Παραμονὴ τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως, Εὐγενίας ὁσιομάρτυρος, Βασίλας μάρτυρος, Φιλίππου, Πρωτὰ καὶ Ὑακίνθου, Νικολάου Ὁσίου, Ἀχαϊκοῦ, Ἀντιόχου Ὁσίου, Βιτιμίωνος Ὁσίου, Ἀφροδισίου Ὁσίου, Σοσσίου καὶ Θεοκλείου, Καστούλου, Ἀχμέδ, Ἀγαπίου Ὁσίου.
Παραμονὴ τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Ἀπεγράφετο
ποτέ, σὺν τῷ πρεσβευτῇ Ἰωσήφ, ὡς ἐκ σπέρματος Δαβίδ, ἐν Βηθλεὲμ ἡ
Μαριάμ, κυοφοροῦσα τὴν ἄσπορον κυοφορίαν· ἐπέστη δὲ καιρός, ὁ τῆς
Γεννήσεως, καὶ τόπος ἦν οὐδείς, τῷ καταλύματι, ἀλλ’ ὡς τερπνὸν παλάτιον
τὸ Σπήλαιον, τῇ Βασιλίδι ἐδείκνυτο. Χριστὸς γεννᾶται, τὴν πρὶν πεσοῦσαν
ἀναστήσων εἰκόνα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ
Παρθένος σήμερον, τὸν προαιώνιον Λόγον, ἐν Σπηλαίῳ ἔρχεται, ἀποτεκεῖν
ἀπορρήτως, Χόρευε, ἡ οἰκουμένη ἀκουτισθεῖσα, δόξασον, μετὰ Ἀγγέλων καὶ
τῶν Ποιμένων, βουληθέντα ἐποφθῆναι, παιδίον νέον, τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν.
Μεγαλυνάριον.
Φάτνη
ἑτοιμάζου τὰ τῆς δοχῆς, σπεύσατε Ποιμένες, καὶ οἱ Μάγοι ἐκ τῶν Περσῶν,
σὺν τοῖς Ἀσωμάτοις, ἐν Βηθλεὲμ βοῆσαι· Δόξα τῷ τικτομένῳ, σῶσαι τὰ
σύμπαντα.
Ἡ Ἁγία Εὐγενία ἡ Ὀσιοπαρθενομάρτυς
Ἔζησε στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ οἱ γονεῖς της ὀνομάζονταν Φίλιππος καὶ Κλαυδία. Ἐπίσης, εἶχε καὶ δύο ἄλλα ἀδέλφια, τὸν Ἀβίτα καὶ τὸ Σέργιο.
Ὁ πατέρας της διορίστηκε ἔπαρχος στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ πῆγε ἐκεῖ μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια.
Ἐκεῖ ἡ Εὐγενία σπούδασε κατὰ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο καὶ ἔμαθε ἄριστα τὴν ἑλληνικὴ καὶ ρωμαϊκὴ φιλολογία.
Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές της, ψάχνοντας γιὰ περισσότερη γνώση πῆρε στὰ χέρια της ἀπὸ μιὰ χριστιανὴ κόρη τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὅταν τὶς διάβασε, ἐντυπωσιάσθηκε πολύ.
Ἐκεῖ μέσα δὲν ὑπῆρχαν θεωρίες καὶ φιλοσοφικὲς δοξασίες. Οἱ γραμμές τους ἐνέπνεαν ζωὴ καὶ ἐλπίδα.
Ἐκείνη τὴν περίοδο, οἱ γονεῖς της ἤθελαν νὰ τὴ δώσουν σύζυγο σὲ κάποιο Ρωμαῖο ἀξιωματοῦχο, τὸν Ἀκυλίνα.
Τότε ἡ Εὐγενία, ἀρνούμενη νὰ δεχθεῖ αὐτὴ τὴν πρόταση τῶν γονέων της, κάποια νύχτα ντύθηκε ἀνδρικὰ καὶ ἔφυγε σὲ ἄλλη πόλη.
Ἐκεῖ κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε χριστιανὴ καὶ ἔλαβε συγχρόνως τὸ μοναχικὸ σχῆμα.
Μετὰ ἀπὸ χρόνια, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι της καὶ ἡ ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς γονεῖς της ἔγινε μέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀνέκφραστη χαρά.
Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ ὅλοι στὸ σπίτι τῆς Εὐγενίας δέχθηκαν τὸ χριστιανισμό.
Ἀπὸ μῖσος τότε οἱ εἰδωλολάτρες τραυμάτισαν θανάσιμα τὸν πατέρα της.
Καὶ ὅταν ἡ Εὐγενία ἐπέστρεψε στὴ Ρώμη, ἐπειδὴ δὲ θυσίαζε στὰ εἴδωλα, τὴν ἀποκεφάλισαν, τερματίζοντας ἔτσι ἔνδοξα "τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως". Μαζὶ μὲ τὴν ἐπίγεια ζωή της.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου πνεύματος, τὴ ὑμνωδία, φῶς προσέλαβες θεογνωσίας, Εὐγενία Χριστοῦ καλλιπάρθενε· καὶ ἐν ὁσίων χορείᾳ ἐκλάμψασα, ἀθλητικῶς τὸν ἐχθρὸν ἐθριάμβευσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὴν τοῦ κόσμου πρόσκαιρον, φυγοῦσα δόξαν, τὸν Χριστὸν ἐπόθησας, τὸ εὐγενές σου τῆς ψυχῆς, ἀδιαλώβητον σώζουσα, Μάρτυς θεόφρον, Εὐγενία πανεύφημε.
Ἡ Ἁγία Βασίλα
Στοὺς Συναξαριστὲς σημειώνεται μόνο, ὅτι συμμαρτύρησε μὲ τὴν Ἁγία Εὐγενία καὶ θανατώθηκε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ. Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης ὅμως, νομίζει ὅτι ἡ Ἁγία αὕτη εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, διότι μαζὶ μ' αὐτὴ ἀναφέρεται καὶ ἡ μνήμη τοῦ πατέρα τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, Φιλίππου, καθὼς καὶ τῶν ὑπηρετῶν της, Πρῶτα καὶ Ὑακίνθου, ποὺ ὅλοι μαζὶ μαρτύρησαν στὴν Ρώμη ἐπὶ Κομόδου (180-192 μ.Χ.).
Ἀλλὰ ὁ Γαλανὸς στοὺς "Βίους τῶν Ἁγίων" ἀναφέρει ὅτι τὴ Βασίλα προσήλκυσε στὸ χριστιανισμὸ ἡ Ἁγία Εὐγενία στὴ Ρώμη.
Ὁ μνηστῆρας ὅμως τῆς Ἁγίας Βασίλας, Πομπήιος, ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ κατέδωσε στὶς ἀρχὲς τὴν Ἁγία Βασίλα καὶ τὴν Ἁγία Εὐγενία, μὲ ἀποτέλεσμα, ἡ μὲν πρώτη νὰ ἀποκεφαλιστεῖ, ἡ δὲ δεύτερη ἀφοῦ πρῶτα ρίχτηκε στὸν ποταμὸ Τίβερη καὶ διασώθηκε, κατόπιν νὰ ἀποκεφαλιστεῖ καὶ αὐτή.
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος
Ἦταν πατέρας τῆς Ἁγίας Εὐγενίας καὶ μαρτύρησε, ἀφοῦ θανατώθηκε μὲ μαχαίρι.
Οἱ Ἅγιοι Πρώτας καὶ Ὑάκινθος
Ἦταν ὑπηρέτες καὶ ἀργότερα συνασκητὲς τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν διὰ ξίφους στὴ Ρώμη.
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος "Ὁ ἀπὸ στρατιωτῶν"
Αὐτὸς ὁ Ἅγιος ἦταν στρατιώτης καὶ πῆρε μέρος στὸν πόλεμο κατὰ τῶν Βουλγάρων, ἐπὶ Νικηφόρου τοῦ Λογοθέτου (802-811).
Σὲ μιὰ ὁδοιπορία διανυκτέρευσε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο. Τὴ νύχτα ὅμως, ἡ κόρη τοῦ ξενοδόχου τον ἐπιτέθηκε μὲ ἁμαρτωλὲς προθέσεις.
Ἀλλὰ ὁ Νικόλαος συγκρατήθηκε καὶ δὲν μόλυνε τὸ σῶμα του ἀπὸ τὴν αἰσχρὴ πράξη, στὴν ὁποία τὸν καλοῦσε καὶ τὸν ἐρέθιζε ἡ πονηρὴ κόρη. Τότε ἀξιώθηκε νυκτερινῆς ὀπτασίας, ποὺ ἐπιβράβευσε τὴν ἁγνότητά του.
Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν πόλεμο σῶος καὶ ἀβλαβής, ἀποσύρθηκε σὲ κάποια Μονή, ὅπου ἔγινε μοναχός. Καὶ ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ ὁσία, πέθανε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἀχαϊκός
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Ἀντίοχος
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὑποθέτει, ὅτι ὁ Ὅσιος αὐτὸς εἶναι ὁ λεγόμενος Πάνδεκτος (δηλαδὴ ὁ συγγραφέας της Πανδέκτου), ποὺ ἔζησε στὰ μέσα τοῦ 7ου αἰῶνα καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Γαλατία καὶ ἦταν μοναχὸς στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὰ Ἱεροσόλυμα.
Αὐτὸς μάλιστα, περιέγραψε καὶ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες καὶ θρήνησε τὸ φόνο τῶν μοναχῶν τῆς Λαύρας ἀπὸ τοὺς ἐπιδρομεῖς.
Γιὰ τὸν Ἀντίοχο καλὴ μελέτη ἔγραψε ὁ Ἀρχιμανδρίτης Κάλλιστος (1910) καὶ ὁ Ι. Φωκυλίδης στὸ ἔργο τοῦ "Ἡ Ἱερὰ Λαύρα Σάββα τοῦ ἡγιασμένου".
Ὁ Ὅσιος Βιτιμίων
Μᾶλλον ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου ποὺ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἀφροδίσιος
Μᾶλλον ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου ποὺ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Σόσσιος καὶ Θεόκλειος
Ἄγνωστοι στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου. Ἀναφέρονται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621, μὲ λίγα βιογραφικὰ στοιχεῖα. Μαρτύρησαν ἐπὶ Μαξιμιανοῦ (286-305) καὶ Μαγνεντίου.
Συνελήφθησαν σὰν χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Βαῦδο (ποὺ ἦταν ἡγεμόνας της Ἀδριανούπολης τῆς Μακεδονίας) καὶ ἐπειδὴ δὲν πείστηκαν ν' ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό, βασανίστηκαν ἀνελέητα μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο.
Τόσα πολλὰ εἶναι τὰ βασανιστήριά τους, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀπαριθμηθοῦν καὶ ἀπορεῖ κανεὶς πὼς κατόρθωσαν νὰ ἐπιζήσουν.
Τελικὰ τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ ἄφθαρτα στεφάνια τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Καστοῦλος
Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου καὶ τὰ ἔντυπα Μηναία. Ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621 μὲ σύντομο βιογραφικὸ ὑπόμνημα.
Σύμφωνα λοιπὸν μ' αὐτό, ὁ Ἅγιος αὐτὸς μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λικινίου (307-323), στὸν ὁποῖο καταγγέλθηκε σὰν χριστιανός.
Ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν, τὸν κρέμασαν καὶ τοῦ ἔγδαραν τὸ δέρμα.
Κατόπιν τὸν παρέδωσαν στὸν ἡγεμόνα Ζηλικίνθιο καὶ ἐπειδὴ δὲν κατάφερε κι' αὐτὸς νὰ ἀλλαξοπιστήσει τὸν μάρτυρα, τὸν βασάνισε σκληρὰ καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε.
Ὁ Ἅγιος Ἀχμὲτ ὁ Κάλφας ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἀχμὲτ (ἢ Ἀχμὲδ) καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γραφέα τοῦ ἀρχιλογιστοῦ «δευτεράρη». Κατὰ τὸ θρήσκευμα στὴν ἀρχὴ ἦταν Μουσουλμᾶνος καὶ Τοῦρκος στὴν καταγωγή.
Κατὰ τὸν Μέγα Συναξαριστῆ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ Ἀχμὲτ στὸ σπίτι του εἶχε δύο Ὀρθόδοξες Χριστιανὲς σκλάβες, Ρωσίδες στὴν καταγωγή.
Τὴ νέα, τὴν εἶχε ὡς «σύζυγο», μιὰ καὶ ἦταν ἄγαμος καὶ τὴν ἡλικιωμένη ὡς ὑπηρέτρια. Στὴν τελευταία ἐπέτρεπε νὰ πηγαίνει τὶς γιορτὲς στὴν ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων.
Αὐτή, ὅταν ἐπέστρεφε στὸ σπίτι ἔφερνε καὶ στὴ νέα ἀντίδωρο καὶ πολλὲς φορὲς ἁγιασμό. Ἡ νέα, χωρὶς καμία προφύλαξη ἀπὸ τὸν Ἀχμὲτ ἔτρωγε τὸ ἀντίδωρο καὶ ἔπινε τὸν ἁγιασμό.
Ὅταν ὁ Ἀχμὲτ συζητοῦσε μὲ τὴν «σύζυγό» του, αἰσθανόταν νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα της ἄρρητη εὐωδία.
Ἡ εὐωδία αὐτὴ τὸν εἶχε προβληματίσει, γι' αὐτὸ καὶ ζητοῦσε ἐπιμόνως νὰ μάθει ἀπὸ ποῦ προερχόταν.
Αὐτή, μὴ γνωρίζοντας τὸ συμβαινόμενο, τοῦ ἀπαντοῦσε, ὅτι δὲν ἔτρωγε ποτὲ κάτι, ποὺ νὰ εἶχε κάποια ἰδιαίτερη εὐωδία.
Ὁ Ἀχμὲτ ὅμως, μὲ κανένα λόγο δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει, γι' αὐτὸ καὶ ἐπέμενε νὰ μάθει ἀπὸ ποὺ προερχόταν αὐτὴ ἡ παράξενη εὐωδία.
Ἡ μοσχοβολιὰ ἦταν χαρακτηριστικὴ καὶ ἡ ἴδια πάντοτε. Ἡ στενοχώρια του ἦταν μεγάλη, γιατί δὲν μποροῦσε νὰ μάθει τί ἔτρωγε ἡ «συζυγός» του.
Μιὰ μέρα, ποὺ κατάλαβε κι αὐτή, ὅτι ἡ εὐωδία ὁπωσδήποτε προερχόταν ἀπὸ τὸ ἀντίδωρο ποὺ ἔτρωγε στὴν Ἐκκλησία, τοῦ ἐξήγησε καθαρά, λέγοντας: «αὐτὸ ποὺ τρώγω καὶ αἰσθάνεσαι ἐσυ εὔωδίά, ὅταν συζητᾶμε, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ ἀντίδωρο ποὺ παίρνω στὴν Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν, ὅταν τελειώνει ἡ θεία λειτουργία.
Τὸ ἀντίδωρο εἶναι ἁγιασμένο ψωμὶ ἀπὸ τὸ Χριστό, ποὺ τὸ μοιράζει ὁ Πατριάρχης ἢ οἱ ἱερεῖς στοὺς πιστούς, ὅταν τελειώνει τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Πρέπει ἀκόμη νὰ σοῦ διευκρινίσω, ὅτι μετὰ τὸ ἀντίδωρο - πολλὲς φορές - πίνω καὶ ἁγιασμό».
Ὁ Ἀχμέτ, δὲν πίστεψε στὰ λεγόμενα τῆς καὶ τὴν ρώτησε πὼς μπορεῖ νὰ συμβαίνει ἕνα τέτοιο θαῦμα καὶ ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε: «Ἡ θρησκεία μας εἶναι ζωντανή. Γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανούς, Θεός μας, εἶναι ὁ Χριστός. Εἶναι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατέβηκε ἀπ' τὸν οὐρανὸ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος Γιὰ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ὅταν ζοῦσε στὴ γῆ ἔκανε ἀμέτρητα θαύματα. Τὸ σπουδαιότερο, τὸ ὁποῖο καὶ πρέπει, ἂν θέλεις νὰ κρατήσεις στὸ μυαλό σου, εἶναι ὅτι, ἀπὸ ἀγάπη γιά μας, σταυρώθηκε ἄδικα ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀναστήθηκε. Ἡ Ἀνάστασή Του εἶναι τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας.
Σ' ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ τὰ θαύματα συνεχίζονται καὶ σήμερα.
Στὸ Χριστό μας ὅλα εἶναι δυνατά. Στὸ θαῦμα, ποὺ διαπίστωσες τόσες φορὲς μὲ τὸ ἀντίδωρο, ἔχω νὰ προσθέσω καὶ ἕνα ἄλλο πιὸ ἁπλὸ καὶ ξεκάθαρο.
Τὸ νερὸ ποὺ πίνουμε πολλὲς φορὲς στὴν ἐκκλησία - θὰ σοῦ φανεῖ παράδοξο - εἶναι ἁγιασμένο.
Δηλαδὴ δὲν ἀλλοιώνεται, δὲ βρωμίζει, ὅσα χρόνια κι ἂν περάσουν. Τὸ νερὸ αὐτό, ποὺ ἐμεῖς τὸ λέμε ἁγιασμό, ἀπόκτα αὐτὴ τὴν ἰδιότητα, μετὰ ἀπὸ εἰδικὲς εὐχὲς ποὺ διαβάζει ὁ Πατριάρχης ἢ οἱ Ἱερεῖς.
Μάλιστα, τὸ κρατᾶμε σὲ μπουκαλάκια γιὰ εὐλογία - στὰ εἰκονοστάσια τῶν σπιτιῶν μας καὶ πίνουμε, ἀφοῦ προετοιμασθοῦμε κατάλληλα, πρὸς καθαρισμὸ ψυχῶν καὶ σωμάτων.
Τὸ θαῦμα τοῦτο, ἂν θέλεις, μπορεῖς νὰ τὸ δεῖς καὶ νὰ τὸ ἐρευνήσεις. Εἶναι ἕνα ἀκόμα ζωντανὸ θαῦμα τῆς πίστεώς μας, κυρίως, γιὰ μᾶς τοὺς ἁπλοϊκούς».
Ὁ Ἀχμέτ, μόλις ἄκουσε ὅλα αὐτά, ἔμεινε κατάπληκτος. «Συμβαίνουν τέτοια πράγματα στὴ θρησκεία σας; Εἰλικρινά, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ τὰ καταλάβω», εἶπε καὶ ἀπομακρύνθηκε.
Πέρασαν ἡμέρες καὶ νύχτες ἀρκετές, χωρὶς νὰ παύσει νὰ σκέπτεται, ὅσα ἄκουσε ἀπὸ τὴ Χριστιανὴ «σύζυγο» τοῦ καὶ τελικὰ ἀποφάσισε νὰ ἐρευνήσει τὸ παράδοξο γι' αὐτὸν γεγονός.
Ἔτσι ντύθηκε μὲ ροῦχα χριστιανικὰ καὶ πῆγε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Πατριαρχείου γιὰ νὰ παρακολουθήσει πὼς γίνονταν ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Χριστιανῶν.
Καθώς, λοιπόν, βρισκόταν στὸ Ναὸ καὶ παρακολουθοῦσε τὴ θεία λειτουργία, μὲ ξεχωριστὸ θαυμασμὸ καὶ ἀναρίθμητες ἀπορίες, εἶδε, σὲ μιὰ στιγμή, τὸν ἱερέα, καθὼς πήγαινε πρὸς τὴν Ὡραία Πύλη, «ὑπερυψωμένων ὑπεράνω τοῦ δαπέδου τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁλόφωτων», τὸν δὲ Πατριάρχη νὰ «ἐκπέμπει» ἀπὸ τὰ δάκτυλά του, ὀσάκις εὐλογοῦσε τοὺς Χριστιανούς, φωτεινὲς ἀκτῖνες, ποὺ ἔπεφταν ἐπάνω στὰ κεφάλια τους.
Ἐκεῖνο ὅμως, ποὺ πραγματικὰ τὸν συγκλόνισε, ἦταν τὸ ὅτι, οἱ ἀκτῖνες φώτιζαν μόνο τὰ κεφάλια τῶν Χριστιανῶν καὶ δὲ φώτιζαν τὸ δικό του κεφάλι.
Παρ' ὅτι αὐτὸ συνέβη δύο - τρεῖς φορές, τὸ ἀποτέλεσμα, ποὺ μὲ ἀγωνία καὶ δέος διαπίστωνε, ἦταν τὸ ἴδιο.
Ἀμέσως, ἦλθαν στὸ μυαλό του, ὅλα ὅσα εἶχε ἀκούσει ἀπὸ τὴ «σύζυγό» του περὶ τῆς πίστεώς της. «Ἀλήθεια, σκεπτόταν, εἶχε δίκαιο. Εἶναι ζωντανὴ ἡ θρησκεία τῶν Χριστιανῶν. Τί χαρὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ αἰσθάνομαι τώρα!».
Βγαίνοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, τόσο εἶχε συγκλονισθεῖ μὲ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ποὺ εἶχε δεῖ, ὥστε νόμιζε ὅτι δὲν ἦταν ὁ παλαιὸς Ἀχμέτ.
Μετὰ τὰ θαύματα αὐτά, ὁ Ἀχμέτ, συνεπαρμένος - ὅπως ἦταν - δὲν ἤθελε ἄλλες ἀποδείξεις γιὰ νὰ πιστέψει στὸ Χριστὸ καὶ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία. Ἔτσι, χωρὶς κανένα δισταγμό, γεμᾶτος χαρά, πῆγε κρυφὰ στὸν ἱερέα τῆς περιοχῆς του καὶ ζήτησε νὰ βαπτισθεῖ.
Ὁ Ἱερέας, ἀφοῦ εἶδε τὴν μετάνοιά του καὶ τὴν ἀκλόνητη πίστη του καὶ ἀπόφαση τοῦ νὰ γίνει Χριστιανός, τὸν κατήχησε καὶ μετὰ τὸν βάπτισε εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Μετὰ τὴ βάπτισή του ἔζησε βίο ἐνάρετο καὶ μὲ ἰδιαίτερα χαρὰ καὶ συγκίνηση κοινωνοῦσε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια καὶ λάμβανε ἀντίδωρο καὶ ἁγιασμό.
Δυστυχῶς, δὲ διασώθηκε ποιό χριστιανικὸ ὄνομα τοῦ δόθηκε κατὰ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Πάντως, μετὰ τὴν ἀναγέννησή του, ὁ νεοφώτιστος, πρώην μωαμεθανός, δοξολογοῦσε τὸν Κύριο, διότι τὸν εἵλκυσε μὲ τὴ χάρη του καὶ τὸν ὁδήγησε στὴν ὀρθὴ πίστη.
Ὁ νοῦς του, ὅταν προσευχόταν, μετεωρίζετο καὶ ζοῦσε, καθαρὰ καὶ ζωντανά, τὰ θαύματα ποὺ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ, τὴν εὔλογη μένη ἐκείνη ἡμέρα ποὺ ἐκκλησιάσθηκε, ὡς ἀλλόθρησκος καὶ μολυσμένος στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Πατριαρχείου.
Καίτοι μετὰ τὸ βάπτισμά του ἔζησε ὡς πιστὸς Χριστιανός, ἔχοντας μυστηριακὴ ζωή, ἐν τούτοις μέχρι τοῦ μαρτυρίου του παρέμεινε ὡς κρυπτοχριστιανός. Αὐτὸς ἴσως εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ δὲ διασώθηκε μέχρι σήμερα τὸ Χριστιανικό του ὄνομα. Αὐτὸ τὸ γνώριζαν ἐλάχιστοι. Ὁ Ἱερέας, ἡ Χριστιανὴ σκλάβα του καὶ ἐνδεχομένως μετρημένοι κληρικοὶ καὶ Χριστιανοί.
Μιὰ μέρα, οἱ μεγιστᾶνες μωαμεθανοὶ τῆς Κωνσταντινούπολης εἶχαν συγκέντρωση καὶ βρισκόταν σ' αὐτὴ καὶ ὁ Ἀχμέτ.
Γιὰ νὰ εὑρίσκεται δὲ καὶ ὁ Ἀχμὲτ σὲ μιὰ τέτοια συγκέντρωση, πρέπει νὰ δεχθοῦμε, ὅτι ὁ Ἀχμὲτ δὲν ἦταν ἕνας τυχαῖος Τοῦρκος μουσουλμᾶνος. Ἦταν μεγιστᾶνας, πλούσιος. Ἦταν ἐκλεκτὸ μέλος τῆς κοινωνίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Τὸν ρώτησαν λοιπόν, «περὶ τοῦ τί εἶναι τὸ μεγαλύτερο πρᾶγμα εἰς τὸν κόσμον» καὶ τότε, ὁ Ἀχμέτ, μὲ δυνατὴ φωνὴ εἶπε: «Μεγαλωτάτη ἀπὸ ὅλα εἶναι ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν».
Ἡ ὁμολογία του, ὅτι εἶναι Χριστιανός, κεραυνοβόλησε τοὺς πρώην ὁμοθρήσκους του. Χωρίς, πιά, κανένα φόβο, ἄρχισε νὰ ἐλέγχει τὸ ψεῦδος καὶ τὴν πλάνη τῶν μωαμεθανῶν.
Τότε, κατόπιν διαταγῆς τοῦ τοπικοῦ ἄρχοντα, ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν, τὸν βασάνισαν καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 3 Μάϊου τοῦ ἔτους 1682 μ.Χ., στὴν τοποθεσία ποὺ ὀνομαζόταν Κεαπχανέ - Μπαξέ.
Ἀπολυτίκιο
Ὁ Ὅσιος Ἀγάπιος ὁ νεώτερος
Ὁ Ἀγάπιος ὁ νεώτερος, κατὰ κόσμον Ἀντώνιος Ἀντωνόπουλος, γνωστὸς καὶ ὡς Ἀγάπιος Παπαντωνόπουλος (Δημητσάνα, 1753-1812).
Φοίτησε στὴ σχολὴ τῆς γενέτειράς του, ὅπου εἶχε διδασκάλους τον Ἀγάπιο Λεονάρδο καὶ τὸν Γεράσιμο Γούνα.
Ὅταν μὲ τὰ Ὀρλοφικὰ ἡ σχολὴ ἔκλεισε, ὁ Ἀγάπιος ἀκολούθησε τὸν Γεράσιμο Γούνα στὴ Σμύρνη, ὅπου συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ φημισμένη σχολὴ τῆς πόλης μὲ σχολάρχη τον Ἰερόθεο Δενδρινό.
Στὴ Σμύρνη πῆρε καὶ τὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ. Ἀργότερα ἀκολούθησε τὸν Γεράσιμο Γούνα στὴ Χίο καὶ τελικὰ ἐπέστρεψε στὴ γενέτειρά του Δημητσάνα, ὅπου τὸν Αὔγουστο τοῦ 1781 ἀνέλαβε τὴ διεύθυνση τῆς παλιᾶς σχολῆς του.
Τὴ φήμη της ἡ σχολή της Δημητσάνας τὴν ὀφείλει κατὰ κύριο λόγο στὸν Ἀγάπιο τὸν νεώτερο, ὁ ὁποῖος ἐπὶ 32 ὁλόκληρα χρόνια ἄσκησε τὰ καθήκοντα τοῦ σχολάρχη μὲ μοναδικὴ εὐσυνειδησία, ἐργατικότητα καὶ ἐντιμότητα.
Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό του Ἀγάπιου, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτεται στὴν ἀλληλογραφία του, εἶναι ἡ ἁπλότητα καὶ λιτότητα τῆς ζωῆς του:
ζῶμεν δημητσανίτικα", γράφει στὸν Ἄνθιμο Καράκαλλο, ποὺ ἔνθερμα ὑποστήριζε τὸ ἔργο τῆς σχολῆς, "πότε μὲ μολόχες, πότε μὲ τζικνίδες, πότε μὲ ἀβρονιές, πότε μὲ ἀριάνι, πότε μὲ μοναχὸ ψωμί".
Συγγραφικὸ ἔργο του Ἀγάπιου δὲν ἔχουμε. Ἡ διδασκαλία του ὅμως, ἦταν ὁ σπόρος ἀπὸ τὸν ὁποῖο βλάστησαν πολλοὶ ἔξοχοι διδάσκαλοι καὶ κληρικοὶ τῆς ἐποχῆς.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί synaxarion.gr
Ἀπολυτίκια ἀπό youtube.com/@orthodoxmusic-8948
Ἀναδημοσίευση ἀπό Ἀναβάσεις
Κουμπιά
- Αρχική
- Οπτικό Αγιολόγιο
- Ιανουάριος
- Φεβρουάριος
- Μάρτιος
- Απρίλιος
- Μάιος
- Ιούνιος
- Ιούλιος
- Αύγουστος
- Σεπτέμβριος
- Οκτώβριος
- Νοέμβριος
- Δεκέμβριος
- Πατερικά
- Γεροντικά
- Ομιλίες
- Εσταυρωμένος
- Επικοινωνία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου