Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου Λόγοι Α΄ Πρόλογος - “Τα χρόνια που περνούμε είναι πολύ δύσκολα και πολύ επικίνδυνα, αλλά τελικά θα νικήση ο Χριστός”.

Λόγοι Α΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2001

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος, κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25-7-1924. Ήρθε στην Ελλάδα με την Ανταλλαγή και μεγάλωσε στην Κόνιτσα.
Από την παιδική του ηλικία ζούσε ασκητικά, εντρύφημα είχε τους βίους των Αγίων, τα παλαίσματα των οποίων αγωνιζόταν να μιμήται με ζήλο υπέρμετρο και ακρίβεια θαυμαστή. Επιδιδόταν στην αδιάλειπτη προσευχή, καλλιεργώντας παράλληλα την ταπείνωση και την αγάπη. Έμαθε την τέχνη του μαραγκού, για να μιμηθή και σ' αυτό τον Χριστό. Στον στρατό υπηρέτησε κατά τον ανταρτοπόλεμο τριάμισι χρόνια ως ασυρματιστής, ζώντας και εκεί ασκητικά. Στις επιχειρήσεις διακρίθηκε για την παλληκαριά, την αυτοθυσία, το ήθος και τα χαρίσματά του. αφού εκπλήρωσε το χρέος του προς την Πατρίδα, ακολούθησε την μοναχική ζωή, την οποία από μικρός επιθυμούσε.
Από λαϊκός είχε θείες εμπειρίες, αλλά στην μοναχική του ζωή η εύνοια του Κυρίου, της Θεοτόκου και των Αγίων κορυφώθηκε. Ασκήτεψε στο Άγιον Όρος, στην Ι. Μονή Στομίου Κονίτσης και στο Σινά. Έζησε στην αφάνεια, δόθηκε ολόκληρος στον Θεό και ο Θεός τον φανέρωσε και τον έδωσε σε όλον τον κόσμο. Καθοδήγησε, παρηγόρησε, θεράπευσε, ανέπαυσε τα πλήθη των ανθρώπων που έτρεχαν κοντά του. Η αγιασμένη του ψυχή ξεχείλιζε από θεϊκή αγάπη και η οσιακή του μορφή ακτινοβολούσε την θεία Χάρη. Όλη την ημέρα ακούραστος μάζευε τον ανθρώπινο πόνο και σκορπούσε θεία παρηγοριά.
Ύστερα από μαρτυρικούς πόνους οι οποίοι, όπως έλεγε, τον ωφέλησαν όσο δεν τον ωφέλησαν οι ασκητικοί αγώνες όλης της ζωής του, αναπαύθηκε εν Κυρίω στις 12-7-1994 στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Ενταφιάσθηκε εκεί δίπλα στον Ναό του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος, τον Ιούλιο του 1994, άφηνε στον κόσμο με την κοίμησή του μια πνευματική κληρονομιά, την διδασκαλία του. Απλός μοναχός, με τα λίγα γράμματα του Δημοτικού Σχολείου, αλλά με πλούσια την κατά Θεόν σοφία, είχε κενώσει τον εαυτό του για τον πλησίον. Η διδασκαλία του δεν ήταν διδαχή ή κατήχηση. Το Ευαγγέλιο το είχε κάνει βίωμά του και η διδασκαλία του πήγαζε από την ζωή του, που χαρακτηριστικό γνώρισμά της είχε την αγάπη. Είχε μορφώσει “εαυτόν” κατά το Ευαγγέλιο, γι' αυτό πρώτα δίδασκε η μορφή του και ύστερα η ευαγγελική αγάπη και ο φωτισμένος λόγος του. Όταν δεχόταν τους ανθρώπους, με όλες τις ιδιαιτερότητές τους, δεν άκουγε απλώς υπομονετικά τα προβλήματα που του εμπιστεύονταν, αλλά με την αγία του απλότητα και διάκριση έμπαινε βαθιά στην καρδιά τους και έκανε δικό του τον πόνο, την ανησυχία, το πρόβλημά τους. Και τότε σιγά-σιγά γινόταν το θαύμα, η αλλαγή του ανθρώπου. “Ο Θεός, έλεγε, κάνει το θαύμα, όταν συμμετέχει κανείς με την καρδιά του στον πόνο του άλλου”.
Με χαρά είδαμε τα πρώτα βιβλία που κυκλοφόρησαν για την ζωή και την διδασκαλία του Γέροντα να διαβάζωνται με ενδιαφέρον. Πολλοί μιλούσαν με θαυμασμό για τις απαντήσεις που εύρισκαν στα ερωτήματά τους, την παρηγοριά στις θλίψεις τους. Ιδιαίτερα χαιρόμασταν, όταν άνθρωποι απομακρυσμένοι από την Εκκλησία αποκτούσαν την καλή ανησυχία και άλλαζαν ζωή. Πολλές φορές
ήρθαν στα χείλη μας οι στίχοι του υμνογράφου, που αναφέρονται στον Μ. Βασίλειο: “Ζη και θανών εν Κυρίω, ζη και παρ' ημίν, ως λαλών εκ των βίβλων”. Συγχρόνως νιώσαμε μια ανάγκη: Τα λόγια του Γέροντα, που με ευλάβεια καταγράφαμε από τα πρώτα βήματα της Αδελφότητος, γιατί μας ήταν πολύ ωφέλιμα, να τα προσφέρουμε στους εν Χριστώ αδελφούς, που μας ζητούσαν επίμονα.

Ο Καλός Θεός οικονόμησε ώστε το Ησυχαστήριό μας να οφείλη την ύπαρξή του στον Γέροντα Παΐσιο. Εκείνος έλαβε από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κασσανδρείας κ.κ. Συνέσιο την επισκοπική έγκριση για την ίδρυσή του και φρόντισε για την εύρεση του τόπου. Και το έκανε αυτό, γιατί η αρχοντική και ευαίσθητη καρδιά του ένιωθε μεγάλη ευγνωμοσύνη για την συμπαράστασή μας, όταν τον πρωτογνωρίσαμε το 1966 στο νοσοκομείο, όπου είχε εισαχθή, για να υποστή εγχείρηση στους πνεύμονες. Από τότε αισθάνθηκε ότι ήταν μεγάλος αδελφός μας και είχε την υποχρέωση “να αποκαταστήση τις αδελφές του”, όπως έλεγε, εννοώντας να ιδρύση το Ησυχαστήριο. Τον Οκτώβριο του 1967 εγκαταστάθηκαν οι πρώτες αδελφές. Τότε ο Γέροντας Παΐσιος έμεινε δύο μήνες στο Ησυχαστήριο, για να βοηθήση στην οργάνωση του Κοινοβίου. Στην συνέχεια έβγαινε από το Άγιον Όρος συνήθως δυό φορές τον χρόνο και βοηθούσε στην λειτουργία του Κοινοβίου, καθώς και την κάθε αδελφή στον πνευματικό της αγώνα με τις θεοφώτιστες συμβουλές και την προσωπική του πείρα. Από το Όρος πάλι, “την πνευματική Αμερική”, όπως το ονόμαζε, βοηθούσε με την προσευχή και τις επιστολές που έστελνε είτε προσωπικά στην κάθε αδελφή είτε σε όλο το Κοινόβιο.
Όταν το 1967 ο Γέροντας Παΐσιος άρχισε να θέτη στο Ησυχαστήριο τα θεμέλια της κοινοβιακής ζωής, από τα πιο απλά πρακτικά θέματα ως τα πιο σοβαρά πνευματικά, ήταν 43 ετών. Ήταν όμως ήδη άνδρας τέλειος “εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού” (Εφ. 4, 13) και είχε την γεροντική σοφία. Από τις πρώτες μέρες της ζωής του Κοινοβίου ένιωθες ότι τα λόγια του ήταν “ρήματα ζωής αιωνίου” (Ιω. 6, 68) και ότι πολλά από αυτά ήταν αξιώματα για την καθημερινή ζωή. Γι´ αυτό έσπευδες να τα καταγράψης, για να μη λησμονηθούν και να χρησιμοποιούνται ως ασφαλής κανόνας στην μοναχική πολιτεία.
Και όταν οι σημειώσεις μας συμπλήρωσαν τα πρώτα τετράδια, τις θέσαμε δειλά-δειλά υπό την κρίση του. Δειλά, γιατί ο Γέροντας τόνιζε πάντοτε την εφαρμογή, δεν ήθελε να μαζεύουμε υλικό, “πυρομαχικά”, χωρίς να κάνουμε πράξη τα λόγια του στην ζωή μας. Ζητούσε αυτό που ακούγαμε ή διαβάζαμε να το δουλεύουμε πνευματικά. Διαφορετικά, καθώς έλεγε, σε τίποτε δεν θα μας ωφελούσαν τα πολλά γραπτά και οι πολλές σημειώσεις, όπως σε τίποτε δεν ωφελεί ένα κράτος, αν έχη πολλά πυρομαχικά και δεν έχη στρατό εκπαιδευμένο, για να τα χρησιμοποιήση. Συγκαταβαίνοντας στις επίμονες παρακλήσεις μας, δέχθηκε να τα δη και να τα συμπληρώση ή να διορθώση σημεία που τυχόν δεν είχαν κατανοηθή πλήρως.
Η καταγραφή αυτή συνεχίσθηκε σε όλη την διάρκεια των είκοσι οκτώ ετών που ο Γέροντας παρακολουθούσε και καθοδηγούσε το Ησυχαστήριο. Καταγράφονταν οι Συνάξεις της Αδελφότητος και της Γεροντίας που γίνονταν με τον Γέροντα -αρχικά με σημειώσεις που κρατούσαν οι αδελφές στην διάρκεια των Συνάξεων και τα τελευταία χρόνια με μαγνητοφώνηση- αλλά και οι κατ' ιδίαν συζητήσεις των αδελφών με τον Γέροντα, τις οποίες κατέγραφε κάθε αδελφή αμέσως μετά την συνομιλία μαζί του. Όταν κάποτε αυτό έπεσε στην αντίληψη του Γέροντα, είπε κάπως θυμωμένος: “Τι τα γράφετε όλα αυτά; Για ώρα ανάγκης τα κρατάτε; Σκοπός είναι να τα δουλεύετε, να τα εφαρμόζετε. Και ποιος ξέρει τι γράφετε! Για φέρτε μου να δω!” Όταν του δόθηκαν ενδεικτικά οι σημειώσεις μιας αδελφής, η έκφρασή του άλλαξε, αναπαύθηκε και με ικανοποίηση είπε: “Πω, πω, βρε παιδί μου, αυτή μαγνητόφωνο είναι! Τα έγραψε ακριβώς όπως τα είπα!”
Η επικοινωνία μας με τον Γέροντα είχε συνήθως την μορφή απαντήσεων σε ερωτήματά μας. Στις κατ' ιδίαν συζητήσεις των αδελφών μαζί του πάντα υπήρχαν ερωτήσεις κυρίως για τον προσωπικό αγώνα. Στις Συνάξεις της Γεροντίας, οι οποίες ήταν προγραμματισμένες, συζητιούνταν θέματα που μας απασχολούσαν κατά την απουσία του. Αυτά συγκεντρώνονταν υπό μορφή ερωτήσεων, για να συζητηθούν, όταν θα ερχόταν. Ήταν θέματα πάσης φύσεως: διοικητικά, πρακτικά, πνευματικά, κοινωνικά, εκκλησιαστικά, εθνικά κ.α. Στις Συνάξεις τέλος της Αδελφότητος, εκτός από τις ερωτήσεις που έκαναν αδελφές, αφορμή για τα διάφορα θέματα στα οποία αναφερόταν, μπορεί να ήταν και απλά ερεθίσματα. Ο Γέροντας αξιοποιούσε τα πάντα για την πνευματική ωφέλεια της ψυχής. Ο ήχος ενός αεροπλάνου, ο θόρυβος ενός μηχανήματος, το κελάηδισμα ενός πουλιού, το άνοιγμα μιας πόρτας ή μια απλή φράση μπορούσε να αποτελέση αφορμή να μιλάη πολλή ώρα για ένα σοβαρό θέμα. “Όλα τα χρησιμοποιώ, έλεγε, για συγκοινωνία για πάνω, για τον Ουρανό. Όλα αν τα δουλέψη κανείς πνευματικά, ξέρετε τι πνευματικό κέρδος βγάζει και τι πνευματική πείρα αποκτάει;”
Και όπως “ο Καλός Θεός, καθώς έλεγε χαρακτηριστικά, μας φροντίζει πρώτα για την άλλη ζωή και ύστερα γι' αυτήν”, έτσι και εκείνος στόχο του στην επικοινωνία με τον άνθρωπο είχε να τον ετοιμάση για την Βασιλεία των Ουρανών, βοηθώντας τον να γνωρίση το θέλημα του Θεού και να συνδεθή με τον Θεό. Όταν ανέφερε κάτι από την φύση, από την επιστήμη, από την τέχνη ή από την καθημερινή ζωή, δεν τον ενδιέφεραν αυτά καθ' αυτά τα θέματα, αλλά τα χρησιμοποιούσε, για να αφυπνίση τις ψυχές και να τις βοηθήση με παραβολικό τρόπο να συλλάβουν το βαθύτερο νόημα της ζωής και να “γαντζωθούν” από τον Θεό.
Επειδή τον λόγο του τον διέκρινε η λιτότητα, η ετοιμότητα, το πηγαίο χιούμορ, μπορούσε να λέη μεγάλες αλήθειες με απλό και εύθυμο τρόπο. “Εγώ κάνω λιακάδα”, έλεγε, και εννοούσε ότι όπως ο ήλιος είναι απαραίτητος, για να ανοίξουν τα λουλούδια, έτσι και η απαλή ποιμαντική προσέγγιση διευκολύνει στο άνοιγμα και την θεραπεία της ψυχής. Φωτισμένη ποιμαντική, που συχνά προετοίμαζε το έδαφος της ψυχής να δεχθή την αυστηρότητα των λόγων του για το απαρέγκλιτο της Ευαγγελικής αλήθειας. Με αυτόν τον τρόπο, ακόμη και ο αυστηρότερος λόγος του έπεφτε σαν ευεργετική δροσιά στην καρδιά του άλλου και την γεωργούσε, για να καρποφορήση πνευματικά.
Το υλικό που συγκεντρώθηκε μέσα σ' αυτά τα είκοσι οκτώ χρόνια, μαζί με τις επιστολές που έστελνε στο Ησυχαστήριο από το Άγιον Όρος, ταξινομήθηκε μετά την κοίμηση του Γέροντα κατά θέματα, για να είναι εύχρηστο στην καθημερινή ζωή του Κοινοβίου. Παράλληλα ταξινομήθηκαν όλα τα σχετικά με την ζωή του περιστατικά, ακόμη και θεία γεγονότα που είχε ζήσει, στα οποία αναφερόταν όχι περιαυτολογώντας αλλά προσφέροντάς τα ως πνευματική ελεημοσύνη. “Δεν σας τα λέω αυτά, έλεγε, για να μου κολλήσετε παράσημα, για να μου πήτε »μπράβο«. Όταν λέω κάτι ή από τον πόλεμο ή από τον στρατό, αλλά και οτιδήποτε να πω, ακόμη και ένα αστείο παράδειγμα, δεν τα λέω έτσι, κάτι θέλω να τονίσω, να πιάνετε το βαθύτερο νόημα. Ποτέ δεν λέω άχρηστα πράγματα”. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν “πνευματικός αιμοδότης”, για να ενισχύση την αναιμική πίστη, να κεντρίση το φιλότιμο και να καλλιεργήση, ως πραγματικό αρχοντόπουλο του Θεού εκείνος, την πνευματική αρχοντιά, ώστε να συγγενέψουμε με τον Θεό. “Αδειάζω, αδειάζω, έλεγε, και τι γίνεται; Δηλαδή, για να σας βοηθήσω, αναγκάζομαι να σας πω και πράγματα από τον εαυτό μου. Κάνω την μεγαλύτερη σπατάλη, πνευματική σπατάλη! Τουλάχιστον πιάνει τόπο; Κάθε γεγονός, θέλω να πω, που αναγκάζομαι να αναφέρω, για να σας βοηθήσω, πως λ.χ. με βοήθησε η Πρόνοια του Θεού σε κάποια περίσταση, το χάνω. Τουλάχιστον πιάνει τόπο;”
Λαμβάνοντας υπ' όψιν τα δύσκολα χρόνια που περνούμε, αποφασίσαμε να δώσουμε στην δημοσιότητα όλο αυτό το υλικό σε σειρά τόμων αρχίζοντας από θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος. Πολλά είναι θέματα καθημερινά, τα οποία όμως, αν δεν αντιμετωπισθούν σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, θα έχουν λυπηρές, αν όχι ολέθριες, συνέπειες και για την παρούσα ζωή αλλά και για την μέλλουσα.
Αυτήν την επιλογή ενθάρρυνε και μια σκέψη την οποία είχε από χρόνια ο Γέροντας. Σκεφτόταν να γράψη “ένα βιβλίο που να τους πιάνη όλους, λαϊκούς, μοναχούς και ιερωμένους”. Την σκέψη αυτή δεν πρόλαβε να την πραγματοποιήση, αφού όλο του τον χρόνο τον διέθετε στις πονεμένες ψυχές που έφθαναν κάθε μέρα στο Καλύβι του και στις οποίες δινόταν ολόκληρος, παρά τις λιγοστές σωματικές του δυνάμεις. “Τα δικά μου νέα, έγραφε σε κάποιο γράμμα του, είναι, κόσμος πολύς, κουρασμένος, βασανισμένος. Ο μεν κόσμος όλο και αυξάνει με τα προβλήματά του, οι δε δικές μου δυνάμεις οι σωματικές εύχεσθε να μην ελαττώνωνται. Οικονομάω και λίγο τον εαυτό μου, γιατί πρέπει να μπορώ πάντα. Μπορώ δεν μπορώ, πρέπει να μπορώ”.
Ο Γέροντας όπως αναφέρθηκε, απαντούσε συνήθως σε ερωτήματα. Γι' αυτό στην σύνθεση των θεμάτων που έγινε από λόγους του σε διάφορες περιστάσεις, κρατήθηκε η διαλογική μορφή. Μέσα στους διαλόγους εντάχθηκαν και αποσπάσματα από τις επιστολές που έστελνε στο Ησυχαστήριο ή παραθέματα από βιβλία που έγραψε ο ίδιος, καθώς και ό,τι συμφωνούσε θεματικά από τις επιστολές, που μας εμπιστεύθηκαν εν Χριστώ αδελφοί, ή τις σημειώσεις, τις οποίες είχαν κρατήσει κατά τις συζητήσεις τους με τον Γέροντα, ώστε να δοθή το κάθε θέμα με την περισσότερη δυνατή πληρότητα. Καταβλήθηκε προσπάθεια να διατηρηθή, κατά το δυνατόν, η αμεσότητα και η χάρη του προφορικού λόγου του Γέροντα. Παρέμειναν επίσης και κάποιες επαναλήψεις, που τόνιζαν τα νοήματα και κέντριζαν τις καρδιές, και μερικά από τα συχνά επιφωνήματα κατά την ροή των αφηγήσεων της παλλόμενης καρδιάς του από την μεγάλη αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο.
Οι αναφορές στην μοναχική ζωή είναι συχνές. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί ο Γέροντας απευθύνεται σε μοναχές, αλλά γιατί την “χαρά της καλογερικής”, που πηγάζει από την ολοκληρωτική ανάθεση της ζωής του μοναχού στον Θεό, ήθελε να την αναζητήση και ο κάθε λαϊκός, για να λυτρωθή από την ανασφάλεια που φέρνει η πίστη στο εγώ και να χαρή τον Παράδεισο από αυτήν την ζωή.
Το βιβλίο “Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο” αποτελεί τον πρώτο τόμο της σειράς “Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι”. Για να είναι πιο εύχρηστο το περιεχόμενό του, χωρίσθηκε σε τέσσερις θεματικές ενότητες. Κάθε ενότητα διαιρείται σε κεφάλαια και κάθε κεφάλαιο σε μικρότερα μέρη με τους ανάλογους υποτίτλους. Οι υποσημειώσεις που ερμηνεύουν όρους από την πνευματική και μοναχική ζωή, γνωστούς στους εν Χριστώ αδελφούς που έχουν μια ιδιαίτερη επαφή με πατερικά κείμενα, έγιναν κυρίως για να διευκολύνουν αναγνώστες που δεν είναι εξοικειωμένοι με τέτοια ορολογία.
Επειδή ο Γέροντας, όπως αναφέραμε, χρησιμοποιούσε συχνά παραδείγματα από την επιστήμη, την τέχνη κ.λ.π., υπήρχε φόβος να αποδώσουμε κατά την καταγραφή του προφορικού λόγου του λανθασμένα κάποια έκφραση ή κάποιον όρο. Γι' αυτό δώσαμε τα σχετικά κεφάλαια, πριν δημοσιευθούν, να διαβασθούν από εν Χριστώ αδελφούς διαφόρων ειδικοτήτων. Τους ευχαριστούμε, γιατί με ιδιαίτερη ευλάβεια προς τον Γέροντα είδαν αυτά τα κείμενα και έκαναν διάφορες παρεμβάσεις. Θα είμαστε ευγνώμονες και για οποιαδήποτε άλλη υπόδειξη.
Ας ευχηθούμε η “πνευματική σπατάλη” που έκανε ο Γέροντας από την πολλή του αγάπη “να πιάση τόπο” στις απλές και καλοπροαίρετες ψυχές των αναγνωστών και να πλουτισθούν με την σοφία οτυ Θεού “την κεκρυμμένην από σοφών και συνετών και αποκεκαλυμμένην νηπίοις” (Βλ. Λουκ. 10, 21). Αμήν

Κυριακή των Αγίων Πάντων 14 Ιουνίου 1998

Η Καθηγουμένη του Ιερού Ησυχαστηρίου Φιλοθέη Μοναχή και αι συν εμοί εν Χριστώ αδελφαί.



Εισαγωγικά από λόγους του Γέροντα
“Τα χρόνια που περνούμε είναι πολύ δύσκολα και πολύ επικίνδυνα, αλλά τελικά θα νικήση ο Χριστός”.

Ο περισσότερος κόσμος της εποχής μας είναι μορφωμένος κοσμικά και τρέχει με την κοσμική μεγάλη ταχύτητα. Επειδή όμως του λείπει ο φόβος του Θεού - “αρχή σοφίας φόβος Κυρίου”(1) -, λείπει το φρένο, και με ταχύτητα, χωρίς φρένο, καταλήγει σε γκρεμό. Οι άνθρωποι είναι πολύ προβληματισμένοι και οι περισσότεροι πολύ ζαλισμένοι. Έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους. Σιγά-σιγά κατευθύνονται προς το να μην μπορούν να ελέγχουν τον εαυτό τους. Αν αυτοί που έρχονται στο Άγιον Όρος είναι τόσο πολύ συγχυσμένοι, τόσο μπερδεμένοι, με τόσο άγχος, σκεφθήτε οι άλλοι που είναι μακριά από τον Θεό, από την Εκκλησία, πως θα είναι!
Και βλέπεις σε όλα τα κράτη φουρτούνα, ζάλη μεγάλη! Ο καημένος ο κόσμος -ο Θεός να βάλει το χέρι Του!- βράζει σαν την χύτρα ταχύτητος. Και οι μεγάλοι πως τα φέρνουν! Μαγειρεύουν-μαγειρεύουν, τα ρίχνουν όλα στην χύτρα ταχύτητος και σφυρίζει τώρα η χύτρα! Θα πεταχθή σε λίγο η βαλβίδα! Είπα σε κάποιον που είχε μια μεγάλη θέση: “Γιατί μερικά πράγματα δεν τα προσέχετε; Τι θα γίνει;” “Πάτερ μου, μου λέει, λίγο χιόνι ήταν πρώτα το κακό, τώρα έχει γίνει ολόκληρη χιονοστιβάδα. Μόνο ένα θαύμα μπορεί να βοηθήση”. Αλλά και με τον τρόπο που πηγαίνουν μερικοί να βοηθήσουν την κατάσταση, κάνουν μεγαλύτερη την χιονοστιβάδα του κακού. Αντί να λάβουν ορισμένα μέτρα για την παιδεία κ.λπ., κάνουν χειρότερα. Δεν κοιτάζουν πως να διαλύσουν αυτήν την χιονοστιβάδα, αλλά την κάνουν μεγαλύτερη. Βλέπεις, το χιονάκι είναι λίγο στην αρχή. Αν κυλήση στον κατήφορο, γίνεται ένας σβώλος. Ο σβώλος, καθώς μαζεύει και άλλο χιόνι, ξύλα, πέτρες κ.λπ., γίνεται σιγά-σιγά μεγαλύτερος-μεγαλύτερος, και τελικά γίνεται ολόκληρη χιονοστιβάδα. Έτσι και το κακό λίγο-λίγο έχει γίνει πια χιονοστιβάδα και κυλάει, τώρα θέλει βόμβα για να σπάση.
- Αγωνιάτε, Γέροντα;
- Αχ, τι άσπρισαν τα γένια μου πρόωρα; Εγώ πονάω δυό φορές, μία, όταν προβλέπω μια κατάσταση και φωνάζω, για να προλάβουμε ένα κακό που πρόκειται να γίνη, και μια, όταν δεν δίνουν σημασία – ίσως όχι από περιφρόνηση -, και συμβαίνη μετά το κακό και μου ζητούν τότε την συμπαράστασή μου. Τώρα καταλαβαίνω τι τραβούσαν οι Προφήτες. Μεγαλύτεροι Μάρτυρες ήταν οι Προφήτες! Πιο μεγάλοι Μάρτυρες από όλους τους Μάρτυρες, παρ' όλου που δεν πέθαναν όλοι με μαρτυρικό θάνατο. Γιατί οι Μάρτυρες για λίγο υπέφεραν, ενώ οι Προφήτες έβλεπαν μια κατάσταση και υπέφεραν συνέχεια. Φώναζαν-φώναζαν, και οι άλλοι τον χαβά τους. Και όταν έφθανε η ώρα και ερχόταν η οργή του Θεού εξ αιτίας τους, βασανίζονταν και εκείνοι μαζί τους. Τουλάχιστον όμως τότε τόσο έφθανε το μυαλό των ανθρώπων. Άφηναν τον Θεό και προσκυνούσαν τα είδωλα. Σήμερα που καταλαβαίνουν, είναι η μεγαλύτερη ειδωλολατρία.
Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο διάβολος βάλθηκε να καταστρέψη τα πλάσματα του Θεού. Έχει κάνει παγοινιά (2), να καταστρέψη τον κόσμο. Λύσσαξε, γιατί άρχισε να μπαίνη στον κόσμο η καλή ανησυχία. Είναι πολύ αγριεμένος, γιατί γνωρίζει ότι είναι λίγη η δράση του (3). Τώρα κάνει όπως ένας εγκληματίας που, όταν τον κυκλώνουν, λέει: “Δεν έχω σωτηρία! Θα με πιάσουν!” και τα κάνει όλα γυαλιά-καρφιά. Ή όπως οι στρατιώτες, που εν καιρώ πολέμου, όταν τελειώσουν τα πυρομαχικά, βγάζουν την λόγχη ή το σπαθί και ρίχνονται και ό,τι γίνει. Σου λέει: “Έτσι κι αλλιώς χαμένοι είμαστε, ας σκοτώσουμε όσο πιο πολλούς μπορούμε”. Ο κόσμος καίγεται! Το καταλαβαίνετε; Έπεσε πολύς πειρασμός. Τέτοια πυρκαγιά έχει βάλει ο διάβολος, που ούτε όλοι οι πυροσβέστες αν μαζευθούν, δεν μπορούν να κάνουν τίποτε, αναγκάζονται οι άνθρωποι να στραφούν στον Θεό και να Τον παρακαλέσουν να ρίξη μια βροχή γερή, για να σβήση. Έτσι και για την πνευματική πυρκαγιά που άναψε ο διάβολος, μόνον προσευχή χρειάζεται, για να βοηθήση ο Θεός.
Όλος ο κόσμος πάει να γίνη μια περίπτωση. Γενικό ξεχαρβάλωμα! Δεν είναι να πης: “Σ' ένα σπίτι χάλασε λίγο το παράθυρο ή κάτι άλλο, ας το διορθώσω”. Όλο το σπίτι είναι ξεχαρβαλωμένο. Έχει γίνει χαλασμένο χωριό. Δεν ελέγχεται πια η κατάσταση. Μόνον από πάνω, ό,τι κάνει ο Θεός. Τώρα είναι να δουλεύη ο Θεός με το κατσαβίδι, με χάδια, με σκαμπίλια, να το διορθώση. Μια πληγή έχει ο κόσμος που κιτρίνισε και θέλει σπάσιμο, αλλά ακόμη δεν ωρίμασε καλά. Πάει να ωριμάση το κακό, όπως τότε στην Ιεριχώ (4) που ήταν για απολύμανση.



1) Ψαλμ. 110, 10
2) Παγοινιά ή παγγεν(ε)ία (πάντες από κοινού, παν το κοινόν) : εργασία την οποία αναλαμβάνουν όλοι μαζί οι αδελφοί μιας Μονής ή μιας Σκήτης.
3) Βλ. Αποκ. 12, 12
4) Βλ. Ι. Ναυή 6, 24

συνεχίζεται.....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου