-Άκουσε, Ευάγγελε (με λέγανε κοσμικά), εγώ θα περάσω, λέει, με τ' αυτοκίνητό μου να πάω στα τάδε χωριά και περίπου κατ' αυτήν την ώρα, τη σημερινή την αγιορείτικη, περίπου πέντε-έξι το μεσημέρι, θα περάσω, να είσαι εκεί, να σε πάρω να πάμε στο μοναστήρι.
-Εντάξει.
Πήρα κι' εγώ μια μπλούζα, κοσμικό παιδί, κάτι τέτοιο, και πήγα και κάθισα σ' ένα βραχάκι και έβλεπα μακριά το δρόμο. Προτού νά 'ρθει η ορισμένη ώρα, σηκώθηκα κι έφυγα. Όταν ήρθε η ώρα, λέει, ήθελαν να τον πιάσουν, άλλά «ούπω ήκει η ώρα Αυτού» (Ιω. 8,20).
Όταν ήρθε η ώρα, ούτε πατέρα ούτε μητέρα λογάριασα, σηκώθηκα κι έφυγα. Αν δεν στάξει απάνω, πώς να το πει κανένας, απρόκοφτος καλόγερος θά 'σαι. Θέλει να στάξει μέσα στην ψυχή· αυτός ο θείος έρως όταν σού 'ρθει, ούτε μένα θα ρωτάς ούτε θα λογαριάζεις, να πούμε, και θα πας με μεγάλη προθυμία.
Ρώτησα παλαιούς Γεροντάδες εγώ: «Τι είδατε;» «Όταν ήρθαμε στο Άγιον Όρος είχαμε φωτιά σαν τον Άθωνα και τώρα έχει μείνει ένα λεπτόκαρο».
Εάν εσύ έρχεσαι μ' ένα λεπτόκαρο, αύριο τι θα γίνει;