Ἅγιος Μερκούριος ὁ Μεγαλομάρτυρας
Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου –Καθηγητοῦ
Στὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν διεισδύσει σὲ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα. Ἰδιαίτερα μεγάλος ἀριθμὸς Χριστιανῶν βρισκόταν στὸ στρατὸ καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀναδείχτηκαν Μεγαλομάρτυρες, γιὰ τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Μεγαλομάρτυς Μερκούριος.
Γεννήθηκε στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἔζησε τὸν 3ο αἰῶνα στοὺς χρόνους τῶν ἀσεβῶν καὶ σφοδρῶν διωκτῶν τῶν Χριστιανῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (249-251), Γάλλου (251-253) καὶ Βαλεριανοῦ (253-259). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Γουρδιανός, ἦταν Σκύθης στὴν καταγωγή, κρυφὸς Χριστιανὸς καὶ ὑπηρετοῦσε ὡς ἔπαρχος. Ὁ γιός του Μερκούριος ἦταν ἀνδρεῖος καὶ παράτολμος καὶ γι’ αὐτὸ εἶχε ἐπιλέξει τὸ ἐπάγγελμα τοῦ στρατιωτικοῦ καὶ ὑπηρετοῦσε στὸ ὀνομαστὸ καὶ ἐπίλεκτο στράτευμα τῶν Μαρκησίων. Προφανῶς εἶχε μυηθεῖ στὴν χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὸν πατέρα του.
Ἡ λεγεῶνα, ποὺ ὑπηρετοῦσε, στάλθηκε ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ νὰ πολεμήσει τοὺς βαρβάρους, οἱ ὁποῖοι ἐποφθαλμιοῦσαν ἐδάφη τῆς αὐτοκρατορίας. Ὅταν ἔφτασε ὁ ρωμαϊκὸς στρατὸς στὸ πεδίο τῆς μάχης, οἱ ἀξιωματικοὶ καὶ οἱ στρατιῶτες ἀπογοητεύτηκαν ἀπὸ τὴν πληθώρα τῶν ἐχθρικῶν στρατευμάτων. Ὁ Μερκούριος συλλογιζόταν τί ἔπρεπε νὰ κάνει. Τότε τοῦ παρουσιάστηκε ἕνας λευκοντυμένος καὶ ἀπαστράπτων ἄγγελος Κυρίου, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε ξίφος στὸ δεξί του χέρι. Τὸ ἔδωσε στὸν Μερκούριο καὶ τοῦ εἶπε: «Φίλε Μερκούριε, ὁ Κύριος τῶν Κυρίων εἶναι μαζί σου, προχώρα καὶ θὰ νικήσεις. Ἀλλὰ μὴν ξεχάσεις ὅτι αὐτὴ τὴ νίκη θὰ τὰ χρωστᾶς στὸν Χριστό. Πρόσεξε μὴν φανεῖς ἀχάριστος μαζί Του». Ὁ Μερκούριος πῆρε τὸ ξίφος καὶ μαζὶ μιὰ ὑπεράνθρωπη τόλμη, ὅρμισε στὴ μάχη, φονεύοντας πλῆθος στρατιωτῶν. Ἔφτασε δὲ μέχρι τὸν βασιλιᾶ τους Ρήγα, τὸν ὁποῖο ἐπίσης φόνευσε, τρέποντας σὲ ἄτακτη φυγὴ τὸ βαρβαρικὸ στράτευμα.
Ὁ ρωμαῖος αὐτοκράτορας θαύμασε τὴν ἀνδρεία του, τὸν ὀνόμασε ἀρχιστράτηγο τῆς Ἀνατολῆς καὶ τὸν πῆρε μαζί του στὰ παλάτια του. Ὁ Μερκούριος εἶχε λησμονήσει τὴν ὑπόσχεσή του στὸν ἄγγελο, νὰ δείξει τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸν Θεὸ τῶν Χριστιανῶν, ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴ νίκη. Κάποιο βράδυ εἶδε τὸν ὕπνο του τὸν ἄγγελο, ὁ ὁποῖος τοῦ ὑπενθύμισε τὴν ὑπόσχεσή του. Ὁ Μερκούριος ξύπνησε φοβισμένος καὶ τότε ἄρχισε νὰ συνειδητοποιεῖ τὴ μεγάλη του ὑποχρέωση καὶ ἄρχισε νὰ συμπεριφέρεται παράξενα. Δὲν παραβρίσκονταν στὰ συμπόσια καὶ τὰ γλέντια, οὔτε στὶς δημόσιες ἐκδηλώσεις. Τὰ βράδια ξαγρυπνοῦσε, χύνοντας ἄφθονα δάκρυα γιὰ τὴν ἀγνωμοσύνη του. Σκεπτόταν μὲ ποιό τρόπο θὰ ἄφηνε τὸ στράτευμα, τὶς τιμὲς καὶ τὰ ἀξιώματα, γιὰ νὰ ὁμολογήσει τὴν πίστη στὸ Χριστό.
Κάποια μέρα ὁ αὐτοκράτορας τὸν διέταξε νὰ κάνουν ἀπὸ κοινοῦ θυσία στὴν «θεὰ» Ἀρτέμιδα, γιὰ νὰ τὴν ἔχουν σύμμαχο στὶς μάχες. Ὁ Μερκούριος δὲν πῆγε στὴ θυσία, πρὸς ἔκπληξη τοῦ αὐτοκράτορα. Τότε ἕνας ἀντίζηλός του στρατιωτικός, ποὺ ἤθελε νὰ τοῦ πάρει τὴ θέση, τὸν κατάγγειλε στὸν βασιλιᾶ ὡς κρυφὸ Χριστιανό. Ὁ εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας ταράχτηκε ἀπὸ τὸ θυμό του καὶ ζήτησε νὰ τὸν φέρουν μπροστά του γιὰ ἀκούσει ἀπὸ τὸν ἴδιο τα καταγγελλόμενα, διότι δὲν μποροῦσε νὰ φανταστεῖ ὅτι ὁ κορυφαῖος στρατηλάτης του εἶχε ἀρνηθεῖ τοὺς «θεοὺς» τοῦ κράτους καὶ εἶχε ἀσπασθεῖ τὴν «δεισιδαιμονία» τοῦ Χριστιανισμοῦ! Ἔτσι θεωροῦσαν τὸν Χριστιανισμὸ οἱ εἰδωλολάτρες!
Κάλεσε τὸν ἀρχιστράτηγο Μερκούριο καὶ τὸν ρώτησε ἂν εἶναι ἀλήθεια ὅσα τοῦ κατάγγειλαν. Ὁ ἡρωικὸς νέος δὲ δίστασε καθόλου καὶ ὁμολόγησε μὲ θάρρος καὶ παρρησία τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἔβγαλε τὴ ζώνη του καὶ τὰ παράσημά του καὶ τὰ παρέδωσε στὸν αὐτοκράτορα λέγοντάς του: «Γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ τῆς κοιλίας τῆς μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελαύσομαι» (Ἰώβ1,21). Ἕνα οὐράνιο φῶς τὸν ἔλουσε καὶ φάνηκε ἡ θείας χάρις ποὺ τὸν ἐπισκίασε. Ὁ φανατικός
εἰδωλολάτρης βασιλιᾶς ἔγινε ἔξαλλος ἀπὸ τὸ θυμό του. Παράγγειλε νὰ τὸν φοβερίσουν καὶ νὰ τοῦ τάξουν μεγαλύτερα ἀξιώματα ἂν ἀρνιόταν τὴν πίστη του, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Τὸν ὁδήγησαν στὸ δεσμωτήριο, εὐχαριστῶντας καὶ δοξολογῶντας τὸν Κύριο, ποὺ γιὰ χάρη του ὑπέφερε! Τὴ νύχτα ἄγγελος Κυρίου τὸν ἐνδυνάμωσε νὰ ἀντέξει στὰ βασανιστήρια ποὺ τὸν περίμεναν.
Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τὸν ὁδήγησαν καὶ πάλι στὸν βασιλιᾶ, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ διαπίστωσε τὴν ἐμμονή του στὴν πίστη του, τὸν ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Τὸν κρέμασαν σὲ τέσσερις στύλους καὶ ἄρχισαν νὰ κόβουν τὶς σάρκες του μὲ κοφτερὰ μαχαίρια καὶ νὰ καῖνε τὶς πληγὲς μὲ δᾶδες. Μέσα ἀπὸ τὶς σχισμένες σάρκες του ἔτρεχε ποτάμι τὸ αἷμα καὶ οἱ πόνοι ἦταν ἀφόρητοι. Ἐκεῖνος ὑπέμεινε μὲ πρωτοφανῆ ἡρωισμὸ τὸ μαρτύριο καὶ προσευχόμενος ἔπαιρνε δύναμη ἀπὸ τὸ Θεό. Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ὧρες μαρτύριο, τὸν ἔριξαν αἱμόφυρτο στὴ φυλακή, ὅπου ὁ ἄγγελος Κυρίου τὸν ἐπισκέφτηκε καὶ πάλι καὶ γιάτρεψε τὶς πληγές του καὶ τὸν συνεχάρη γιὰ τὸν ἡρωισμό του.
Οἱ φύλακες τῆς φυλακῆς διαμήνυσαν στὸ βασιλιᾶ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας του Μερκούριου καὶ ἐκεῖνος ἔγινε καὶ πάλι θηρίο. Διέταξε νὰ τὸν ὑποβάλλουν σὲ νέα, φοβερότερα βασανιστήρια. Τὸν τρυποῦσαν μὲ πυρωμένες σοῦβλες σὲ ὅλο του τὸ κορμί, λέγοντάς του: «Τίμα τοὺς θεούς μας ἀδιάντροπε!». Ἐκεῖνος συνέχιζε νὰ μένει ἀταλάντευτος στὴν πίστη του. Κατόπιν τὸν ὑπέβαλαν σὲ ἄλλα χειρότερα μαρτύρια. Τὸν κρέμασαν ἀνάποδα, δένοντάς του μιὰ πελώρια πέτρα στὸ λαιμό. Κατόπιν τὸν ράβδισαν μὲ τετράκλωνο βούρδουλα μὲ χάλκινα βαρίδια, μέχρι λιποθυμίας. Ὁ Μάρτυρας καὶ πάλι ὑπόμεινε μὲ ἡρωισμὸ καὶ αὐτὰ τὰ μαρτύρια.
Βλέποντας τύραννος τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφασή του, διέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, ἀφοῦ τὸν μεταφέρουν στὴν Καισάρεια. Ὁ Μάρτυρας, ἀφοῦ συγχώρεσε τοὺς βασανιστές του, ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἔσκυψε τὸ κεφάλι νὰ τοῦ τὸ κόψουν οἱ ἀλαλάζοντες εἰδωλολάτρες δήμιοι. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ εἶδε τὸν Κύριο νὰ τὸν περιμένει. Εἶχε μαζευτεῖ πολὺς ὄχλος εἰδωλολατρῶν γιὰ νὰ χαροῦν ἀπὸ τὸ θέαμα τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ του. Ὁ δήμιος ἔκοψε τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Μάρτυρα καὶ ἡ ψυχή του φτερούγησε στὸν οὐρανό. Ἦταν μόλις 25 ἐτῶν! Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 25 Νοεμβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου