Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Κυριακή Αργία – Ανθρώπινα δικαιώματα. Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

Το ότι αρκετοί ιθύνοντες και σημαίνοντα στελέχη όλων των πολιτικών παρατάξεων έχουν βάλει ως στόχο τους την απορθοδοξοποίηση της πατρίδας μας και επιζητούν να επιβάλλουν έναν ξένο τρόπο ζωής για τα έως τώρα ελληνικά δεδομένα, αυτό είναι το μόνο βέβαιο και ουδείς φέρει αντίρρηση. Αλλά το ότι στοχεύεται και αυτός ο ανθρωπισμός και μαζί μ' αυτόν το σύνολο των στοιχειωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου μέσω μιας “κοινωνικής αναπροσαρμογής”, τούτο δεν φαίνεται να το πολυπρόσεξαν όσοι εμφανίζονται ως “γνώστες” της καταστάσεως.
Προς επιβεβαίωση αυτών, δεν έχουμε παρά να ρίξουμε το βλέμμα μας σε όλο το φάσμα των όσων συμβαίνουν. Και είναι τόσα πολλά αυτά που προσφέρονται προς μελέτη των κοινωνικών πτυχών που πολλές απ' αυτές καταντούν και κοινωνικές πληγές.
Εμείς, θα σταθούμε σε ένα απ' όλα αυτά, που εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι θα εφαρμοστεί ως δήθεν εξυπηρέτηση των πολιτών, ταυτοχρόνως δε αποτελεί χτύπημα εναντίον της εκκλησίας και της μακραίωνης παράδοσης.
Πρόκειται περί της καταργήσεως της “Κυριακής αργίας”.
Και ναι μεν, ήλθε κατ' αυτάς η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας όπου ακυρώνει έστω και προσωρινώς την υπάρχουσα “πιλοτική” απόφαση που προέβλεπε το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές σε δώδεκα πόλεις σε όλη την επικράτεια.
Εκείνο όμως που εν προκειμένω έχει σημασία και σχολιάστηκε από πολύ μεγάλο ποσοστό εργαζομένων είναι ότι η εκκλησία σε αυτόν τον καθαυτό τον κοινωνικό τομέα, δεν έδωσε το στίγμα που θα περίμενε κανείς. Στον κοινωνικό τομέα ο οποίος βεβαίως είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος και με αυτό τον πνευματικό.
Πολλά εγράφησαν περί του θέματος, τόσο από αυτούς που μετά τόσους αιώνες κατήργησαν τον θεσμό της αργίας αυτής, όσο και από αυτούς που (πολύ σωστά) τον υποστήριξαν.
Όσοι υποστήριξαν και εφάρμοσαν στην πράξη την κατάργηση της Κυριακής αργίας, ως επιχείρημα έφεραν ότι τούτο βοηθά τους ξένους, το εμπόριο και γενικώς ότι είναι κάτι που συμβαίνει και στα άλλα κράτη.
Από την αντίθετη πλευρά των εργαζομένων, επάνω στο ίδιο ακριβώς θέμα ακούστηκαν τα αντίθετα επιχειρήματα. Ότι δηλ. η κατάργησις επί της ουσίας δεν εξυπηρετεί, αλλά δημιουργεί μεγαλύτερο αρνητικό μοντέλο ανταγωνισμού και κυρίως αποβαίνει  εις βάρος των εργαζομένων.
Από καθαρώς τώρα εκκλησιαστικής πλευράς, ως συνήθως ακούστηκαν κάποιες θέσεις, περισσότερο ως σχόλια θα λέγαμε, και εγράφησαν ορισμένα χλιαρά έως και “κατεψυγμένα” κείμενα, έτσι “για την τιμή των όπλων”. Υπήρξαν βεβαίως και μεμονωμένες περιπτώσεις επισκόπων, κληρικών, και γενικώς πιστών ανθρώπων που με σθένος και ακαταμάχητα επιχειρήματα θεολογικού κυρίως περιεχομένου, υποστήριξαν τον θεσμό της αργίας. Όμως όλα αυτά εις ώτα μη ακουόντων και κατά την βιβλική φράση, για όσους φαίνεται ότι κρατούν στα χέρια τους τις τύχες του έθνους, οι διαμαρτυρίες αυτές δεν ήταν παρά “φωνή βοώντος εν τη ερήμω”.
Βεβαίως το θέμα δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται. Πρωτίστως και κυρίως είναι πνευματικό, αφού πρόκειται περί ρητής εντολής του Θεού. Στην βάση λοιπόν αυτή, οπωσδήποτε συμπεριλαμβάνει και προεκτάσεις ανθρωπιστικές, κοινωνιολογικές και φυσικά αυτό που οι περισσότεροι υπολογίζουν, οικονομικές.
Και για μεν την καθαυτό πνευματική άποψη του θέματος εγράφησαν πολλά. Ας περάσουμε όμως να δούμε τις κοινωνιολογικές του διαστάσεις μέσα από τον λόγο του Θεού. Ο πρώτος που κάνει λόγο για το θέμα σε όλες του τις διαστάσεις και τονίζει τις κοινωνιολογικές, είναι αυτός ο Μωϋσής. Η μεγάλη αυτή βιβλική προσωπικότητα. Ο θεόπτης που παραλαμβάνει τον Νόμο τού Θεού και τον μεταφέρει στον λαό Του, εξαντλώντας και τις μικρότερες των λεπτομερειών τής προσωπικής - ανθρωπιστικής ζωής και του κοινωνικού βίου.
Ο δεκάλογος, όπως καταγράφεται στα βιβλία της Εξόδου και του Δευτερονομίου (Εξόδου Κ' και Δευτερονομίου Ε'), περιέχει τόσο υψηλή διδασκαλία ανθρωπιστικής σημασίας, που όταν συγκριθεί με την σύγχρονη νομοθεσία που τείνει να καταργήσει τις αργίες και δη αυτή της Κυριακής αργίας φαίνεται να είναι ένα νομικό κείμενο συγχρόνων προδιαγραφών μπροστά σε βάρβαρα έθιμα υπανάπτυκτων κοινωνιών.
Ας περάσουμε λοιπόν να δούμε την τετάρτη εντολή στις κοινωνικές της διαστάσεις και μάλιστα στο πρόβλημα του εργαζομένου  και επί της ουσίας ανελεύθερου ανθρώπου. Βασικά, όπως ήδη τονίσαμε, η ημέρα του Σαββάτου (για τους Χριστιανούς η Κυριακή), είναι χαρισμένη στη λατρεία του Θεού. Από τη στιγμή όμως που τα πάντα θα πρέπει να σταματούν, η διάταξη αυτή περνά όχι μόνο στον ελεύθερο, στον εργοδότη και σ' αυτόν που ροφά το αίμα του εργαζομένου, αλλά διαπερνά και στον εργαζόμενο και στον δούλο.
Η εντολή οπωσδήποτε καλύπτει, επιβάλλεται να καλύπτει όλους τους χώρους της εργασίας. Από την πιο απλή έως και αυτή που χαρακτηρίζεται ως σκληρή και βάρβαρη. Ο δούλος, η δούλη, τα τέκνα τους, ακόμα και ο κάθε ξένος που βρίσκεται μέσα στο σπίτι και φιλοξενείται, όλοι μηδενός εξαιρουμένου πρέπει να απολαμβάνουν τις κοινωνικές προεκτάσεις της εντολής.
Την εντολή αυτή υποχρεούται ο εργοδότης θέλοντας και μη να την εφαρμόζει και έτσι οι εργαζόμενοι να βρίσκουν λίγο χρόνο προς ανάπαυσιν. Να πάρουν μια ανάσα ώστε να συνεχίσουν την κοπιαστική εργασία με το ξεκίνημα της εβδομάδας. Αυτό θα βοηθήσει τον εργαζόμενο (τον σημερινό δηλ. στην κυριολεξία δούλο και σκλάβο των ντόπιων και ξένων επιχειρήσεων), την ημέρα της αναπαύσεως πλην των άλλων να έχει τη δυνατότητα της αυτοσυγκεντρώσεως τόσο για την εφαρμογή “καλών πράξεων” όσο και προγραμματισμού για την ίδια του την οικογένεια.
Έτσι λοιπόν, η εντολή της αργίας με όλες τις “σαββατικές” της διατάξεις συνέβαλε και συμβάλλει στην επικράτηση ισότητας μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, κυρίων και δούλων, σκλάβων και ελεύθερων. Οι υπηρέτες μπορούν να αναπαυθούν, έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να προσευχηθούν και να λατρεύσουν τον Θεό. Φυσικά στο πνεύμα αυτό εντάσσεται και το καθήκον της φιλανθρωπίας και πρωτίστως αυτό της δικαιοσύνης. Αλλά για τα θέματα αυτά και κυρίως για τις διατάξεις της Π. Διαθήκης, βαθυτάτου κοινωνικού περιεχομένου για το τραγικό σήμερα που ζούμε θα γίνει λόγος σε άλλη ευκαιρία. Ας σημειώσουμε όμως λίγα ακόμα σχετικά με την Κυριακή αργία, όσον αφορά την στάση της εκκλησίας και των “πνευματικών ανθρώπων” έναντι των απλών εργαζομένων.
Θα ήμασταν εκτός πραγματικότητος εάν θέλαμε να υποστηρίξουμε ότι ο εργαζόμενος στον τομέα αυτό που εν πολλοίς θεωρείται ότι καλύπτεται από τους συνδικαλιστικούς φορείς, βρίσκει χείρα βοηθείας από την Εκκλησία, ιδίως στα θέματα τα εργασιακά.
Δυστυχώς, έχει περάσει ακόμα και στις πλατιές μάζες των πιστών, ή όσων τέλος πάντων λένε ότι πιστεύουν, ότι αυτά είναι αποκλειστικώς θέματα της πολιτικής και άρα η εκκλησία δεν έχει λόγο και δεν μπορεί να παρεμβαίνει. Αλλά τα λόγια αυτά είναι λόγια που αποδεικνύουν μόνο αφέλεια ή φανερώνουν και σκοπιμότητα;
Υποστηρίζουν κάποιοι ποιμένες ότι την εκκλησία την ενδιαφέρει το άτομο, το πρόσωπο και κυρίως η ψυχή.
Ερωτούμε όμως: ώστε λοιπόν δεν ενδιαφέρει την εκκλησία, την ορθόδοξη εκκλησία η κοινωνία των ανθρώπων; Και επιτέλους την κοινωνία δεν την αποτελούν μεμονωμένες ψυχές και προσωπικότητες; Δεν την ενδιαφέρει το ότι ένας που δεν εργάζεται λόγω ανεργίας, ή ένας που εργάζεται μέσα σε μια ατμόσφαιρα άγχους και ζοφερού φόβου απολύσεως, δεν μπορεί με διάθεση να προσέλθει στον ναό για να προσευχηθεί και να επιτελέσει με χαρά και ενθουσιασμό τα πνευματικά του καθήκοντα; Και πώς θα πει όχι ένας πτωχός οικογενειάρχης, ή ένας νέος άνθρωπος ή μια εργαζόμενη γυναίκα, σύζυγος και μητέρα, ή απλώς άγαμη γυναίκα, όταν όλη την εβδομάδα δεν έχει εργασία και έρχεται η ώρα να εργαστεί Κυριακή πρωί;
Μεγάλο το λάθος των εκκλησιαστικών ταγών που νόμισαν και δυστυχώς δεν λαμβάνουν τα μαθήματα από τις κοινωνικές εξελίξεις, και συνεχίζουν να πιστεύουν ότι τα κοινωνικά θέματα είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των συνδικαλιστικών φορέων (ευτυχώς που υφίστανται και αυτά, όταν βεβαίως δεν λειτουργούν με σκοπιμότητες), με αποτέλεσμα τα “εν Χριστώ τέκνα” να βρίσκουν δήθεν καταφύγιο σε ποικίλες πολιτικές αποχρώσεις. Τις περισσότερες δε φορές να πέφτουν θύματα διαφόρων κομματικών εκμεταλλευτών και τελικά να αφήνονται ανυπεράσπιστα στην θέληση της φαύλης πλουτοκρατίας και του αδίσταχτου, στυγνού και αισχρού κεφαλαίου.
Φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρα και από την περίπτωση αυτή της εκμεταλλεύσεως των εργαζομένων, που τώρα θα παρακαλούν, για να μη χάσουν το γλίσχρο μεροκάματό τους, να εργάζονται ακαταπαύστως όχι απλώς οκτάωρο αλλά όλη την εβδομάδα χωρίς σταματημό, το πόσο απουσιάζει η προφητική πνοή και ο ελεγκτικός λόγος από τους ποιμένες και από όσους εξασκούν την εκκλησιαστική διοίκηση. Όταν όμως στον χώρο της εκκλησίας υφίσταται ο συμβιβασμός με την άτεγκτη εξουσία, αν όχι όλες τις φορές, στις περισσότερες αποφάσεις που η εξουσία και τα περίεργα κέντρα που ρυθμίζουν τα τεκταινόμενα συνθλίβουν τους απλούς εργαζομένους, τότε το ολιγότερον οι ποιμένες θα πρέπει  να αναρωτηθούν και να ψάξουν να βρουν τι φταίει. Και το τι φταίει κατά το μάλλον ή ήττον είναι τοις πάσι γνωστόν. Το θέμα όμως είναι αν θα αρχίσει επιτέλους η διόρθωση και η αναβάθμισις των κοινωνικών επιπέδων (τώρα μάλιστα που με νέο τρόπο επανέρχεται ο θεσμός της δουλείας).
Οπωσδήποτε επιβάλλεται και εντός αυτής της πραγματικότητας να εξεταστεί το όλον θέμα τής Κυριακής αργίας, της  απόψεως της ποιμαντικής, εάν θέλουμε να έχουμε αποτελέσματα σε όλους τους τομείς.
Το να μένουμε απλώς σε ανακοινώσεις λατρευτικού περιεχομένου, αυτό είναι και πνευματικώς ανέξοδο. Αποτελεί δε στρουθοκαμηλισμό και προσπαθεί να “βολέψει” τις “βολεμένες και συμβιβασμένες συνειδήσεις”.
Αλλά περί των θεμάτων αυτών πρέπει να επανέλθουμε αφού τη ανοχή ημών ταλαιπωρείται ολοένα και περισσότερο η κοινωνική δικαιοσύνη, ο ανθρωπισμός, και στον 21ο αιώνα αυτά τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα μέσα σε “πολιτισμένα” έθνη.


 Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος
                                                      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου