Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

«Εἰς τὴν παραβολὴν πὲρὶ τοῦ ἀσώτου». Κυριακὴ τοῦ Ἀσῶτου. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

«Εἰς τὴν παραβολὴν πὲρὶ τοῦ ἀσώτου»
Κυριακὴ τοῦ Ἀσῶτου (Λουκ.15,11 – 32)


Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως

Πάντοτε μέν, ἀδελφοί, ὀφείλουμε νὰ διακηρύττουμε τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ (διότι μέσῳ αὐτῆς «ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν (ζούμε καὶ κινούμαστε καὶ ὑπάρχουμε)» (Πράξ.17,28))· καὶ μάλιστα σὲ τοῦτον τὸν καιρὸ ἔχουμε χρέος νὰ τὸ κάνουμε αὐτό, γιὰ νὰ ὑπάρξει κοινὴ ὠφέλεια καὶ γιὰ νὰ εὐεργετηθοῦν οἱ ἀστέρες ποὺ πρόκειται νὰ ἀνατείλουν ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα (ὅσοι κατηχούμενοι ἐπρόκειτο σὲ λίγο νὰ βαπτιστοῦν).
Καθὼς καὶ αὐτοὶ μέσῳ αὐτῆς θὰ λάμψουν καὶ ἐμεῖς μέσῳ αὐτῆς σωθήκαμε καὶ σωζόμαστε· αὐτὴ δόθηκε ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ Θεὸ καὶ Πατέρα μας σὲ μᾶς ἀντὶ κληρονομίας.
Ἂς ποῦμε, λοιπόν, περὶ τῆς μετανοίας, αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, ὁ Δεσπότης καὶ φιλάνθρωπος Υἱὸς τοῦ φιλάνθρωπου Πατρός, ὁ μόνος γνήσιος ἑρμηνευτὴς τῆς πατρικῆς Οὐσίας. Ἂς ἀναπτύξουμε ὅλη τὴν παραβολὴ γιὰ τὸν Ἄσωτο, γιὰ νὰ μάθουμε ἀπὸ αὐτὴν πῶς πρέπει νὰ προσεγγίζουμε τὸν Ἀπροσπέλαστο καὶ πῶς νὰ ζητοῦμε συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας.
«Ἄνθρωπός τις (ἕνας ἄνθρωπος)», λέγει , «εἶχε δύο υἱούς (εἶχε δύο γιούς)». Ὁ Σωτῆρας ἐδῶ ὁμιλεῖ ὄχι μὲ τρόπο ποὺ νὰ παρουσιάζει εὐδιάκριτα τὰ δόγματα τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἀλλὰ μὲ παραβολές.
Γι’ αὐτὸ καὶ γιὰ τὸν Πατέρα Του ὁμιλεῖ σὰν γιὰ κάποιον ἄνθρωπο, ὅπως καὶ γιὰ τοὺς δούλους, ὁμιλεῖ σὰν νὰ εἶναι τέκνα, γιὰ νὰ δείξει τὴν στοργὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. «Κάποιος ἄνθρωπος», λέγει, «εἶχε δύο υἱούς». Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος;
Εἶναι ὁ Πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς κάθε παρηγοριᾶς. Ποιοί γνωρίσματα εἶχαν αὐτοὶ οἱ δύο υἱοί; Ἀντιπροσωπεύουν ὁ ἕνας τοὺς δικαίους καὶ ὁ ἄλλος τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὁ ἕνας γιὸς ἀντιπροσωπεύει αὐτοὺς ποὺ τηροῦσαν τὰ θεῖα προστάγματα καὶ ὁ ἄλλος γιός, ὁ ἄσωτος, αὐτοὺς ποὺ παρέβαιναν τὶς δεσποτικὲς ἐντολές.
«Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί (Καὶ εἶπε ὁ νεότερος ἀπὸ αὐτοὺς στὸν πατέρα του)». Καὶ ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ νεότερος υἱός;
Αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀστάθεια γνώμης καὶ παρασύρεται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς φρέσκους πρωινοὺς ἀνέμους τῆς νεότητας. Καὶ ἐκ φύσεως μὲν ἀναγνώρισε Αὐτὸν ποὺ τὸν ἔπλασε ὡς Πατέρα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κακή του προαίρεση δὲν ἀπέδωσε τὴν πρέπουσα τιμὴ σὲ Αὐτὸν ποὺ τὸν δημιούργησε. Καὶ λέγει: «Πάτερ, δὸς μοὶ τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας (Πατέρα, δῶσε μου τὸ ἀνάλογο μερίδιο τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ ἀνήκει)».
Καλῶς ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸν θεϊκὸ πλοῦτο, ἀλλὰ κακῶς δαπάνησε ὅσα ἔλαβε. «Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον (Καὶ ὁ πατέρας μοίρασε καὶ στοὺς δύο του γιοὺς τὴν περιουσία)». Καὶ ἔδωσε σὲ αὐτούς, ὡς Κτίστης, ὅλη τὴν κτίση. Παρεῖχε σὲ αὐτοὺς σώματα καὶ λογικὲς ψυχές, ὥστε ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο καθοδηγούμενοι νὰ μὴ διαπράττουν τίποτε παράλογο. Ὅρισε σὲ αὐτοὺς τὸν νόμο Του, τὸν φυσικὸ καὶ τὸν γραπτό, σὰν ἕνα θεῖο παιδαγωγό, ὥστε ἀπὸ τὸν νόμο παιδαγωγούμενοι, νὰ ἐφαρμόσουν τὴν βούληση τοῦ Νομοθέτου.
«Καὶ μετ᾿ οὐ πὸλλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ὁ νεότερος γιὸς μάζεψε ὅλα ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας του καὶ ταξίδεψε σὲ χώρα μακρινὴ)»· ὁ νεότερος λοιπὸν υἱός, ὡσὰν νεότερος ἐνήργησε, καὶ ἔφυγε σὲ χώρα μακρινή. Ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ στάθηκε σὲ ἀπόσταση καὶ ὁ Θεὸς ἀπ’ αὐτὸν· ὁ Θεὸς δὲν ἐξαναγκάζει μὲ τὴ βία ἐκεῖνον ποὺ δὲν θέλει νὰ ὑποταχθεῖ σὲ Αὐτόν.
Γιατί ὅλες οἱ ἀρετὲς εἶναι καρπὸς ἐλεύθερης προαίρεσης καὶ ὄχι ἐξαναγκασμοῦ. «Καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. (Έκεί διασκόρπισε τὴν περιουσία του κάνοντας μιὰ ζωὴ ἄσωτη καὶ ἀκόλαστη)». Ἐκεῖ ὅλο τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς του τὸν ἔχασε. Ἐκεῖ μὲ σαρκικὲς τέρψεις ναυάγησε. Ἐκεῖ παίζοντας καὶ ἐμπαιζόμενος κατάντησε πένης. Ἐκεῖ ἀγοράζοντας ψυχοφθόρες ἡδονὲς καὶ παζαρευόμενος γέλωτες, κέρδισε αἰτίες δακρύων. Καὶ τὶς μὲν ἀρετὲς ποὺ εἶχε, τὶς ἔχασε. Τὶς δὲ κακίες, ποὺ δὲν εἶχε, τὶς ἀπέκτησε.
«Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λὶμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην (Ὅταν ὁ νεότερος γιὸς ξόδεψε ὅλα ὅσα εἶχε, ἔπεσε μεγάλη πεῖνα στὴ χώρα ἐκείνη, κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ στερεῖται)».
Ἀφοῦ δαπάνησε λοιπὸν ὅλο τὸν πλοῦτο του (γιατί εἶναι ἐκ φύσεως ἀδύνατον νὰ παραμείνει ὁ πλοῦτος τῆς χάριτος σ’ αὐτοὺς ποὺ περνοῦν τὸν βίο τους μὲ αἰσχρὸ τρόπο), ἔτυχε νὰ πέσει μεγάλη πεῖνα στὴ χώρα ἐκείνη. Γιατί ὅπου δὲν καλλιεργεῖται τὸ σιτάρι τῆς σωφροσύνης, ἐκεῖ «λιμὸς ἰσχυρός», πεῖνα φοβερή. Ὅπου δὲν ἔχει φυτευτεῖ ἡ ἄμπελος τῆς ἐγκρατείας, ἐκεῖ «λιμὸς ἰσχυρός», πεῖνα φοβερή.
Ὅπου τὸ σταφύλι τῆς ἁγνότητας δὲν ληνοπατεῖται, ἐκεῖ «λιμὸς ἰσχυρός», πεῖνα φοβερή. Ὅπου ὁ οὐράνιος μοῦστος δὲν ξεχειλίζει, ἐκεῖ «λιμὸς ἰσχυρός», πεῖνα φοβερή. Ὅπου ὑπάρχει εὐφορία κακῶν, ἐκεῖ σὲ κάθε περίπτωση ὑπάρχει καὶ ἀκαρπία ἀγαθῶν. Ὅπου ὑπάρχει ἀφθονία πράξεων πονηρῶν, ἐκεῖ σὲ κάθε περίπτωση θὰ ὑπάρχει ἔλλειψη τῶν ἀρετῶν. Ὅπου δὲν πηγάζει τὸ ἔλαιο τῆς φιλανθρωπίας, ἐκεῖ «λιμὸς ἰσχυρός».
«Καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι (Τότε, λοιπόν, αὐτὸς ἄρχισε νὰ στερεῖται τροφῆς καὶ νὰ πεινάει)».
Γιατί δὲν ἀπέμειναν σὲ αὐτόν, παρὰ μόνο τὰ κακὰ τῆς ἀκράτειάς του, ἐπειδὴ ἔπραξε τὰ κακὰ τῆς ἠθικῆς ἔκλυσης. «Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης. (Καὶ ὁ ἄσωτος γιὸς ἐξ αἰτίας τῶν στερήσεων καὶ τῆς πείνας του πῆγε καὶ προσκολλήθηκε ὡς δοῦλος σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς πολῖτες ἐκείνης τῆς χώρας)».
Καὶ πολῖτες ἐκείνης τῆς χώρας ὅπου εἶχε μεταναστεύσει ἦσαν οἱ δαίμονες. «Καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους (Καὶ τὸν ἔστειλε στὰ χωράφια του νὰ βόσκει χοίρους, ζῶα δηλαδὴ ἀκάθαρτα, ποὺ προκαλοῦσαν τὴν ἀηδία καὶ τὴν ἀποστροφὴ σ’ ἕναν Ἰουδαῖο, ὅπως ἦταν ὁ νεότερος γιός)». Γιατί μὲ τέτοιον τρόπο τιμοῦν οἱ δαίμονες αὐτοὺς ποὺ τοὺς τιμοῦν. Μὲ τέτοιον τρόπο ἀγαποῦν αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀγαποῦν· τέτοιες δωρεὲς χαρίζουν σὲ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ὑπακούουν.
«Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι (Καὶ ἐπιθυμοῦσε ὁ νεότερος γιὸς νὰ γεμίσει τὴν κοιλιά του μὲ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι)». Μὲ τὰ ξυλοκέρατα; Ἡ γεύση των ξυλοκεράτων εἶναι γλυκιά, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ σκληρὴ καὶ τραχιά.
Γιατί τέτοια εἶναι καὶ ἡ γεύση τῆς ἁμαρτίας. Εὐφραίνει μὲν γιὰ λίγο καιρό, κολάζει ὅμως γιὰ πολύ. Τέρπει πρόσκαιρα καὶ μαστίζει αἰώνια.
«Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν (Σὲ κάποια ὅμως στιγμὴ αὐτὸς ἦλθε στὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ μέθη καὶ τὴν τρέλα τῆς ἁμαρτίας)» καὶ ἀφοῦ συλλογίστηκε τὴν προηγούμενη μακαριότητά του στὸ πατρικὸ σπίτι καὶ τὴν τωρινή του ἀθλιότητα καὶ ἀφοῦ ἔβαλε καλὰ στὸν νοῦ του ἀφ' ἑνὸς ποιός ἦταν ὅταν ἦταν ὑποτασσόμενος στὸν Θεὸ καὶ Πατέρα καὶ ἀφ' ἑτέρου τί ἔχει γίνει ὅταν ὑποτάχθηκε στοὺς δαίμονες, «εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρὸς μοῦ περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! (εἶπε: "Πόσοι μισθωτοὶ ἐργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν ἄφθονο καὶ περίσσιο ψωμί, ἐνῷ ἐγὼ κινδυνεύω νὰ πεθάνω ἀπὸ τὴν πεῖνα...")».
«Πόσοι τώρα κατηχούμενοι εὐφραίνονται ἀπὸ τὶς Ἅγιες Γραφές, ἐνῷ ἐγὼ συνθλίβομαι λιμοκτονῶντας γιὰ τὰ θεῖα λόγια; Ω, ἀπὸ πόσα ἀγαθὰ στέρησα τὸν ἑαυτό μου! Ω, μὲ πόσα κακὰ περιέβαλα τὸν ἑαυτό μου! Γιατί ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ τὸν μακάριο ἐκεῖνο τρόπο ζωῆς;
Γιατί νὰ εἰσέλθω στὸν χῶρο αὐτῆς, τῆς θανατηφόρου ζωῆς; Τώρα ἔμαθα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔπαθα, ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐγκαταλείπει κανεὶς τὸν Θεό. Τώρα ἔμαθα ὅτι πρέπει νὰ παραμένω κοντὰ σὲ Αὐτὸν ποὺ πάντοτε προστατεύει αὐτοὺς ποὺ εἶναι πλησίον Του καὶ δὲν ἀπομακρύνονται ἀπὸ Αὐτόν. Τώρα ἔμαθα ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐμπιστεύεται κανεὶς τοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες, ποὺ διδάσκουν κάθε ἀκαθαρσία καὶ φθορά».
 
Τί λέγει λοιπόν; «Ἀνὰστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου (Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα μου)». «Θὰ ἐπιστρέψω καλῶς ἀπ’ ὅπου ἔφυγα κακῶς. Θὰ πάω πρὸς τὸν δικό μου τὸν Πατέρα καὶ Ποιητὴ καὶ Δεσπότη καὶ κηδεμόνα καὶ προνοητή. Θὰ φθάσω στὸν Πατέρα μου, ποὺ μὲ περιμένει ἀπὸ χρόνια καὶ ὑποδέχεται μὲ ἀγάπη αὐτοὺς ποὺ ἐπιστρέφουν σὲ Αὐτόν.
Λοιπόν, θὰ σηκωθῶ νὰ πάω στὸν Πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
 (Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανό, ἁμάρτησα καὶ σὲ σένα, διότι περιφρόνησα τὴν στοργή σου καὶ δὲν λογάριασα τὴν λύπη ποὺ δοκίμαζες ὅταν ἔφευγα μακριά σου. Δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός σου. Δὲν ζητῶ νὰ προσληφθῶ οὔτε ὡς μόνιμος δοῦλος σου παραμένοντας διαρκῶς στὸ σπίτι σου. Κάνε μὲ σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς ἐργάτες σου)». «Εἶναι ἀρκετὰ τὰ λόγια αὐτά, γιὰ νὰ σωθῶ.
Εἶναι ἀρκετὸ ποὺ «πατέρα» θὰ τὸν ἀποκαλέσω, γιὰ νὰ Τὸν συγκινήσει. Γιατί δὲν μπορεῖ ὁ πατέρας μου, ἀκούγοντάς με νὰ Τὸν ἐπικαλοῦμαι ὡς πατέρα μου, νὰ μὴ φανεῖ καὶ στὰ ἔργα πατέρας.
Δὲν μπορεῖ νὰ μὴ σπλαχνιστεί, ἀφοῦ εἶναι εὔσπλαχνος. Δὲν δύναται νὰ μὴ μοῦ δώσει ἄφεση γιὰ τὰ ὀλισθήματά μου, μόλις ἀκούσει τὸ "ἁμάρτησα" καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μὴ λησμονήσει τὴν δίκαια ὀργή Του, μόλις ἀκούσει τὴ δική μου φωνῆ. Γνωρίζω πόση δύναμη ἔχει ἡ μετάνοια ἀπέναντι στὸν Θεό.
Γνωρίζω πόσο ἰσχυρὰ εἶναι τὰ δάκρυα ἀπέναντι στὸν Θεὸ· γνωρίζω ὅτι κάθε ἁμαρτωλός, ποὺ προσφεύγει στὸν Θεὸ μὲ θερμὰ δάκρυα, σὰν τὸν Πέτρο, λαμβάνει ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του. Γνωρίζω τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ μου, γνωρίζω τὴν πραότητα τοῦ Πατρός μου. Θὰ μὲ ἐλεήσει ἀφοῦ μετανόησα, ἐμένα ποὺ δὲν μὲ τιμώρησε ἀμέσως ὅταν ἁμάρτησα».
 
«Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ (Και ἡ σωτηριώδης ἀπόφαση ἄρχισε νὰ ἐνεργοποιεῖται. Ὁ ἄσωτος σηκώθηκε καὶ ξεκίνησε νὰ πάει στὸν πατέρα του)», προσθέτοντας ἔτσι στὴν καλὴ ἀπόφαση τὴν ἀγαθὴ πράξη. Γιατί δὲν πρέπει μονάχα νὰ ἀποφασίζουμε τὰ συμφέροντα, ἀλλὰ νὰ δείχνουμε καὶ μὲ τὶς πράξεις τὶς ἀγαθές μας ροπές.
Εὑρισκόμενος ἀκόμη σὲ μεγάλη ἀπόσταση ἀπὸ τὸν τόπο, ποὺ ἦταν ὁ πατέρας του, ἀλλὰ πλησίον ὅμως στὸν πρέποντα τρόπο προσέγγισής του, καὶ σηκώνοντας συνεχῶς τὰ χέρια του καὶ χτυπῶντας τὸ στῆθος του, ποὺ ὑπῆρξε ἐργαστήριο πονηρῶν λογισμῶν, τὸ δὲ πρόσωπό του προσηλώνοντάς το στὴ γῆ, τὰ δὲ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν του προβάλλοντας σὰν πρεσβευτὲς καὶ προμελετῶντας τὴν ἀπολογία του, μόλις ἔφτασε, ἀναβόησε μὲ δυνατὴ φωνὴ καὶ μὲ δάκρυα λέγοντας: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου.
(Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ σὲ σένα)». «Ἁμάρτησα, τὸ γνωρίζω Χριστὲ Δέσποτα καὶ Θεέ. Τὶς ἁμαρτίες μου Ἐσὺ μόνο γνωρίζεις.
Ἁμάρτησα, ἐλέησέ με ὡς Θεὸς καὶ Δεσπότης. Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ βλέπω τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ παρακαλῶ Ἐσένα τὸν ἀγαθό μου Δεσπότη, ὅπως εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ μεγάλα καὶ ἀπαίσια ἐγκλήματα. Δὲν ὑπάρχει ἀριθμὸς γιὰ τὶς ἀμέτρητες ἁμαρτίες μου. Ἐλέησέ με ὡς Ἀγαθὸς Θεός, ποὺ εἶσαι πάντοτε, ἐπειδὴ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγομαι υἱός Σου. Δέξε μὲ σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς δούλους Σου».

Ἔτσι, ἱκετεύοντας ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του, τὸν εἶδε Ἐκεῖνος, ποὺ βλέπει ὅσους διαπράττουν πλημμελήματα, ἀλλὰ καὶ ποὺ παραβλέπει ὑπομονετικὰ ὅσους ἁμαρτάνουν, ἀναμένοντας τὴ μετάνοιά τους. Τὸν εἶδε ὁ πατέρας του καὶ τὸν εὐσπλαγχνίσθηκε. Γιατί Πατέρας ἦταν στὴν ἀγαθότητα, ἂν καὶ ὑπῆρχε Θεὸς στὴ φύση. «Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πὰτὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν (Καὶ ἐνῷ βρισκόταν ἀκόμη μακριά, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του καὶ τὸν σπλαχνίσθηκε. Ἔτρεξε τότε γιὰ νὰ τὸν προϋπαντήσει, ἔπεσε στὸν τράχηλό του, τὸν ἀγκάλιασε σφιχτὰ καὶ τὸν καταφιλοῦσε μὲ στοργή)».
Δὲν περίμενε τὸν ἁμαρτήσαντα νὰ ἔλθει πλησίον Του, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας ἔσπευσε καὶ προϋπάντησε τὸν υἱό.
Καὶ δὲν σιχάθηκε τὸν τράχηλό του, ποὺ ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ κηλῖδες τῆς ἀσωτίας καὶ ἀκαθαρσίας. Ἀλλὰ ἀφοῦ τὸν ἀγκάλιασε μὲ τὰ ἄχραντα χέρια Του, τὸν καταφιλοῦσε ἀχόρταγα, αὐτὸν ποὺ πάντοτε ποθοῦσε νὰ ἐπιστρέψει. Ὡ τῆς ἀφάτου καὶ φοβερῆς εὐσπλαχνίας! Ὡ παράδοξης φιλανθρωπίας! Ὡ ἀσυνήθιστη συμφιλίωση! Ἔπεισε ἀμέσως τὸν Θεὸ σὲ μιὰ μόνο κρίσιμη μεταστροφή, ὥστε νὰ συγκαταβεὶ στὰ δάκρυα καὶ νὰ παραβλέψει πλῆθος ἀμέτρητο ἁμαρτημάτων.

Θαύμασες, βλέποντας τὸν Θεὸ νὰ κολακεύει ἁμαρτωλό; Ὡ τῆς στοργῆς τῶν σπλάχνων τῶν πατρικῶν! Ὁ ἁμαρτωλὸς ἐπὶ τῆς γῆς δάκρυσε καὶ ὁ μόνος ἀναμάρτητος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἔστρεψε τὸν ἑαυτό Του ἀπὸ φιλανθρωπία πρὸς τὴν γῆ.
Ποιός εἶδε ποτὲ τὸν Θεὸ νὰ κολακεύει ἁμαρτωλό; Ποιός εἶδε τὸν δικαστὴ νὰ περιποιεῖται τὸν κατάδικο; Ποιός εἶδε ποτὲ τὸν κατάδικο νὰ τὸν κολακεύουν;
 Ἀλλὰ ὁ Θεός, ὅμως, παρηγορεῖ, ὅπως κάποτε τὸν Ἰσραήλ: «Λαός μου (Λαέ μου)», λέγει, «τί ἐποίησά σοι ἢ τί ἐλύπησά σε ἢ τί παρηνώχλησά σοι; (τὶ σοῦ ἔκανα ἢ σὲ τί σὲ λύπησα ἢ σὲ τί σὲ ἐνόχλησα;)»[Μιχ.6,3]. Καὶ τώρα τὰ ἴδια γίνονται, καὶ ἔγιναν, ἐπειδὴ ἔτσι συνηθίζει νὰ νικιέται ἀπὸ τὸν ἑαυτό Του ὁ Πατέρας τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς κάθε παρηγορίας.
Καὶ δὲν ἀρκέστηκε βέβαια σὲ αὐτὰ ὁ ἄσωτος αὐτὸς υἱὸς· ἀλλὰ καὶ στὰ ἀγαθὰ τῆς μετανοίας ὄντας ἄσωτος, δὲν νόμισε ὅτι εἶναι ἐπαρκὴς ἡ τόση φιλανθρωπία γιὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ σωτηρία σὲ σύγκριση πρὸς τὰ πλήθη τῶν ἁμαρτημάτων του. Ἀλλὰ ἐκεῖνα, ποὺ σκέφτηκε νὰ πεῖ στὸν Πατέρα, αὐτὰ ἔλεγε ἐνώπιόν Του μὲ τὸ κατάλληλο ταπεινὸ σχῆμα : «Πατέρα, ἂν βέβαια ἔχω τὴ δυνατότητα νὰ Σὲ ὀνομάζω ‘’Πατέρα’’· γιατί, μήπως καὶ αὐτὸ συγκαταλέγεται στὰ ἄλλα μου ἁμαρτήματα φοβᾶμαι, ὀνομάζοντάς Σὲ «Πατέρα»· ἢ μήπως διαπράττω ὕβρη ἐνώπιόν Σου μὲ τὸ νὰ ἀποκαλῶ ἔτσι τὸ ἄσπιλο καὶ ἀνύβριστό Σου ὄνομα· ἀκόμη, μήπως ἁμαρτάνω φοβᾶμαι, ἂν ἡ συνείδησή μου δὲν μοῦ κλείνει τὰ χείλη μου, ἂν οἱ κακές μου πράξεις δὲν μοῦ δένουν τὴν γλῶσσα, ἂν ἡ ἁμαρτωλὴ ζωή μου δὲν ἐμποδίζει τὸν λόγο.
Πατέρα Ἅγιε, ἂς δεχτεῖς δέηση ρυπαρὴ ἀπὸ στόμα ρυπαρό. Πατέρα κατὰ χάριν, καὶ Δημιουργὲ κατὰ φύσιν, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγομαι υἱός Σου. Ἁμάρτησα, ὁμολογῶ τὰ παραπτώματά μου, δὲν κρύβω αὐτὰ ποὺ βλέπεις, δὲν ἀρνοῦμαι αὐτὰ ποὺ καλὰ γνωρίζεις.
Ὡς ὑπεύθυνος εἶμαι ἐδῶ ἐνώπιόν Σου, ὡς παράνομος κατακρίνομαι, Ἐσὺ ὡς κριτὴς ἐλέησέ με.
Ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ ἐνώπιόν Σου. Φοβᾶμαι νὰ ἀνατείνω τοὺς ὀφθαλμούς μου στὸν οὐρανὸ· γιατί φοβοῦμαι ὡς ἑνὸς κατηγόρου φωνὴ τὴν μορφὴ τοῦ στερεώματος· εὐλαβοῦμαι νὰ ἀτενίσω στὸ φῶς τῆς Θεότητος, ἔχοντας ρυπαρούς τους ὀφθαλμοὺς τῆς διανοίας μου.
Ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι υἱός Σου. Ἰδοὺ ἀνακηρύττω τὸν ἑαυτό μου ἄξιο κάθε καταδίκης, τὸν ἑαυτό μου κατακρίνω, κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου βγάζω ἀπόφαση.
Δὲν χρειάζομαι δικαστὴ νὰ μὲ καταδικάσει μὲ τὴν ἀπόφασή του, δὲν χρειάζονται κατήγοροι νὰ μὲ ἐλέγξουν, δὲν ἔχω ἀνάγκη μαρτύρων γιὰ ἔγγραφες ἀποδείξεις. Μέσα μου ἔχω τὴν συνείδηση, σὰν ἕνα δικαστὴ ἀδέκαστο, στὴν ψυχή μου ὑπάρχει τὸ φοβερὸ δικαστήριο, μέσα στὴν συνείδησή μου βρίσκονται οἱ μάρτυρες, βλέπω μὲ τὰ μάτια μου τοὺς κατηγόρους μου.
Οἱ θεατρικὲς παραστάσεις ποὺ παρακολούθησα μὲ κατηγοροῦν, οἱ ἱπποδρομίες στὶς ὁποῖες πῆγα καὶ στοιχημάτιζα μὲ κατακρίνουν, ὅσα ἔβλεπα στὶς θηριομαχίες μὲ ἐλέγχουν. Ἡ ἀσωτία μου μὲ κάνει νὰ αἰσθάνομαι βαθύτατη αἰσχύνη, οἱ πράξεις μου μὲ στηλιτεύουν, ἡ τωρινὴ γυμνότητά μου μὲ ἀποκαλύπτει, αὐτὰ τὰ κουρέλια τῆς ντροπῆς, ποὺ φορῶ, μὲ καταντροπιάζουν καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος υἱός Σου νὰ λέγομαι.
«Ποίησόν μὲ ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου». Μήτε ἀπὸ τὴν αὐλή Σου νὰ μὲ διώξεις, Δέσποτα, γιὰ νὰ μὴ μὲ βρεῖ πάλι ὁ πολέμιος περιπλανώμενο καὶ μὲ συλλάβει σὰν αἰχμάλωτο. Ἀλλὰ οὔτε πλησίον τῆς φοβερῆς Σου καὶ μυστικῆς Τραπέζης νὰ μὲ ἑλκύσεις· γιατί δὲν τολμῶ νὰ βλέπω μὲ μάτια ἀκάθαρτα τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Ἄφησὲ μὲ νὰ στέκομαι μαζὶ μὲ τοὺς κατηχουμένους, μέσα ἀπὸ τὶς θύρες τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε, θεωρῶντας τὰ τελούμενα μυστήρια σὲ αὐτήν, νὰ ποθήσω, μὲ τὸν καιρό, νὰ μετάσχω πάλι σὲ αὐτὰ· καὶ λουόμενος μὲ τὰ θεῖα νάματα, νὰ καθαρίσω ἀπὸ τὴν αἰσχύνη τῶν αἰσχρῶν ἀσμάτων τὸν ρύπο, ποὺ παραμένει ἀκόμη στ’ αὐτιά μου. Καὶ βλέποντας τοὺς μαργαρῖτες (τὸ Σῶμα Σου) νὰ τοὺς παίρνουν εὐσεβεῖς πιστοί, νὰ ἐπιθυμήσω καὶ ἐγὼ ν’ ἀποκτήσω χέρια ἄξια νὰ τοὺς ὑποδεχθῶ».

Αὐτὰ καθὼς ἔλεγε ὁ Ἄσωτος Υἱός, καὶ καθὼς ἔκλαιγε γοερά, «εἶπεν ὁ πὰτὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ (εἶπε ὁ πατέρας στοὺς δούλους Του)».
Σὲ ποιούς «δούλους»; Ἄκου: στοὺς ἱερεῖς καὶ λειτουργοὺς τῶν προσταγμάτων Του: «Ἐξενέγκατε τὴν στὸλὴν τὴν πρώτην, καὶ ἐνδύσατε αὐτόν (Βγάλτε ἔξω τὴν πιὸ καλὴ φορεσιὰ ἀπ’ ὅσες ἔχουμε, σὰν αὐτὴ ποὺ φοροῦσε πρὶν φύγει ἀπ’ τὸ σπίτι μου).
Φέρετε αὐτὴν ποὺ ἔχει ὑφανθεῖ στοὺς οὐρανούς, αὐτὴν ποὺ ἀποκατέστησε τὸ πνευματικὸ πῦρ. Φέρετε τὴν στολή, ποὺ ὑφαίνεται στὰ ὕδατα τῆς κολυμβήθρας. Φέρετε τὴν στολή, ποὺ παρασκευάζεται ἀπὸ τὴν πνευματικὴ φωτιὰ καὶ ἐνδῦστε τον. Ἐνδύσατε αὐτόν, ποὺ ἀπογυμνώθηκε, ἐνδύσατε τὸν νέο Ἀδάμ, τὸν ὁποῖο γύμνωσε ὁ διάβολος. Ἐνδύσατε τὸν βασιλέα τῆς κτίσεως· κοσμῆστε αὐτόν, γιὰ τὸν ὁποῖον κόσμησα τὸν κόσμο· καλλωπίστε τοῦ υἱοῦ μου τὰ φίλτατα μέλη.
Δὲν ἀνέχομαι νὰ τὸν βλέπω ἀκαλλώπιστο. Δὲν ἀνέχομαι νὰ ἀφεθεῖ ἡ δική μου εἰκόνα ἀπογυμνωμένη. Θεωρῶ ντροπὴ δική μου τὴν ντροπὴ τοῦ δικοῦ μου παιδιοῦ. Θεωρῶ δική μου δόξα τὴ δόξα τοῦ παιδιοῦ μου. Δῶστε καὶ δακτυλίδι στὸ χέρι του, γιὰ νὰ φορεῖ τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ φορῶντας αὐτό, νὰ φρουρεῖται ἀπὸ αὐτὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Κι ἔτσι, περιφέροντας τὴν σφραγῖδα μου, θὰ εἶναι φοβερὸς σ’ ὅλους τοὺς πολεμίους καὶ ἐναντίους. Καὶ γινόμενος ἀντιληπτὸς ἀπὸ μακριά, νὰ δείχνει ποιοῦ Πατέρα εἶναι αὐτὸς υἱός. Δῶστε του καὶ ὑποδήματα στὰ πόδια του, γιὰ νὰ μὴ βρεῖ πάλι ὁ ὄφις γυμνὴ τὴν πτέρνα του καὶ τὸν κτυπήσει μὲ τὸ κεντρί του, ἀλλὰ μᾶλλον γιὰ νὰ καταπατεῖ αὐτὸς τὴν κεφαλὴ τοῦ δράκοντος καὶ νὰ συντρίψει τοῦ πολεμίου τὰ κέντρα, καθὼς καὶ γιὰ νὰ τρέχει στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὴ συνέχεια, ἀφοῦ φέρετε τὸν σιτευτὸ μόσχο, θυσιάστε τον».
Ποιόν «μόσχον τὸν σιτευτὸν» λέγει; Ποιόν; Αὐτὸν ποὺ γέννησε ἡ δάμαλις Παρθένος Μαρία. «Φέρετε τὸν μόσχο τὸν ἀδάμαστο, ποὺ δὲν δέχθηκε ζυγὸ ἁμαρτίας, τὸν Παρθένο καὶ ἐκ Παρθένου, Αὐτὸν ποὺ ἀκολουθεῖ αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦν, ὄχι ἐξ ἀνάγκης, ἀλλὰ ἑκουσίως.
Αὐτόν, ποὺ δὲν κάνει χρήση τῆς δυνάμεώς Του, οὔτε τῶν κεράτων Του, ἀλλὰ ποὺ πρόθυμα παραδίδει τὸν αὐχένα Του καὶ σφαγιάζεται ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς.
Θυσιάστε, λοιπόν, τὸν θεληματικῶς θυσιαζόμενο, θυσιάστε Αὐτὸν ποὺ ζωοποιεῖ ὅσους ἐπιτελοῦν τὴ θυσία, θυσιάστε τὸν θυσιαζόμενο, ποὺ ὅμως δὲν πεθαίνει. Θυσιάστε τὸν μελιζόμενο, ποὺ ἁγιάζει αὐτούς, ποὺ τὸν μελίζουν.
Θυσιάστε τὸν ἐσθιόμενο ἀπὸ τοὺς πιστούς, ποὺ ὅμως ποτὲ δὲν δαπανᾶται. Θυσιάστε τὸν Αὐτόν, ποὺ κάνει μακαρίους ἐκείνους ποὺ Τὸν τρώγουν.
Καὶ ἀφοῦ φάγουμε ὅλοι ἂς εὐφρανθοῦμε. Γιατί ὁ υἱός μου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ξαναέζησε· ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε».«Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι (Καὶ  ἄρχισαν νὰ εὐφραίνονται)» (Λουκ.15,27).

Ἐσεῖς ποὺ γευτήκατε ἀπὸ αὐτὴν τὴν θυσία, γνωρίζετε τὴν πνευματικὴ εὐφροσύνη, καὶ θυμᾶστε τὰ φρικτὰ μυστήρια, τοὺς λειτουργοὺς τῆς θείας ἱερουργίας, ποὺ μιμοῦνται μὲ τὰ λεπτὰ λινὰ ἐνδύματα, τὰ φτερὰ τῶν Ἀγγέλων, ὅπως ἁπλώνονται στοὺς ἀριστερούς τους ὤμους, καὶ περιφερόμενοι στὴν ἐκκλησία, φωνάζουν: «Μή τις τῶν κατηχουμένων, μή τις τῶν μὴ ἐσθιόντων, μή τις τῶν κατασκόπων, μή τὶς τῶν μὴ δυναμένων θεάσασθαι τὸν Μόσχον ἐσθιόμενον, μή τις τῶν μὴ δυναμένων θεάσασθαι τὸ οὐράνιον αἷμα τὸ ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, μή τις ἀνάξιος τῆς ζώσης θυσίας, μή τις ἀμύητος, μή τις μὴ δυνάμενος ἀκαθάρτοις χείλεσι προσψαύσασθαι τῶν φρικτῶν μυστηρίων.
(Μὴν τυχὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς κατηχουμένους καὶ ὄχι ἀκόμη βαπτισμένους, μὴν τυχὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς μὴ ἐσθίοντες, μὴν τυχὸν κανεὶς κατάσκοπος, μὴν τυχὸν κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν δύνανται νὰ δοῦν τὸ οὐράνιο αἷμα ἐκχυνόμενο "εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν’’, μὴν τυχὸν κανεὶς ἀνάξιος τῆς ζωντανῆς θυσίας, μὴν τυχὸν κανεὶς ἀμύητος, μὴν τυχὸν κανένας, ποὺ δὲν δύναται, λόγῳ τῶν ἀκαθάρτων χειλέων του, νὰ προσψαύσει τὰ φρικτὰ μυστήρια)».

Ὕστερα οἱ Ἄγγελοι ἀπὸ τὸν οὐρανό, δοξολογοῦντες καὶ λέγοντες: Ἅγιος ὁ Πατέρας, ποὺ θέλησε νὰ θυσιασθεῖ ὁ μόσχος ὁ σιτευτός, ποὺ δὲν γνώρισε ἁμαρτία, καθὼς λέγει ὁ προφήτης Ἠσαΐας: «Ὃς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ.
 (Αὐτός καμία ἁμαρτία δὲ διέπραξε, οὔτε βρέθηκε ποτὲ δόλος καὶ ψεῦδος στὸ στόμα τοῦ)» (Ἠσ.53,9).
Ἅγιος ὁ Υἱός, μαζὶ καὶ μόσχος, ὁ πάντοτε ἑκουσίως θυόμενος καὶ πάντοτε ζωντανός. Ἅγιος ὁ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ποὺ τελεσιούργησε τὴν θυσία.
 
Ὅταν, λοιπόν, συνέβαιναν αὐτὰ στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ οἴκου, ὁ πρεσβύτερος υἱός, ποὺ ἔφθασε ἀπὸ μακριά, ἄκουσε τὶς συγχορδίες καὶ τοὺς χοροὺς· καὶ προσκαλῶντας ἕνα δοῦλο, ρωτοῦσε νὰ μάθει τί τάχα σημαίνουν αὐτά, γιατί ἀκοῦνε τὰ αὐτιά του αὐτοὺς τοὺς δυνατοὺς ἤχους.
Ὁ δοῦλος του εἶπε: «Ὁ Δαβὶδ ὁ Προφήτης ψάλλει μελωδικὰ μέσα στὸ σπίτι τὸν στίχο: «Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.
 (Τότε θὰ ἀνεβάσουν ἐπάνω στὸ θυσιαστήριό σου μόσχους, γιὰ νὰ τοὺς προσφέρουν ὡς θυσία σὲ Σένα, Κύριε)» (Ψαλμ.50,21).
Καὶ προτρέπει τοὺς παρόντες νὰ φάγουν, λέγοντας: «Γεύσασθε, καὶ ἴδετε, ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος.
 (Δοκιμάστε μὲ τὴν πεῖρα σας καὶ διαπιστῶστε ἔμπρακτα ὅτι ὁ Κύριος εἶναι καλὸς καὶ εὐεργετικὸς καὶ προστάτης ὅσων Τὸν ἐπικαλοῦνται)» (Ψαλμ.33,9).
Ὁ δὲ Παῦλος, ὁ ἑρμηνευτὴς τῶν θείων μυστηρίων, φωνάζει δυνατά: «Τὸ πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός.
(Ὁ δικός μας πασχαλινὸς ἀμνὸς εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ θυσιάστηκε γιὰ χάρη μας)» (Α΄Κορ. 5,7). Ἡ Ἐκκλησία πανηγυρίζει, εὐφραίνεται καὶ χορεύει.
Ὁ πρεσβύτερος υἱὸς λέγει τότε στὸν δοῦλο: «Καλᾶ, χωρὶς νὰ εἶμαι ἐγὼ παρών, ἄλλοι τὰ δικά μου μυστήρια, παρὰ τὴν δική μου ἀπουσία, ἀπολαμβάνουν στὴ δική μου τὴν αὐλή;». «Ναί», ἀπαντᾶ, «γιατί ἦλθε ὁ ἀδελφός σου καὶ ὁ Πατέρας σου θυσίασε τὸν σιτευτὸ μόσχο, ἐπειδὴ χάρηκε ποὺ τὸν δέχθηκε ὑγιῆ».

Καὶ ὁ δίκαιος ἀδελφὸς ὀργίστηκε καὶ δὲν θέλησε νὰ εἰσέλθει στὸ σπίτι του. Ὁ δίκαιος, λοιπόν, ὀργίστηκε καὶ ὑποδουλώθηκε στὸν φθόνο.
Αὐτὸς ποὺ καταπάτησε τὰ τερπνὰ τῆς ζωῆς, κυριεύτηκε ἀπὸ τὸν φθόνο. Καὶ πῶς ὁ Παῦλος λέγει: «Ἐβουλόμην αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μοῦ κατὰ σάρκα.
 (Καὶ θὰ εὐχόμουν ἐγώ, ποὺ τίποτε δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὲ χωρίσει ἀπὸ τὸν Χριστό, νὰ χωριστῶ ἀπὸ Αὐτὸν γιὰ πάντα, ἐὰν ἦταν δυνατὸν νὰ γίνει αὐτό, γιὰ χάρη τῶν ἀδελφῶν μου τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι συγγενεῖς μου ἀπὸ σαρκικὴ καταγωγή)»; (Ρωμ.9,3).
Ὁ Σωτῆρας, ὅμως, δὲν σχημάτισε τὴν παραβολὴ ἔτσι, ὥστε νὰ δείξει τὸν δίκαιο κακόβουλο, ἀλλὰ γιὰ νὰ διακηρύξει τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτο τῆς χρηστότητας τοῦ Πατρός Του.
Καὶ αὐτὸ φανερώνεται ἀπὸ τὰ ἀκόλουθα. Ἡ παραβολὴ λέγει ὅτι ὁ Πατέρας του ἐξῆλθε ἀπὸ τὸν οἶκο καὶ παρηγοροῦσε τὸν υἱό του. Ὡ, ἀνέκφραστης σοφίας! Ὡ θεοφιλοῦς προνοίας! Καὶ τὸν ἁμαρτωλὸ ἐλέησε καὶ τὸν δίκαιο ἐπαίνεσε. Καὶ τὸν ὄρθιο δὲν ἄφησε νὰ πέσει καὶ τὸν πεσόντα σήκωσε. Καὶ τὸν πένητα πλούτισε καὶ τὸν πλούσιο δὲν ἄφησε νὰ φτωχύνει μὲ τὸν φθόνο.
 
Ὁ μεγαλύτερος γιὸς εἶπε στὸν Πατέρα του: «Τόσα χρόνια ἐγώ σου δουλεύω καὶ οὐδέποτε παρέβλεψα ἐντολή Σου καὶ σὲ ἐμένα ποτὲ δὲν ἔδωσες ἕνα ἐρίφιο, γιὰ νὰ εὐφρανθῶ μὲ τοὺς φίλους μου. Ἀλλὰ «περιέρχομαι ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος (περιπλανιέμαι φορῶντας γιὰ ροῦχα προβιὲς καὶ γιδοδέρματα, ζῶντας μέσα σὲ στερήσεις, θλίψεις καὶ κακοπάθειες)» (Ἐβρ.11,37).
«Ὅταν ὅμως ὁ υἱός σου αὐτὸς ἦλθε, ποὺ σὲ καταφρόνησε καὶ σοῦ κατέφαγε τὸν πλοῦτο μὲ τὶς πόρνες, ἀμέσως θυσίασες γιὰ χάρη του τὸν μόσχο τον σιτευτό. Καὶ οὔτε μὲ λόγους τὸν κατηγόρησες, οὔτε τὸ πρόσωπό σου ἀπέστρεψες ἀπὸ τὴν ἀθλιότητά του.
Ἀλλὰ ἀμέσως τὸν περιποιήθηκες, καὶ μὲ λαμπρὴ στολή τον κατεκόσμησες, καὶ τὸ ἀστραφτερὸ χρυσὸ δακτυλίδι τοῦ φόρεσες, καὶ μὲ ὑποδήματα τὸν ἀσφάλισες καὶ τὴν Ἐκκλησία ἄνοιξες καὶ τὴν τράπεζα εὐτρέπισες καὶ τὰ ποτήρια γέμισες.
Ἀλλὰ καὶ τὸν μόσχο τὸν σιτευτὸ θυσίασες καὶ προσκάλεσες τοὺς πιστοὺς στὴν εὐωχία αὐτὴν καὶ ἔκανες τοὺς Ἀγγέλους νὰ χορεύουν καὶ παρασκεύασες ἕνα παράξενο συμπόσιο μὲ συμμετοχὴ τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ὅλα αὐτὰ καὶ τὶς τόσες δωρεὲς προσέφερες σὲ αὐτόν, ποὺ καταφρόνησε τὴν ἀγαθότητά Σου καὶ ὕβρισε τὴν εὐγένειά Σου».
Τί νὰ πῶ γιὰ τὸ βάθος καὶ τὸ πέλαγος τῶν οἰκτιρμῶν Σου, πῶς νὰ θαυμάσω τὴν θάλασσα τῆς εἰρήνης καὶ γαληνότητάς Σου;
Ἐλεεῖς, Κύριε, τοὺς πάντες, γιατί τὰ πάντα δύνασαι καὶ παραβλέπεις τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ προσέρχονται μετανοοῦντες.

Καὶ ὁ Πατέρας τοῦ εἶπε: «Τέκνο μου, ἐσὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου. Ἐσὺ δὲν χωρίστηκες ποτὲ ἀπὸ τοὺς δικούς μου κόλπους. Ἐσὺ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴ δική μου δὲν ἀπομακρύνθηκες. Ἐσὺ προσέχεις πάντοτε στοὺς ψαλμοὺς καὶ στοὺς ὕμνους. Ἐσὺ συμπροσεύχεσαι πάντοτε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους.
Ἐσὺ στὸ Θυσιαστήριο παριστάμενος μὲ παρρησία βοᾶς: "Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου".
Αὐτὸς ὅμως προσῆλθε σὲ ἐμένα κατάκριτος, κατησχυμένος, στρέφοντας τὸ πρόσωπό του στὴ γῆ καὶ μὲ συντετριμμένη καὶ μελαγχολικὴ φωνή, φώναξε: "Πατέρα μου, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγομαι υἱός Σου. Πᾶρε μὲ ὡς ἕνα μισθωτὸ δοῦλο Σου".

Ἐγώ, παιδί μου, τί ἔπρεπε νὰ κάμω ἀκούγοντας αὐτὰ τὰ συγκλονιστικὰ λόγια; Μποροῦσα νὰ μὴν ἐλεήσω τὸν δικό μου υἱό, ποὺ ἐπέστρεψε σὲ ἐμένα;
Ἐσὺ ποὺ θυμώνεις, δίκασε. Ἀλλὰ ἐγὼ ὡς φιλάνθρωπος ποὺ εἶμαι ἐκ φύσεως, δὲν μποροῦσα νὰ κάνω κάτι ἀπάνθρωπο.
Δὲν μπορῶ νὰ μὴν ἐλεήσω αὐτόν, ποὺ ἐγὼ δημιούργησα. Δὲν δύναμαι νὰ μὴ λυπηθῶ αὐτὸν ποὺ γέννησα ἀπὸ τὰ σπλάγχνα μου.
Παιδί μου, ἐσὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου καὶ ὅσα ἔχω, ὅλα δικά σου εἶναι. Ὁ οὐρανὸς δικός σου, τὸ στερέωμα δικό σου, ὁ ἥλιος δικός σου φωστῆρας, ἡ σελήνη δική σου ὑπηρέτρια, τὰ ἀστέρια δικά σου πολύφωτα, ὁ ἀέρας δικός σου τροφέας καὶ ὅλα τὰ ἐναέρια δικά σου.
Ἡ γῆ καὶ ὅσα ἐκεῖ φυτρώνουν, δικά σου, ἡ θάλασσα καὶ ὅσα εἶναι σὲ αὐτή, δικά σου. Ὁ κόσμος ὅλος, δικός σου. Ἡ Ἐκκλησία, δική σου. Τὸ Θυσιαστήριο, δικό σου. Ὁ μόσχος ὁ σιτευτός, δικός σου. Ἡ θυσία, δική σου. Οἱ Ἄγγελοι, δικοί σου. Οἱ Ἀπόστολοι, δικοί σου. Οἱ Μάρτυρες, δικοί σου. Τὰ παρόντα, δικά σου. Τὰ μέλλοντα, δικά σου. Ἡ Ἀνάσταση, δική σου. Ἡ ἀθανασία, δική σου. Ἡ ἀφθαρσία, δική σου. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, δική σου. Ὅλα τὰ φαινόμενα καὶ νοούμενα, δικά σου.
Μήπως πῆρα ὅσα ἔχεις καὶ τὰ ἔδωσα σὲ ἐκεῖνον; Μήπως γύμνωσα ἐσένα καὶ ἐκεῖνον ἔντυσα; Μήπως ἀπὸ τὰ δικά μου πράγματα δὲν χάρισα τὸ ἔλεος;
 Μήπως ἐξίσου δὲν εἶμαι Πατέρας δικός σου καὶ ἐκείνου; Καὶ ἐσένα τιμῶ γιὰ τὴν ἀρετή σου καὶ ἐκεῖνον ἐλεῶ γιὰ τὴν πολὺ καλὴ ἐπιστροφή του.
 Καὶ ἐσένα ποθῶ γιὰ τὸν ἐνάρετο βίο σου, καὶ ἐκεῖνον ποθῶ γιὰ τὴν μετάνοιά του. Καὶ ἐσένα ἀγαπῶ γιὰ τὴν μακροθυμία σου, καὶ ἐκεῖνον ἀγαπῶ, ποὺ ἐπέστρεψε σ’ ἐμένα. Καὶ ἐσένα ἀγαπῶ γιὰ τὴν ἀρετή σου, καὶ ἐκεῖνον ἀγαπῶ γιὰ τὴ μετάνοιά του.
 
Ἔπρεπε νὰ εὐφρανθεῖς καὶ νὰ χαρεῖς, ποὺ ὁ ἀδελφός σου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ζωντάνεψε, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε.
Ποιός βλέποντας νεκρὸ νὰ ἀνασταίνεται, δὲν εὐφραίνεται; Καὶ ποιός βρίσκει ἐκεῖνα ποὺ ἔχασε καὶ δὲν ἀγάλλεται; Ἔλα καὶ ἐσύ, υἱέ μου, νὰ συνευφρανθεὶς μαζί μας καὶ σκίρτησε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ ἀγκάλιασε τὸν ἀδελφό σου μὲ μᾶς καὶ ψάλλε μὲ τὸν Δαυὶδ ἐκεῖνο τὸ πνευματικὸ μέλος, ποὺ ταιριάζει στὸ τωρινὸ πανηγύρι μας.
«Μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι, καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι· μακάριος ἀνὴρ, ᾧ οὐ μὴ λὸγίσηται Κύριος ἁμαρτίαν.
 (Τρισευτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων ἔχουν συγχωρηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ οἱ ἀνομίες καὶ τοῦ ἔχουν σκεπασθεῖ, ὥστε νὰ μὴ φαίνονται καθόλου, οἱ ἁμαρτίες.
Τρισευτυχισμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὁ Κύριος δὲ θὰ τοῦ λογαριάσει καὶ δὲ θὰ τοῦ ζητήσει εὐθύνη γιὰ κάποια ἁμαρτία, οὔτε ὑπάρχει στὸ στόμα του δόλος καὶ ὑποκρισία, ἀλλὰ οἱ δεήσεις του πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του εἶναι εἰλικρινεῖς καὶ ἄδολες)» (Ψαλμ.31,1-2).

Ἀκούσατε τὴν θεία παραβολὴ καὶ μάθατε τὸ περιεχόμενό της καὶ τὴ σημασία της ἐννοήσατε. Μάθατε ὅτι ἔχουμε Κύριο φιλάνθρωπο καὶ ἀνεξίκακο.
Πρὸς Αὐτὸν λοιπὸν ἂς καταφύγουμε μὲ καθαρὴ καρδιά. Ἐλᾶτε νὰ βοήσουμε ὅλοι πρὸς Αὐτόν: «Δέσποτα, Κύριε, φιλάνθρωπε, μονογενῆ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἁμαρτήσαμε στὸν οὐρανὸ καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ ἀποκαλούμαστε υἱοί Σου· ἔχουμε, ὡστόσο, τὸ θάρρος στοὺς δικούς Σου οἰκτιρμούς.
Ἔχουμε ἐνέχυρο τῆς δικῆς Σου φιλανθρωπίας τὸν Τίμιο Σταυρό, ποὺ ὑπέμεινες γιά μας.
Ἔχουμε ἐγγυητὲς τῆς δικῆς Σου εὐσπλαχνίας την ἄλλοτε πόρνη καὶ τὸν ἄλλοτε ληστή. Ἐξ ἀφορμῆς αὐτῶν, ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, προτρεπόμαστε νὰ καταφεύγουμε στὴ δική Σου φιλανθρωπία. Ὅπως ἐκείνους τους μετέβαλες σὲ ἀξιοσέβαστους καὶ μακαρίους, Κύριε, καὶ ἐμᾶς, ποὺ προσπίπτουμε σὲ Σένα, ἐλέησέ μας. Καὶ ὅπως ἀνέστησες νεκροὺς μὲ τὴν Σταύρωσή σου καὶ ἐμᾶς, ποὺ νεκρωθήκαμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ἀπὸ τὴν πολλὴ Σοῦ φιλανθρωπία ἀνάστησέ μας, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὴν δική Σου Ἀνάσταση μαζὶ μὲ ὅσους ἀπολυτρώθηκαν»
 Καὶ μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, νὰ ἐπιμείνουμε στὴ δέηση αὐτή, γιὰ νὰ εἰπεῖ καὶ σὲ μᾶς ὁ Δεσπότης μας Χριστός: «Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν»
 
Καὶ ἐσεῖς ποὺ πρόκειται νὰ λάβετε τὴ δωρεὰ τοῦ Βαπτίσματος, ἀφοῦ ἀπορρίψετε κάθε ἀλλότριο λογισμὸ καὶ κατευθύνετε τὶς ψυχές σας στὸν οὐράνιο Νυμφίο, θὰ δεχτεῖτε την Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ Κύριος ἐγγὺς, μηδὲν μεριμνᾶτε. (Ὁ Κύριος πλησιάζει νὰ ἔλθει καὶ Αὐτὸς θὰ ἀποδώσει στὸν καθένα ὅ,τι τοῦ ἀνήκει. Μὴν κυριεύεστε ἀπὸ ἀγωνιώδη φροντίδα γιὰ τίποτε)» (Φιλιπ.4,5-6).
Ὁ Λυτρωτὴς στέκεται στὴν θύρα, ὁ ἰατρὸς εἶναι ἐδῶ, τὸ ἰατρεῖο ἄνοιξε, τὰ φάρμακα ὑπάρχουν, ἡ κολυμβήθρα ὅλους τοὺς δέχεται, ἡ Χάρις ἔχει ἁπλωθεῖ, ἡ στολὴ ὑφαίνεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Μακάριοι αὐτοὶ ποὺ ἀξιώνονται νὰ φορέσουν τὴν στολή. Μόνον ἐσεῖς ἀνάψτε τὶς λαμπάδες τῆς πίστεως, ἔχοντας καὶ ἄφθονο λάδι, ὥστε, ὅταν ἀκουσθεῖ ἡ φωνὴ τὴ νύκτα νὰ λέει: «Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται», νὰ ἐξέλθετε σὲ ἀπάντησή Του μὲ φαιδρὲς τὶς λαμπάδες, χορεύοντας καὶ σκιρτῶντας καὶ βοῶντας: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Σὲ Αὐτὸν νὰ εἶναι ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον



ΠΗΓΕΣ:

•    http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG Migne/John%20Chrysostom PG%2047-64/In%20parabolam%20de%20filio%20prodigo.pdf
•    Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, «Εἰς τὴν παραβολὴν περὶ τοῦ ἀσώτου», ἀπόδοση στὴ νέα ἑλληνική: Μοναχὸς Θεόκλητος Διονυσιάτης, Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»
•    Παν. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μετὰ συντόμου ἑρμηνείας, ἐκδ. Ὁ Σωτήρ, Ἀθήνα 1997
•    Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
•    Παν. Τρεμπέλα,Το Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα 2016
•    http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου