Τὰ κτιστὰ φῶτα τοῦ κόσμου καὶ τὸ Ἄκτιστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Μέρος Δ'
Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα Μέρη πατῆστε ἐδῶ
Τό Φῶς λοιπόν τοῦ Θεοῦ, γιά τό ὁποῖο ὁμιλεῖ ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη καί ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἀληθινό θεῖο Φῶς. Δέν εἶναι ἁπλῶς σύμβολο οὔτε κτίσμα, ἀλλά ἄκτιστο ἀπαύγασμα τῆς ἀκτίστου θείας οὐσίας.
Αὐτό τό Φῶς εἶδαν οἱ μαθηταί κατά τήν θεία Μεταμόρφωσι καί τήν ἁγία Πεντηκοστή. Αὐτό τό Φῶς εἶδε ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος καί ἐθεάθη νά λάμπῃ μέσα σ’ αὐτό.
Αὐτό τό Φῶς ζητοῦμε νά λάμψῃ στίς καρδιές μας κατά τήν θεία Λειτουργία: «ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν φιλάνθρωπε Δέσποτα τό τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς». Μετά τήν θεία Λειτουργία πάλι εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο, διότι «εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν». Τελειώνοντας ὁ ὄρθρος δοξάζουμε τόν Τριαδικό Θεό: «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τό φῶς». Κατά τήν πρώτη ὥρα πάλι ζητοῦμε αὐτό τό Φῶς: «Χριστέ τό φῶς τό ἀληθινόν τό φωτίζον καί ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον σημειωθήτω ἐφ’ ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου σου, ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψόμεθα φῶς τό ἀπρόσιτον». Στό κέντρο τοῦ Ἑσπερινοῦ, στήν ἐπιλύχνιο δοξολογία, πάλι στό Φῶς ἀναφερόμεθα: «Φῶς ἱλαρόν ἁγία δόξης».
Σ’ αὐτό τό Φῶς «ἐν τόπῳ φωτεινῷ» εὐχόμεθα νά ἀναπαυθοῦν οἱ ἐν Κυρίῳ κοιμηθέντες ἀδελφοί μας καί ἐμεῖς μετά τήν ἔξοδό μας ἀπό τόν κόσμο αὐτό.
Ὅλες οἱ ἀκολουθίες, ἡ ὑμνολογία, τά Μυστήρια, ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, καταυγάζονται ἀπό τό Φῶς αὐτό.
Αὐτό εἶναι αὐτονόητο, ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὡς κεφαλή Της Αὐτόν πού εἶναι «Φῶς ἐκ Φωτός», τόν Κύριον Ἰησοῦν. Ὅπου ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐκεῖ τό Φῶς.
Ἐμεῖς δέν βλέπουμε τό Φῶς, διότι δέν ἔχουμε καθαρούς ὀφθαλμούς γιά νά τό δοῦμε. Καί οἱ μαθηταί δέν τό ἔβλεπαν, ἕως ὅτου «διηνοίχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί». Οἱ ἄξιοι καί καθαροί μαθηταί τοῦ Ἰησοῦ ἔχοντες διανοιγμένους ὀφθαλμούς σέ κάθε ἐποχή βλέπουν. Ἐμεῖς τούς πιστεύουμε καί ἔτσι χαιρόμεθα γιά τήν παρουσία τοῦ Φωτός καί ἐλπίζουμε.
Ἡ Ἐκκλησία συνεχῶς μᾶς προσκαλεῖ: «Δεῦτε λάβετε τό Φῶς ἐκ τοῦ ἀνασπέρου φωτός». Τό Φῶς αὐτό εἶναι ἀνέσπερο γιατί εἶναι Ἄκτιστο.
Ἄς λάβουμε πάλι τόν θεῖο Ἱεράρχη ὡς χειραγωγό, γιά νά μᾶς ὑποδείξῃ καί χειραγωρήσῃ στόν τρόπο τῆς θέας αὐτοῦ τοῦ Φωτός.
Ὁ ἐπιθυμῶν νά φθάσῃ τήν ἀληθῆ γνῶσι τοῦ Θεοῦ καί νά ἐπανακτήσῃ ἀκέραιο τό κατ’ εἰκόνα πρέπει νά φεύγῃ τήν ἁμαρτία, νά τηρῇ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ - «τόν νόμον τῶν ἐντολῶν διά πράξεως ἀναγνωστέον»-, νά ἐπιμελῆται κάθε ἀρετῆς καί «δι’ εὐχῆς καί θεωρίας ἀληθοῦς»18 νά ἐπανέλθῃ στόν Θεό.
Τά ἔργα λοιπόν τῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πορείας πρός τό Φῶς. Ἄς ἀκούσουμε τόν Ἅγιο διδάσκοντα στήν Θεσσαλονίκη:
«Μετανοήσωμεν οὖν, ἀδελφοί, παρακαλῶ, καί καρπούς
ἀξίους τῆς μετανοίας ἐπιδειξώμεθα, ἵνα τήν τῶν οὐρανῶν
βασιλείαν κληρονομήσωμεν· ἐγγύς ἡμῶν αὕτη γέγονε, μή
μακρύνωμεν ἡμᾶς αὐτούς ἀπό ταύτης ἡμεῖς διά τῶν ἔργων
τῶν πονηρῶν. Τό ἀνέσπερον ἡμῖν ἐπέλαμψε φῶς· ὁδεύσωμεν
πρός τήν λάμψιν αὐτοῦ διά τῶν ἔργων τῶν ἀγαθῶν. Ἡ
αἰώνιος ἐφανερώθη ζωή· ἀντιλαβώμεθα ταύτης ἡμεῖς δι’
ἀρετῶν ὅση δύναμις. Ὁ μακαρίους ποιῶν ἡμᾶς Χριστός
ἐπεδήμησε· προθύμως αὐτῷ προσέλθωμεν. Φύγωμεν τῶν ἐν
σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένων τήν ἀθλιότητα.
Ποθήσωμεν καί κτησώμεθα τά ἔργα τῆς μετανοίας, φρόνημα
ταπεινόν, κατάνυξιν καί πένθος πνευματικόν, καρδίαν
πρᾳεῖαν ἐλέους γέμουσαν, δικαιοσύνης ἐρῶσαν,
καθαριότητος ἀντιποιουμένην, εἰρηνικήν, εἰρηνοποιόν,
φερέπονον, τοῖς ὑπέρ ἀληθείας καί δικαιοσύνης
ἐνασμενίζουσαν διωγμοῖς καί ζημίαις καί ὕβρεσι καί
συκοφαντίας καί πάθεσιν»19.
(Ἄς μετανοήσουμε λοιπόν ἀδελφοί, παρακαλῶ, καί ἄς παρουσιάσουμε διά τῶν ἔργων μας καρπούς ἄξιους τῆς μετανοίας, διά νά κληρονομήσουμε τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτή [ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν] εἶναι πλησίον μας, ἄς μή ἀπομακρυνόμεθα ἐμεῖς ἀπ’ αὐτήν μέ τά πονηρά ἔργα. Τό ἀνέσπερο φῶς ἔλαμψε γιά μᾶς , ἄς πορευθοῦμε πρός τήν λάμψι του μέ τά καλά ἔργα.
Ἐφανερώθη ἡ αἰώνιος ζωή, ἄς τήν διεκδικήσουμε ἐμεῖς διά τῶν ἀρετῶν μέ ὅση δύναμι διαθέτουμε. Ὁ Χριστός, πού μᾶς κάνει εὐτυχεῖς, ἦλθε, ἄς προσέλθουμε κι ἐμεῖς προθύμως σ’ αὐτόν. Ἄς ἀφήσουμε τήν ἀθλιότητα αὐτῶν πού ζοῦν στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου.
Ἄς ποθήσουμε καί ἄς ἀποκτήσουμε τά ἔργα τῆς μετανοίας, δηλ. ταπεινό φρόνημα, κατάνυξι καί πνευματικό πένθος, καρδιά γεμάτη πραότητα καί ἔλεος, καρδιά πού ἔχει ἔρωτα πρός τήν δικαιοσύνη καί ἐπιδιώκει τήν καθαρότητα, εἰρηνική, εἰρηνοποιό, καρτερική, καρδιά πού εὐχαριστεῖται νά διώκεται, νά ζημιώνεται, νά ὑβρίζεται, νά συκοφαντῆται καί νά πάσχῃ ὑπέρ τῆς ἀληθείας καί τῆς δικαιοσύνης).
Ὁ ὅλος ἄνθρωπος πρέπει νά καθαρισθῇ, γιά νά γίνῃ ἄξιος τοῦ θείου φωτός. Τό σῶμα καθαρίζεται μέ τήν ἐγκράτεια. Τό θυμικόν καί ἐπιθυμητικόν τῆς ψυχῆς μέ τήν ἀγάπη καί ὁ νοῦς μέ τήν προσευχή20.
Τό παθητικόν τῆς ψυχῆς δέν νεκρώνεται, ὅπως ἤθελε ὁ Βαρλαάμ σύμφωνα μέ τίς φιλοσοφικές του προϋποθέσεις, ἀλλά μεταμορφώνεται καί ἐξαγιάζεται. Τό μίσος π.χ. κατά τῶν ἀνθρώπων πρέπει νά μεταποιηθῇ σέ μίσος κατά τῶν ἔργων τοῦ διαβόλου.
Ὁ κεκαθαρμένος ἀπό τά πάθη καί προσευχόμενος νοῦς ἔχει τώρα τήν δυνατότητα νά ἑνωθῇ μέ τόν Θεό.
Πῶς ὅμως ὁ ἀνθρώπινος νοῦς θά ἑνωθῇ μέ τόν Πρῶτο καί Ἀρχίφωτο Θεῖο Νοῦ, ὅταν ὁ ἴδιος διαχέεται καί σκορπίζεται ἐκτός ἑαυτοῦ ἐδῶ καί ἐκεῖ καί προσκολλᾶται διά τῶν αἰσθήσεων στά πράγματα;
Πρέπει ὁ νοῦς νά συγκεντρωθῇ καί ἐπιστρέψῃ στόν ἑαυτό του καί νά ἐπιτηρῇ τόν ἑαυτό του, ὥστε νά μή μολύνετε ἀπό κακές σκέψεις ἤ νά μή ἀπασχολῆται ἀκόμη καί ἀπό καλές σκέψεις, πού ἐμποδίζουν τήν μόνο μέ τόν Θεό ἐνασχόλησί του. Ἔτσι ἐλεύθερος ἀπό κάθε τι πού δέν εἶναι Θεός, ὑπεραναβαίνων ἑαυτόν, θά ἠμπορέσῃ νά συναντήσῃ καί συνουσιωθῇ μέ τόν Θεό.
Μέ τήν τριπλῆ αὐτή κίνησι, ὁ νοῦς γίνεται τρισσός καί συγχρόνως ἑνιαῖος κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁπότε καί δεκτικός τῆς Τριαδικῆς ἐλλάμψεως:
Ἄς ἀκούσουμε ὅμως τά ἴδια τά λόγια τοῦ θεοφόρου πατρός:
«Τῆς οὖν καθ’ ἑαυτόν ἐνεργείας γενόμενος ὁ νοῦς, ἥτις
ἐστίν ἡ πρός ἑαυτόν στροφή καί τήρησις, δι’ αὐτῆς
ὑπεραναβαίνων ἑαυτόν, καί Θεῷ συγγένοιτ’ ἄν»21. Τότε «ὡς
φῶς αὐτός ἑαυτόν κατά τήν προσευχήν ὁρᾷ καί θείῳ
περιλάμπεται φωτί»22.
Τό Φῶς αὐτό δέν εἶναι τό φυσικό φῶς τοῦ νοῦ, ὅπως ἐνόμιζε ὁ Βαρλαάμ, ἀλλά τό Ἄκτιστο Φῶς πού τόν περιλάμπει: «Ἴσασι μέν οὖν οἱ πρός τοῦτο θεωρίας ἀναβεβηκότες ὅτι φῶς ὁρῶσιν αἰσθήσει νοερᾷ καί ὅτι τό φῶς τοῦτο ὁ Θεός ἐστι, τῇ ἑνώσει Χάριτι λαμπρύνων ἀπορρήτως τούς μετέχοντας»23.
____________________________________________________________________
18.Ὑπέρ τῶν Ἱ.Ἡσυχ. 1, 1,ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 64, στίχ. 13-18.
19.Ὁμιλίαι 41, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 174.
20. Ὑπέρ τῶν Ἱ.Ἡσυχ. 1, 2,ἔνθ’ ἀνωτ. σελ.122, στίχ. 15 καί ἑξῆς.
21. Ὑπέρ τῶν Ἱ.Ἡσυχ. 1, 3,ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 246, στίχ. 12.
22. Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 164, στίχ. 30.
23. Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 200, στίχ. 6.
ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὄρος
2000
Ἅγιον Ὄρος
2000
σελ. 18-22
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου