Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Τὸ πεταμένο διαμάντι! Κυριακή Β΄Λουκᾶ. (†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας

Τὸ πεταμένο διαμάντι!
«Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».
Κυριακή Β΄ Λουκᾶ (Λουκ.στ΄ 31-36)

 (†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας

Ἀπὸ τότε, ἀγαπητὲ ἀναγνῶσα, ποὺ ὑπάρχουν ἄνθρωποι εἰς τὴν γῆν, διεπιστώθη ἡ ἀνάγκη τῆς δημιουργίας κοινωνιῶν. Αἱ κοινωνίαι ὅμως αὐταὶ ἔπρεπε νὰ στηρίζωνται σὲ νόμους. Καὶ ἑκάθησεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἔκαμε νόμους.  Πόσους; Εἶναι ἀδύνατον νὰ μετρηθοῦν.  Καὶ ὅμως παρὰ τὴν πολυνομίαν, βασιλεύει ἀτυχῶς ἡ ἀνομία.  Οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶναι εὐτυχισμένοι.  Σχεδὸν κυριαρχεῖ τὸ ψέμα, ἡ ἀβεβαιότης, ἡ ἀδικία.
Ἰδοὺ ὅμως σήμερον ἕνας νόμος.  Εἶναι παλαιός.  Πάντοτε, παρὰ ταῦτα, νέος. Ἁπλοῦς, σύντομος, σωτήριος. «Αὐτὰ ποὺ θὰ ἤθελες νὰ κάμουν οἱ ἄλλοι σὲ σένα, αὐτὰ πρέπει νὰ κάμῃς καὶ σὺ εἰς αὐτούς».  Πόσον εὐκολονόητος ὁ νόμος αὐτός!  «Χρυσοῦς κανὼν» ὠνομάσθη· ἀκριβὴς ζυγαριὰ κοινωνικῆς δικαιοσύνης.  Καὶ ἡ μακρὰ ἀνθρωπίνη πεῖρα ἀπέδειξεν, ὅτι κάθε ἄλλη νομοθεσία, μὴ στηριζόμενη εἰς τὸν κανόνα αὐτόν, ποὺ διετύπωσεν ὁ Κύριος, καταντᾷ ψευδὲς κατασκεύασμα καὶ ἀπατηλὸ σκέπασμα ἀτομισμοῦ καὶ ἀδικίας.

Ἄς ἴδωμεν, λοιπόν, τὴν ἐφαρμογὴν τοῦ θείου αὐτοῦ νόμου εἰ’ς τὴν σύγχρονον κοινωνίαν μας.

1.Εἶσαι εἰς τὴν κορυφήν;

«Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιτεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Δηλαδή, τί θὰ ἤθελες σὺ ἀπὸ τοὺς προϊσταμένους σου, ἐὰν ἦσο ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑφισταμένους, τοὺς ἐργάτας, τοὺς ὑπηρέτας; Θὰ ἤθελες, φυσικά, δικαίαν ἀμοιβήν, δίκαιον ἡμερομίθσιον, ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ἀναγνώρισις τῶν δικαιωμάτων, τὰ ὁποῖα ἔχεις καὶ σὺ εἰς τὴν ζωήν. 

Καὶ θὰ εὕρισκες τόσον ἀληθινὸν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου: «ἄξιός ἐστιν ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ» (Ματθ. ι΄10). Ἀφοῦ, δηλαδή, ἐργάζεται δικαιοῦται νὰ ἔχῃ τὰ μέσα διὰ τὴν τροφήν του καὶ τὴν συντήρησίν του. Αἴ! λοιπόν. 
Τώρα, ποὺ εἶσαι σὺ προϊστάμενος, ἐργοδότης, ἀξιωματοῦχος «ποίει ὁμοίως». Δὲν ἔχεις τὸ δικαίωμα, λέγει ὁ Κύριος, νὰ ἀδικῇς τὸν ὑφιστάμνεό σου, νὰ τὸν ἐκμεταλλεύεσαι, νὰ τὸν ἀφήνῃς νὰ πεινᾷ καὶ νὰ βλέπῃ τὴν οἰκογένειά του νὰ λυώνῃ ὡσὰν τὴν λαμπάδα ἀπὸ τὴν δυστυχίαν καὶ τὸν ὑποσιτισμόν.
Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τοῦ κατωτέρου σου.  Ζῆσε διὰ μερικὲς στιγμὲς τὴν ζωήν του, κι ἔπειτα κρῖνε ποῖον εἶναι τὸ καθῆκόν σου. Ἄν ἐγίνετο αὐτό, δὲν θὰ ἐδημιουργοῦντο εἰς τὴν κοινωνίαν αἱ μεγάλαι ἀδικίαι καὶ τὰ ἐγκληματικὰ λάθη,  ποὺ βλέπομεν σὲ κάθε βῆμα.  Ἀφάνταστοι αἱ ἀδικίαι εἰς βάρος τῶν πτωχῶν, τῶν μικρῶν, τῶν ἀδυνάτων.  Πλουτίζουν μὲ τὸ αἷμα τῶν συναθρώπων των πολλοί.  Καταπατοῦν στοιχειώδεις ἀρχὰς δικαιοσύνης.  Καὶ ὁ μικρὸς πιέζεται.  Ἡ φωνή του δὲν ἀκούγεται. Οὔτε ὁ στεναγμός του.
 Ποτίζει μὲ δάκρυ καὶ αἷμα τὸ λιγοστό ψωμί του.  Φοβερόν!  Ἄνθρωπε, διατὶ λησμονεῖς τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου; Ἦτο Θεός, κυρίαρχος, παντοκράτωρ.  Καὶ ὅμως ἔγινε δοῦλος, διὰ νὰ γίνωμεν ἡμεῖς κύριοι, ἐλεύθεροι, εὐτυχεῖς. «Οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι», εἶπεν ὁ Κύριος.  Πῶς κατόπιν τούτου τολμῶμεν ἡμεῖς καὶ περιφρονοῦμεν καὶ ἀδικοῦμεν τὸν ἀδελφό μας; Ἔπειτα, ἡ ζωή εἶναι τροχός.  Δὲν εἶναι καθόλου παράδοξον νὰ εὑρεθῇς κάποτε καὶ σὺ εἰς τὴν θέσιν τοῦ ὑφισταμένου.
 Πόσοι πρῲην ἐργοσταρχιάρχαι ἔγιναν ἐργάται, πτωχοί, ἄστεγοι!  Καὶ τότε; Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ νὰ μὴ γίνῃ, μὴ λησμονῶμεν, ὅτι ὅλοι μας ἔχομεν «Κύριον ἐν οὐρανοῖς», ὁ Ὁποῖος θὰ ζητήσῃ κάποτε λογαριασμόν.  Δὲν φοβούμεθα τὴν ὀργὴν τοῦ αἰωνίου καὶ ἀδεκάστου Νομοθέτου καὶ Κριτοῦ;

2.Εἶσαι εἰς τὴν βάσιν;

Δὲν εἶσαι ὅμως προϊστάμενος.  Εἶσαι ὑφιστάμενος, ἐργάτης. Ἔχει καὶ διὰ σὲ ἐφαρμογὴν ὁ «χρυσοὺς κανών». Τί, λοιπόν, θὰ ἤθελες ἐκ μέρους τῶν ὑφισταμένων σου, ἄν ἦσο προϊστάμενος; Βέβαια, ποιότητα ἐργασίας καλήν, εἰλικρίνειαν, τιμιότητα, ἐργατικότητα.  Τώρα ὅμως εἶσαι ὑφιστάμενος.  Καλεῖσαι, λοιπόν, νὰ θέσῃς εἰς ἐφαρμογὴν ὅλα ὅσα ζητεῖς ἀπὸ τοὺς ἄλλους.  Ἐργάσου, συνεπῶς, τίμια. Ὄχι ψεύτικη δουλειά.
Ὄχι πονηρία καὶ δόλος. Ἑὰν ἦτο προηγουμένως ἄδικος ὁ προϊστάμενος, ὁ ὁποῖος δὲν ἤμειψεν ὅσον ἔπρεπε τὸν ἐργάτην, ὁ ὁποῖος ἠδίκησε τὸν μικρότερον, τώρα εἶσαι καὶ σὺ ἄδικος, διότι δὲν ἐργάζεσαι εὐσυνειδήτως, δὲν κάνεις τὴν δουλειά σου μὲ εἰλικρίνειαν καὶ τιμιότητα.  Μὴ παραπονῆσαι κατόπιν, ἄν οἱ ἄλλοι σὲ ἀδικοῦν.
 Νὰ γιατὶ ζῶμεν εἰς μία ἀτμόσφαιραν δολιότητος καὶ ψεύδους.  Διότι δὲν ὑπάρχει ἑκατέρωθεν δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη.  Καὶ ὅταν λείπουν αὐτά, φυσικὸν εἶναι νὰ ἐμφανίζεται ὁ δόλος, ὁ ἀνταγωνισμός, ἡ «ταξικὴ πάλη», ποὺ νεκρώνει τὸν κοινωνικὸν ὀργανισμὸν καὶ ὑποσκάπτουν τὰ θεμέλια τῆς εἰρηνικῆς κοινωνικῆς ζωῆς.
Ὁ Ἀπόστ. Παῦλος, διὰ νὰ τονίσῃ τὴν ἀνάγκη τῆς συνεργασίας τῶν ἀνθρώπων μὲ πνεῦμα κατανοήσεως, ἀγάπης καὶ δικαιοσύνης, χρησιμοποιεῖ τὸ ἐξαίρετον παράδειγμα τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Μᾶς ἐκπλήσσει ἡ ἁρμονία καὶ ἡ τάξις, ποὺ ἐπικρατοῦν μεταξύ των.
 Τὸ ἕνα βέβαια μέλος εἶναι καρδιά, δηλ. προνομιοῦχον· δὲν σημαίνει ὅμως αὐτό, ὅτι δικαιοῦται νὰ ἀδιαφορήσῃ διὰ τὸν δάκτυλον τοῦ ποδιοῦ.  Στέλλει ἔτσι καὶ ἐκεῖ αἷμα, διὰ νὰ τὸ θρέψῃ.  Τὸ ἄλλο εἶναι ἐγκέφαλος, δηλαδὴ κυβερνήτης τοῦ ὀργανισμοῦ.  Βλέπει ὅμως μὲ ἐνδιαφέρον ὅλα τὰ ὑπόλοιπα μέλη. 
Καὶ φροντίζει μὲ στοργήν.  Τί θὰ ἐγίνετο τώρα, ἄν τὰ ἰσχυρότερα μέλη ἠρνοῦντο νὰ συνεργασθοῦν μὲ τὰ ἀσθενέστερα; Θὰ ἔπαυε κάθε ζωὴ καὶ ὁ ὀργανισμὸς θὰ ἐνεκροῦτο.
Ὀργανισμὸς εἶναι καὶ ἡ κοινωνία, μὲ μέλη τοὺς ἀνθρώπους. Ἄν χρειάζωνται τὰ μεγαλύτερα καὶ σπουδαιότερα μέλη, χρειάζονται ὅμως καὶ τὰ μικρά.  Καὶ ἄν οἱ μεγάλοι ὀφείλουν νὰ συμπεριφέρονται μὲ ἀγάπην καὶ δικαιοσύνην, ὀφείλουν, ἐπίσης, καὶ οἱ μικρότεροι καὶ οἱ ἀσημότεροι καὶ οἱ ὑφιστάμενοι νὰ φέρωνται μὲ δικαιοσύνην καὶ τιμιότητα. Ὁ «χρυσοῦς κανὼν» ἐξ ἴσου ἀναγκαῖος καὶ ἀπαραίτητος καὶ διὰ τοὺς δύο. Ἐπαναλαμβάνομεν: Καὶ διὰ τοὺς δύο.

3. Ἡ ὁριζοντία γραμμή.

Ὅπου ἔπειτα καὶ ἄν στρέψωμεν τὸ βλέμμα μας, θὰ ἴδωμεν γύρω μας τόσους ἀνθρώπους, ποὺ δὲν ἔχουν μὲν μὲ ἡμᾶς σχέσιν ὑπαλλήλου, ἤ ὑφισταμένου, ἤ προϊσταμένου, συναλλάσονται ὅμως μαζί μας, συνεργάζονται, ἔρχονται εἰς κοινωνικὰς σχέσεις, ὡς ἰσότιμα μέλη τῆς κοινωνίας.
Τί, λοιπόν, θὰ ἤθελες νὰ σοῦ κάμῃ ὁ ἄλλος, ὅταν σὺ εἶσαι λ.χ. ὁ καταναλωτής, ὁ ἀγοραστής τῶν εἰδῶν; Ζητεῖς πρῶτον «σωστὸ ζύγι».  Καὶ ἐνθυμεῖσια ἐδῶ πόσην σημασίαν ἔχει ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ: «Οὐ ποιήσετε ἄδικον ἐν κρίσει, ἐν μέτροις καὶ ἐν σταθμοῖς καὶ ἐν ζυγοῖς.  Ζυγὰ δίκαια καὶ σταθμία δίκαια ἔσται ἐν ὑμῖν» (Λευϊτικόν, ιθ΄ 35-36).
Ἀλλὰ διατὶ δὲν ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι τοιούτου εἴδους δικαιοσύνην πρέπει νὰ ἐφαρμόζωμεν πρῶτα ἡμεῖς εἰς τὸ ἔργον μας; Ἡ εὐσέβεια δὲν εἶναι μέσον ποὺ πρέπει νὰ δεσμεύῃ μόνον τοὺς ἄλλους, διὰ νὰ μὴ ἀδικοῦν ἡμᾶς, ἀλλὰ στοιχεῖον ἀπαραίτητον καὶ τῆς ἰδικῆς μας ζωῆς.  Διότι διαφορετικά, θὰ ἐφαρμοσθῇ αὐτὸ ποὺ λέγει ἡ Ἁγία Γραφή; «Βδέλυγμα τῷ Κυρίῳ πᾶς ὁ ποιῶν ταῦτα». 
Συμβαίνει συχνὰ πολλοὶ ἄνθρωποι νὰ διαμαρτύρωνται διὰ τὴν ἀδικίαν, ποὺ κάμουν οἱ ἄλλοι εἰς βάρος των. Ὅταν ὅμως εὑρεθοῦν εἰς παρομοίαν κατάστασιν οἱ διαμαρτυρόμενοι διὰ τὴν ἀδικίαν, ἀδικοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ καταπατοῦν τὸν νόμον τῆς ἀγάπης.  Λησμονοῦν τὸ «καθὼς θέλετε...».
Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει μέσα του συναίσθησιν τῶν εὐθυνῶν του καὶ συνείδησιν τοῦ χρέους του ἀπέναντι τῶν ἄλλων. Ἀδικεῖ, καταπατεῖ, ἀδιαφορεῖ διὰ τὸν ἄλλον.
Πάσχει ἔπειτα ὁ ἄλλος; Στερεῖται καὶ ὑποφέρει; Ἔχει ἀνάγκην προστασίας; Πῶς θὰ ἤθελες νὰ σοῦ φερθοῦν οἱ γύρω, ἐὰν σὺ ἦσο ὁ ὑποφέρων; Δὲν θὰ ἐπεθύμεις νὰ σκύψουν οἱ ἄλλοι ἐπάνω σου μὲ στοργήν, καὶ ἐνδιαφέρον, μὲ κατανόησιν; Νὰ δροσίσουν τὸ μέτωπό σου, ποὺ τὸ καίει ὁ πυρετός;
Νὰ σὲ βοηθήσουν διὰ τὴν ἐξοικονόμησιν τῶν μέσων τῆς ζωῆς.  Λοιπόν, τὸ δίκαιον ἐπιβάλλει, νὰ φερθῇς καὶ σὺ κατὰ τὸ ἴδιον τρόπον πρὸς τὸν διπλανόν σου, ποὺ εὑρίσκεται σήμερα εἰς κατάστασιν ἀνάγκης.  Δὲν εἶναι αὐτὸ μόνον πρᾶξις φιλανθρωπίας. Εἶναι κυρίως ἔργον δικαιοσύνης καὶ ἐφαρμογῆς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ.
Θὰ ἤθελες ἔπειτα ὁ ἄλλος νὰ ἐπιβουλευθῇ τὴν περιουσία σου;
Θὰ ἤθελες νὰ πληγώση τὴν ἠθικὴν τῆς οἰκογενείας σου; Θὰ ἤθελες νὰ τραυματίσῃ τὴν ὑπόληψίν σου; Θὰ ἤθελες νὰ σὲ πικράνῃ μὲ τὰ λόγια του, τὰ γεμᾶτα χολήν; Θὰ ἤθελες νὰ σὲ ἐχθρεύεται καὶ νὰ παρεμποδίζῃ τὸ ἔργον σου; Χίλιες φορὲς ὄχι.  Σωστά.  Συνεπῶς, καὶ σὺ μὴ τὸ κάμῃς αὐτὸ στοὺς ἄλλους. Ἀγάπα τους, μὴ τοὺς πικραίνῃς, μὴ λὲς πικρόχολες κουβέντες, μὴ ἀνοίγῃς πληγές, μὴ σβήνῃς τὴ χαρὰ ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων.  Βαμβάκι στὸ χέρι σου, καὶ λάδι. Ὄχι σουβλὶ καὶ δηλητήριον...

Ἀγαπητοί,
Θὰ ἐνθυμεῖσθε ἀσφαλῶς τὸν ὡραῖον ἐκεῖνον μῦθον τοῦ Αἰσώπου.  Μιὰ κόττα ἐγύριζεν εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ σπιτιοῦ καὶ ζητοῦσε σκουλήκια.  Ψάχνει παντοῦ.  Αἴφνης μὲ τὸ πόδι της, ἐκεῖ ποὺ σκαλίζει, ἀνακαλύπτει στὰ χώματα ἕνα πραγματάκι, ποὺ γυαλίζει... Τὸ τσιμπάει.  Δὲν τρώγεται.  Τὸ ξανακοιτάζει. Ἄχρηστο πρᾶγμα.... Δὲν εἶναι σκουλήκι, ποὺ ζητάει αὐτή... Καὶ μὲ τὸ πόδι της τὸ πετάει μακριά.  Περνοῦσε κάποιος τὴν ὥρα ἐκείνη.  Τὸ εἶδε. Ἔσκυψε καὶ τὸ ἐπῆρε. Ἦταν ἕνα διαμάντι μεγάλης ἀξίας....
Πόσες φορὲς παθαίνομε καὶ ἡμεῖς σὰν τὴν κόττα!  Κάνομε νόμους, ὀργανισμούς, συνθήκας, συμφωνίας.  Ματαίως.  Οὔτε δικαιοσύνη, οὔτε ἀγάπη, οὔτε εἰρήνη.  Γιατὶ ἆρα γε;  Διότι συνήθως πετᾶμε τὸ..... διαμάντι!  Τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ!  Ἀδίκως θὰ περιμένωμεν βελτιώσιν. Ἄς τὸ καταλάβωμεν καλά.  Δὲν χρειάζονται πολλοὶ νόμοι καὶ ἀπειλές.  Σχίσατε τοὺς ἀνθρωπίνους κώδικας, ἄν θέλετε.  Ἀναρτήσατε ὅμως παντοῦ, εἰς τὰ δικαστήρια, εἰς τὰ καταστήματα, εἰς τὰ σχολεῖα, εἰς τὶς καρδιές, πρὸ παντὸς τῶν ἀνθρώπων, τὸν σύνοντομον αὐτόν, ἀλλὰ καὶ σωτήριον, νόμον τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ ἔνδεκα λέξεις μονον ἀποτελεῖται.  Εἶναι ὅμως τὸ πιὸ πολύτιμο διαμάντι τοῦ κόσμου.
Ἡ μοναδικὴ χρυσῆ καὶ αἰώνια βάσις τῆς κοινωνίας. Ἀρκεῖ μόνον νὰ σκύψωμεν καὶ νὰ πάρωμεν μὲ εὐλάβειαν στὰ χέρια μας τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, τὸ διαμάντι αὐτό, ποὺ -τί κρῖμα! -ὁ κόσμος τὸ ἔχει πετάξει... Ἀλλὰ θὰ τὸ πάρωμεν, ἆραγε;



Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
(σελ.143-147)
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου