Ὄπλον καὶ φάρμακον!
«Καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῶ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου».
Κυρικακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
(Ἰωάν. γ΄ 13-17)(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Μὲ ἱερὸν ρῖγος θὰ προσκυνήσωμεν αὔριον, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου. Θὰ ὑψωθῇ καὶ πάλιν ἐν μέσῳ τῆς αἱματοβαμμένης γῆς ὡς σύμβολον σωτηρίας καὶ λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὸν θάνατον τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια ἀναπηδᾷ ἀπὸ τὸ σημερινὸν Εὐαγγελικὸν ἀνάγνωσμα, τὸ ὁποῖον μᾶς ὑπενθυμίζει ἕνα καταπληκτικὸν γεγονός, ποὺ συνέβη 1500 ὁλόκληρα χρόνια πρὶν ὑψωθῇ ὁ Σταυρὸς εἰς τὸν Γολγοθᾶν. Ἄς μελετήσωμεν, λοιπόν, αὐτὸ τὸ γεγονός, διότι ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς διδάξῃ.
1.Παράβασις καὶ ποινή.
«Καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ».
Γρύζομεν ὀπίσω 3.500 περίου χρόνια. Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ἔπειτα ἀπὸ ἕνα δραματικὸν ἀγῶνα, ἀπελευθερώνεται ἐπὶ τέλους ἀπὸ τὸν σκληρὸν ζυγὸν τῶν Αἰγυπτίων, ὅπου ἐπέρασε πικρὰν καὶ μαρτυρικὴν ζωήν, διαβαίνει ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τοῦ Μωϋσέως θαυματουργικῶς τὴν Ἐρυρθὰν θάλλασαν· καὶ, διὰ μέσου τῆς ἐρήμου, κατευθύνεται πρὸς τὴν Παλαιστίνην, εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, εἰς τὴν χώραν ὅποῦ θὰ ρέῃ «μέλι καὶ γάλα».
Ἡ πορεία του μέσα εἰς τὴν ἔρημον εἶναι μία ἀδιάκοπος ἐκδήλωσις θαυμαστῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ. Τὸν τρέφει μὲ τὸ «μάννα», τὴν οὐράνιον αὐτὴν τροφήν. Τὸν δροσίζει μὲ ὁλοκάθαρο νερό. Τὸν προστατεύει ἀπὸ κινδύνους. Τοῦ ἑτοιμάζει εὐτυχισμένην ζωὴν εἰς τὴν εὐλογημένην πατρίδα.
Ἀτυχῶς ὅμως, ἐνῶ ὁ καθεὶς θὰ ἐπερίμενε νὰ ἐκδηλώσῃ ὁ λαὸς αὐτός, ὁ τόσον εὐεργετηθείς, αἴσθημα εὐγνωμοσύνης, ἀντιθέτως τὸν βλέπουμε νὰ παραπονῆται, νὰ διαμαρτύρεται, νὰ γογγύζη, Ἐνθυμεῖται -ἀκατανόητον! – «τὰ κρεμμύδια καὶ τὰ πράσα» τῆς Αἰγύπτου. Δὲν τοῦ ἀρέσει ἡ οὐράνιος τροφή, τὸ «μάννα». «Καὶ κατελάλει ὁ λαὸς πρὸς τὸν Θεὸν κατὰ Μωϋσῆ λέγοντες.... ἡ ψυχὴ ἡμῶν προσώχθισεν ἐν τῷ ἄρτῳ τούτῳ τῷ διακένῳ» (Ἀριθμ. ΚΑ΄5).
Ἀγνώμων λαέ! Ἀλλὰ ἡ ἀχαριστία αὐτὴ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ μείνῃ χωρὶς κυρώσεις. Καὶ νά! Στέλνει ὁ Θεός, σημειώνει ἡ Ἁγ. Γραφή, φίδια δηλητηριώδη, ποὺ σκορποῦν τὸν θάνατον. Τὰ πτώματα κατὰ σωρούς. Ὁ καταυλισμὸς τῶν Ἰουδαίων μεταβάλλεται εἰς τόπον δακρύων καὶ εἰς ἀπέραντον νεκροταφεῖον. Τρομερὸν τὸ θέαμα! Νέοι, γέροντες, παιδιά, ἄνδρες, γυναῖκες σπαρταροῦν σὲ κάθε βῆμα καὶ ἀποθνήσκουν.
Νὰ σταματήσωμεν γιὰ λίγο.... Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἔχει ἐφαρμογὴν καὶ εἰς ἄλλην σφαῖραν, τὴν πνευματικήν.
Βασιλέα τῆς ὑλικῆς δημιουργίας ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον. Πρύτανιν μέσα εἰς ἕνα μεγαλειῶδες ἔργο. Τοῦ ἐχάρισε χαρίσματα καὶ δωρεές.
Τὸν ἐστόλισε μὲ προσόντα καὶ ἱκανότητες. Τὸν ἐγκατέστησεν εἰς μαγευτικὸν βασίλειον. Θὰ ἦτο λοιπὸν φυσικὸν νὰ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος εὐγνωμοσύνη ἀπέναντι τοῦ μεγάλου του εὐεργέτου. Καὶ ὅμως. Ἐπαναστάτησε. Παρέβη τὰ ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. Ἐδείχθη ἀνάξιος τῆς στοργῆς τοῦ Δημιουργοῦ. Γνωστὴ ἡ δραματικὴ ἱστορία τῆς πτώσεως. Καὶ ἀμέσως ἦλθαν τὰ «φίδια» ὡς συνέπεια καὶ ποινή.
Ἡ ἁμαρτία δηλ. τὸ τρομερὸ πνευματικὸ αὐτὸ φίδι, ποὺ σκορπάει τὸν θάνατο. Αἰῶνας ὁ ἄνθρωπος κάτω ἀπὸ τὴν ἀπειλὴν τῆς ἁμαρτίας καὶ τὰς φρικτὰς συνεπείας της. Δὲν ἄφησε κανένα προσὸν του ἀνέπαφον καὶ ἄτρωτον. Τοῦ κατεπολέμησε τὸ σῶμα, καταστήσαντα αὐτὸ φωλέαν ἀσθενειῶν· τοῦ ἐσκότισε τὸ νοῦν· τοῦ διέστρεψε τοὺς πόθους· τοῦ ᾐχμαλώτισε τὴν θέλησιν· τοῦ ἀνέτρεψε τὸν οἰκογενειακὸν βίον· τὸν κατεβίβασεν ἀπὸ τὸ ὕψος στὸ χάος.
Τὸν ἔδεσεν εἰς τὸ ἅρμα πλέον τοῦ θανάτου.
Ἐκεῖ ποὺ πρῶτα ἄνθιζε ἡ χαρά, τώρα ἦλθε ὁ πόνος, καταλυτής, καὶ ἐσάρωσε τὰ πάντα. Τί κρῖμα! Πῶς ἔγινεν ἔτσι τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ; Πῶς ἔπεσε τόσο χαμηλά; Ποιὸς θὰ μπορέσῃ νὰ τὸ σώσῃ ἀπὸ τὰς ὀδύνηρὰς καὶ τρομερὰς συνεπείας, ποὺ τοῦ ἐδημιούργησε τὸ φίδι-ἁμαρτία;
Ἡ συνέχεια τῆς ἱστορίας, ποὺ ἔλαβε χώραν εἰς τὴν ἔρημον μὲ τοὺς Ἰσραηλίτας, μᾶς δίδει τὴν λύσιν.
2. Σύμβολον καὶ σωτηρία.
Τραγικὴ ἡ θέσις τοῦ λαοῦ. Θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολὺς. Μητέρες κλαῖνε τὰ νεκρὰ παιδιὰ των καὶ παιδιὰ ὀδύρονται γιὰ τὴν ὀρφάνια των. Ἡ δραματικότης τῆς καταστάσεως εἶναι ἀνωτέρα πάσης περιγραφῆς. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Οἱ Ἑβραῖοι συνέρχονται. Τρέχουν ἐν ἀπογνώσει πρὸς τὸν Μωϋσῆν. Πέφτουν στὰ πόδια του. Μὲ λυγμοὺς τὸν ἱκετεύουν νὰ μεσολαβήσῃ, ὥστε νὰ τοὺς συγχωρήσῃ ὁ Θεός. «Ἡμάρτομεν ὅτι κατελαλήσαμεν κατὰ τοῦ Κυρίου... Εὖξαι οὖν πρὸς τὸν Κύριον, καὶ ἀφελέτω, ἀφ’ ἡμῶν τὸν ὄφιν...» (Ἀριθ. ΚΑ΄ 7).
Ὁ Μωϋσῆς προσηυχήθη. Ὁ Θεὸς τοὺς ἐλυπήθη. Καὶ ἔδωσεν ἐντολὴν εἰς τὸν Μωϋσῆν νὰ κατασκευάσῃ ἕνα μεγάλο χάλκινο φίδι. Τὸ φίδι αὐτὸ νὰ τὸ ὑψώσῃ ἐπάνω εἰς πανύψηλο κοντάρι ποὺ νὰ στηθῇ εἰς τὸ κέντρον τοῦ στρατοπέδου. Ὅταν τὰ φίδια θὰ ἤρχοντο καὶ θὰ ἐδάγκαναν τοὺς Ἑβραίους, τὸ φάρμακον, διὰ νὰ μὴ ἀποθάνουν, θὰ ἦτο νὰ στρέφουν ἀμέσως τὸ βλέμμα πρὸς τὸ ὑψωμένο χάλκινο φίδι, ὁπότε θὰ ἐγίνοντο πάραυτα καλά.
Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἐξετελέσθη. Τὸ χάλκινο φίδι ἔγινε καὶ ὑψώθη εἰς τὸ κοντάρι. Τὰ φίδια ἦλθαν πάλι. Παράδοξον ὅμως· δὲν ἀπέθανε πλέον κανείς. Μόλις ἔστρεφαν τὰ βλέμματα πρὸς τὸ κοντάρι, τὸ δηλητήριον τοῦ φιδιοῦ διελύετο καὶ ἐχάνετο.
Καταπληκτικὴ ἐφαρμογή, ἀδελφέ μου, τῆς συμβολικῆς αὐτῆς ἐνεργείας εἰς τὸ μεγάλο γεγονὸς τοῦ Γολγοθᾶ. Αἱ συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, μὲ τὴν πτῶσιν τοῦ ἀνθρώπου, ἦσαν, ἀληθινά, φαρμακεραί. Τὸ δηλητήριόν της ἐσκορποῦσε πανοῦ τὸν ψυχικὸν θάνατον. Ἀμέτρητα τὰ θύματά της. Ἀφάνταστος ἡ φθορὰ καὶ ἡ καταστροφὴ. Ἔπρεπε κάποιος νὰ εὑρεθῇ, διὰ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπον. Καὶ ἐχρειάσθη τότε -ὤ βάθος ἀγάπης Θεοῦ! νὰ ὑψωθῇ εἰς τὸ ξύλον τοῦ Σταυροῦ ἐπὶ τοῦ Γολγοθᾶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ὁ Δημιουργός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Μὲ τὰ χέρια τὰ πανάχραντα ἀνοιγμένα ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ἀγκαλίαζει ἀπὸ τὸ τότε ὅλον τὸν κόσμον. Μὲ τὸ τίμιον αἷμα Του χαρίζει τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἀθανασίαν, εἰς ὅσους στρέφουν τὸ βλέμμα τους πρὸς Αὐτὸν εἰς ὥρας κλονισμῶν καὶ κινδύνων. Δὲν ἔπαυσε, βέβαια, ἡ ἁμαρτία νὰ ὁρμᾷ κατὰ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἔχει ὅμως πλέον τὴν δύναμιν τοῦ θανάτου, ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσβλέπῃ εἰς τὸν Σωτῆρα. Τὸ δηλητήριόν της εἶναι ἀκίνδυνον. Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μεταδίδει τὴν ζωὴν εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ πιστοῦ.
Ἄνθρωπε κουρασμένε ἀπὸ τὰ συνεχῆ πλήγματα τῆς ἁμαρτίας! Ἄνθρωπε πληγωμένε ἀπὸ τὸ ὀδυνηρὸ δάγκωμα τῆς τρομερᾶς ἐχίδνης τοῦ κακοῦ! Ἄνθρωπε, ποὺ ἡ ἁμαρτία σοῦ ἐσκότισε τὸν νοῦν, ποὺ σοῦ ἐνέκρωσε τὰ ψυχικὰ αἰσθητήρια, ποὺ σοῦ ἐσκόρπισε τὰ ὡραῖα καὶ ἅγια ὄνειρα, ποὺ σοῦ ἀφήρπασε δόλια τὸν ἐνθουσιασμόν, ποὺ σοῦ κατέκλεψε τὸν ψυχικὸν θησαυρόν, ποὺ σοῦ ἐστραγγάλισε τοὺς εὐγενεῖς ὁραματισμούς, ποὺ σοῦ «φιλοδωρεῖ» κάθε στιγμὴν τὴν πικρίαν καὶ τὴν ὀδύνην, ποὺ σὲ αἰχμαλωτίζει σὲ ταπεινὲς καὶ χαμερπεῖς ἐπιθυμίες!
Ἄνθρωπε, δυστυχισμένε ὁδοιπόρε τῆς πονεμένης μας γῆς, ἰδοὺ ὁ Σταυρός! Στρέφε τὸ βλέμμα σου· ὕψωνε τὴν ψυχήν σου πρὸς Ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι ὑψωμένος εἰς τὸ ξύλον τῆς ὀδύνης. Κοίτα! Ὁ Σταυρὸς θὰ γίνῃ καὶ διὰ σὲ καὶ δι’ ἐμὲ κλῖμαξ, ποὺ θὰ μᾶς ὑψώσῃ ἀπὸ τὰ χαμηλὰ εἰς τὰ εὐλογημένα ὕψη τῆς ἀρετῆς, ἀπὸ τὸ χάος, εἰς τὴν γλυκεῖαν ἀνατολὴν τῆς νέας ζωῆς.
Τὰ δυὸ ἀνοιγμένα θεϊκὰ χέρια θὰ κρατήσουν γερὰ τὰ ἰδικὰ μας, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσουν εἰς τὴν ὀλοφώτεινην χώρα τῆς μακαριότητος. Τὸ Αἷμα, τὸ Πανάγιον Αἷμα, ποὺ ἀναπηδᾷ ἀπὸ τὸ θεῖον Σῶμα, θὰ γίνῃ φάρμακον ἀθανασίας. Καὶ ὁ ἀκάνθινος στέφανος θὰ μεταβληθῇ σὲ στεφάνι μὲ εὔοσμα ἄνθη, ποὺ θὰ στολίσῃ πανηγυρικὰ τὰ μέτωπα τῶν νικητῶν. Ποιὸς ἐστράφη πρὸς τὸν Σταυρὸν καὶ δὲ ἐσώθη; Ποιός ἠγάπησε τὸν Ἐσταυρωμένον καὶ δὲν ᾐσθάνθη μέσα του νὰ γεννῶνται καὶ νὰ πάλλουν καινούργιοι κόσμοι; Ποιὰ ψυχὴ κουρασμένη, δοκιμαζομένη ἐστήριξε τὸ μέτωπόν της εἰς τὸν Σταυρὸν καὶ δὲν ἐδοκίμασε ρίγη δυνάμεως, ἐλπίδος, εὐλαβείας καὶ ἁγιασμοῦ; Ποιός νέος ἤ νέα εἰς τοὺς ἀγῶνάς των, στὶς κακοτοπιὲς τῆς ζωῆς, στὶς προκλήσεις τοῦ κακοῦ, κατέφυγεν εἰς τὸν Χριστὸν, ὁλόψυχα ὅμως, καὶ δὲν ἄναψε μέσα των καμίνι θείας ἀγάπης καὶ δὲν ὑψώθηκε μέσα των φρούριον ἀπόρθητον ἁγνῆς ζωῆς καὶ πόθων ἀφιερώσεως εἰς ἔργα χριστιανικῆς δράσεως; Ποιός οἰκογενειάρχης, στὴν ὥρα τῆς σκληρᾶς δοκιμασίας, προσέτρεξεν εἰς τὸν Σταυρὸν καὶ ἔμεινε χωρὶς παρηγορίαν καὶ τόνωσιν καὶ θάρρος; Ποιός; ΚΑΝΕΙΣ !
Ὤ, ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ! Πόσες ψυχὲς δὲν ἀνακούφισε, πόσες καρδιὲς δὲν ἐστήριξε, πόσες θελήσεις ἀδύνατες δὲν ἐχαλύβδωσε, πόσα δράματα δὲν ἀπεσόβησε, πόσα θαύματα δὲν ἐπετέλεσε!
Ἀδελφοί!
Ἄς ἑνώσωμεν, λοιπόν, ὅλοι τὰς ψυχὰς μας καὶ μὲ κατάνυξιν καὶ συντριβὴν ἱστάμενοι ἐνώπιον τοῦ Σταυροῦ ἄς εἴπωμεν:
Ἐσταυρωμένε Λυτρωτά! Καὶ πάλιν σήμερον ἀσπαζόμεθα εὐλαβῶς τὸν Σταυρὸν Σου τὸν Τίμιον, ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται λαμπρὸς καὶ παρήγορος ἐν μέσῳ τῶν ἀνθέων καὶ τῶν μύρων. Γενοῦ, Κύριε, εἰς τὴν ζωὴν μας Φῶς καὶ ἐλπίς! Στερέωσε μέσα μας τὸν ἅγιον Σταυρὸν Σου καὶ κατάστησέ τον ἄγκυραν θείαν καὶ σωσίβιον οὐράνιον εἰς τὰς ὥρας τῶν μεγάλων θυελλῶν καὶ συγκρούσεων. Κάμε, ὥστε ὅταν ἐπιτίθενται τὰ φίδια τῆς ἁμαρτίας, εἰς αὐτὸν νὰ στρέφωμεν τῆς ψυχῆς τὰ βλέμματα καὶ ἀπὸ αὐτὸν νὰ λαμβάνωμεν τῆς ἀθανασίας τὸ σωτήριον φάρμακον.
«Σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ, Χριστιανῶν ἡ ἐλπίς, πεπλανημένων ὁδηγέ, χειμαζομένων λιμήν, ἐν πολέμοις νῖκος, οἰκουμένης ἀσφάλεια, νοσούντων ἰατρέ, νεκρῶν ἡ ἀνάστασις ἐλέησον ἡμᾶς».
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
(σελ.268-272)
Ἐκδόσεις Β΄Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου