Πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
(β´ 42 - 47 καὶ δ´ 32 - 35) Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μᾶς δίνει πληροφορίες γιὰ τὴ ζωὴ τῶν πρώτων χριστιανῶν. Εἶναι ἐνδιαφέρουσες καὶ χρήσιμες καὶ γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς τοῦ 21ου αἰώνα, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε ξεχάσει τὰ οὐσιώδη τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ ἀσχολούμαστε μὲ τὶς συνήθειες καὶ τὴ νοοτροπία τοῦ κόσμου, ἀγνοώντας ὅτι ὁ κόσμος βρίσκεται πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Εἶναι ὠφέλιμο νὰ γνωρίζει κανεὶς τὸν τρόπο ζωῆς τῶν πρώτων χριστιανῶν καὶ νὰ τὸν συγκρίνει μὲ τὸ δικό του. Θὰ διαπιστώσει ὅτι ὑστερεῖ σὲ πολλὰ καὶ θὰ ἀναθεωρήσει τὶς ἐπιλογές του καὶ τὸν πνευματικό του προσανατολισμό. Βέβαια, δὲν μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι εἶναι δυνατὸ νὰ ζήσουν τὰ ἑκατομμύρια τῶν χριστιανῶν σήμερα ὅπως ζοῦσαν οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ μὲ κοινοκτημοσύνη καὶ κοινὰ φαγητὰ ποὺ ἦταν μερικὲς ἑκατοντάδες, μποροῦν ὅμως νὰ ἀποκτήσουν τὸ πνεῦμα τους καὶ νὰ βρίσκουν νέους τρόπους ἐπικοινωνίας καὶ διαβίωσης, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐξασφαλίζουν τὴν μεταξύ τους ἀγάπη.
Οἱ ὅποιες κοινωνικὲς ἐξελίξεις δὲν πρέπει νὰ καταργοῦν ἢ νὰ διαστρεβλώνουν αὐτὸ ποὺ κυριαρχοῦσε στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ τῶν πρώτων χριστιανῶν.
Δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖται ξεπερασμένο οὔτε καὶ νὰ περιφρονεῖται, γιατὶ τότε ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια καὶ ἀκολουθοῦμε νέες διδασκαλίες, χαρακτηρίζοντάς τες χριστιανικὲς χωρὶς νὰ εἶναι, χάνοντας τὸ πραγματικὸ νόημα τοῦ Εὐαγγελίου. Μόνο μὲ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ πνεῦμα τῶν πρώτων χριστιανῶν μποροῦμε νὰ ἐξασφαλίσουμε τὴν πορεία πρὸς τὸν Κύριο. Διαφορε- τικὰ θὰ πηγαίνουμε ἐδῶ κι ἐκεῖ, χωρὶς ποτὲ νὰ βρίσκουμε ἀνάπαυση.
Γράφει λοιπὸν ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις γιὰ τοὺς χριστιανοὺς τῆς πρώτης κοινότητας: «Αὐτοὶ ὅλοι ἦταν ἀφοσιωμένοι στὴ διδασκαλία τῶν ἀποστόλων καὶ στὴ μεταξύ τους κοινωνία, στὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ στὶς προσευχές. Ἕνα δέος τοὺς κατεῖχε ὅλους ὅσοι ἔβλεπαν πολλὰ ἐκπληκτικὰ θαύματα νὰ γίνονται μέσῳ τῶν Ἀποστόλων.
Καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ ζοῦσαν σ᾽ ἕνα τόπο καὶ εἶχαν τὰ πάντα κοινά· ἀκόμη πουλοῦσαν καὶ τὰ χτήματα καὶ τὰ ὑπάρχοντά τους, καὶ μοίραζαν τὰ χρήματα σὲ ὅλους, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τοῦ καθενός. Κάθε μέρα συγκεντρώνονταν μὲ ὁμοψυχία στὸ ναό, τελοῦσαν τὴ θεία Εὐχαριστία σὲ σπίτια, τρώγοντας τὴν τροφή τους γεμᾶτοι χαρὰ καὶ ἁπλότητα στὴν καρδιά.
Δοξολογοῦσαν τὸν Θεό, κι ὅλος ὁ λαὸς τοὺς ἐκτιμοῦσε. Καὶ ὁ Κύριος πρόσθετε κάθε μέρα στὴν ἐκκλησία αὐτούς, ποὺ σώζονταν». Καὶ λίγο πιὸ κάτω συμπληρώνει: «Ὅλοι ὅσοι πίστεψαν εἶχαν μία καρδιὰ καὶ μία ψυχή. Κανεὶς δὲν θεωροῦσε ὅτι κάτι ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του ἦταν δικό του, ἀλλὰ ὅλα τὰ εἶχαν κοινά.
Οἱ Ἀπόστολοι κήρυτταν καὶ βεβαίωναν μὲ μεγάλη πειστικότητα ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀναστήθηκε. Κι ὁ Θεὸς ἔδινε σὲ ὅλους πλούσια τὴ χάρη του. Δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ἀνάμεσά τους, ποὺ νὰ στερεῖται τὰ ἀπαραίτητα. Γιατὶ ὅσοι εἶχαν χωράφια ἢ σπίτια τὰ πουλοῦσαν, κι ἔφερναν τὸ ἀντίτιμο αὐτῶν ποὺ πουλοῦσαν, καὶ τὸ ἔθεταν στὴν διάθεση τῶν Ἀποστόλων.
Ἀπ᾽ αὐτὸ δινόταν στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες του». Οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ παρακολουθοῦσαν μὲ προθυμία καὶ ζῆλο τὴ διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων, δηλαδὴ τό λόγο τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ οἰκοδομοῦνται πνευματικά, νὰ προκόβουν στὴν ἀρετὴ καὶ νὰ αὐξάνεται ὁ ἁγιασμός τους. Θεωροῦσαν τὴ διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων ἄρτο τῆς ψυχῆς τους, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὴν ἄκουγαν μὲ αὐξημένο ἐνδιαφέρον. Συγχρόνως ἐπικοινωνοῦσαν μεταξύ τους καὶ εἶχαν ἑνότητα μὲ κοινὲς ἰδέες, κοινὰ συναισθήματα καὶ ἀγάπη. Ζοῦσαν μέσα στὴν κοινωνία, χωρὶς νὰ ἐπηρεάζονται, καὶ ἀντιμετώπιζαν ἀπὸ κοινοῦ τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς πειρασμούς. Ἀποτελοῦσαν πνευματικὴ ἁλυσίδα, ποὺ ἀντιστεκόταν στὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς τους καὶ ἀποτελοῦσαν τὴ θεία ζύμη γιὰ τὴν ἀναμόρφωση τῆς κοινωνίας.
Συμμετεῖχαν συχνότατα στὴ θεία Εὐχαριστία, εἶχαν διαρκῆ τὴ μνήμη τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ προσευχή τους ἦταν συνεχής. Ὑπῆρχε ἐπίσης πλεονασμὸς πνευματικῶν χαρισμάτων καὶ τὰ διάφορα θαυμαστὰ γεγονότα, ποὺ ἔβλεπαν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους ἐπιβεβαίωναν τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ χριστιανοὶ ἦταν εὐμετάδοτοι, εἶχαν ἀνοιχτὴ καρδιὰ καὶ ἀνοιχτὰ χέρια, εἶχαν κοινὸ ταμεῖο γιὰ τὶς ἀνάγκες καὶ συμμετεῖχαν σὲ κοινὰ τραπέζια. Ὁ πρωτόγνωρος αὐτὸς τρόπος ζωῆς ἐντυπωσίαζε τὸ λαό, ὁ ὁποῖος τοὺς ἐκτιμοῦσε καὶ ἐπηρεαζόταν ἀπὸ τὸ φωτεινό τους παράδειγμα.
Ἡ ζωὴ τῶν πρώτων χριστιανῶν εἶναι πηγὴ ἔμπνευσης καὶ γιὰ τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μειωμένο ζῆλο, δὲν διψοῦν ὅσο θὰ ἔπρεπε γιὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι προσκολλημένοι στὴν ἀπόκτηση ὑλικῶν ἀγαθῶν, λησμονώντας συχνὰ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ γενικότερα τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφούς.
Πρεσβ. Διονύσιος Τάτσης
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 2007 24 Ἰανουαρίου 2014
(β´ 42 - 47 καὶ δ´ 32 - 35) Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μᾶς δίνει πληροφορίες γιὰ τὴ ζωὴ τῶν πρώτων χριστιανῶν. Εἶναι ἐνδιαφέρουσες καὶ χρήσιμες καὶ γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς τοῦ 21ου αἰώνα, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε ξεχάσει τὰ οὐσιώδη τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ ἀσχολούμαστε μὲ τὶς συνήθειες καὶ τὴ νοοτροπία τοῦ κόσμου, ἀγνοώντας ὅτι ὁ κόσμος βρίσκεται πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Εἶναι ὠφέλιμο νὰ γνωρίζει κανεὶς τὸν τρόπο ζωῆς τῶν πρώτων χριστιανῶν καὶ νὰ τὸν συγκρίνει μὲ τὸ δικό του. Θὰ διαπιστώσει ὅτι ὑστερεῖ σὲ πολλὰ καὶ θὰ ἀναθεωρήσει τὶς ἐπιλογές του καὶ τὸν πνευματικό του προσανατολισμό. Βέβαια, δὲν μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι εἶναι δυνατὸ νὰ ζήσουν τὰ ἑκατομμύρια τῶν χριστιανῶν σήμερα ὅπως ζοῦσαν οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ μὲ κοινοκτημοσύνη καὶ κοινὰ φαγητὰ ποὺ ἦταν μερικὲς ἑκατοντάδες, μποροῦν ὅμως νὰ ἀποκτήσουν τὸ πνεῦμα τους καὶ νὰ βρίσκουν νέους τρόπους ἐπικοινωνίας καὶ διαβίωσης, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐξασφαλίζουν τὴν μεταξύ τους ἀγάπη.
Οἱ ὅποιες κοινωνικὲς ἐξελίξεις δὲν πρέπει νὰ καταργοῦν ἢ νὰ διαστρεβλώνουν αὐτὸ ποὺ κυριαρχοῦσε στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ τῶν πρώτων χριστιανῶν.
Δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖται ξεπερασμένο οὔτε καὶ νὰ περιφρονεῖται, γιατὶ τότε ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια καὶ ἀκολουθοῦμε νέες διδασκαλίες, χαρακτηρίζοντάς τες χριστιανικὲς χωρὶς νὰ εἶναι, χάνοντας τὸ πραγματικὸ νόημα τοῦ Εὐαγγελίου. Μόνο μὲ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ πνεῦμα τῶν πρώτων χριστιανῶν μποροῦμε νὰ ἐξασφαλίσουμε τὴν πορεία πρὸς τὸν Κύριο. Διαφορε- τικὰ θὰ πηγαίνουμε ἐδῶ κι ἐκεῖ, χωρὶς ποτὲ νὰ βρίσκουμε ἀνάπαυση.
Γράφει λοιπὸν ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις γιὰ τοὺς χριστιανοὺς τῆς πρώτης κοινότητας: «Αὐτοὶ ὅλοι ἦταν ἀφοσιωμένοι στὴ διδασκαλία τῶν ἀποστόλων καὶ στὴ μεταξύ τους κοινωνία, στὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ στὶς προσευχές. Ἕνα δέος τοὺς κατεῖχε ὅλους ὅσοι ἔβλεπαν πολλὰ ἐκπληκτικὰ θαύματα νὰ γίνονται μέσῳ τῶν Ἀποστόλων.
Καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ ζοῦσαν σ᾽ ἕνα τόπο καὶ εἶχαν τὰ πάντα κοινά· ἀκόμη πουλοῦσαν καὶ τὰ χτήματα καὶ τὰ ὑπάρχοντά τους, καὶ μοίραζαν τὰ χρήματα σὲ ὅλους, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τοῦ καθενός. Κάθε μέρα συγκεντρώνονταν μὲ ὁμοψυχία στὸ ναό, τελοῦσαν τὴ θεία Εὐχαριστία σὲ σπίτια, τρώγοντας τὴν τροφή τους γεμᾶτοι χαρὰ καὶ ἁπλότητα στὴν καρδιά.
Δοξολογοῦσαν τὸν Θεό, κι ὅλος ὁ λαὸς τοὺς ἐκτιμοῦσε. Καὶ ὁ Κύριος πρόσθετε κάθε μέρα στὴν ἐκκλησία αὐτούς, ποὺ σώζονταν». Καὶ λίγο πιὸ κάτω συμπληρώνει: «Ὅλοι ὅσοι πίστεψαν εἶχαν μία καρδιὰ καὶ μία ψυχή. Κανεὶς δὲν θεωροῦσε ὅτι κάτι ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του ἦταν δικό του, ἀλλὰ ὅλα τὰ εἶχαν κοινά.
Οἱ Ἀπόστολοι κήρυτταν καὶ βεβαίωναν μὲ μεγάλη πειστικότητα ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀναστήθηκε. Κι ὁ Θεὸς ἔδινε σὲ ὅλους πλούσια τὴ χάρη του. Δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ἀνάμεσά τους, ποὺ νὰ στερεῖται τὰ ἀπαραίτητα. Γιατὶ ὅσοι εἶχαν χωράφια ἢ σπίτια τὰ πουλοῦσαν, κι ἔφερναν τὸ ἀντίτιμο αὐτῶν ποὺ πουλοῦσαν, καὶ τὸ ἔθεταν στὴν διάθεση τῶν Ἀποστόλων.
Ἀπ᾽ αὐτὸ δινόταν στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες του». Οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ παρακολουθοῦσαν μὲ προθυμία καὶ ζῆλο τὴ διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων, δηλαδὴ τό λόγο τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ οἰκοδομοῦνται πνευματικά, νὰ προκόβουν στὴν ἀρετὴ καὶ νὰ αὐξάνεται ὁ ἁγιασμός τους. Θεωροῦσαν τὴ διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων ἄρτο τῆς ψυχῆς τους, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὴν ἄκουγαν μὲ αὐξημένο ἐνδιαφέρον. Συγχρόνως ἐπικοινωνοῦσαν μεταξύ τους καὶ εἶχαν ἑνότητα μὲ κοινὲς ἰδέες, κοινὰ συναισθήματα καὶ ἀγάπη. Ζοῦσαν μέσα στὴν κοινωνία, χωρὶς νὰ ἐπηρεάζονται, καὶ ἀντιμετώπιζαν ἀπὸ κοινοῦ τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς πειρασμούς. Ἀποτελοῦσαν πνευματικὴ ἁλυσίδα, ποὺ ἀντιστεκόταν στὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς τους καὶ ἀποτελοῦσαν τὴ θεία ζύμη γιὰ τὴν ἀναμόρφωση τῆς κοινωνίας.
Συμμετεῖχαν συχνότατα στὴ θεία Εὐχαριστία, εἶχαν διαρκῆ τὴ μνήμη τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ προσευχή τους ἦταν συνεχής. Ὑπῆρχε ἐπίσης πλεονασμὸς πνευματικῶν χαρισμάτων καὶ τὰ διάφορα θαυμαστὰ γεγονότα, ποὺ ἔβλεπαν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους ἐπιβεβαίωναν τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ χριστιανοὶ ἦταν εὐμετάδοτοι, εἶχαν ἀνοιχτὴ καρδιὰ καὶ ἀνοιχτὰ χέρια, εἶχαν κοινὸ ταμεῖο γιὰ τὶς ἀνάγκες καὶ συμμετεῖχαν σὲ κοινὰ τραπέζια. Ὁ πρωτόγνωρος αὐτὸς τρόπος ζωῆς ἐντυπωσίαζε τὸ λαό, ὁ ὁποῖος τοὺς ἐκτιμοῦσε καὶ ἐπηρεαζόταν ἀπὸ τὸ φωτεινό τους παράδειγμα.
Ἡ ζωὴ τῶν πρώτων χριστιανῶν εἶναι πηγὴ ἔμπνευσης καὶ γιὰ τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μειωμένο ζῆλο, δὲν διψοῦν ὅσο θὰ ἔπρεπε γιὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι προσκολλημένοι στὴν ἀπόκτηση ὑλικῶν ἀγαθῶν, λησμονώντας συχνὰ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ γενικότερα τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφούς.
Πρεσβ. Διονύσιος Τάτσης
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 2007 24 Ἰανουαρίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου