Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

«Γέροντα, πές τώρα νά ἔχω προσευχή... Ἄντε, θά ᾿χῃς πλημμύρα προσευχῆς»

Τό 1929, πέρασε ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, ὅπως ἀνεφέρθῃ προηγουμένως, ὁ Γέροντας Ἰωσήφ, γνώρισε κάποιες ἐνάρετες χῆρες, Μικρασιάτισσες, πού εἶχαν μεγάλο πόθο καί δίψα Θεοῦ. Ἀπό τότε ἀλληλογραφοῦσε μαζί τους καί προσπαθοῦσε νά τίς καθοδηγήσῃ στήν τελειότητα τῆς προσευχῆς, στήν πλήρη ἀφοσίωσι καί στή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Κι᾿ ἐκεῖνες, γευόμενες τούς γλυκεῖς καρπούς τῆς προσευχῆς, ἄρχισαν νά ἐπιζητοῦν τό ἅγιο καί ἀγγελικό Σχῆμα.
Τά γράμματα τοῦ Γέροντος ἦσαν ἁπλά καί ἀνεπιτήδευτα, ἀλλά γεμάτα σοφία καί πολλή ἀγάπη. Σέ κάποια ἀπ᾿ αὐτά ἔγραφε:
«Ἐζητήσατε, τέκνον τοῦ ἀγαθοῦ μας Θεοῦ, ἐάν θέλῃ ὁ Κύριος νά λάβῃς τό ἅγιον Σχῆμα. Ἐσύ, ἀδελφή μου, ἀφ᾿ ὅτου εἶδες τόν κόσμον βαδίζεις εἰς τόν δρόμον τοῦ Θεοῦ, καί ποτέ σου ἄλλο δέν ζήτησες ἀπό τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Λοιπόν, μήν ἀμφιβάλλῃς ὅτι εἶναι καιρός νά φορέσῃς καί τό ἅγιον Σχῆμα, ἀφοῦ καί χωρίς Σχῆμα ἤδη εἶσαι καλόγρια, καί τώρα πού ἐγήρασες τί ἔργα ζητεῖς;»1.

Τελικά, τό 1930, γιά νά τίς βοηθήσῃ καλύτερα, ἀποφάσισε νά τίς μαζέψῃ καί νά μείνῃ γιά λίγο μαζί τους. Τοῦ παρεχωρήθη ἕνα ἄδειο μοναστήρι πού ἦταν σ᾿ ἕνα ἔρημο χωρό, τήν Γεροβίτσα, πού βρίσκεται κοντά στό Ζύρνοβο τῆς Δράμας, τό σημερινό Κάτω Νευροκόπι.
Τό μοναστήρι ἦταν κατεστραμμένο, σχεδόν ἐρείπιο, γι᾿ αὐτό καί φώναξε τόν ἀδελφό του Λεονάρδο ἀπό τήν Ἀθήνα νά τόν βοηθήσῃ στά κτίσματα.
Ἐκεῖ στό Ζύρνοβο ἔκανε πέντε μοναχές: τήν Θεοδώρα πού ἦταν μιά ἀγιασμένη ψυχή, τήν ὁποία ὥρισε ὡς ἡγουμένη, τήν Εὐπραξία, πού ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία μετά τήν κοίμησι τῆς Θεοδώρας, μιά ἄλλη Εὐπραξία, τήν “Κλαίο-Μαρία”, πού ὅλο ἔκλαιγε ἀπό πολλή κατάνυξι καί τήν Φεβρωνία.
Οἱ μοναχές τοῦ Γέροντος ἦσαν πολύ ἐνάρετες ψυχές καί ὅλες Πόντιες. Τούς ἔμαθε τήν νυκτερινή ἀγρυπνία μέ τήν Νοερά προσευχή. Καί αὐτές, ἔλεγαν τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, μοιρολογώντας στά τούρκικα: «Ζακλίμ Ἰησοῦ, Ζακλίμ Ἰησοῦ,» δηλαδή: “γλυκύτατε Ἰησοῦ!”
Ἀγρυπνοῦσαν γονατισμένες καί ἔλεγαν λόγια στόν Χριστό μέ πολύ κλαυθμό, ἡ μία ξεχωριστά ἀπό τήν ἄλλη στά κελλάκια τους. Πήγαινε ὁ Γέροντας μέ τό κομποσχοίνι νά τίς ἐπισκεφθῇ νά δῇ ἄν ἀγρυπνοῦν ἤ ὄχι καί δέν τόν ἔπαιρναν εἴδησι ἀπό τόν πολύ κλαυθμό καί τήν κατάνυξι πού εἶχαν!
Ἡ μοναχή Θεοδώρα εἶχε πολλή “πνευματική συγγένεια” μέ τόν Γέροντα Ἰωσήφ. Ὁ ἴδιος ἀναφέρει σέ μία ἀπό τίς ἐπιστολές του ὅτι καί τήν ἀναπνοήν της αἰσθάνθηκε. Ἐνῶ δηλαδή ἐκεῖνος ἦταν πλέον στό Ἅγιον Ὄρος καί προσηύχετο, ξαφνικά τρόπον τινά ἔφυγε ὁ τόπος, διότι ἡ Χάρις δέν γνωρίζει τόπο καί χρόνο, καί τήν αἰσθανόταν δίπλα του, ἐνῶ ἐκείνη ἦταν ἔξω στόν κόσμο.
Ἀνάμεσα στίς χῆρες πού ἔκειρε μοναχή ὁ Γέροντας, ἦταν καί μία ἐξαιρετικά ἁγία ψυχούλα, ἡ ὁσιωτάτη μοναχή Εὐπραξία. Ἐνῶ ἀκόμα ἐκείνη ἦταν λαϊκή στή Θεσσαλονίκη καί ὁ Γέροντας Ἰωσήφ μέ τόν πατέρα Ἀρσένιο στή Δράμα, αὐτή εἶπε στίς γνωστές της:

    Εἶδα ἕναν Γέροντα, ἔτσι καί ἔτσι, καί αὐτός θά μέ κάνῃ καλόγρια.
    Ἄντε βρέ, τῆς λένε, πού πιστεύεις στά ὄνειρα;
    Δέν ξέρω, ἔτσι εἶδα, ἀπαντᾷ.

Πράγματι, ὅταν ἔφθασε ὁ Γέροντας στή Θεσσαλονίκη, κατά θεία συγκυρία, συναντήθηκαν καί τελικά τήν ἔκειρε μοναχή μέ τό ὄνομα Εὐπραξία! Ἐπειδή ὅμως ἦταν Πόντια, Τραπεζούντια, δέν ἤξερε τά Ἑλληνικά καλά καί ἄντί νά λέῃ Εὐπραξία, ἔλεγε Ἀπραξία.

    Πῶς ἐκλήθης ἀδελφή;

Τήν ρωτοῦσαν κι᾿ ἐκείνη ἀπαντοῦσε:

    Ἀπραξία!

Ὅταν ἔγινε μοναχή ἀκόμα καί τό Ψαλτήρι στά τούρκικα τό διάβαζε. Ὅταν διάβαζε τό Ὡρολόγιον κι᾿ ἄλλα ἐκκλησιαστικά βιβλία, δέν καταλάβαινε καί γι᾿ αὐτό ἔκλαιγε συνέχεια καί παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τήν φωτίσῃ νά «γινώσκῃ ἅ ἀναγινώσκῃ». Ἕνα βράδυ, μετά ἀπό ποταμούς δακρύων, εἶδε στόν ὕπνο της τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν Θεολόγον πού τῆς ἔδωσε κάτι νά πιῇ μ᾿ ἕνα κουταλάκι. Ὅταν ξύπνησε, αἰσθάνθηκε ὅτι μποροῦσε νά διαβάζῃ ὁ,τιδήποτε καί νά τό καταλαβαίνῃ πλήρως. Ἀμέσως πῆρε τό Ὡρολόγιον καί τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας στά χέρια της, τά διάβαζε καί τά καταλάβαινε ὅλα!
Ἡ Γερόντισσα Εὐπραξία ἦταν πολύ ἀσκητική, ἀλλά ἡ μεγαλύτερη ἀρετή της ἦταν ὅτι εἶχε πολλή πίστι στόν Γέροντα. Ὅ,τι τῆς ἔλεγε ὁ Γέροντας τό δεχόταν σάν ἀποκάλυψι! Μάλιστα, συχνά συνέβαινε καί ἡ ἀκόλουθη χαριτωμένη στιχομυθία. Πρίν ξεκινήσει τήν ἀγρυπνία της, πήγαινε στόν Γέροντα καί τοῦ ἔλεγε:

    Γέροντα, πές τώρα νά ἔχω προσευχή.
    Ἀντε, θά ᾿χῃς προσευχή.
    Ὄχι ἔτσι, Γέροντα. Δέν τό εἶπες μέ τήν καρδιά σου. Πές, πές, πές, τοῦ ξαναλέει.
    Ἄντε, θά ᾿χῃς πλημμύρα προσευχῆς.

Τῆς λέγει ὁ Γέροντας.

    Ἔ, τώρα, εὐχαριστῶ, Γέροντα.

Καί πῶς ὁ Θεός σφραγίζει τό στόμα τοῦ Γέροντος! Πράγματι, μέ τό πού τῆς ἔλεγε ἔτσι, πλημμύρα Χάριτος ἐρχόταν!

Τόση πίστι εἶχε ἡ ἀγαθή Γερόντισσα στόν Γέροντά της, πού ἔλεγε:

    Γέροντα, νά σέ πάρω στόν ὦμο μου, νά σ᾿ ἔχω στόν ὦμο μου καί τότε δέν φοβᾶμαι. Καί στά Ἱεροσόλυμα πηγαίνω περπατώντας.

Καί ἐπειδή εἶχε αὐτή τήν εὐλάβεια στόν Γέροντά της, εἶχε πετύχει πολλά στήν προσευχή. Ἔκανε πολλή ὥρα Καρδιακή προσευχή καί ἔφθασε σέ μεγάλη ἀπάθεια καί ὑψηλή πνευματική κατάστασι. Ὅταν ἔμπαινε ὁ Γέροντας καμιά φορά στό κελλί της τήν σκουντοῦσε καί συνήρχετο, δηλάδη, βρισκόταν σέ προστάδιο θεωρίας. Σίγουρα θά εἶχε καί ἐκστάσεις. Ἦταν βέβαια πάντοτε καλῆς προαιρέσεως, ἀγιασμένη καί μυροβλυσμένη.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας, πώς ἡ μοναχή Εὐπραξία εἶχε τόση Χάρι ἀπό τόν Θεό, πού στό μοναστήρι, ὅταν ἦταν, ἔβγαλε καί δαιμόνιο ἀπό ἕνα παιδάκι.
Εἶχε ἔρθει ἕνα παιδί στόν ναό τοῦ μοναστηριοῦ κατά τήν θεία Λειτουργία. Ὅταν τελείωσε ἡ θεία Λειτουργία, τό παιδί πλησίασε τόν ἱερέα παρακαλώντας τον νά τοῦ διαβάσῃ κάποια εὐχή καί νά τό σταυρώσῃ, διότι εἶχε δαιμόνιο.
Ὁ ἱερέας εἶπε στό παιδί:

    Παιδί μου, πήγαινε σ᾿ ἐκείνη τήν μοναχή νά σέ σταυρώσῃ. Ἐκείνη ἔχει τήν δύναμι νά γίνῃς καλά.

Τό παιδί ἔκανε ὑπακοή καί πῆγε καί τήν παρακάλεσε:

    Γερόντισσα, σταύρωσέ με.
    Παιδί μου, τοῦ λέει, στόν ἱερέα νά πᾶς, ἐκεῖνος ἔχει τήν Χάρι καί τήν δύναμι. Ἐγώ εἶμαι μία ἁπλή μοναχή.
    Μά, λέγει τό παιδί, ἐκεῖνος μέ ἔστειλε σέ σένα νά μέ σταυρώσῃς. Σταύρωσέ με, σέ παρακαλῶ, ἀδελφή. Εἶναι τόσο δύσκολο;

Ἦρθε σέ δύσκολη θέσι ἡ ἀγαθή Γερόντισσα, ἀλλά τί νά κάνῃ στήν τόση ἐπιμονή τοῦ παιδιοῦ; Τό σταύρωσε καί ἀμέσως τό δαιμόνιο «ὅπου φύγει, φύγει»! Καί τό παιδί θεραπεύτηκε ἐντελῶς.

Ἡ μοναχή Φεβρωνία ἐπειδή ἦταν νέα καί δούλευε πολύ, ἔνιωθε τήν ἀνάγκη νά τρώῃ λίγο παραπάνω. Ἀλλά ἡ Εὐπραξία, πού ἦταν ἡγουμένη μετά τήν κοίμησι τῆς Θεοδώρας, ἦταν πολύ “σφιχτή”. Πόντια ἡ ἴδια καί μεγάλη ἀγωνίστρια, τήν μάλωνε διαρκῶς:

    Μήν τρῶς πολύ!

Αὐτή ἡ εὐλογημένη κατέβαζε τό κεφάλι καί κοκκίνιζε ἀπό ντροπή.
Λέει κάποια στιγμή ὁ Γέροντας στήν Εὐπραξία:

    Ἄσε τό κορίτσι νά φάῃ, πεινάει.
    Αὐτή ἡ γαστρίμαργη εἶναι τέτοια...!

Τῆς λέει ὁ Γέροντας:

    Νά μή μιλᾶς!
    Ὄχι, αὐτή εἶναι ἔτσι κι᾿ ἔτσι...

Καί ὅταν ἔφευγε τήν μάλωνε πάλι, εἶχε λίγο γλῶσσα στίς ἀρχές. Ἀλλά ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ἦταν στρατηγός. Τῆς λέει:

    Κοίταξε καλά, ἄν μιλήσῃς τώρα στό τραπέζι, ὅπως εἶναι τό φαΐ μέ τό ταψί, θά τό πετάξω ἀπ᾿ τό παράθυρο!

Μόλις κάθησαν στό τραπέζι τῆς λέει ὁ Γέροντας:

    Εὐπραξία! Πρόσεξε!

Ἡ Γερόντισσα Εὐπραξία “ἔπιασε” τό μήνυμα καί σιώπησε γιά λίγο. Τελικά ὅμως δέν τά κατάφερε, τῆς ξέφυγε καί εἶπε:

    Κοίτα, Φεβρωνία, μή φᾶς πολύ!!!

Ὅπως ἦταν τό φαΐ, τό πιάνει ὁ Γέροντας καί φάπ! Ἀπ᾿ τό παράθυρο ἔξω!

    Ἄϊντε τώρα! Θά τό μαζέψετε καί θά τό φᾶτε μέ τό χῶμα, γιά νά μάθετε.

Ὅμως, ἐπειδή δεχόταν μέ ταπείνωσι ὅλη τήν αὐστηρή παιδεία τοῦ Γέροντος, ὄχι μόνον διορθώθηκε ἀλλά καί ἁγίασε κιόλας. Ἀκόμα καί τά ροῦχα της εὐωδίαζαν. Ἡ ζώνη της κόπηκε μιά φορά καί πῆγε νά τήν ράψῃ ὁ πατήρ Ἀρσένιος καί εὐωδίαζε. Τέτοια ἀσκήτρια ἦταν.
Ὁ παπα – Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης γνώρισε ἐξ ἰδίας πείρας τήν Χάρι πού εἶχαν οἱ εὐλαβεῖς αὐτές Γερόντισσες καί κάποτε διηγήθηκε τίς ἀκόλουθες ἱστορίες γιά τήν ἀδελφή Εὐπραξία. «Κάποτε περίμενα τόν Γέροντα νά ἔλθῃ ἀπ᾿ ἔξω. Εἶχε βγεῖ ἔξω τήν Διακαινήσιμο Ἑβδομάδα. Εἶπε ὁ Γέροντας στίς μοναχές:

    Βρῆκα ἕνα παπαδάκι καλό, (γιά μένα ἔλεγε).

Συνεννοήθηκε ἡ Γερόντισσα Εὐπραξία μέ τίς ἄλλες καί μοῦ ἔπλεξαν ἕνα σκουφάκι. Ὅταν ἦρθε ὁ Γέροντας, πῆγε στίς “ἁλυκές” καί δέν ἀνέβηκε πάνω στό καλλυβάκι του. Ἔτσι κατεβήκαμε ὅλοι κάτω. Βγῆκε στό λιμάνι ἀπό τήν βάρκα καί πλησίασα κοντά του.

    Φόρεσε αὐτό τό σκουφάκι, μοῦ λέγει.

Μόλις τό φόρεσα, ἀμέσως πῆρα Χάρι, ἐνέργεια προσευχῆς, ἄναψα ἀπό προσευχή καί θεῖον ἔρωτα.

    Τί σκουφί εἶναι αὐτό, Γέροντα; ρώτησα ἔκπληκτος.
    Νά ἤξερες, λέγει ὁ Γέροντας, τί προσευχές ἔκανε ἡ Γερόντισσα σ᾿ αὐτό τό σκουφάκι! Αὐτά εἶναι κειμήλια».2

Μέ τόση ἄσκησι καί προσευχή πέρασαν ὅλη τους τήν ζωή οἱ ἅγιες αὐτές ψυχές. Πράγματικά διαμάντια. Ἡ τελευταία ἀπό τίς πέντε γερόντισσες πού πέθανε ἦταν ἡ Εὐπραξία, ἔζησε περίπου 100 ἔτη.
Ἦταν στή Θεσσαλονίκη καί ὅταν ἦλθε τό τέλος της, εἶδε τούς δαίμονες πού ἦλθαν νά τήν πάρουν.
Γύριζε πρός τά ἀριστερά καί ἔλεγε:

    Γκίτ, γκίτ. Δηλαδή “φύγε” στά τούρκικα καί ἔδιωχνε τούς δαίμονες μέ ἀνοιχτά μάτια καί μ᾿ ὅλα τά λογικά της.

Μετά, γύρισε πρός τά δεξιά καί βλέποντας τούς Ἀγγέλους ἔλεγε:

    Γκέλ, γκέλ. Δηλαδή: “Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε”.

Κι᾿ ἔτσι ἐκοιμήθη ἡ τελευταία καλόγρια τοῦ ὁσίου Γέροντος Ἰωσήφ.

Ὁ Γέροντας ἠγωνίζετο σκληρά πάντοτε. Δέν γνώριζε τί θά πῇ ὑποχώρισις. Εἶχε πίστι πολύ μεγάλη, ἡ ὁποία ἦταν ἀνάλογη τῶν ἔργων του καί τῶν ἀγώνων του. Ἔλεγε:

«Νά βαδίζετε μέ τήν πίστι καί ὄχι μέ τήν γνῶσι. Ὅλα τά ἔργα σας νά τά κάνετε βασιζόμενοι καί ἐλπίζοντες στόν Θεόν. Ὄχι τί λέγει ἡ γνῶσις, ἀλλά ἡ πίστις τί λέγει».
Μία μοναχή κάποτε ἔγραψε στόν Γέροντα ὅτι εἶναι ἄρρωστη κι᾿ ἄν δέν κάνῃ ἐγχείρησι θά πεθάνῃ. Ἀλλά ἐπειδή ἡ ἀσθένεια ἦταν γυναικολογική, δέν ἤθελε ὁ Γέροντας νά γίνῃ ἡ ἐγχείρησις καί τῆς ἔκανε πολλή προσευχή. Πάνω στήν προσευχή πῆρε τήν πληροφορία ὅτι ἡ ἀσθένεια θά περάσῃ καί ἔτσι τῆς ἔγραψε τελείως ἀντίθετα ἀπό τήν γνώμη τοῦ γιατροῦ, ὅτι δηλαδή θά ζήσῃ χωρίς ἐγχείρησι.
Ἐκείνη ξανάγραψε στό Γέροντα ὅτι ἄν δέν κάμῃ ἐγχείρησι, ὅπως τῆς εἶπε ὁ γιατρός, θά πεθάνῃ.
Ὁ Γέροντας ὅμως ἐπανέλαβε:

    Ἔχε πίστι, ἄφησε τα ὅλα στόν Θεό καί προτίμησε τόν θάνατον. Καί τελικά, ἡ μοναχή τοῦ ἔστειλε ἀπάντησι, ὅτι ἡ ἀσθένειά της ὑποχώρησε.

Στίς ἀρχές ὁ Γέροντας ἦταν ἀνυποχώρητος στόν τομέα τῆς ἀρρώστιας καί τῶν γιατρῶν. Ἀργότερα ὅμως, στά τέλη τῆς ζωῆς του, ὑποχωρώντας στίς παρακλήσεις τῶν ὑποτακτικῶν του, δέχτηκε φαρμακευτική περίθαλψι καί εἶδε τήν ὠφέλεια ἀπό τά φάρμακα, ὁμολογώντας:

«Ἦλθαν κοντά μου πολλοί, καί μέ προσευχήν καί νηστείαν ἐθεραπεύθησαν. Τώρα ὅμως, δέν μέ ἀκούει ὁ Κύριος, διά νά μάθω καί τά φάρμακα καί τούς ἰατρούς. Νά γίνω συγκαταβατικός εἰς τούς ἄλλους. Ἐδιάβασα καί τοῦ ἁγίου Νεκταρίου τές ἐπιστολές καί εἶδα πόσον προσεῖχε εἰς τούς ἰατρούς καί τά φάρμακα ἕνας τόσον μεγάλος Ἅγιος! Ἐγώ ὁ πτωχός ἀσκητής ὅλο εἰς τήν ἔρημον ἐγήρασα καί ἤθελα μόνον μέ τήν πίστιν νά θεραπεύσω. Τώρα μανθάνω καί ἐγώ ὅτι χρειάζονται καί τά φάρμακα καί ἡ Χάρις».
Κάποτε ἐπισκέφθηκε ἕνα ἄλλο γυναικεῖο μοναστήρι, ἐκεῖ κοντά στή Δράμα καί ἐπειδή πέρασε ἡ ὧρα ἔτυχε νά κοιμηθῇ στόν ξενῶνα. Οἱ διακονήτριες, πού φρόντιζαν τό κελλί τοῦ Γέροντα, παρατήρησαν ὅτι ὅπως ἀκριβῶς ἔστρωναν τό κρεββάτι του, ἔτσι καί τό εὕρισκαν τήν ἑπομένη. Διότι ὁ Γέροντας καί ὁ πατήρ Ἀρσένιος δέν ἐκοιμῶντο στό πλευρό οὔτε κἄν σέ κρεββάτι, γιά ἄσκησι. Ὅταν ὅμως τό ἔμαθε αὐτό ἡ ἡγουμένη τῆς Μονῆς, τόν κάλεσε καί τοῦ εἶπε:

    Ξέρεις νά κάνῃς ὑπακοή Γέροντα;
    Ξέρω!
    Λοιπόν, ἀπό σήμερα θά ξαπλώνῃς στό κρεββάτι, ὅταν ξεκουράζεσαι.

Δυσκολεύτηκε λίγο ἐσωτερικά ὁ Γέροντας νά ἐγκαταλείψῃ τήν ἄσκησί του, ἀλλά ἀποφάσισε νά κάνῃ ὑπακοή. Γιά πρώτη φορά ὕστερα ἀπό χρόνια κοιμήθηκε σέ κρεββάτι. Καί τί συνέβη; Ὅταν ξύπνησε γιά τήν ἀγρυπνία του εἶχε τόση διανοητική διαύγεια καί ψυχική ἄνεσι, πού θαύμαζε τήν δύναμι τῆς ὑπακοῆς. Στή συνέχεια ἡ ἀγρυπνία του πέρασε μέ πολλή ἐπιτυχία. Καί τότε εἶπε στόν πατέρα Ἀρσένιο:

    Ἀπό σήμερα θά ξεκουραζώμαστε στά ξύλινα κρεββάτια.

Ἡ ζωή τοῦ Γέροντα στή Δράμα δέν διέφερε σέ τίποτα ἀπό τήν ζωή του στό Ἅγιον Ὄρος. Ζοῦσε μέ σκοπό τήν “ἀτέλεστη” τελειότητα. Ἔτσι, μόλις ἄκουγε ὅτι κάποιος ἦταν προχωρημένος στήν ἀρετή, ἀμέσως ἔσπευδε νά τόν συναντήσῃ πρός ὡφέλειά του. Ἐνῶ λοιπόν, ἦταν στό μοναστήρι, πῆγαν κάποιοι καί τοῦ εἶπαν:

    Εἶναι μιά μοναχή στή Δράμα, πού προφητεύει καί λύνει ὅλα τά προβλήματα.
    Θά πάω νά τήν δῶ, εἶπε ὁ Γέροντας.

Αὐτή ἡ μοναχή μιλοῦσε δῆθεν μέ τήν Παναγία καί τῆς “προέλεγε” τά πάντα, ἀκόμα καί γιά τούς ἀνθρώπους πού θά τήν ἐπισκέπτονταν. Ἔτσι πήγαινε πολύς κόσμος.
Πάει ὁ Γέροντας καί τῆς λέει:

    Πῶς πῆρες αὐτή τήν Χάρι;
    Εἶναι ἀπό τόν Θεό, ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα.
    Καί καταλαβαίνεις τίς σκέψεις;
    Ναί.
    Θά βάλω μία σκέψι στήν καρδιά μου, κι᾿ ἄν τήν βρῇς ἐντάξει. Ἄν δέν τήν βρῇς νά μουγγαθῇς.

Ἔβαλε ὁ Γέροντας κατά νοῦ μία βρισία κατά τοῦ διαβόλου, διότι κατάλαβε ὅτι ὁ διάβολος τῆς τά ᾿λεγε.

    Πές μου τήν σκέψι μου.

Βουβάθηκε. Δέν μποροῦσε νά μιλήσῃ.

    Μίλα.

Δέν μποροῦσε.

    Ἄμα μετανοήσῃς καί σταματήσῃς νά κάνῃς προφητεῖες μέ τόν διάβολο, θά σέ σταυρώσω καί θά γίνῃς καλά.

Αὐτή ἔνευσε ὅτι δέχετε καί ὁ Γέροντας τήν σταύρωσε, λύθηκε τό στόμα της, καί τῆς εἶπε:

    Εἶσαι πλανεμένη ἀπό ἐγωϊσμό καί οἴησι. Νά κοιτάξῃς τίς ἁμαρτίες σου καί νά μήν τό ξανακάνῃς αὐτό.

Ἡ μοναχή ἔγινε καλά, ἀλλά δυστυχῶς μετά ἀπό λίγο καιρό ξαναγύρισε στήν πλάνη της.
Ὁ οἰκεῖος Μητροπολίτης πολύ χαιρόταν μέ τήν ἵδρυσι τῆς γυναικείας Μονῆς ἀπό τόν Γέροντα Ἰωσήφ, διότι ἦταν πνευματικός ἄνθρωπος. Μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα πού τόν διέκρινε πίστευε ἀκράδαντα ὅτι ἡ λειτουργία μοναστηριῶν θά ἔφερνε πολλή ὠφέλεια στό ποίμνιό του.
Συνέβη ὅμως κάποια πρόσωπα, πού δέν συμπαθοῦσαν τόν Γέροντα, νά τόν συκοφαντήσουν πολύ ἄσχημα στόν ἐπίσκοπο γιά ζητήματα ἠθικῆς φύσεως, ὅπως τόν ἅγιο Νεκτάριο. Ὁ Μητροπολίτης, κατά παραχώρησι Θεοῦ, ὡς ἄνθρωπος παρεσύρθη. Ἔδωσε βάσι στίς διαβολές χωρίς νά τίς ἐρευνήσῃ καί ἔτσι ἄρχισε νά καταδιώκῃ τόν Γέροντα καί νά τόν ἐμποδίζῃ στό ἔργο του.
Ὁ Γέροντας κατενόησε τήν θέσι τοῦ εὐλαβοῦς Μητροπολίτου καί γιά νά μήν δώσῃ συνέχεια στήν ὑπόθεσι πῆγε καί κρύφθηκε σ᾿ ἕνα γνωστό του σπίτι. Ἐκεῖ διάλεξε μιά ἥσυχη γωνιά καί ἡσύχαζε σάν σέ σπήλαιο. Ἀνησυχοῦσε ὅμως πολύ, διότι δέν γνώριζε τί ἔγιναν οἱ μοναχές του, ἄν τίς ἔδιωξαν ἤ ὄχι. Καί ἐνῷ ἔτσι ἀνησυχοῦσε, συνέβη καί χειρότερος πειρασμός. Ἔμαθε ὅτι οἱ κομιτατζῆδες πῆγαν στό μοναστήρι ὅπου ἦσαν οἱ μοναχές του.
Ἔτσι, λοιπόν, μέ μεγάλη ἀγωνία καί πόνο ἔκανε πολλή προσευχή ὅλη τήν ἡμέρα. Τό βράδυ, ἐξαντλημένος ἀπό τήν ἀγωνιώδη προσευχή καί μισοξυπνητός ὅπως ἦταν, βλέπει τόν ἅγιο Νικόλαο, πρός τιμήν τοῦ ὁποίου ἦταν ἀφιερωμένο τό μοναστήρι νά τοῦ λέγῃ:

    Μή στενοχωρῆσαι. Ἐγώ ἔχω ὑπό τήν προστασία μου τίς μοναχές σου.

Συνῆλθε ἀμέσως καί αἰσθάνθηκε παρηγοριά, δέν ἔφυγε ὅμως τελείως ὁ φόβος καί ἡ ἀγωνία. Σέ λίγο, ἐξαντλημένος ἀπό τήν κόπωσι καί τήν στενοχώρια, μόλις βυθίσθηκε γιά λίγο στόν ὕπνον, ἐμφανίζεται ἡ Παναγία καί τόν ἀσπάσθηκε, ἀπό δέ τά φορέματά της ἐξήρχετο ἄρρητος εὐωδία.
Ὁ Γέροντας τότε βρέθηκε σέ κατάστασι ἀπερίγραπτης μακαριότητος. Ὁ φόβος καί ἡ ἀγωνία του ἐξηφανίσθησαν παντελῶς καί γιά μῆνες αἰσθανόταν τήν ὑπερκόσμιο αὐτή εὐωδία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, πληροφορήθηκε πώς οἱ μοναχές του διαφυλάχθηκαν σῶες καί ἀβλαβεῖς ἀπό τούς πειρασμούς.


Tων Γιώργου Θεοχάρη, Μιχαήλ
Τό ἑπόμενο γεγονός καταμαρτυρεῖ τήν συνεχῆ ἀσκητική πορεία τοῦ Γέροντος καί στόν κόσμο καί τήν φροντίδα του γιά τούς συγγενεῖς του.

Μία μέρα, στά τέλη τοῦ 1931, καθώς προσευχόταν στήν ἥσυχη γωνιά του, ξαφνικά ἀνεφώνησε μέ ἀγωνία:

    Ὁ Νικόλας!

Τί εἶχε συμβεῖ; Ὁ Νικόλαος ἦταν ὁ κατά σάρκα ἀδελφός τοῦ Γέροντα, δέκα χρόνια μικρότερος, πού μέ τήν οἰκονομική βοήθειά του –ὅταν ἦταν στόν κόσμο– καί τῶν συγγενῶν του κατάφερε νά σπουδάσῃ, στήν Ἀνωτάτη Ἐμπορική σχολή καί μέ βραβεῖο μάλιστα. Μόλις τελείωσε τήν σχολή, ὑπηρέτησε τήν ὑποχρεωτική θητεία του, ὅπως καί ὁ ἀδελφός του Γέροντας Ἰωσήφ, στό Ναυτικό.

Ἐνῶ ὑπηρετοῦσε τήν θητεία του, χρειάστηκε νά ἐπισκευάσῃ κάποια ἠλεκτρικά καλώδια ὑψηλῆς τάσεως. Μά φαίνεται κάτι δέν πῆγε καλά καί τόν τίναξε τό ἠλεκτρικό ρεῦμα. Καί τήν στιγμή πού ὁ Νικόλαος ἔπεφτε ἀπό τά ψηλά καλώδια στό ἔδαφος, ὁ Γέροντας Ἰωσήφ τό πληροφορήθηκε στήν προσευχή του.
Ἔσπευσε ἀμέσως στήν Ἀθήνα κι᾿ ἐκεῖ συνάντησε τόν ἀδελφό του, τραυματισμένο σοβαρά στό δεξί του χέρι (ὁ δεξιός ἀντίχειρας του εἶχε σχεδόν ἀχρηστευθῇ). Τό ἀτύχημα ἦταν ἀρκετά σοβαρό, ὥστε ἀπολύθηκε ἀπό τό Ναυτικό μέ σύνταξη 80 δραχμῶν τήν ἐποχή ἐκείνη.
Μετά τήν ἀποθεραπεία του, ὁ Νικόλαος παραχώρησε τήν σύνταξί του στούς ἀνηψιούς του, πού ἦσαν ὀρφανά, καί στά μέσα τοῦ 1933, σέ ἡλικία 25 ἐτῶν, ἔφυγε καί ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά γίνῃ μοναχός κοντά στόν κατά σάρκα ἀδελφό του Γέροντα Ἰωσήφ.
Μετά ἀπό τήν Ἀθήνα ὁ Γέροντας γύρισε πίσω στό Ζύρνοβο. Εἶχε ἤδη συμπληρώσει δύο χρόνια ἐκεῖ. Ἐν τῷ μεταξύ, πέθαναν δύο ἀπό τίς μοναχές του κι᾿ ἔμειναν τρεῖς. Καί ἐπειδή ὁ Ἐπίσκοπος συνέχιζε νά τίς κυνηγάῃ μετέβησαν στήν Οὐρανούπολι. Ἐκεῖ οἱ καλόγριες εἶχαν ἕναν μῦλο καί ἀπό ἐκεῖ ἐσυντηροῦντο.
Ὅμως, ὅσο καιρό ἔμενε ἔξω ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ὁ Γέροντας δέν γευόταν τήν χάρι τῆς θεωρίας ὅπως στήν ἔρημο γι᾿ αὐτό καί εἶπε στόν πατέρα Ἀρσένιο:

    Τί κάνουμε; Ἤρθαμε νά σώσουμε τόν κόσμο, νά κάνωμε καλογριές, καί τώρα ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Ἔχασα τόν Θεό μου!

Προφανῶς τοῦ στοίχισε πολύ πού στερήθηκε τούς καρπούς τῆς ἡσυχίας γιά τόσο χρόνο, διότι ἔλεγε κατόπιν στούς ὑποτακτικούς του:

«Ἐγώ, καθώς ἀπεδείχθη, εἶμαι νά φυλάγω τούς βράχους, ὡς ὑστερημένος τοιούτου χαρίσματος, καί ἀνάξιος τῆς διακονίας τοῦ λόγου, «οἴμοι τῷ ταπεινῷ καί γεγηρακότι!» Ὡς εἰκάζω ἐκ τοῦ φαινομένου, δίς προσέκρουσα ἐξ ἁγνοίας τῷ θείῳ θελήματι. Ποίῳ λόγῳ ἐλέγξω τήν ἀθλία ψυχή μου; Ποίῳ δέ τρόπῳ ἐκλιπαρήσω τόν Κύριον μου; Ἤ ποῖον ἔργον ἐργάσομαι ἀρεστόν τῷ Θεῷ μου; Φεῦ μοι τῷ ταπεινῷ! ὅτι ἐξέλιπον τά δάκρυα ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν μου».
Ἔτσι πῆρε τήν ἀμετάκλητη ἀπόφασι νά γυρίσῃ ὁριστικά στήν πολυπόθητο “ἔρημο” τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀλλά δέν μποροῦσε καί νά παρατήσῃ τίς μοναχές του, καί γι᾿ αὐτό τούς εἶπε:
«Τώρα δέν μπορῶ ἄλλο νά συνεχίσω νά ζῶ μαζί σας. Θά πάω στό Ἅγιον Ὄρος νά ζήσω σάν ἀσκητής. Θά μοῦ κάνετε ἀπόλυτη ὑπακοή καί θά ἐπικοινωνοῦμε μέ γράμματα».
Ὅπως ἀπεδείχθη, ἡ ἀλληλογραφία κάλυψε πλήρως τίς πνευματικές τους ἀνάγκες καί ὅλες τους εἶχαν ὁσιακό τέλος μέσα στίς οἰκογένειές τους.

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

1Γέροντας Ἰωσήφ, Ἔκφρασις..., σελ. 231-232.
2Ἡ διήγησις ὑπάρχει καί στό βιβλίο: Γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης, Ἔκδ. Ἱ. Ἡσ. Ἅγιος Ἐφραίμ, Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους, 2000, σελ. 204-205.

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:
“Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἐκδόσεις Γ. Γκέλμπεσης

hristospanagia3.blogspot.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου