«Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα»
Κυριακὴ ΙA´ Λουκᾶ (Λουκ. ιδ´, 16–24)
Ἀρχιμ. Μάρκου Μανώλη
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, εὐσεβεῖς χριστιανοί, ἐπὶ τῇ μεγάλῃ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων, ἑτοιμάζει Δεῖπνον μέγα, εἰς τὸ ὁποῖον προσκαλεῖ ὅλα τὰ τέκνα της. Θέλει νὰ μὴ λείψη κανείς. Θέλει νὰ καθίσουν πάντες εἰς τὸ Δεῖπνον, τὸ ὁποῖον χάριν ἡμῶν ἡτοίμασε καὶ παρέθεσε· θέλει νὰ γευθοῦν αὐτοῦ, διὰ νὰ ἰδοῦν καὶ πεισθοῦν ὅτι «χρηστὸς ὁ Κύριος».
Διὰ τοῦτο ἀπευθύνει πρὸς ὅλους μας τὴν προσεχῆ Κυριακὴν διὰ τοῦ Εὐαγγελίου τὴν πρόσκλησιν: «Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα».
Καὶ ὄχι μόνον τώρα τὰς ἁγίας αὐτὰς ἡμέρας, ἀλλὰ καὶ ὁσάκις τελεῖται θεία Λειτουργία μᾶς προσκαλεῖ εἰς τὸ οὐράνιον αὐτὸ Δεῖπνον.
* * *
Ἀλλὰ τί εἶναι ἡ θεία Λειτουργία,
διὰ τῆς ὁποίας τελεῖται τὸ μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας;
Ὡς γράφει ὁ ἀείμνηστος Π.
Τρεμπέλας, ἡ θεία Εὐχαριστία
εἶναι πλὴν τῶν ἄλλων καὶ
τροφὴ ὑπερφυὴς καὶ οὐρανία.Αὐτὸς ὁ Κύριος δὲν εἶπε περὶ ἑαυτοῦ ὅτι «Ἐγὼ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς» (Ἰωαν. στ´ 51); «Τοῦτο τὸ σῶμα» λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, τὸ ὁ ποῖον «καὶ ἥλιος ἰδὼν σταυρούμενον» ἐσκοτίσθη, καὶ «τὰς ἀκτῖνας ἀπέστρεψε», τὸ καταματωμένον, «τὸ λόγχῃ πληγὲν καὶ σωτηρίας πηγὰς ἀναβλύσαν, ἔδωκεν» εἰς ἡμᾶς νὰ τὸ τρώγωμεν εἰς τὸ μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας.
«Πόσοι» ἀναφωνεῖ ὁ θεῖος Πατήρ, λέγουν τώρα· θὰ ἤθελα νὰ ἴδω τὴν μορφὴν τὸ Κυρίου, τὰ ἱμάτιά του, τὰ ὑποδήματά του. Καὶ ἰδού, ὅτι εἰς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν «αὐτὸν ὁρᾶς, αὐτοῦ ἅπτη, αὐτὸν ἐσθίεις».
Καὶ σὺ μὲν ἐπιθυμεῖς νὰ ἔβλεπες τὰ ἱμάτιά του, «αὐτὸς δὲ» σοῦ δίδει τὸν ἑαυτόν του, ὄχι μόνον νὰ τὸν ἴδης «ἀλλὰ καὶ ἅψασθαι καὶ φαγεῖν καὶ λαβεῖν ἔνδον». Καὶ ὁ ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης εἰς τὸ βιλίον του «Χρηστοήθεια» μεταξὺ ἄλλων γράφει: «Θέλεις νὰ βεβαιωθῆς, ἀδελφέ, πὼς εἰς τὴν ἐκκλησίαν εὑρίσκονται τυπικῶς τὰ ἱερὰ προσκυνήματα τῆς Ἱερουσαλήμ; ἄκουσον. Βλέπεις τὸ ἅγιον δισκάριον ἐπάνω εἰς τὴν ἁγίαν πρόθεσιν; αὐτὸ σημαίνει τὴν φάτνην, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη, κατὰ τὸν Ἅγιον Γερμανόν.
Βλέπεις τὸν ἀστερίσκον, τὸν ἐπάνω τοῦ δισκαρίου τιθέμενον; αὐτὸς εἰκονίζει τὸν ἀστέρα, ὅπου εἶδον οἱ μάγοι ἐν τῇ ἀνατολῇ, ὅστις ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον, καθὼς λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος.
Βλέπεις τὸ ἅγιον ποτήριον; Αὐτὸ σημαδεύει τὸ ποτήριον ἐκεῖνο, ὅπου ἐδέχθη μέσα τὸ ζωήρρυτον αἷμα, ὅπου ἔτρεξεν ἀπὸ τὴν θεόπλευρον σφαγὴν τοῦ Κυρίου, ὅταν ἐκρέματο ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν. Βλέπεις τὸν τίμιον σπόγγον καὶ τὴν ἁγίαν λόγχην; αὐτὰ εἰκονίζουν τὰ ὄργανα ἐκεῖνα, ὅπου ὑπηρέτησαν, ὁ μὲν σπόγγος εἰς τὸ νὰ ποτίσῃ τὰ μαραμένα χείλη τοῦ ἐσταυρωμένου Σωτῆρος, ἡ δὲ λόγχη εἰς τὸ νὰ κτυπήσῃ τὴν τεθεωμένην πλευρὰν τοῦ γλυκυτάτου Δεσπότου.
Βλέπεις τὴν ἁγίαν τράπεζαν; αὐτὴ φανερώνει ἐν ταυτῷ καὶ τὴν θείαν ἐκείνην τράπεζαν, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν παρέδωκεν ὁ Κύριος τὰ Μυστήρια εἰς τὸ ἀνώγειον κατὰ τὸ ἑσπέρας τῆς μεγάλης Πέμπτης καὶ τὸν ζωοποιὸν τάφον, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον ἐνταφιάζουσι τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ διάκονος ὡσὰν ἄλλος Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος.
Βλέπεις τὸ εἰλητόν; αὐτὸ σημαδεύει τὴν σινδόνα, μὲ τὴν ὁποίαν ἐτειλίχθη τὸ θεοϋπόστατον σῶμα τοῦ τεθαμμένου Ἰησοῦ. Βλέπεις τὸν ἀέρα; αὐτὸς σημαδεύει τὴν πέτραν, ὅπου ἦτον ἐπάνω τοῦ τάφου τοῦ Κυρίου κατὰ τὸν Ἅγιον Γερμανόν· διὰ ταῦτα πάντα καὶ ὁ Ἅγιος Γερμανὸς ὁρίζοντας τὴν ἐκκλησίαν λέγει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀντιτυποῖ τὴν σταύρωσιν καὶ τὴν ταφὴν καὶ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ».
Διὰ τοῦτο, ὅταν εὑρισκώμεθα μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν θὰ πρέπει νὰ στεκώμεθα μὲ φόβον καὶ εὐλά- βειαν.
Καὶ «καθὼς οἱ πεινασμένοι καὶ οἱ διψασμένοι ἔχουν ἀνάγκην νὰ πηγαίνουν εἰς τὴν τράπεζαν καὶ τὴν βρύσιν, διὰ νὰ χορτάσουν ἀπὸ φαγητὸν καὶ ποτόν», ἔτσι καὶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ποὺ εἴμεθα πεινασμένοι τόσον ἀπὸ τὸν ἐπιούσιον ἄρτον, λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ὅστις εἶναι τὸ ζωοποιὸν σῶμα τοῦ Κυρίου, ὅσον καὶ ἀπὸ τὸν νοητὸν ἄρτον, ὅστις εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ διδασκαλία καθὼς εἶπεν ὁ θεολόγος Γρηγόριος· «ἄρτος ἐστίν, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ᾧ ψυχαὶ τρέφονται Θεὸν πεινῶσαι» καὶ ὅπου εἶσθε διψασμένοι τόσον ἀπὸ τὸ ἀθάνατον ποτόν, τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ ζωηρὸν αἷ μα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅσον καὶ ἀπὸ τὸ νοητὸν ποτόν, τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ αἷμα τοῦ θείου Λόγου καὶ τῆς θείας διδασκαλίας.
Ἔτσι καὶ ἐμεῖς οἱ πεινασμένοι καὶ διψασμένοι χριστιανοὶ εἶναι ἀνάγ κη νὰ πηγαίνωμεν συχνὰ – πυ -
κνὰ εἰς τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ παρηγοροῦμεν τὴν πεῖναν μας ἀπὸ τὴν εὑρισκομένην εἰς τὴν ἐκ - κλησίαν μυστικὴν καὶ ἁγίαν τράπεζαν τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ θείου Λόγου καὶ νὰ ξεδιψοῦμε μὲ τὸ ζωήρρυτον αἷμα τοῦ Κυρίου καὶ τὰ νάματα τῆς διδασκαλίας τῶν θείων Γραφῶν, τὰ ὁποῖα ἀναβλύζουν μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.
Ἐπειδή, ἐὰν δὲν πηγαίνωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διὰ νὰ τρώγωμεν καὶ νὰ πίνωμεν τὰ ἀθάνατα καὶ ζωοποιὰ αὐτὰ φαγητὰ καὶ πιοτά, εἶναι βέβαιον ὅτι θὰ ἀδυνατίσωμεν καὶ θὰ πεθάνωμεν ψυχικῶς, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος: «Ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰωαν. ς´ 53).
Καὶ πάλιν: «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ· ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις καὶ τὸ αἷμα μου ἀληθῶς ἐστι πόσις» (Ἰωάν στ´ 54– 55). «Καὶ ὁ ἄρτος ὅν ἐγὼ δώσω ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς κόσμου ζωῆς» (Ἰωάν. ς´ 51).
* * *
Κατόπιν αὐτῶν, ὁ καθεὶς δύναται νὰ ἐννοήση τὴν σημασίαν καὶ ἀξίαν τῆς γενομένης προσκλήσεως, ποὺ μᾶς κάμει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία διὰ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, ἀλλὰ καὶ πάντοτε ὁσάκις τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία: «ἔρχεσθε, ὅτι ἕτοιμά ἐστι πάντα».
Καὶ ὅμως μολονότι ἡ πρόσκλησις ἦτο δι᾽ ὅλους, ὄχι ὀλίγοι «ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες» προφασιζόμενοι τὰς γνωστὰς δικαιολογίας καὶ προφάσεις ἤτοι: οἱ μὲν ὅτι «ἀγρὸν ἠγόρασαν», ὁ δὲ «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά», ἄλλος δὲ ὅτι «γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν».
Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἤκουον προθύμως τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἑτοιμασθοῦν ἄνευ ἀναβολῆς διὰ τὸ οὐράνιον δεῖπνον. Καὶ πῶς γίνεται ἡ προετοιμασία αὐτή; Μᾶς τὸ λέγει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος «Ποίας ἡλιακῆς ἀκτῖνος» πρέπει νὰ εἶσαι καθαρώτερος σύ, ὁ ὁποῖος ἀπολαύεις τοιαύτης τραπέζης; Πόσον καθαρὸν πρέπει νὰ εἶναι τὸ στόμα σου «τὸ πληρούμενον πυρὸς πνευματικοῦ; Πόσον ἀμόλυντον πρέ πει νὰ ἔχης τὴν γλῶσσαν, τὴν φοινισσομένην αἵματι φρικωδεστάτῳ; Ἐννόησον ποίαν ἐτιμήθης τι- μήν, ποίας ἀπολαύεις Τραπέζης!».
Αὐτὰ δὲ λέγων ὁ θεῖος Πατὴρ ἔχει ὑπʼ ὄψιν του τὴν παραγγελίαν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Δοκιμα- ζέτω ἄνθρωπος ἑαυτὸν καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω. Ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου» (Α´Κορινθ. ια´ 28, 29).
Δηλαδὴ ἂς ἐξετάζη ὁ καθένας μας τὸν ἑαυτόν του. Ἂς γίνεται αὐ τὸς ὁ ἴδιος κριτὴς καὶ δικαστὴς τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τῶν πράξεών του.
Ἂς ἐρωτᾶ ἐπιμελῶς τὴν συνείδησίν του καὶ ἂς ἀκούη τὴν φωνὴν καὶ τοὺς ἐλέγχους της. Καὶ μόνον, ὅταν διὰ τῆς δοκιμασίας αὐτῆς εὕρη τὸν ἑαυτόν του ἀνένοχον καὶ καθαρόν, μόνον τότε νὰ προσέρχεται εἰς τὴν ὑπερουρανίαν τοῦ μυστηρίου τράπεζαν.
Διότι ὅ ποιος κοινωνεῖ ἀναξίως τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, τρώγει καὶ πίνει κατάκριμα καὶ καταδίκην «Ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου». Καθίσταται ἔνοχος ὕβρεως καὶ βεβηλώσεως βαρείας. Καὶ ὅπως ἄλλοτε «παρέδωκε τὸν Κύριον ὁ Ἰούδας» ἐξηυτέλιζαν δὲ «αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι, οὕ τως ἀτιμάζουσιν αὐτὸν οἱ τὸ πανάγιον αὐτοῦ σῶμα χερσὶν ἀκαθάρτοις δεχόμενοι» (Θεοδώρητος).
Καὶ ὅπως «καὶ τότε οἱ κεντήσαντες» τὴν πλευρὰν τοῦ Κυρίου, «οὒχ ἵνα πίωσιν» εὐλαβῶς καὶ πρὸς σωτηρίαν αὐτῶν «ἐκέντησαν, ἀλλ᾽ ἵνα ἐκχέωσιν» ἀσεβῶς τὸ πανάχραντον αἷμα «οὕτω καὶ ὁ ἀναξίως κοινωνῶν τοῦ ποτηρίου τῆς ζωῆς» λέγει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ μετὰ φόβου καὶ μὲ τὴν κατάλληλον προετοιμασίαν καὶ δοκιμασίαν τρώγει τὴν σάρκα καὶ πίνει τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν βεβαίωσιν αὐτοῦ «ἐν ἐμοὶ μένει, καγὼ ἐν αὐτῷ» (Ἰωαν. ς´ 56).
Ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστὸν καὶ γίνεται σύσσωμος μετ᾽ αὐτοῦ. Ἐνσωματοῦται ἐν τῷ Χριστῷ, ἑνοῦται μετ᾽ αὐτοῦ ὡς μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ· μένει ἐν τῷ Χριστῷ ὡς μέλος του ἀδιάσπαστον, καὶ ὁ Χριστὸς μένει εἰς αὐτὸν ὡς εἰς ἔμψυχον ναόν του.
Εἰς αὐτὸν δὲ ἀκριβῶς τὸν σκοπόν, τονίζει ὁ ἀείμνηστος Π. Τρεμπέλας, ὡς εἰς ὑψίστην κορυφὴν κατατείνει ἡ τέλεσις τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ ὅλη γενικῶς ἡ χριστιανικὴ λατρεία. Καλούμεθα δη- λαδὴ καὶ ἡμεῖς ὡς μέλη τοῦ Χριστοῦ συνηνωμένοι εἰς ἕνα σῶμα νὰ προσφέρωμεν καὶ ἑαυτοὺς διὰ τοῦ Χριστοῦ θυσίαν ζῶσαν, λογικήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷκατὰ τὴν παραγγελίαν τοῦ Ἀπ. Παύλου (Ρωμ. Ιβ´ 1).
* * *
Ἄκουσε, Χριστιανέ μου, γράφει
ὁ ἀείμνηστος π. Γερβάσιος τῶν Πατρῶν. Ἐφ᾽ ὅσον θέλεις νὰ εἶσαι καὶ
λέγεσαι χριστιανός, δὲν εἶναι δικαίωμά σου νὰ ἀποποιηθῆς τὴν πρόσκλησιν, οὐδὲ νὰ προβάλης προφάσεις πρὸς ἀποφυγὴν ἢ ἀναβολήν.Ἔχεις καθῆκον νὰ ἑτοιμασθῆς, διὰ νὰ προσέλθης καὶ μετάσχης τῆς Μυστικῆς Τραπέζης· μὴ προσερχόμενος δὲ καὶ παραλείπων τὸ καθῆκον τοῦτο καὶ τὴν ὑποχρέωσίν σου ταύτην, ἀναλαμβάνεις βαρυτάτας εὐθύνας ἐπὶ παραβάσει τοῦ σοβαρωτέρου τῶν καθηκόντων σου. Ποῖαι; «Οὐ δεὶς τῶν ἀν δρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 1954, 14 Δεκεμβρίου 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου