Ὁ πύργος τῆς Βαβέλ (11,1-9)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Ἡ διήγησή μας παρουσιάζει τούς ἀνθρώπους ὡς ὁμιλοῦντες
τήν ἰδία γλώσσα (στίχ. 1). Ὑποθέτουν ὅτι αὐτή ἦταν ἡ Συριακή. Ἀπό τά ὄρη τῆς Ἀρμενίας
Ἀραράτ (8,4), ὅπου εἶχε ἐγκατασταθεῖ καί αὐξηθεῖ ἡ οἰκογένεια τοῦ Νῶε, κίνησαν
πρός τήν χώρα Σενναάρ, δηλαδή, πρός τήν Βαβυλωνία ἤ Μεσοποταμία, καί κατοίκησαν
ἐκεῖ (στίχ. 2). Ὁ Θεός εἶχε πεῖ νά διασκορπισθοῦν σέ ὅλη τήν γῆ (βλ. 9,7). Ἀλλά
αὐτοί ἤθελαν νά μείνουν ἐκεῖ στήν Σενναάρ καί νά κάνουν μία συγκεντρωμένη αὐτοκρατορία
κτίζοντας ἐκεῖ μία πόλη μέ ὑψηλό πύργο, πού ἡ κορυφή του θά ἔφθανε μέχρι τόν οὐρανό
(στίχ. 4). Φεύγοντας ἀπό ἐκεῖ γιά ἐξορμήσεις σέ διάφορα μέρη τῆς γῆς, ὁ ὑψηλός
αὐτός πύργος θά τούς συγκέντρωνε πάλι στήν ἕδρα τους, τήν Σενναάρ. Τό σχέδιό
τους ἦταν ὑπερήφανο, ὅπως τό ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, πού ἔφαγαν τόν ἀπαγορευμένο
καρπό γιά νά γίνουν θεοί (3,5.6). – Ὁ Θεός εἶδε τό ἁμάρτημα τῶν ἀνθρώπων τῆς
Σενναάρ καί ματαίωσε τό σχέδιό τους.
Τούς ἔφερε σύγχυση στήν γλώσσα, ὥστε ὁ ἕνας δέν νοοῦσε τήν γλώσσα τοῦ ἄλλου καί δέν μποροῦσαν λοιπόν νά συνεργαστοῦν (στίχ. 7). Ἔτσι σταμάτησαν τήν οἰκοδομή τῆς πόλης καί τοῦ πύργου καί διαιρεμένοι διασκορπίστηκαν σέ ὅλη τήν γῆ (στίχ. 8). Ὁ ἄνθρωπος κάλεσε τήν προσχεδιασθεῖσα πόλη «Πύλη (ἡ αὐλή) τοῦ Θεοῦ». Ὁ Θεός ὅμως κάλεσε αὐτήν «Σύγχυση» (στίχ. 9). Ἡ περικοπή μας ὁμιλεῖ γιά τόν διασκορπισμό τῶν ἀνθρώπων σέ ὅλη τήν γῆ.
Τούς ἔφερε σύγχυση στήν γλώσσα, ὥστε ὁ ἕνας δέν νοοῦσε τήν γλώσσα τοῦ ἄλλου καί δέν μποροῦσαν λοιπόν νά συνεργαστοῦν (στίχ. 7). Ἔτσι σταμάτησαν τήν οἰκοδομή τῆς πόλης καί τοῦ πύργου καί διαιρεμένοι διασκορπίστηκαν σέ ὅλη τήν γῆ (στίχ. 8). Ὁ ἄνθρωπος κάλεσε τήν προσχεδιασθεῖσα πόλη «Πύλη (ἡ αὐλή) τοῦ Θεοῦ». Ὁ Θεός ὅμως κάλεσε αὐτήν «Σύγχυση» (στίχ. 9). Ἡ περικοπή μας ὁμιλεῖ γιά τόν διασκορπισμό τῶν ἀνθρώπων σέ ὅλη τήν γῆ.
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
11,1Ὁλόκληρη ἡ γῆ εἶχε μία γλώσσα καί μία φωνή. 2Ὅταν οἱ ἀπόγονοι
τοῦ Νῶε κίνησαν ἀπό τήν Ἀνατολή, βρῆκαν πεδιάδα στήν γῆ Σενναάρ καί κατοίκησαν ἐκεῖ.
3Τότε εἶπε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: «Ἐλᾶτε νά κάνουμε πλίνθους καί νά τίς ψήσουμε στήν
φωτιά». Ἔτσι χρησιμοποίησαν πλίνθους ἀντί γιά λίθους καί ἄσφαλτο ἀντί γιά πηλό.
4Καί εἶπαν: «Ἐμπρός νά κτίσουμε γιά μᾶς μία πόλη καί ἕναν πύργο, πού ἡ κορυφή
του νά φτάνει μέχρι τόν οὐρανό, γιά νά ἀφήσουμε ὄνομα προτοῦ διασκορπιστοῦμε σ’
ὅλη τήν γῆ.
5Κατέβηκε δέ ὁ Κύριος νά δεῖ τήν πόλη καί τόν πύργο, τόν ὁποῖο
ἔφτιαχναν οἱ ἄνθρωποι. 6Καί εἶπε ὁ Κύριος: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἕνας λαός
καί ὅλοι ἔχουν τήν ἴδια γλώσσα, γι’ αὐτό ἄρχισαν νά κάνουν αὐτό τό ἔργο. Καί
τώρα τίποτα δέν μπορεῖ νά τούς συγκρατήσει ἀπ’ ὅσα σκέπτονται νά κάνουν. 7Ἐλᾶτε
νά κατεβοῦμε καί νά τούς συγχύσουμε ἐκεῖ τήν γλώσσα, γιά νά μή νοεῖ ὁ ἕνας τήν
γλώσσα τοῦ ἄλλου». 8Καί ὁ Κύριος τούς διεσκόρπισε ἀπό ἐκεῖ σέ ὁλόκληρη τήν γῆ.
Καί τότε σταμάτησαν νά οἰκοδομοῦν τήν πόλη καί τόν πύργο.α 9Γι’ αὐτό ὀνομάστηκε
τό ὄνομα τοῦ τόπου «Σύγχυση»,β γιατί ἐκεῖ «σύγχυσε» ὁ Κύριος τήν γλώσσα ὁλόκληρης
τῆς γῆς· καί ἀπό ἐκεῖ τούς διεσκόρπισε ὁ Κύριος σέ ὁλόκληρη τήν γῆ.
α. Τό «καί τόν
πύργον» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
β. Στά Ἑβρ.: «Βαβέλ».
(Σύντομα ἑρμηνευτικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
11,1-9. Ἡ γιαχβική αὐτή
διήγηση δίδει μία ἄλλη ἐξήγηση γιά τήν προέλευση τῶν διαφόρων γλωσσῶν ἀπό τήν ἐξήγηση,
τήν ὁποία δίδει τό κεφ. 10. Μία παλαιά ἱστορία (ἤ ἱστορίες) χρησιμεύουν ἐδῶ
στόν γιαχβιστή γιά νά δώσουν τήν θεολογική αἰτία τῆς διαιρέσεως τῆς ἀνθρωπότητας,
τήν περιγραφομένη περισσότερο μονότονα στό κεφ. 10. Κατά τήν περικοπή μας ἡ
ποικιλλία τῶν γλωσσῶν προέρχεται ἀπό τήν τιμωρία γιά ἕνα συλλογικό ἁμάρτημα, τό
ὁποῖο, ὅπως τό ἁμάρτημα τῶν πρωτοπλάστων (κεφ. 3), εἶναι καί αὐτό ἕνα ἁμάρτημα
μεγάλης ὑπερηφανείας (στίχ. 4). Ἡ ἁμαρτία τοῦ πρώτου ἀνθρώπου συνετέλεσε στήν ἀποξένωση
τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό (3,22-24) καί τόν ἀδελφό του (4,1-16). Καί ἀπό τήν ἁμαρτία
πάλι τώρα, κατά τήν περικοπή μας, ἔρχεται ἡ ἀποξένωση ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν
Θεό καί τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους. Οἱ προφῆτες θά ἀναγγείλουν τό μέλλον ἀντίστροφα
ἀπό αὐτή τήν κίνηση (βλ. Ἠσ. 2,1-5), προφητεία, ἡ ὁποία ἐξεπληρώθηκε στήν
Πεντηκοστή (βλ. Πράξ. 2,5-12). Ἡ ἑνότητα, πραγματικά, ἀποκαταστάθηκε μόνο στόν
Σωτήρα Χριστό μέ τό θαῦμα τῶν γλωσσῶν στήν Πεντηκοστή (Πράξ. 3,5-12) καί μέ τήν
ἑνότητα τῶν ἐθνῶν στόν οὐρανό (Ἀπ. 7,9-10). 11,2. Ἐν γῇ Σενναάρ. Εἶναι ἡ Βαβυλωνία, ἡ σκηνή τῆς ἐδῶ ἱστορίας·
βλ. 10,10. Ἠσ. 11,11. Δαν. 1,2. 11,4. Οὗ
ἔσται ἡ κεφαλή ἕως οὐρανοῦ. Ἡ παράδοση φαίνεται νά συνδέεται μέ τά ἐρείπια ἑνός
ἐξ αὐτῶν τῶν ὑψηλῶν πύργων, οἱ ὁποῖοι μέ τούς πολλούς ὀρόφους τους παρίσταναν
τήν Μεσοποταμία ὡς ἕνα σύμβολο ἱεροῦ ὄρους καί ὡς ἀναπαυτήριο τῆς θεότητας. Ὁ
πύργος ἦταν κατεστραμμένος ὅταν συνετέθηκε ἡ παροῦσα διήγηση. Οἱ κατασκευαστές
αὐτοῦ τοῦ πύργου ἀναζήτησαν ἕνα μέσον διά νά συναντήσουν τόν Θεό. Ὁ γιαχβιστής ὅμως
βλέπει στήν ἀνέγερση αὐτοῦ τοῦ πύργου ἕνα ἐγχείρημα ἀνοήτου ὑπερηφανείας. Αὐτό
τό θέμα τοῦ πύργου συνδέεται μέ τό θέμα τῆς πόλεως: εἶναι μία καταδίκη τοῦ ἀστικοῦ
πολιτισμοῦ, βλ. σχόλιο εἰς 4,17. 11,8. Ὁ
στίχ. ὁμιλεῖ γιά τόν διασκορπισμό τῶν ἀνθρώπων σέ ὅλη τήν γῆ. Γι᾽ αὐτόν τόν
διασκορπισμό ὁμιλεῖ τό χωρίο Δευτ. 32,8.9, ὅπου λέγεται ὅτι, «ὅτε διεμέριζεν ὁ Ὕψιστος ἔθνη, ὡς
διέσπειρεν υἱούς Ἀδάμ, ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν κατά ἀριθμόν ἀγγέλων Θεοῦ». Αὐτό
δημιούργησε τήν ὑπόθεση ὅτι οἱ διάφορες οἰκογένειες ὁδηγήθηκαν ἀπό ἀγγέλους
στούς τόπους κατοικίας τους καί ὅτι οἱ ἄγγελοι ἔδωσαν στήν κάθε οἰκογένεια τήν
δική τους διάλεκτο.11,9. Σύγχυσις. Τό
ὄνομα «Βαβέλ» ἐξηγεῖται ἀπό ρίζα «μπαλάλ», «συγχέω». Σέ ὅλες
τίς γλῶσσες μία ἀκαθόριστη καί συγκεχυμένη προφορά καί ὁμιλία τήν ἐκφράζουν μέ
τήν προφορά τοῦ γράμματος b (μπ. Βλ. καί τό ἰδικό
μας «μπέμπης»). Τό ὄνομα τῆς Βαβυλῶνος ὅμως σημαίνει στήν πραγματικότητα «πύλη
τῶν θεῶν».
Οἱ πατριᾶρχες μετά τόν κατακλυσμό (11,10-26)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Ἐδῶ ἔχουμε ἕνα ἁπλό κατάλογο ἀπογόνων μετά τόν
κατακλυσμό, σάν ἐκεῖνο τόν κατάλογο τῶν πατριαρχῶν πού εἴδαμε πρίν ἀπό τόν
κατακλυσμό (5,1-31). Εἶναι ὅμως ὁ ἐδῶ κατάλογος πολύ συντομώτερος ἐκείνου. Ὁ
πίνακας τῶν λαῶν εἰς 10,21-31 ἐμνημόνευσε ὅλους τούς Σημῖτες. Ὁ ἐδῶ κατάλογος ἀφαιρεῖ
ἀπό τούς υἱούς τοῦ Σήμ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέν συμμετεῖχαν στήν ἐκλεκτή φυλή. Ἀκολουθεῖται
μόνο ἡ γενεαλογική γραμμή πού ὁδηγεῖ ἀπό τόν Σήμ στόν Ἀβραάμ (στίχ. 26). –
Σχετικά μέ τόν ἀριθμό ἐτῶν τῶν ἀνθρώπων τοῦ καταλόγου μας καί τῶν ἀνθρώπων πρό
τοῦ κατακλυσμοῦ λέγουμε ὅτι στήν ἀρχή οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν πολύ περισσότερα
χρόνια ἀπό σήμερα, ἀλλά σιγά - σιγά οἱ ἡλικίες μίκραιναν μέχρις ὅτου ἔφτασαν
στά σημερινά χρόνια.
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
11,10Αὐτή εἶναι ἡ γενεαλογία τοῦ Σήμ: Ὁ Σήμ ἦταν ἑκατό
χρονῶν, ὅταν ἐγέννησε τόν Ἀρφαξάδ, τό δεύτερο ἔτος μετά τόν κατακλυσμό. 11Μετά
τήν γέννηση τοῦ Ἀρφαξάδ ὁ Σήμ ἔζησε πεντακόσια χρόνια καί γέννησε υἱούς καί
θυγατέρες. Μετά πέθανε!α
12Ὁ Ἀρφαξάδ ἔζησε ἑκατόν τριάντα πέντε χρόνια καί γέννησε
τόν Καϊνᾶν. 13Μετά τήν γέννηση τοῦ Καϊνᾶν ὁ Ἀρφαξάδ ἔζησε τετρακόσια χρόνια καί
γέννησε υἱούς καί θυγατέρες. Μετά πέθανε! Ὁ Καϊνᾶν ἔζησε ἑκατόν τριάντα χρόνια
καί γέννησε τόν Σαλά. Μετά τήν γέννηση τοῦ Σαλά ὁ Καϊνᾶν ἔζησε τριακόσια
τριάντα χρόνια καί γέννησε υἱούς καί θυγατέρες. Μετά πέθανε!β
14Ὁ Σαλά ἔζησε ἑκατόν τριάντα χρόνιαγ καί γέννησε τόν Ἕβερ.
15Μετά τήν γέννηση τοῦ Ἕβερ ὁ Σαλά ἔζησε τριακόσια τριάντα χρόνιαδ καί γέννησε
υἱούς καί θυγατέρες. Μετά πέθανε!
16Ὁ Ἕβερ ἔζησε ἑκατόν τριάντα τέσσερα χρόνιαε καί γέννησε
τόν Φαλέγ. 17Μετά τήν γέννηση τοῦ Φαλέγ ὁ Ἕβερ ἔζησε διακόσια ἑβδομήντα χρόνιας
καί γέννησε υἱούς καί θυγατέρες. Μετά πέθανε!
18Ὁ Φαλέγ ἔζησε ἑκατόν τριάντα χρόνιαζ καί γέννησε τόν
Ραγαῦ.
19Μετά τήν γέννηση τοῦ Ραγαῦ ὁ Φαλέγ ἔζησε διακόσια ἐννέα
χρόνια καί γέννησε υἱούς καί θυγατέρες. Μετά πέθανε!
20Ὁ Ραγαῦ ἔζησε ἑκατόν τριάντα δύο χρόνιαη καί γέννησε
τόν Σερούχ. 21Μετά τήν γέννηση τοῦ Σερούχ ὁ Ραγαῦ ἔζησε διακόσια ἑπτά χρόνια
καί γέννησε υἱούς καί θυγατέρες. Μετά πέθανε!
22Ὁ Σερούχ ἔζησε ἑκατόν τριάντα χρόνιαθ καί γέννησε τόν
Ναχώρ. 23Μετά τήν γέννηση τοῦ Ναχώρ ὁ Σερούχ ἔζησε διακόσια χρόνια καί γέννησε
υἱούς καί θυγατέρες. Μετά πέθανε!
24Ὁ Ναχώρ ἔζησε ἑκατόν ἑβδομήντα ἐννέα χρόνιαι καί
γέννησε τόν Θάρα. 25Μετά τήν γέννηση τοῦ Θάρα ὁ Ναχώρ ἔζησε ἑκατόν εἰκοσιπέντε
χρόνιαια καί γέννησε υἱούς καί θυγατέρες. Μετά πέθανε!
26Ὁ Θάρα ἔζησε ἑβδομήντα χρόνια καί γέννησε τόν Ἅβραμ,
τόν Ναχώρ καί τόν Ἀρράν.
α. Τό «καί ἀπέθανε»,
τό ὁποῖο ἐπαναλαμβάνεται στούς Ο´ σέ κάθε γενεά, λείπει στό Ἑβρ. κείμενο ἀπό ὅλο
τό κεφάλαιο.
β Τό Ἑβρ. στούς στίχ. 12-13 παραλείπει τόν Καϊνᾶν καί
λέει: «12Καί ὁ Ἀρφαξάδ ἔζησε τριάντα
πέντε ἔτη καί γέννησε τόν Σαλά. 13καί ἔζησε ὁ Ἀρφαξάδ, ἀφοῦ γέννησε τόν Σαλά,
τετρακόσια τρία ἔτη καί γέννησε υἱούς καί θυγατέρες».
γ. «Τριάντα χρόνια»,
λέει τό Ἑβρ.
δ «Τετρακόσια τρία
χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
ε. «Τριάντα τέσσερα
χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
ς. «Τετρακόσια
τριάντα χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
ζ. «Τριάντα ἔτη»,
λέει τό Ἑβρ.
η. «Τριάντα δύο
χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
θ. «Τριάντα χρόνια»,
λέει τό Ἑβρ.
ι. «Εἰκοσιεννέα
χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
ια. «Ἑκατόν
δεκαεννέα χρόνια», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
11,10-26. Οἱ στίχ. 10-27.
31-32 συνεχίζουν τήν ἱερατική παράδοση, ἡ ὁποία διεκόπηκε εἰς 10,32. Ἡ περικοπή
μας εἶναι συνέχεια τοῦ κεφ. 5. Ὁ ὁρίζοντας ἐδῶ περιορίζεται στούς κατ᾿ εὐθεῖαν
προγόνους τοῦ Ἀβραάμ. 11,10-26.
Μερικά ἀπό τά ἐδῶ ὀνόματα συνταυτίζονται μέ ὀνόματα τοποθεσιῶν στήν
βορειοδυτική Μεσοποταμία· διά παράδειγμα, Serug (Sarug, ἕνα συριακό χωριό), Nahor (Nakhur, ἕνα μεσοποταμιακό
χωριό μνημονευόμενο στούς πίνακες τῆς Mari καί ἀλλοῦ), Terah (ἕνα μεσοποταμιακό
χωριό). Τό ὄνομα Ἅβραμ, πού σημαίνει «ὁ Πατέρας (Θεός) ἐξυμνεῖται», συναντᾶται
εἰς βαβυλωνιακά κείμενα. Ὁλόκληρος ὁ κατάλογος βεβαιώνει καί τήν βορειοδυτική
μεσοποταμιακή προέλευση τῶν προγόνων τοῦ Ἰσραήλ καί τήν μικτή ἐθνική καταγωγή (ἄς
σημειώσουμε τόν μή σημιτικό Arpachshad), γιά τήν ὁποία
γίνεται ὑπαινιγμός ἀπό μετέπειτα ἰσραηλιτικές παραδόσεις (βλ. Albright, From
the Stone age to Christianity, 1957, 238-39 ἑξ.). 11,26α. Τό ἡμιστίχιο ἐδῶ κάνει χρήση
καί τῆς γιαχβικῆς παραδόσεως τοῦ ἡμιστ. 27β καί δίνει στόν Ναχώρ μία ἄλλη
τοποθέτηση ἀπό αὐτή τήν ὁποία δίδει ἡ ἱερατική παράδοση εἰς τούς στίχ. 23-25.
Ἡ οἰκογένεια καί ἡ μετανάστευση τοῦ Θάρα (11,27-32)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Ὁ κατάλογός μας ἐδῶ συνδέει τόν Ἀβραάμ (τόν Ἅβραμ, ὅπως
λέγεται στήν ἀρχή) μέ τήν καλή γενεά τοῦ Σήθ, ἀπ᾽ ὅπου, κατά τά προηγούμενα,
κατάγεται ὁ Θάρα. Γνωστόν (βλ. 9,26) ὅτι ἀπό τήν γενεά αὐτή θά προέλθει ὁ
Μεσσίας. Ἡ περικοπή μας μιλάει γιά τήν μετανάστευση τοῦ Θάρα καί τῆς οἰκογενείας
του ἀπό τήν Οὔρ τῶν Χαλδαίων πρός τήν Χαναάν (στίχ. 31). Μαζί του εἶχε τόν υἱό
του Ἀβραάμ μέ τήν γυναίκα του Σάρα καί τόν ἀνεψιό του Λώτ. Τήν μετανάστευση αὐτή
τῆς οἰκογενείας τοῦ Θάρα μποροῦμε βέβαια νά ἑρμηνεύσουμε ὑπό τό πρῖσμα τῶν
μεταναστεύσεων τῶν λαῶν, πού συνέβαιναν ἐκείνη τήν ἐποχή, ἀλλά κυρίως θά ποῦμε ὅτι
ὑποκινήθηκε ἀπό τόν Ἀβραάμ γιά θρησκευτικό λόγο. Ἡ Οὔρ ἦταν ἡ ἕδρα τῆς λατρείας
τῆς σελήνης. Κατά τά χωρία 15,7. Νεεμ. 9,7. Πράξ. 7,2 φαίνεται ὅτι ἡ θεία κλήση τοῦ Ἀβραάμ νά
πορευθεῖ πρός τήν Χαναάν δόθηκε ὅταν αὐτός ἀκόμη βρισκόταν στήν Οὔρ. Εἶναι
λοιπόν πολύ πιθανόν ὅτι ὁ πατέρας Θάρα (βλ. Ἰησ. Ν. 24,2.3) ὑποκινήθηκε ἀπό τόν
υἱόν του Ἀβραάμ (λαβόντα ἤδη θεία παρόρμηση) νά φύγει ἀπό τήν εἰδωλολατρική
πόλη Οὔρ καί νά πορευθεῖ πρός τήν Χαναάν. – Ἡ γυναίκα τοῦ Ἀβραάμ, ἡ Σάρρα, ἦταν
στείρα (στίχ. 30). Ἄν καί ἐπιτρεπόταν τότε ἡ πολυγαμία, ὅμως αὐτός ἀρκέστηκε
στήν μία στείρα γυναίκα του, ἐνῶ λαχταροῦσε πολύ νά ἀποκτήσει παιδί. Γι᾽ αὐτό ὁ
Θεός τόν βγάζει ἀπό τό ἁμαρτωλό περιβάλλον τῆς πατρίδος του γιά νά τόν
χρησιμοποιήσει γιά ἕνα ἱερό σχέδιο.
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
11,27Αὐτή εἶναι ἡ γενεαλογία τοῦ Θάρα: Ὁ Θάρα γέννησε τόν
Ἅβραμ, τόν Ναχώρ καί τόν Ἀρράν· ὁ Ἀρράν γέννησε τόν Λώτ. 28Καί πέθανε ὁ Ἀρράν
πρίν ἀπό τόν Θάρα, τόν πατέρα του, στόν τόπο πού γεννήθηκε, στήν χώρα τῶν
Χαλδαίων.α 29Ὁ Ἅβραμ καί ὁ Ναχώρ νυμφεύτηκαν. Τήν γυναίκα τοῦ Ἅβραμ τήν ἔλεγαν
Σάρα καί τήν γυναίκα τοῦ Ναχώρ Μελχά, πού ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἀρράν· αὐτός ἦταν
πατέρας τῆς Μελχά καί τῆς Ἰεσχά. 30Ἡ δέ Σάρα ἦταν στείρα· δέν μποροῦσε νά
τεκνοποιήσει.
31Καί ὁ Θάρα πῆρε τόν Ἅβραμ, τόν υἱό του, καί τόν Λώτ,
τόν υἱό τοῦ Ἀρράν, τόν ἐγγονό του, καί τήν νύφη του Σάρα, τήν γυναίκα τοῦ υἱοῦ
του Ἅβραμ καί τούς ἔβγαλε ἀπό τήν χώρα τῶν Χαλδαίων, γιά νά πᾶνε στήν γῆ
Χαναάν· καί ἔφτασαν μέχρι τήν Χαρράν καί κατοίκησαν ἐκεῖ.
32Ὁ Θάρα ἔζησε στήν Χαρράν διακόσια πέντε ἔτη καί πέθανε ἐκεῖ.
α. «Στήν Οὔρ τῶν
Χαλδαίων», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
11,27-32. Θά ἀρχίσει ἡ ἱστορία
τῆς ἐκλεκτῆς φυλῆς καί θά δοθεῖ ὁ γενεαλογικός πίνακας γιά νά παραστήσει τούς
πατέρες ὅλης τῆς φυλῆς, τοῦ Ἅβραμ καί τῆς Σάρας, τῶν ὁποίων τά ὀνόματα θά ἀλλαγοῦν
εἰς Ἀβραάμ καί Σάρρα (17,5.15) καί τοῦ Ναχώρ, τοῦ πενθεροῦ τῆς Ρεβέκκας (24,24)
καί τοῦ Λώτ, τοῦ προγόνου τῶν Μωαβιτῶν καί τῶν Ἀμμωνιτῶν (19,30-38). Οἱ στίχ.
28-30 εἶναι τῆς γιαχβικῆς παραδόσεως. 11,28.
Ἐν τῇ χώρᾳ τῶν Χαλδαίων. «Εἰς τήν Οὔρ
τῶν Χαλδαίων», λέγει τό Ἑβραϊκό κείμενο. Ὅπως γνωρίζομε ἀπό τίς ἀνασκαφές,
στήν περιοχή αὐτή ἤκμαζε ὁ ὡραῖος πολιτισμός τῶν Σουμερίων, πολλά στοιχεῖα ἀπό
τόν ὁποῖο παρέλαβαν οἱ κατόπιν ἐλθόντες Σημῖτες, Βαβυλώνιοι καί Ἀσσύριοι (βλ.
Β. Βέλλα, Ὁ πολιτισμός τῶν Σουμερίων, 1931).
Ὁ Βέλλας σχολιάζει: «Εἶναι ἀξιοσημείωτον ὅτι οἱ Ο΄ παραλείπουν τό ὄνομα τῆς
πόλεως Οὔρ ἀναγινώσκοντες ἀντ᾿ αὐτῆς τήν λέξιν “χώρα” (Χαλδαίων), οὐχί ἐκ
παραφθορᾶς τοῦ κειμένου ἀλλ᾿ ἴσως διότι ἠγνόουν τήν πόλιν ταύτην, ἥτις πρό
πολλοῦ εἶχε ἐξαφανισθῇ. Ἐκ τῆς παραλείψεως τῆς Οὔρ ὑπό τῶν Ο΄ δύσκολον εἶναι νά
ἐξαχθῇ τό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἐκ τῆς Οὔρ καταγωγή τοῦ Ἀβραάμ εἶναι βραδυτέρα
παράδοσις, ἄγνωστος ἀκόμη καί εἰς τούς Ο΄ κατά τόν Γ΄ π.Χ. αἰ. ὡς ἐξηγεῖ ὁ W. Albright,
Von der Steinzeit zum Christentum, 1949, σ. 237». (Θρησκευτικαί Προσωπικότητες τῆς Π.Δ., τόμ.
Α΄, σελ. 25). 11,31. Πρώτη
μετανάστευση στήν πορεία γιά τήν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Ἡ Οὔρ εἶναι στήν Κάτω
Μεσοποταμία. Ἡ Χαρράν εἶναι βορειοδυτικά τῆς Μεσοποταμίας. Ἡ ἱστορικότητα αὐτῆς
τῆς πρώτης μεταναστεύσεως ἀμφισβητήθηκε. Παρά ταῦτα ὅμως μαρτυρεῖται ἀπό τίς ἀρχαῖες
παραδόσεις, στό 11,28 καί στό 15,7, συνταχθεῖσες σέ μία ἐποχή ὅπου ἡ Οὔρ ἦταν
θαμμένη σέ λησμοσύνη. Ἀντίθετα ἡ πόλη ἦταν ἕνα σπουδαῖο κέντρο στίς ἀρχές τῆς
δευτέρας χιλιετηρίδος καί εἶχε ἀκόμη θρησκευτικούς καί ἐμπορικούς δεσμούς μέ
τήν Χαρράν. Πρέπει τοὐλάχιστον νά ἀναγνωρισθεῖ ἡ δυνατότητα αὐτῆς τῆς πρώτης
μεταναστεύσεως· ἡ μνεία ὅμως τῶν Χαλδαίων θά πρέπει νά εἶναι μία πρόσθετη ἀκρίβεια
στήν νεοβαβυλωνιακή ἐποχή. Ὁ Βέλλας λέγει: «Φυλή ἤ φυλαί Σημιτικαί, ἀραμαϊκῆς
πιθανώτατα προελεύσεως, ὡς τό Δευτ. 26,5 βεβαιοῖ («Ἀραμαῖος περιπλανώμενος [= ἄοικος, ἄπολις] ἦτο ὁ πατήρ μου»), ἐκκινοῦν
ἐκ τῆς Μεσοποταμίας... κατευθυνόμεναι πρός νότον ἐν συνδιασμῷ πρός τάς
μεταναστεύσεις λαῶν, αἵτινες σημειοῦνται κατά τό α΄ ἥμισυ τῆς Β΄ χιλιετηρίδος
π.Χ. Αἱ φυλαί αὗται νομοδικόν βίον διάγουσαι εἰσβάλουν μέν εἰς τήν Παλαιστίνην,
δέν κατορθώνουν ὅμως νά κατακτήσουν ἔδαφος πρός μόνιμον ἐγκατάστασιν διό καί
περιφέρονται ἀπό τόπου εἰς τόπον, ἐξακολουθοῦσαι νά διάγουν νομαδικόν
βίον» (Θρησκευτικαί Προσωπικότητες τῆς Π.Δ., τόμ. Α΄, σελ. 35). Καί ὁ ἴδιος
πάλι λέγει: «Ἀναμφιβόλως τήν μετακίνησιν ταύτην τοῦ Τεράχ (Ο΄ Θάρρα) καί τοῦ Ἀβραάμ
δέον νά νοήσωμεν ὑπό τό πρῖσμα τῶν μεταναστεύσεων τῶν λαῶν, αἱ ὁποῖαι σημειοῦνται
καθ᾿ ὅλην τήν περίοδον ταύτην» (Θρησκευτικαί
Προσωπικότητες τῆς Π.Δ., τόμ. Α΄, σελ. 35). 11,32. Διακόσια πέντε ἔτη. Κατά τήν Σαμαρειτική Πεντάτευχο μόνον
145 ἔτη, πράγμα τό ὁποῖον μᾶς κάνει νά ποῦμε
ὅτι ὁ Ἀβραάμ ἄφησε τήν Χαρράν μόνον μετά τόν θάνατον τοῦ πατέρα του
(κατά τό 11,26 καί 12,4)· βλ. Πράξ. 7,4.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ (12,1-25,18)
Κλήση τοῦ Ἀβραάμ (12,1-9)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου Του ὁ Θεός, τό νά
σώσει τήν ἀνθρωπότητα διά τοῦ Μεσσία, ἐκάλεσε ἕνα πρόσωπο, τόν Ἀβραάμ, στόν ὁποῖο
ὑποσχέθηκε ὅτι θά τόν εὐλογήσει καί δι᾽ αὐτοῦ θά εὐλογηθοῦν ὅλα τά ἔθνη τῆ γῆς
(στίχ. 1-3). Αὐτό θά γίνει διότι κατά τήν ἀνθρώπινη φύση Του ὁ Μεσσίας θά
προέλθει ἀπό τόν Ἀβραάμ (βλ. Ματθ. 1,1). Ὁ Ἀβραάμ ὑπάκουσε μέ προθυμία στήν
κλήση αὐτή τοῦ Θεοῦ (στίχ. 4-5). Φεύγοντας ἀπό τήν Χαρράν (11,31) προχώρησε
δυτικά καί νότια πρός τήν γῆ Χαναάν, τήν σημερινή Παλαιστίνη. Τήν χώρα αὐτή τήν
κατοικοῦσαν οἱ Χαναναῖοι, ἕνας καταραμένος λαός (βλ. 9,25). Σ᾽ αὐτή ὅμως τήν
χώρα τώρα, στόν τόπο Συχέμ, φανερώθηκε ὁ Κύριος στόν Ἀβραάμ καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι
θά τήν δώσει στούς ἀπογόνους του (στίχ. 7α). Καί ὁ Ἀβραάμ τήν ἀφιέρωσε σ᾽ Αὐτόν,
γιατί ἔκτισε θυσιαστήριο στόν τόπο, ὅπου τοῦ φανερώθηκε (στίχ. 7β). Μαζί μέ τόν
Ἀβραάμ ἦταν καί ὁ ἀνεψιός του Λώτ (στίχ. 5), ὁ ὁποῖος ἀκολούθησε τόν θεῖο του ἀπό
ἀγάπη σ᾽ αὐτόν καί γιατί, ὅπως φαίνεται, εἶχε πρόθεση νά τόν μιμηθεῖ (βλ. Β´
Πέτρ. 2,7).
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
12,1Ὁ Κύριος εἶπε στόν Ἅβραμ: «Φύγε ἀπό τήν πατρίδα σου
καί τούς συγγενεῖς σου καί τόν πατρικό σου οἶκο καί πήγαινε στήν γῆ πού θά σοῦ
δείξω. 2Θά σέ κάνω μέγα ἔθνος· θά σέ εὐλογήσω καί θά δοξάσω τό ὄνομά σου. Θά εἶσαι
εὐλογημένος.
3Θά εὐλογήσω ὅσους σέ εὐλογοῦν
καί θά καταραστῶ ὅσους σέ καταριῶνται.
Καί θά εὐλογηθοῦν διά σοῦ ὅλες οἱ φυλές τῆς γῆς».
4Ἔφυγε, λοιπόν, ὁ Ἅβραμ, ὅπως τοῦ εἶπε ὁ Κύριος· καί μαζί
του ἔφυγε καί ὁ Λώτ. Ὅταν ὁ Ἅβραμ ἀναχώρησε ἀπό τήν Χαρράν ἦταν ἑβδομήντα πέντε
ἐτῶν. 5Πῆρε τήν γυναίκα του Σάρα, τόν Λώτ, τόν υἱό τοῦ ἀδελφοῦ του καί ὅλα τά ὑπάρχοντά
τους, ὅσα εἶχαν ἀποκτήσει, καί τούς ἀνθρώπους (τούς δούλους), πού ἀπέκτησαν
στήν Χαρράν καί ἔφυγαν, γιά νά πᾶνε στήν γῆ Χαναάν.α
6Ὁ Ἅβραμ διεπέρασε τήν χώρα κατά τό μῆκος της μέχρι τόν
τόπο Συχέμ, μέχρι τήν τοποθεσία «ὑψηλή δρῦς»·β κατοικοῦσαν δέ τότε τήν γῆ οἱ
Χαναναῖοι. 7Καί φανερώθηκε ὁ Κύριος στόν Ἅβραμ καί τοῦ εἶπε: «Τήν γῆ αὐτή θά
τήν δώσω στό σπέρμα σου». Στόν τόπο ἐκεῖνο ὁ Ἅβραμ ἔκτισε θυσιαστήριο στόν
Κύριο πού τοῦ φανερώθηκε. 8Καί ἀπό ἐκεῖ πῆγε στό ὄρος, πού βρίσκεται ἀνατολικά
τῆς Βαιθήλ, καί ἔστησε ἐκεῖ τήν σκηνή του, ἔχοντας τήν Βαιθήλ δυτικά καί τήν Ἀγγαίγ
ἀνατολικά. Ἐκεῖ ἔκτισε καί θυσιαστήριο στόν Κύριο καί ἐπικαλέστηκε τό ὄνομα τοῦ
Κυρίου. 9Καί ἀπό ἐκεῖ ἔφυγε ὁ Ἅβραμ, προχώρησε καί ἔστησε τήν σκηνή του στήν ἔρημο.
α. «Καί ἦλθαν στήν
γῆ Χαναάν», προσθέτει τό Ἑβρ.
β. «Ἕως τῆς δρυός
Μορέχ», λέει τό Ἑβρ.
γ. «Γαί», λέει
τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
12,1-9: Τά κεφ. 12-13 εἶναι
μιά γιαχβική διήγηση μέ κάποιες προσθῆκες ἀπό τήν ἱερατική διήγηση ἤ τοῦ
συνθέτου. Ἀπαρνούμενος ὅλες τίς γήινες προσκολλήσεις ὁ Ἀβραάμ ἀναχωρεῖ γιά μία ἄγνωστη
χώρα μέ τήν στεῖρα γυναίκα του (11,30), ἐπειδή τόν κάλεσε ὁ Θεός καί τοῦ ὑποσχέθηκε
ἕνα εὐλογημένο ἀπόγονο. Πρώτη πράξη πίστεως τοῦ Ἀβραάμ, τήν ὁποία θά ξαναβροῦμε
κατά τήν ἀνανέωση τῆς ὑποσχέσεως (βλ. σχόλ. εἰς 15,5-6), καί πού ὁ Θεός θά
θέσει σέ δοκιμασία ξαναζητῶντας τόν Ἰσαάκ, τόν καρπό αὐτῆς τῆς ὑποσχέσεως (βλ.
σχόλ. εἰς κεφ. 22). Ἡ ὕπαρξη, ἀκόμη δέ καί τό μέλλον τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ, ἐξαρτᾶται
ἀπό αὐτή τήν πράξη τῆς πίστεως· βλ. Ἑβρ. 11,8-9. Καί ὡς ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ δέν
λογίζονται μόνον οἱ σαρκικῶς ἐξ αὐτοῦ καταγόμενοι, ἀλλά καί ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι
ἐκδηλώνοντες τήν ἴδια πίστη μέ τόν Ἀβραάμ καθίστανται καί αὐτοί «υἱοί Ἀβραάμ», ὅπως
τό δείχνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἰς Ρωμ. κεφ. 4. Γαλ. 3,7. 12,3. Ἐνευλογηθήσονται ἐν σοί πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς γῆς. Ἡ μορφή αὐτή ξανάρχεται (μέ τήν λέξη «φυλή» ἤ
«ἔθνος») εἰς 18,18. 22,18. 26,4. 28,14. Σέ αὐστηρή ἔννοια ἡ φράση σημαίνει (βλ.
στίχ. 2 καί 48,20. Ἰερ. 36 [Ἑβρ. 29],22): «Οἱ φυλές θά λέγουν ἡ μία πρός τήν ἄλλη:
Ἔσο εὐλογημένος ὡς ὁ Ἀβραάμ». Ἀλλά τό Σοφ. Σειρ. 44,21, ἡ Μετάφραση τῶν Ο´ καί ἡ
Κ.Δ. ἐννόησαν τόν στίχ. ὡς: «Ἐνευλογηθήσονται
ἐν σοί πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς γῆς». 12,7.
Τό δῶρο τῆς ἁγίας γῆς.
Ὁ Ἀβραάμ στήν Αἴγυπτο (12,10-20)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Ἡ πείνα, πού συχνά συνέβαινε στήν ξηρή καί ἄνυδρη
Παλαιστίνη, ἀνάγκασε τόν Ἀβραάμ νά καταφύγει στήν Αἴγυπτο, τόν σιτοβολῶνα αὐτόν
τῆς Ἀνατολῆς (στίχ. 10). Στήν Αἴγυπτο πού βρέθηκε τώρα ὁ Ἀβραάμ κινδυνεύει νά
φονευθεῖ, γιατί οἱ ἀξιωματοῦχοι τοῦ Φαραώ θά τοῦ ἔπαιρναν τήν ὡραία γυναίκα του
(στίχ. 11) γιά τό βασιλικό χαρέμι καί θά σκότωναν τόν ἄνδρα της. Γι᾽ αὐτό
καί ὁ Ἀβραάμ συμβούλεψε τήν γυναίκα του
Σάρρα νά ἀποκρύψει ὅτι εἶναι ἄνδρας της καί νά πεῖ ὅτι εἶναι ἀδελφός της (στίχ.
13). Ἀλλά πραγματικά ἡ Σάρρα ἦταν ἀδελφή τοῦ Ἀβραάμ, γιατί καταγόταν ἀπό τόν ἴδιο
μέ αὐτόν πατέρα, τόν Θάρα (βλ. 20,12), ἀπό ἄλλη ὅμως μητέρα. Ὁ Θεός μέ βαριά
κτυπήματα συγκράτησε τόν Φαραώ νά μή διαπράξει μοιχεία μέ τήν Σάρρα, τήν μητέρα
τοῦ λαοῦ Του. Καί ἔντρομος ὁ Φαραώ παρέδωσε τήν Σάρρα στόν νόμιμο ἄνδρα της,
τόν Ἀβραάμ, διέταξε δέ τούς ὑπηρέτες του νά τόν ὁδηγήσουν μέ τιμή καί μέ δῶρα
(στίχ. 18-20).
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
12,10Τότε ἔγινε πείνα στήν χώρα καί ὁ Ἅβραμ κατέβηκε στήν
Αἴγυπτο, γιά νά μείνει γιά λίγο καιρό ἐκεῖ, ἐπειδή ἡ πείνα ἦταν πολύ μεγάλη
στήν χώρα (πού ζοῦσε ὁ Ἅβραμ). 11Ὅταν πλησίαζε ὁ Ἅβραμ νά φτάσει στήν Αἴγυπτο εἶπε
στήν γυναίκα του τήν Σάρα: «Εἶσαι πολύ ὡραία γυναίκα! 12Λοιπόν: (Φοβᾶμαι ὅτι) ὅταν
θά σέ δοῦν οἱ Αἰγύπτιοι θά ποῦν, “Αὐτή εἶναι γυναίκα του”. Τότε, ἐμένα θά μέ
σκοτώσουν, ἐνῶ ἐσένα θά σέ κρατήσουν ζωντανή. 13Πές, λοιπόν, ὅτι εἶσαι ἀδελφή
μου, γιά νά μέ μεταχειριστοῦν καλά γιά χάρη σου καί νά σωθῶ ἐξ αἰτίας σου». 14Ὅταν
ὁ Ἅβραμ ἔφτασε στήν Αἴγυπτο, εἶδαν οἱ Αἰγύπτιοι τήν γυναίκα του ὅτι ἦταν πολύ ὡραία.
15Τήν εἶδαν καί οἱ ἄρχοντες τοῦ Φαραώ καί τήν ἐπαίνεσαν σ’ αὐτόν καί ἔφεραν τήν
γυναίκα στήν οἰκία τοῦ Φαραώ. 16Τόν δέ Ἅβραμ τόν μεταχειρίστηκαν καλά γιά χάρη
της καί τοῦ ἔδωσαν πρόβατα, μοσχάρια, ὄνους, δούλους, δοῦλες, μουλάριαδ καί καμῆλες.
17Ἔφερε ὅμως ὁ Θεός ἐναντίον τοῦ Φαραώ καί τοῦ οἴκου του, γιά τήν Σάρα τήν
γυναίκα τοῦ Ἅβραμ, μεγάλες καί φοβερές πληγές. 18Τότε κάλεσε ὁ Φαραώ τόν Ἅβραμ
καί τοῦ εἶπε: «Γιατί μοῦ τό ἔκανες αὐτό; Γιατί δέν μοῦ φανέρωσες ὅτι εἶναι
γυναίκα σου; 19Γιατί μοῦ εἶπες ὅτι “εἶναι ἀδελφή μου”, καί ἔτσι τήν πῆρα γιά
γυναίκα μου; Καί τώρα, νά ἡ γυναίκα σου· πάρε την καί φύγε». 20Καί ὁ Φαραώ
διέταξε ἀνθρώπους του νά φροντίσουν σχετικά μέ τόν Ἅβραμ· νά τόν προπέμψουν, αὐτόν
καί τήν γυναίκα του καί ὅλα ὅσα τοῦ ἀνῆκαν.
δ. «Ὄνους θηλυκές»,
λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
12,10-20. Αὐτή ἡ ἱστορία,
γιαχβική, τῆς ὁποίας τό θέμα ξαναβρίσκεται στό κεφ. 20, ἐλωχιμιστική διήγηση
(πάλι μέ τήν Σάρρα), καί εἰς 26,1-11, γιαχβική διήγηση (μέ τήν Ρεβέκκα), θέλει
νά ἐξυμνήσει τήν ὡραιότητα τῆς προγόνου τῆς φυλῆς, τήν ἐπιδεξιότητα τοῦ
Πατριάρχου καί τήν προστασία τοῦ Θεοῦ καί στούς δυό. Ἡ ἱστορία φέρει τά σημάδια
μιᾶς ἠθικῆς ἐποχῆς, κατά τήν ὁποία ἡ συνείδηση δέν καταδίκαζε πάντα τό ψέμα καί
κατά τήν ὁποία ἡ ζωή τοῦ συζύγου ἄξιζε περισσότερο ἀπό τήν τιμή τῆς γυναίκας. Ἡ
ἀνθρωπότητα, ὁδηγουμένη ἀπό τόν Θεό, ἔλαβε ἀπό τόν ἠθικό νόμο μία προοδευτική
γνώση. 12,10. Καί ἐγένετο λιμός ἐπί τῆς
γῆς καί κατέβη Ἄβραμ εἰς Αἴγυπτον. «Οὐδέν τό περίεργον, ἐάν αἱ πηγαί
παρουσιάζουν τόν Ἀβραάμ καταφεύγοντα εἰς Αἴγυπτον συνεπείᾳ λιμοῦ. Λιμός συχνά ἐμάστιζε
τήν Παλαιστίνην καί πάντες οἱ νομαδικόν καί πλάνητα βίον διάγοντες λαοί τό βλέμμα
των εἶχον ἐστραμμένον πρός τόν σιτοβολῶνα τῆς Ἀνατολῆς, τήν Αἴγυπτον» (Βέλλας,
Θρησκευτικαί προσωπικότητες τῆς Π.Δ. τόμ. Α΄, σελ. 26). 12,13. Εἰπόν ὅτι ἀδελφή αὐτοῦ εἰμί. Τό τέχνασμα τῆς περικοπῆς μας ἔχουν
συνδέσει μέ ἔθιμο πού ἐπικρατοῦσε στήν Ἄνω - Μεσοποταμία: Σέ μία ἀριστοκρατική
χουρριτική οἰκογένεια ὁ σύζυγος μποροῦσε νά παραδεχθεῖ εἰκονικά τήν γυναίκα του
γιά «ἀδελφή» του καί τότε αὐτή ἀπολάμβανε μεγάλες τιμές καί προνόμια, ὅπως ἐπίσης
ἐτιμᾶτο καί ὁ σύζυγος. Αὐτή θά ἦταν ἡ περίπτωσή μας ἐδῶ μέ τήν Σάρρα· ὁ Ἀβραάμ
μέ τό τέχνασμα θά ἐκαυχᾶτο ἐνώπιον τῶν Αἰγυπτίων, οἱ ὁποῖοι θά εἶχαν
παραπλανηθεῖ, στίχ. 19. Θά πρέπει, ἄν δεχθοῦμε τήν ἑρμηνεία αὐτή, νά ὑποθέσουμε
ὅτι ὁ βιβλικός συγγραφεύς δέν θά ἐγνώριζε πιά τό ἔθιμο. Ἀλλά ἡ ἑρμηνεία αὐτή εἶναι
ἀβεβαία. – Γιά τήν ἱστορία τοῦ κεφ. ὁ Βέλλας λέγει: «Τό ἐπεισόδιον τοῦτο,
καίτοι ὡς θέμα ἔχει τήν ἐξύμνησιν τῆς ὡραιότητος τῆς Σάρας, δεικνύει ὅτι ὁ Ἀβραάμ
πιεζόμενος ὑπό τῶν Αἰγυπτίων ἀναγκάζεται νά τραπῇ τήν πρός βορρᾶν ὁδόν,
κατευθυνόμενος πρός τήν Βαιθήλ, ἐκεῖ ὅπου ἄλλοτε εἶχε κατασκηνώσει μεταξύ
Βαιθήλ καί Ἀγγαί καί εἶχε κτίσει θυσιαστήριον (12,8. 13,3). Τμῆμα ὅμως τῶν ὑπό
τοῦ Ἀβραάμ φύλων, ζητοῦν μονιμώτερον τόπον ἐγκαταβιώσεως, ἀποχωρίζονται εἰρηνικῶς
ὑπό τήν ἀρχηγίαν τοῦ Λώτ καί τρεπόμενον πρός Ἀνατολάς καταλαμβάνει τήν κοιλάδα
τοῦ Ἰορδάνου, φθάσαν μέχρι τῶν Σοδόμων παρά τήν Ν. Θάλασσαν» (Γεν. 13,6 ἑξ.) (Θρησκευτικαί προσωπικότητες τῆς Π.Δ.
τόμ.Α΄, σελ.26).
Ὁ χωρισμός τοῦ Ἀβραάμ καί τοῦ Λώτ (13,1-18)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Τά ποίμνια τοῦ Ἀβραάμ καί τοῦ Λώτ ἔγιναν πάρα πολλά καί οἱ
βοσκοί τῶν δύο αὐτῶν ποιμνίων ἄρχισαν νά φιλονικοῦν, γιατί δέν μποροῦσαν νά
βόσκουν καί τά δύο ποίμνια στόν ἴδιο τόπο (στίχ. 6.7). Ὁ Ἀβραάμ, ὡς
ταπεινότερος, πρότεινε στόν ἀνεψιό του τόν Λώτ νά ἐκλέξει πρῶτος αὐτός τήν
περιοχή πού τοῦ ἀρέσει καί ὁ ἴδιος, ὁ Ἀβραάμ, νά πάει στήν περιοχή πού θά ἀπομείνει
(στίχ. 9). Τό πᾶν εἶναι ἡ μεταξύ τους ἀγάπη καί εἰρήνη (στίχ. 8). Ὁ Λώτ ἔκανε
λάθος ἐκλογή, γιατί διάλεξε νά κατοικήσει στά Σόδομα (στίχ. 12-13), μιά περιοχή
εὔφορη μέν (στίχ. 10), ἀλλά πού τήν κατοικοῦσαν πολύ ἁμαρτωλοί ἄνθρωποι. Γιά
τόν Ἀβραάμ ἔμεινε ἡ Χαναάν, ἡ πιό ὀρεινή περιοχή τῆς Παλαιστίνης. Ἡ ταπείνωση αὐτή
τοῦ Ἀβραάμ ἔγινε αἰτία νέας εὐλογίας του. Γιατί ὁ Θεός τοῦ ὑποσχέθηκε νά δώσει
σ’ αὐτόν καί τό σπέρμα του ὅλη τήν χώρα (στίχ. 14-17). Ὁ Ἀβραάμ ἔκανε μόνιμη
κατοικία του τήν τοποθεσία πού ἦταν στήν δρῦ κάποιου Μαμβρῆ, στήν πόλη Χεβρών
(στίχ. 18). – Ὁ Λώτ μέ τόν χωρισμό του ἀπό τόν Ἀβραάμ, τόν ἐκλεκτό τοῦ Θεοῦ,
παραμερίζεται ἀπό τήν γραμμή τῆς καλῆς γενεᾶς, στήν ὁποία παραμένει μόνον ὁ Ἀβραάμ.
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
13,1Ἀνέβηκε δέ ὁ Ἅβραμ ἀπό τήν Αἴγυπτο αὐτός καί ἡ
γυναίκα του μέ ὅλα τά ὑπάρχοντά του, μαζί του καί ὁ Λώτ καί ἦρθαν στήν ἔρημο. 2Ὁ
Ἅβραμ ἦταν πάρα πολύ πλούσιος σέ κτήνη, σέ ἀργύριο καί χρυσό. 3Καί βάδισε ἀπό
τήν ἔρημο πού ἦρθε μέχρι τήν Βαιθήλ, μέχρι τόν τόπο πού ἦταν πρῶτα ἡ σκηνή του,
μεταξύ τῆς Βαιθήλ καί τῆς Ἀγγαί, 4στήν τοποθεσία τοῦ θυσιαστηρίου, πού εἶχε
κάνει ἐκεῖ προηγουμένως. Καί ἐπικαλέστηκε ἐκεῖ ὁ Ἅβραμ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου.
5Ἀλλά καί ὁ Λώτ, πού ἀκολουθοῦσε τόν Ἅβραμ, εἶχε πρόβατα
καί βόδια καί σκηνές. 6Καί δέν τούς χωροῦσε ὁ τόπος νά κατοικοῦν μαζί, γιατί τά
ὑπάρχοντά τους ἦταν πολλά· δέν τούς χωροῦσε ἡ γῆ νά κατοικοῦν μαζί. 7Καί ἔγινε
φιλονικία τῶν ποιμένων τῶν κτηνῶν τοῦ Ἅβραμ μέ τούς ποιμένες τῶν κτηνῶν τοῦ
Λώτ· τότε δέ στήν γῆ αὐτή κατοικοῦσαν οἱ Χαναναῖοι καί οἱ Φερεζαῖοι. 8Εἶπε δέ ὁ
Ἅβραμ στόν Λώτ: «Ἄς μή γίνεται φιλονικία μεταξύ μας καί μεταξύ τῶν ποιμένων
μας, γιατί εἴμαστε ἀδελφοί. 9Νά! Ὅλη ἡ γῆ εἶναι μπροστά σου (ἐλεύθερη)· χώρισε,
λοιπόν, ἀπό ἐμένα. Ἄν ἐσύ πᾶς ἀριστερά, ἐγώ θά πάω δεξιά· κι ἄν πᾶς ἐσύ δεξιά, ἐγώ
θά πάω ἀριστερά».
10Τότε ὁ Λώτ σήκωσε τά μάτια του καί εἶδε ὅλη τήν
περίχωρο τοῦ Ἰορδάνου – προτοῦ νά καταστρέψει ὁ Θεός τά Σόδομα καί τά Γόμορρα –
ὅτι ποτιζόταν ὁλόκληρη, ὅπως ὁ παράδεισος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ Αἴγυπτος μέχρι τήν
Ζόγορα. 11Καί προτίμησε ὁ Λώτ γιά τόν ἑαυτό του ὅλη τήν περίχωρο τοῦ Ἰορδάνου
καί σκήνωσε, λοιπόν, πρός ἀνατολάς· καί ἔτσι χώρισε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο. 12Καί ὁ
μέν Ἅβραμ ἔμεινε στήν γῆ Χαναάν, ὁ δέ Λώτ σέ πόλη τῶν περιχώρων (τοῦ Ἰορδάνου)·
ἔστησε τήν σκηνή του στά Σόδομα. 13Οἱ ἄνθρωποι ὅμως τῶν Σοδόμων ἦταν πολύ κακοί
καί πολύ ἁμαρτωλοί ἔναντι τοῦ Θεοῦ.
14Καί ὁ Θεός εἶπε στόν Ἅβραμ μετά τόν ἀποχωρισμό τοῦ Λώτ ἀπ’
αὐτόν: «Σήκωσε τά μάτια σου καί κοίταξε ἀπό τήν θέση, πού τώρα βρίσκεσαι, πρός
βορρᾶ, νότο, ἀνατολή καί δύση· 15ὅλη αὐτή τήν γῆ, πού βλέπεις τώρα, θά τήν δώσω
σέ σένα καί τούς ἀπογόνους σου γιά πάντα. 16Καί θά κάνω τούς ἀπογόνους σου σάν
τήν ἄμμο τῆς γῆς· ἄν εἶναι δυνατόν νά μετρήσει κανείς τήν ἄμμο τῆς γῆς, τόσο θά
εἶναι δυνατόν νά μετρηθοῦν οἱ ἀπόγονοί σου. 17Μπρός! Περπάτησε τήν γῆ στό μῆκος
της καί τό πλάτος της· γιατί θά τήν δώσω σέ σένα καί τούς ἀπογόνους σου γιά
πάντα.α 18Τότε ὁ Ἅβραμ σήκωσε τήν σκηνή του, προχώρησε καί κατοίκησε στήν δρῦβ
τοῦ Μαμβρῆ, πού εἶναι στήν Χεβρών· καί ἐκεῖ ἔκτισε θυσιαστήριο στόν Κύριο.
α. Τό «καί τό
σπέρματί σου εἰς τόν αἰῶνα» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
β. Κατά τό Ἑβρ. «στίς
δρῦς».
(Σύντομα ἑρμηνευτικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
13,10. Τήν περίχωρον
Ἰορδάνου. Ἑβρ. «κικάρ»,
κατά λέξη μεταφραζόμενο «γύρος»· χρησιμοποιεῖται ἐδῶ ὡς ἕνα γεωγραφικό ὄνομα
σημαῖνον τήν κάτω κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνου μέχρι τό νότιο μέρος τῆς Νεκρᾶς
θαλάσσης, ἡ ὁποία λογίζεται ὡς μή ὑπάρχουσα, βλ. 14,3. 19,24 ἑξ. – Ζόγορα. Ἑβρ. «τσώ῾αρ»· εὑρίσκεται πρός νότον τῆς Νεκρᾶς θαλάσσης, βλ. 19,22. 13,13. Προετοιμασία στίς περικοπές
18,20-21. 19,4-11. Αὐτή εἶναι ἡ εἰσαγωγή σέ μία παράδοση περί τοῦ Λώτ, ἡ ὁποία
προήρχετο ἀπό τήν πέραν τοῦ Ἰορδάνου περιοχή καί ἡ ὁποία ἀπό τήν ἀρχή ἦταν ἀνεξάρτητη
τοῦ κύκλου τοῦ Ἀβραάμ. – Ὁ Λώτ προτίμησε τήν εὔκολη ζωή καί τό κλῖμα τῆς ἁμαρτίας·
γι᾿ αὐτό καί θά τιμωρηθεῖ σκληρά, βλ. κεφ. 19. Ἡ γενναιοδωρία ὅμως τοῦ Ἀβραάμ,
τό νά ἀφήσει τήν ἐκλογή στόν ἀνεψιό του, θά ἀναγνωρισθεῖ μέ τήν ἐπανάληψη τῆς εἰς
12,7 ὑποσχέσεως. 13,18. Τήν δρῦν τήν
Μαμβρῆ. Βλ. 18,4. Τό Ἑβραϊκό κείμενο ἔχει στόν πληθυντικό ἀριθμό, «στίς δρῦς τοῦ Μαμβρῆ». Ὁμοίως βλ.
14,13. Ἦταν ἕνα παλαιό ἱερό δένδρο, λίγο βορείως τῆς Χεβρών, ὅπου μονιμώτερο
παρέμεινε ὁ Ἀβραάμ. – Χεβρών. Παλαιότερα
ἐλέγετο Ἀρβόκ (βλ. Γεν. 23,2. Ἰησ. Ν. 14,15), ἀλλά ἔπειτα ὀνομάστηκε Χεβρών,
δηλαδή «συνθήκη», γιατί ἐκεῖ ἔγινε συνθήκη τοῦ Ἀβραάμ μέ τούς κατοίκους αὐτῆς
(βλ. 23,1 ἑξ.), τούς Ἀμορῖτες. «Ἡ Χεβρών ἀποτελεῖ πλέον μονιμώτερο μέρος
παραμονῆς τοῦ Ἀβραάμ. Τήν ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ παραμονή γνωρίζει ὁ Ἀβραάμ νά ἐξασφαλίζῃ
διά τῆς καλλιεργείας εἰρηνικῶν καί ὁμαλῶν σχέσεων μετά τῶν περιοίκων λαῶν, ἡ δέ
συμμετοχή αὐτοῦ εἰς τήν ἐκδίωξιν τῶν κατά τῆς Παλαιστίνης ἐπιδραμώντων ξένων
βασιλέων (Γέν. 14,1 ἑξ.) δεικνύει οὐ μόνον τήν δύναμιν, ἥν εἶχε ἀποκτήσει ὁ Ἀβραάμ,
ἀλλά καί τάς ἀγαθάς σχέσεις μετά τῶν ἰθαγενῶν, μετά τῶν ὁποίων καί συνάπτει
συνθήκας (Γέν. 14,13). Τάς ἀγαθάς ταύτας σχέσεις προδίδουν καί οἱ λόγοι, μέ
τούς ὁποίους ὁ βασιλεύς τῆς Σαλήμ Μελχισεδέκ ὑπήντησε τόν Ἀβραάμ, νικητήν ἐπιστρέφοντα
ἐκ τῆς μάχης (Γέν. 14,19-20)» (Βέλλας, Θρησκευτικαί
Θρησκευτικότητες Π.Δ., τόμ.Α΄, σελ. 27).
Ἡ ἐκστρατεία τῶν τεσσάρων μεγάλων βασιλέων (14,1-16)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Πέντε Παλαιστίνιοι βασιλεῖς (τῶν Σοδόμων, τῶν Γομόρρων, τῆς
Ἀδαμά, τῆς Σεβωείμ καί τῆς Βαλάκ), πού ἦταν ὑποτεταγμένοι γιά δώδεκα χρόνια
στόν Χοδολλογομόρ, τόν βασιλέα τῆς Ἐλάμ (τῆς Περσίας), ἐπαναστάτησαν ἐπί τέλους
ἐναντίον του γιά νά ἀποκτήσουν τήν ἀνεξαρτησία τους (στίχ. 2-4). Καί ὁ
Χοδολλογομόρ, πού ἦταν ὁ πιό δυνατός βασιλέας τῆς Ἀνατολῆς, μαζί μέ ἄλλους τρεῖς
βασιλεῖς τῆς Ἀνατολῆς (στίχ. 1), κίνησαν γιά πόλεμο ἐναντίον τῶν ἐπαναστατῶν,
πού εἶχαν παραταχθεῖ κοντά στήν σημερινή Νεκρά θάλασσα (στίχ. 3.8). Στόν πόλεμο
αὐτόν κατατροπώθηκαν οἱ Παλαιστίνιοι βασιλεῖς καί ἔφυγαν στά βουνά (στίχ. 10).
Καί ὁ Χοδολλογομόρ συνέλαβε ὅλο τό ἱππικό τους, τά γυναικόπαιδά τους, ὅλα τά ὑπάρχοντά
τους καί ἐπέστρεψε νικητής στήν χώρα του (στίχ. 11). Μεταξύ τῶν αἰχμαλώτων ἦταν
καί ὁ Λώτ, ὁ ἀνεψιός τοῦ Ἀβραάμ (στίχ. 12). Κάποιος ἀπό τούς αἰχμαλώτους, πού
ξέφυγε, εἰδοποίησε τόν Ἀβραάμ γι᾽ αὐτό (στίχ. 13). Καί ὁ Ἀβραάμ ἔκανε γρήγορα ἕνα
τάγμα ἀπό 318 δούλους του, ἐξασκημένους στόν ἀγώνα, καί ἔτρεξε πίσω ἀπό τόν
Χοδολλογομόρ (στίχ. 14). Τούς πρόφτασε κάπου στό βορειότερο ἄκρο τοῦ Ἰσραήλ
(στίχ. 14β), καί ἔπεσε ἐναντίον τους τήν νύχτα ἀπό διάφορες πλευρές. Ἔγινε
μεγάλη σφαγή. Ἡ νίκη τοῦ Ἀβραάμ ἦταν ὁλοκληρωτική (στίχ. 15). Ἐλευθέρωσε τόν
Λώτ καί ὅλο τόν αἰχμάλωτο λαό μέ τά ὑπάρχοντά του (στίχ. 16).
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
14,1Κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἀμαρφάλ, βασιλέα τῆς Σενναάρ,
τοῦ Ἀριώχ, βασιλέα τῆς Ἐλλασάρ, ὁ Χοδολλογομόρ, βασιλεύς τῆς Ἐλάμ καί ὁ Θαργάλ,
βασιλεύς τῶν ἐθνῶν,α 2ἔκαναν πόλεμο ἐναντίον τοῦ Βαλλά,β τοῦ βασιλέα τῶν
Σοδόμων, καί τοῦ Βαρσά, τοῦ βασιλέα τῆς Γομόρρας, καί τοῦ Σενναάρ,γ τοῦ βασιλέα
τῆς Ἀδαμά, καί τοῦ Συμοβόρ, τοῦ βασιλέα τῆς Σεβωείμ, καί τοῦ βασιλέα τῆς
Βαλάκ,δ δηλαδή τῆς Σηγώρ.
3Ὅλοι αὐτοί (οἱ τελευταῖοι βασιλεῖς) ἑνώθηκαν στήν
κοιλάδα τήν «ἁλμυρή»·ε αὐτή εἶναι ἡ θάλασσα τοῦ «ἁλατιοῦ» (= ἡ Νεκρά Θάλασσα).
4Γιά δώδεκα χρόνια αὐτοί ἦταν ὑποτελεῖς στόν Χοδολλογομόρ· τόν δέκατο τρίτο ὅμως
χρόνο ἐπαναστάτησαν. 5Κατά τόν δέκατο τέταρτο χρόνο κατέφθασε ὁ Χοδολλογομόρ
καί οἱ σύμμαχοί του βασιλεῖς καί ἐπάταξαν τούς γίγαντες τῆς Ἀσταρώθ καί Καρναΐν
καί ἄλλα ἰσχυρά ἔθνη μαζί μ’ αὐτούς καί
τούς Ὀμμαίους τῆς πόλης Σαυῆ 6καί τούς Χορραίους πού ἦταν στά ὄρη τοῦ
Σηείρ μέχρι τήν τερέβινθο τῆς Φαράν, πού εἶναι στήν ἔρημο.ζ 7Ἐπέστρεψαν δέ καί ἦλθαν στήν «Πηγή τῆς
κρίσεως» (δηλαδή τήν Κάδης)· καί ἐπάταξαν ὅλους τούς ἄρχοντες τῶν Ἀμαληκιτῶν
καί τούς Ἀμορραίους πού κατοικοῦσαν στήν Ἀσασονθαμάρ. 8Τότε βγῆκε ὁ βασιλεύς τῶν
Σοδόμων, ὁ βασιλεύς τῆς Γομόρρας, ὁ βασιλεύς τῆς Ἀδαμά, ὁ βασιλεύς τῶν Σεβωείμ
καί ὁ βασιλεύς τῆς Βαλάκ (δηλαδή τῆς Σηγώρ) καί παρατάχθηκαν σέ μάχη ἐναντίον
τους στήν «ἁλμυρή» κοιλάδα 9ἐναντίον τοῦ Χοδολλογομόρ, βασιλέως τῆς Ἐλάμ, καί
τοῦ Θαργάλ, βασιλέως τῶν ἐθνῶν, καί τοῦ Ἀμαρφάλ, βασιλέως τῆς Σενναάρ, καί τοῦ Ἀριώχ,
βασιλέως τῆς Ἐλλασάρ. Τέσσερις βασιλεῖς ἐναντίον πέντε. 10Ἡ δέ κοιλάδα ἡ «ἁλμυρή»
ἦταν γεμάτη ἀπό λάκκους μέ ἄσφαλτο. Οἱ βασιλεῖς τῶν Σοδόμων καί τῆς Γομόρρας
τράπηκαν σέ φυγή καί ἔπεσαν ἐκεῖ· ὅσοι ἀπόμειναν ἔφυγαν στήν ὀρεινή περιοχή.
11Καί ἅρπαξαν ὅλο τό ἱππικόη τῶν Σοδόμων καί Γομόρρας καί ὅλες τίς τροφές τῶν
ζώων καί ἔφυγαν.
12Πῆραν δέ καί τόν Λώτ, πού κατοικοῦσε στά Σόδομα, τόν υἱό
τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Ἅβραμ, καί τά ὑπάρχοντά του καί ἔφυγαν. 13Κάποιος ὅμως ἀπό ὅσους
διασώθηκαν πῆγε καί εἶπε τό γεγονός στόν Ἅβραμ τόν «περάτη»,θ πού κατοικοῦσε
κοντά στήν δρῦ τοῦ Μαμβρῆ τοῦ Ἀμορραίου, ἀδελφοῦ τοῦ Ἐσχώλ καί τοῦ Αὐνάν,ι πού ἦταν
σύμμαχοι μέ τόν Ἅβραμ. 14Ὅταν δέ ἄκουσε ὁ Ἅβραμ ὅτι αἰχμαλωτίστηκε ὁ ἀνεψιός
του Λώτ,κ συγκέντρωσε τριακόσιους δέκα ὀκτώ ἀπό τούς δούλους του πού γεννήθηκαν
στήν οἰκία του καί καταδίωξε αὐτούς μέχρι τήν Δάν. 15Καί ὅρμησε ἐναντίον τους
τήν νύχτα αὐτός καί οἱ δοῦλοι του καί τούς ἐπάταξαν καί τούς καταδίωξαν μέχρι
τήν Χοβά, πού βρίσκεται στά ἀριστερά τῆς Δαμασκοῦ. 16Πῆρε δέ πίσω ὅλο τό ἱππικό
τῶν Σοδόμων καί ἀκόμα πῆρε πίσω τόν ἀνεψιό του Λώτ, ὅλα τά ὑπάρχοντά του, ὅπως
καί τίς γυναῖκες του καί τόν λαό.
α. Κατά τό Ἑβρ. ὡς ὑποκείμενο τοῦ «ἐποίησαν πόλεμον» (στίχ. 2) πρέπει νά νοήσουμε ὅλους τούς βασιλεῖς
τοῦ στίχ. 1.
β. «Βερά», κατά
τό Ἑβρ.
γ. «Σεναάβ»,
κατά τό Ἑβρ.
δ. «Βελά», κατά
τό Ἑβρ. Ὁμοίως καί στήν συνέχεια.
ε. «Στήν κοιλάδα
Σιδδίμ», λέει τό Ἑβρ.
ζ. Τό Ἑβρ. στούς στίχ. 5-6 λέει: «Καί τό δέκατο τέταρτο ἔτος ἦλθε ὁ Χοδολλογομόρ καί οἱ βασιλεῖς οἱ μετ᾽
αὐτοῦ καί ἐπάταξαν τούς Ραφαείμ στήν Ἀσταρώθ-καρναΐμ καί τούς Ζουζείμ στήν Ἄμ
καί τούς Ἐμμαίους στήν Σαυῆ-κιριαθαΐμ καί τούς Χορραίους στό ὄρος τους Σηείρ, ἕως
τῆς πεδιάδος Φαράν, ἡ ὁποία εἶναι στήν ἔρημο».
η. «Ὅλα τά ὑπάρχοντα»,
λέει τό Ἑβρ. Ὁμοίως στούς στίχ. 16.21.
θ. «Τοῦ Ἑβραίου»,
λέει τό Ἑβρ.
ι. «Ἀνήρ», λέει
τό Ἑβρ. Ὁμοίως καί στόν στίχ. 24.
κ. «Ὁ ἀδελφός του»,
λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
14,1-14. Τό κεφ. 14 δέν ἀνήκει
σέ καμμία ἀπό τίς τρεῖς μεγάλες παραδόσεις τῆς Γενέσεως. Ἡ ἀξία του ἔχει ἐκτιμηθεῖ
διαφόρως. Κατά μερικούς ἑρμηνευτές φαίνεται ὅτι εἶναι μία μετέπειτα σύνθεση πού
μιμεῖται ἕνα παλαιό λογοτεχνικό ὕφος. Τά ὀνόματα τῶν τεσσάρων βασιλέων τῆς Ἀνατολῆς
ἔχουν παλαιές μορφές, ἀλλά δέν ταυτίζονται μέ καμμία γνωστή προσωπικότητα.
Στούς ἑρμηνευτές αὐτούς ὡς νά φαίνεται ἱστορικῶς δύσκολο τό ὅτι ἡ Ἐλάμ
κυριάρχησε στίς πόλεις τοῦ νότου τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης καί ὅτι ὁ βασιλεύς της ἡγήθηκε
ἑνός συνασπισμοῦ πού θά εἶχε συνενώσει ἕνα Ἀμμορίτη (Ἀμαρφάλ), ἕνα Χουρρίτη (Ἀριώχ)
καί ἕνα Χεττίτη (Θαργάλ) βασιλέα. Κατά τήν γνώμη τους ἡ διήγηση θέλησε νά
συνδέσει τόν Ἀβραάμ μέ τήν μεγάλη ἱστορία καί νά προσθέσει στήν μορφή του μία αἴγλη
στρατιωτικῆς δόξης. Ὁ Βέλλας ὅμως λέγει: «Κατά τήν γνώμην μου τό Γεν. 14 πρέπει
νά ἔχῃ ἱστορικόν πυρῆνα. Ἡ ὅλη διήγησις εἶναι ἀρχαϊκή. Τά ὀνόματα τῶν βασιλέων,
οὕς ὁ Ἀβραάμ ἐνίκησε, εἶναι Ἐλαμιτικά ὡς καί τά γεωγραφικά ὀνόματα εἶναι γνωστά
καί οὐχί φανταστικά. Ἡ περί τόν Ἀβραάμ δέ διηγηματογραφία τῆς Γενέσεως
σπανιώτατα παρουσιάζει τοῦτον ἥρωα πολεμικῶν κατορθωμάτων. Ἑπομένως τό Γεν. 14
πρέπει νά περιέχει ἱστορίαν. Ἐάν δέ τά ὀνόματα τῶν βασιλέων παρεδόθησαν ἀκριβῶς,
τότε εἶναι πιθανωτάτη ἡ συνταύτησις τοῦ Amraphel πρός τόν Hammurapi καί τοῦ Ἀβραάμ ἑπομένως
ἡ κάθοδος εἰς Παλαιστίνην πρέπει νά πίπτῃ περί τά μέσα ἤ τό τέλος τοῦ ΙΗ΄ αἰ.
π.Χ. Λαμβανομένης ὑπ᾿ ὄψιν τῆς φύσεως τῶν κειμένων οὐδείς δύναται ἀκόμη μέχρι
σήμερον νά ἀποφανθῇ μετ᾿ ἀπολύτου βεβαιότητος ἐπί τοῦ θέματος τούτου, ἀλλά μετά
σχετικῆς μόνον πιθανότητος δύναται νά λεχθῇ ὅτι ὁ Ἀβραάμ πρέπει νά ἔζησε κατά
τό τέλος τοῦ ΙΗ΄ π.Χ.» (Θρησκευτικαί
Θρησκευτικότητες Π.Δ., τόμ.Α΄, σελ. 24). 14,2. Ἡ Σηγώρ εἶναι μία μικρά πόλις νότιο-ἀνατολικῶς τῆς Νεκρᾶς
θαλάσσης. Διά τά Σόδομα καί τά Γόμορρα βλ. κεφ. 19· διά τήν Ἀδαμά καί τήν Σεβωείμ βλ. Δευτ. 29,22. Ὡσ. 11,8. 14,3. Ἐπί τήν φάραγγα τήν ἁλυκήν ... «Τήν κοιλάδα Σιδδίμ», λέγει τό Ἑβρ. Εἶναι
ἡ Νεκρά Θάλασσα. Ὁ συγγραφεύς παριστάνει τήν Νεκρά Θάλασσα ὡς μή ὑπάρχουσα, βλ.
13,10· ἡ κοιλάς Σιδδίμ (τό ὄνομα ἀπαντᾶται
μόνον ἐδῶ) καταλαμβάνει τό νότιο μέρος τῆς Νεκρᾶς θαλάσσης, ὅπου ὑπάρχει μία
πρόσφατη καθίζηση. 14,5.6. «Ρεφαΐμ» (Ο΄«γίγαντας»), «Ζουζίμ» (ἤ «Ζαμζουμμίμ», Ο΄«Καρναΐν»), «Ἐμίμ»,
(Ο΄«Ὁμμαίους») καί Χορραίους: Παλαιοί
μυθώδεις πληθυσμοί τῆς πέραν τοῦ Ἰορδάνου περιοχῆς (βλ. σχόλια εἰς Δευτ. 2,10
καί 2,12)· οἱ πόλεις τους στοιχίζουν τόν μεγάλο δρόμο τόν καταβαίνοντα πρός τήν
Ἐρυθρά Θάλασσα.
Ὁ Μελχισεδέκ (14,17-24)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Τόν νικητή Ἀβραάμ βγῆκαν νά τόν προϋπαντήσουν οἱ
νικημένοι Παλαιστίνιοι βασιλεῖς (στίχ. 17 ἑξ.). Καί ὁ βασιλεύς τῆς Σαλήμ (πού ἀργότερα
ὀνομάστηκε Ἰερουσαλήμ) Μελχισεδέκ πρόσφερε στόν Ἀβραάμ ἄρτο καί οἶνο (στίχ.
18). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει ὅτι ὁ λόγος περί Μελχισεδέκ εἶναι «πολύς» καί «δυσερμήνευτος» (Ἑβρ. 5,11). Ὁ Μελχισεδέκ ἦταν τύπος τοῦ Χριστοῦ.
Κατά πρῶτον, ὁ Μελχισεδέκ ἦταν «ἱερεύς τοῦ
Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου» (στίχ. 18), δηλαδή τοῦ πραγματικοῦ Θεοῦ. Δέν ἀναφέρεται ἡ
γενεαλογία του, οὔτε ὁ πατέρας του, οὔτε ἡ μητέρα του καί αὐτό γίνεται γιά νά εἶναι
τύπος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἀμήτωρ,
σάν Θεός, καί ἀπάτωρ, σάν ἄνθρωπος, ἄναρχος
καί ἀθάνατος. Τό ὄνομα «Μελχισεδέκ» σημαίνει «βασιλεύς τῆς δικαιοσύνης», βασιλεύς, δηλαδή, πού ἱερατεύοντας τόν
Θεό χάριζε στόν λαό τήν δικαίωση. Ἔπειτα ὁ Μελχισεδέκ ἦταν βασιλεύς τῆς Σαλήμ
(τῆς Ἰερουσαλήμ). «Σαλήμ» σημαίνει «εἰρήνη». Τέλειος Βασιλεύς καί Ἱερεύς, πού ἔφερε
τήν δικαίωση (τήν δικαιοσύνη) καί τήν εἰρήνη μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, εἶναι ὁ Ἰησοῦς
Χριστός, ὁ πραγματικά «Μελχισεδέκ». Ὁ Μελχισεδέκ ἦταν τύπος τοῦ Χριστοῦ (βλ. Ἑβρ.
7,2 ἑξ.). Καί σάν τύπος τοῦ Χριστοῦ πρόσφερε στόν Ἀβραάμ, τόν πνευματικό
γενάρχη τῶν χριστιανῶν, ἄρτο καί οἶνο, τόν τύπο δηλαδή τοῦ Σώματος καί Αἵματος
τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά καί ὁ Ἀβραάμ πρόσφερε στόν Μελχισεδέκ δεκάτη ἀπό τά λάφυρά
του (στίχ. 20β), δείχνοντας ἔτσι ὅτι ἡ πνευματική κατά Χριστόν ἱερωσύνη, πού
τυπωνόταν ἀπό τήν ἱερωσύνη τοῦ Μελχισεδέκ, εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν λευιτική ἱερωσύνη,
τήν ἱερωσύνη τοῦ Λευί, ἀπογόνου τοῦ Ἀβραάμ (βλ. Ἑβρ. κεφ. 7). – Τά γραφόμενα
στό κεφάλαιό μας ἐδῶ εἶναι ἀσφαλῶς ἱστορικά γεγονότα, γι’ αὐτό καί γράφεται ἀπό
τήν ἀρχή τοῦ κεφαλαίου ἡ χρονολόγησή τους (στίχ. 14,1). Μέ τά ἱστορούμενα ἐδῶ
βλέπουμε τόν Ἀβραάμ κύριο τῆς Παλαιστίνης, γιατί συνέτριψε τόν Χοδολλογομόρ,
πού ἦταν ὁ πιό δυνατός βασιλέας τῆς Ἀνατολῆς. Καί ὅμως ὁ Ἀβραάμ δέν πίστευσε ὅτι
μέ τήν νίκη του αὐτή ἐκπληρώθηκε ἡ ἐπαγγελία, πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ὅτι θά τόν
κάνει κύριο τῆς Παλαιστίνης (βλ. 12,7. 13,15). Δέν ἐξέλαβε, δηλαδή, ὑλικά τήν ὑπόσχεση
αὐτή, γι’ αὐτό καί δέν θέλησε νά κρατήσει οὔτε «κλωστή» ἀπό τά λάφυρα πού πῆρε ἀπό
τούς βασιλεῖς τῆς Ἀνατολῆς (στίχ. 22-23). Ἔτσι καί ὁ εὐλογητός μας Κύριος Ἰησοῦς
Χριστός στήν ἔρημο δέν δέχτηκε·ὅλες τίς
βασιλεῖες τοῦ κόσμου, πού τοῦ πρόσφερε ὁ Σατανᾶς, ἀλλά τοῦ εἶπε «ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ» (Ματθ. 4,10)!
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
14,17Ὅταν ὁ Ἅβραμ ἐπέστρεψε ἀπό τήν σφαγή τοῦ
Χοδολλογομόρ καί τῶν συμμάχων του βασιλέων, βγῆκε ὁ βασιλεύς τῶν Σοδόμων νά τόν
συναντήσει στήν κοιλάδα τοῦ Σαυῆ (αὐτή ἦταν ἡ πεδιάδα τῶν βασιλέων). 18Τότε ὁ
Μελχισεδέκ, βασιλέας τῆς Σαλήμ, πρόσφερε ἄρτους και οἶνον· ἦταν δέ αὐτός ἱερέας
τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου. 19Καί εὐλόγησε τόν Ἅβραμ καί εἶπε:
«Ἄς εἶναι εὐλογημένος ὁ Ἅβραμ ἀπό τόν Ὕψιστο Θεό,
ὁ Ὁποῖος ἔκτισε τόν οὐρανό καί τήν γῆ·
20καί ἄς εἶναι εὐλογημένος ὁ Θεός ὁ Ὕψιστος,
ὁ Ὁποῖος παρέδωσε τούς ἐχθρούς σου στό χέρι σου».
Τότε ὁ Ἅβραμ πρόσφερε σ’ αὐτόν δεκάτη ἀπό ὅσα εἶχε.
21Ὁ βασιλέας τῶν Σοδόμων εἶπε στόν Ἅβραμ: «Δός μου τούς ἀνθρώπους,
τό δέ ἱππικό κράτησέ το ἐσύ». 22Ἀλλά ὁ Ἅβραμ εἶπε στόν βασιλέα τῶν Σοδόμων: «Ὑψώνω
τό χέρι μου πρός τόν Κύριο, τόν Θεό τόν Ὕψιστο, ὁ Ὁποῖος ἔκτισε τόν οὐρανό καί
τήν γῆ· 23(ὁρκίζομαι ὅτι) δέν θά πάρω τίποτε ἀπό τά δικά σου, οὔτε κλωστή, οὔτε
λουρί ὑποδήματος, γιά νά μήν πεῖς “Ἐγώ πλούτησα τόν Ἅβραμ”· 24θά πάρω ὅμως μόνο
ὅσα ἔφαγαν οἱ νέοι καί τήν μερίδα τῶν ἀνδρῶν, πού ἦρθαν μαζί μου, δηλαδή τοῦ Ἐσχώλ,
τοῦ Αὐνάν καί τοῦ Μαμβρῆ. Αὐτοί ἄς πάρουν τήν μερίδα τους».
(Σύντομα ἑρμηνευτικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
14,17. Πεδίον τοῦ
βασιλέως. Ἡ «κοιλάς τοῦ
βασιλέως» κατά τό Ἑβρ. μνημονεύεται εἰς Β΄ Βασ. 18,18 καί κατά τόν Ἰώσηπον
εὑρίσκεται εἰς ἀπόστασιν 400 χιλ. ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ. 14,18. Μετά τόν Ψαλμ. 75,3.4, ὅλη ἡ ἰουδαϊκή παράδοση καί πολλοί ἀπό
τούς Πατέρες ἐταύτισαν τήν ἐδῶ Σαλήμ μέ τήν Ἱερουσαλήμ. Ὁ βασιλεύς καί ἱερεύς
της συγχρόνως, Μελχισεδέκ τό ὄνομα (ὄνομα χαναανιτικό, βλ. Adonisedeq, βασιλεύς τῆς Ἰερουσαλήμ,
Ἰησ. Ν. 10,1), λατρεύει τόν «Ὕψιστον
Θεόν», τόν El ῾Elyon, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο
νά ἐλατρεύετο στήν Ἰερουσαλήμ πρίν ἀπό τήν κατάκτηση τῆς πόλεως ἀπό τόν Δαυΐδ.
Τό ὄνομα αὐτό τοῦ Θεοῦ εἶναι σύνθετο καί τά συνθετικά του μαρτυροῦνται ὡς δύο
διακρινόμενες θεότητες τοῦ φοινικικοῦ πανθέου. Τό ῾Elyon χρησιμοποιεῖται στήν
Βίβλο (πρό παντός στούς Ψαλμούς) ὡς ἕνας θεῖος τίτλος. Ἐδῶ, στόν στίχ. 22, ὁ El ‘Elyon ταυτίζεται μέ τόν ἀληθινό
Θεό τοῦ Ἀβραάμ. Κατά τόν Βέλλαν διά τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ El «χαρακτηρίζεται μᾶλλον ἡ φύσις τοῦ Θεοῦ,
διότι τό ἔτυμον τῆς λέξεως ταύτης δηλοῖ κατά πᾶσαν πιθανότητα τόν ἰσχυρόν, τόν
δυνατόν. Ἀλλαχοῦ τῶν πηγῶν ὁ Ἔλ οὗτος συνταυτίζεται πρός τόν Γιαχβέ, τόν Θεόν
τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ Ἔλ οὗτος κατά τάς ἰδιότητας αὐτοῦ ἤ κατά τά τοπικά ἱερά, ἐν οἷς ἐλατρεύετο,
προσλαμβάνει διάφορα χαρακτηριστικά ὀνόματα. Οὕτω καλεῖται El-Olam (= Θεός αἰώνιος·
Γέν. 21,33), El-ro’i (=Θεός ἐπιβλέπων·
Γέν. 16,13), El-pahad (=Θεός φοβερός· Γέν.
31,42.53), El-Bethel (= Θεός τῆς Βαιθήλ·
Γέν. 31,13. 35,7), El-Elijon (=Θεός Ὕψιστος·
Γέν. 14,18 ἑξ.) κλπ. Ὁ Ἔλ οὗτος οὐδαμοῦ των πηγῶν μας συνταυτίζεται πρός τόν ἐν
Παλαιστίνῃ ἐπικρατοῦντα Βάαλ, ἡ δέ ὀλίγον βραδυτέρα ἰσραηλ. παράδοσις
διαστέλλει σαφῶς τόν Ἔλ τοῦτον ἀπό τοῦ Βάαλ» (Θρησκευτικαί Θρησκευτικότητες Π.Δ., τόμ. Α΄, σελ. 40). – Αὐτός ὁ
Μελχισεδέκ, πού κάνει στήν ἱερή διήγηση μία σύντομη καί μυστηριώδη ἐμφάνιση, ὡς
βασιλεύς τῆς Ἰερουσαλήμ, τήν ὁποία διάλεξε ὁ Θεός νά κατοικεῖ, ὡς ἱερεύς τοῦ Ὑψίστου
πρίν ἀπό τόν λευϊτικό θεσμό, παρουσιάζεται ἀπό τόν Ψαλμ. 109,4 ὡς μία εἰκόνα τοῦ
Δαυΐδ, ὁ ὁποῖος εἶναι μία εἰκόνα τοῦ Μεσσίου, ὡς βασιλεύς καί ἱερεύς. Ἡ ἐφαρμογή
στήν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ ἀναπτύσσεται στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή κεφ. 7. Ἡ
πατερική παράδοση ἐπεξεργάζεται καί ἐμπλουτίζει αὐτή τήν ἀλληγορική ἑρμηνεία,
βλέποντας στόν ἄρτο καί στόν οἶνο πού προσφέρονται στόν Ἀβραάμ ὡς μία εἰκόνα τῆς
θείας Εὐχαριστίας καί μάλιστα μία πραγματική θυσία, εἰκόνα τῆς εὐχαριστιακῆς
θυσίας, ἑρμηνεία πού περιελήφθη καί στίς λειτουργικές δέλτους. Πολλοί Πατέρες
παραδέχθηκαν ἀκόμη ὅτι ὑπό τόν Μελχισεδέκ ἐμφανίστηκε προσωπικῶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Οἱ στίχ. 18-20 θεωροῦνται ὡς μεταγενέστεροι. Ὁ Μελχισεδέκ ἐδῶ εἶναι ἡ
εἰκόνα τοῦ μεγάλου ἱερέως κατά τήν αἰχμαλωσία, κληρονόμου τῶν βασιλικῶν
προνομίων καί ἀρχηγοῦ τῆς ἱερωσύνης, στόν ὁποῖον οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ ἐπλήρωναν
τήν δεκάτη. 14,19. Καί εὐλόγησε τόν Ἀβραάμ.
Ἡ εὐλογία εἶναι ἕνας ἀποτελεσματικός (9,25 σχόλ.) καί ἀμετάκλητος λόγος
(27,33 σχόλ. 48,18 σχόλ.), πού, ἀκόμη καί ὅταν προφέρεται ἀπό ἕναν ἄνθρωπο, ἐπιφέρει
τό ἀποτέλεσμα πού ἐκφράζεται σ᾿ αὐτόν, ἀφοῦ εἶναι ὁ Θεός πού εὐλογεῖ (1,17.28.
12,1. 28,3-4. Ψαλμ. 66,2. 84,2 κ. ἄ.). Ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος ἐπίσης ἀντίστοιχα «εὐλογεῖ»
τόν Θεό, δηλαδή ἐξυμνεῖ τό μεγαλεῖο του καί τήν ἀγαθότητά του εὐχόμενος
συγχρόνως νά δεῖ καί τά δύο νά δοξάζονται ἀπό ὅλους (24,48. Ἐξ. 18,10. Δευτ.
8,10. Α΄ Βασ. 25,32. 39 κ.ἄ.). Ἐδῶ οἱ δύο αὐτές εὐλογίες συνδέονται. Ἡ ἰσραηλιτική
λατρεία περιελάμβανε καί τίς μέν καί τίς δέ, Ἀριθμ. 6,22. Δευτ. 27,14-26. Ψαλμ.
102,1-2. 143,1. Δαν. 2,19-23 κ.ἄ. Βλ. καί
Λουκ. 1,68. Β΄Κορ. 1,3. Ἐφ. 1,3. Α΄Πέτρ. 1,3.
Ὑποσχέσεις καί θεία διαθήκη (15,1-20)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Στό κεφάλαιό μας ἐδῶ ὁ Θεός δίνει στόν Ἀβραάμ περισσότερο
σαφεῖς ὑποσχέσεις γιά τούς ἀπογόνους του (στίχ. 1-6) καί γιά τήν μελλοντική
κατοχή τῆς Παλαιστίνης (στίχ. 18-21). Τόν βεβαιώνει ὅτι οἱ ἀπόγονοί του θά
γίνουν ἀναρίθμητοι σάν τά ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ (στίχ. 5). Ὁ Ἀβραάμ πίστεψε στήν ὑπόσχεση
αὐτή τοῦ Θεοῦ, ἄν καί ἀνθρωπίνως φαινόταν ἀδύνατο νά ἐκπληρωθεῖ, γιατί ὁ Ἀβραάμ
καί ἡ γυναίκα του Σάρρα ἦταν γέροντες στήν ἡλικία καί ἀκόμα δέν εἶχαν ἀποκτήσει
παιδί. Καί ὁ Θεός λογάριασε τήν πίστη αὐτή τοῦ Ἀβραάμ ὡς τήν πιό μεγάλη ἀρετή
καί τόν δικαίωσε (στίχ. 6). Στήν συνέχεια ἔχουμε μία νέα ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ στόν
Ἀβραάμ γιά τήν μελλοντική κατοχή τῆς Παλαιστίνης (στίχ. 7-20). Καί ἡ ὑπόσχεση αὐτή
ἐπικυρώνεται μέ μιά διαθήκη: Ὁ Θεός εἶπε στόν Ἀβραάμ νά πάρει μία δαμάλα, μία
κατσίκα καί ἕνα κριάρι, τριῶν χρόνων τό καθένα, μία τρυγόνα καί μία περιστερά
(στίχ. 9). Ὁ Ἀβραάμ πῆρε τά ζῶα αὐτά, τά ἔσφαξε, τά ἔσχισε καί τά ἔβαλε ἀντικρυστά·
τά πτηνά ὅμως, τήν τρυγόνα καί τήν περιστερά, δέν τά ἔσχισε (στίχ. 10), γιατί αὐτά
προορίζονταν γιά θυσία καί ὄχι γιά σημεῖο διαθήκης. Καί τώρα ὁ Ἀβραάμ περίμενε
τόν Θεό νά περάσει ἀνάμεσα ἀπό τά διχοτομηθέντα θύματα, κατά τήν συνήθεια αὐτῆς
τῆς διαθήκης! Γιατί, κατά τόν τύπο τῆς διαθήκης αὐτῆς, αὐτοί πού ἔκαναν τήν
συμφωνία περνοῦσαν μεταξύ τῶν τεμαχίων τῶν θυμάτων. Αὐτό ὑποδήλωνε ὅτι ἔτσι νά
σφαγεῖ καί νά καταστραφεῖ αὐτός πού θά παραβεῖ τήν διαθήκη. Κατά τό ἡλιοβασίλεμα
ἔγινε ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν Ἀβραάμ. Ὁ Ἀβραάμ ἦρθε σέ ἔκσταση καί ἔπεσε πάνω
του φόβος καί βαθύ σκοτάδι (στίχ. 12). Καί σ’ αὐτή τήν μυστηριώδη κατάσταση πού
βρέθηκε τοῦ μίλησε ὁ Θεός καί τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι οἱ ἀπόγονοί του θά ζήσουν σάν
δοῦλοι σέ μιά ξένη χώρα (στήν Αἴγυπτο) γιά τετρακόσια χρόνια. Μετά ὅμως ἀπό
τέσσερις γενεές, θά φύγουν ἀπό ’κεῖ καί θά ξανάρθουν στήν Παλαιστίνη μέ πολλά
πλούτη (στίχ. 13-16). Καί τοῦ ἐξηγεῖ ἔπειτα γιατί δέν βάζει τούς ἀπογόνους του
νά κατοικήσουν γρήγορα στήν χώρα πού εἶναι τώρα αὐτός. Γιατί ἡ ἁμαρτία τῶν Ἀμορραίων,
πού κατοικοῦν τήν χώρα αὐτή, δέν ἔχει ὡριμάσει ἀκόμη γιά καταστροφή· αὐτό θά
γίνει μετά ἀπό τετρακόσια χρόνια σκλαβιᾶς τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀβραάμ στήν ξένη
χώρα (στίχ. 16). – Μετά ἀπό τήν ἀποκάλυψη αὐτή τοῦ Θεοῦ στόν Ἀβραάμ ἐμφανίστηκε
ὁ Ἴδιος, σάν μιά μεγάλη φλόγα μέ στήλη καπνοῦ, καί πέρασε ἀπό τά διχοτομηθέντα
ζῶα, κατά τήν συνήθεια τῆς διαθήκης (στίχ. 17). Αὐτό ἦταν παρουσία Θεοῦ, γιατί
τό φῶς ἀναγνωρίζεται ὡς σύμβολο τῆς θεότητας. Τότε, λοιπόν, σ’ αὐτή τήν ἐπίσημη
στιγμή, ὁ Θεός ἔκανε διαθήκη μέ τόν Ἀβραάμ καί τοῦ εἶπε ὅτι θά δώσει στούς ἀπογόνους
του τήν χώρα ἀπό τόν ποταμό τῆς Αἰγύπτου μέχρι τόν Εὐφράτη (στίχ. 18) καί τούς
κατοίκους πού κατοικοῦν τήν χώρα αὐτή (στίχ. 19).
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
15,1Ὕστερα ἀπό τά γεγονότα αὐτά ἦλθε ὁ ἑξῆς λόγος τοῦ
Κυρίου στόν Ἅβραμ σέ ὅραμα:
«Μή φοβᾶσαι Ἅβραμ. Ἐγώ εἶμαι ὁ ὑπερασπιστής σου. Ἡ ἀμοιβή
σου θά εἶναι πολύ μεγάλη»!
2Εἶπε δέ ὁ Ἅβραμ: «Δέσποτα Κύριε, τί θά μοῦ δώσεις, ἀφοῦ
θά πεθάνω ἄτεκνος; Καί ὁ υἱός Μασέκ τῆς οἰκογενοῦς δούλης μου, αὐτός ὁ Ἐλιέζερ ἀπό
τήν Δαμασκό...».
3Καί συνέχισε ὁ Ἅβραμ: «Ἀφοῦ δέν μοὔδωσες τέκνο, θά μέ
κληρονομήσει ὁ οἰκογενής δοῦλος μου». 4Καί ἀμέσως ἦλθε σ’ αὐτόν λόγος Κυρίου
πού τοῦ ἔλεγε: «Δέν θά σέ κληρονομήσει αὐτός, ἀλλά ἐκεῖνος πού θά βγεῖ ἀπό τά
σπλάγχνα σου· αὐτός θά σέ κληρονομήσει»! 5Καί τόν ἔφερε ἔξω καί τοῦ εἶπε:
«Κοίταξε τώρα στόν οὐρανό καί μέτρησε τ’ ἀστέρια, ἄν μπορεῖς νά τά μετρήσεις!
Τόσοι θά εἶναι οἱ ἀπογονοί σου», τοῦ εἶπε. 6Ὁ Ἅβραμ πίστεψε στόν Θεό καί τοῦ ὑπολογίστηκε
γιά δικαίωση.
7Καί εἶπε σ’ αὐτόν: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός,α πού σέ ἔβγαλα ἀπό
τήν χώρα τῶν Χαλδαίων,β γιά νά σοῦ δώσω τήν γῆ αὐτή γιά κληρονομία». 8Καί αὐτός
εἶπε: «Δέσποτα Κύριε, πῶς θά γνωρίσω ὅτι θά τήν κληρονομήσω;». 9«Πάρε μου – τοῦ
εἶπε (ὁ Θεός) – μιά δάμαλη τριῶν ἐτῶν καί μιά αἶγα τριῶν ἐτῶν καί ἕνα κριό τριῶν
ἐτῶν, μιά τρυγόνα καί μιά περιστερά». 10Τά πῆρε ὅλα αὐτά (ὁ Ἅβραμ), τά ἔσχισε
στό μέσον καί τοποθέτησε κάθε τεμάχιο ἀπέναντι στό ὅμοιό του· τά πτηνά ὅμως δέν
τά ἔσχισε. 11Ἀλλά στά σώματα τῶν ζώων, στά τεμάχιά τους κατέβηκαν ὄρνεα καί ὁ Ἅβραμ
καθόταν ἐκεῖ (γιά νά διώχνει τά ὄρνεα).
12Κατά τήν δύση ὅμως τοῦ ἡλίου ἦρθε ἔκσταση στόν Ἅβραμ
καί ἔπεσε πάνω του μεγάλος φόβος καί σκοτάδι. 13Τότε εἶπε (ὁ Κύριος) στόν Ἅβραμ:
«Μάθε ὅτι οἱ ἀπόγονοί σου θά παροικήσουν σέ ξένη γῆ, ὅπου θά γίνουν δοῦλοι καί
θά τούς τυραννήσουν καί θά τούς ταπεινώσουν τετρακόσια χρόνια. 14Τό ἔθνος ὅμως
στό ὁποῖο θά ὑποδουλωθοῦν θά τό κρίνω ἐγώ. Ἔπειτα δέ (οἱ ἀπόγονοί σου) θά
φύγουν ἀπό ἐκεῖ καί θά ’ρθοῦν ἐδῶ μέ πολλά πλούτη. 15Ἐσύ θά πᾶς στούς πατέρες
σου μέ εἰρήνη, ἀφοῦ θά φτάσεις σέ εὐτυχισμένα γεράματα. 16Κατά τήν τέταρτη δέ
γενεά θά ἐπιστρέψουν ἐδῶ, γιατί δέν θά ἔχει ὡριμάσει νωρίτερα ἡ ἁμαρτία τῶν Ἀμορραίων».
17Ὅταν ἔδυσε ὁ ἥλιος φάνηκε μιά φλόγαγ καί ἕνα καμίνι νά
καπνίζει καί ἀναμμένες λαμπάδες, πού πέρασαν ἀνάμεσα στά τεμαχισμένα ζῶα. 18Ἐκείνη
τήν ἡμέρα ὁ Κύριος ἔκανε διαθήκη μέ τόν Ἅβραμ καί τοῦ εἶπε:
«Τήν γῆ αὐτή θά τήν δώσω στούς ἀπογόνους σου, ἀπό τόν
ποταμό τῆς Αἰγύπτου μέχρι τό μεγάλο ποταμό, τόν ποταμό Εὐφράτη· 19τούς Κεναίους,
τούς Κενεζαίους, τούς Κεδμωναίους, 20τούς Χετταίους, τούς Φερεζαίους, τούς
Ραφαείν, τούς Ἀμορραίους, τούς Χαναναίους, τούς Εὐαίους,δ τούς Γεργεσαίους καί
τούς Ἰεβουσαίους».
α. «Ἐγώ εἶμαι ὁ
Κύριος», λέει τό Ἑβρ.
β. «Ἀπό τήν Οὔρ τῶν
Χαλδαίων», λέει τό Ἑβρ.
γ. «Ἔγινε πυκνό
σκότος», λέει τό Ἑβρ.
δ. Οἱ Εὐαῖοι λείπουν ἀπό τό Ἑβρ.
(Σύτομα ἑρμηνευτικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
15,1-20. Ὁ Κύριος ἐπικυρώνει
τήν διαθήκη του, ἄν καί ὁ Ἀβραάμ δέν εἶχε ἀκόμη κληρονόμο. Ἡ διήγησή μας εἶναι
γιαχβική, στήν ὁποία ἐνσωματώνονται ἴσως τά πρῶτα ἴχνη τῆς ἐλωχιμικῆς
παραδόσεως. Ἡ πίστη τοῦ Ἀβραάμ τίθεται ἐδῶ σέ δοκιμασία, οἱ ὑποσχέσεις
βραδύνουν νά ἐκπληρωθοῦν. Γι᾿ αὐτό ἀνανεώνονται καί σφραγίζονται μέ μία
διαθήκη. Ἡ ὑπόσχεση περί τῆς γῆς κατέχει τήν πρώτη θέση. Μέ αὐτές τίς ὑποσχέσεις
τίς γενόμενες στούς πατέρες ὁ Θεός δέσμευσε τά ἐλέη του καί τήν πιστότητά του· ἡ
Καινή Διαθήκη θά συνδέσει τίς ὑποσχέσεις αὐτές μέ τό Πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, βλ. σχόλ. εἰς Πράξ. 2,39 καί Ρωμ. 4,13. 15,2. Ὁ δέ υἱός Μασέκ... Τό κείμενο εἶναι ἀθεράπευτα ἐφθαρμένο:
«Καί ὁ υἱός... (μία ἀκατανόητη λέξη) τῆς οἰκίας μου, αὐτός ὁ Ἐλιάζερ ἀπό τήν
Δαμασκό». 15,3. Ὁ στίχ. θεωρεῖτει ὡς
μία προσθήκη πού δίνει τήν γενική ἔννοια. Γιά πρώτη φορά ὁ Ἀβραάμ ἀπαντᾶ στόν
Θεό γιά νά ἐκφράσει μία ἀνησυχία. 15,6.
Ἡ πίστη τοῦ Ἀβραάμ ἦταν πίστη σέ μία ὑπόσχεση, ἡ ὁποία ἀνθρωπίνως ἦταν ἀδύνατο
νά πραγματοποιηθεῖ. Ὁ Θεός τοῦ ἀναγνωρίζει τήν ἀξία αὐτῆς τῆς πράξεως (βλ.
Δευτ. 24,13. Ψαλμ. 105,31) καί τό ὑπολογίζει εἰς δικαιοσύνην: «Ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην». Ἡ
«δικαιοσύνη» δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἠθική ἀρετή, ἀλλά σημαίνει μία πλήρη ὑπακοή
στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ἐκφράζεται στίς ὑποσχέσεις του. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος
χρησιμοποιεῖ τό κείμενο αὐτό (Ρωμ. κεφ. 4. Γαλ. κεφ. 3) γιά νά ἀποδείξει ὅτι ἡ
δικαίωση ἐξαρτᾶται ἀπό τήν πίστη καί ὄχι ἀπό τά ἔργα τοῦ Νόμου· ἀλλά ἡ πίστη τοῦ
Ἀβραάμ ἐμπνέει ὅλη τήν ζωή του, εἶναι τό κίνητρο τῶν πράξεών του καί ὁ ἀδελφόθεος
Ἰάκωβος (βλ. κεφ. 2) θά ἐπικαλεσθεῖ τό ἴδιο τό κείμενο γιά νά καταδικάσει τήν
«νεκρά» πίστη, τήν χωρίς τά ἔργα τῆς πίστεως. 15,12. Σκοτεινός. Ἡ λέξη θεωρεῖται ὡς προσθήκη καί ἀναφέρεται στήν
σπάνια λέξη τοῦ Ἑβραϊκοῦ στόν στίχ. 17 «ἁλατά», πυκνό σκοτάδι (βλ. Ἰεζ.
12,6.7.12). 15,13-16. Οἱ στίχοι αὐτοί
εἶναι μία παλαιά προσθήκη στήν γιαχβική διήγηση. Εἶναι μία παρεμβολή, ἡ ὁποία
διακόπτει τήν συνοχή μεταξύ τοῦ στίχ. 12 καί 17 καί ἐξηγεῖ τήν μακρά
καθυστέρηση στήν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως.15,17.
Παλαιά τελετή διαθήκης (Ἰερ. 41 [Ἑβρ. 34],18): Οἱ συμβαλλόμενοι περνοῦν
μεταξύ τῶν αἱματηρῶν θυμάτων καί ἐπικαλοῦνται γιά τούς ἑαυτούς τους τήν τύχη τῶν
θυμάτων, ἄν παραβοῦν τήν συμφωνία. Ὑπό τό σύμβολον τῆς φωτιᾶς (βλ. τήν καιομένη
βάτο,Ἐξ. 3,2· τήν στήλη πυρός, Ἐξ. 13,21· τό καπνιζόμενο ὄρος τοῦ Σινᾶ, Ἐξ.
19,18) εἶναι ὁ Γιαχβέ ὁ ὁποῖος περνᾶ καί περνᾶ μόνος, γιατί ἡ διαθήκη του εἶναι
μονομερής, ἄνευ ὅρων ἐκ μέρους τοῦ Ἀβραάμ. Βλ. 9,9 σχόλ. Ἐδῶ ἔχομε μία ἐπίσημη
δέσμευση, ἡ ὁποία σφραγίζεται μέ ὅρκο κατάρας (τό πέρασμα μεταξύ τῶν
τεμαχισθέντων ζώων).
Ἡ γέννηση τοῦ Ἰσμαήλ (16,1-16)
(Προλογικό σημείωμα
τῆς περικοπῆς)
Ἀπογοητευμένη ἡ στείρα Σάρα, γιατί 75 ἐτῶν πιά δέν ἔβλεπε
νά ἐκπληρώνεται ἡ θεία ὑπόσχεση γιά ἀπόκτηση παιδιοῦ, σκέφτηκε νά ἐπισπεύσει
τήν ὑπόσχεση αὐτή μέ ἀνθρώπινη ἐπινόηση: Πρότεινε στόν σύζυγό της Ἀβραάμ νά
κοιμηθεῖ μέ τήν δούλη της Ἄγαρ καί νά ἀποκτήσει ἀπ’ αὐτή παιδί (στίχ. 2). Αὐτό ἐπιτρεπόταν
τότε. Γιά νά δικαιολογήσουμε ἀκόμη τήν πράξη αὐτή τοῦ Ἀβραάμ, λέγουμε ὅτι αὐτός
τό ἔκανε αὐτό ἐπειδή τό ἀπαίτησε ἡ Σάρα (στίχ. 2) καί διότι, ὅταν ὁ Θεός τοῦ ὑποσχέθηκε
ὅτι θά τοῦ δώσει υἱό ὡς κληρονόμο (15,4), δέν καθόρισε τήν Σάρα ὡς μητέρα τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ. – Ἡ Σάρα προσβλήθηκε ἐπειδή ἡ δούλη της Ἄγαρ ἔμεινε ἔγκυος ἀπό τόν Ἀβραάμ
(στίχ. 4) καί γι’ αὐτό τήν μεταχειρίστηκε μέ σκληρότητα. Καί ἡ Ἄγαρ βρῆκε τήν εὐκαιρία
καί δραπέτευσε (στίχ. 6). Πῆρε τόν δρόμο πρός τήν Αἴγυπτο διά μέσου τῆς ἐρήμου
Σούρ. Ἀλλά ἐκεῖ, σ’ ἕνα πηγάδι, τήν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἄγγελος Κυρίου καί τῆς εἶπε
νά ἐπιστρέψει πάλι στήν κυρία της καί νά ὑποταχθεῖ σ’ αὐτήν (στίχ. 7-9). Καί ἀκόμη
τῆς εἶπε, σχετικά μέ τό παιδί πού θά γεννήσει, ὅτι θά ὀνομαστεῖ «Ἰσμαήλ» (πού
σημαίνει «ὁ Θεός μέ ἄκουσε») καί ὅτι ὁ λαός του, πού θά εἶναι πολυάριθμος, θά εἶναι
ἄνθρωποι τῆς ὑπαίθρου, σάν τόν ἄγριο ὄνο τῆς ἐρήμου, λαός πολεμικός πρός ὅλους
καί θά κατοικήσει ἀνατολικά τῶν ἄλλων ἀπογόνων τοῦ Ἀβραάμ, πού θά εἶναι ἀδελφοί
του, γιατί κατάγονται ἀπό τόν ἴδιο γενάρχη (στίχ. 10-12). Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσμαήλ
λέγονται Ἰσμαηλῖτες ἤ Ἀγαρηνοί (ἀπό τήν Ἄγαρ) καί εἶναι οἱ Ἄραβες, πού
πραγματικά ἔχουν τά παραπάνω χαρακτηριστικά. Ὁ Ἄγγελος Κυρίου, πού ἐμφανίστηκε
στήν Ἄγαρ καί ἔδωσε αὐτές τίς ὑποσχέσεις εἶναι θεῖο Πρόσωπο, γιατί μιλάει μέ αὐθεντικότητα
καί ἐξουσία (στίχ. 10) καί ἀκόμα ὀνομάζεται «Θεός» καί «Κύριος» (στίχ. 13). Εἶναι
ὁ «μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος» (Ἠσ. 9,6),
τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. – Γιά νά ἔχει
ἡ Ἄγαρ συνέχεια τήν ἀνάμνηση τῆς θείας αὐτῆς ὀπτασίας, ὀνόμασε τό πηγάδι πού τῆς
φανερώθηκε ὁ Ἄγγελος Κυρίου «πηγάδι ὅπου
εἶδα τόν Θεό» (στίχ. 14). Ἡ τοποθεσία αὐτή ἀργότερα ἔγινε ἀγαπητός τόπος τοῦ
Ἰσαάκ (25,11).
(Μετάφραση τοῦ
κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο
παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
16,1Ἡ Σάρα, ἡ γυναίκα τοῦ Ἅβραμ, δέν τοῦ τεκνοποιοῦσε· εἶχε
ὅμως μιά Αἰγύπτια δούλη, πού ὀνομαζόταν Ἄγαρ. 2Καί εἶπε ἡ Σάρα στόν Ἅβραμ:
«Βλέπω ὅτι ὁ Κύριος μέ ἀπέκλεισε ἀπό τήν τεκνοποιΐα. Πήγαινε, λοιπόν, στήν
δούλη μου, γιά νά ἀποκτήσω ἀπό αὐτή τέκνο». Ὁ Ἅβραμ δέχτηκε τήν πρόταση τῆς
Σάρας.
3Δέκα χρόνια, λοιπόν, μετά τήν ἐγκατάσταση τοῦ Ἅβραμ στήν
γῆ Χαναάν ἔλαβε ἡ Σάρα, ἡ γυναίκα τοῦ Ἅβραμ, τήν Ἄγαρ, τήν Αἰγύπτια δούλη της,
καί τήν ἔδωσε στόν Ἅβραμ, τόν ἄνδρα της, γιά νά γίνει γυναίκα του. 4Συνῆλθε δέ
αὐτός μέ τήν Ἄγαρ καί αὐτή συνέλαβε. Ὅταν δέ εἶδε ὅτι συνέλαβε, ἔβλεπε τήν
κυρία της μέ περιφρόνηση. 5Καί εἶπε ἡ Σάρα στόν Ἅβραμ: «Ἀδικοῦμαι ἀπό σένα. Ἐγώ
ἔδωσα τήν δούλη μου στόν κόλπο σου, ἀλλά αὐτή, ὅταν εἶδε ὅτι συνέλαβε, μέ
περιφρόνησε. Ἄς κρίνει ὁ Θεός μεταξύ ἐμοῦ καί σοῦ». 6Εἶπε δέ ὁ Ἅβραμ στήν Σάρα:
«Νά, ἡ δούλη σου εἶναι στήν ἐξουσία σου. Μεταχειρίσου την ὅπως σοῦ ἀρέσει».
Τότε ἡ Σάρα τήν μεταχειρίστηκε μέ σκληρότητα, ὥστε ἐκείνη δραπέτευσε ἀπό αὐτήν.
7Τήν βρῆκε δέ αὐτήν ὁ Ἄγγελος Κυρίου στήν ἔρημο σέ μιά
πηγή νεροῦ, στήν πηγή τῆς ὁδοῦ Σούρ. 8Καί τῆς εἶπε ὁ Ἄγγελος Κυρίου: «Ἄγαρ,
δούλη τῆς Σάρας, ἀπό ποῦ ἔρχεσαι καί ποῦ πηγαίνεις;» Καί αὐτή ἀπάντησε: «Φεύγω
μακρυά ἀπό τήν κυρία μου». 9«Πήγαινε πίσω στήν κυρία σου – τῆς εἶπε ὁ Ἄγγελος
Κυρίου – καί ὑποτάξου στήν ἐξουσία της». 10Καί ἀκόμα τῆς εἶπε: «Θά κάνω τούς ἀπογόνους
σου τόσους πολλούς, ὥστε νά μή μποροῦν νά μετρηθοῦν ἀπό τό πλῆθος τους.
11Ἰδού, εἶσαι ἔγκυος – τῆς εἶπε ὁ Ἄγγελος Κυρίου –
θά γεννήσεις υἱό καί θά τόν ὀνομάσεις Ἰσμαήλ,
γιατί ἄκουσε ὁ Κύριος τήν θλίψη σου.
12Αὐτός θά εἶναι ἀγροῖκος ἄνθρωπος·
τό χέρι του θά εἶναι ἐναντίον ὅλων
καί τό χέρι ὅλων τῶν ἀνθρώπων θά εἶναι ἐναντίον του.
Καί θά κατοικήσει ἀνατολικά ὅλων τῶν συγγενῶν του».
13Καί κάλεσε ἡ Ἄγαρ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, πού μιλοῦσε σ’ αὐτή,
«Σύ ὁ Θεός, πού μοῦ φανερώθηκες»!α Γιατί, εἶπε: «Τόν εἶδα μπροστά μου, πού μοῦ
φανερώθηκε»!β 14Γι’ αὐτό ὀνόμασε τό φρέαρ ἐκεῖνο «Φρέαρ, ὅπου εἶδα (τόν Θεό)».γ
Καί αὐτό βρίσκεται μεταξύ Κάδης καί Βαράδ.
15Καί γέννησε ἡ Ἄγαρ υἱό στόν Ἅβραμ. Καί ὁ Ἅβραμ ὀνόμασε
τόν υἱό του, πού τοῦ γέννησε ἡ Ἄγαρ, Ἰσμαήλ. 16Ἦταν δέ ὁ Ἅβραμ ὀγδόντα ἕξι
χρόνων, ὅταν ἡ Ἄγαρ τοῦ γέννησε τόν Ἰσμαήλ.
α. «Ἐσύ εἶσαι ὁ
Θεός πού μέ εἶδες», λέει τό Ἑβρ.
β. «Εἶδα ἀκόμη ἐγώ ἐδῶ
αὐτόν πού μέ εἶδε;», λέει τό Ἑβρ.
γ. «Φρέαρ
Λαχαΐ-ροΐ», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά
σχόλια τῆς περικοπῆς)
16,1-16. Γιαχβική διήγηση μέ
στοιχεῖα ἀπό τήν ἱερατική διήγηση (στίχ. 1α.3.15-16). 16,2. Ἵνα τεκνοποιήσωμαι ἐξ αὐτῆς. Κατά τό μεσοποταμιακό δίκαιο,
μία στεῖρα σύζυγος ἠδύνατο νά δώσει στόν σύζυγό της μία δούλη της γιά γυναίκα
καί τά παιδιά τά γεννώμενα ἀπό αὐτή τήν ἕνωση ἀνεγνωρίζοντο ὡς ἰδικά της. Τήν
περίπτωση θά τήν δοῦμε πάλι στήν Ραχήλ (30,1-6) καί τήν Λεία (30,9-13). 16,7. Ἄγγελος Κυρίου. Στά παλαιά
κείμενα ὁ Ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ (βλ. 22,11. Ἐξ. 3,2. Κριτ. 2,1 κ.ἄ.) ἤ ὁ Ἄγγελος
τοῦ Θεοῦ (21,17. 19. 31,11. Ἐξ. 14,19 κ.ἄ.) δέν εἶναι κτίσμα ἄγγελος
διακρινόμενος ἀπό τόν Θεό (Ἔξ. 23,20)· εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός ἐμφανιζόμενος στούς
ἀνθρώπους μέ μορφή ἀγγέλου. Ἡ ταύτιση γίνεται στόν στίχ. 13. Σέ ἄλλα κείμενα ὁ Ἄγγελος
τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ ἐκτελεστής τῶν θελημάτων Του, βλ. σχόλ. εἰς Ἐξ. 12,23. Βλέπ.
ὁμοίως σχόλια στά χωρία Τωβ. 5,4. Ματθ. 1,20. Πράξ. 7,38. 16,11.
Τό ὄνομα Ἰσμαήλ («γισμα῾έλ») σημαίνει
«ὁ Θεός ἀκούει», ἀπό ρῆμα («σαμά῾» = ἀκούω). 16,12. Ἀπόγονοι τοῦ Ἰσμαήλ εἶναι οἱ Ἄραβες τῆς ἐρήμου, ἀνεξάρτητοι
καί πλάνητες σάν τόν ὄναγρο (Ἰώβ 39,5-8). 16,13.
Σύ ὁ Θεός ὁ ἐπιδών με. Ἑβρ. «Ἔλ ρο᾽ΐ», δηλαδή, «Θεός ὁραθείς», ἦταν τό ὄνομα
τῆς θεότητας ἑνός ἱεροῦ τόπου, πού τώρα ταυτίζεται ἀπό τήν Ἄγαρ μέ τόν Θεό τοῦ Ἰσραήλ.
Τό τέλος τοῦ στίχ. κατά τό Ἑβρ. ἔχει ἐρώτηση τῆς Ἄγαρ, ἡ ὁποία θέλει νά ἐκφράσει
τό νόημα ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά δεῖ τόν Θεό καί νά ζήσει· γιά τήν ἐρώτηση αὐτή
βλ. Ἔξ. 33,20. Κριτ. 6,22-23. 13,22. Τό κείμενο τῶν λόγων τῆς Ἄγαρ πρέπει νά ἔχει
φθαρεῖ. 16,14. Φρέαρ οὗ ἐνώπιον εἶδον.
Ἑβρ. «μπε᾽έρ λαχάϊ ρο᾽ΐ», δηλ. «φρέαρ στό ὁποῖο εἶδε κάποιος τόν Ζῶντα (Θεό)»
καί ἀκόμη ζεῖ. Ὑποθέτουν ὅτι τό φρέαρ ἀνήκει στήν νοτιότερη περιοχή τῆς Χαναάν
καί ἔγινε ἀργότερα ἀγαπητός τόπος κατοικίας τοῦ Ἰσαάκ (24,62. 25,11).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου