Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, Λαζάρου Ζωγράφου, Ζαχαρία καὶ Ἰωάννη,
Λογγίνου, Γενναδίου καὶ Μαξίμου, Γενναδίου Βατοπαιδινοῦ, Ἰουστίνου
Ὁσίου, Σὰκ Πέρση, Ἰωάννη Δερμοκαΐτη, Νίκωνος Θαυματουργοῦ, Hilda.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός ὁ Νεοκαισαρείας
Γεννήθηκε
περίπου τὸ 210 μὲ 215 μ.Χ. Οἱ γονεῖς του ἦταν εἰδωλολάτρες καὶ εἶχαν
μεγάλη κοινωνικὴ θέση στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου. Μετὰ τὴν στοιχειώδη
ἐκπαίδευσή του, ὁ Γρηγόριος μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἀθηνόδωρο πῆγαν στὴ
Βηρυτὸ γιὰ νὰ σπουδάσουν νομικά.
Ὁ Θεὸς ὅμως εἶχε ἄλλα σχέδια γιὰ τὸ Γρηγόριο. Ὅταν περνοῦσε ἀπὸ τὴν
Καισαρεία, ἄκουσε τὸ δεινὸ ἑρμηνευτή τῶν Γραφῶν, Ὠριγένη. Ὁ Γρηγόριος
τόσο πολὺ ἐνθουσιάστηκε μαζί του, ὥστε ἄφησε τὰ νομικὰ καὶ διετέλεσε ἐπὶ
χρόνια μαθητής του.
Κατόπιν πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπέστρεψε στὴ Νεοκαισάρεια
μὲ πλήρη θεολογικὴ μόρφωση καὶ ἅγιο ζῆλο. Τότε ὁ Μητροπολίτης Ἀμασείας
Φαίδημος διέκρινε τὰ χαρίσματά του καὶ τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο Νεοκαισαρείας.
Ἡ ἐπισκοπὴ αὐτὴ εἶχε μόνο 17 χριστιανούς! Ὁ Γρηγόριος, ὅμως, δὲν τὸ
θεώρησε ὑποτιμητικό. Βασιζόταν πολὺ στὴν δύναμη τῆς θείας χάριτος καὶ
πάντα εἶχε στὸ μυαλό του τὰ ἐνθαρρυντικὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου: «Νὰ
ἐνδυναμώνεσαι μὲ τὴν χάρη ποὺ μᾶς δίνεται ἀπὸ τὴν σχέση καὶ τὴν ἕνωσή
μας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό».
Πράγματι, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Γρηγόριος
ἔκανε καταπληκτικὸ ἀγώνα καὶ ἐκχριστιάνισε σχεδὸν ὅλη τὴν πόλη. Καὶ ἐνῶ
εἶχε παραλάβει 17 χριστιανούς, ὅταν πέθανε εἰρηνικὰ στὰ τέλη τοῦ 270
μ.Χ. εἶχαν ἀπομείνει στὴν ἐπισκοπική του περιφέρεια μόνο 17
εἰδωλολάτρες!
Ὑπῆρξε δὲ τόσο ἐγκρατὴς στὴ γλώσσα του, ὥστε δὲν βγῆκε ἀπ’ αὐτὴν κανένας
κακός, περιττὸς ἢ ἀργὸς λόγος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν κόσμησε καὶ μὲ
τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν προσευχαῖς γρηγορῶν, ταῖς τῶν θαυμάτων ἐργασίαις ἐγκαρτερῶν,
ἐπωνυμίαν ἐκτήσω τὰ κατορθώματα. Ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ
Γρηγόριε, φωτίσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν, μήποτε ὑπνώσωμεν ἐν ἁμαρτίαις εἰς
θάνατον.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Θαυμάτων πολλῶν, δεξάμενος ἐνέργειαν, σημείοις φρικτοῖς, τοὺς δαίμονας
ἐπτόησας, καὶ τὰς νόσους ἤλασας, τῶν ἀνθρώπων πάνσοφε Γρηγόριε· διὸ καλῇ
θαυματουργός, τὴν κλῆσιν ἐξ ἔργων κομισάμενος.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς εὐσεβείας ὑποφήτην καὶ διδάσκαλον
Καὶ τῶν θαυμάτων ποταμόν σε ἀνεξάντλητον
Μακαρίζομεν οἱ δοῦλοί σου Ἱεράρχα.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον
Ἐκ παντοίων ἀπολύτρωσαι κακώσεων
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Γρηγόριε.
Μεγαλυνάριον.
Τῇ φιλοσοφίᾳ πρὸς ἀληθῆ, γνῶσιν κεχρημένος, οἷα κλίμακι νοητῇ, πρὸς
θεολογίας, ἀνέδραμες τὸ ὕψος, Γρηγόριε θαυμάτων, καινῶν διάκονε.
Ὁ Ὅσιος Λάζαρος ὁ Ζωγράφος
Ὁ Ὅσιος Λάζαρος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, ἀσπάστηκε τὸν μοναχικὸ βίο.
Ἔμαθε τὴν ζωγραφικὴ τέχνη καὶ τὴν ἄσκησε σὰν ἐπάγγελμα. Φρόντισε ἀπὸ
νεαρὴ ἡλικία νὰ σκληραγωγήσει τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ μάθει τὴν ἐγκράτεια.
Ἦταν ἐλεήμων μὲ τοὺς ἄπορους καὶ ὅσους εἶχαν τὴν ἀνάγκη τῆς βοήθειάς
του.
Ἔτσι λοιπόν, διακρινόμενος γιὰ τὴν βαθιά του πίστη καὶ τὸν πλοῦτο τῶν
ἀρετῶν του, τιμήθηκε μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης. Ὅταν ὁ Ἅγιος
χειροτονήθηκε ἱερέας, ἄρχισε σκληροὺς ἀγῶνες ἐνάντια σὲ ὅλες τὶς
αἱρέσεις. Ὑπέστη πολλὲς διώξεις καὶ θλίψεις ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τῶν
αἱρέσεων Εὐτυχοῦς, Νεστορίου καὶ Διοσκόρου, καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτοὺς ἀλλὰ
καὶ ἀπὸ τοὺς ἄθεους εἰκονομάχους.
Ὁ Ὅσιος ἦταν τόσο ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τῆς πίστεως ποὺ στάλθηκε στὴν
Ρώμη γιὰ νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ τὰ ἀποστολικὰ καὶ πατρικὰ δόγματα. Ἐπέστρεψε
μὲ μεγάλες ἐπιτυχίες ἀπὸ τὴ Ρώμη, στὴν Κωνσταντινούπολη.
Πηγαίνοντας πάλι στὴ Ρώμη γιὰ τοὺς ἀγῶνες του, ἀρρώστησε στὸ μέσο της
πορείας του. Ἔτσι ἀπεβίωσε ἐν εἰρήνῃ. Τὸ τίμιο σῶμά του ἀνακομίστηκε καὶ
ἐνταφιάστηκε στὴν Ι. Μ. τοῦ Εὐάνδρου.
Οἱ Ὅσιοι Ζαχαρίας καὶ Ἰωάννης
Οἱ δύο αὐτοὶ Ὅσιοι ἀναφέρονται σὲ κάποια διήγηση, κατὰ τὴν ὁποία ὁ
Ἰωάννης εἶδε τὸν Ζαχαρία, ὁ ὁποῖος ἦταν σκυτοτόμος* νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ
Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας συνοδευμένο ἀπὸ θεῖο φῶς. Τὸν ἀκολούθησε στὸ σπίτι
του καὶ ἔμαθε ὅτι, ἂν καὶ ἦταν παντρεμένος, ζοῦσε μὲ παρθενία καὶ
σωφροσύνη, καὶ ὅσα κέρδιζε ἀπὸ τὴν τέχνη του, τὰ μισὰ τὰ ἔδινε στοὺς
φτωχοὺς καὶ ὅτι ἔζησε ζωὴ θεοφιλὴ (7ος αἰ. μ.Χ.).
Γιὰ τὸν Ἰωάννη λέγεται, ὅτι ἦταν πλούσιος καὶ ἀξιωματοῦχος. Περιφρόνησε
ὅμως τὰ ἐγκόσμια καὶ ζοῦσε ζωὴ ἁπλὴ καὶ ἀσκητική, συχνάζοντας κάθε μέρα
στοὺς ναούς, ὅπου ἔτυχε νὰ συναντήσει καὶ τὸν πιὸ πάνω σκυτοτόμο
Ζαχαρία.
*Σκυτοτόμος: σανδαλοποιός, ράπτης δερμάτων, κάτι παρόμοιο καὶ μεταξὺ
σημερινοῦ τσαγκάρη καὶ τεχνίτη κατεργασίας καὶ μεταποίησης δερματίνων
εἰδῶν.
Ὁ Ὅσιος Λογγῖνος
Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγιους καὶ σοφοὺς τῆς ἐρήμου ἀσκητές. Κάποια σοφὰ
ἀποφθέγματά του, περιλαμβάνονται στὸν Εὐεργετινό, ὅπου ὁ Λογγῖνος ρωτᾶ
τὸν Ἀββᾶ Λούκια γιὰ διάφορα ζητήματα.
Ὁ Ὅσιος Λογγῖνος ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸν Συναξαριστή του (μὲ μεταγραφὴ στὴ νεοελληνική).
«Ὁ ὅσιος αὐτὸς Λογγίνος μᾶς ἄφησε τὸ ἀπόφθεγμα αὐτὸ∙ "Ὅπως ἀκριβῶς ὁ νεκρὸς δὲν αἰσθάνεται τίποτε οὔτε κρίνει κανένα, ἔτσι καὶ ὁ ταπεινόφρων δὲν μπορεῖ νὰ κρίνει ἄνθρωπο, ἀκόμη κι ἂν τὸν δεῖ νὰ προσκυνᾶ τὰ εἴδωλα". Ὁ ἴδιος ὅσιος ρώτησε τὸν ἀββᾶ Λούκιο ὡς ἑξῆς: "Θέλω νὰ ξενιτευτῶ". Κι ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος∙ "Ἂν δὲν κυριαρχήσεις στὴ γλῶσσα σου, δὲν εἶσαι ξένος ὅπου κι ἂν πᾶς. Λοιπόν, κυριάρχησε στὴ γλῶσσα σου κι ἐδῶ ποὺ εἶσαι, ὁπότε εἶσαι ξένος". Ρώτησε καὶ δεύτερη φορὰ∙ "Θέλω νὰ νηστέψω". Κι ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος∙ "Εἶπε ὁ προφήτης Ἦσαῒας. Ἂν κάμψεις σὰν κρίκο τὸν τράχηλό σου, οὔτε κι ἔτσι θὰ ὀνομαστεῖ δεκτὴ ἡ νηστεία σου. Ἀλλὰ μᾶλλον κυριάρχησε στοὺς πονηροὺς λογισμούς". Ρώτησε καὶ τρίτη φορὰ∙ "Θέλω νὰ ἀποφύγω τοὺς ἀνθρώπους". Κι ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος∙ "Ἂν προηγουμένως δὲν κατορθώσεις τὴν ἀρετὴ μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε καὶ μόνος σοῦ μπορεῖς νὰ τὴν κατορθώσεις".
Αὐτὸς ὁ ὅσιος ρωτήθηκε μιὰ φορὰ ποιά ἀρετὴ εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλες, καὶ εἶπε. Ὅπως ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλες τὶς κακίες καὶ τὰ πάθη, τόσο ποὺ μπόρεσε νὰ ρίξει καὶ τοὺς ἀγγέλους ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἔτσι ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετές. Διότι αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἀνεβάσει ἀπὸ τὶς ἀβύσσους τὸν ἄνθρωπο, ἀκόμη κι ἂν εἶναι αὐτὸς ἁμαρτωλὸς σὰν τὸν δαίμονα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος πρῶτα ἀπὸ ὅλους μακαρίζει τοὺς πτωχοὺς τῷ πνεύματι, δηλαδὴ τοὺς ταπεινούς. Γράφεται δὲ καὶ περὶ τοῦ Λογγίνου καὶ στὸ χειρόγραφο Παράδεισος τῶν Πατέρων ὅτι εἶπε αὐτὰ τὰ ψυχοσωτήρια λόγια. "Ἡ νηστεία ταπεινώνει τὸ σῶμα, ἡ ἀγρυπνία καθαρίζει τὸν νοῦ. Ἡ ἡσυχία φέρνει τὸ πένθος. Τὸ πένθος βαπτίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει ἀναμάρτητο". Εἶχε δὲ ὁ ἀββᾶς Λογγίνος πολλὴ κατάνυξη στὴν προσευχὴ καὶ στὴν ψαλμωδία του. Λέγει λοιπὸν μία ἡμέρα ὁ μαθητής του: Ἀββᾶ, αὐτὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς κανόνας, τὸ νὰ κλαίει ὁ μοναχὸς κατὰ τὴν προσευχή του; Κι ἀποκρίθηκε ὁ Γέρων. Ναὶ τέκνον, αὐτὸς εἶναι ὁ κανόνας, τὸν ὁποῖο ζητάει ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔκανε τὸν ἄνθρωπο νὰ κλαίει, ἀλλὰ γιὰ νὰ χαίρεται καὶ νὰ εὐφραίνεται, προκειμένου νὰ δοξάζει Αὐτὸν μὲ καθαρὸ καὶ ἀναμάρτητο τρόπο ὅπως οἱ ἄγγελοι. Ἀφ' ὅτου ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στὴν ἁμαρτία, χρειάστηκε νὰ κλαίει. Διότι ὅπου δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη οὔτε γιὰ κλαυθμὸ"» (Α΄εξάμηνο, σελ. 229, χ.έ. Ἀθήνησι).
Οἱ Ἅγιοι Γεννάδιος καὶ Μάξιμος Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως
«Πολλοὶ
τὸν πλοῦτον ἐμίσησαν, τὴν δὲ δόξαν οὐδείς» λένε κι ἐπαναλαμβάνουν
συνήθως οἱ ἄνθρωποι, σὰν θέλουν νὰ τονίσουν τὴν τεράστια δύναμη ποὺ τὰ
κοσμικὰ μεγαλεῖα καὶ ἡ ἀγάπη τῆς δόξας ἔχουν πάνω στὴν ἀνθρώπινη καρδιά.
Καὶ ὅμως ὁ Ἅγιος Γεννάδιος, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀγάπησε μὲ
τὴν ψυχή του, ξεπέρασε τὸ μεγάλο καὶ ἀχόρταστο τοῦτο πάθος καὶ νίκησε.
Μιὰ γρήγορη ματιὰ στοὺς πιὸ σημαντικοὺς σταθμοὺς τῆς ζωῆς του θὰ μᾶς τὸ
ἀποδείξει. Ἀλλὰ καὶ μία προσεκτικὴ μελέτη τούτων θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ
ἐκτιμήσουμε περισσότερο τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖο του.
Ποιὰ ἦταν ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ Ἁγίου δὲν γνωρίζουμε οὔτε καὶ ποιὰ ἡ
καταγωγή του. Ἐκεῖνο, ποὺ γνωρίζουμε εἶναι, πὼς αὐτὸς ἤκμασε στὰ
τελευταῖα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος Α’ τοῦ γνωστοῦ
καὶ μὲ τὸ ἐπώνυμο τοῦ Μακέλλη (457 – 474 μ.Χ.).
Ἐπίσης ὅτι ἦταν
σύγχρονος τῶν μεγάλων ἀσκητῶν Δανιὴλ τοῦ Στυλίτη, ποὺ ἔζησε τριάντα τρία
χρόνια πάνω σ’ ἕναν στυλό, καὶ τοῦ Ἀνδρέα τοῦ διὰ Χριστὸν Σαλοῦ. Ὁ
σεμνὸς ἐγκωμιαστής του, ὁ γλυκύτατος τῆς Κύπρου Ἅγιος, ὁ μακάριος
Νεόφυτος ἀναφέρει πὼς ὁ «γενναῖος Γεννάδιος ἣν πρεσβύτερος τῆς μεγάλης
Ἐκκλησίας».
Καὶ ἀκόμη πὼς στὴν ἕδρα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τὴν
ξακουστὴ Πόλη ὅπου ζοῦσε ἀπὸ νωρὶς διακρίθηκε γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ
τὴ σεμνότητα τοῦ βίου του, μὰ καὶ τὴ μεγάλη του ἐξυπνάδα καὶ ἀρετή.
Τὸ
παράδειγμα τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων πατέρων καὶ ὁσίων της Ἐκκλησίας μας ποὺ
παρακολουθοῦσε καὶ μὲ προσοχὴ μελετοῦσε, πολὺ τὸν συγκινοῦσε καὶ μὲ πόθο
βαθὺ ἀγωνιζόταν νὰ τὸ μιμηθεῖ. Ἡ ψυχή του φλεγόταν ἀπὸ τὴν ἱερὴ
ἐπιθυμία νὰ ἀφιερωθεῖ καὶ αὐτὸς στὸν Θεὸ καὶ νὰ βαδίσει τὸν δρόμο ποὺ
ὁδηγεῖ στὴν ἠθικὴ τελειότητα.
Τὸ εὐαγγελικὸ «ἔσεσθε οὒν ὑμεῖς τέλειοι,
ὥσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστίν» (Ματθ. ε’ 48),
δηλαδὴ ἀγωνισθεῖτε νὰ γίνετε τέλειοι, ὅπως τέλειος εἶναι κι ὁ Πατέρας
σας ὁ οὐράνιος, κυκλοφοροῦσε διαρκῶς καὶ ἔντονα στὴν σκέψη του.
Καὶ τὸν συγκινοῦσε. Καὶ τὸν γοήτευε. Καὶ τὸν παρορμοῦσε νὰ εἶναι προσεκτικὸς καὶ
ν’ ἀγωνίζεται σκληρά, γιὰ νὰ προχωρεῖ κάθε μέρα καὶ πιὸ πετυχημένα στὴν
καλλιέργεια τοῦ χαρακτήρα του. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῶν κόπων καὶ τῶν
προσπαθειῶν του παρουσιαζόταν κάθε τόσο καὶ πιὸ πλούσιο σ’ εὐλογίες.
Ἡ
προκοπή του στὴν ἄσκηση μεγάλωνε σταθερὰ καὶ ἡ ἀρετή του σὰν πολύεδρο
διαμάντι σκορποῦσε γύρω καὶ παντοῦ τὴν λάμψη καὶ τὴν μαρτυρία μίας
λαμπρῆς καὶ ζηλευτῆς πολιτείας. Μίας πολιτείας τόσο ὑπέροχης, ὥστε ὁ
χρονογράφος Εὐφραίμιος νὰ τὸν χαρακτηρίζει «τύπον εὐσέβειας καὶ παντὸς
κάλου».
Αὐτὴ ἡ λάμψη τῆς ἀρετῆς του ποὺ ἀκτινοβολοῦσε τὸν ὑπέροχο χαρακτήρα του
καὶ τὴν ἐξαίρετη ἀνθρωπιά του, ἔγινε αἰτία, (ὥστε Βασιλιὰς καὶ Σύγκλητος
καὶ κλῆρος καὶ λαὸς σ’ αὐτὸν νὰ στραφοῦν μόλις πέθανε ὁ τότε Πατριάρχης
Ἀνατολίας, καὶ αὐτὸν νὰ ὑποδείξουν καὶ νὰ καλέσουν ὡς τὸν μόνο
κατάλληλο, γιὰ ν’ ἀναλάβει στὰ στιβαρὰ χέρια του τὸ πηδάλιο τῆς
χειμαζόμενης Ἐκκλησίας. Καὶ δικαιώθηκαν.
Στὴν ἅγια μορφὴ τοῦ ἱεροῦ Γενναδίου ὁ πιστὸς λαὸς τῆς Βασιλεύουσας βρῆκε
τὸν ἄξιο καὶ στοργικὸ ποιμένα του. Γιὰ δέκα τρία χρόνια καὶ δυὸ μῆνες
(458 – 471) ὁ συνετὸς καὶ φλογερὸς Ἱεράρχης ἀνέλαβε καὶ διεξήγαγε ἕνα
σταθερὸ καὶ ἀσταμάτητο ἀγώνα γιὰ τὴν πνευματικὴ ἄνοδο τοῦ ποιμνίου του,
τὴν φύλαξή του ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὴν προσήλωσή του στὴν ὀρθὴ πίστη
τῶν Πατέρων.
Στὸ πρόσωπό του εἶδαν καὶ βρῆκαν ὅλοι τὸν ἀκούραστο καὶ
ἄγρυπνο πατέρα, ποὺ ἤξερε νὰ ἀναλίσκεται σὰν λαμπάδα γιὰ νὰ φωτίζει μὲ
τὸ παράδειγμά του, νὰ θερμαίνει μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ νὰ γλυκαίνει μὲ τὰ
λόγια καὶ τὶς περιποιήσεις του τὸν πόνο τοῦ λαοῦ του.
Τὸ χριστιανικὸ καὶ βιβλικὸ κήρυγμά του ἀπευθυνόταν πρὸς ὅλους. Καὶ ἦταν
ἄλλοτε εἰρηνικὸ καὶ γαλήνιο κι ἄλλοτε ἐλεγκτικό: Εἰρηνικὸ καὶ γαλήνιο
πρὸς τὸν πιστὸ καὶ ἀφοσιωμένο λαό, ποὺ μὲ δίψα ἔτρεχε ν’ ἀκούσει καὶ νὰ
ὠφεληθεῖ ἀπὸ τὰ λόγια οἰκοδομῆς καὶ παρηγοριᾶς, ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ
φιλόστοργος πατέρας. Ἐλεγκτικὸ καὶ αὐστηρὸ σ’ ἐκείνους ποὺ παρανομοῦσαν,
ὁποιοιδήποτε καὶ ἂν ἦταν αὐτοί, καὶ ζητοῦσαν νὰ κατασκανδαλίσουν τὸν
ἀθῶο καὶ πονεμένο λαό.
Ἡ μέριμνα καὶ ἡ φροντίδα του γιὰ τὸ ποίμνιό του τὸν συνεῖχε μέρα καὶ
νύχτα. Ἡ διακήρυξη τοῦ θείου Παύλου «τὶς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τὶς
σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι» (Β’ Κοριν. ια’ 29), ἦταν καὶ δική
του.
Πολλὲς φορὲς ὁ ὕπνος ἀρνιόταν νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ καὶ νὰ κλείσει τὰ
βλέφαρά του, σὰν θυμόταν πὼς μερικὰ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ παιδιά του δὲν
εἶχαν τὸ ἀνάλογο φόρεμα τῆς πίστεως καὶ τῆς χριστιανικῆς ἐλπίδος καὶ
ἀγάπης.
Ἢ σὰν ἄκουε πὼς κάποιος αἱρετικὸς εἶχε γλιστρήσει ἀνάμεσα στοὺς
χριστιανούς του καὶ ἀπειλοῦσε νὰ τοὺς παρασύρει καὶ τοὺς ἀποκόψει ἀπὸ
τὴν μάνδρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Γνώριζε ὁ ἄγρυπνος καὶ πολύπειρος ἱεράρχης,
πὼς ὁ χρόνος ποὺ πέρασε εἶχε σκορπίσει πολλὰ ξένα σώματα στὸ καθαρὸ καὶ
ἄδολο χρυσάφι τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ αἱρετικοὶ μὲ πεῖσμα καὶ
φανατισμό, μὰ καὶ ἔντεχνα εἶχαν κατορθώσει ἀπὸ καιρὸ νὰ σπείρουν τὰ
ζιζάνια τῆς πλάνης τους στὸν ἀγρὸ τῆς «μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ
ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Ὅμως ὁ φρόνιμος καὶ φιλόπονος οἰκονόμος τῶν
Μυστηρίων τοῦ θεοῦ, ποὺ εἶχε βαθιὰ ἐπίγνωση τῆς ἀποστολῆς καὶ τῶν
ὑποχρεώσεών του ἔναντι τῶν ψυχῶν τοῦ ποιμνίου του, ἀκούραστος πάντα καὶ
μὲ ζῆλο ἀποστολικὸ δίδασκε κάθε μέρα καὶ νουθετοῦσε τὸν λαό του στὴν
ὀρθὴ πίστη.
Ὡς δόκιμος καὶ καλὸς γεωργὸς φρόντιζε νὰ περιποιεῖται καὶ νὰ
κρατᾶ τὸ «γεώργιόν» του μακριὰ ἀπὸ τὶς ἐπιβουλὲς τῶν κακῶν γεωργῶν, ποὺ
σὰν λύκοι μὲ ἔνδυμα προβάτου ἐρχόντουσαν νὰ σκορπίσουν τὰ ζιζάνια τῶν
αἱρέσεών τους στὸν ὀρθόδοξο χριστιανικὸ ἀγρό.
Τέτοιοι κακοὶ γεωργοὶ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὑπῆρξαν μαζὶ μὲ ἄλλους οἱ ὀπαδοὶ
τῆς παλαιᾶς αἱρέσεως τοῦ μονοφυσιτισμοῦ καὶ οἱ σιμωνιακοί. Ἡ λέξη
προῆλθε ἀπὸ κάποιο Σίμωνα μάγο. Αὐτός, ὅπως μᾶς ἀναφέρουν αἱ Πράξεις (η’
14 – 24), σὰν εἶδε ἐκεῖ στὴν Σαμάρεια ὅπου ζοῦσε τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο
καὶ Ἰωάννη νὰ μεταδίδουν μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν χειρῶν τους ἐπάνω στοὺς
νεοβαπτισθέντας χριστιανοὺς τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πλησίασε
καὶ πρόσφερε χρήματα πολλὰ στοὺς Ἀποστόλους, γιὰ νὰ δώσουν καὶ σ’ αὐτὸν
τοῦτο τὸ χάρισμα.
Στὴν πρότασή του, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀπήντησε μὲ
καυστικὴ δριμύτητα καὶ τὸν ἔδιωξε. Ἀπὸ τότε ὅσοι ζητοῦν μὲ χρήματα ν’
ἀγοράσουν τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, καλοῦνται «σιμωνιακοί» καὶ ἡ πράξη τους
«σιμωνία».
Οἱ πρῶτοι μὲ τρόπο ὕπουλο ἀγωνίζονταν νὰ νοθεύσουν τὸ ὀρθὸ
δόγμα. Οἱ δεύτεροι, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ ἀχόρταγο πάθος τῆς
φιλαργυρίας τους, πωλοῦσαν καὶ ἀγόραζαν τὸ ἀτίμητο ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης
μὲ χρήματα.
Γιὰ τοὺς πρώτους, ὁ καλὸς ποιμένας ἀνέλαβε συνεχὲς κήρυγμά
των, γιὰ νὰ διαφωτίσει τὸ ποίμνιό του γιὰ τὴν ὀρθὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας
ἀπέναντι στὴν αἵρεση αὐτή. Γιὰ τοὺς δεύτερους κυκλοφόρησε τὴν γνωστὴ
θεόσοφο Συνοδικὴ ἐγκύκλιο ἐπιστολή του μὲ τὴν ὁποία καταδικάζει τὴν
πράξη καὶ ἀπαγορεύει στοὺς ἐπισκόπους νὰ χειροτονοῦν κατόπιν πληρωμὴς
ἀναξίους ἐργάτες γιὰ τὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ εἶναι στ’ ἀλήθεια ὑπέροχη, μὰ καὶ πολὺ αὐστηρή. Σ’ αὐτὴν
μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρονται καὶ τοῦτα. «Ἡμεῖς ἐν τούτῃ τῇ νέᾳ Ρώμῃ καὶ
βασιλίδι μετὰ τῆς ἐνδημούσης ἡμῖν ἁγίας συνόδου ὁρίζομεν..., ὥστε δίχα
πάσης ἐπινοίας καὶ προφάσεως καὶ σοφίσματος τὴν ἀσεβῆ ταύτην νόσον καὶ
βδελυρὰν (ἐννοεῖ τὴν σιμωνία), παντελῶς ἐκκοπῆναι τῶν ἁγιωτάτων
ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκαπηλεύτου καὶ καθαρὸς τῆς τοῦ χειροτονοῦντος
χειρὸς γινομένης, ἄνωθεν καὶ ἡ καθαρά του Ἁγίου Πνεύματος Χάρις
ἐπιφοιτώσα ἐκπληροὶ τὸν χειροτονούμενον, καὶ μὴ συστέλλεσθαι μᾶλλον ὡς
ἤδη διὰ χρημάτων τῆς χειρὸς μολυνθείσης δεῖ γὰρ τοὺς χειροτονοῦντας
ὑπηρέτας εἶναι τοῦ Πνεύματος καὶ μὴ πράτας τοῦ Πνεύματος καὶ χάριν εἶναι
τὴν χάριν καὶ μηδαμῶς μεσιτεύειν ἀργύριον. Διὸ ἔστω τοὶ νῦν καὶ ἔστω
ἀποκήρυκτος (ἀφορισμένος) καὶ πάσης ἱερατικῆς ἀξίας ἀλλότριος καὶ τὴν
κατάρα τοῦ ἀναθέματος ὑποκείμενος ὁ τεκτώμενος καὶ ὁ διδοὺς αὐτὴν (τὴν
ἱερατικὴ ἐξουσία) διὰ χρημάτων»... Λόγια φοβερά. Ἀλλὰ καὶ λόγια
ἀξιοπρόσεκτα. Ὑπηρέτες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι οἱ ἐπίσκοποι ποὺ τελοῦν
τὶς χειροτονίες. Ὑπηρέτες καὶ ὄχι ἔμποροι...
Μεγάλη ὑπόθεση τὸ μυστήριό της ἱεροσύνης. Πολὺ μεγάλη. Ὅπως λέγει καὶ
κάποιος σύγχρονος θεολόγος, ξεχωριστὸς δάσκαλος τοῦ θείου λόγου καὶ
δόκιμος χειριστὴς τοῦ καλάμου. «Ἡ ἱεροσύνη δὲν εἶναι ἀξίωμα, ποὺ
προμηθεύει ματαίαν δόξαν δὲν εἶναι θέσις ποὺ ἐξασφαλίζει προσόδους δὲν
εἶναι ἐπάγγελμα βιοτικόν, ἀλλὰ κλῆσις τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν ὁποίαν καλεῖ
τοὺς ἀγαπώντας Αὐτόν. Εἶναι παρακαταθήκη ἱερά, τὴν ὁποίαν ἐμπιστεύεται
εἰς ἐκείνους, ποὺ ἀναλαμβάνουν τὸ βαρὺ καὶ κοπιῶδες αὐτὸ ἔργον εἰς
ἔνδειξιν τῆς πρὸς Αὐτὸν ἀγάπης».
Καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἄρχοντες, ὅπως
λέγει ὁ ἴδιος, «εἶναι οἱ δοῦλοι οἱ διωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστόν, καὶ
καθιερωμένοι, διὰ νὰ κυβερνοῦν τὴν Ἐκκλησία. Νὰ τὴν κυβερνοῦν ὄχι ὡς
ἀπόλυτοι δεσπόται, ἀλλὰ ὡς οἰκονόμοι, ὡς ὑπερούσιοι καὶ ἐξηρτημένοι ἐκ
τοῦ Χριστοῦ ὄχι ὡς κύριοι, ἀλλὰ ὡς ὁδηγοὶ ὄχι διὰ νὰ χαράξουν νέους
δρόμους εἴτε εἰς τὴν διδασκαλίαν, εἴτε εἰς τὴν διαγωγὴν καὶ ζωὴν τῶν
πιστῶν, ἀλλὰ διὰ νὰ τοὺς καθοδηγήσουν εἰς τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸν δρόμον
ποὺ ἐχάραξεν ὁ Χριστός». Τὸν δρόμο ποὺ θὰ τοὺς ἐξασφαλίσει τὴν σωτηρία.
Ἔτσι εἶδαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἱεροσύνη. Ἔτσι τὴν εἶδε καὶ ὁ
εὐλαβὴς ἱεράρχης. Κλήση Χριστοῦ. Διακονία χάριν τοῦ λαοῦ. Διακονία μέχρι
Θυσίας. Θυσίας ὄχι μόνον κόπων καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ θυσίας καὶ αὐτῆς
τῆς ζωῆς τους γιὰ τὸ καλὸ τῶν χριστιανῶν.
Γιὰ τὸν πνευματικὸ ἐφοδιασμὸ τῶν χριστιανῶν ὁ ἀφοσιωμένος στὸ καθῆκον
ἱεράρχης ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀξιόλογη συγγραφική του παραγωγὴ φρόντισε καὶ
ἱδρύθηκε τοῦτο τὸν καιρὸ (463) στὴν Πόλη ἡ ξακουστὴ ἀργότερα Μονὴ τοῦ
Στουδίου καὶ ὁ πάνσεπτος ναὸς τῆς Θεοτόκου, ὁ γνωστός μας μὲ τ’ ὄνομα
Ναὸς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
Γιὰ τοῦτο τὸν ναὸ οἱ δύο πατρίκιοι Γάλβιος καὶ
Κάνδιδος ἔφεραν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐναπέθεσαν σ’ αὐτὸν τὴν ἱερὴ
ἐσθήτα τῆς Θεομήτορος. Ἔτσι ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων μὲ
τὴ βοήθεια καὶ τὸν ζῆλο τοῦ στοργικοῦ ποιμένα του ἐξασφάλιζε δύο ἀκόμη
πολύτιμα μέσα πνευματικῆς καλλιέργειας καὶ ψυχικῆς ἀνατάσεως καὶ
οἰκοδομῆς.
Ἡ ὑποχρεωτικὴ ὅμως ἀπὸ τὴ γόνιμη ἀρχιερατεῖα του προβολή, ἐντελῶς ξένη
πρὸς τὴν ἰδιοσυγκρασία του καὶ τὸν αὐστηρὸ τρόπο ἀσκήσεως μὲ τὸν ὁποῖο
ἤθελε νὰ ζεῖ ὁ καλὸς ποιμήν, τὸν ὁδήγησαν στὴν ἡρωικὴ ἀπόφαση νὰ
ἀνταλλάξει κάποτε τὴν αἴγλη καὶ τὰ μεγαλεῖα τοῦ προκαθημένου τῆς Μεγάλης
Ἐκκλησίας καὶ ἐπισκόπου τοῦ πρώτου θρόνου τῆς Οἰκουμένης μὲ τὴν ἁπλὴ
καὶ ἀθόρυβη ζωὴ τοῦ μονάχου.
Ἔτσι, ἀφοῦ κατὰ παραχώρηση Θεοῦ
προαισθάνθηκε τὸ τέλος του, ἔσπευσε νὰ χειροτονήσει καὶ ν’ ἀφήσει γιὰ
διάδοχό του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν πρεσβύτερο Ἀκάκιο, ἄνθρωπο
ἀναγνωρισμένης ἱκανότητος καὶ ἀρετῆς καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ.
Φόρεσε τὸν
δερμάτινο σάκο τοῦ ἀσκητῆ, ἔβαλε κατάσαρκα στὸ κορμί του σίδερα καὶ
ἀναχώρησε νύχτα ἀπ’ τὴν Πόλη. Μὲ συνοδὸ ἕναν εὐλαβὴ μοναχό, τὸν Νεῖλο,
τράβηξε γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ ἀφοῦ εἶδε καὶ προσκύνησε τὸν φρικτὸ
Γολγοθᾶ καὶ τὸν Ζωοδόχο Τάφο προχώρησε γιὰ τὴν Κύπρο. Ἔφτασε στὴν Πάφο
καὶ χωρὶς καμιὰ χρονοτριβὴ ἀφῆκε ἐκεῖ τὸν συνοδό του Νεῖλο καὶ αὐτὸς
μόνος ξεκίνησε γιὰ τὸ ὄρος, ὅπου παλιὰ εἶχε στήσει τὴν ἀσκητική του
παλαίστρα ὁ γίγας τῆς μοναστικῆς ζωῆς, Ἰλαρίων ὁ Μέγας.
Ἡ ἀπόσταση ἀπ’ τὴν πόλη ἦταν μεγάλη. Κουρασμένος ὁ σεβάσμιος γέροντας
ἀπ’ τὰ χρόνια περπατοῦσε σιγά. Ἔτσι πρὶν νὰ φτάσει, ἄρχισε νὰ νυκτώνει
καὶ νὰ πέφτει χιονόνερο. Γιὰ νὰ φυλαχθεῖ ἀπ’ τὴν θύελλα, τάχυνε τὸ βῆμά
του πρὸς τὸ χωριὸ Κισσόπτερα, ποὺ εἶναι κοντὰ καὶ ζήτησε καταφύγιο σ’
ἕνα σπίτι στὸ ὁποῖο κατοικοῦσε μία χήρα μὲ τὰ δυὸ παιδιά της. Κτύπησε
τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ πολλὲς φορές. Φώναξε, παρακάλεσε, μὰ κανένας δὲν
τοῦ ἄνοιξε. Ἀλήθεια! Τὸ ἀποτέλεσμα δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τὸ συμπεράνουμε.
Ἀπὸ τὸ δυνατὸ κρύο ὁ Ἅγιος πάγωσε καὶ τὴ νύχτα ἐκείνη παρέδωκε τὸ
πνεῦμα. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ τὸν βρῆκαν οἱ χωριανοὶ νεκρό. Τὴν ἄπονη δὲ
χήρα καὶ τὰ παιδιά της μισοπεθαμένους καὶ ξεπαγιασμένους.
Ἕνας ἀπὸ τὸ χωριὸ μετέφερε στὸν ἐπίσκοπο τῆς Πάφου τὸ μήνυμα. Καὶ ὁ
Ἐπίσκοπος Ὑπερόριος ἔστειλε ἕναν ἱερέα καὶ ἕναν λαϊκὸ μαζί, γιὰ νὰ
κανονίσουν τὰ τῆς ταφῆς τοῦ μοναχοῦ. Αὐτὴ τὴν ἐντύπωση ἔδινε ὁ νεκρὸς
ἱεράρχης.
Ὁ λαϊκὸς ποὺ ἔφτασε πρῶτος ἀνήγγειλε στοὺς ἐκεῖ
παρευρισκομένους, τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἱερέα τὸν ὁποῖο καὶ περίμεναν. Ὁ ἱερέας
ὅμως, ὅταν ἔφτασε ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, ὅπου βρισκόταν ἡ βρύση τοῦ νεροῦ,
ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει καὶ φοβισμένος νὰ γυρίσει πίσω, γιατί ἀντὶ τῆς
βρύσης ἔβλεπε μπροστά του ἕνα μεγάλο καὶ ἀπέραντο ποταμό.
Σὲ λίγο ἄλλος
ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸ χωριὸ ἔτρεξε πρὸς τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοῦ ἀνέφερε, πὼς
ὁ ἱερέας δὲν εἶχε πάει καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὴν κηδεία τοῦ
μοναχοῦ. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη προσῆλθε καὶ ὁ ἱερέας ποὺ εἶχε σταλεῖ καὶ
ἐξήγησε πὼς ὁ λόγος ποὺ δὲν πῆγε στὸ χωριὸ ἦταν ἡ ὕπαρξη ἐνὸς πολὺ
μεγάλου ποταμοῦ, ποὺ βρισκόταν μπροστὰ στὸ χωριό. Τὰ λόγια αὐτὰ κίνησαν
τὴν περιέργεια τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ κάλεσε ὅλους τοὺς ἱερεῖς τῆς
πόλεως ξεκίνησε μ’ αὐτοὺς καὶ μὲ πλήθη λαοῦ πρὸς τὸ χωριό.
Πραγματικά,
ὅταν ἔφτασαν κοντὰ στὴ βρύση τοῦ νεροῦ, εἶδαν μὲ μεγάλη ἔκπληξή τους
ἀντὶ τῆς βρύσης ὄχι μόνο τὸν τεράστιο ποταμό, ἀλλὰ καὶ σκοτάδι πάνω ἀπ’
τὸ νερό. Ὁ Ἐπίσκοπος κατάλαβε, πὼς ὁ νεκρὸς γιὰ τὸν ὁποῖο τοῦ μίλησαν
δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνας κοινὸς μοναχός, ἀλλὰ κάποιος μεγάλος Ἅγιος
καὶ ὅτι αὐτοὶ ἀπὸ ἀναξιότητα δὲν μποροῦσαν νὰ πλησιάσουν. Ὕστερα ἀπὸ
ἐκτενὴ καὶ κατανυκτικὴ παράκληση ὁ ποταμὸς ἐξαφανίστηκε, τὸ σκοτάδι
διαλύθηκε καὶ φάνηκε ἡ βρύση τοῦ νεροῦ. Αὐτὴν ὁ ἐπίσκοπος ὀνόμασε Ὅμορον
Ὕδωρ (δηλ. κοντινὸ νερό) τὸ γνωστὸ σήμερα μὲ τ’ ὄνομα Μωρὸν Νερόν.
Μετὰ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ ποταμοῦ ὁ ἐπίσκοπος μὲ τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαὸ
προχώρησε πρὸς τὸ μέρος ποὺ βρισκόταν ὁ νεκρός. Σὰν ἔφτασε προσκύνησε μὲ
εὐλάβεια τὸ δερμοφόρο καὶ σιδηροφόρο σκήνωμα καὶ διέταξε νὰ φέρουν καὶ
νὰ βάλουν κοντὰ σ’ αὐτὸ τὴν ἀκίνητη καὶ μισοπαγωμένη χήρα μὲ τὰ παιδιά
της. Τότε ὁ εὐλαβὴς ἐπίσκοπος Ὑπερόριος γονάτισε μπροστὰ στὸ λείψανο καὶ
προσευχήθηκε. Ἀπὸ μέρους τῆς γυναίκας ζήτησε ἀπ’ τὸν ξένο μοναχὸ νὰ τὴν
συγχωρήσει καὶ νὰ τῆς χαρίσει πάλι τὴν ὑγεία της.
Τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ μισοπεθαμένη γυναίκα καὶ τὰ παιδιά της ζωντάνεψαν στὴ
στιγμή. Κινήθηκαν, σηκώθηκαν, περπάτησαν. Μικροὶ καὶ μεγάλοι ξέσπασαν σὲ
φωνὲς καὶ μὲ δάκρυα χαρὰς δόξασαν τὸν Πανάγαθο Θεὸ καὶ τὸν ἄγνωστο Ἅγιό
του. Σὲ λίγο πλήθη λαοῦ ἀπ’ τὴν πόλη καὶ τὰ γειτονικὰ μέρη ποὺ ἄκουσαν
τὰ γενόμενα, ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν στὸ μικρὸ χωριό, γιὰ νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ
προσκυνήσουν τὸν θαυματουργὸ μοναχό. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ποὺ ἦρθαν ἦταν
καὶ ὁ συνοδὸς τοῦ Ἁγίου, ὁ Νεῖλος.
Σκηνὴ πολὺ συγκινητικὴ
διαδραματίστηκε τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς ἀντίκρισε τὸν νεκρὸ ἱεράρχη. Ἔπεσε
πάνω στὸ ἅγιο λείψανο καὶ μὲ κλάματα καὶ φωνὲς θρηνοῦσε τὸν κύριό του.
Ἔτσι ἀποκαλοῦσε τὸν νεκρό. Ὁ ἐπίσκοπος Ὑπερόριος κάλεσε ἰδιαίτερα τὸν
Νεῖλο καὶ ζήτησε ἀπ’ αὐτὸν νὰ τοῦ πεῖ τὴν ταυτότητα τοῦ νεκροῦ. Ὁ
μοναχὸς Νεῖλος ἀρνιόταν στὴν ἀρχή. Ὕστερα ὅμως τοῦ φανέρωσε τὸ μυστήριο:
– Δέσποτά μου, τοῦ εἶπε, ὁ μοναχὸς αὐτός, ὁ ξένος καὶ ταπεινός, εἶναι ὁ
Γεννάδιος, ὁ ἄλλοτε ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Στὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος ὁ ἐπίσκοπος Ὑπερόριος σηκώθηκε καὶ βαθιὰ
συγκινημένος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἑτοιμάσουν γιὰ τὸν νεκρὸ τὸ ἀνάλογο
φέρετρο. Ὕστερα, ἀφοῦ τοποθέτησαν ἐκεῖ τὸ ἅγιο λείψανο, μὲ ὕμνους καὶ
θυμιάματα, τὸ σήκωσαν καὶ μὲ λαμπάδες καὶ ἄλλην ἱερὴ δορυφορία τὸ
μετέφεραν γιὰ νὰ τὸ θάψουν στὴν ἐπισκοπή.
Μόλις οἱ ἄνθρωποι ποὺ
κρατοῦσαν τὸ φέρετρο προχώρησαν καὶ ἔφτασαν ἐκεῖ ποὺ κτίσθηκε ἀργότερα ὁ
ὁμώνυμος ναός, ἔνοιωσαν μεγάλη κούραση καὶ ἀπέθεσαν τὸ φέρετρο γιὰ νὰ
ξεκουραστοῦν λίγο. Ὅταν ὕστερα δοκίμασαν νὰ τὸ σηκώσουν πάλι καὶ νὰ
προχωρήσουν, στάθηκε ἀδύνατο. Τὸ φέρετρο δὲν μετακινεῖτο. Νόμιζε κανεὶς
πὼς εἶχε ριζώσει στὴ γῆ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοὺς ἔκαμε νὰ καταλάβουν, πὼς ὁ
Ἅγιος ἤθελε στὸν τόπο ἐκεῖνο νὰ ταφεῖ. Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Ἐκεῖ τὸν ἔθαψαν
καὶ ἐκεῖ ἀργότερα ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν ἔκτισε ἕνα ναὸ στὴ μνήμη του.
Στὴν κηδεία τοῦ Ὁσίου πολλοὶ ἄρρωστοι ἔγιναν καλά. Καὶ γιὰ πολλοὺς
ἄλλους ὁ τάφος του στάθηκε πηγὴ ἰαμάτων. Εἰδικὰ ὁ Ἅγιος ἔλαβε τὴν χάρη
ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ θεραπεύει ὅσους ὑποφέρουν ἀπὸ κρυολογήματα καὶ ἀπὸ τὸν
βήχα, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ πολὺ κρύο ἀπέθανε.
Ἂν καὶ ὁ Βηχιανὸς ἀναφέρεται μεταξὺ τῶν τοπικῶν ἁγίων τοῦ νησιοῦ μας,
μερικοὶ φρονοῦν ὅτι τὸ ὄνομα τοῦτο εἶναι μᾶλλον ἐπίθετο τοῦ Ἁγίου
Γενναδίου καὶ ὅτι ὁ Ἅγιος Βηχιανὸς καὶ ὁ Ἅγιος Γεννάδιος εἶναι ἕνα καὶ
τὸ αὐτὸ πρόσωπο. Ὁ Ἅγιος Βηχιανὸς καὶ Βησσιανὸς ἔχει ὡς κέντρο σεβασμοῦ
τὸ μικρὸ χωριὸ Ἀνάγια, ποὺ βρίσκεται 10 περίπου μίλια ΝΔ τῆς Λευκωσίας
καὶ τὴν Κισσοῦσα τῆς ἐπαρχίας Λεμεσοῦ. Τοιχογραφίες τοῦ Ἁγίου βρίσκουμε
σὲ ἐκκλησίες τῆς Γαλάτας, τοῦ Ἰδαλίου, Καλοπαναγιώτη κλπ. Φορητὲς
εἰκόνες στὰ Ἀνάγια, σὲ ναοὺς τῆς Λευκωσίας (Ἁγ. Σάββα, Τρυπιώτη), τῆς
Λάρνακος καὶ ἀλλαχοῦ.
Αὐτὴ μὲ ἁδρὲς γραμμὲς ὑπῆρξε ἡ ζωὴ καὶ ἡ δράση τοῦ μεγάλου τούτου τέκνου
τῆς Ἐκκλησίας μας. Ζωὴ ἀγωνιστική. Μὰ καὶ ζωὴ ταπεινοφροσύνης καὶ
θυσίας.
Ταῖς τοῦ Ἁγίου Γενναδίου πρεσβείαις Χριστέ, ὁ Θεὸς ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Τώρα ὡς πρὸς τὸν Πατριάρχη Μάξιμο, δὲν εἶναι ἐπαρκῶς καθορισμένο ποιὸς
ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες Κωνσταντινὂυπόλεως, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα αὐτὸ εἶναι ὁ
Ἅγιος. Κατὰ πάσα πιθανότητα ὅμως, πρόκειται γιὰ τὸν Μάξιμο Γ’ (1476 –
1482). Αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ ἐργάστηκε μὲ πολλοὺς
τρόπους γιὰ τὴν βελτίωση τῶν ἠθῶν. Ὁ ἴδιος μάλιστα, ἀκούραστα κάθε
Κυριακὴ δίδασκε στὸ λαὸ τὸν θεῖο λόγο.
(Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται σ’ ὁρισμένους Συναξαριστὲς καὶ τὴν 20η Νοεμβρίου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῶν ταῖς ἰδέαις κατακοσμούμενος, τῆς Ἐκκλησίας ἐδείχθης Ἀρχιεράρχης
σοφός, καὶ ποιμὴν ἀληθινός, πάτερ Γεννάδιε, ὡς θεράπων τοῦ Χριστοῦ, καὶ
ὁσίων κοινωνός, ἐν πάσῃ δικαιοσύνη. Καὶ νῦν δυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι
τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ὁ Ὅσιος Γεννάδιος ὁ Βατοπαιδινὸς
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἦταν δοχειάρης (ὑπεύθυνος γιὰ τὴν πλήρωση τῶν δοχείων τῆς Μονῆς μὲ λάδι) τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Αὐτὸς λοιπόν, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ πιθάρι ἄδειο νὰ ἀναβλύζει λάδι, διὰ θαύματος τῆς Θεοτόκου.
Ὁ Ὅσιος Γεννάδιος ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἰουστῖνος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Σὰκ ὁ Πέρσης
Ὁ Ἅγιος αὐτός, ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές, βρίσκεται στὸν Παρισινὸ
Κώδικα 1578 χωρὶς ὑπόμνημα. Ἴσως νὰ εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν μάρτυρα Σάκτο
ποὺ ἑορτάζεται τὴν 25η Ἰουλίου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δερμοκαΐτης
Ἡ μνήμη του ἀναφέρει στὸν Συναξαριστὴ Delehaye μὲ τὴν σημείωση ὅτι ἀσκήτευσε στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας.
Πρόκειται γιὰ τὸν Ἰωάννη τὸν μοναχὸ ποὺ ὑπῆρξε (919 – 944) γνωστὸς γιὰ
τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του ἐπὶ Ρωμανοῦ τοῦ Λεκαπηνοῦ, ποὺ ὁ αὐτοκράτορας
αὐτός, μετὰ τὴν πτώση του, ἔστειλε σφραγισμένη ἐπιστολὴ σ’ αὐτὸν τὸν
Ἰωάννη καὶ ἐξομολογεῖτο τὶς ἁμαρτίες του.
Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁ Θαυματουργός μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Σεργίου (Ρῶσος, † 1427 μ.Χ.)
Ὁ ὅσιος Νίκων γεννήθηκε τὸ 1350 στὴν πόλη Γιουρίεφ-νά-Πόλιε, στὸ μέσον τῆς διαδρομῆς μεταξὺ Ροστὼφ καὶ Ραντονέζ. Νεώτατος ἀκόμη, μετέβη κοντὰ στὸν ἅγιο Σέργιο (25 Σέπτ.), ἐκεῖνος ὅμως δὲν τὸν δέχθηκε στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὸν ἔθεσε ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ μαθητῆ τοῦ Ἀθανασίου, στὸν ὁποῖο ἀνέθεσε τὸ ἔργο τῆς ἱδρύσεως τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου-ἐπί-του-Ὅρους, κοντὰ στὸ Σερπούχωφ.
Ὁ Νίκων ἐπέδειξε τέτοια ταπεινοφροσύνη καὶ τόση ἀπάρνηση τοῦ ἰδίου θελήματος ποὺ τὸν ὀνόμασαν «ἐραστὴ τῆς ὑπακοῆς». Προόδευσε γρήγορα στὶς ὑψηλότερες ἀρετὲς καὶ πλησιάζοντας τὴν ἡλικία τῶν τριάντα χρόνων, ἀφοῦ ἐκρίθη ἄξιος τῆς ἱερωσύνης, ἔλαβε ἐπί τέλους τὴν εὐλογία νὰ πάει στὸ Ραντονέζ, γιὰ νὰ ζήσει κοντὰ στὸν Διδάσκαλο.
Ὁ ἅγιος Σέργιος τὸν δέχθηκε μὲ ἀγάπη καὶ δὲν ἄργησε νὰ παρατηρήσει ὅτι εἶχε φθάσει σὲ πνευματικὸ μέτρο πολὺ ἀνώτερο τῶν ἄλλων μοναχῶν. Τὸν πῆρε λοιπὸν στὴν ὑπηρεσία του στὸ κελλί του καὶ τὸν ἔκανε δεύτερο στὴν ἱεραρχία τῆς μονῆς. Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ ἅγιος, ἐπελέγη ὁμοφώνως ἡγούμενος καὶ πνευματικὸς πατέρας ἀπὸ ὅλους τοὺς μοναχούς. Διηύθυνε τὸ κοινόβιο ἀκολουθῶντας μὲ ἐπίγνωση τὶς ὁδηγίες τοῦ ἁγίου Σεργίου καὶ ἐπέδειξε γιὰ τὸν κάθε ἕνα ἀπὸ τοὺς μοναχούς του ἰδιαίτερη στοργὴ καὶ ἐνδιαφέρον.
Λίγα χρόνια ἀργότερα, ἄφησε στὸν ἅγιο Σάββα τὴν εὐθύνη τοῦ μοναστηριοῦ, γιὰ νὰ ἀναχωρήσει στὰ βάθη τοῦ δάσους καὶ νὰ ζήσει ἐκεῖ τὸν ἐρημητικὸ βίο. Ἕξι χρόνια ὅμως μετά, χρειάσθηκε νὰ ἐπιστρέψει στὸ ἀξίωμά του, καθὼς ὁ Σάββας εἶχε φύγει γιὰ νὰ ἱδρύσει μοναστήρι στὴν περιοχὴ τοῦ Ζβενιγκορόντ.
Τὸ 1408 ἐμφανίσθηκαν στὸν ἅγιο Νίκωνα οἱ ἅγιοι ἐπίσκοποι Πέτρος καὶ Ἀλέξιος, καθὼς καὶ ὁ ἅγιος Σέργιος γιὰ νὰ τὸν προειδοποιήσουν ὅτι ἡ μονὴ θὰ δεχόταν τὴν ἐπιδρομὴ Τατάρων καὶ θὰ καταστρεφόταν. Ἔτσι κατάφερε νὰ διαφύγει ἐγκαίρως μὲ τοὺς μοναχούς του παίρνοντας μαζὶ τὰ ἱερὰ βιβλία καὶ σκεύη.
Στὴν ἐπιστροφή τους βρῆκαν μόνον ἐρείπια ποὺ κάπνιζαν ἀκόμη. Ρίχθηκαν ἀμέσως στὴ δουλειὰ καὶ σὲ μερικὰ χρόνια ἔκτισαν ἕνα νέο μοναστήρι, τὸ ὁποῖο κατόπιν προικίσθηκε μὲ σημαντικὲς δωρεὲς σὲ γῆ. Τὸ 1422 μεταφέρθηκαν τὰ τίμια λείψανα τοῦ ἁγίου Σεργίου, ποὺ εἶχαν διατηρηθεῖ θαυματουργικά, στὸ νέο καθολικό, τὸ ὁποῖο διακοσμήθηκε μὲ θαυμαστὲς τοιχογραφίες του Ἀντρέϊ Ρουμπλιὼφ καὶ τοῦ Δανιὴλ τοῦ Μαύρου (4 Ἰουλ.).
Φθάνοντας σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ ἤδη ἐν πνεύματι μεταστὰς στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὁ ὅσιος Νίκων εἶπε στοὺς μαθητές του: «Νὰ μὲ μεταφέρετε ἀπὸ ἐδῶ στὴν πάμφωτη ἐκείνη ἐκκλησία ποὺ ἔχει προετοιμασθεῖ γιὰ μένα ἀπὸ τὶς προσευχὲς τοῦ πνευματικοῦ μου πατέρα. Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ μείνω περισσότερο ἐδῶ κάτω!»
Ἀφοῦ κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων καὶ εὐλόγησε ἕναν-ἕναν τοὺς ἀδελφούς, ἀναφώνησε: «Πλησίασε, ψυχή μου, μὲ χαρὰ τὸν τόπο ποὺ εἶναι ἕτοιμος γιὰ τὴν ἀνάπαυσή σου. Πλησίασε μὲ χαρά, γιατί ὁ Χριστὸς σὲ καλεῖ!» Ἔπειτα ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ.
Τὸν ἔθαψαν ἀντίκρυ στὸν τάφο τοῦ ἁγίου Σεργίου καὶ συχνὰ φανερώθηκε κατόπιν, μὲ τρόπο θαυματουργικό, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν ἅγιο Σέργιο γιὰ νὰ θεραπεύσουν ἀρρώστους ἢ νὰ προστατεύσουν τὴν ἀπειλούμενη Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑπὸ Ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος τρίτος, Νοέμβριος. Ἴνδικτος, Ἀθῆναι, 2004, ΙΖ’ Νοεμβρίου.
Τὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου βρίσκονται στὴ Λαύρα Ἁγίας Τριάδος - Ἁγίου Σεργίου Μόσχας.
Ἡ ἁγία Χίλντα (Hilda ἤ Hild) τοῦ Γουίτμπυ (Whitby)
Ἡ
ἁγία Χίλντα γεννήθηκε περί τό 614, στήν Νορθούμπρια. Ἡ μεγαλύτερη
ἀδελφή της Χίλντα, ἡ ἁγία Χέρεσγουιθ (Hereswith) εἶχε παντρευτεῖ τόν
Ἔθελρικ, ἀδελφό του βασιλιᾶ τῆς Ἀνατολικῆς Ἀγγλίας καί, στή συνέχεια,
ἔγινε μοναχή καί μόνασε στήν Βόρεια Γαλλία.
Ἀφοῦ ἔζησε σέ δύο
μοναστήρια, ἀπό τά ὁποία ἔχει εὑρεθεῖ μόνο τό κοιμητήριο τοῦ δευτέρου,
στό Hartlepool, ὅπου εἶχε γίνει ἡγουμένη, ἵδρυσε τό μοναστήρι τοῦ
Γουίτμπυ, ὅπου ἔμεινε μέχρι τόν θάνατό της.
Τό μοναστήρι ἦταν μικτό,
ὅπου ἄνδρες καί γυναῖκες μοναχοί ζοῦσαν χωριστά, σέ οἰκίσκους τῶν δύο ἤ
τριῶν ἀτόμων, ἀλλά ἐκκλησιάζονταν μαζί. Οἱ μοναχοί τηροῦσαν τίς
χριστιανικές ἀρετές, καί ἰδιαίτερα τήν εἰρήνη καί τήν ἐλεημοσύνη,
μελετοῦσαν τήν Ἁγία Γραφή καί ἔκαναν καλές πράξεις.
Ἀπό τό μοναστήρι
αὐτό βγῆκαν πέντε ἐπίσκοποι, ἀπό τούς ὁποίους δύο τιμῶνται ὡς ἅγιοι, ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Μπέβερλυ (τιμᾶται στίς 7 Μαΐιου) καί ὁ Ἅγιος
Γουίλφριντ, ἐπίσκοπος Ὑόρκης (τιμᾶται στίς 12 Ὀκτωβρίου).
Ἡ Χίντα
εἶχε μεγάλη ἐνεργητικότητα, διοικητικές καί διδακτικές ἱκανότητες. Εἶχε
μεγάλη φήμη γιά τήν σοφία της, ὥστε βασιλιάδες καί πρίγκιπες τήν
συμβουλεύονταν.
Στό μοναστήρι τῆς ἔγινε τό 664 ἡ Σύνοδος τοῦ
Γουίτμπυ, ἡ πρώτη ἐκκλησιαστική σύνοδος στό Βασίλειο, κατά τό ὁποῖο
ἀποφασίστηκε ὁ συντονισμός τῆς Ἀγγλικῆς ἐκκλησίας μέ τήν Ρώμη στό ζήτημα
τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα.
Ἡ ἁγία Χίλντα πέθανε εἰρηνικά, τό 680, στήν ἡλικία τῶν 66 ἐτῶν.
Στήν
Ἁγία Χίλντα ἀποδίδονται θαύματα, ὅπως ἡ ἀπόκρουση ἐπιδρομῆς φιδιῶν, μέ
τήν μετατροπή τους σέ πέτρα. Εἰς ἀνάμνηση τοῦ θαύματος, ἔχει ἐπικρατήσει
τοπική παράδοση νά κατασκευάζουν γλυπτά κεφάλια φιδιῶν σέ πέτρα.
Τιμᾶται ὡς προστάτις ἁγία σέ πολλά ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα γιά κορίτσια, καί πολλά τέτοια ἱδρύματα φέρουν τό ὄνομά της.
Ὁ
πατέρας της, Χέρενικ (Herenic) δολοφονήθηκε μέ δηλητήριο, ὅταν ἦταν
μικρή. Μεγάλωσε στήν αὐλή τοῦ βασιλιᾶ Ἔντουιν (Edwin), στήν Νορθούμπρια.
Τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ 627, ὁ βασιλιάς Ἔντουιν βαπτίστηκε, καί μαζί
του καί ὅλη ἡ αὐλή του, καθώς καί ἡ δεκατριάχρονη τότε Χίλντα.
Γιά
τήν βάπτιση κτίστηκε ἕνας πρόχειρος ξύλινος ναός, ἐκεῖ πού εἶναι σήμερα ὁ
καθεδρικός ναός τῆς Ὑόρκης. Τό μυστήριο τέλεσε ὁ ἅγιος Παυλίνος τῆς
Ὑόρκης (Paulinus, ἑορτάζει στίς 10 Ὀκτωβρίου), ὁ ὁποῖος εἶχε σταλεῖ ἀπό
τόν Πάπα Ἅγιο Γρηγόριο τόν Μεγάλο, μαζί μέ ἄλλους ἱεραπόστολους, στίς
Βρετανικές Νήσους.
Τό 633, ὅταν ἡ Χίλντα ἦταν 20 χρονῶν, ὁ βασιλιάς
Ἔντουιν σκοτώθηκε σέ μάχη μέ ἕναν παγανιστή Ἀγγλοσάξωνα βασιλιά ἀντίπαλό
του, τόν Penda τῆς Μέρτσιας. Ἡ Χίλντα πιθανῶς πῆγε νά ζήσει μέ τήν
ἀδελφή της, στήν αὐλή τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἀνατολικῆς Ἀγγλίας.
Ὅταν ἡ
ἀδελφή της ἔγινε μοναχή κι ἔφυγε γιά τήν Γαλλία, ἡ Χίλντα, 33 χρονῶν,
ἀποφάσισε νά ἐπιστρέψει στήν Νορθούμπρια, ὅπου τήν εἶχε καλέσει ὁ ἅγιος
Ἀϊντᾶν, ἐπίσκοπός του Λίντισφαρν, καί νά ζήσει ὡς μοναχή.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr, synaxarion.gr, pgdorbas.blogspot.com & dogma.gr
Ἀπολυτίκιο ἀπό youtube.com/@Apolitikia
Μετάφραση και ἐπιμέλεια Βρετανῶν Ἁγίων ἀπό Κωνσταντίνο Δεμερτζή.
Ἀναδημοσίευση ἀπό Ἀναβάσεις
Κουμπιά
- Αρχική
- Οπτικό Αγιολόγιο
- Ιανουάριος
- Φεβρουάριος
- Μάρτιος
- Απρίλιος
- Μάιος
- Ιούνιος
- Ιούλιος
- Αύγουστος
- Σεπτέμβριος
- Οκτώβριος
- Νοέμβριος
- Δεκέμβριος
- Πατερικά
- Γεροντικά
- Ομιλίες
- Εσταυρωμένος
- Επικοινωνία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου