς ἀγῶνες, αὐτοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν μέτοχοι τῶν στεφάνων ποὺ ἐπιφυλάσσονται γιὰ τὴ νίκη.
Καὶ τί τὸ θαυμαστὸ ἐὰν κάποιος ἀξιώνεται τὰ ἴδια, συμμετέχοντας στοὺς ἀγῶνες μὲ ἐκείνους ποὺ ἀκόμη ζοῦν καὶ ἀγωνίζονται; Καθ' ὅσον βέβαια εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπικοινωνεῖς καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀπῆλθαν ποὺ ἤδη εἶναι πεθαμένοι, ποὺ εἶναι στεφανωμένοι καὶ ποὺ δὲν ἔχουν καμία ἀνάγκη· γιατί ἄκουε τὸν Παῦλο ποὺ λέγει: «νὰ συμμετέχουμε στὶς μνῆμες τῶν ἁγίων». «Καὶ πῶς», ἀναρωτιέται ἴσως κάποιος, «μποροῦμε νὰ συμμετέχουμε;» Ὅταν θαυμάσεις τὸν ἄντρα, ὅταν κάνεις κάτι ἀπὸ αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα ἐκεῖνος στεφανώθηκε, εἶναι φανερὸ ὅτι ἔλαβες μέρος μαζὶ μὲ αὐτὸν στὰ ἀθλήματα καὶ τὰ στεφάνια.
«Δῴη αὐτῷ ὁ Κύριος εὑρεῖν ἔλεος παρὰ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ : (Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ τοῦ δώσει νὰ βρεῖ ἔλεος ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Πατέρα τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς δευτέρας παρουσίας)», λέγει (Β΄Τιμ.1,18).
«Μὲ ἐλέησε», λέγει· λοιπὸν θὰ ἔχει τὴν ἀνταπόδοση κατὰ τὴ φοβερὴ ἐκείνη καὶ φρικτὴ ἡμέρα, ὁπότε θὰ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ πολὺ ἔλεος. «Εἴθε νὰ ἀξιώσει», λέγει, «ὁ Κύριος σὲ αὐτὸν νὰ βρεῖ ἔλεος ἀπὸ τὸν Κύριο». Δύο Κύριοι ὑπάρχουν; Καθόλου, ἀλλὰ σὲ μᾶς ἕνας Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὑπάρχει καὶ ἕνας Θεός. Ἐδῶ ἐκεῖνοι ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τοῦ Μαρκίωνα ἐπιτίθενται ἐναντίον αὐτοῦ ποὺ λέχθηκε. Ἀλλὰ ἂς μάθουν ὅτι αὐτὸ συνηθίζεται στὴ Γραφή, καὶ σὲ πολλὰ σημεῖα εἶναι δυνατὸ νὰ βρεῖς νὰ χρησιμοποιεῖ αὐτὴ τὴ συνήθεια ἡ Γραφή, ὅπως ὅταν λέγει: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθροὺς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου: (Είπε ὁ Κύριος καὶ Θεός μου πρὸς τὸν Κύριο καὶ Θεό μου, πρὸς τὸν Μεσσία: "Κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου μου καὶ ἐγὼ θὰ θέσω ὅλους τοὺς ἐχθρούς σου ὡς ὑποπόδιο τῶν ποδῶν σου")» (Ψάλμ.109,1)· καὶ πάλι: «Εἶπα τῷ Κυρὶῳ· Κύριός μου εἶ σύ, ὅτι τῶν ἀγαθῶν μου οὐ χρείαν ἔχεις: (Είπα μέσῳ τῆς προσευχῆς πρὸς Ἐσένα τὸν Κύριο· "Ἐσὺ εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ Ἐσὺ ὡς ἀνενδεής, ποὺ εἶσαι, δὲν ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ τὰ δικά μου ὑλικὰ ἀγαθά")» (Ψαλμ. 15,2)· καὶ ἀλλοῦ: (Γέν.19,24: «Καὶ Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ: (Και τότε ὁ Κύριος ἔβρεξε ἐπάνω στὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα θειάφι καὶ ἔριξε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ φωτιὰ ἀπὸ τὸν Κύριο)»).
Αὐτὸ ἐκφράζει πρόσωπα ὁμοούσια, χωρὶς νὰ διαιρεῖ τὴ φύση· αὐτὸ τὸ λέγει ὄχι γιὰ νὰ σκεφτοῦμε δύο οὐσίες ποὺ διαφέρουν μεταξύ τους, ἀλλὰ δύο πρόσωπα ποὺ εἶναι τῆς ἴδιας οὐσίας τὸ καθένα.

Πρόσεχε ὅμως καὶ πῶς εἶπε: «Εἴθε νὰ δώσει σὲ αὐτὸν ὁ Κύριος». Ποιό εἶναι αὐτό; Ὄχι ἄλλο, ἀλλὰ τὸ ἔλεος. Ἐπειδὴ αὐτὸς βρῆκε ἔλεος ἀπὸ τὸν Ὀνησιφόρο, εὔχεται καὶ αὐτὸς νὰ βρεῖ τὸ ἴδιο ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂν λοιπὸν ὁ Ὀνησιφόρος ποὺ ρίχνει τὸν ἑαυτό του στοὺς κινδύνους σώζεται ἀπὸ τὸ ἔλεος, πολὺ περισσότερο ἐμεῖς.
Γιατί εἶναι φοβερὲς οἱ εὐθύνες, φοβερὲς καὶ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ πολλὴ φιλανθρωπία, ὥστε νὰ μὴν ἀκούσουμε ἐκεῖνον τὸν φρικτὸ λόγο: «Ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν (:Φύγετε μακριά μου ἐσεῖς ποὺ ἐργαζόσασταν τὴν ἀνομία, διότι τὰ χαρίσματά μου τὰ χρησιμοποιήσατε ὄχι γιὰ τὴ δική μου δόξα, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰ δικά σας θελήματα καὶ τοὺς ἐγωιστικούς σας σκοπούς)» (Μάτθ.7,23)· ὥστε νὰ μὴν ἀκούσουμε πάλι ἐκεῖνο τὸ φοβερό: «Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβὸλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ: (Εσείς ποὺ ἀπὸ τὰ ἔργα σας γίνατε καταραμένοι, φύγετε μακριὰ ἀπὸ μένα στὸ πῦρ τὸ αἰώνιο, ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του)» (Μάτθ.25,41)· ὥστε νὰ μὴν ἀκούσουμε: «Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μὴδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν: (Κι ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ σὲ σᾶς μεγάλο χάσμα, ὥστε πολλοὶ ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπὸ ἐδῶ σὲ σᾶς νὰ μὴν μποροῦν, ἀλλὰ οὔτε κι ὅσοι εἶναι ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μποροῦν νὰ περάσουν ἀπέναντι σὲ μᾶς)» (Λουκᾶ 16,26)· ὥστε νὰ μὴν ἀκούσουμε ἐκεῖνο ποὺ εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ φρίκη: «Ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων: (Δέστε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του καὶ πᾶρτε τον καὶ ρῖξτε τον ἔξω, στὸ πιὸ βαθὺ σκοτάδι, ποὺ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι θὰ κλαῖνε καὶ θὰ τρίζουν τὰ δόντια τους)» (Ματθ.22,13)· ὥστε νὰ μὴν ἀκούσουμε ἐκεῖνο ποὺ εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ πολὺ φόβο: «Πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ!(:Κακέ καὶ τεμπέλη δοῦλε!)» (Ματθ.25,26).

Πράγματι τὸ δικαστήριο ἐκεῖνο εἶναι πολὺ φρικτὸ καὶ φοβερό, ἂν καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἥμερος, ἂν καὶ εἶναι πρᾶος. Γιατί ὀνομάζεται «πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θὲὸς πάσης παρακλήσεως: (Πατέρας καὶ πηγὴ ἐλέους καὶ εὐσπλαχνίας καὶ Θεὸς ποὺ χορηγεῖ κάθε παρηγοριά)» (Β΄Κορ.1,3), καὶ εἶναι ἀγαθὸς ὅσο κανεὶς ἀγαθός, καὶ εἶναι χρηστὸς καὶ ἐπιεικὴς καὶ πολυέλεος καὶ δὲν θέλει τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὥσπου νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ ζήσει αὐτός (Ἴεζ.18,23: «Μὴ θελήσει θελήσω τὸν θάνατον τοῦ ἀνόμου, λέγει Κύριος, ὡς τὸ ἀποστρέψαι αὐτὸν ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ ζῆν αὐτόν; : (Μήπως τάχα Ἐγὼ θέλω τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, λέγει ὁ Κύριος, ὅπως καὶ ὅσο θέλω καὶ ἐπιθυμῶ νὰ ἀπαρνηθεῖ αὐτὸς τὸν ἁμαρτωλὸ τρόπο τῆς ζωῆς, νὰ ἐπιστρέψει σὲ μετάνοια πρὸς Ἐμένα, γιὰ νὰ ζήσει ἐπὶ μακρόν;)»).

Ἀπὸ ποῦ λοιπόν, ἀπὸ ποῦ εἶναι γεμάτη μὲ τόση ἀγωνία ἐκείνη ἡ ἡμέρα; Πύρινος ποταμὸς κυλάει μπροστὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπό του· βιβλία τῶν πράξεών μας ἀνοίγονται· αὐτὴ ἡ ἡμέρα εἶναι σὰν κλίβανος ποὺ καίει· ἄγγελοι περιτρέχουν καὶ καμίνια πολλὰ τοποθετοῦνται. Πῶς λοιπὸν εἶναι φιλάνθρωπος; Πῶς ἐλεήμονας; Πῶς ἀγαθός; Φιλάνθρωπος βέβαια εἶναι καὶ ἔτσι καὶ μάλιστα ἀπὸ αὐτὰ φαίνεται τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας Του. Γιατί γι' αὐτὸ τόσο πολὺ ἐπισείει τὸν φόβο, γιὰ νὰ διεγερθοῦμε κάποτε πρὸς τὸν πόθο τῆς βασιλείας Του παρακινούμενοι ἔστω καὶ ἀπὸ αὐτά.
Πρόσεχε ὅμως, σὲ παρακαλῶ, πὼς δὲν ἀναφέρει ἁπλῶς τον Ὀνησίφορο, ἀλλὰ λέγει: «Πολλάκις μὲ ἀνέψυξε: (Πολλές φορές μοῦ ἔδωσε ἀναψυχὴ καὶ ἀνακούφιση)». Σαν ἀκριβῶς κάποιον ἀθλητὴ ποὺ πιέζεται ἀπὸ ἀδυναμία καὶ ἀπὸ θλίψεις τὸν ἀναγέννησε, λέγει, καὶ τὸν ξαναζωντάνεψε. «Καὶ ὅσα ἐν Ἐφέσῳ διηκόνησε, βέλτιον σὺ γινώσκεις : (Ἀλλὰ καὶ πόσο μᾶς βοήθησε καὶ μᾶς ὑπηρέτησε στὴν Ἔφεσο, ἐσὺ τὸ ξέρεις καλύτερα)».
«Ὄχι μόνο στὴν Ἔφεσο», λέγει, «ἀλλὰ καὶ ἐδῶ». Τέτοιος πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐπαγρυπνὰ καὶ βρίσκεται σὲ συνεχῆ ἐπαγρύπνηση· δὲν πρέπει νὰ ἐργάζεται μία φορά, οὔτε δεύτερη, οὔτε τρίτη, ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴ ζωή του. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς τὸ σῶμα μας δὲν διατηρεῖται στὴ ζωὴ δεχόμενο τροφὴ μία φορά, ἀλλὰ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ καθημερινὴ τροφή, ἔτσι καὶ ἐδῶ στὴν περίπτωση τῆς εὐσέβειας καθημερινὰ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ βοήθεια τῶν ἔργων. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ πολὺ ἔλεος· ἄλλωστε γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς κάνει ὅλα ἐκεῖνα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα Αὐτὸς δὲν ἔχει καθόλου ἀνάγκη, ἀλλὰ ὅλα τὰ κάνει γιά μας. Γι' αὐτὸ ὅλα μᾶς τὰ εἶπε καὶ τὰ διηγήθηκε, καὶ ὄχι μόνο μᾶς τὰ διηγήθηκε, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα τὰ ἐπιβεβαιώνει.
Ἦταν βέβαια ἀξιόπιστος μόνο καὶ ἀπὸ τοὺς λόγους, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι οἱ λόγοι Του εἶναι ὑπερβολικοὶ καὶ ἀπειλητικοὶ μόνο, προσθέτει καὶ τὴν ἐπιβεβαίωση μὲ τὰ ἔργα. Πῶς; Στέλνοντας τὶς τιμωρίες κατ’ ἰδίαν καὶ ὁμαδικά. Καὶ γιὰ νὰ μάθεις ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἔργα πῶς ἄλλοτε τιμώρησε τὸν Φαραώ, ἄλλοτε πάλι ἔστειλε τὸν κατακλυσμὸ τῶν ὑδάτων προξενῶντας ἐκείνη τὴν καταστροφή, καὶ ἄλλοτε πάλι προξένησε τὴν καταστροφὴ ἐκείνη μὲ φωτιά. Ἀλλὰ καὶ τώρα βλέπουμε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς πονηροὺς νὰ τιμωροῦνται καὶ νὰ πληρώνουν τὴν ποινή τους, πράγματα ποὺ εἶναι ὑποδείγματα τῆς γέενας.
Γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε λοιπὸν βυθισμένοι στὸν ὕπνο, οὔτε νὰ δείχνουμε ἀδιαφορία, οὔτε καὶ νὰ ξεχνοῦμε τοὺς λόγους Του, μᾶς τοὺς ὑπενθυμίζει μὲ τὰ ἔργα Του καὶ μᾶς διεγείρει, δείχνοντας ἐδῶ κριτήρια, δικαστήρια, εὐθύνες. Ἔπειτα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους βέβαια καταβάλλεται τόση φροντίδα γιὰ τὸ δίκαιο, ἐνῷ ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ ποὺ καὶ νομοθέτησε αὐτὰ ἔπρεπε νὰ μὴ γίνεται κανένας λόγος γι' αὐτά; Μὰ πῶς τότε θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ γίνουν αὐτὰ πιστευτά; Γιατί καὶ στὴν οἰκία καὶ στὴν ἀγορὰ καὶ παντοῦ εἶναι δυνατὸ νὰ δεῖ κανεὶς δικαστήρια. Στὴν οἰκία ὁ κύριος κάθε μέρα δικάζει τοὺς δούλους καὶ ζητεῖ λόγο γιὰ τὰ σφάλματά τους, καὶ ἀπ’ αὐτὰ ἄλλα τὰ τιμωρεῖ, ἐνῷ ἄλλα τὰ συγχωρεῖ. Στοὺς ἀγροὺς πάλι ὁ γεωργὸς καὶ ἡ γυναῖκα δικάζονται καθημερινὰ· στὰ πλοῖα δικάζει ὁ κυβερνήτης· στὰ στρατόπεδα ὁ στρατηγὸς τοὺς στρατιῶτες· καὶ πολλὰ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ βρεῖ δικαστήρια· στὰ ἐπαγγέλματα ὁ δάσκαλος δικάζει τὸν μαθητή. Καὶ κατ’ ἰδίαν λοιπὸν καὶ δημόσια ὅλοι δικάζονται ἀναμεταξύ τους καὶ πουθενὰ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς νὰ παραμελεῖται ἡ δικαιοσύνη, ἀλλὰ ὅλοι παντοῦ λογοδοτοῦν.
Ἔπειτα ἐδῶ βέβαια ἡ ἀναζήτηση τῆς δικαιοσύνης εἶναι σπαρμένη καὶ στὴν πόλη καὶ στὶς οἰκίες καὶ στὸν καθένα, ἐνῷ ἐκεῖ, «ἓνθα δικαιοσύνης πλήρης ἡ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δικαιοσύνη Αὐτοῦ ὡς ὄρη Θεοῦ: (όπου ἡ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι γεμάτη δικαιοσύνη καὶ ἡ δικαιοσύνη Του εἶναι σὰν ὄρη τοῦ Θεοῦ)» (Ψάλμ.35,7), ἐκεῖ ἔπρεπε νὰ μὴ γίνεται κανένας λόγος γιὰ δικαιοσύνη;
Καὶ πῶς ὁ Θεὸς ὁ κριτὴς καὶ δίκαιος καὶ ἰσχυρὸς καὶ μακρόθυμος ἀνέχεται καὶ δὲν ἀπαιτεῖ τὶς τιμωρίες; Ἐδῶ βρίσκεται ἡ αἰτία· μακρόθυμος, λέγει, εἶναι· μακροθυμεῖ, προσελκύοντας ἐσένα σὲ μετάνοια· ἂν ὅμως ἐπιμένεις, «κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμὲρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ: (και σύμφωνα μὲ τὴ σκληρότητά σου καὶ τὴν ἀμετανόητη καρδιά σου, ποὺ δὲν συγκινεῖται ἀπὸ τὴν τόση καλοσύνη τοῦ Θεοῦ, μαζεύεις ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ σου θησαυροὺς ὀργῆς, ποὺ θὰ ἐξαπολυθοῦν ἐναντίον σου τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ξεσπάσει ἡ θεία ὀργὴ καὶ θὰ ἀποκαλυφτεῖ ἡ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ)» (Ρώμ.2,5).
 
Ἂν λοιπὸν εἶναι δίκαιος, ἀποδίδει κατὰ τὴν ἀξία καὶ δὲν παραβλέπει αὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν χωρὶς νὰ τιμωρήσει· γιατί αὐτὸ εἶναι γνώρισμα τοῦ δικαίου. Ἂν εἶναι ἰσχυρός, ἀνταποδίδει καὶ μετὰ θάνατο καὶ κατὰ τὴν ἀνάσταση· γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ γνώρισμα τοῦ ἰσχυροῦ. Ἂν δὲν ἀνέχεται ἐπειδὴ εἶναι μακρόθυμος, ἂς μὴν ταραχτοῦμε οὔτε νὰ λέμε: «Γιατί δὲν τιμωρεῖ ἐδῶ;».
Γιατί, ἂν γινόταν αὐτό, θὰ ἐξαφανιζόταν πρὸ πολλοῦ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἐὰν κάθε μέρα μᾶς τιμωροῦσε γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας.
Γιατί δὲν ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει ἡμέρα καθαρὴ ἀπὸ ἁμαρτήματα, ἀλλὰ διαπράττουμε ἢ κάποιο μεγάλο ἢ κάποιο μικρὸ ἁμάρτημα. Ὥστε δὲν θὰ προλαβαίναμε νὰ γίνουμε οὔτε εἴκοσι ἐτῶν ὁ καθένας, ἂν δὲν ἦταν μεγάλη ἡ μακροθυμία καὶ ἡ ἀγαθότητά Του, δίνοντάς μας μεγάλη προθεσμία γιὰ μετάνοια, ὥστε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας.
Ὁ καθένας λοιπὸν μὲ ὀρθὴ συνείδηση, ἐλέγχοντας τὶς πράξεις του καὶ στήνοντας στὴ μέση ὅλη τὴ ζωή του, ἂς ἐξετάζει ἂν δὲν εἶναι ἄξιος γιὰ μύριες τιμωρίες καὶ κολασμοὺς καὶ ὅταν ἀγανακτεῖ καὶ λέγει «Γιατί δὲν τιμωρεῖται ὁ τάδε ποὺ διαπράττει ἄπειρα κακά;», ἂς σκέπτεται τὰ δικά του καὶ θὰ σταματήσει ἡ ἀγανάκτησή του. Γιατί ἐκεῖνα φαίνονται μεγάλα ἐπειδὴ γίνονται σὲ μεγάλα καὶ φανερὰ· ἂν ἐξετάσει ὅμως τὰ δικά του, ἴσως τὰ βρεῖ περισσότερα.

Γιατί τὸ νὰ ἁρπάζει κανεὶς καὶ νὰ εἶναι πλεονέκτης εἶναι ὅμοιο εἴτε γίνεται γιὰ τὸ χρυσάφι, εἴτε γιὰ τὸν ἄργυρο· γιατί καὶ τὰ δύο γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν ἴδια διάνοια, κι αὐτὸς ποὺ ἀφαιρεῖ τὸ μικρό, δὲν θὰ παραιτηθεῖ νὰ ἀφαιρέσει καὶ μεγάλο· ἂν ὅμως δὲν συνέβηκε αὐτό, ἔγινε αὐτὸ ὄχι ἐξ αἰτίας ἐκείνου, ἀλλὰ ἀπὸ σύμπτωση. Ὁ φτωχὸς ποὺ ἀδικεῖ τὸν φτωχότερο, δὲν θὰ παρέβλεπε νὰ ἀδικήσει, ἂν βέβαια μποροῦσε, καὶ τὸν πλούσιο, καὶ ἑπομένως αὐτὸ γίνεται ἀπὸ ἀδυναμία του καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ προαίρεσή του. «Ὁ τάδε», λέγει ἴσως κάποιος, «ἄρχει καὶ ἁρπάζει τὰ πράγματα τῶν ἀρχομένων». Πές μου ὅμως ἐσὺ δὲν ἅρπαξες; Μὴ μοῦ πεῖς ὅτι ἐκεῖνος ἁρπάζει τάλαντα χρυσοῦ, ἐνῷ ἐσὺ δέκα ὀβολοὺς· γιατί καὶ στὴν ἐλεημοσύνη οἱ ἄλλοι ἔβαλαν χρυσό, ἐνῷ ἐκείνη δύο λεπτά, καὶ δὲν πρόσφερε τίποτε λιγότερο ἀπὸ ἐκείνους. Γιατί; Γιατί κρίνεται ἡ προαίρεση καὶ ὄχι τὸ πόσο δίνεις.

Ἔπειτα σχετικὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη ἔχεις τὴν ἀξίωση ἔτσι νὰ δικάζει ὁ Θεός, ὥστε νὰ μὴ σὲ θεωρήσει κατώτερο, ἐὰν καταβάλλεις δύο λεπτὰ ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειάς σου, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κατέβαλαν μύρια τάλαντα χρυσοῦ, γιὰ τὴν πλεονεξία ὅμως νὰ μὴ δικάζει ἔτσι; Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε αὐτὸ νὰ δικαιολογηθεῖ; Ὅπως ἐκείνη, ἐνῷ κατέβαλε δύο λεπτὰ ὡς πρὸς τὴ διάθεση δὲν προσέφερε τίποτε λιγότερο, ἔτσι καὶ ἐσὺ ἀφαιρῶντας δύο λεπτὰ δὲν βρίσκεσαι σὲ καλύτερη θέση ἀπὸ ἐκείνους, ἀλλὰ ἂν πρέπει νὰ πῶ καὶ κάτι τὸ ἄξιο θαυμασμοῦ, εἶσαι περισσότερο πλεονέκτης ἀπὸ αὐτούς.
Ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἴδιο εἶναι μοιχὸς κάποιος, εἴτε μοιχεύσει τὴ γυναῖκα τοῦ βασιλιᾶ εἴτε τὴ γυναῖκα τοῦ φτωχοῦ, εἴτε τὴ γυναῖκα τοῦ δούλου, γιατί τὸ ἁμάρτημα κρίνεται ὄχι ἀπὸ τὴ διαφορὰ τῶν προσώπων, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ μοχθηρία τῆς προαιρέσεως ἐκείνου ποὺ διέπραξε τὸ τόλμημα.
Ἔτσι λοιπὸν καὶ ἐδῶ. Καὶ μάλιστα ἐγὼ θὰ ἔλεγα μοιχὸ πολὺ περισσότερο αὐτὸν ποὺ μοιχεύει την τυχοῦσα, παρὰ ἐκεῖνον ποὺ μοιχεύει τὴν ἴδια τή βασίλισσα· γιατί ἐκεῖ ὁ πλοῦτος, ἡ ὡραιότητα καὶ πολλὰ ἄλλα ἦταν αὐτὰ ποὺ τὸν παρέσυραν, ἐνῷ ἐδῶ τίποτε· ὥστε αὐτὸς θὰ ἦταν περισσότερο μοιχός.
Πάλι θὰ μποροῦσα νὰ ὀνομάσω μέθυσο περισσότερο ἐκεῖνον ποὺ χρησιμοποιεῖ τὸ ἄνοστο κρασὶ· ἔτσι καὶ πλεονέκτη θὰ μποροῦσα νὰ ὀνομάσω αὐτὸν ποὺ δὲν περιφρονεῖ οὔτε τὰ μικρά. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ ἁρπάζει τὰ πολλὰ ἴσως δείξει ἀδιαφορία γιὰ τὰ μικρά, ἐνῷ αὐτὸς ποὺ ἀφαιρεῖ τὰ μικρά, καθόλου δὲν θὰ περιφρονήσει τὰ μεγάλα· ὥστε αὐτὸς εἶναι περισσότερο κλέφτης. Γιατί αὐτὸς ποὺ δὲν περιφρονεῖ τὸν ἄργυρο, πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ περιφρονήσει τὸ χρυσάφι;
Ὥστε, ὅταν κατηγοροῦμε τοὺς ἄρχοντες, ἂς σκεφτόμαστε τὰ δικά μας καὶ θὰ βροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ κλέφτες καὶ πλεονέκτες καὶ πολὺ περισσότερο ἀπὸ ἐκείνους, ἂν τὰ κρίνουμε αὐτὰ ὄχι ἀπὸ τὴν πράξη, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν προαίρεση, ὅπως βέβαια καὶ εἶναι δίκαιο νὰ κρίνουμε. Γιατί πές μου, ἂν ὁδηγηθοῦν στὸ δικαστήριο κάποιος ποὺ πῆρε τὰ πράγματα τοῦ φτωχοῦ καὶ ἄλλος ποὺ πῆρε τὰ πράγματα τοῦ πλουσίου, καὶ οἱ δυὸ δὲν θὰ ὑποστοῦν τὴν ἴδια τιμωρία; Τί λοιπόν; Ὁ φονιᾶς δὲν εἶναι φονιᾶς τὸ ἴδιο εἴτε σκοτώσει ἀνάπηρο καὶ φτωχὸ εἴτε πλούσιο καὶ ἀρτιμελῆ;
Ὅταν λοιπὸν ποῦμε ὅτι «ὁ τάδε ἅρπαξε τὸ χωράφι τοῦ τάδε», ἂς σκεφτοῦμε τὰ δικά μας, καὶ ἔτσι οὔτε τοὺς ἄλλους θὰ κατακρίνουμε καὶ τὸν Θεὸ θὰ θαυμάσουμε γιὰ τὴ μακροθυμία Του καὶ δὲν θὰ ἀγανακτήσουμε γιὰ τὸ ὅτι ἡ κρίση Του δὲν ἔρχεται ἐπάνω τους, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θὰ γίνουμε λιγότερο πρόθυμοι γιὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ κακοῦ. Γιατί ὅταν δοῦμε ὅτι καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε ὑπόλογοι γιὰ τὰ ἴδια, καθόλου δὲν θὰ δυσανασχετήσουμε πλέον, ἀλλὰ θὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ θὰ ἐπιτύχουμε τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, στὸν Ὁποῖο μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια : Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.

ΠΗΓΕΣ:

•    https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-timotheum.pdf

•    Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὴν Β΄προς Τιμόθεον ἐπιστολή, ὁμιλίες Β΄και Γ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1986, τόμος 23,σελίδες 480-500 καὶ 501-519.

•    Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.

•    Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.

•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.

•    Π.Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.

•    http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html

•    http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

•    http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου