Μᾶς λέγει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής: «Ἀγαπητοί, εἰ οὕτως ὁ
Θεός ἠγάπησεν ἡμᾶς καί ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλους ἀγαπᾶν» (Α´
Ἰωάν. δ´ 11).
Δηλαδή, ἀγαπητοί, ἐάν τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός, καί ἐμεῖς ἔχουμε χρέος νά ἀγαπιώμαστε μεταξύ μας. Ὁ Ἅγιος τοῦ αἰῶνος μας, Ἅγιος Νεκτάριος λέγει: «Ἐπιδιώκετε τήν ἀγάπη. Ζητεῖτε καθημερινά ἀπό τόν Θεό τήν ἀγάπη.
Μαζί μέ τήν ἀγάπη ἔρχεται καί ὅλο τό πλῆθος τῶν ἀγαθῶν καί τῶν ἀρετῶν. Ἀγαπᾶτε γιά νά ἀγαπηθῆτε καί σεῖς ἀπό τούς ἄλλους. Δῶστε στόν Θεό ὅλη σας τήν καρδιά, ὥστε νά μείνετε στήν ἀγάπη».
Τό ὡραιότερο δῶρο πού μποροῦμε νά δώσουμε στόν ἀδελφό μας εἶναι ἡ ἀγάπη. Ποιά ἀγάπη ὅμως; Ἡ ἄδολη ἀγάπη. Δηλαδή, ἡ ἀγάπη πού ἔχει σάν πηγή τόν Θεό. Αὐτό μᾶς τό δίδαξαν οἱ Ἅγιοί μας σέ ὅλο τους τό βίο.
Στό Γεροντικό διαβάζουμε: Κάποτε πῆγε ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων στήν πόλη, γιά νά πουλήση διάφορα μικρά ἀντικείμενα. Ἐνῶ περπατοῦσε βλέπει στήν ἄκρη τοῦ δρόμου ἕνα λεπρό νά τοῦ λέγει:
«Ποῦ πηγαίνεις;».
Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἀββᾶς: «Στήν πόλη γιά νά πουλήσω αὐτά».
«Σέ παρακαλῶ, τοῦ λέγει ὁ ἄρρωστος, κάνε μου τήν χάρη, σήκωσέ με καί πήγαινέ με καί μένα στήν πόλη».
Πράγματι τόν σήκωσε ὁ ὅσιος καί τόν πῆγε στήν πόλη.
Τοῦ λέγει ὁ ἄρρωστος: «Ὅπου πουλᾶς τά ἀντικείμενα, ἐκεῖ βάλε καί μένα».
Ὁ Ὅσιος ἔκανε ὅπως τοῦ εἶπε, καί ὅταν πουλοῦσε ἕνα ἀντικείμενο, τόν ρωτοῦσε ὁ ἄρρωστος:
«Πόσο τό πούλησες;».
Τοῦ ἀπαντοῦσε ὁ Ὅσιος: «Τόσο».
Τότε τοῦ ἔλεγε ὁ ἄρρωστος: «Ἀγόρασέ μου μιά μικρή πίττα».
Καί τήν ἀγόραζε ὁ Ἀββᾶς.
Καί πάλι πουλοῦσε ἄλλο ἀντικείμενο καί τοῦ ἔλεγε ὁ ἄρρωστος: «Καί αὐτό πόσο;».
Καί τοῦ ἀπαντοῦσε «Τόσο».
Καί τοῦ ξανάλεγε: «Ἀγόρασέ μου αὐτό ἐδῶ».
Καί ὁ Ἀββᾶς τοῦ τό ἀγόραζε. Ἀφοῦ λοιπόν πούλησε ὅλα τά ἀντικείμενα καί σκόπευε νά φύγῃ, τοῦ λέγει ὁ ἄρρωστος:
«Φεύγεις;».
«Ναί», τοῦ ἀπαντᾶ.
Τότε τόν παρακαλεῖ: «Κάνε μου πάλι τήν χάρη καί πήγαινέ με ἐκεῖ ὅπου μέ βρῆκες».
Τόν σήκωσε λοιπόν καί τόν πῆγε στόν τόπο του.
Τότε ὁ ἄρρωστος γυρνάει καί τοῦ λέγει: «Εὐλογημένος εἶσαι Ἀγάθων, ἀπό τόν Κύριον στόν οὐρανό καί στή γῆ».
Σηκώνει τά μάτια του ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων καί δέν βλέπει πιά κανένα.
Γιατί ἦταν Ἄγγελος Κυρίου, πού ἦλθε νά δοκιμάση τήν ἀγάπη του.
Ἀλλὰ καὶ πάλι στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε: «ιη´. Ἕνας ἀδελφὸς συμβουλεύθηκε τὸν Ἀββᾶ Θεόδωρο, λέγοντας:
«Θέλω νὰ φέρω σὲ πέρας τὶς ἐντολές».
Καὶ τοῦ λέγει ὁ γέρων γιὰ τὸν Ἀββᾶ Θεωνᾶ ὅτι εἶχε πῆ καὶ ἐκεῖνος «θέλω νὰ φέρω σὲ πέρας ὅ,τι καλὸ μοῦ ἐμπνέει ὁ Θεός».
Πηγαίνει λοιπὸν στὸ ἀρτοποιεῖο καὶ φτιάχνει ψωμιά. Καὶ ὅταν τοῦ τὰ ζήτησαν οἱ φτωχοί, τοὺς τὰ δίνει. Τοῦ ζητοῦν καὶ ἄλλοι, ὁπότε τοὺς δίνει τὰ ζεμπίλια καὶ τὸ ἱμάτιο ὁποὺ φοροῦσε.
Μπαίνει ὕστερα στὸ κελλί του, ζωσμένος μὲ τὸ μαφόρι. Ἀλλὰ καὶ ἔτσι, πάλι μεμφόταν τὸν ἑαυτό του, λέγοντας ὅτι δὲν εἶχε ἐφαρμόσει πέρα ὥς πέρα τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ».
Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς λέγει περὶ τῆς ἀγάπης: «Ὁ Θεὸς ὡς χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν μαθητῶν Του ὥρισε τὴν τέλεια ἀγάπη.
Ἂς ζηλέψουμε τὴν πρώτη Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν, ὅπου τὰ πάντα ἦσαν κοινὰ σ᾽ αὐτοὺς (Πράξ. ε, 44), δηλαδὴ ἡ ζωή, ἡ ψυχή, ἡ συμφωνία, ἡ κοινὴ τράπεζα, ἡ ἀδιαίρετη ἀδελφότητα, ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη, ποὺ ἕνωνε σ᾽ ἕνα τὰ πολλὰ σώματα καὶ συνάρμοζε τὶς διάφορες ψυχὲς σὲ μία ὁμόνοια».
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 2061 13 Μαρτίου 2015
Δηλαδή, ἀγαπητοί, ἐάν τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός, καί ἐμεῖς ἔχουμε χρέος νά ἀγαπιώμαστε μεταξύ μας. Ὁ Ἅγιος τοῦ αἰῶνος μας, Ἅγιος Νεκτάριος λέγει: «Ἐπιδιώκετε τήν ἀγάπη. Ζητεῖτε καθημερινά ἀπό τόν Θεό τήν ἀγάπη.
Μαζί μέ τήν ἀγάπη ἔρχεται καί ὅλο τό πλῆθος τῶν ἀγαθῶν καί τῶν ἀρετῶν. Ἀγαπᾶτε γιά νά ἀγαπηθῆτε καί σεῖς ἀπό τούς ἄλλους. Δῶστε στόν Θεό ὅλη σας τήν καρδιά, ὥστε νά μείνετε στήν ἀγάπη».
Τό ὡραιότερο δῶρο πού μποροῦμε νά δώσουμε στόν ἀδελφό μας εἶναι ἡ ἀγάπη. Ποιά ἀγάπη ὅμως; Ἡ ἄδολη ἀγάπη. Δηλαδή, ἡ ἀγάπη πού ἔχει σάν πηγή τόν Θεό. Αὐτό μᾶς τό δίδαξαν οἱ Ἅγιοί μας σέ ὅλο τους τό βίο.
* * *
Στό Γεροντικό διαβάζουμε: Κάποτε πῆγε ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων στήν πόλη, γιά νά πουλήση διάφορα μικρά ἀντικείμενα. Ἐνῶ περπατοῦσε βλέπει στήν ἄκρη τοῦ δρόμου ἕνα λεπρό νά τοῦ λέγει:
«Ποῦ πηγαίνεις;».
Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἀββᾶς: «Στήν πόλη γιά νά πουλήσω αὐτά».
«Σέ παρακαλῶ, τοῦ λέγει ὁ ἄρρωστος, κάνε μου τήν χάρη, σήκωσέ με καί πήγαινέ με καί μένα στήν πόλη».
Πράγματι τόν σήκωσε ὁ ὅσιος καί τόν πῆγε στήν πόλη.
Τοῦ λέγει ὁ ἄρρωστος: «Ὅπου πουλᾶς τά ἀντικείμενα, ἐκεῖ βάλε καί μένα».
Ὁ Ὅσιος ἔκανε ὅπως τοῦ εἶπε, καί ὅταν πουλοῦσε ἕνα ἀντικείμενο, τόν ρωτοῦσε ὁ ἄρρωστος:
«Πόσο τό πούλησες;».
Τοῦ ἀπαντοῦσε ὁ Ὅσιος: «Τόσο».
Τότε τοῦ ἔλεγε ὁ ἄρρωστος: «Ἀγόρασέ μου μιά μικρή πίττα».
Καί τήν ἀγόραζε ὁ Ἀββᾶς.
Καί πάλι πουλοῦσε ἄλλο ἀντικείμενο καί τοῦ ἔλεγε ὁ ἄρρωστος: «Καί αὐτό πόσο;».
Καί τοῦ ἀπαντοῦσε «Τόσο».
Καί τοῦ ξανάλεγε: «Ἀγόρασέ μου αὐτό ἐδῶ».
Καί ὁ Ἀββᾶς τοῦ τό ἀγόραζε. Ἀφοῦ λοιπόν πούλησε ὅλα τά ἀντικείμενα καί σκόπευε νά φύγῃ, τοῦ λέγει ὁ ἄρρωστος:
«Φεύγεις;».
«Ναί», τοῦ ἀπαντᾶ.
Τότε τόν παρακαλεῖ: «Κάνε μου πάλι τήν χάρη καί πήγαινέ με ἐκεῖ ὅπου μέ βρῆκες».
Τόν σήκωσε λοιπόν καί τόν πῆγε στόν τόπο του.
Τότε ὁ ἄρρωστος γυρνάει καί τοῦ λέγει: «Εὐλογημένος εἶσαι Ἀγάθων, ἀπό τόν Κύριον στόν οὐρανό καί στή γῆ».
Σηκώνει τά μάτια του ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων καί δέν βλέπει πιά κανένα.
Γιατί ἦταν Ἄγγελος Κυρίου, πού ἦλθε νά δοκιμάση τήν ἀγάπη του.
* * *
Ἀλλὰ καὶ πάλι στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε: «ιη´. Ἕνας ἀδελφὸς συμβουλεύθηκε τὸν Ἀββᾶ Θεόδωρο, λέγοντας:
«Θέλω νὰ φέρω σὲ πέρας τὶς ἐντολές».
Καὶ τοῦ λέγει ὁ γέρων γιὰ τὸν Ἀββᾶ Θεωνᾶ ὅτι εἶχε πῆ καὶ ἐκεῖνος «θέλω νὰ φέρω σὲ πέρας ὅ,τι καλὸ μοῦ ἐμπνέει ὁ Θεός».
Πηγαίνει λοιπὸν στὸ ἀρτοποιεῖο καὶ φτιάχνει ψωμιά. Καὶ ὅταν τοῦ τὰ ζήτησαν οἱ φτωχοί, τοὺς τὰ δίνει. Τοῦ ζητοῦν καὶ ἄλλοι, ὁπότε τοὺς δίνει τὰ ζεμπίλια καὶ τὸ ἱμάτιο ὁποὺ φοροῦσε.
Μπαίνει ὕστερα στὸ κελλί του, ζωσμένος μὲ τὸ μαφόρι. Ἀλλὰ καὶ ἔτσι, πάλι μεμφόταν τὸν ἑαυτό του, λέγοντας ὅτι δὲν εἶχε ἐφαρμόσει πέρα ὥς πέρα τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ».
* * *
Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς λέγει περὶ τῆς ἀγάπης: «Ὁ Θεὸς ὡς χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν μαθητῶν Του ὥρισε τὴν τέλεια ἀγάπη.
Ἂς ζηλέψουμε τὴν πρώτη Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν, ὅπου τὰ πάντα ἦσαν κοινὰ σ᾽ αὐτοὺς (Πράξ. ε, 44), δηλαδὴ ἡ ζωή, ἡ ψυχή, ἡ συμφωνία, ἡ κοινὴ τράπεζα, ἡ ἀδιαίρετη ἀδελφότητα, ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη, ποὺ ἕνωνε σ᾽ ἕνα τὰ πολλὰ σώματα καὶ συνάρμοζε τὶς διάφορες ψυχὲς σὲ μία ὁμόνοια».
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 2061 13 Μαρτίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου