Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Ἡ ὑψίστη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν.(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Ἡ ὑψίστη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου
«Τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,37)

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Ὁ ἄνθρωπος! Εἶνε θέμα, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἀπησχόλησε θεολόγους, φιλοσόφους, ποιητάς, λογοτέχνας, ζωγράφους, ἰατρούς, βιολόγους, χημικούς.
Γιὰ τὸν ἄνθρωπο δημιουργήθηκε πολιτισμός, ἀναπτύχθηκαν ἐπιστῆμες, κτίσθηκαν οἰκισμοί, ἱδρύθηκαν πόλεις· γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἔγιναν πόλεμοι ποὺ συνετάραξαν τὴν ὑφήλιο. «Πολλὰ τὰ ἐκπληκτι κὰ καὶ φοβερά, μὰ τίποτε φοβερώτερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο», ἔψαλλε ὁ Σοφοκλῆς (Ἀντιγ. 332-333). Ποιά, λοιπόν, ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου;

* * *

 «Χαριτωμένο πλάσμα ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος», ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας (Μένανδρος), «ὅταν εἶνε ἄνθρωπος».
Αὐτὸς ὁ λόγος μαζὶ μ᾿ ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ παράλυτος τοῦ Εὐαγγελίου «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» (Ἰω. 5,7), δικαιώνουν τὸν Διογένη, ποὺ χαρακτηρίστηκε ὡς τρελλὸς ὅταν, μέρα μεσημέρι καὶ μέσα σὲ πλῆθος κόσμου, μὲ τὸ φανάρι ἀναμμένο φώναζε· «Ἄνθρωπον ζητῶ».

Δὲν ἔζησε ὁ δυστυχὴς Διογένης ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Πιλάτου, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσῃ νὰ λέῃ «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 19,5) καὶ νὰ δείχνῃ σὲ ὅλους τὸν Θεάνθρωπο Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Πολλοὶ ὅμως δὲν ἄκουσαν οὔτε τὸν Πιλᾶτο· στράφηκαν ἀλλοῦ νὰ βροῦν τὸν ἄνθρωπο.
Εἶπαν πὼς βρῆκαν νὰ κατάγεται ἀπὸ τὰ ἄλογα κτήνη καὶ διεκήρυξαν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἐξευγενισμένο παιδὶ τοῦ πιθήκου.

Ἀρνήθηκαν δηλαδὴ κάθε πνευματικὴ ἀξία καὶ ἀνωτερότητα στὸν ἑαυτό τους. Σ᾿ αὐτοὺς ὁ Σωκράτης
θὰ ἔλεγε· «Γνῶθι σαυτόν», μάθε τὸν ἑαυτό σου. Ὁ Πασκὰλ εἶπε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε συγχρόνως «μεγαλεῖο καὶ ἀθλιότης».
Ὁ Καρρὲλ ἔγραψε βιβλίο μὲ τίτλο «Ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸς ὁ ἄγνωστος», κ᾿ ἕνας ἄλλος «Ὁ ἄνθρωπος, αὐ τὸ τὸ κτῆνος». Ὁ μέγας ὅμως πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας μας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης ἔλεγε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἡ σμικρογραφία τοῦ σύμπαντος, ἕνας μικρόκοσμος ποὺ περιέχει μέσα του τὸ σύμπαν ὁλόκληρο· καὶ τὴ γνώμη αὐτὴ ἀσπάσθηκε καὶ ἀνέπτυξε ἀργότερα ἕνας μεγάλος παιδαγωγός.
Γλύπτες, ζωγράφοι καὶ ἄλλοι καλλιτέχνες θέλησαν ν᾿ ἀντιγράψουν τὸν ἄνθρωπο στὰ δημιουργήματά τους· δὲν τὸ κατώρθωσαν.
Τὸν ἄνθρωπο ἐρεύνησε καὶ ἡ ἐπιστήμη τῆς χημείας· ἀνέλυσε τὸ σῶμα του στὸ ἐργαστήριο καὶ βρῆκε, ὅτι ἀπὸ αὐτὸ μποροῦμε νὰ κατασκευάσουμε ἑπτὰ σαπούνια μὲ τὸ λίπος του, ἀρκετὰ μολύβια μὲ τὸν ἄνθρακά του, ἑπτὰ κουτάκια σπίρτα μὲ τὸν φωσφόρο του, ἕνα καρφὶ μὲ τὸ σίδερό του, καὶ νὰ γεμίσουμε ἕνα κουβᾶ ἀσβέστη μὲ τὸ ἀσβέστιό του.
Ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος ἀναλυόμενος στὸ χημικὸ ἐργαστήριο. Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα· ὁ ἄνθρωπος εἶνε μόνο ὕλη; εἶνε ἕνα ἐξευγενισμένο κτῆνος; Τότε λοιπὸν δὲν ἔχει ἀξία. Ποιός λογικὸς νοῦς μπορεῖ νὰ δεχθῇ κάτι τέτοιο;
Αὐτὰ τὰ ὑλιστικὰ συμπεράσματα ὡδήγησαν στὴ δημιουργία τῶν στρατοπέδων τοῦ Ἄουσβιτς, ὅπου χιλιάδες ἄνθρωποι μεταβλήθηκαν σὲ σαπούνι. Ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ τὶς ἀνθρώπινες γνῶμες, ἀδελφοί μου, ἀσάλευτη πυξίδα, στέκει ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ κατευθύνει στὴν ἀλήθεια καὶ τὴ σωτηρία.
Κατ᾿ αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε κτῆνος, μόνο ὀστᾶ καὶ σάρκες, εὐτελῆ χημικὰ στοιχεῖα. Γιὰ ὅλα τὰ δημιουργήματα ὁ Θεὸς «εἶπε, καὶ ἐγενήθησαν» (Ψαλμ. 148,5)· τὸν ἄνθρωπο ὅμως τὸν ἔπλασε ἰδιαιτέρως, «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» Θεοῦ (Γέν. 1,26).
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του ψυχὴ ἀθάνατη. Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγάλο προνόμιο ποὺ δόθηκε ἀποκλειστικὰ σ᾿ αὐτόν.
–Πῶς νὰ δεχθῶ, ἔλεγε κάποτε ἕνας γιατρὸς στὸν ἱεροκήρυκα τῆς πόλεώς του, τὴν ὕπαρξι ψυχῆς; οὔτε τὴν εἶδα, οὔτε τὴν ἄκουσα, οὔτε τὴ γεύθηκα, οὔτε τὴν ὠσφράνθηκα, οὔτε τὴν ἔπιασα; Καμμία ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις δὲν μὲ πληροφορεῖ γι᾿ αὐτήν.
Οἱ ἀγῶνες σας γιὰ σωτηρία ψυχῶν εἶνε οὐτοπία, ἀπάτη… Ὁ ἱεροκήρυκας ἀπήντησε·
 –Γιατρέ μου, εἴδατε ποτὲ πόνο; ἀκούσατε, γευθήκατε, ὠσφρανθήκατε, πιάσατε ποτὲ πόνο;
 –Ὄχι, ἀπήντησε ὁ γιατρός.
–Τότε ν᾿ ἀλλάξετε ἐπάγγελμα· ἡ ἐργασία σας εἶνε μιὰ οὐτοπία, μιὰ ἀπάτη. Ὁ γιατρὸς θύμωσε·
–Μὴ μὲ βρίζετε· μπορεῖ ὁ πόνος νὰ μὴ ὑποπίπτῃ σὲ μία ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, πλὴν ὅμως τὸν αἰσθάνομαι καὶ μάλιστα πολλὲς φορὲς μὲ συντρίβει… Καὶ ὁ ἱεροκήρυκας προσέθεσε·
–Ἔτσι κ᾿ ἐγώ, γιατρέ μου, αἰσθάνομαι τὴν ψυχή· καὶ πολλὲς φορὲς μὲ γεμίζει ἀγαλλίασι καὶ εὐφροσύνη… Οὐδείς λογικὸς ἄνθρωπος ἀμφισβητεῖ τὴν ὕπαρξι τῆς ψυχῆς, ὅπως δὲν ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξι τοῦ πόνου.
Ἐὰν τολμήσῃ, χιλιάδες πονεμένοι, μὲ ἕνα στόμα, θὰ διαμαρτυρηθοῦν. Τὸ ὑλικὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου ἀλλάζει συνεχῶς. Τὰ κύτταρα ποὺ συνθέτουν τὸ σῶμα, ἀπὸ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς μέχρι τὰ νύχια, δι αρκῶς μεταβάλλονται, λέει ἡ ἐπιστήμη.
Ποιό ὅμως εἶνε ἐκεῖνο ποὺ μᾶς βεβαιώνει ὅτι εἴμαστε οἱ ἴδιοι, ἐκεῖνοι ἀκριβῶς ποὺ ἤμασταν πρὸ 5, 10, 15, 20 ἐτῶν;
Ἡ ψυχή! Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ ἀναλλοίωτο «ἐγὼ» τοῦ κάθε προσώπου. Ἔχει λοιπὸν ψυχὴ ὁ ἄνθρωπος. Αὐτὴ τὸν κοσμεῖ, τὸν ἐμψυχώνει, τὸν ζωντανεύει. Στὴν ψυχὴ ἔγκειται ἡ ὑψίστη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Τίποτε πολυτιμότερο καὶ ἀκριβότερο ἀπὸ αὐτήν, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37).
 Ἂς φανταστοῦμε μία θεόρατη ζυγαριὰ κρεμασμένη ἀπὸ τὸ θόλο τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ζυγίζῃ ἀξίες. Δηλαδή, ἂν βά- λουμε στὸ ἕνα μέρος λίγο χρυσὸ καὶ στὸ ἄλλο πολὺ σίδερο ἰσότιμο πρὸς τὴν ἀξία τοῦ χρυσοῦ, ἡ ζυγαριὰ θὰ ἰσοσταθμίζῃ. Στὸ ἕνα μέρος λοιπὸν τῆς ζυγαριᾶς νὰ βάλουμε ὅλα τὰ πλούτη τοῦ κόσμου· τὰ χρυσᾶ νομίσματα τῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Ἀγγλίας, τὰ πολύτιμα πετράδια, ῥουμπίνια καὶ μαργαριτάρια τῶν Ἰνδιῶν· ὅλους τοὺς θησαυροὺς ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς γῆς καὶ τὰ βάθη τῆς θαλάσσης καὶ τὰ πλή- θη τῶν ἀστέρων.
Νὰ ἔρθουν ἐν συνεχείᾳ ὅλοι οἱ στρατηλάτες καὶ αὐτοκράτορες καὶ νὰ καταθέσουν τὰ σκῆπτρα καὶ τὰ παράσημά τους· νὰ ἔρθουν οἱ σοφοὶ καὶ πανεπιστήμονες καὶ νὰ καταθέσουν τὰ συγγράμματα, τὰ διπλώματα καὶ τὰ βραβεῖα τους…
Καὶ στὸ ἄλλο μέρος τῆς ζυγαριᾶς νὰ βάλουμε τὴν ψυχὴ ἑνὸς ἀσήμου, φτωχοῦ καὶ περιφρονημένου ἀνθρώπου. Θὰ δοῦμε τότε τὸ καταπληκτικὸ φαινόμενο, ἡ ζυγαριὰ νὰ κλίνῃ ἀμέσως καὶ μὲ ὁρμὴ πρὸς τὸ μέρος τῆς ψυχῆς! «Τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,37). Ἀνυπολόγιστη ὄντως ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς, ποὺ δίνει καὶ στὸν ἄνθρωπο τὴν ὑψίστη ἀξία.
Ἕνα μόνο ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς ἐμφανίστηκε στὴ σκηνὴ τοῦ κόσμου· τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου, ποὺ χύθηκε στὸ Γολγοθᾶ, γιὰ νὰ ξεπλύνῃ ὅλους ἀπὸ τὸ ῥύπο τῆς ἁμαρτίας, νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴ σκλαβιά, καὶ νὰ τοὺς ἐξυψώσῃ στοὺς αἰ θέρες ποὺ ἁρμόζουν στὴν ἀξία τους.
Δικαίως ἕνας ἅγιος ἔλεγε· «Εἶμαι πρόθυμος νὰ βαδίσω μὲ τὰ γόνατα ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι ἕως τὸ Δυρράχιο (τὸ τέρμα τῆς ἀρχαίας Ἐγνατίας ὁδοῦ), ἀρκεῖ νὰ σώσω μία ψυχή».
Γιὰ μία ψυχὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πῆγε περπατώντας στὴ Σαμάρεια σὲ ὥρα καύσωνος.

* * *

 Δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος, καὶ μάλιστα σήμερα, δὲν σκέπτεται τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς του. Ἐνῷ ἀγωνίζεται μέρα - νύχτα γιὰ τὸ σῶμα του, γιὰ τὴν ψυχή του δείχνει ἐγκληματικὴ ἀδιαφορία. Φανταστῆτε ἕνα πατέρα νὰ περιποιῆται ἕνα ἄγαλμα ποὺ ἔστησε στὸ δωμάτιό του, νὰ φέρνῃ συχνὰ τὸ γλύπτη γιὰ νὰ τὸ συντηρῇ, καὶ ν᾿ ἀδιαφορῆ γιὰ τὸ μονάκριβο γυιό του ποὺ εἶνε δίπλα ἐκεῖ κατάκοιτος καὶ πεινασμένος. Ἢ ἕναν ἄλλο νὰ δουλεύῃ, νὰ κουράζεται συνεχῶς, κ᾿ ἐκεῖνα ποὺ κερδίζει νὰ τὰ διαθέτῃ γιὰ τὸν ἐξωραϊσμὸ καὶ τὸ σιδέρωμα τῆς στολῆς του, καὶ νὰ μὴ δίνῃ οὔτε δεκάρα γιὰ τὴν τροφή του. Μ᾿ αὐτοὺς μοιάζουν οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τοῦ αἰῶνος μας· πού, ἐνῷ δείχνουν τόσο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ σῶμα, ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν τροφὴ καὶ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς τους.
Δὲν εἶνε αὐτὸ παραφροσύνη; Καιρὸς νὰ ξυπνήσουμε, νὰ συναισθανθοῦμε τὸ ἔγκλημα ποὺ διαπράττουμε, καὶ νὰ στραφοῦμε πρὸς τὸν ἐξαγνισμὸ καὶ τὸν καταρτισμὸ τῆς ψυχῆς μας· διότι ἡ ἀξία της αὐξήθηκε περισσότερο ἕνεκα τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ χύθηκε χάριν αὐτῆς.
Θὰ κλείσω μὲ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ· «Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσῃ, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρῃ, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δύο νὰ τὰ φυλάγετε, νὰ μὴ τὰ χάσετε» (ἡμέτ. ἔργ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, σ. 193).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Κείμενο ἐκπομπῆς τῆς 1-10-1955. Καταγραφή, μεταγλώττισις καὶ σύντμησις 19-9-2004, ἐπανέκδοσις 21-8-2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου