Ἡ Ἁγία Ἀνυσία, ἡ Ὁσιομάρτυς ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη.

Οὔτε τὰ πλούτη ποὺ κληρονόμησε τὴ μέθυσαν, οὔτε ἡ ὀρφάνια της τὴν παρέσυρε. Ἀλλὰ μὲ φρόνηση καὶ ἐγκράτεια, προσπαθοῦσε πάντα νὰ μαθαίνει "τί ἐστὶν εὐάρεστον τῷ Κυρίω". Τί δηλαδή, εἶναι εὐχάριστο καὶ εὐπρόσδεκτο στὸν Κύριο. Ἡ εὐσέβειά της αὐτή, τὴν ἔκανε γνωστὴ στοὺς εἰδωλολάτρες. Μιὰ φορὰ λοιπόν, ἐνῷ πήγαινε στὴν ἐκκλησία, τὴ συνάντησε κάποιος εἰδωλολάτρης στρατιώτης. Ἀφοῦ τὴν ἔπιασε βίαια, τὴν ἔσυρε στοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων καὶ τὴν πίεζε νὰ θυσιάσει στοὺς Θεούς.
Ἡ Ἀνυσία ὁμολόγησε ὅτι πιστεύει στὸν Ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ Αὐτὸν ἀγωνίζεται νὰ εὐχαριστεῖ κάθε μέρα.
Ὁ στρατιώτης ἐξαγριωμένος, ἄρχισε νὰ βλασφημεῖ τὸ Θεὸ καὶ τότε ἡ Ἀνυσία τὸν ἔφτυσε στὸ πρόσωπο.
Ντροπιασμένος αὐτός, ἔσυρε τὸ σπαθί του καὶ διαπέρασε τὰ πλευρά της. Ἔτσι ἡ Ἀνυσία, πῆρε τὸ ἀμαράντινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἀνύσασα, τῶν ἀρετῶν τὴν ὁδόν, τῷ Λόγῳ νενύμφευσαι, ὦ Ἀνυσία σεμνή, καὶ χαίρουσα ἤθλησας, αἴγλη δὲ ἀπαθείας, λαμπρυνθεῖσα Μελάνη, ἤστραψας ἐν τῷ κόσμῳ, ἀρετῶν λαμπηδόνας, καὶ νῦν ἡμῖν ἰλεοῦσθε, Χριστὸν τὸν Κύριον.
Ἡ Ὁσία Θεοδώρα "ἡ ἀπὸ Καισαρίδος"
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου (717-741). Ἦταν ἀπὸ γένος λαμπρὸ καὶ ἐπίσημο, τὸν πατέρα της ἔλεγαν Θεόφιλο καὶ ἦταν πατρίκιος, τὴ δὲ μητέρα της Θεοδώρα.
Ἡ Θεοδώρα ἦταν στεῖρα καὶ κατόπιν μεγάλης προσευχῆς πρὸς τὸν Θεό, ἀπέκτησε τὴν Ὁσία. Ὅταν ἡ κόρη Θεοδώρα ἔφτασε σὲ κατάλληλη ἡλικία, ἀφιερώθηκε στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Ἄννας, τὴν ὀνομαζόμενη Ριγιδίου.
Ἐκεῖ διέμενε ἀσκούμενη στὴν ἀρετή, μέχρι τὴ στιγμή, ποὺ ὁ βασιλιᾶς Λέων τὴν ἅρπαξε ἀπὸ τὴ Μονὴ γιὰ νὰ τὴ δώσει γυναῖκα στὸν γιό του Χριστόφορο.
Τὴν ἡμέρα ὅμως τοῦ γάμου, ὁ Χριστόφορος ἐξεστράτευσε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του κατὰ τῶν Σκυθῶν καὶ στὴ συμπλοκὴ σκοτώθηκε.
Ἔτσι ἡ Θεοδώρα, ἀφοῦ πῆρε ὅσα πολύτιμα πράγματα εἶχε, ἐπέστρεψε στὴ Μονή της, ὅπου ἐκάρη μοναχή.
Ἐκεῖ ἔζησε μὲ μεγάλη ἐγκράτεια καὶ σκληραγωγία καὶ ἀπεβίωσε μὲ ὁσιακὸ τρόπο.
Ὁ Ἅγιος Φιλέταιρος
Ὁ Ἅγιος Φιλέταιρος ἦταν ἀπὸ τὴ Νικομήδεια. Διακρινόταν γιὰ τὴν βαθιὰ πίστη του ἀλλὰ καὶ ἀπέραντο ἐξωτερικὸ κάλλος, κάτι ποὺ δὲν ὑπολόγισε ποτέ, γνωρίζοντας ὅτι μετράει ἡ ψυχικὴ ὀμορφιὰ καὶ ὄχι ἡ ἐξωτερική.
Ποτὲ δὲν βασίστηκε σὲ αὐτή, παρ' ὅλο ποὺ αὐτὴ θὰ τοῦ ἐξασφάλιζε μία ἄνετη ζωή.
Οἱ εἰδωλολάτρες θέλοντας νὰ ἐκμεταλλευτοῦν τὸ φυσικό του κάλλος, προσπαθοῦσαν νὰ τὸν προσελκύσουν στὸν εἰδωλολατρισμό.
Ὅταν μία φορὰ μετέβη στὴ Νικομήδεια ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανός, ἄκουσε γιὰ τὸν Φιλέταιρο καὶ ζήτησε νὰ τοῦ γνωρίσουν τὸ ἄτομο μὲ τὴν τόση ὀμορφιά.
Μόλις τὸν εἶδε, μαγεύτηκε καὶ τοῦ ζήτησε νὰ μπεῖ στὴν ἀκολουθία του, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ ἀρνηθεῖ τὸ χριστιανισμό.
Ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε ὅτι θὰ ὑπηρετήσει τὸν αὐτοκράτορα, ἀλλὰ δὲν θὰ ἔπαυε νὰ ὑμνεῖ καὶ νὰ λατρεύει τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Γι' αὐτὴ τὴν ὁμολογία του, φυλακίστηκε, ἀφέθηκε ὅμως ἐλεύθερος μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό.
Ὅταν ὅμως ἀνέβηκε στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο ὁ Μαξιμιανός, ὁ Φιλέταιρος καταδιώκτηκε καὶ βασανίστηκε.
Διεσώθη ὅμως καὶ μετέβη σὲ ὅρος πρὸς τὰ μέρη της Σιγριανῆς. Στὰ μέρη ἐκεῖνα ὁ Ἅγιος Φιλέταιρος, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.
Μνήμη τοῦ Κόμη καὶ τῶν ἕξι Στρατιωτῶν
Αὐτοὶ πίστεψαν στὸν Χριστό, διὰ τοῦ Ἁγίου Φιλεταίρου καὶ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ὅσιος Λέων ὁ Ἀρχιμανδρίτης
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Γεδεῶν ὁ Νέος Ὁσιομάρτυρας (Καρακαλληνός)

Ὁ Γεδεῶν, κατὰ κόσμον ὀνομαζόταν Νικόλαος. Δώδεκα χρονῶν, μὲ τὴν οἰκογένειά του ἦλθε στὸ χωριὸ Γιερμὴ καὶ ἀπό 'κεῖ στὸ Βελεστίνο, ὅπου ἐργαζόταν κοντὰ στὸ θεῖο του.
Τὸν ἅρπαξε ὅμως κάποιος Τοῦρκος καὶ τὸν ἐξισλάμισε μὲ τὸ ὄνομα Ἰμπραήμ. Ἀλλὰ ὁ Νικόλαος, κατόρθωσε καὶ δραπέτευσε καὶ ἐπανῆλθε στὴν οἰκογένειά του.
Ὁ πατέρας του τὸν φυγάδευσε στὸ χωριὸ Κεραμῖδι, ὅπου κοντὰ σὲ κάποιους οἰκοδόμους πῆγε στὴν Κρήτη.
Ἐκεῖ ἐξομολογήθηκε σὲ κάποιο Ἱερέα καὶ βρῆκε ἄσυλο στὸ εξωκλῆσι του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἱερέα, ὁ Νικόλαος ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος.
Ἐκεῖ πάλι ἐξομολογήθηκε, ἔλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ στὴ Μονὴ Καρακάλου, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Γεδεῶν.
Στὴ Μονὴ αὐτὴ ἔμεινε 35 χρόνια. Μὲ τὸν πόθο ὅμως τοῦ μαρτυρίου, ἦλθε στὸ Βελεστίνο, ὅπου μέσα στὴν ἀγορὰ μὲ θάρρος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Διωκόμενος ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἦλθε στὴν Ἀγιά, ὅπου συνελήφθη.
Οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν διαπόμπευσαν στοὺς δρόμους του Τυρνάβου, κατόπιν τοῦ ἔκοψαν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔριξαν στὰ ἀποχωρητήρια. Ἐκεῖ, μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὶς 30 Δεκεμβρίου 1818.
Ἡ τίμια κάρα τοῦ μάρτυρα, ἀποθησαυρίστηκε στὴν ἁγία Τράπεζα τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ του Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὄσιων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα, τῆς Καρακάλλου Μονῆς, ἐδείχθης μακάριε σὺ γὰρ στερρῶς ἀθλήσας, τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσω ἔνθεν Ὁσιομάρτυς, Γεδεῶν ἐδοξάσθης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σέ
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Ἐναθλήσας νομίμως τὸν ἐχθρὸν καταβέβληκας, καὶ Ὁσιομάρτυς ἐδείχθης, του Σωτῆρος περίδοξος· χειρῶν γὰρ καὶ ποδῶν τὴν ἐκτομήν, ὑπέστης Γεδεὼν καρτερικῶς, διὰ τοῦτο θείαν χάριν νέμεις ἀεί, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Ὁ Ἅγιος Ἀνύσιος Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ὑπῆρξε Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης καὶ μαθητής, καθὼς καὶ διάδοχος τοῦ Ἀσχολίου, Ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης.
Ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο γιὰ τὴ δικαίωση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Ὁ Ἀνύσιος τοποθετήθηκε στὸν θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης, ὡς Βικάριος τοῦ Παπᾶ Δαμάσου, ὡς τὸ τέλος τοῦ θανάτου του τὸ 406 ἢ 407.
Ἅγιοι Ἑπτὰ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Ἑπτὰ μάρτυρες ἦταν ἕνας Κόμης καὶ ἕξι Στρατιῶτες οἱ ὁποῖοι πίστεψαν στὸν Χριστό, διὰ τοῦ Ἁγίου Φιλεταίρου καὶ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ὅσιος Δανιὴλ ὁ θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Δανιήλ, κατὰ κόσμον Δημήτριος, γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1459 - 1460 μ.Χ. στὸ Περεγιασλάβλ - Ζελέσκιυ τῆς Ρωσίας ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὴν Θεοδοσία, ἡ ὁποία ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Θέκλα.
Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία διδάχθηκε τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας κοντὰ στὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Νικίτσκιυ τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἰωνᾶ.
Ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Πανφουτίου (Μπορόβσκι) καὶ τὴν πνευματική του ζωὴ καθοδήγησε ὁ Ἅγιος Λεύκιος τοῦ Βολοκολὰμσκ ποὺ τιμᾶται τὴν ἴδια ἡμέρα (7 Ἀπριλίου).
Ὅταν ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ἐπέστρεψε στὴν γενέτειρά του, ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στοὺς φτωχοὺς καὶ τὸν ἐνταφιασμὸ τῶν ἀστέγων.
Στὴ συνέχεια ἵδρυσε Μονὴ κοντὰ στὸ κοιμητήριο τῆς πόλεως καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1540 μ.Χ.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 28 Ἰουλίου καὶ στὶς 30 Δεκεμβρίου
Ὁ ἅγιος Μακάριος μητροπολίτης Μόσχας
Ὁ ἅγιος πατὴρ ἡμῶν Μακάριος γεννήθηκε τὸ 1482 στὴν Μόσχα. Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ πατέρας του, ποὺ ἦταν ἱερέας, ἡ μητέρα του ἀσπάσθηκε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ὁ ἴδιος εἰσῆλθε στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου τοῦ Μπορόφσκ (1 Μαΐου), ἡ ὁποία ἦταν ὀνομαστὴ γιὰ τὴν αὐστηρότητά της.
Ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μακάριος, ἐγκαταβίωνε σὲ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ ἀνεδείχθη ταλαντοῦχος ἁγιογράφος.
Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος τὸ 1523 καὶ ἀμέσως μετὰ ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς Μονῆς Λούτσκι, ποὺ ἵδρυσε ὁ ἅγιος Θεράπων τῆς Λευκῆς Λίμνης (27 Μαΐου).
Τρία χρόνια ἀργότερα (1526), χειροτονήθηκε ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ καὶ Πσκώφ, ἐπισκοπῆς ὀνομαστῆς ἡ ὁποία εἶχε παραμείνει ἐν χηρείᾳ ἐπὶ δεκαεπτὰ ἔτη.
Ἀνέλαβε νὰ ἀποκαταστήσει τὴν τάξη ποὺ εἶχε διασαλευθεῖ καὶ ἀπέστειλε ἱεραποστόλους στοὺς πληθυσμοὺς τοῦ Ἄπω Βορρᾶ: μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ὁ ὅσιος Τρύφων της Πέτσενγκα (15 Δεκ.) καὶ ὁ ὅσιος Θεοδώρητος τῆς Κόλα (17 Αὐγ.).
Στὴν ἐπισκοπή του ὁ ἅγιος Μακάριος ἀγωνίσθηκε μὲ ἐπιμονὴ ἐναντίον τῶν καταλοίπων εἰδωλολατρίας καὶ ἀνήγειρε πολλοὺς ναούς, σαράντα μόνο στὴν πόλη τοῦ Νόβγκοροντ.
Συγκέντρωσε ὅλους τοὺς ἡγουμένους τῶν μονῶν καὶ τοὺς δικαίους τῶν σκητῶν τῆς ἐπισκοπικῆς περιφέρειας καὶ τοὺς ἐπέβαλε τὸ κοινοβιακὸ Τυπικὸ τοῦ ἁγίου Παφνουτίου τοῦ Μπορὸφσκ καὶ τοῦ ἁγίου Ἰωσὴφ τοῦ Βολοκολάμσκ, γιὰ νὰ ἀναχαιτίσει τὴν ὀλέθρια τάση πρὸς τὴν ἰδιορρυθμία ποὺ ἦταν πολὺ διαδεδομένη τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὸν ρωσικὸ μοναχισμό.
Συνέβαλε τὰ μέγιστα στὴν διάδοση ἀξιόπιστων χειρογράφων καὶ ἀνέλαβε νὰ συγκεντρώσει ὁ ἴδιος ὅλους τοὺς Βίους ἁγίων ποὺ βρίσκονταν σκορπισμένοι σὲ ἀναρίθμητα χειρόγραφα σὲ μιὰ μεγάλη συλλογή, τὸ Μέγα Μηναῖον, ἔργο ποὺ χρειάσθηκε δώδεκα χρόνια γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ.
Ἐνεθάρρυνε ἐξάλλου τὴν συγγραφὴ βίων τοπικῶν ἁγίων καὶ συνέταξε ἕνα Χρονικὸ τῆς πόλεως τοῦ Νόβγκοροντ.
Νήστευε σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε μόλις ποὺ μποροῦσε νὰ περπατήσει γιὰ νὰ ἐπιτελέσει τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο του.
Πάντοτε ταπεινὸς καὶ πρᾶος, δὲν ἔκανε καμία διάκριση μεταξὺ πλουσίων καὶ πτωχῶν καὶ περιέβαλλε μὲ πατρικὴ στοργὴ ὅλο τὸ πνευματικό του ποίμνιο.
Μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια ἔθαψε φυλακισμένους ποὺ εἶχαν σκοτωθεῖ σὲ ἕνα δυστύχημα καὶ μὲ τὶς προσόδους ἑνὸς ἐράνου ἐξαγόρασε τοὺς αἰχμαλώτους των Τατάρων. Πάντα ἐπί κεφαλῆς τοῦ λαοῦ του στὶς χαρὲς καὶ τὶς δοκιμασίες, πρωτοστατοῦσε στὶς ἀκολουθίες τῶν δεήσεων καὶ παρακλήσεων σὲ ἐποχὲς λιμοῦ ἢ ξηρασίας.
Τὸ 1542 ὁ ἅγιος Μακάριος ἐξελέγη μητροπολίτης Μόσχας καὶ προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, καὶ πέντε χρόνια ἀργότερα ἔστεψε τὸν πρῶτο Ρῶσο τσάρο, Ἰβὰν Βασίλιεβιτς, ὁ ὁποῖος πάντα τὸν ἀντιμετώπιζε μὲ βαθὺ σεβασμό.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας στὸ πηδάλιο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὅσιος ἱεράρχης μὲ ἀνυπέρβλητο ζῆλο ἔθεσε σὲ τάξη τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτιστικὴ ζωὴ τοῦ ἔθνους του.
Συγκάλεσε δύο Συνόδους στὴν Μόσχα (1547, 1549) ποὺ προέβησαν στὴν κατάταξη πολλῶν Ρώσων ἁγίων στὸ ἑορτολόγιο καὶ ἐπέβαλε οἱ ἁγιοκατατάξεις νὰ ἀποφασίζονται πλέον ἀπὸ τὴν ἀνώτατη ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Συναναστράφηκε ὁ ἴδιος πολλοὺς ἁγίους τῆς ἐποχῆς του: χοροστάτησε στὴν κηδεία τοῦ ἁγίου Βασιλείου τῆς Μόσχας (2 Αὐγ.)· τοποθέτησε τὸν ἅγιο Μακάριο τὸν Ρωμαῖο τοῦ Νόβγκοροντ (19 Ἰαν. καὶ 15 Αὐγ.) ἡγούμενο στὸ μοναστήρι ποὺ ἵδρυσε· εἶχε συχνὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ὅσιο Ἀλέξανδρο τοῦ Σβίρ (30 Αὐγ.), ὁ ὁποῖος τὴν ὥρα τῆς κοιμήσεώς του ἐμπιστεύθηκε τὴν φροντίδα τῆς ἀδελφότητάς του στὸν μητροπολίτη.
Κορωνίδα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου του ὑπῆρξε ὡστόσο ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου τῶν Ἑκατὸ Κεφαλαίων (1551), ἡ ὁποία καταδίκασε τοὺς αἱρετικοὺς τῆς ἐποχῆς, καθόρισε τὶς ἀρχὲς τῆς χριστιανικῆς παιδείας καὶ διαγωγῆς καὶ θέσπισε κανόνες γιὰ τὴν εἰκονογραφία καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τέχνη.
Παρ' ὅτι ἔχασε τὸ ἕνα του μάτι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μεγάλης πυρκαγιᾶς τῆς Μόσχας (1547), ὁ ἅγιος ἱεράρχης ἀνέλαβε ἀμέσως τὸ ἔργο τῆς ἀνοικοδόμησης τῶν ναῶν. Ἐξακολούθησε νὰ ἁγιογραφεῖ εἰκόνες καὶ μὲ δική του πρωτοβουλία ἄρχισαν νὰ τυπώνονται βιβλία στὴν Ρωσία (1553).
Διοργάνωσε ἐπίσης ἱεραποστολὴ γιὰ τὸν προσηλυτισμό των Τατάρων καὶ ἔστειλε ἐξαίρετους ἰεραπόστολους στὸ Χανάτο του Καζάν, ποὺ εἶχε περιέλθει στοὺς Ρώσους τὸ 1553.
Πρῶτος μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ὁ ἅγιος Γουρίας, τὸν ὁποῖο ὁ Μακάριος χειροτόνησε ἀρχιεπίσκοπο Καζάν, τὸ 1555 (4 Ὀκτ.).
Ἀπὸ πολὺ νωρὶς ὁ ἅγιος Μακάριος εἶχε προβλέψει τὸν ἐμφύλιο σπαραγμὸ ποὺ θὰ γνώριζε ἡ Ρωσία, ἀλλὰ ἔλαβε παρὰ Θεοῦ τὴν χάρη ἡ συμφορὰ αὐτὴ νὰ λάβει χώρα μετὰ τὸν θάνατό του.
Ὅταν ζήτησε ὁ τσάρος ἀπὸ τὸν μητροπολίτη νὰ τοῦ στείλει ἕνα πνευματικὸ βιβλίο, ἔλαβε ἕνα ἀντίτυπο τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας.
Ὁ ἡγεμόνας ἐξοργίσθηκε καὶ ὁ ἅγιος τοῦ ἀπάντησε ὅτι τοῦ ἔστειλε τὸ ψυχωφελέστερο τῶν βιβλίων, διότι μελετῶντας τὸ κανεὶς δὲν θὰ ἁμαρτήσει ποτὲ ξανά.
Ὅταν ἀσθένησε ὁ ἅγιος Μακάριος, ζήτησε ἀπὸ τὸν τσάρο τὴν ἄδεια νὰ ἀποσυρθεῖ στὴν μονὴ τῆς μετανοίας του· ἡ ἄδεια ὅμως δὲν ἐδόθη καὶ ὁ ἅγιος παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν ζῶντα Θεὸ στὶς 31 Δεκεμβρίου 1563, στὴν Μόσχα.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς κηδείας του ὅλοι διαπίστωσαν ὅτι ἡ λάμψη τῶν ἀρετῶν του ἀκτινοβολοῦσε φῶς στὸ πρόσωπό του.
Ἀμέσως ἄρχισε νὰ τιμᾶται ὡς ἅγιος, ἀλλὰ μόνο τὸ 1988, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς Χιλιετηρίδας τοῦ Ἐκχριστιανισμοῦ τῆς Ρωσίας, προέβη ἡ Ἐκκλησία στὴν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη ἐκείνου ποὺ τόσο συνέβαλε στὴν ἀναγνώριση καὶ τιμὴ τόσων Ρώσων ἁγίων.
(Ἡ μνήμη του ὁρίσθηκε στὶς 30 Δεκεμβρίου λόγῳ τῆς ἀποδόσεως τῶν Χριστουγέννων στὶς 31.)
Πληροφορίες ἀπό saint.gr, synaxarion.gr & koinoniaorthodoxias.org
Ἀπολυτίκιο ἀπό youtube.com/@orthodoxmusic-8948
Ἀναδημοσίευση ἀπό Άναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου