«Μια φορά – διηγείται ο παππούς – ανεβαίνοντας κατά τον χειμώνα το χιονισμένο μονοπάτι, όταν κοντέψαμε στην Παναγία, είτε από δαιμονικήν ενέργειαν, είτε για να μας δοκιμάσει η Παναγία μας, έπιασε μια τόσο πυκνή ομίχλη, ώστε δεν βλέπαμε ούτε βήμα μπροστά μας. Μου λέει ο Γέροντας: «π. Αρσένιε, εδώ πάνω οι τόποι είναι επικίνδυνοι. Μπορεί να πέσουμε σε κανέναν γκρεμό. Καλύτερα ας διανυκτερεύσουμεν εδώ και το ίδιον είναι». Tί να σας πω, βγάλαμε τόσο ωραίαν αγρυπνίαν, που δεν θα την ξεχάσω! Το πρωί, μόλις έφεξε, τί να δούμε; Ήμασταν έξω από την Παναγίαν. Ήταν κι αυτό δώρο της Παναγίας μας.
Ναι, αλλά μιάν άλλη φορά που ανεβήκαμε βράδυ εξαντλημένοι, παϊλντισμένοι, τί οικονόμησε η καλή Μητέρα μας; Μπαίνοντας μέσα στον ναόν, μοσχοβολούσε η εκκλησία από δύο ολόφρεσκα μήλα, κολλημένα μπροστά από την εικόνα της. Ο Γέροντας πιο τολμηρός μου λέει: «π. Αρσένιε, αυτά τα μήλα θα τα φάμε· και θα τραβήξουμε κομποσχοίνι σ΄ αυτόν που τα αφιέρωσε. Για μας τ΄ άφησε, επειδή έχουμε ανάγκη».
Ναι, αλλά μιάν άλλη φορά που ανεβήκαμε βράδυ εξαντλημένοι, παϊλντισμένοι, τί οικονόμησε η καλή Μητέρα μας; Μπαίνοντας μέσα στον ναόν, μοσχοβολούσε η εκκλησία από δύο ολόφρεσκα μήλα, κολλημένα μπροστά από την εικόνα της. Ο Γέροντας πιο τολμηρός μου λέει: «π. Αρσένιε, αυτά τα μήλα θα τα φάμε· και θα τραβήξουμε κομποσχοίνι σ΄ αυτόν που τα αφιέρωσε. Για μας τ΄ άφησε, επειδή έχουμε ανάγκη».