Κουμπιά

Κυλιόμενο Μήνυμα

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

Ἑρμηνεία τῆς Ἀποστολικῆς περικοπῆς τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀσῶτου ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο

Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου (Α΄Κορ.6,12-20)


Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως

«Πάντα μοὶ ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοὶ ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος.
 (Ὅλα ἔχω ἐξουσία νὰ τὰ κάνω, δὲν συμφέρουν ὅμως ὅλα. Ὅλα εἶναι στὴν ἐξουσία μου, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ ἐξουσιαστὼ καὶ δὲν θὰ γίνω δοῦλος σὲ τίποτε)» (Α΄Κορ.6,12).
 
Ἐδῶ ὑπαινίσσεται τοὺς λαίμαργους. Ἐπειδὴ δηλαδὴ πρόκειται πάλι νὰ στραφεῖ κατὰ τοῦ πόρνου- καθὼς ἡ πορνεία προέρχεται ἀπὸ τὴν τρυφηλότητα καὶ τὴν ἔλλειψη μέτρου στὴ ζωή- καταδικάζει μὲ σφοδρότητα τὸ πάθος. 
Καὶ οὔτε λέγει αὐτὸ γιὰ τὰ ἀπαγορευμένα τρόφιμα – διότι ἐκεῖνα δὲν ἐπιτρέπονται- ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνται ὡς οὐδέτερα. 
Ἐννοῶ τὸ ἑξῆς περίπου: «Μοῦ ἐπιτρέπεται», λέει, «νὰ φάω καὶ νὰ πιω, ἀλλὰ δὲν συμφέρει νὰ τὰ κάνω μὲ ἀσωτία». 
Καὶ τὸ πλέον θαυμαστὸ καὶ παράδοξο, τὸ ὁποῖο, ὡς γνωστό, σὲ πολλὲς περιπτώσεις συνήθιζε νὰ κάνει στρέφοντας τὸν λόγο στὸ ἀντίθετο, αὐτὸ τὸ κάνει καὶ ἐδῶ, καὶ ἀποδεικνύει ὅτι τὸ δικαίωμα νὰ κάνει κανεὶς κάτι, ὄχι μόνο δὲν συμφέρει, ἀλλὰ οὔτε κἂν δικαίωμα εἶναι, ἀλλὰ δουλεία. 
Καὶ κατὰ πρῶτον μὲν τοὺς ἀποτρέπει χρησιμοποιῶντας τὸ ἐπιχείρημα ὅτι εἶναι ἀσύμφορο καὶ λέγοντας: «Δὲν συμφέρει»· δεύτερον χρησιμοποιεῖ καὶ τὸ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἐπιχείρημα λέγοντας ὅτι «ἐγὼ δὲν θὰ ἐξουσιαστὼ ἀπὸ τίποτε». 

Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ ἐννοεῖ εἶναι τὸ ἑξῆς: «Ἔχεις δικαίωμα νὰ φᾶς», λέει· «μένε λοιπὸν κύριος τοῦ φαγητοῦ καὶ πρόσεχε μήπως γίνεις δοῦλος αὐτοῦ τοῦ πάθους. Ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ κάνει χρήση αὐτοῦ τοῦ δικαιώματος ὅπως πρέπει, εἶναι κύριός του· ἐκεῖνος ὅμως ποὺ προχωρεῖ σὲ ἄμετρη χρήση δὲν εἶναι πλέον κύριος, ἀλλὰ γίνεται δοῦλος του, ἐφόσον μέσα του εἶναι τυραννικὸς δυνάστης ἡ λαιμαργία». 

Εἶδες πῶς ἀπέδειξε ὅτι βρίσκεται ὑπὸ τὴν ἐξουσία ἄλλου αὐτός, ὁ ὁποῖος νόμιζε ὅτι ἀσκεῖ ἐξουσία; Αὐτὸ δηλαδὴ συνήθιζε νὰ κάνει ὁ Παῦλος, ὅπως εἶπα καὶ προηγουμένως, στρέφοντας τὸ θέμα στὸ ἀντίθετο, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἔχει κάνει καὶ ἐδῶ. 
Καὶ πρόσεξε. Κάθε ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ἔλεγε: «Ἔχω δικαίωμα νὰ χαίρομαι τὶς ἀπολαύσεις»· ὁ Παῦλος λέει ὅτι «Δὲν τὸ κάνεις σὰν νὰ ἔχεις ἐξουσία ἐπὶ τῶν ἀπολαύσεων, ἀλλὰ σὰν νὰ βρίσκεσαι ἐσὺ ὁ ἴδιος ὑπὸ τὴν ἐξουσία τους· ἐφόσον δηλαδὴ εἶσαι ἄσωτος, δὲν ἐξουσιάζεις τὴν κοιλία σου, ἀλλὰ αὐτὴ σὲ ἐξουσιάζει». Αὐτὸ εἶναι δυνατὸ νὰ τὸ πεῖ κανεὶς καὶ γιὰ τὰ χρήματα καὶ γιὰ τὰ ἄλλα πάθη. 

«Τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ (Τὰ φαγητὰ ἔχουν γίνει γιὰ τὴν κοιλιά)» (Α΄Κορ.6,13). Μὲ τὴν λέξη «κοιλία» δὲν ἐννοεῖ τὴν κοιλία τὴν ἴδια, ἀλλὰ τὴ λαιμαργία· ὅπως ὅταν λέει: «ὧν ὁ θεὸς ἡ κοιλία (αὐτοί λατρεύουν ὡς Θεὸ τὴν κοιλιά τους)» (Φιλιπ. 3,19), δὲν ἐννοεῖ τὸ μέλος τοῦ σώματος, ἀλλὰ τὴ λαιμαργία. 
Καὶ γιὰ τὸ ὅτι ἔτσι ἔχει τὸ πρᾶγμα, ἄκουσε τὰ ἑπόμενα· «καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι (καὶ ἡ κοιλιὰ γιὰ τὰ φαγητά. Ὁ Θεὸς ὅμως θὰ καταργήσει στὴν ἄλλη ζωὴ καὶ αὐτὰ καὶ ἐκεῖνα. 
Μπορεῖτε λοιπὸν νὰ τρῶτε ὅ,τι θέλετε, ἀρκεῖ μόνο νὰ μὴν γίνεστε δοῦλοι τοῦ φαγητοῦ καὶ τῆς κοιλιᾶς. 
Δὲν ἰσχύει ὅμως τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴ γενετήσια ἐπιθυμία· διότι τὸ σῶμα δὲν ἔχει γίνει γιὰ τὴν πορνεία ἀλλὰ γιὰ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ Τοῦ ἀνήκει ὡς μέλος Του. 
Καὶ ὁ Κύριος εἶναι γιὰ τὸ σῶμα γιὰ νὰ κατοικεῖ σὲ αὐτό)» (Α΄Κορ.6,13). 
Βεβαίως καὶ ἡ κοιλία εἶναι σῶμα, ἀλλὰ χρησιμοποίησε δύο ζεύγη, τὰ φαγητὰ καὶ τὴ λαιμαργία, τὴν ὁποία ὀνόμασε «κοιλία», καὶ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ σῶμα. 
Καὶ τί σημαίνει «Τὰ φαγητὰ εἶναι γιὰ τὴν κοιλιά»; «Τὰ φαγητά», λέει, ἔχουν σχέση μὲ τὴ λαιμαργία καὶ αὐτὴ μὲ αὐτά. 
Δὲν μπορεῖ λοιπὸν νὰ μᾶς φέρει πρὸς τὸν Χριστό, ἀλλὰ ἕλκει πρὸς αὐτά». Εἶναι δηλαδὴ φοβερὸ καὶ θηριῶδες πάθος, καὶ κάνει τοὺς ἀνθρώπους δούλους, ποὺ τὴν ὑπηρετοῦν. 

Γιατί λοιπόν, ἄνθρωπε, ἀναστατώνεσαι καὶ τὰ χάνεις γιὰ τὴν τροφή; Διότι τὸ τέλος ἐκείνης τῆς φροντίδας εἶναι αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει νὰ ἐπιδείξει τίποτε περισσότερο· ἀλλὰ σὰν νὰ ὑπηρετεῖ κάποια δέσποινα διατηρεῖ συνεχῶς τὴν δουλεία αὐτήν, δὲν προχωρεῖ περισσότερο καὶ δὲν ἔχει καμία ἄλλη ἀποστολή, ἀλλὰ αὐτὴ μόνο τὴ μάταια. 
Καὶ τὰ δύο εἶναι στενὰ συνδεδεμένα τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο καὶ συμπαρασύρονται στὴ φθορά, ἡ κοιλία ἀνοίγει γιὰ τὰ φαγητὰ καὶ τὰ φαγητὰ γιὰ τὴν κοιλία ἕνα μάταιο δρόμο, σὰν νὰ γεννιοῦνται σκώληκες ἀπὸ τὸ σῶμα ποὺ βρίσκεται σὲ ἀποσύνθεση, καὶ πάλι τὸ σῶμα κατατρώγεται ἀπὸ τοὺς σκώληκες· ἢ ὅπως ἕνα κῦμα ὑψώνεται καὶ διαλύεται καὶ δὲν κάνει τίποτε περισσότερο.
 
Αὐτὰ δὲν τὰ λέει γιὰ τὴν τροφὴ καὶ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καταδικάζει τὸ πάθος της γαστριμαργίας καὶ τὴ χρήση τῶν τροφῶν χωρὶς μέτρο. 
Καὶ τὸ δείχνει μὲ τὸ νὰ προσθέσει τὰ ἑξῆς: «Ὁ δὲ Θὲὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει (Ὁ Θεὸς ὅμως θὰ καταργήσει στὴν ἄλλη ζωὴ καὶ αὐτὰ καὶ ἐκεῖνα)»· δὲν ἐννοεῖ τὴν κοιλία ἀλλὰ τὴν ἄμετρη ἐπιθυμία, οὔτε τὴν τροφή, ἀλλὰ τὴν τρυφηλὴ ζωή. 
Δηλαδὴ δὲν δυσανασχετεῖ γιὰ ἐκεῖνα, ἀλλὰ τὰ ἐπισημοποιεῖ καὶ μὲ τὸν νόμο του λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Ἒχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα (Ἐφόσον λοιπὸν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μας ἔχουμε τροφὲς καὶ ἐνδύματα καὶ κατοικία γιὰ νὰ μᾶς σκεπάζει, θὰ ἀρκεστοῦμε σ’ αὐτά)» (Α΄Τιμ.6,8)· ἀλλὰ ἔτσι ἀποδοκιμάζει τὸ ἐλάττωμα, καὶ ἀφοῦ συμβούλεψε, ἀφήνει τὴν διόρθωσή του στὴν εὐχή. 
Μερικοὶ μάλιστα λένε ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶπε εἶναι προφητεία, ἡ ὁποία φανερώνει τὴν κατάσταση στὸ μέλλον καὶ ὅτι ἐκεῖ δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ ἄνθρωποι νὰ τρῶνε οὔτε νὰ πίνουν. Καὶ ἐφόσον θὰ ἔχει τέλος κάτι ποὺ γίνεται μὲ μέτρο, πολὺ περισσότερο πρέπει οἱ πιστοὶ νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὸ ὑπέρμετρο.
 
Ἔπειτα γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι κατηγορεῖ τὸ σῶμα καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑποψιαστεῖ ὅτι κατηγόρησε τὸ ὅλον ἀρχίζοντας ἀπὸ ἕνα μέρος του, καὶ νὰ μὴ λέει κανεὶς ὅτι ἡ φύση εἶναι ἡ αἰτία τῆς λαιμαργίας ἢ τῆς πορνείας, ἄκουσε τὰ ἑξῆς. «Δὲν κατηγορῶ», λέει, «τὴ φύση τοῦ σώματος, ἀλλὰ τὴν ὑπέρμετρη ἀσωτία τῆς ψυχῆς». 
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ προσθέτει: «Tὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι Δὲν ἰσχύει ὅμως τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴ γενετήσια ἐπιθυμία· διότι τὸ σῶμα δὲν ἔχει γίνει γιὰ τὴν πορνεία ἀλλὰ γιὰ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ Τοῦ ἀνήκει ὡς μέλος Του. 
Καὶ ὁ Κύριος εἶναι γιὰ τὸ σῶμα γιὰ νὰ κατοικεῖ σὲ αὐτό)» (Α΄Κορ.6,13). 
Δηλαδὴ δὲν κατασκευάστηκε, γιὰ νὰ εἶσαι ἄσωτος καὶ πόρνος, ὅπως οὔτε ἡ κοιλία κατασκευάστηκε, γιὰ νὰ εἶσαι λαίμαργος, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀκολουθεῖ τὸν Χριστὸ ὡς κεφαλὴ καὶ γιὰ νὰ κυβερνᾶ τὸ σῶμα ὁ Κύριος. 
Ἂς ντραποῦμε λοιπόν, ἂς φρίξουμε, διότι, ἐνῷ μᾶς ἔκρινε ἄξιους τέτοιας τιμῆς, ὥστε νὰ γίνουμε μέλη Ἐκείνου, ποὺ ἔχει τὸν θρόνο Του στὸν οὐρανό, ντροπιάζουμε τοὺς ἑαυτούς μας μὲ τόσα πάθη. 
Ἀφοῦ κατηγόρησε λοιπὸν ἀρκετὰ τοὺς λαίμαργους, ἀποτρέπει τοὺς πιστοὺς ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος μὲ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων λέγοντας: «Ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δὺνάμεως αὐτοῦ. (Kαὶ δὲν ἔχει σημασία ποὺ τὸ σῶμα διαλύεται μὲ τὸν θάνατο. Ὁ Θεὸς καὶ τὸν Κύριο ἀνέστησε καὶ ὅλους ἐμᾶς θὰ ἀναστήσει μὲ τὴν δύναμή Του)» (Α΄Κορ.6,14). 
Εἶδες πάλι σοφία ἀποστολική; Πάντοτε δηλαδὴ τὴν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως τὴ στηρίζει στὸν Χριστό, καὶ ἰδίως τώρα. 
Ἐὰν δηλαδὴ τὸ σῶμα μας εἶναι μέλος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, τότε καὶ τὸ σῶμα μας ὁπωσδήποτε θὰ ἀκολουθήσει τὴν κεφαλή. 
«διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ (με τὴ δύναμή Του)». 
Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶπε πρᾶγμα ἀπίστευτο, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ συλλάβει ἡ λογική, γιὰ τὸ ἀκατάληπτο τῆς δύναμής Του χρησιμοποίησε τὰ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δίνοντας ἔτσι καὶ αὐτὴν ὡς ἰσχυρὴ ἀπόδειξη ἐνάντια σὲ αὐτούς. Καὶ ἐπὶ μὲν τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀνέφερε αὐτὸ· δὲν εἶπε δηλαδή, «ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριο θὰ ἀναστήσει», διότι τὸ γεγονὸς συνέβη· ἀλλὰ πῶς εἶπε; 
«Ὁ δὲ Θεὸς ἀνέστησε καὶ τὸν Κύριο», καὶ δὲν χρειαζόταν ἀπόδειξη. Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τὴ δική μας ἀνάσταση, ἐπειδὴ δὲν ἔχει ἀκόμη συμβεῖ, δὲν εἶπε ἔτσι, ἀλλὰ πῶς; «Καὶ ἐμᾶς θὰ ἀναστήσει μὲ τὴ δύναμή Του», ἀποστομώνοντας ἔτσι ὅσους ἀντέλεγαν μὲ τὴν ἀλήθεια τῆς δύναμής Του ποὺ ἐνεργεῖ. 
Καὶ ἐὰν ἀποδίδει στὸν Πατέρα τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ καθόλου νὰ μὴ σὲ θορυβεῖ· δὲν ἀνέφερε τοῦτο, ἐπειδὴ δῆθεν δὲν εἶχε δύναμη ὁ Χριστὸς· διότι ὁ Ἴδιος εἶναι ποὺ λέει: «Λύσατε τὸν νὰὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν (Γκρεμίστε τὸν ναὸ αὐτό, καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ τὸν ξαναχτίσω μόνο μὲ τὴ δύναμή μου· διότι θὰ ἀναστηθῶ ἀπὸ τὸν τάφο ὡς ζωντανὸς ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀθάνατη κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας μου. 
Καὶ ἡ Ἐκκλησία μου αὐτὴ θὰ ἀντικαταστήσει γιὰ πάντα τὸν ναό σας, ποὺ θὰ καταστραφεῖ)» (Ἰω.2,19)· καὶ πάλι: 
«Ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν (Ἔχω ἐξουσία νὰ προσφέρω τὴ ζωή μου κι ἔχω ἐξουσία πάλι νὰ τὴν πάρω πίσω)» (Ἰω.10,18)· καὶ ὁ Λουκᾶς ἐπίσης στὶς Πράξεις λέγει: «Οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ πὲρὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. 
(Μετά τὸ πάθος Του καὶ τὸν θάνατό Του παρουσιάστηκε σ’ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους ζωντανός. Καὶ μὲ πολλὲς ἀποδείξεις ὁ ἀναστημένος Κύριος τοὺς βεβαίωσε ὅτι πραγματικὰ ἦταν ζωντανός. Καὶ ἐπὶ σαράντα ἡμέρες ἐμφανιζόταν σ’ αὐτοὺς κατὰ διαστήματα καὶ τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὶς ἀλήθειες καὶ τὰ μυστήρια ποὺ ἀναφέρονταν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ)» (Πράξ.1,3]). 

Γιὰ ποιόν λοιπόν, λόγο, λέει ἔτσι ὁ Παῦλος; Διότι καὶ τὰ τοῦ Υἱοῦ τὰ ἀποδίδει στὸν Πατέρα, καὶ τὰ τοῦ Πατρὸς στὸν Υἱό. Λέγει ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ δύναται ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ οὐδέν, ἐὰν μὴ τί βλὲπῃ τὸν πατέρα ποιοῦντα· ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ.
 (Ἀληθινὰ σᾶς βεβαιώνω ὅτι ὑπάρχει ἀπόλυτη συμφωνία μεταξὺ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πατρός. Γι’ αὐτὸ ὁ Υἱὸς εἶναι φυσικῶς ἀδύνατο νὰ κάνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τίποτε, ἐὰν δὲν βλέπει τὸν Πατέρα νὰ τὸ κάνει αὐτό. Ἐκεῖνα ποὺ ἐνεργεῖ ὁ Πατήρ, αὐτὰ κάνει καὶ ὁ Υἱὸς ἀκριβῶς ὅπως τὰ κάνει ὁ Πατὴρ· διότι εἶναι κοινὴ καὶ μία ἡ θέληση, ἡ δύναμη καὶ ἡ ἐνέργεια Πατρὸς καὶ Υἱοῦ)» (Ἰω.5,19). 
Σὲ πολὺ κατάλληλη στιγμὴ ὑπενθύμισε μάλιστα ἐδῶ τὴν ἀνάσταση καταστέλλοντας ἔτσι μὲ ἐκεῖνες τὶς ἐλπίδες τὴν τυραννία τῆς λαιμαργίας καὶ σχεδὸν σὰν νὰ λέει: «Ἔφαγες, ἤπιες ἄσωτα, καὶ ποιό τὸ τέλος; Τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο φθορά. Ἑνώθηκες μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ποιό τὸ τέλος; Μέγα καὶ θαυμαστὸ· ἡ μέλλουσα ἀνάσταση, ἐκείνη ἡ ἔνδοξος ποὺ ὑπερβαίνει κάθε λογική».
 
Κανεὶς λοιπὸν νὰ μὴ δυσπιστεῖ γιὰ τὴν ἀνάσταση· καὶ ἂν κάποιος ἀμφιβάλλει, ἂς σκεφτεῖ πόσα δημιούργησε ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ μηδενὸς καὶ ἂς δεχτεῖ ἀπόδειξη καὶ γιὰ ἐκείνη· διότι ὅσα ἔχουν ἤδη γίνει εἶναι πολὺ πιὸ παράδοξα καὶ ἀξιοθαύμαστα. 
Πρόσεξε λοιπόν. Ἀφοῦ ἔλαβε χῶμα, τὸ ἀνέμιξε καὶ ἔκανε ἄνθρωπο, ἐνῷ δὲν ὑπῆρχε οὔτε χῶμα πρὶν ἀπὸ αὐτό. 
Πῶς λοιπὸν τὸ χῶμα ἔγινε ἄνθρωπος; Καὶ πῶς αὐτὴ δημιουργοῦνταν ἐνῷ δὲν ὑπῆρχε; Πῶς δημιουργήθηκαν ἀπὸ αὐτὴν τὰ πάντα, τὰ ἄπειρα γένη τῶν ἀλόγων ζώων, οἱ σπόροι, τὰ φυτά, χωρὶς νὰ ἔχουν προηγηθεῖ γιὰ τὴ γέννηση ἐκείνων τῶν ζώων πόνοι, χωρὶς νὰ ἔχουν πέσει βροχὲς γιὰ τὴ βλάστηση τῶν σπόρων, χωρὶς νὰ ὑπάρξει καλλιέργεια, χωρὶς νὰ ἔχουν συντελέσει στὴ γένεση αὐτῶν οὔτε βόδια, οὔτε ἄροτρο, οὔτε τίποτε ἄλλο. 
Δηλαδὴ γιὰ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο δημιούργησε στὴν ἀρχὴ τόσα πολλὰ γένη καὶ φυτῶν καὶ ἀλόγων ζώων ἀπὸ τὸ ἄψυχο καὶ ἀναίσθητο χῶμα, γιὰ νὰ σὲ διδάξει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὴν ἔννοια τῆς ἀναστάσεως· διότι τοῦτο εἶναι πιὸ θαυμαστὸ ἀπὸ τὴν ἀνάσταση· τὸ νὰ ἀνάψει δηλαδὴ κανεὶς ἕνα σβησμένο λύχνο δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὸ νὰ παραγάγει πῦρ ἐκ τοῦ μηδενός· το νὰ ἀναστηλώσει κάποιος μία οἰκία, ποὺ κατέρρευσε, δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὸ νὰ κτίσει μία ἐκ τοῦ μηδενός. 
Στὴν πρώτη, δηλαδή, περίπτωση, ἂν ὄχι τίποτε ἄλλο, πάντως ὑπῆρχε τὸ ὑλικό, στὴ δεύτερη ὅμως περίπτωση δὲν ὑπῆρχε ἀπολύτως τίποτε. 
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἔκαμε πρῶτα αὐτὸ ποὺ ἐθεωρεῖτο δυσκολότερο, γιὰ νὰ παραδεχτεῖς κατόπιν τὸ εὐκολότερο.
 
Καὶ τὸ εἶπα δυσκολότερο ὄχι γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὶς δυνάμεις τῆς δικῆς μας λογικῆς, διότι τίποτε δὲν εἶναι δύσκολο γιὰ τὸν Θεὸ· ἀλλὰ ὅπως ὁ ζωγράφος, ποὺ κάνει μιὰ εἰκόνα, θὰ κάνει εὔκολα μύριες, ἔτσι εἶναι πολὺ εὔκολο καὶ γιὰ τὸν Θεὸ νὰ κάνει μύριους καὶ ἄπειρους κόσμους· μᾶλλον δέ, ὅπως εἶναι εὔκολο νὰ σκεφτεῖς μία πόλη καὶ τοὺς ἄπειρους κόσμους, ἔτσι εἶναι εὔκολο γιὰ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς δημιουργήσει, μᾶλλον δὲ πολὺ εὐκολότερο καὶ ἀπὸ αὐτὸ· διότι ἐσὺ μὲν θὰ κατανάλωνες ἔστω καὶ λίγο χρόνο σκεπτόμενος, ὁ Θεὸς ὅμως οὔτε τοῦτον θὰ κατανάλωνε, ἀλλὰ ὅσο οἱ λίθοι εἶναι βαρύτεροι ἀπὸ τὰ ἐλαφρότερα πτηνά, μᾶλλον δὲ ὅσο εἶναι βαρύτεροι ἀπὸ τὸν νοῦ μας, τόσο ὁ νοῦς μας ὑπολείπεται τῆς ταχύτητας τοῦ Θεοῦ στὸ νὰ δημιουργεῖ. 

Θαύμασες τὴ δύναμή Του ἐπὶ τῆς γῆς; Σκέψου πάλι πῶς δημιουργήθηκε ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὸ μηδέν, πῶς τὰ ἄπειρα ἄστρα, πῶς ὁ ἥλιος, πῶς ἡ σελήνη· καὶ ὅλα αὐτὰ δημιουργήθηκαν ἐκ τοῦ μηδενός. 
Ἐπίσης, πές μου, πῶς μετὰ τὴ δημιουργία τους στέκονται στὸν οὐρανὸ καὶ πάνω σὲ τί; Ποιό ὑπόβαθρο ἔχουν ὅλα αὐτὰ καὶ ποιό ἡ γῆ; 
Καὶ τί ὑπάρχει μετὰ τὴ γῆ; Καὶ τί μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνο, ποὺ βρίσκεται μετὰ τὴ γῆ; Βλέπεις σὲ πόσο ἴλιγγο φτάνει ὁ νοῦς σου, ἂν δὲν καταφύγεις ταχέως στὴν πίστη καὶ τὴν ἀκατάληπτη δύναμη τοῦ Δημιουργοῦ; Ἐὰν θέλεις λοιπὸν νὰ στοχαστεῖς ἐξ ἀφορμῆς τῶν ἀνθρωπίνων, θὰ μπορέσεις ἐντὸς ὀλίγου νὰ δώσεις φτερὰ στὴ διάνοιά σου. 

«Ποιῶν ἀνθρωπίνων;», θὰ ἔλεγε κάποιος. Δὲν βλέπεις τοὺς κεραμοποιούς; Πῶς διαπλάθουν τὸ σκεῦος, ποὺ ἔσπασε καὶ ἔγινε ἄμορφο; 
Δὲν βλέπεις αὐτοὺς ποὺ ρίχνουν στὸ χῶμα ποὺ περιέχει μέταλλο, πῶς ἀπὸ τὸ χῶμα παρουσιάζουν χρυσὸ καὶ σίδηρο καὶ χαλκό; 
Δὲν βλέπεις ἐπίσης ἄλλους, ποὺ κατεργάζονται τὸ γυαλί, πῶς μετατρέπουν τὴν ἄμμο σὲ ἕνα σῶμα συνεχὲς καὶ διαυγές; 
Νὰ ἀναφέρω τοὺς βυρσοδέψες, αὐτοὺς ποὺ βάφουν τὰ κόκκινα ἐνδύματα, πῶς ἐκεῖνο ποὺ ἔβαψαν τὸ παρουσιάζουν διαφορετικὸ ἀπὸ ὅ,τι ἦταν; 
Νὰ ἀναφέρω τὴ γέννησή μας; Δὲν εἶναι κατ΄αρχάς ἕνα σπέρμα μικρό, ἄμορφο καὶ ἀσχημάτιστο αὐτὸ ποὺ εἰσέρχεται στὴ μήτρα, ἡ ὁποία τὸ δέχεται; 
Πῶς λοιπὸν τὸ ζῶο ἀπέκτησε τόσο μεγάλη διάπλαση; Τί εἶναι ἐξάλλου ὁ σίτος; Δὲν ρίπτεται στὴ γῆ ἕνας γυμνὸς κόκκος; Μετὰ τὴ σπορὰ δὲν σαπίζει; 
Πῶς δημιουργοῦνται ὁ στάχυς καὶ ὁ ἀθέρας του καὶ ἡ καλάμη καὶ ὅλα τὰ ἄλλα; 
Ἕνας μικροσκοπικὸς σπόρος σύκου πολλὲς φορές, ἀφοῦ πέσει στὴ γῆ, δὲν δίνει ρίζα καὶ κλαδιὰ καὶ καρπό; 
Ἑπομένως, κάθε ἕνα μὲν ἀπὸ αὐτὰ τὸ δέχεσαι καὶ δὲν τὸ πολυεξετάζεις, ἐνῷ ἀπὸ τὸν Θεὸ μόνο ἀπαιτεῖς εὐθύνες, διότι μετασχηματίζει τὸ σῶμα μας; 
Καὶ πῶς εἶναι αὐτὰ ἄξια συγνώμης; 

Αὐτὰ καὶ ἄλλα τέτοια λέμε πρὸς τοὺς ἐθνικούς, διότι στοὺς πιστοὺς οὔτε κἂν χρειάζεται νὰ μιλήσω. Ἐὰν δηλαδὴ πρόκειται νὰ πολυεξετάζεις ὅλες τὶς ἐνέργειες Ἐκείνου, σὲ τί ὁ Θεὸς θὰ ὑπερέχει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐφόσον μάλιστα δὲν περιεργαζόμαστε ἀκόμη καὶ ἀνθρώπους πολλούς; 
Καὶ ἂν ἔτσι φερόμαστε προκειμένου γιὰ ἀνθρώπους καὶ δὲν τοὺς περιεργαζόμαστε, πολὺ περισσότερο δὲν πρέπει νὰ πολυεξετάζουμε τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, οὔτε νὰ ἀπαιτοῦμε λογικὲς ἀποδείξεις, διότι πρῶτα μὲν εἶναι ἀξιόπιστος ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτεται, καὶ δεύτερο, διότι τὰ θέματα αὐτὰ δὲν ἐπιδέχονται ἔρευνα τῆς λογικῆς. 
Ὁ Θεὸς δηλαδὴ δὲν εἶναι τόσο ἀδύνατος, ὥστε νὰ κάνει τέτοια μόνο, ὅσα εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν ἀντιληπτὰ ἀπὸ τὴν ἀσθενῆ λογική σου. 
Ἐὰν δηλαδὴ δὲν κατανοεῖς τὸ ἔργο ἑνὸς τεχνίτη, πολὺ περισσότερο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοήσεις τὸ ἔργο τοῦ ἀριστοτέχνη Θεοῦ.
 
Μὴν ἀπιστεῖτε λοιπὸν στὴν ἀνάσταση, διότι ἔτσι θὰ εἶστε πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν. 
Ἀλλὰ αὐτῶν ποὺ ἀντιλέγουν, ποιό εἶναι τὸ σοφὸ ἐπιχείρημα, μᾶλλον τὸ πλέον ἀνόητο ἐπιχείρημά τους; «Ὅταν ἀναμιχτεὶ τὸ σῶμα μὲ τὴ γῆ καὶ γίνει γῆ καὶ μεταφερθεῖ αὐτὴ σὲ ἄλλο τόπο, πῶς ἄραγε», θὰ ἔλεγε κάποιος, «θὰ ἀναστηθεῖ;» 
Τοῦτο φαίνεται ἀκατανόητο σὲ ἐσένα, ἀλλὰ ὄχι στὸν ἀκοίμητο Ὀφθαλμὸ· διότι σὲ Ἐκεῖνον εἶναι ὅλα φανερά. Καὶ ἐσὺ μὲν δὲν διακρίνεις τὰ διάφορα μέρη, ὅταν ἀναμιχθοῦν, Ἐκεῖνος ὅμως τὰ γνωρίζει ὅλα· ἐπὶ παραδείγματι ἐσὺ μὲν ἀγνοεῖς τί ὑπάρχει στὴν καρδιά του πλησίον σου, Ἐκεῖνος ὅμως ὅλα τὰ γνωρίζει. 
Ἐὰν λοιπόν, ἐπειδὴ ἀγνοεῖς πῶς ἀνασταίνει ὁ Θεός, δὲν πιστεύεις κἂν ὅτι ἀνασταίνει, θὰ ἀπιστήσεις καὶ γιὰ τὸ ὅτι γνωρίζει τὶς σκέψεις μας· διότι οὔτε αὐτὲς φαίνονται. Καὶ ὅμως, ὅσον ἀφορᾶ μὲν στὸ σῶμα, ἡ ὕλη εἶναι ὁρατή, καὶ ἂν ἀκόμη διαλυθεῖ, ἐκεῖνες ὅμως οἱ σκέψεις εἶναι ἀόρατες. 
Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ γνωρίζει τὰ ἀόρατα μὲ κάθε ἀκρίβεια, δὲν θὰ δεῖ τὰ ὁρατὰ καὶ θὰ διαλύσει τὸ σῶμα εὔκολα; Εἶναι νομίζω ὁλοφάνερο. 
Μὴ λοιπὸν ἀπιστεῖς στὴν ἀνάσταση· ἡ σκέψη αὐτὴ εἶναι διαβολικὴ· καὶ καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια ἐδῶ ὁ διάβολος, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ὑπάρξει ἀπιστία στὸ θέμα τῆς ἀναστάσεως, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ καταργηθοῦν καὶ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς. 
Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ ποὺ δὲν προσδοκᾶ νὰ ἀναστηθεῖ καὶ νὰ δώσει λόγο τῶν πράξεών του, δὲν θὰ ἐνδιαφερθεῖ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς γιὰ τὴν ἀρετὴ· μὴ ἐνδιαφερόμενος γιὰ τὴν ἀρετή, θὰ ἐκδηλώσει στὴ συνέχεια ἀπιστία γιὰ τὴν ἀνάσταση. Τὸ ἕνα δηλαδὴ προκαλεῖ τὸ ἄλλο, ἡ ἀπιστία τὴν κακία καὶ ἡ κακία τὴν ἀπιστία. 
Ὅταν δηλαδὴ ἡ συνείδηση εἶναι γεμάτη ἀπὸ πονηρίες, ἐπειδὴ φοβᾶται καὶ τρέμει τὴ μέλλουσα τιμωρία, ἐφόσον δὲν θέλει νὰ λάβει τὴν παρηγοριὰ μὲ τὴ μεταστροφὴ στὸ καλό, θὰ ἀναπαυθεῖ μὲ τὴν ἀπιστία. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἐσὺ λὲς ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση, οὔτε κρίση, καὶ ἐκεῖνος θὰ πεῖ: «Ἑπομένως οὔτε καὶ ἐγὼ θὰ δώσω λόγο γιὰ τὰ παραπτώματά μου». 
Ἀλλὰ ὅμως τί λέγει ὁ Χριστός; «Πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μὴδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ (Βρίσκεστε σὲ πλάνη καὶ δὲν γνωρίζετε οὔτε τὶς Γραφές, οἱ ὁποῖες δὲν ὑποστηρίζουν ὑλιστικὲς καὶ παχυλὲς ἀντιλήψεις γιὰ τὴν ἀνάσταση, ὅπως ἐσεῖς τὴν φαντάζεστε, οὔτε τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατο ἢ δύσκολο)» (Ματθ.22,29). 

Δὲν θὰ δημιουργοῦσε τόσα πολλὰ ὁ Θεός, ἐὰν βεβαίως δὲν ἐπρόκειτο νὰ μᾶς ἀναστήσει, ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀφήσει στὴ διάλυση καὶ τὸν πλήρη ἀφανισμὸ· δὲν θὰ εἶχε ἐκτείνει τοῦτον τὸν οὐρανό, δὲν θὰ εἶχε δημιουργήσει ἐδῶ κάτω τὴ γῆ, δὲν θὰ εἶχε πλάσει ὅλα τὰ ἄλλα πρὸς χάριν αὐτῆς μόνο τῆς σύντομης ζωῆς. 
Καὶ ἂν αὐτὰ τὰ ἔχει δημιουργήσει γιὰ τὴν παροῦσα ζωή, τί δὲν θὰ κάνει γιὰ τὴ μέλλουσα; 
Ἐὰν ὅμως δὲν θὰ ὑπάρξει μέλλουσα ζωή, ἐμεῖς γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο εἴμαστε πολὺ πιὸ ἀνάξιοι τῶν ὅσων ἔγιναν γιὰ χάρη μας· ὁ οὐρανὸς δηλαδὴ καὶ ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοί, ἀκόμη καὶ μερικὰ ἀπὸ τὰ ζῶα εἶναι μονιμότερα ἀπὸ ἐμᾶς· ἡ κορώνη π.χ. καὶ τὸ γένος τῶν ἐλεφάντων καὶ πολλὰ ἄλλα ζῶα χαίρονται τὴν παροῦσα ζωὴ περισσότερο χρόνο. 
Ὁ βίος ὁ δικός μας εἶναι σύντομος καὶ ἐπίπονος, ἐνῷ ὁ βίος ἐκείνων δὲν εἶναι τέτοιος, ἀλλὰ μακρὸς καὶ μᾶλλον εἶναι ἀπαλλαγμένος στενοχωρίας καὶ φροντίδων. 

Τί λοιπόν, πές μου; Τοὺς δούλους τοὺς ἔκανε ἀνώτερους ἀπὸ τοὺς κυρίους; Μή, σὲ παρακαλῶ, μὴν σκέπτεσαι, ἄνθρωπε, κάτι τέτοια καὶ μὴ φαίνεσαι πτωχὸς στὴ διάνοια, μήτε νὰ ἀγνοεῖς τὸν πλοῦτο τοῦ Θεοῦ, τὴ στιγμὴ ποὺ ἔχεις τέτοιο Κύριο· διότι ἀληθῶς, ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἤθελε νὰ σὲ κάνει ἀθάνατο, ἀλλὰ ἐσὺ δὲν θέλησες. 
Πράγματι· ἐνδείξεις ἀθανασίας ἦσαν ἐκεῖνα, δηλαδὴ ἡ συνομιλία μὲ τὸν Θεό, ἡ ἔλλειψη ἀπὸ τὴ ζωὴ ταλαιπωριῶν, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ λύπη καὶ φροντίδες καὶ κόπους καὶ τὰ ἄλλα τὰ θνητὰ στοιχεῖα· διότι ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε ἀνάγκη οὔτε ἐνδυμάτων, οὔτε στέγης, οὔτε κανενὸς ἄλλου πράγματος αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ἀλλὰ ἔμοιαζε μᾶλλον μὲ τοὺς ἀγγέλους, καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ μελλοντικὰ τὰ γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων καὶ ἦταν πλήρης πολλῆς σοφίας. 
Καὶ μάλιστα ὅ,τι ἔκανε ὁ Θεὸς κρυφὰ σχετικὰ μὲ τὴ γυναῖκα, αὐτὸ ἐκεῖνος τὸ γνώριζε, γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «Τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου. (Αὐτό τώρα εἶναι ὀστὸ ἀπὸ τὰ ὀστᾶ μου καὶ σάρκα ἀπὸ τὴ σάρκα μου)» (Γέν.2,23). 
Καὶ ὁ πόνος ἀργότερα δημιουργήθηκε, ἀργότερα ὁ ἱδρῶτας, ἀργότερα ἡ αἰσχύνη καὶ ἡ δειλία καὶ ἡ ἔλλειψη παρρησίας, ἐνῷ τότε δὲν ὑπῆρχε λύπη, οὔτε ὀδύνη, οὔτε στεναγμός. Ἀλλὰ ὁ Ἀδὰμ δὲν ἔμεινε στὴν τιμητικὴ ἐκείνη κατάσταση.
 
«Τί λοιπὸν ἐγὼ θὰ πάθω;», θὰ ἔλεγε κάποιος· «ἐξ αἰτίας ἐκείνου θὰ χαθῶ;». Βεβαιότατα καὶ ἐξ αἰτίας ἐκείνου· οὔτε καὶ ἐσὺ ὅμως ἔμεινες ἀναμάρτητος, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη δὲν διέπραξες τὴν ἴδια ἁμαρτία, πάντως ὁπωσδήποτε διέπραξες ἄλλη. 
Ἄλλωστε δὲν βλάφτηκες ἀπὸ τὴν τιμωρία, ἀλλὰ ἀντιθέτως κέρδισες. Ἐὰν δηλαδὴ ἐπρόκειτο νὰ μένεις αἰωνίως θνητός, ἴσως θὰ εἶχε κάποια ἰσχὺ τὸ ἐπιχείρημά σου· τώρα ὅμως καὶ ἀθάνατος εἶσαι καί, ἂν θέλεις, θὰ μπορέσεις νὰ λάμψεις περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τόν ἥλιο. 
«Ἀλλά», θὰ ἔλεγε κάποιος, «ἐὰν δὲν εἶχα λάβει θνητὸ σῶμα, δὲν θὰ ἁμάρτανα».
 
«Τί λοιπόν;», πές μου· ἐκεῖνος (ὁ Ἀδὰμ) ἁμάρτησε, διότι εἶχε θνητὸ σῶμα; Καθόλου· διότι ἐὰν πράγματι ἦταν θνητό, δὲν θὰ εἶχε ὑποστεῖ τὸν θάνατο κατόπιν ὡς τιμωρία. Εἶναι φανερὸ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ παράδειγμα ὅτι τὸ θνητὸ σῶμα καθόλου δὲν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἀρετή, ἀλλὰ ἀπεναντίας συντελεῖ σὲ σωφροσύνη καὶ βοηθάει πάρα πολύ. 
Ἐφόσον δηλαδὴ καὶ μόνο ἡ προσδοκία τῆς ἀθανασίας παρέσυρε σὲ ἀλαζονεία τόσο πολὺ τὸν Ἀδάμ, ἐὰν εἶχε γίνει πράγματι ἀθάνατος, τοῦτο σὲ ποιά μωρία δὲν θὰ τὸν εἶχε ὁδηγήσει; Καὶ τώρα μέν, ὅταν ἁμαρτάνεις, μπορεῖς νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα, διότι τὸ σῶμα σου εἶναι εὐτελὲς καὶ καταρρέει καὶ διαλύεται· καὶ πράγματι, αὐτὲς οἱ σκέψεις εἶναι ἱκανὲς νὰ ὁδηγοῦν σὲ σωφροσύνη· ἐὰν ὅμως εἶχες ἁμαρτήσει στὸ ἀθάνατο σῶμα, ἴσως ἐπρόκειτο νὰ ἦσαν τὰ ἁμαρτήματα μονιμότερα.
 
Ἡ θνητότητα λοιπὸν δὲν εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἁμαρτίας- μὴν τῆς ἀποδίδεις κατηγορία- ἀλλὰ ἡ ρίζα τῶν κακῶν εἶναι ἡ πονηρὴ προαίρεση. 
Γιατί δηλαδὴ τὸ σῶμα δὲν ἔβλαψε καθόλου τὸν Ἄβελ; Γιατί ἡ ἔλλειψη σώματος δὲν ὠφέλησε καθόλου τοὺς δαίμονες; 
Θέλεις νὰ μάθεις ὅτι τὸ ὅτι τὸ σῶμα πλάστηκε θνητὸ ὄχι μόνο δὲν ἔβλαψε, ἀλλὰ καὶ ὠφέλησε; Ἄκουσε πόσα κερδίζεις ἀπὸ αὐτό, ἐὰν εἶσαι ἄγρυπνος. 
Σὲ ἀποσπᾶ καὶ σὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν κακία μὲ τὶς ὀδύνες καὶ τὶς λῦπες καὶ τοὺς πόνους καὶ ἄλλα παρόμοια.
 
«Ἀλλά», θὰ ἔλεγε κάποιος, «ὁδηγεῖ καὶ σὲ πορνεία». Δὲν φταίει τὸ σῶμα, ἀλλὰ ἡ ἀκολασία. Αὐτὰ δηλαδή, ὅσα ἀνέφερα, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου χαρακτηριστικὰ τοῦ σώματος· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔλθει ἄνθρωπος στὸν βίο αὐτὸν καὶ νὰ μὴ νοσήσει καὶ νὰ μὴν πονέσει καὶ νὰ μὴ στενοχωρηθεῖ, ἐνῷ εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν πορνεύσει. 
Ὥστε, ἐὰν καὶ οἱ κακίες ἦσαν χαρακτηριστικὰ τῆς φύσεως τοῦ σώματος, θὰ τὶς εἶχαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, διότι ἔτσι συμβαίνει μὲ ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὴ φύση· μὲ τὴν πορνεία ὅμως δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο· ὁ πόνος μὲν προέρχεται ἀπὸ τὴ φύση, ἐνῷ ἡ πορνεία ἀπὸ τὴ διάθεση.
 
Μὴ λοιπὸν κατηγορεῖς τὸ σῶμα· ἂς μὴν σοῦ ἀφαιρεῖ ὁ διάβολος τὴν τιμή, τὴν ὁποία σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. 
Ἂν θέλουμε, τὸ σῶμα εἶναι ἄριστος χαλινός, ποὺ συγκρατεῖ τὰ σκιρτήματα τῆς ψυχῆς, ποὺ περιορίζει τὴ μωρία, ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἀλαζονεία, ποὺ μᾶς ὑπηρετεῖ στὰ μεγαλύτερα κατορθώματά μας. 
Ἀλλὰ μὴν μοῦ ἀναφέρεις τοὺς μαινόμενους· διότι βλέπουμε καὶ πολλοὺς ἵππους νὰ καλπάζουν πρὸς τοὺς γκρεμοὺς καὶ νὰ ἔχουν ρίξει κάτω τὸν ἡνίοχο μὲ τὸ χαλινάρι, ἀλλὰ δὲν θεωροῦμε αἴτιο τὸ χαλινάρι· διότι δὲν ἀποσπάστηκε ἐκεῖνο μόνο του καὶ ἔτσι προκάλεσε αὐτὸ τὸ δυστύχημα, ἀλλὰ ἔφερε ὅλη τὴ συμφορὰ ὁ ἡνίοχος, ποὺ δὲν συγκράτησε τὰ ἡνία. 
Κατὰ τὸν ἴδιο λοιπὸν τρόπο σκέψου ἐδῶ· ἂν δεῖς ἕνα νέο ὀρφανὸ νὰ κάνει μύρια κακά, μὴ θεωρεῖς ὑπεύθυνο τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὸν συρόμενο ἡνίοχο, ἐννοῶ τὸν λογισμό του. 
Ὅπως δηλαδὴ τὰ ἡνία δὲν βλάπτουν τὸν ἡνίοχο, ἀλλὰ ὁ ἡνίοχος εἶναι αἴτιος ὅλων, ἂν δὲν κρατεῖ αὐτὰ καλῶς- γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ τιμωροῦν αὐτὸν μὲ τὸ νὰ περιπλέκονται μὲ αὐτὸν καὶ μὲ τὸ νὰ τὸν παρασύρουν πολλὲς φορὲς καὶ νὰ τὸν ἀναγκάζουν νὰ ἔχει καὶ αὐτὸς τὴ δική τους κακὴ τύχη- ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ ἐδῶ. 
«Ἐγὼ μὲν δηλαδή», λέει τὸ χαλινάρι, «ἔσφιγγα τὸ στόμα τοῦ ἵππου μέχρις αἵματος ἕως ὅτου μὲ κρατοῦσες καλὰ· ἐπειδὴ ὅμως μὲ ἔριξες κάτω, νομίζω ὅτι σοῦ ἀξίζει νὰ σὲ καταφρονήσω, καὶ περιπλέκομαι μαζί σου καὶ σὲ παρασύρω, ὥστε νὰ μὴν πάθω ἄλλη φορὰ τὸ ἴδιο πάθημα». 
Κανεὶς λοιπὸν νὰ μὴν κατηγορεῖ τὰ ἡνία, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ διάνοιά του, καθότι ἡνίοχος σὲ ἐμᾶς εἶναι τὸ λογικό, τὸ δὲ σῶμα εἶναι τὰ ἡνία, ποὺ πειθαρχοῦν τοὺς ἵππους στὸν ἡνίοχο. Ἂν λοιπὸν αὐτὰ εἶναι καλῶς προσαρμοσμένα, δὲν θὰ πάθεις κανένα κακὸ· ἂν ὅμως τὰ χαλαρώσεις, θὰ ἀφανίσεις καὶ θὰ καταστρέψεις τὰ πάντα. 

Ἂς εἴμαστε σώφρονες λοιπὸν καὶ ἂς μὴν κατηγοροῦμε τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴν πονηρὴ διάνοιά μας, διότι πράγματι εἶναι ἔργο τοῦ διαβόλου αὐτό, τὸ ὅτι δηλαδὴ κάνει τοὺς ἀνόητους νὰ κατηγοροῦν τοὺς πάντες μᾶλλον καὶ τὸ σῶμα καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον τους, παρὰ τὴν ἁμαρτωλὴ διάνοιά τους, μὲ σκοπὸ νὰ μὴν βροῦν τὴν αἰτία καὶ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴ ρίζα τῶν κακῶν. 
Ἀλλὰ ἐσεῖς, γνωρίζοντας καλὰ τὴν ἐπιβουλὴ τοῦ διαβόλου, στρέψτε τὸν θυμὸ σας ἐναντίον του καί, ἀφοῦ θέσετε τὸν ἡνίοχο κυβερνήτη στὸ ἅρμα, στρέψτε τὸν ὀφθαλμὸ τῆς διάνοιάς σας πρὸς τὸν Θεὸ· διότι στὰ ἄλλα μὲν ἀγωνίσματα ἐκεῖνος ποὺ θέσπισε τὸν ἀγῶνα δὲν δίνει τίποτε, ἀλλὰ ἀναμένει τὸ τέλος τοῦ ἀγῶνα· ἐδῶ ὅμως ὁ ἀγωνοθέτης Θεὸς εἶναι τὸ πᾶν. Αὐτὸς λοιπὸν ἂς μᾶς εὐσπλαχνίζεται, καὶ ὁπωσδήποτε θὰ λάβουμε τοὺς μελλοντικοὺς στεφάνους· αὐτοὺς εἴθε νὰ τοὺς λάβουμε ὅλοι ἐμεῖς μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ὁποίου ἡ δόξα εἶναι αἰώνια. Ἀμήν. 


ΟΜΙΛΙΑ ΙΗ΄(απόσπασμα) 

«Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο. (Τὸ σῶμα δὲν ἔγινε γιὰ τὴν πορνεία ἀλλὰ γιὰ τὸν Κύριο. Δὲν ξέρετε ὅτι τὰ σώματά σας εἶναι μέλη τοῦ Χριστοῦ; Νὰ ἀποσπάσω λοιπὸν τὰ μέλη Του καὶ νὰ τὰ κάνω μέλη πόρνης; 
Ποτὲ μὴν συμβεῖ νὰ τὸ κάνω αὐτό)» (Α΄Κορ.6,15). 

Ἀφοῦ ἀπὸ τὸν πόρνο ὁ Παῦλος πῆγε στὸν πλεονέκτη, πάλι ἀπὸ αὐτὸν ἔρχεται πρὸς ἐκεῖνον, χωρὶς ὅμως νὰ ἀπευθύνεται πλέον πρὸς τὸν πόρνο, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ἄλλους, ποὺ δὲν ἔχουν πορνεύσει· καὶ ἐνῷ προφυλάσσει αὐτοὺς νὰ μὴν πέσουν ποτὲ στὰ ἴδια ἁμαρτήματα, πάλι ἐπιτίθεται ἐναντίον ἐκείνου (τοῦ πόρνου τῆς Κορίνθου]· διότι, ἐὰν ἀπευθύνεις τὸν λόγο πρὸς κάποιον ἄλλο, καὶ ἀπὸ τοῦτο κεντρίζεται αὐτὸς ποὺ ἔχει ἁμαρτήσει, διότι ἡ συνείδησή του διεγείρεται καὶ τὸν μαστιγώνει. 
Βεβαίως καὶ ὁ φόβος τῆς τιμωρίας ἦταν ἱκανὸς νὰ τοὺς συγκρατήσει σὲ σωφροσύνη· ἐπειδὴ ὅμως δὲν θέλει νὰ ἐπιτυγχάνει αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀρετὴ μόνο ἀπὸ τὸν φόβο, προσθέτει καὶ ἀπειλὲς καὶ συλλογισμούς.
 
Στὴν περίπτωση λοιπὸν ἐκείνη ἀφοῦ ἀποκάλυψε τὸ ἁμάρτημα καὶ καθόρισε τὴν τιμωρία καὶ ἔδειξε τὴ βλάβη ὅλων λόγῳ τῆς ἁμαρτωλῆς σχέσεως τοῦ πόρνου, ἄφησε τὸ θέμα αὐτὸ καὶ στράφηκε πρὸς τὴν πλεονεξία· καὶ ἀφοῦ ὑπενθύμισε τὸν κίνδυνο ἀπωλείας τῆς οὐράνιας βασιλείας ἀπὸ αὐτὸν καὶ ὅλους τοὺς λοιπούς, τοὺς ὁποίους ἀνέφερε λεπτομερῶς, ἔτσι ὁλοκλήρωσε τὸν λόγο· σὲ αὐτὸν ὅμως τὸν λόγο του κάνει ἀκόμη φρικωδέστερη τὴν παραίνεσή του· διότι ἐκεῖνος ποὺ τιμωρεῖ μόνο τὸ ἁμάρτημα καὶ δὲν δείχνει ὅτι εἶναι ὑπερβολικὰ παράνομο, δὲν ἐπιτυγχάνει τίποτε σημαντικὸ μὲ τὴν τιμωρία· ἐκεῖνος πάλι ποὺ προσπαθεῖ νὰ κάνει τοὺς ἁμαρτάνοντες νὰ ντρέπονται μόνο καὶ δὲν τοὺς φοβίζει μὲ τὴν κόλαση, δὲν ἐλέγχει τοὺς ἀναίσθητους μὲ ὅση σφοδρότητα χρειάζονται. 
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὁ Παῦλος κάνει καὶ τὰ δύο· καὶ τοὺς κάνει νὰ ντρέπονται λέγοντας: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ἀγγέλους κρινοῦμεν; (Δὲν ξέρετε ὅτι θὰ δικάσουμε τοὺς ἀγγέλους ποὺ ἔπεσαν;)» (Α΄Κορ.6,3) καὶ τοὺς φοβίζει λέγοντας: «ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ἄδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι; μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι (Αὐτό ποὺ κάνετε τὸ κάνετε λοιπὸν ἀπὸ ἄγνοια; Δὲν γνωρίζετε ὅτι οἱ ἄδικοι δὲν θὰ κληρονομήσουν τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Μὴν πλανάστε. Οὔτε οἱ πόρνοι, οὔτε οἱ εἰδωλολάτρες, οὔτε οἱ μοιχοί, οὔτε οἱ ἐκθηλυμένοι καὶ θηλυπρεπεῖς, οὔτε οἱ ἀρσενοκοῖτες, οὔτε οἱ πλεονέκτες, οὔτε οἱ κλέφτες, οὔτε οἱ μέθυσοι, οὔτε αὐτοὶ ποὺ ἐμπαίζουν καὶ βρίζουν τοὺς ἄλλους, οὔτε οἱ ἅρπαγες μὲ κανένα τρόπο δὲν θὰ κληρονομήσουν τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ)» (Α΄Κορ.6,9-10). 

Καὶ στὴν περίπτωση τοῦ πόρνου πάλι χρησιμοποιεῖ τὸν λόγο του κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο. Καὶ πράγματι, τὸν φόβισε μὲ ὅσα εἶπε προηγουμένως, καὶ ἀφοῦ τὸν ἀπέκοψε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν παρέδωσε στὸν σατανᾶ καὶ τοῦ ὑπενθύμισε τὴ μέλλουσα ἡμέρα (βλ. Α΄Κορ.5, 4-5:« Ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συναχθέντων ὑμῶν καὶ τοῦ ἐμοῦ πνεύματος σὺν τῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμὲρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 
(Καὶ τώρα ἀφοῦ συναχθοῦμε στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐσεῖς καὶ ἐγὼ παρὼν ἀνάμεσα στὰ πνευματικὰ μαζὶ μὲ τὴν δύναμη τοῦ κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἂς παραδώσουμε τὸν ἄνθρωπο αὐτὸ στὸν σατανᾶ ἀποκόπτοντάς τον ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ τιμωρηθεῖ καὶ νὰ κολασθεῖ σκληρὰ τὸ σῶμα του καὶ νὰ συνετισθεῖ μὲ τὴν παιδαγωγία αὐτή, ὥστε νὰ σωθεῖ ἔτσι ἡ ψυχή του τὴν ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ)») προσπαθεί πάλι νὰ τοῦ προκαλέσει ντροπὴ λέγοντας: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; (Δὲν ξέρετε ὅτι τὰ σώματά σας εἶναι μέλη τοῦ Χριστοῦ;)», μιλῶντας στὸ ἑξῆς πρὸς αὐτοὺς σὰν παιδιὰ εὐγενοῦς καταγωγῆς. 
Ἀφοῦ δηλαδὴ εἶπε: «τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ (τὸ σῶμα δὲν ἔχει γίνει γιὰ τὴν πορνεία ἀλλὰ γιὰ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ Τοῦ ἀνήκει ὡς μέλος Του)», κάνει αὐτὸ σαφέστερο. 
Καὶ ἀλλοῦ κάνει τὸ ἴδιο λέγοντας: «Ὑμεῖς δὲ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. (Ἐσείς λοιπὸν οἱ χριστιανοὶ εἶστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη, ποὺ ὁ καθένας σας ἀνάλογα μὲ τὸ χάρισμα του ἔχει κάποια θέση καὶ κάποιο μέλος στὴν ζωὴ τοῦ συνόλου)» (Α΄Κορ.12,27). 
Καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα μέρη παρουσιάζει τὸ ἴδιο ὑπόδειγμα, ὄχι γιὰ τὰ ἴδια θέματα, ἀλλὰ ἄλλοτε μὲν γιὰ νὰ δείξει τὴν ἀγάπη, ἄλλοτε δὲ γιὰ νὰ αὐξήσει τὸν φόβο.
 
Ἐδῶ λοιπὸν ἀνέφερε αὐτό, γιὰ νὰ προκαλέσει τρόμο καὶ φόβο: «Ἂρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο (Νὰ ἀποσπάσω λοιπὸν τὰ μέλη Του καὶ νὰ τὰ κάνω μέλη πόρνης; Ποτὲ μὴν συμβεῖ νὰ τὸ κάνω αὐτό)» (Α΄Κορ.6,15). 
Τίποτε δὲν ὑπάρχει φρικωδέστερο ἀπὸ αὐτὴ τὴ φράση. Καὶ δὲν εἶπε «ἀφοῦ πάρω λοιπὸν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ, θὰ τὰ συνδέσω μὲ τὴν πόρνη;», ἀλλὰ τί εἶπε; «Θὰ τὰ κάμω μέλη πόρνης;», πρᾶγμα τὸ ὁποῖο πλήττει ἰσχυρότερα. 
Ἔπειτα παρουσιάζει πῶς γίνεται ἔτσι ὁ πόρνος λέγοντας τὸ ἑξῆς: «Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; (Ἢ δὲν ξέρετε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ συνδέεται στενὰ καὶ προσκολλᾶται στὴν πόρνη εἶναι ἕνα σῶμα μὲ αὐτήν;)» (Α΄Κορ.6,16). 
Ἀπὸ ποῦ φαίνεται αὐτό; «Ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν (Διότι λέει ἡ Γραφή: ‘’Θὰ γίνουν οἱ δύο μιὰ σάρκα’’)».
Ἡ συνουσία δηλαδὴ δὲν ἀφήνει τοὺς δύο νὰ εἶναι δύο, ἀλλὰ τοὺς δύο τοὺς κάνει ἕνα. Καὶ κοίταξε πάλι πῶς προχωρεῖ μὲ μόνες τὶς λέξεις, διά της πόρνης καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ προωθῶντας τὴν κατηγορία. 
«Φεύγετε τὴν πορνείαν (Φεύγετε μακριὰ ἀπὸ τὴν πορνεία)» (Α΄Κορ. 6,18). Δὲν εἶπε «Νὰ ἀπέχετε ἀπὸ τὴν πορνεία», ἀλλὰ «Νὰ ἀποφεύγετε», δηλαδὴ νὰ σπεύδετε νὰ ἀπαλλάσσεστε ἀπὸ αὐτὸ τὸ κακό. 
«Πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. (Κάθε ἁμάρτημα ποὺ τυχὸν θὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος δὲν βλάπτει τόσο ἄμεσα καὶ κατ' εὐθεῖαν τὸ σῶμα. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πορνεύει, ἁμαρτάνει στὸ ἴδιο του τὸ σῶμα· διότι μὲ τὴν παράνομη μίξη μολύνει ἄμεσα καὶ πληγώνει αὐτὴν τὴν ρίζα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων καὶ συντελεῖ στὴ διάλυση τῆς οἰκογένειας)» (Α΄Κορ.6,18). 
Αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα εἶναι ἀσθενέστερο ἀπὸ τὸ προηγούμενο, ἀλλὰ ὅμως, ἐπειδὴ ὁ λόγος του ἦταν σχετικὸς μὲ τὶς πόρνες, μὲ κάθε τρόπο τονίζει τοῦτο, καὶ μὲ τὰ ἰσχυρότερα καὶ μὲ τὰ ἀσθενέστερα ἐπιχειρήματα προσπαθεῖ νὰ δείξει τὸ μέγεθος τοῦ ἁμαρτήματος. 
Ἐκεῖνο λοιπὸν τὸ προηγούμενο ἐπιχείρημα ἔχει λεχθεῖ γιὰ τοὺς εὐλαβέστερους, ἐνῷ αὐτὸ γιὰ τοὺς ἀσθενέστερους, διότι πράγματι καὶ αὐτὸ εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς σοφίας τοῦ Παύλου, τὸ ὅτι προσπαθεῖ νὰ προκαλέσει τὴν ντροπὴ ὄχι μόνο μὲ ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματα, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀσθενέστερα καὶ μὲ τὸ ὅτι τὸ αἰσχρὸ εἶναι αἰσχρὸ καὶ ἀπρεπές. 
«Τί λοιπόν», θὰ ἔλεγε κάποιος, «ὁ δολοφόνος δὲν μολύνει τὸ χέρι του; Καὶ ὁ πλεονέκτης καὶ ὁ ἅρπαγας;». 
Βεβαιότατα, νομίζω ὅτι εἶναι φανερὸ· ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀναφέρει τίποτε χειρότερο ἀπὸ τὸν πόρνο, κατὰ ἄλλο τρόπο τὸ τόνισε λέγοντας, ὅτι στὴν περίπτωση τῆς πορνείας ὁλόκληρο τὸ σῶμα γίνεται μιαρό. 
Ὅπως δηλαδὴ ἐὰν ἔπεφτε μέσα σὲ ἕνα ἀκάθαρτο λέβητα καὶ βυθιζόταν στὴν ἀκαθαρσία, ἔτσι μολύνεται μὲ τὴν πορνεία. 
Καὶ ἐμεῖς ἔτσι συνηθίζουμε νὰ ἐνεργοῦμε· ὅταν δηλαδὴ κάποιος κατέχεται ἀπὸ πλεονεξία καὶ ἁρπακτικότητα δὲν σπεύδει νὰ πάει στὸ δημόσιο λουτρό, ἀλλὰ ἥσυχος ἀνεβαίνει στὴν οἰκία του· ὅταν ὅμως συνευρεθεῖ μὲ πόρνη, ἔρχεται νὰ λουστεῖ, σὰν νὰ ἔγινε ὅλος ἀκάθαρτος· ἔτσι ἡ συνείδηση θεωρεῖ τὴν ἁμαρτία αὐτὴν αἰσχρότερη. Καὶ τὰ δύο μέν, καὶ ἡ πλεονεξία καὶ ἡ πορνεία, εἶναι φοβερὰ καὶ φέρουν στὴν κόλαση· ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Παῦλος ὅλα τὰ κάνει μὲ σύνεση, τόνισε πολὺ τὸ ἔγκλημα τῆς πορνείας μὲ τὰ μέσα ποὺ διέθετε.
οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ῾Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν (ἤ δὲν ξέρετε ὅτι τὸ σῶμα σας εἶναι ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο κατοικεῖ μέσα σας)» (Α΄Κορ. 6,19). 
Δὲν εἶπε ἁπλῶς «τοῦ Πνεύματος», ἀλλὰ «τοῦ Πνεύματος τὸ Ὁποῖο κατοικεῖ μέσα σας», πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δείχνει καὶ διάθεση ψυχικῆς ἐνισχύσεως. 
Καὶ πάλι ἐπεξηγῶντας πρόσθεσε: «ὁὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ (καὶ τὸ ὁποῖο ἔχετε λάβει ἀπὸ τὸν Θεό)» (Α΄Κορ.6,19)· πρόσθεσε ἐπίσης καὶ Ἐκεῖνον ποὺ παρέχει τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἔτσι τὸν ἀκροατὴ συγχρόνως καὶ τὸν τιμᾶ καὶ τὸν φοβίζει καὶ μὲ τὸ μέγεθος τῆς δωρεᾶς καὶ μὲ τὴν ἀξία τοῦ δώρου. 
«καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; (καὶ συνεπῶς δὲν ἀνήκετε στὸν ἑαυτό σας;)» (Α΄Κορ.6,19). 

Αὐτὸ δείχνει ὅτι ὄχι μόνο προσπαθεῖ νὰ τοὺς προκαλέσει ντροπή, ἀλλὰ καὶ τοὺς προτρέπει σὲ ἀρετή. «Γιατί πράττεις», λέγει, «ὅσα θέλεις; Δὲν εἶσαι κύριος τοῦ ἑαυτοῦ σου». Καὶ αὐτὰ τὰ ἔλεγε ὄχι διότι παραγνώριζε τὸ αὐτεξούσιο· διότι καὶ μὲ τὸ νὰ πεῖ: «Ὅλα μπορῶ νὰ τὰ κάνω ἀλλὰ δὲν μὲ συμφέρουν ὅλα», δὲν κατήργησε τὴν ἐλευθερία μας· καὶ ἐδῶ πάλι γράφοντας ὅτι «καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν (καὶ συνεπῶς δὲν ἀνήκετε στὸν ἑαυτό σας)» δὲν καταργεῖ τὴν προαίρεση, ἀλλὰ τὴν ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν κακία καὶ δείχνει τὴν κηδεμονία τοῦ Δεσπότου. 
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ πρόσθεσε: «Ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς. (Ναὶ. Δὲν ὁρίζετε τὸν ἑαυτό σας· διότι ἐξαγοραστήκατε μὲ βαρὺ τίμημα, μὲ τὸ ἀτίμητο αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀποφεύγετε λοιπὸν κάθε αἰσχρὴ πράξη ποὺ γίνεται μὲ τὸ σῶμα· καὶ ἀποδιώκετε κάθε πονηρὴ σκέψη καὶ ἐπιθυμία ἀπὸ τὸ πνεῦμα σας)» (Α΄Κορ.6,20). 
Ἐὰν λοιπὸν ἀνήκω στὸν ἑαυτό μου, πῶς ἀπαιτεῖς ἀπὸ ἐμένα νὰ κάνω ὅσα πρέπει νὰ κάνω; Πῶς λοιπὸν στὴ συνέχεια λὲς πάλι: «Δοξάστε λοιπὸν τὸν Θεὸ μὲ τὸ σῶμα σας καὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν στὸν Θεό»; 

Τί σημαίνουν λοιπόν το «Δὲν ἀνήκετε στοὺς ἑαυτούς σας» καὶ τί θέλει νὰ ἐπιτύχει μὲ αὐτό; 
Θέλει νὰ τοὺς κάνει νὰ μὴν ἁμαρτάνουν καὶ νὰ μὴν ἀκολουθοῦν τὶς ἀπρεπεῖς ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς τους· διότι, πράγματι, θέλουμε πολλὰ ἀνάρμοστα, ἀλλὰ πρέπει νὰ συγκρατούμαστε· καὶ μᾶς εἶναι δυνατὸν· διότι, ἐὰν δὲν μᾶς εἶναι δυνατόν, εἶναι περιττὴ ἡ παραίνεση. 
Κοίταξε λοιπὸν πῶς τὸ πέτυχε. Ἀφοῦ δηλαδὴ εἶπε: «Δὲν ἀνήκετε στοὺς ἑαυτούς σας», δὲν πρόσθεσε «ἀλλὰ εἶστε ὑπὸ ἐξαναγκασμό», ἀλλὰ πρόσθεσε: «Ἀγοραστήκατε μὲ τίμημα». 
Γιατί τὸ λὲς αὐτό; Καὶ ὅμως, θὰ μποροῦσε ἴσως κάποιος νὰ πεῖ, μὲ ἄλλον τρόπο θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς προτρέψει, δείχνοντας ὅτι ἔχουμε Κύριο. 
Ἀλλὰ τοῦτο μὲν τὸ ἔχουμε κοινὸ μὲ τοὺς Ἕλληνες, τὸ «ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς», ὅμως μόνο ἐμεῖς τὸ ἔχουμε. Μᾶς ὑπενθυμίζει δηλαδὴ τὸ μέγεθος τῆς εὐεργεσίας καὶ τὸν τρόπο τῆς σωτηρίας, δείχνοντας ὅτι ἐξαγοραστήκαμε μετὰ τὴν ἀποξένωσή μας ἀπὸ τὸν Θεὸ· καὶ ὄχι ἁπλῶς ἐξαγοραστήκαμε, ἀλλὰ ἐξαγοραστήκαμε μὲ τίμημα. 

«Δοξάσατε δὴ τὸν Θὲὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνὲύματι ὑμῶν. (Καὶ ἔτσι νὰ δοξάζετε τὸν Θεὸ μὲ τὸ σῶμα σας καὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας)» (Α΄Κορ.6,20). 
Αὐτὰ λοιπὸν τὰ λέγει, ὥστε νὰ ἀποφεύγουμε τὴν πορνεία ὄχι μόνο μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ στὸ πνεῦμα, τὴν ψυχή μας, νὰ μὴν συλλογιζόμαστε τίποτε τὸ πονηρὸ καὶ ἔτσι νὰ ἐκδιώκουμε τὴν χάρη. «ἅτινα ἐστι τοῦ Θεοῦ (τὰ οποία ἀνήκουν στὸν Θεὸ)»· ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶπε «τὰ δικά σας», γι' αὐτὸ πρόσθεσε: «τὰ ὁποῖα ἀνήκουν στὸν Θεό», ὑπενθυμίζοντας συνεχῶς σὲ μᾶς ὅτι ὅλα ἀνήκουν στὸν Κύριο, καὶ τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ πνεῦμα. 
Καὶ μάλιστα μερικοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι μὲ τὴ λέξη «πνεῦμα» ἐννοεῖ τὸ χάρισμα· διότι ἐὰν ἔχουμε ἐκεῖνο, δοξάζεται ὁ Θεὸς· καὶ θὰ τὸ ἔχουμε, ἂν ἔχουμε καθαρὴ καρδιά. Καὶ εἶπε ὅτι αὐτὰ εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο ἐπειδὴ τὰ δημιούργησε, ἀλλὰ ἐπειδή, καὶ ὅταν τὰ χάσαμε, πάλι γιὰ δεύτερη φορὰ τὰ κέρδισε ἀφοῦ κατέθεσε ὡς τίμημα τὸ αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του.
 
Πρόσεχε πῶς ἀνάγει τὸ πᾶν στὸν Χριστὸ· πῶς μᾶς ἀνύψωσε στὸν οὐρανό. «Εἶστε μέλη τοῦ Χριστοῦ», λέγει, «ναὸς τοῦ Πνεύματος. Μὴ γίνεστε λοιπὸν μέλη πόρνης, ἀλλὰ τοῦ Χριστοῦ». 
Αὐτὰ τὰ ἔλεγε δείχνοντας συγχρόνως καὶ τὴ φιλανθρωπία Του, ὅτι δηλαδὴ τὸ σῶμα μας εἶναι δικό Του, καὶ ὅτι μᾶς σώζει ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ πονηροῦ. 
«Ἐὰν δηλαδὴ τὸ σῶμα σας εἶναι ξένο, δὲν ἔχετε», λέει, «ἐξουσία νὰ προσβάλλετε ξένο σῶμα, καὶ μάλιστα ὅταν ἀνήκει στὸν Κύριό σας, οὔτε νὰ μολύνετε τὸν ναὸ τοῦ Πνεύματος». 
Ἐφόσον δηλαδὴ τιμωρεῖται αὐστηρότατα ἐκεῖνος ποὺ θὰ εἰσβάλει σὲ ξένη οἰκία καὶ θὰ διασκεδάσει σὲ ἐκείνη, ὅποιος τὸν ναὸ τοῦ βασιλέως κάνει καταγώγιο ληστοῦ, σκέψου πόσα κακὰ θὰ πάθει. 

Ἔχοντας λοιπὸν αὐτὰ κατὰ νοῦν νὰ σέβεσαι Αὐτὸν ποὺ κατοικεῖ ἐντός σου, διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράκλητος· νὰ καταλαμβάνεσαι ἀπὸ ρῖγος γι’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι συνδεδεμένος καὶ προσκολλημένος μαζί σου, διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. 
Μήπως λοιπὸν ἐσὺ ἔκανες τὸν ἑαυτό σου μέλη τοῦ Χριστοῦ; Σκέψου αὐτό, ποιοῦ μέλη ἦσαν καὶ ποιοῦ ἔγιναν, καὶ στὸ ἑξῆς νὰ εἶσαι σώφρονας. 
Προηγουμένως ἦσαν μέλη πόρνης, καὶ ὅμως ὁ Χριστὸς τὰ ἔκανε μέλη τοῦ ἴδιου τοῦ σώματός Του. 
Ἑπομένως στὸ ἑξῆς δὲν τὰ ἐξουσιάζεις· νὰ εἶσαι δοῦλος Ἐκείνου ποὺ σὲ ἐλευθέρωσε. 

Ἐὰν εἶχες μία θυγατέρα καὶ ἀπὸ πολλὴ ἀνοησία σου τὴν εἶχες ἐνοικιάσει σὲ πορνοβοσκὸ καὶ τὴν εἶχες κάνει νὰ πορνεύεται, ἐὰν κατόπιν ἐρχόταν ἕνας υἱὸς βασιλέως καὶ τὴν ἐλευθέρωνε ἀπὸ ἐκείνη τὴ δουλεία καὶ τὴν νυμφευόταν, δὲν θὰ εἶχες πλέον κανένα δικαίωμα νὰ ὁδηγεῖς αὐτὴν στὸ πορνεῖο· διότι γιὰ μιὰ φορὰ τὴν ἔδωσες καὶ τὴν ἔχασες. 
Καὶ ἡ δική μας περίπτωση εἶναι ἴδια· νοικιάσαμε τὴν σάρκα μας στὸν διάβολο, τὸν φοβερὸ πορνοβοσκὸ· ὅταν τὴν εἶδε ὁ Χριστός, τὴν ἔσωσε καὶ τὴν ἀπάλλαξε ἀπὸ ἐκείνη τὴ βασανιστικὴ τυραννία· ἑπομένως δὲν εἶναι πλέον δική μας, ἀλλὰ Ἐκείνου ποὺ τὴν ἔσωσε. 
Ἐὰν θέλεις νὰ τὴ μεταχειρίζεσαι ὡς νύμφη βασιλέως, κανεὶς δὲν σὲ ἐμποδίζει· ἐὰν ὅμως τὴν ὁδηγήσεις στὴν προηγούμενη κατάσταση, θὰ πάθεις ὅσα εἶναι φυσικὸ νὰ παθαίνουν ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιδίδονται σὲ τέτοια ἀκολασία. 
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἔχουμε ἠθικὴ ὑποχρέωση νὰ καταστολίζουμε αὐτήν, ὄχι νὰ τὴν ντροπιάζουμε. Δὲν ἐξουσιάζεις τὴ σάρκα σου, γιὰ νὰ τὴ διαθέτεις στὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες, ἀλλὰ μόνο σὲ ὅσα ὁ Θεός σου ὁρίσει. 

Σκέψου λοιπὸν ἀπὸ πόση ἀκολασία τὴν ἀπάλλαξε ὁ Θεὸς· διότι πρὶν ἀπὸ τὴ σωτήρια ἐνανθρώπησή Του ἡ ἴδια ἡ φύση μας ἦταν πολὺ αἰσχρότερη ἀπὸ κάθε πόρνη· πράγματι· ληστεῖες καὶ φόνοι καὶ κάθε παράνομος λογισμὸς εἰσερχόταν σὲ αὐτὴν καὶ δέσμευε τὴν ψυχὴ στὴν τυχοῦσα ἡδονὴ μὲ ὀλίγο καὶ εὐτελὲς ἐνοίκιο. 
Καὶ ἡ ψυχὴ ἀνακατεμένη μὲ πονηρὲς σκέψεις καὶ πράξεις, αὐτὸ μόνο τὸν μισθὸ καρπωνόταν. Ἀλλὰ ἐνῷ το νὰ γίνονται αὐτὰ πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ἦταν μὲν κάτι τὸ φοβερό, ὁπωσδήποτε ὅμως δὲν ἦταν ἀπελπιστικὰ φοβερό. 
Τὸ νὰ μολύνεται ὅμως πάλι ἡ ψυχὴ μετὰ τὴ λύτρωση ποὺ πρόσφερε ὁ οὐρανός, μετὰ τὴν ὑπόσχεση τῶν βασιλείων, μετὰ τὴν ἀπόλαυση τῶν φρικτῶν μυστηρίων, πῶς θὰ συγχωρηθεῖ; 
Ἢ νομίζεις ὅτι ὁ ἴδιος ὁ διάβολος δὲν εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς πλεονέκτες καὶ ὅλους ἐκείνους, ποὺ ἀνέφερε προηγουμένως; 
Καὶ δὲν πιστεύεις ὅτι ἐκεῖνες οἱ γυναῖκες ποὺ καλλωπίζονται γιὰ ἀσέλγεια ἔχουν στενὴ σχέση μὲ ἐκεῖνον; Ποιός θὰ διαφωνήσει μὲ αὐτό; 
Καὶ ἂν κάποιος διαφωνεῖ, ἂς ἀνοίξει τὴν ψυχὴ τῶν γυναικῶν ποὺ ἐπιδίδονται σὲ τέτοιες ἀσχήμιες, καὶ θὰ δεῖ ὁπωσδήποτε ἐκεῖνον τὸν πονηρὸ δαίμονα νὰ εἶναι στενὰ συνδεδεμένος μὲ αὐτὲς· διότι εἶναι δύσκολο, ἀγαπητοί μου, εἶναι δύσκολο, ἴσως μάλιστα καὶ ἀδύνατο, ὅταν τὸ σῶμα καλλωπίζεται τόσο πολύ, νὰ καλλωπίζεται συγχρόνως καὶ ἡ ψυχὴ· ἀλλὰ εἶναι ἑπόμενο, ὅταν φροντίζουμε γιὰ τὸ ἕνα, νὰ παραμελοῦμε τὸ ἄλλο· δὲν εἶναι φυσικὸ νὰ συμβαίνουν συγχρόνως καὶ τὰ δύο. 

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέει: «Ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν - ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι (ἘΑκείνος ποὺ συνδέεται στενὰ καὶ προσκολλᾶται στὴν πόρνη εἶναι ἕνα σῶμα μὲ αὐτήν - ἐκεῖνος ὅμως ποὺ προσκολλᾶται στὸν Κύριο, γεμίζει ὁλόκληρος καὶ διευθύνεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ γίνεται ἕνα πνεῦμα μὲ Αὐτόν)» (Α΄Κορ.6,16-17). 
Αὐτὸς ὁ δεύτερος λοιπὸν γίνεται Πνεῦμα, ἂν καὶ περιβάλλεται ἀπὸ σῶμα· διότι ὅταν αὐτὸς δὲν ἔχει τίποτε τὸ σωματικὸ οὔτε σαρκικὸ οὔτε γήινο, ἁπλῶς φορεῖ τὸ σῶμα· καὶ αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν ὅλη ἡ ἐξουσία ἀνήκει στὴν ψυχὴ καὶ τὸ Πνεῦμα. 

Ἔτσι δοξάζεται ὁ Θεός. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ στὴν προσευχὴ προτρεπόμαστε νὰ λέμε: «Ἂς ἁγιαστεῖ τὸ ὄνομά Σου». Καὶ ὁ Χριστὸς λέει: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ κὰλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 
(Ἔτσι σὰν λυχνάρι ποὺ εἶναι σωστὰ τοποθετημένο ἂς λάμψει το φῶς τῆς ἀρετῆς σας μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν γιὰ τὰ ἐνάρετα καὶ ἅγια παιδιά Του τὸν Πατέρα σας, ὁ ὁποῖος εἶναι βέβαια παρὼν παντοῦ, ἀλλὰ κυρίως φανερώνει τὴν παρουσία Του στοὺς οὐρανούς)» (Ματθ.5,16). Τὸν δοξάζουν ἐπίσης καὶ οἱ οὐρανοὶ χωρὶς νὰ ἔχουν φωνή, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ τοὺς βλέπει κανεὶς καὶ νὰ τοὺς θαυμάζει, ἀποδίδουν τὴ δόξα στὸν οὐρανό. 

Ἔτσι ἂς δοξάσουμε Αὐτὸν καὶ ἐμεῖς, μᾶλλον δὲ καὶ περισσότερο ἀπὸ ἐκείνους· διότι μποροῦμε, ἂν θέλουμε. 
Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ ἡμέρα καὶ ἡ νύκτα δὲν δοξάζουν τόσο τὸν Θεὸ ὅσο μία ἁγία ψυχή. Ὅπως ἀκριβῶς δηλαδή, ὅταν κάποιος βλέπει τὸ κάλλος τοῦ οὐρανοῦ, λέγει: «Δόξα σὲ Ἐσένα, Θεέ μου, τί θαυμάσιο ἔργο δημιούργησες», ἔτσι ἀκριβῶς, καὶ ὅταν βλέπει τὴν ἀρετὴ ἑνὸς χριστιανοῦ ἄντρα, τότε δοξάζει τὸν Θεὸ πολὺ περισσότερο. 
Πράγματι, ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ κτίσματα ὅλοι δὲν Τὸν δοξάζουν, ἀλλὰ πολλοὶ λένε ὅτι τὰ ὄντα δημιουργήθηκαν μόνα τους· ἄλλοι ἀκόμη καὶ στοὺς δαίμονες ἀποδίδουν τὴ δημιουργία καὶ τὴν πρόνοια τοῦ κόσμου, καὶ αὐτοὶ ἁμαρτάνουν κατὰ τρόπο ἀσυγχώρητο. 
Ὅταν ὅμως πρόκειται γιὰ ἀρετὴ ἀνθρώπου, κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἐκφραστεῖ κατὰ τέτοιο ἀναίσχυντο τρόπο, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε θὰ δοξάσει τὸν Θεό, ὅταν βλέπει τὸν ζῶντα ἄνθρωπο νὰ ὑπηρετεῖ Αὐτὸν μὲ τὴν ἀρετή του.
 
Ποιός, ἀλήθεια, δὲν θὰ ἐκπλαγεῖ, ὅταν κάποιος, ἐνῷ εἶναι ἄνθρωπος καὶ ἔχει τὴν ἴδια φύση καὶ συναναστρέφεται ἀνθρώπους, ὡς ἀδάμαντας δὲν κάμπτεται ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν παθῶν; 
Ὅταν, ἐνῷ βρίσκεται μεταξὺ πυρὸς καὶ σιδήρου καὶ θηρίων, εἶναι ἰσχυρότερος ἀπὸ τὸν ἀδάμαντα καὶ σώζεται ἀπὸ ὅλα χάρη στὴν εὐσέβειά του; 
Ὅταν ὑβρίζεται, καὶ ὅμως εὐλογεῖ; Ὅταν συκοφαντεῖται, καὶ ὅμως ἐγκωμιάζει; Ὅταν βλάπτεται, καὶ ὅμως εὔχεται ὑπὲρ τῶν ἀδικούντων; 
Ὅταν τὸν ἐπιβουλεύονται, καὶ ὅμως αὐτὸς εὐεργετεῖ ὅσους τὸν πολεμοῦν καὶ τὸν ἐπιβουλεύονται; 

Αὐτὰ λοιπὸν καὶ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ ἔργα θὰ δοξάσουν τὸν Θεὸ πολὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Πράγματι· οἱ ἐθνικοὶ ἐνῷ βλέπουν τὸν οὐρανό, δὲν ντρέπονται· ὅταν ὅμως δοῦν ἕνα ἅγιο ἄντρα νὰ ζεῖ τὴ φιλοσοφία μὲ συνέπεια, ἀφοπλίζονται καὶ ἐπιρρίπτουν τὴν εὐθύνη στὸν ἑαυτό τους· διότι, ὅταν κάποιος ποὺ εἶναι τῆς ἴδιας μὲ αὐτοὺς ἀνθρωπίνης φύσεως εἶναι τόσο ἀνώτερός τους, πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅσο ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ, τότε καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλουν ἀντιλαμβάνονται ὅτι κάποια θεία δύναμη πραγματοποιεῖ αὐτά. 
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέει ὁ Κύριος: «Καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. (Καὶ νὰ δοξάσουν γιὰ τὰ ἐνάρετα καὶ ἅγια παιδιά Του τὸν Πατέρα σας, ὁ Ὁποῖος εἶναι βέβαια παρὼν παντοῦ, ἀλλὰ κυρίως φανερώνει τὴν παρουσία Του στοὺς οὐρανούς)» (Ματθ.5,16).


ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον



ΠΗΓΕΣ: 

•    https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf 
•    Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὴν Α΄προς Κορινθίους ἐπιστολήν, ὁμιλία ΙΗ΄,πατερικές ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 18, σελίδες 472-503. 
•    Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014. 
•    Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009. 
•    Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005. 
•    Π.Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016. 
•    http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html 
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm 
•    http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου