Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Μιά ἀπό τίς ἐλάχιστα
προβεβλημένες, ἀλλά ἐξαιρετικῆς θεολογικῆς ἐμβριθείας καί πνευματικότητος
περιπτώσεις Ἁγιορειτῶν Γερόντων, ὑπῆρξε καί ὁ μακαριστός Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος ὁ
Ἰβηρίτης, τοῦ ὁποίου τήν ζωή καί τήν ἐργογραφία ἔχει γράψει ὁ ἐπίσης μακαριστός
λόγιος μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, στό βιβλίο του μέ τίτλο «Ἱερομόναχος
Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης˙ ὁ θερμός λάτρης τῆς Πορταΐτισσας 1885-1973».
Οἱ Χαιρετισμοί τῆς Θεοτόκου καί τό
Θεοτοκάριον
Ὁ μακαριστός Γέρων
Ἀθανάσιος τόνιζε συνεχῶς τήν προσευχητική ἀξία τῶν Χαιρετισμῶν στήν Ὑπεραγία
Θεοτόκο.
Σέ μία μικρή ἐπιστολή,
πού ἀπέστειλε ὁ Γέρων Ἀθανάσιος στόν ἄρρωστο Γέροντα Θεόκλητο, πού βρισκόταν σέ
ἀνάρρωση, ἀναφέρει τά ἑξῆς : «Χαίρω διά
τήν βελτίωσιν τῆς ὑγείας σου, πού τήν εἶχα καταδικασμένην μετά τήν τελευταίαν
συνάντησίν μας.
Οἱ Χαιρετισμοί καί εἰς τοῦτο. Ὅταν ἔλθης θά διαβάσεις τοῦ Μηνιάτου τάς φράσεις. Τάς εἶχα δώσει τοῦ Ἱεροθέου καί τάς ἐτύπωσε εἰς τό Περιοδικόν τῆς Ἐκκλ. Σπάρτης «Γαλήνη». «Ἐλπίδα μου καταφυγή μου, Μητέρα μου, ἕνα νεῦμα νά κάμης πρός τόν Υἱόν σου δι'ἐμέ, ἐγώ εἶμαι σωσμένος. Μαρία, ὅποιος εἰς σέ ἐλπίζει, ἀδύνατον εἶναι νά χαθῆ». «Ἄς εἶναι δόξα ἰδική μου, λέγει ὁ Χριστός, ἡ δόξα τῆς Μητέρας μου». Ἔτσι λέγει ὁ Νικομηδείας Γεώργιος : «Τήν σήν γάρ δόξαν ὁ Κτίστης, ἰδίαν οἰόμενος, ἐκπληροῖ τάς αἰτήσεις»[1].
Οἱ Χαιρετισμοί καί εἰς τοῦτο. Ὅταν ἔλθης θά διαβάσεις τοῦ Μηνιάτου τάς φράσεις. Τάς εἶχα δώσει τοῦ Ἱεροθέου καί τάς ἐτύπωσε εἰς τό Περιοδικόν τῆς Ἐκκλ. Σπάρτης «Γαλήνη». «Ἐλπίδα μου καταφυγή μου, Μητέρα μου, ἕνα νεῦμα νά κάμης πρός τόν Υἱόν σου δι'ἐμέ, ἐγώ εἶμαι σωσμένος. Μαρία, ὅποιος εἰς σέ ἐλπίζει, ἀδύνατον εἶναι νά χαθῆ». «Ἄς εἶναι δόξα ἰδική μου, λέγει ὁ Χριστός, ἡ δόξα τῆς Μητέρας μου». Ἔτσι λέγει ὁ Νικομηδείας Γεώργιος : «Τήν σήν γάρ δόξαν ὁ Κτίστης, ἰδίαν οἰόμενος, ἐκπληροῖ τάς αἰτήσεις»[1].
Καθίσταται σαφές
ὅτι καί αὐτή ἀκόμη τήν βελτίωση τῆς ὑγείας τοῦ σοβαρά ἀσθενοῦντος Γέροντος
Θεοκλήτου, τήν ἀποδίδει ὁ Γέρων Ἀθανάσιος στούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας,
γεγονός πού ἀποδεικνύει τήν ἰδιαίτερα μεγάλη σημασία, πού ἀπέδιδαν οἱ Ἁγιορεῖτες
Γέροντες στούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου.
Ἐξάλλου ὁ ἴδιος
προέτρεπε τόν ἀοίδιμο Γέροντα Θεόκλητο σέ ἄλλη ἐπιστολή του τό 1961 τά κάτωθι :
«Ἀπό Παναγίας ἄρχεσθαι… Νά ἀφήσης ἕνα
Χαιρετισμόν ἀπό τούς τρεῖς καί νά εἰσαγάγης τό Θεοτοκάριον καθ'ἡμέραν. Θά εὐαρεστήσης
τῆ Δεσποίνη καί τῷ συλλέκτη Ἁγίω Νικοδήμω. Πρόσεξε τήν σκέψιν ταύτην, πού μοῦ ἐπήλθεν
ἐν στιγμῆ ἀναγνώσεως τοῦ Θεοτοκαρίου. Οἱ Χαιρετισμοί
καί τό Θεοτοκάριον, ὁ οὐρανός καί
ἡ γῆ νά παρέλθουν, αὐτά ὅμως νά μήν λείψουν καμμίαν ἡμέραν τοῦ ἔτους. Καί εἰς
ποίαν οἱ ὕμνοι οὗτοι; Εἰς τήν ταμίαν ὅλων τῶν χαρίτων τοῦ Θεοῦ...»[2].
Τό αἱρετικό Προτεσταντικό πνεῦμα στήν
Ἑλλάδα
Ὁ Γέρων Ἀθανάσιος,
ὡς γνήσιος καί αὐθεντικός ἁγιορείτης, εἶχε, ὅπως ἦταν φυσικό ἐπακόλουθο, ἀνεπτυγμένο
καί τό δογματικό αἰσθητήριό του, τήν ἀντιαιρετική συνείδησή του, γι'αὐτό καί δέν
θά μποροῦσε νά μήν ἀναφερθεῖ, ὡς καλός ποιμήν, στήν αἵρεση τοῦ Προτεσταντισμοῦ,
πού, ἀπό τήν ἐποχή ἐκείνη μέχρι καί σήμερα, λυμαίνεται τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία καί
ζωή στήν Ἑλλάδα, μέ ἀπώτερο σκοπό τήν προφύλαξη τοῦ Ὀρθοδόξου ποιμνίου ἐκ τῶν
«βαρέων λύκων».
Γράφει, λοιπόν, ὁ
Γέρων : «Ὁ προτεσταντικός Βορράς, μέσω τῶν καθηγητῶν μας εἰς τά δύο Πανεπιστήμια,
ἐπάγωσε καί τόν ἐκ θερμοῦ κλίματός μας υἱϊκόν συναισθηματισμόν πρός τήν γλυκυτάτην
μητέρα μας Παναγίαν καί οὕτω τήν ἀπεμάκρυνεν ἀπό τάς προσευχάς μας ὡς ἄμεσον
μεσίτριαν καί συνήγορον ἡμῶν πρός τόν Υἱόν της. Ὁμιλοῦντες καί κληρικοί ἀκόμη
περί προσευχῆς, ἀγνοοῦν τήν Θεοτόκον καί κοπανοῦν ἀκαταπαύστως˙ «ὁ πρῶτος μετά
τόν ἕνα». Ἐνῶ ἡ ὑμνολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι διηρθρωμένη μέ τό
χαροποιόν ὄνομά της.
Φοβερόν νά ἔχη
διαποτισθῆ μόνον ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία μέ τόσον πνεῦμα Ὀρθολογικόν, Γερμανικόν,
προτεσταντικόν ἀκόμη, ὥστε νά μοῦ λέγουν ὅτι οἱ ὕμνοι μας πρός τήν Θεομήτορα εἶναι
ποίησις. Αὐτά ἐδιδάχθησαν ἀπό τό Μόναχον˙ «ἡ Μαρία εἶναι (ἦτο) μία καλή μητέρα»»
(οἱ σκύλοι!!!)»[3].
Αὐτός ὁ βαρύς
χαρακτηρισμός, σχολιάζει ὁ ἀοίδιμος μοναχός Θεόκλητος, γιά ὅσους γνώρισαν τόν
ταπεινότατο, πραότατο καί ἀγαθόν Ἀθανάσιον, εἶναι σχεδόν ἀπίστευτος καί ὀφείλεται
στήν ἱερή ἀγανάκτησή του, καί ὑψώνεται στά ἐπίπεδα τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων
τῆς Ἐκκλησίας, πού χρησιμοποιοῦσαν γιά τούς αἱρετικούς βαρύτατες ἐκφράσεις.
Στή συνέχεια ὁ ἀοίδιμος
μοναχός Θεόκλητος παραθέτει κι ἄλλα συγγενῆ κείμενα τοῦ ἀοιδίμου Γέροντος Ἀθανασίου,
γιά νά καταδειχθεῖ ἡ ἀνησυχία του ἀπό τήν ὑποτίμηση
τῆς Θεοτόκου ἤ ἀπό τήν ἄγνοια τῆς
Θεολογικῆς καί Πνευματικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναφορικῶς μέ τή θέση τῆς
Θεομήτορος ἐντός τῆς Ἐκκλησίας.
«Μέ
ἠρώτησαν ποῖον τόν ὀρθόν; «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς» ἤ «Ὑπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε
ὑπέρ ἡμῶν», ὡς λέγουν τινές νεωτερίζοντες
προτεσταντόπληκτοι. Τούς ἀπεκάλεσα τούτους ἀσεβεστάτους καί ἐχθρούς τῆς
Παναγίας καί τούς εἶπον : τό καθιερωμένον ἀνέκαθεν εἶναι «σῶσον». Ἡ Μήτηρ
τοῦ Θεοῦ εἶναι καί μεσιτεύουσα καί πρεσβεύουσα, ὅπως τήν ὑμνολογοῦν γίγαντες
σοφίας καί ἁγιότητος ἄνωθεν… Ὁ Προτεσταντισμός ὅμως κάμνει θραῦσιν εἰς τήν Ἑλλάδα
καί τείνει ὀλίγον κατ'ὀλίγον νά τήν ἐκτοπίση καί ἀπό τό κήρυγμα καί ἀπό τά
θρησκευτικά Περιοδικά, ἐξ ὧν ἀνέγνωσα ὁρμαθόν ἐπί ταῖς ἑορταῖς. Οὔτε λέξις διά
τήν βρεφουργήσασαν τόν Κτίστην. Μή μέ κατηγορήσης, ἐάν γράφω ἀκορέστω διαθέσει
ψυχῆς διά τήν Δέσποιναν…».
Σέ ἄλλο γράμμα
του λέγει : «Ὁ ἐπιδότης ἱερεύς Λουθηρανός ἀπό τό Ὄσλο συνιστᾶται ἀπό
τόν Λαούρδα ὡς φίλος τῆς Ὀρθοδοξίας καί μελετητής αὐτῆς. Εἴπομεν πολλά. Μέ ἠρώτησε
πολλά περί Θεοτόκου. Λατρευτικήν, τῷ εἶπον, προσκύνησιν ἀπονέμομεν τῷ Θεῶ,
τιμητικήν πᾶσι τοῖς Ἀγίοις καί δουλικήν μόνη καί μόνη τῆ Μητρί τοῦ Θεοῦ, μέ
συναισθήματα ἡμῶν καθαρώς υἱϊκά πρός «γλυκυτάτην» καί ἡμῶν Μητέρα κατά χάριν. Ὦ,
τί ζημιώνεσθε, τῷ λέγω, σεῖς μή τιμῶντες οὕτω τήν μετά Θεόν Θεόν, τά δευτερεῖα ἔχουσαν
τῆς Τριάδος καί τήν οἰκονόμον ὅλων τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ πρός πάντα τά λογικά ὄντα.
Τρία δέν ἠδυνήθη νά κάμη τελειότερα ὁ Θεός, παρά πᾶσαν τήν παντοδυναμίαν Του.
Τήν Σάρκωσιν, τήν Παρθένον καί τήν μακαριότητα τῶν δικαίων ἐν τῆ μελλούση ζωῆ,
κατ' Αὐγουστίνον»[4].
Σέ ἄλλη ἐπιστολή
του, πού ἔστειλε τό 1955 πρός τόν ἀοίδιμο μοναχό Θεόκλητο, τόν συμβουλεύει τά ἐξῆς
: «Πρόσεχε ἀπό τούς κατακλύζοντας τήν Ἑλλάδα
προτεσταντίζοντας καί φθάσαντας ἀκόμη
πλησιστίους μέχρι τῶν στηλῶν τῶν θρησκευτικῶν ὀργάνων. Προσπαθοῦν (καί τούς
φθάνει ἐν πρώτοις αὐτό) νά θεωροῦν τήν Παναγίαν (τήν λέγουν Μαρίαν), μίαν ἐκ τῶν
συνήθων ἁγίων καί δέν δέχονται, ὡσάν τόν
διάβολον, ἰδιαιτέραν δι’Αὐτήν τιμήν. Πρέπει νά ἔχωμεν τό δόγμα ἡμεῖς, τά εὐεργετούμενα
ἀενάως παρ’Αὐτῆς τέκνα Της, ὅτι ὀφείλομεν εἰς τόν Θεόν λατρευτικήν τιμήν καί
προσκύνησιν, εἰς τήν Παναγίαν δουλικήν καί εἰς τούς ἁγίους τιμητικήν. Οἱ σκύλοι οἱ Προτεστάνται νά μήν ἀκούσουν
δουλικήν. Εἰς τοῦτο συναντώμεθα καί μέ τούς «Καθολικούς» καί μέ τάς Ἀνατολικάς ἀπεσχισμένας
«Ἐκκλησίας»[5].
Ὁ Γέρων Ἀθανάσιος ὀνομάζει τούς
Προτεστάντες «σκύλους»
Θά θέλαμε νά
σταθοῦμε λίγο καί νά σχολιάσουμε περεταίρω τόν αὐστηρό, σκληρό καί βαρύ
χαρακτηρισμό τῶν Προτεσταντῶν ἐκ μέρους τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου ὡς «σκύλων». Πῶς
δικαιολογεῖται αὐτός ὁ χαρακτηρισμός;
Ὁ χαρακτηρισμός
αὐτός δικαιολογεῖται ἀπόλυτα, ἄν σκεφτεῖ κανείς ὅτι ἐδῶ γίνεται λόγος γιά
κατεγνωσμένους καί πασιφανεῖς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν
διαστρεβλώσει τήν περί Θεοτόκου διδασκαλία τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ αἱρετικοί Λουθηροκαλβῖνοι ἤ Προτεστάντες ἤ
Διαμαρτυρόμενοι ὀνομάζονται Χριστιανοί, ἀλλά εἰς μάτην περιφέρουν τό ὄνομα καί
καυχῶνται ὅτι εἶναι Χριστιανοί, διότι δέν ἔχουν μέρος μέ τόν Χριστό. Οἱ
Διαμαρτυρόμενοι μόρφωση μόνο ἔχουν Χριστιανισμοῦ, τήν δέ δύναμή του ἀρνήθηκαν,
διότι : α) Δέν παραδέχονται τό ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου, ἀλλά λένε οἱ κατάρατοι ὅτι
Αὐτή, μετά τήν ἄφθορη καί ὑπερφυῆ σύλληψή της καί τόν ἀνερμήνευτο τόκο τοῦ Υἱοῦ
καί Θεοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ συνεμίγη μέ τόν Ἰωσήφ, ἔτεκε ἀπό αὐτόν
κι ἄλλα τέκνα, ὅπως οἱ μνημονευόμενοι στό ἱερό Εὐαγγέλιο ἀδελφοί τοῦ Κυρίου,
στήν πραγματικότητα τέκνα τῆς θανούσης γυναικός τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ. β) Δέν ἀποδίδουν
καμμία τιμή καί ὑπεροχή σέ Αὐτήν, ὡς πρός τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα πάνω ἀπό ὅλους
καί ὅλες τούς ἁγίους, ἀλλά ἰσχυρίζονται οἱ μικροί ὅτι εἶναι κοινή γυναῖκα, δηλ.
ὅπως μία ἀπό τίς γυναῖκες τοῦ κόσμου! καί γ) Δέν παραδέχονται ὅτι
πρέπει νά παρακαλεῖται ἡ Θεοτόκος καί οἱ ὑπόλοιποι ἅγιοι γιά τήν σωτηρία καί
βοήθεια τῶν ἀνθρώπων καί ὅτι θαυματουργεῖ ὁ Θεός διά τῶν ἁγίων!
Ἐκτός,
ὅμως, ἀπό τήν περί Θεοτόκου διδασκαλία, οἱ αἱρετικοί Προτεστάντες ἔχουν διαστρεβλώσει πλήρως
καί τήν ἐν γένει διδασκαλία καί Παράδοση τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διότι
: α) Δέν προσκυνοῦν τίς ἅγιες εἰκόνες, τόν τίμιο Σταυρό, τό ἱερό Εὐαγγέλιο
κτλ., δηλ. εἶναι νέοι εἰκονομάχοι.
β) Δέν προσεύχονται κατ’ ἀνατολάς, δέν κάνουν τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, οὔτε γονυκλισίες ἤ μετάνοιες κτλ.
γ) Ἀπορρίπτουν ὡς ἄσκοπο τό νά μνημονεύομε καί νά δεόμεθα ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων.
δ) Παντελῶς ἀποδοκιμάζουν οἱ ἄφρονες τήν ἐξομολόγηση καί τόν κανόνα τοῦ πνευματικοῦ!
ε) Ἀποβάλλουν τήν θεοπνευστία, τήν αὐθεντία καί τό ἀλάθητο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. στ) Δέν δογματίζουν τή μεταβολή, δηλ. ὅτι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ μέ τήν θεία ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τόν ἱερέα, ἀλλά ὅτι ἡ θεία μυσταγωγία γίνεται ἁπλῶς σέ ἀνάμνηση τοῦ μυστικοῦ Δείπνου!
ζ) Πιστεύουν στόν διπλό ἀπόλυτο προορισμό, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο, ὁ Θεός, ἄλλους προορίζει γιά τήν αἰώνιο ζωή καί ἄλλους γιά τήν αἰώνια κόλαση.
η) Ἀπορρίπτουν τήν Ἱερά Παράδοση καί τούς ἁγίους Πατέρες καί θεωροῦν τήν Ἁγία Γραφή ὡς τή μοναδική πηγή Ἀποκαλύψεως (sola scriptura).
θ) Ἀρνοῦνται τήν ὁρατή Ἐκκλησία καί πιστεύουν στήν «ἀόρατη καί ἰδανική Ἐκκλησία».
ι) Υἱοθετοῦν τήν αἵρεση τοῦ Filioque.
ια) Ὑποστηρίζουν τήν αἱρετική διδασκαλία γιά τήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Χριστοῦ σωματικῶς (ubiquitas).
ιβ) Ἀπορρίπτουν τήν Ἱεραρχία μέ τήν Ὀρθόδοξη ἔννοια καί τήν ἱερωσύνη ὡς μυστήριο.
ιγ) Περιορίζουν τόν ἀριθμό τῶν μυστηρίων μόνο σέ δύο, τό βάπτισμα καί τή θεία Εὐχαριστία, στηριζόμενοι στούς ἱδρυτικούς λόγους τοῦ Χριστοῦ.
ιδ) Ἀπορρίπτουν τήν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία.
ιε) Θεωροῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν σώζεται, σώζεται μέ μόνη τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ (sola gratia) καί μέ μόνη τήν πίστη (sola fide) καί ὅτι στήν παροῦσα ζωή ὁ πιστός εἶναι ταυτόχρονα δίκαιος καί ἁμαρτωλός (simul justus et peccator). ιστ) Τοποθετοῦν τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου στή μετά θάνατον ζωή.
ιζ) Πρεσβεύουν ὅτι μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, τό κατ’εἰκόνα ἐξαχρειώθηκε, καταστράφηκε τελείως.
ιη) Κάθε προτεστάντης εἶναι αὐτός ἀπό μόνος του ἡ Ἐκκλησία, ἡ Παράδοση. Αὐτός κατέχει τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο. Κάθε προτεστάντης εἶναι κι ἕνας πάπας. Ἐνῷ δηλ. στόν Παπισμό ἔχουμε ἕνα Πάπα, στόν Προτεσταντισμό ἔχουμε πολλούς Πάπες.
ιθ) Ἐπιτρέπουν τήν χειροτονία καί ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν ἀκόμη καί στόν ἐπισκοπικό βαθμό[6], ὅπως ἐπίσης καί τήν χειροτονία ὁμοφυλοφίλων[7].
β) Δέν προσεύχονται κατ’ ἀνατολάς, δέν κάνουν τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, οὔτε γονυκλισίες ἤ μετάνοιες κτλ.
γ) Ἀπορρίπτουν ὡς ἄσκοπο τό νά μνημονεύομε καί νά δεόμεθα ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων.
δ) Παντελῶς ἀποδοκιμάζουν οἱ ἄφρονες τήν ἐξομολόγηση καί τόν κανόνα τοῦ πνευματικοῦ!
ε) Ἀποβάλλουν τήν θεοπνευστία, τήν αὐθεντία καί τό ἀλάθητο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. στ) Δέν δογματίζουν τή μεταβολή, δηλ. ὅτι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ μέ τήν θεία ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τόν ἱερέα, ἀλλά ὅτι ἡ θεία μυσταγωγία γίνεται ἁπλῶς σέ ἀνάμνηση τοῦ μυστικοῦ Δείπνου!
ζ) Πιστεύουν στόν διπλό ἀπόλυτο προορισμό, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο, ὁ Θεός, ἄλλους προορίζει γιά τήν αἰώνιο ζωή καί ἄλλους γιά τήν αἰώνια κόλαση.
η) Ἀπορρίπτουν τήν Ἱερά Παράδοση καί τούς ἁγίους Πατέρες καί θεωροῦν τήν Ἁγία Γραφή ὡς τή μοναδική πηγή Ἀποκαλύψεως (sola scriptura).
θ) Ἀρνοῦνται τήν ὁρατή Ἐκκλησία καί πιστεύουν στήν «ἀόρατη καί ἰδανική Ἐκκλησία».
ι) Υἱοθετοῦν τήν αἵρεση τοῦ Filioque.
ια) Ὑποστηρίζουν τήν αἱρετική διδασκαλία γιά τήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Χριστοῦ σωματικῶς (ubiquitas).
ιβ) Ἀπορρίπτουν τήν Ἱεραρχία μέ τήν Ὀρθόδοξη ἔννοια καί τήν ἱερωσύνη ὡς μυστήριο.
ιγ) Περιορίζουν τόν ἀριθμό τῶν μυστηρίων μόνο σέ δύο, τό βάπτισμα καί τή θεία Εὐχαριστία, στηριζόμενοι στούς ἱδρυτικούς λόγους τοῦ Χριστοῦ.
ιδ) Ἀπορρίπτουν τήν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία.
ιε) Θεωροῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν σώζεται, σώζεται μέ μόνη τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ (sola gratia) καί μέ μόνη τήν πίστη (sola fide) καί ὅτι στήν παροῦσα ζωή ὁ πιστός εἶναι ταυτόχρονα δίκαιος καί ἁμαρτωλός (simul justus et peccator). ιστ) Τοποθετοῦν τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου στή μετά θάνατον ζωή.
ιζ) Πρεσβεύουν ὅτι μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, τό κατ’εἰκόνα ἐξαχρειώθηκε, καταστράφηκε τελείως.
ιη) Κάθε προτεστάντης εἶναι αὐτός ἀπό μόνος του ἡ Ἐκκλησία, ἡ Παράδοση. Αὐτός κατέχει τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο. Κάθε προτεστάντης εἶναι κι ἕνας πάπας. Ἐνῷ δηλ. στόν Παπισμό ἔχουμε ἕνα Πάπα, στόν Προτεσταντισμό ἔχουμε πολλούς Πάπες.
ιθ) Ἐπιτρέπουν τήν χειροτονία καί ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν ἀκόμη καί στόν ἐπισκοπικό βαθμό[6], ὅπως ἐπίσης καί τήν χειροτονία ὁμοφυλοφίλων[7].
Ἐπίλογος
Ὡς ἐν κατακλεῖδι
παραθέτουμε τήν διαπίστωση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου : «Τί μεγάλη διάσταση ὑπάρχει
μεταξύ ἡμῶν καί τῶν διαμαρτυρομένων! Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτε κοινό μεταξύ
φωτός καί σκότους, μεταξύ Χριστοῦ καί Βελίαρ! Ὁ Θεός, λέει ὁ θεῖος Χρυσόστομος,
εἶναι παντοῦ, ὄχι ὅμως καί στήν καρδιά τοῦ ἀσεβοῦς. Αὐτοί, κατά τό γεγραμμένο,
«ηὐλίσθησαν ἐν τόποις, οὗ οὐκ ἐπισκοπεῖται γνῶσις»[8],
δηλ. δέν ἐπισκοπεῖ ὁ Κύριος. Μεταξύ ἡμῶν καί αὐτῶν εἶναι ἀδύνατο ποτέ νά γίνει ἕνωση.
Ἡ διάσταση εἶναι τόση, ὅση μεταξύ Θεοῦ καί διαβόλου. Τόσο χωρισμένοι εἶναι οἱ
Λουθηροκαλβῖνοι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Ὅσοι ἀποδύονται στόν ἀγώνα τῆς ἑνώσεως ἐφορμοῦνται
ἀπό ἰδιαίτερα αἴτια! Αὐτό εἶναι ἀναντίρρητο! Ὅταν ἀκούσουμε ὅτι ὁ διάβολος
σωφρονίσθηκε καί ἑνώθηκε μέ τά ἀγγελικά τάγματα, τότε θά πιστεύσουμε ὅτι εἰλικρινῶς
θά ἑνωθοῦν καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι μέ ἐμᾶς»[9]!
[1] ΜΟΝΑΧΟΣ
ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ, Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος
Ἰβηρίτης˙ ὁ θερμός λάτρης τῆς Πορταΐτισσας 1885-1973, ἐκδ. Σπηλιώτη, 2001-2002,
σσ. 41-42.
[2] Ὅ. π., σ. 38.
[3] Ὅ. π., σσ.
39-40.
[4] Ὅ.π., σσ.
40-41.
[5] Ὅ.π., σσ.
47-48.
[6]
Σχ. βλ. «ΙΣΤΟΡΙΚΗ
Η ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ˙ Ναί στήν χειροτονία τῶν γυναικῶν Ἐπισκόπων
στήν Ἀγγλία», 14-7-2014, http://www.dogma.gr/default.php?pname=Article&art_id=6359&catid=25.
[7] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Ἡ θεολογική ταυτότητα τοῦ Προτεσταντισμοῦ», Οἰκουμενισμός˙ Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις,
Πρακτικά διορθοδόξου ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου, Αἴθουσα τελετῶν Α.Π.Θ.
20-24/9/2004, τ. Β’, σσ. 859-869.
[8] Παρ. 19, 23.
[9] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ,
Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 410-413.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου