Τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐκ τῶν 70 : Στάχυ, Ἀπέλλη, Ἀμπλία, Οὐρβανού, Ναρκίσσου καὶ Ἀριστοβούλου, Ἐπιμάχου Αἰγυπτίου, Μνήμη Ἀνώνυμου Ἀπολογητῆ, Ἰακώβου Ἐπισκόπου, τῶν Ἁγίων Στεφάνου, Βαρνάβα, Τροφίμου, Δορυμέδωντος, Κοσμᾶ, Δαμιανοῦ, Σάββα, Βάση καὶ Ἀβραμίου, τοῦ Ἁγίου παιδιοῦ, τῶν Ἁγίων δώδεκα Θυγατέρων, Σελεύκου καὶ Στρατονίκης, Γορδιανού, Ἐπιμάχου Ρωμαίου, τῶν Ἁγίων τριῶν Μαρτύρων ἐν Μελιτινή, Νικολάου Νεομάρτυρα, Ἐγκαίνια τοῦ Πατριάρχου Εὐκτηρίων, Σπυρίδωνος καὶ Νικοδήμου Ὁσίων.
Οἱ Ἅγιοι Στάχυς, Ἀπελλῆς, Ἀμπλίας, Οὐρβανός, καὶ Νάρκισσος οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν 70
Καὶ οἱ πέντε ἄνηκαν στοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου. Καὶ ὅλοι τους ὑπῆρξαν «Χριστοῦ εὐωδία τῷ Θεῷ ἐν τοὶς σωζομένοις». Δηλαδὴ εὐωδία Χριστοῦ, εὐχάριστη στὸ Θεό, καὶ εὐωδία μεταξὺ τῶν σῳζόμενων ποὺ ἄκουγαν ἀπ’ αὐτοὺς τὸ σωτήριο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Στάχυς ἔγινε πρῶτος ἐπίσκοπος Βυζαντίου, καὶ ἀφοῦ διάνυσε 16 χρόνια στὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα, εἰρηνικὰ ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ.
Ὁ Ἀπελλῆς ἔγινε ἐπίσκοπος Ἡράκλειας καὶ πολλοὺς ἔφερε στὴν χριστιανικὴ πίστη.
Ὁ Ἀμπλίας ἔγινε ἐπίσκοπος Ὀδυσουπόλεως καὶ ὁ Οὐρβανός, ἐπίσκοπος Μακεδονίας. Ἐπειδὴ καὶ οἱ δυὸ γκρέμιζαν τὰ εἴδωλα, θανατώθηκαν μαρτυρικά.
Ὁ Νάρκισσος χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Ἡ ἀλήθεια, ὅμως, τοῦ Εὐαγγελίου, τὴν ὁποία δίδασκε μὲ ζῆλο, ἐξήγειρε τοὺς εἰδωλολάτρες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν βασανίσουν καὶ νὰ παραδώσει τὴν ψυχή του μαρτυρικά.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.
Ὁ Ἅγιος Ἀριστόβουλος ὁ Ἀπόστολος
Στὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων πολλοὶ παρουσιάσθηκαν ὡς πηγὲς γνώσεως καὶ ἀναμορφωτὲς τῆς ἀνθρωπότητας. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς κάτι πρόσφεραν φυσικά. Ψίχουλα βέβαια καὶ αὐτὰ ἀνακατεμένα μ’ ἕνα σωρὸ ἀπὸ πλάνες καὶ ἀνακρίβειες.
Οἱ ἄλλοι, οἱ περισσότεροι, πρόσφεραν μόνο τὸ ψέμα καὶ τὴν πλάνη καὶ τὶς δεισιδαιμονίες, ποὺ βύθιζαν σὲ πιὸ βαθὺ σκοτάδι τοὺς ἀνθρώπους. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Κύριο ἀληθινοὶ διδάσκαλοι ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ μπόρεσαν νὰ διαλύσουν τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τῆς ψευδοφιλοσοφίας καὶ νὰ σκορπίσουν τὸ φῶς τῆς ἀληθείας γύρω τους, ὑπῆρξαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, οἱ Ἀπόστολοι. Αὐτοὶ μὲ τοὺς κόπους καὶ τὴν θυσία τους ἔγιναν οἱ θεμελιωτὲς τοῦ νέου πολιτισμοῦ, τοῦ χριστιανικοῦ.
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τρία ὁλόκληρα χρόνια παρακολούθησαν τὸν Κύριο στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς Παλαιστίνης καὶ ὑπῆρξαν αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ ἔργου, τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν θαυμάτων Αὐτοῦ, στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια γίνεται λόγος καὶ γιὰ ἑβδομήκοντα ἄλλους Ἀποστόλους.
Τοὺς διάλεξε καὶ αὐτοὺς ὁ Κύριος ἀπὸ τὰ πλήθη ποὺ παρακολουθοῦσαν τὸ κήρυγμά του. Γι’ αὐτοὺς μᾶς ὁμιλεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς καὶ μᾶς λέγει: «Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνέδειξεν ὁ Κύριος καὶ ἑτέρους ἑβδομήκοντα, καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δύο πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον, οὐ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι» (Λουκ. γ’ 1). Καὶ δὲν περιορίζεται ὁ εὐαγγελιστὴς νὰ μᾶς ἀναφέρει μονάχα τὴν ἀνάδειξή τους, ἀλλὰ προσθέτει πὼς αὐτοὺς ὁ Κύριος τοὺς ἔστειλε δύο – δύο μαζὶ νὰ προπορευθοῦν ἀπὸ Αὐτὸν σὲ κάθε πόλη καὶ τόπο, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ πάει. Τοὺς ἔστειλε γιὰ νὰ προπαρασκευάσουν τρόπον τινὰ τὸ ἔδαφος. Νὰ προετοιμάσουν τὶς καρδιὲς νὰ ὑποδεχθοῦν καὶ νὰ ἀκούσουν τὸν Κύριο.
Καὶ οἱ Ἀπόστολοι πῆγαν καὶ γύρισαν χαρούμενοι. «Ὑπέστρεψαν δὲ οἱ ἑβδομήκοντα μετὰ χαρᾶς λέγοντες. Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου» (Λουκ. ι’ 17). Εὐλογημένα τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀποστολῆς. Κύριε, καὶ αὐτὰ τὰ δαιμόνια, σὰν ἀναφέρουμε τὸ ὄνομά σου, φεύγουν καὶ ἀφήνουν ἐλεύθερα τὰ θύματά τους.
Στὰ λόγια τῶν μαθητῶν ἀνάλογος εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου. Παιδιά μου, τοὺς εἶπε: «Πλὴν ἐν τούτῳ μὴ χαίρετε, ὅτι τὰ πνεύματα ὑμὶν ὑποτάσσεται χαίρετε δέ, ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοὶς οὐρανοίς» (Λουκ. α’ 21).
Ὡραία αὐτὰ ποὺ λέτε, ἀπήντησε ὁ Κύριος. Πλήν, μὴ χαίρετε γιὰ τοῦτο. Δηλαδὴ μὴ χαίρετε ὅτι τὰ πονηρὰ πνεύματα ὑποτάσσονται σὲ σᾶς. Νὰ χαίρετε κυρίως καὶ νὰ εὐφραίνεσθε, γιατί τὰ ὀνόματά σας ἔχουν γραφεῖ στὸν οὐρανό, στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα αὐτοὺς Ἀποστόλους, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλήσαμε πιὸ πάνω, εἶναι κι ὁ Ἅγιος Ἀριστόβουλος, ἀδελφὸς τοῦ Ἁποστόλου Βαρνάβα, ποὺ εἶναι ὁ ἱδρυτὴς καὶ προστάτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Γιὰ τὸν Ἀπόστολο αὐτὸ θὰ ἀφιερώσουμε τὶς ὀλίγες γραμμές, ποὺ ἀκολουθοῦν.
Καὶ πρῶτα – πρῶτα τὸ ὄνομά του. Ὄνομα Ἑλληνικό, μᾶς δείχνει πόσο ὁ Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς τοῦ νησιοῦ μας εἶχε ἐπηρεάσει καὶ αὐτοὺς τοὺς Ἰουδαίους ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ἀπὸ νωρὶς στὴν Κύπρο. Ἀριστόβουλος σημαίνει αὐτὸς ποὺ συμβουλεύει τὰ χρήσιμα. Αὐτὸς ποὺ συμβουλεύει τὰ ἄριστα.
Γιὰ τὴν παιδικὴ καὶ νεανικὴ ἡλικία τοῦ Ἀποστόλου δὲν γνωρίζουμε δυστυχῶς τίποτα. Τὸ μόνο ποὺ γνωρίζουμε γι’ αὐτὸν εἶναι, πὼς ἀπὸ νωρὶς ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀκολούθους τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου. Κοντὰ στὸν φλογερὸ αὐτὸν ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ὡς σύνθημα τῆς ζωῆς του εἶχε τὰ λόγια του «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. β’ 20), μαθήτευσε ἀρκετὸ καιρὸ ὁ ἱερὸς Ἀριστόβουλος. Τὸ σύνθημα ζωῆς τοῦ θείου Παύλου, ποὺ ἀναφέραμε, ἔγινε καὶ δικό του σύνθημα.
Ὁδηγημένος ἀπὸ τὸ προσκλητήριο διάγγελμα τοῦ Κυρίου «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεὶν ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» ἔσπευσε μὲ χαρά του νὰ ἀκολουθήσει τὸν Ἀπόστολο, γιὰ ἕνα πράγμα μονάχα ἐνδιαφερόμενος καὶ γιὰ ἕνα πράγμα καὶ μόνο φροντίζοντας: Πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Χριστό. «Παραδοθεῖς τὴ χάριτι τοῦ Θεοῦ» (Πραξ. ιε’ 40), ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, δηλαδή, ἀφοῦ ἐμπιστεύθηκε τὸν ἑαυτό του ἐξ ὁλοκλήρου στὴν πρόνοια καὶ προστασία τοῦ Θεοῦ, ἐπέδειξε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ζῆλο φλογερὸ καὶ σύνεση ἐξαιρετική, ὥστε πολὺ δίκαια νὰ μπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ ἐπαναλαμβάνει μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλό του τὸ σύνθημά του. Δὲν ζῶ πιὰ ἐγώ. Μέσα μου ζεῖ μόνο ὁ Χριστός.
Πολλὲς δυσχέρειες ἀντιμετώπισε ὁ Ἀριστόβουλος στὶς διάφορες περιοδεῖες του μὲ τὸν ἀκαταπόνητο ἀρχηγό του καὶ πολλοὺς κινδύνους. Ἀπτόητος ὅμως παρέμεινε παντοῦ καὶ πάντοτε, ὥστε ὁ θεῖος Παῦλος ἐκτιμώντας τὰ χαρίσματά του, διδακτικὰ καὶ διοικητικά, ἀλλὰ καὶ τὸν γνήσιο ζῆλο του, νὰ τὸν ἀναφέρει στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του μεταξὺ ἐκείνων πρὸς τοὺς οἰκείους του ὁποίου ἀποστέλλει ἀσπασμούς. Ἀργότερα μάλιστα τὸν χειροτονεῖ ἐπίσκοπο καὶ τὸν ἀποστέλλει στὶς Βρετανικὲς νήσους γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.
Μεγάλο τὸ φορτίο ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε. Πολλὲς οἱ εὐθύνες καὶ πιὸ πολλές, ἀπεριόριστες θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, οἱ δυσκολίες καὶ οἱ κίνδυνοι. Οἱ κάτοικοι τῶν σημερινῶν βρετανικῶν νήσων τὴν ἐποχὴ ἐκείνη βρισκόντουσαν σὲ ἡμιάγρια κατάσταση. Ἡ ὅλη χώρα ἦταν τόσο βάρβαρη, ὥστε καὶ μετὰ πεντακόσια χρόνια, ὅταν ὁ πρῶτος ἀρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας Αὐγουστίνος στάλθηκε ἐκεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης γιὰ συνέχιση τῆς ἱεραποστολῆς, φοβήθηκε τόσο, ποὺ διέκοψε τὸ ταξίδι του στὸ μέσο καὶ γύρισε πίσω. Σ’ αὐτά, λοιπόν, τὰ νησιὰ τὰ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπολίτιστα στάλθηκε ὁ Κύπριος Ἀπόστολος νὰ κηρύξει καὶ νὰ ἱδρύσει τὴν πρώτη Ἐκκλησία. Κι ὁ Ἀριστόβουλος πῆγε.
Μὲ ὄπλα του τὴν φλογερὴ πίστη καὶ τὴν ἀπόλυτο ἐμπιστοσύνη του στὸν Θεό, σήκωσε τὸν σταυρὸ τοῦ καθήκοντος καὶ ἔτρεξε νὰ πειθαρχήσει στὴν ὑψηλὴ ἀποστολὴ ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε.
Καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ σύντομα τάχθηκε στὴν πρώτη γραμμὴ τῶν μεγάλων πρωταγωνιστῶν καὶ ἀναμορφωτῶν τῆς σημερινῆς Μεγάλης Βρετανίας καὶ τῆς οἰκουμένης γενικά.
Μὲ ὁδηγὸ τὴν ἐμπειρία ποὺ ἀπέκτησε ἀκολουθώντας τὸν πολυτάλαντο ἀρχηγό του, τὸν θεῖο Παῦλο, καὶ μὲ ἀπόλυτη πεποίθηση στὰ λόγια τοῦ Κυρίου, «μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτείναι» (Ματθ. ι’ 28) ρίχτηκε μὲ ὅλη τὴν φλόγα τῆς ἀτρόμητης καρδιᾶς του στὸ ἔργο τῆς ἁλιείας καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν. Τὸ κήρυγμά του ἔχει ὡς θέμα τὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο.
Ὅσες φορὲς ἔρχονται στὴν μνήμη του τὰ λόγια τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν νυκτερινὸ ἐπισκέπτη τὸν Νικόδημο, «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἴνα πᾷς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ’ 16), τὰ μάτια του γεμίζουν δάκρυα. Μιλάει καὶ κλαίει. Ἐλᾶτε λέει στοὺς πρώτους ἀκροατές του, στὸν Χριστό, γιὰ νὰ βρεῖτε κοντά του, ὅπως βρῆκα καὶ ἐγώ, τὴν εἰρήνη, τὴν εὐτυχία, τὴν χαρά. Μὲ καχυποψία καὶ ὕβρεις τὸν ὑποδέχονται οἱ ἡμιάγριοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι. Ὁ Ἀριστόβουλος ὅμως δὲν τὰ χάνει. Μὲ τὴν ψυχὴ δυναμωμένη ἀπὸ τὴν ἐκτενὴ προσευχὴ συνεχίζει μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία τὴν προσπάθειά του. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἐνθαρρυντικό. «Οὐ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Ἐκεῖ ποὺ πληθύνθηκε ἡ ἁμαρτία, ἀφθονώτερη δόθηκε ἡ χάρη.
Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου, ποὺ ἦταν κήρυγμα «οὐκ ἐν πειθοὶς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως», (Α’ Κορ. β’ 4), ἦταν κήρυγμα δηλαδὴ ποὺ γινότανε ὄχι μὲ πιθανὰ καὶ συναρπαστικὰ λόγια ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλὰ ἦταν κήρυγμα ποὺ γινόταν μὲ ἀποδείξεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πειστικὲς γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν, καὶ μὲ δύναμη θεία, ὅπως φαινόταν ἀπὸ τὰ μεγάλα θαύματα ποὺ τὸ συνόδευαν, εἶχε τὸ θετικὸ καὶ εὐχάριστο ἀποτέλεσμα.
Σιγά – σιγὰ οἱ ψυχὲς μαλακώνουν καὶ τὰ πυργώματα τῆς ἀθεΐας καὶ εἰδωλολατρίας γκρεμίζονται τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Ἡ ἀλήθεια παρὰ τοὺς διωγμοὺς ποὺ δοκιμάζει ὁ ἱερὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου διαδίδεται σὲ ἀρκετὰ πρόσωπα.
Ὁ σπόρος τῆς εὐσέβειας, ποτισμένος μὲ τὰ δάκρυα τῆς εὐλαβοῦς καὶ κατανυκτικῆς προσευχῆς, φυτρώνει στὶς καρδιές. Γιὰ χρόνια ὁ ἱερὸς Ἀριστόβουλος ἀνάμεσα σὲ μύριες δυσκολίες καὶ ἐξευτελισμοὺς συνεχίζει μὲ αὐταπάρνηση καὶ παραδειγματικὸ ζῆλο τὸ ἔργο τῆς σπορᾶς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Στὸ τέλος ἡ μεγαλεπήβολη προσπάθειά του εἶχε πλούσια τὴν ἀμοιβή της. Ὅταν ἀπέθνῃσκε, ἄφησε πίσω του μία ἐκκλησία ὀλιγάριθμη μέν, ἀλλὰ ζωντανή.
Ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶχε μὲ τοὺς ὑπεράνθρωπους κόπους του ἐγκαθιδρυθεῖ στὶς ψυχές. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία μεταξὺ τῶν ἁγίων του ἑορτολογίου της ἔχει συμπεριλάβει καὶ τὸ τιμημένο ὄνομά του. Τελεῖ τὴν μνήμη του γιὰ νὰ εὐχαριστήσει καὶ νὰ ἀποδώσει μὲ τούτη τὴν πράξη της τὴν εὐγνωμοσύνη της σ’ ἐκεῖνον, ποὺ τῆς πρόσφερε ἕνα τόσο ζηλωτὴ καὶ φλογερὸ ἐργάτη. Ἕνα πνευματικὸ ἐργάτη, ποὺ μὲ τὴν βοήθειά του σὲ μιὰ ἐποχὴ τόσο δύσκολη ἔθεσε στὴν χώρα της τὰ θεμέλια τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ.
Κύπριος, λοιπόν, ὁ πρῶτος ἀναμορφωτὴς τῆς σημερινῆς γηραιᾶς αὐτοκρατορίας. Αὐτὸ ἀναφέρει καὶ ὁ γνωστὸς Ἄγγλος ἱστορικὸς Σὲρ Τζὼρζ Χὶλλ στὸ ἔργο του «Ἱστορία τῆς Κύπρου». Κύπριος ἐκήρυξε τὸν χριστιανισμό, ἀλλὰ καὶ Ἕλληνες Μικρασιάτες, ἱεραπόστολοι καὶ ἐπίσκοποι, ὅπως ὁ Ποθεινὸς καὶ ὁ Εἰρηναῖος, μὲ κέντρο τὴν σημερινὴ Γαλλία, συνέχισαν κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ τὴν μετάδοση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ στοὺς βάρβαρους λαοὺς τῶν βρετανικῶν αὐτῶν νήσων. Κύπριος ἔσπειρε τὸν πρῶτο σπόρο καὶ Ἕλληνες συνέχισαν νὰ σπέρνουν καὶ νὰ καλλιεργοῦν.
Μιὰ ἀπορία ὅμως γεννᾶται στὶς ψυχὲς ὅλων τῶν σημερινῶν κατοίκων τῆς μαρτυρικῆς Κύπρου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀδελφῶν τους τῆς μάνας Ἑλλάδας.
Οἱ σημερινοὶ ἄρχοντες καὶ ὁ λαὸς τῆς πλούσιας αὐτῆς χώρας ποὺ λέγεται Ἡνωμένο Βασίλειο γνωρίζουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική τους ἱστορία τὴν προσφορὰ αὐτὴ τῶν Ἑλλήνων χριστιανῶν ἱεραποστόλων σ’ αὐτούς; Καὶ ἂν τὴν γνωρίζουν, στ’ ἀλήθεια δὲν θά ‘πρεπε καὶ ἡ συμπεριφορά τους πρὸς τὴν Κύπρο καὶ τὴν Ἑλλάδα γενικά, ποὺ τοὺς χάρισε τέτοιους πνευματικοὺς ἡγέτες καὶ ἀναμορφωτές, νὰ εἶναι διαφορετική;
Εὐχὴ καὶ προσευχή μας εἶναι, αὐτοὶ νὰ μὴ δοκιμάσουν ποτὲς τὴν πικρία ποὺ δοκίμασε ὁ μαρτυρικὸς λαός μας στὸν αἰῶνα ποὺ βαδίζουμε ἀπὸ τὴν ἀχάριστη συμπεριφορά τους πρὸς τὴ νῆσο μας καὶ τὴν μάνα μας Ἑλλάδα, τὴν μητέρα τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ.
Ὅμως ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔχει αἰώνιο κῦρος καὶ ἰσχύ, πρέπει πολὺ νὰ μᾶς συνέχει: «Ὁ ἀδικῶν κομιεῖται ὁ ἠδίκησε».
Ἅγιε ἀπόστολε Ἀριστόβουλε, κι ἐσὺ εὐλογημένε ἀδελφέ του, ἔνδοξε ἀπόστολε Βαρνάβα, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Δεήθητε τοῦ Κυρίου νὰ χαρίσει στὴν πατρίδα μας Κύπρο τὴν ἐλευθερία καὶ στὸν μαρτυρικὸ λαό μας τὴν λύτρωση ἀπὸ τὰ δεινά. Στὴν μάνα Ἑλλάδα δὲ, τὸν φωτισμό, γιὰ νὰ συνεχίσει ἀπερίσπαστη στοὺς αἰῶνες τὸν ἀνάντη δρόμο τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς της καὶ νὰ μένει παντοῦ καὶ πάντοτε γιὰ ὅλους φῶς Χριστοῦ καὶ φῶς τοῦ κόσμου. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.
Ὁ Ἅγιος Ἐπίμαχος ὁ Αἰγύπτιος
Ὁ Ἅγιος Ἐπίμαχος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Πηλούσιο τῆς Αἰγύπτου.
Ζοῦσε τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ ἡγεμόνας τῆς Ἀλεξάνδρειας Ἀπελλιανὸς καταδίωκε τοὺς Χριστιανούς.
Ὁ Ἅγιος κατηγορήθηκε στὸν ἡγεμόνα ὡς Χριστιανὸς καὶ συνελήφθη. Ὁ Ἀπελλιανὸς τὸν διέταξε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν. Συγκεκριμένα διέταξε νὰ τοῦ σχίσουν τὶς σάρκες. Κατὰ τὴν ὥρα ποὺ οἱ δήμιοι καταξέσκιζαν τὶς σάρκες του, ἕνα κομμάτι ἀποσπάστηκε ἀπὸ τὸ δέρμα του καὶ ἔσταξε αἷμα στὸ τυφλὸ μάτι μίας γυναίκας, ἡ ὁποία τὸν συμπονοῦσε. Τότε εὐθὺς ἡ γυναῖκα ἀπόχτησε φῶς ἀπὸ τὸ τυφλό της μάτι.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαῦμα ὁ Ἅγιος Ἐπίμαχος ὑπέκυψε στὰ βασανιστήρια καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ὡς γενναῖος ὁπλίτης τοῦ Σωτῆρος Ἐπίμαχε, τῷ ἐχθρῷ στερρῶς συνεπλάκης, συμμαχίᾳ τῆς πίστεως, καὶ τοῦτον ἐτροπώσω Ἀθλητά, βασάνους πολυτρόπους ὑποστάς· διὰ τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου σε κοινωνόν, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Αὐτοκλήτως ὥρμησας, πρὸς εὐσεβείας τοὺς ἄθλους, ἀκβοῶν Ἐπίμαχε, τοῖς παρανόμοις ἀνδρείως· Πάρειμι, ὑπεραθλῆσαι τῆς ἀληθείας, ξόανα, ἐκμυστηρίσαι τῆς ἀπωλείας· καὶ τμηθεὶς τὸν σὸν αὐχένα, δικαιοσύνης στέφανον εἰληφας.
Μεγαλυνάριον.
Μάχην συγκροτήσας περιφανῆ, Ἐπίμαχε μάκαρ, ἐναντίον τῶν δυσμενῶν, θείᾳ δυναστείᾳ λαμπρὸν τρόπαιον ἦρας· διὸ τῶν σῶν καμάτων, δρέπεις τὰ ἔπαθλα.
Μνήμη Ἀνώνυμου Ἀπολογητοῦ
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἔζησε στὰ χρόνια του Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου (361) καὶ ἦταν γιὸς ἱερέα τῶν εἰδώλων. Στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τὸν ἔφερε κάποια εὐσεβὴς χριστιανὴ Διακόνισσα, ποὺ ἦταν φίλη τῆς μητέρας του.
Ὁ νέος αὐτὸς στὴν ἀρχή, ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ πατέρας του, ὑπέστη ἀπ’ αὐτὸν σκληρὰ βασανιστήρια. Δία θαύματος ὅμως σώθηκε καὶ ὅταν πέθανε ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, κατόρθωσε νὰ φέρει στὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ τὸν γέροντα πατέρα του, καθὼς καὶ πολλοὺς εἰδωλολάτρες νέους.
Ἀφοῦ στὴν συνέχεια ἔζησε ἀνώτερη πνευματικὴ ζωή, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
(Τὸ περιστατικὸ εἶναι παρμένο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τοῦ Θεοδώρητου).
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος Ἐπίσκοπος Μυγδονίας
Ἔγινε ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας τῆς Μυγδονίας, ποὺ ὀνομάζεται καὶ Νίσιβις καὶ βρίσκεται μεταξὺ τῶν ποταμῶν Τίγρη καὶ Εὐφράτη.
Μετεῖχε στὴν Σύνοδο τῆς Νικαίας καὶ μετὰ τὴν λήξη τῆς Συνόδου πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου παρέστη στὴν κηδεία τοῦ Πατριάρχη Μητροφάνη τοῦ Α’.
Ὁ Ἰάκωβος ἔγραψε καὶ βιβλίο ψυχωφελέστατο, γιὰ τὸ ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ἐπίσκοπος Θεοδώρητος.
Οἱ Ἅγιοι Στέφανος, Βαρνάβας, Τρόφιμος, Δορυμέδων, Κοσμᾶς, Δαμιανός, Σάββας, Βάσης, Ἀβράμιος καὶ ἡ συνοδεία αὐτῶν
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.
Τὸ Ἅγιο Παιδὶ ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸ θανάτωσαν σπάζοντας τὸ κεφάλι του μὲ ὀγκόλιθο.
Οἱ Ἁγίες Δώδεκα Κόρες
Μαρτύρησαν, ἀφοῦ τὶς κρέμασαν στὴ μέση μιᾶς στοᾶς.
Οἱ Ἅγιοι Σέλευκος καὶ Στρατονίκη οἱ σύζυγοι
Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἑνώθηκαν μὲ τὰ δεσμὰ τοῦ γάμου. Ἦταν γνήσιο χριστιανικὸ ζευγάρι, ποὺ μὲ τόση τελειότητα παρουσιάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολήν του.
Ἦταν μία ψυχὴ καὶ μία καρδιά. Ἀλλὰ ὅταν κλήθηκαν νὰ διαλέξουν μεταξὺ τῆς ζωῆς τους καὶ τῆς πίστης τους, δὲν δίστασαν οὔτε στιγμή. Γιὰ νὰ μείνουν ἑνωμένοι, ἔπρεπε νὰ δεχτοῦν τὸν θάνατο γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο.
Καὶ ἔτσι ἔπεσαν ἱερὰ σφάγια, γιὰ νὰ ἀνατείλουν περίλαμπροι τὴν ἡμέρα τῆς ἀνάστασης.
Ὁ Ἅγιος Γορδιανός ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Μᾶλλον πρόκειται γιὰ τὸν μάρτυρα Γορδιανό, ποὺ μαρτύρησε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἐπίμαχο. Βλέπε σχετικὰ τὴν 9η Μαΐου).
Ὁ Ἅγιος Ἐπίμαχος ὁ Ρωμαῖος
Μαρτύρησε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Γορδιανό, ὅταν τοὺς συνέλαβε ὁ ἄρχοντας τοῦ τόπου καὶ αὐτοὶ ὁμολόγησαν μὲ θάρρος τὴ χριστιανική τους πίστη.
(Εἶναι ἐπανάληψη μνήμης ἀπὸ τὴν 9η Μαΐου).
Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Μάρτυρες οἱ ἐν Μελιτινῇ
Μαρτύρησαν, ἀφοῦ τοὺς συνέτριψαν τὰ σκέλη.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νεομάρτυρας ἀπὸ τὴ Χῖο
Γεννήθηκε στὶς Καρυαῖς τῆς Χίου ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανούς, τὸν Πέτρο καὶ τὴν Σταματοῦ. Ἀνατράφηκε ὀρφανὸς χωρὶς πατέρα καὶ ἔγινε ὑπόδειγμα χρηστοῦ καὶ ἐνάρετου νέου.
Σὲ ἡλικία 20 χρόνων πῆγε στὴ Μαγνησία, ὅπου ἐργαζόταν σὰν οἰκοδόμος. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως, ὁ Νικόλαος, ἄγνωστο γιὰ ποιὸ λόγο, τρελάθηκε. Οἱ Τοῦρκοι ἐκμεταλλευόμενοι τὴν κατάστασή του θέλησαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν. Τελικὰ ὅμως δὲν τὰ κατάφεραν καὶ οἱ συμπατριῶτες του τὸν συνόδεψαν καὶ πάλι στὴν Χῖο. Ἐκεῖ οἱ Τοῦρκοι τὸν ἕντυσαν μὲ τούρκικα ροῦχα καὶ τὸν ὀνόμασαν Μεχμέτ.
Κάποτε τὸν συνάντησε ἕνας ἀρχιμανδρίτης, ποὺ ὀνομαζόταν Κύριλλος καὶ πῆρε τὸ Νικόλαο στὸν ναὸ τοῦ Σωτῆρος στὸ Παλιόκαστρο. Ἐκεῖ μὲ τὴν θεία δύναμη, ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία του καὶ ἀπὸ τότε ζοῦσε αὐστηρὴ χριστιανικὴ ζωή.
Γιὰ τὴν ζωή του αὐτὴ συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους, φυλακίστηκε καὶ βασανίστηκε μὲ τὸν πιὸ βάρβαρο τρόπο. Ἐπειδὴ ὅμως ἐπέδειξε ἀκεραιότητα στὴν πίστη του, οἱ δήμιοί του ἔκοψαν σιγά – σιγὰ (δηλαδὴ περισσότερο μαρτυρικά) τὸ κεφάλι στὶς 31 Ὀκτωβρίου 1754, στὴ θέση Βουνάκι τῆς Χίου καὶ ὤρα ἕκτη.
Τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου, ρίχτηκε ἀπὸ τοὺς δήμιους στὴ θάλασσα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Χίου ἀγλάϊσμα, καὶ Ἀθλητῶν μιμητῆς, ἐδείχθης Νικόλαε, ὁμολογήσας Χριστόν, τυράννων ἐνώπιον· ὅθεν τῶν σῶν αἱμάτων, οἱ κρουνοὶ Ἀθλοφόρε, δρόσος ὤφθησαν θεία, τῇ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ· ἐντεῦθεν πανευχαρίστως, μέλπει τοὺς ἄθλους σου.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμως γέγονας, νίκη λαοῦ Ὀρθοδόξου, ἱερὲ Νικόλαε, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλήσας· ὅθεν σοι, ἐν κατανύξει ψυχῆς βοῶμεν· Δώρησαι, ἡμῖν τὴν νίκην ταῖς σαῖς πρεσβείας, κατ’ ἐχθρῶν τῶν ὁρωμένων, καὶ ἀοράτων, τοῖς σὲ τιμῶσι πιστῶς.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ τῆς Χίου θεῖος βλαστός, καὶ Νεομαρτύρων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις ὁ ἀθλήσας, ὑπὲρ Χριστοῦ νομίμως, Νικόλαε τρισμάκαρ, Μαρτύρων σύσκηνε.
Ἐγκαίνια τοῦ Πατριάρχου Εὐκτηρίων
Μᾶλλον γιὰ ἐγκαίνια ναοῦ πρόκειται, κατὰ τὸν Πατμιακὸ Κώδικα.
Οἱ Ὅσιοι Σπυρίδων καὶ Νικόδημος οἱ ἐν τῷ Σπηλαίῳ (Ρώσοι)
Ὁ μακάριος Σπυρίδων καταγόταν ἀπὸ φτωχὴ καὶ ἄσημη οἰκογένεια. Ἦταν ἐντελῶς ἀγράμματος καὶ τραχὺς στοὺς τρόπους, ἀλλ' αὐθόρμητος καὶ ἀνεπιτήδευτος. Ἕνας «χωριάτης» γιὰ τοὺς ἀριστοκράτες, ἕνας «ἀγροΐκος» γιὰ τοὺς μεγαλωμένους στὰ σαλόνια, ἕνας «μωρὸς» γιὰ τοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου τούτου.
Κι ὅμως ὁ ὅσιος ξεπέρασε σὲ ἀξία καὶ τοὺς σοφοὺς καὶ τοὺς ἰσχυροὺς καὶ τοὺς εὐγενεῖς, μὲ τὴν ἀνώτερη πνευματική του ζωή, μὲ τὰ θεάρεστα ἔργα τῆς ἀρετῆς του, μὲ τὴν ἀσκητικὴ βία, μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ πηγὴ τῆς πραγματικῆς σοφίας.
Ὁ ὅσιος Σπυρίδων ἦρθε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων καὶ ἄρχισε τὴν τραχεῖα ἀσκητική του ζωὴ τὸ 1139 μ.Χ.. Ἦταν ἤδη σὲ ὥριμη ἡλικία, ἀλλὰ δὲν ἤξερε γράμματα, Γι' αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ μελετᾶ τὰ ἱερὰ βιβλία. Αὐτὸ τὸν γέμιζε θλίψη. Προσευχήθηκε ὀλόκαρδα στὸν Κύριο νὰ τοῦ δώση φωτισμὸ καὶ δύναμη γιὰ νὰ μάθη ἀνάγνωση. Πράγματι, μὲ σκληρὴ προσπάθεια, σὲ πολὺ λίγο χρόνο ἔμαθε νὰ διαβάζει. Ἦταν ἀπερίγραπτη ἡ χαρά του ποὺ μποροῦσε πιὰ νὰ μελετᾶ τὰ θεῖα λόγια τοῦ Κυρίου καὶ τὰ θεόπνευστα ἔργα τῶν ἁγίων. Ἔμαθε ἀπ' ἔξω ὁλόκληρο τὸ Ψαλτήρι καὶ τὸ ἔλεγε μ' εὐλάβεια καὶ ψυχικὴ μέθεξη κάθε μέρα, τὴν ὥρα ποὺ ἐργαζόταν μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμέλεια στὰ διακονήματα τοῦ μοναστηρίου.
Ἡγούμενος τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἦταν ἕνας μεγάλος νηστευτὴς καὶ ἀγωνιστὴς ἱερομόναχος, ὁ μακάριος Ποιμήν. Βλέποντας τὴν καθαρότητα, τὴν ἀκακία, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴ φιλοπονία τοῦ ὑποτακτικοῦ τοῦ Σπυρίδωνος, τοῦ ἀνέθεσε τὸ εὐλογημένο διακόνημα τοῦ προσφοράρη. Ὁ ὅσιος θὰ ἔφτιαχνε τὰ πρόσφορα γιὰ τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καὶ γι' αὐτὸ ἦταν ὀλόχαρος καὶ συγκινημένος βαθιά.
Μὲ ψαλμούς, μὲ ὕμνους, μὲ ὠδὲς πνευματικὲς καὶ μὲ τὴν ἀδιάλειπτη εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐκτελοῦσε τὴ θεοφιλῆ διακονία του ὁ δίκαιος Σπυρίδων: Ἔκοβε ξύλα, ἔκαιγε τὸ φοῦρνο, κοσκίνιζε τὸ ἀλεύρι, ἔπλαθε τὸ ζυμάρι...
Κάποια μέρα, ἐκτελῶντας τὴ συνήθη ἐργασία του, ὁ ὅσιος ἄναψε φωτιὰ στὸ φοῦρνο, γιὰ νὰ ψήσει τὰ πρόσφορα ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει. Ξαφνικὰ ὅμως μιὰ σπίθα πήδησε μέσ' ἀπὸ τὶς φλόγες καὶ πετάχτηκε μέχρι τὸ καλαμένιο ταβάνι, ποὺ ἅρπαξε ἀμέσως φωτιά. Ἀμέσως ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἔβγαλε τὸ μανδύα του κι ἔκλεισε μ' αὐτὸν βιαστικὰ τὸ ἄνοιγμα τοῦ φούρνου. Ἔπειτα ἔβγαλε καὶ τὸ τρίχινο πουκάμισο του, ἔδεσε τὰ μανίκια μεταξύ τους, ἔτρεξε στὸ κοντινὸ πηγάδι καὶ τὸ γέμισε νερό! Ἐπιστρέφοντας γοργὰ φώναξε: «Ἀδελφοί! Βοήθεια! Φωτιά! Τρέξτε»!
Ἔτρεξαν οἱ ἀδελφοὶ μὲ κουβᾶδες, ἀλλὰ τί νὰ δοῦν! ὁ μανδύας, μὲ τὸν ὅποιο ὁ ὅσιος εἶχε κλείσει τὸν ἀναμμένο φοῦρνο, ἦταν ἐντελῶς ἀπείραχτος ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ δεμένο πουκάμισο ἦταν γεμᾶτο νερό, σὰν ἀσκὶ στεγανό, καὶ δὲν ἄφηνε οὔτε μιὰ σταγόνα νὰ χυθεῖ! Μὲ τὸ νερὸ ἐκεῖνο ἔσβησε ὁ μακάριος τὴ φωτιά, χωρὶς νὰ χρειαστεῖ τὴ βοήθεια τῶν ἀδελφῶν. Κι αὐτοὶ δόξασαν τὸ Θεό, ποὺ ἡ χάρη Τοῦ ὁλοφάνερα ἐπισκίαζε καὶ βοηθοῦσε τὸν πνευματοφόρο ἀδελφό τους.
Βοηθὸς τοῦ ὁσίου Σπυρίδωνος στὸ προσφορειὸ ἦταν ὁ μοναχὸς Νικόδημος. Εὐλαβέστατος καὶ ὑπάκουος, ἀληθινὰ νεκρὸς γιὰ τὸν κόσμο, τὴ σάρκα καὶ τὸ σαρκικὸ θέλημα, προσπαθοῦσε πάντοτε μὲ ζῆλο κι ἐπιμέλεια νὰ μιμῆται τὸν εὐλογημένο Σπυρίδωνα τόσο στοὺς χειρωνακτικοὺς κόπους ὅσο καὶ στὸ θεάρεστο ἦθος, στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, στὸν ἐνάρετο βίο.
Οἱ δύο ὅσιοι, ἀφοῦ διακόνησαν θεοφιλῶς τὸ μοναστήρι τοὺς τριάντα χρόνια σὰν προσφοράρηδες, ἐκοιμήθησαν εἰρηνικὰ ἐν Κυρίῳ σὲ βαθὺ γῆρας, καὶ πῆγαν νὰ συναντήσουν τὸν ποθούμενο Ἰησοῦ, τὸν «Ἄρτο τῆς Ζωῆς», «τὸν ἔσθιόμενόν καὶ μηδέποτε δαπανώμενον».
Ὁ Γερμανὸς διοικητὴς καὶ τὸ θαῦμα στὴν Λαύρα τῶν Σπηλαίων του Κιέβου.
Ὅταν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μεγάλου Πατριωτικοῦ Πολέμου οἱ Γερμανοὶ κατέλαβαν τὸ Κίεβο, ὁ Γερμανὸς διοικητὴς τῆς πόλης ἤθελε νὰ ἐπισκεφτεῖ τὰ παγκοσμίου φήμης Σπήλαια τῆς Λαύρας Κίεβο - Πέχερσκ. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, βρῆκε ἕναν ὁδηγό - ἕναν μοναχό, πρώην κάτοικο αὐτοῦ τοῦ μοναστηριοῦ.
Ὁ μοναχὸς προχώρησε μὲ ἕνα ἀναμμένο κερί, ἀκολουθούμενος ἀπὸ Γερμανοὺς μὲ φακούς. Ὁ ἐπί κεφαλῆς κρατοῦσε ἕνα περίστροφο στὸ χέρι του. Κοντὰ στὴν λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα τοῦ Προσφοράρη, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη πρὶν ἀπὸ 800 χρόνια, σταμάτησε καὶ ρώτησε τί εἶναι ὅλα αὐτὰ τὰ σώματα.
Ὁ μοναχὸς ἄρχισε νὰ ἐξηγεῖ ὅτι αὐτὰ εἶναι τὰ σώματα ἀνθρώπων, ποὺ ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ἅγια βιοτή τους τοὺς τίμησε μὲ τὴν ἀφθαρσια. Ὁ διοικητὴς μὲ τὴ λαβή του περιστροφου ἄρχισε νὰ χτυπάει τὸ χέρι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα.
Καὶ τότε συνέβη τὸ ἀνεξήγητο: Ξηρό, σκοτεινὸ ἀπὸ τοὺς αἰῶνες, τὸ σημεῖο ποὺ χτυπήθηκε ἄρχισε νὰ τρέχει αἷμα (σημάδια ποὺ εἶναι ὁρατὰ καὶ σήμερα στὸ χέρι τοῦ ἁγίου). Ὁ διοικητὴς ἔφυγε ἀπὸ τὴ σπηλιὰ μὲ τρόμο καὶ πίσω του ὁλόκληρο τὸ ἐπιτελεῖο του.
Τὴν ἑπόμενη μέρα, στὸ ραδιόφωνο τῆς πόλης τὸ γραφεῖο τοῦ γερμανικοῦ διοικητῆ ἀνακοίνωσε ὅτι ἄνοιξε ἡ Λαύρα τῶν Σπηλαίων του Κιέβου καὶ ὅσοι τὸ ἐπιθυμοῦσαν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐγκατασταθοῦν σὲ αὐτό. Παρόμοιες ἀνακοινώσεις ἐμφανίστηκαν σὲ ὅλη τὴν πόλη σὲ πυλῶνες καὶ περιφράξεις.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr, synaxarion.gr & wra9.blogspot.com
Τὴν ἑπόμενη μέρα, στὸ ραδιόφωνο τῆς πόλης τὸ γραφεῖο τοῦ γερμανικοῦ διοικητῆ ἀνακοίνωσε ὅτι ἄνοιξε ἡ Λαύρα τῶν Σπηλαίων του Κιέβου καὶ ὅσοι τὸ ἐπιθυμοῦσαν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐγκατασταθοῦν σὲ αὐτό. Παρόμοιες ἀνακοινώσεις ἐμφανίστηκαν σὲ ὅλη τὴν πόλη σὲ πυλῶνες καὶ περιφράξεις.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr, synaxarion.gr & wra9.blogspot.com
Ἀναδημοσίευση ἀπό Ἀναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου