«… Όλα τα παιδάκια πήγαιναν σχολείο μια φορά την ημέρα. Το Ιακωβάκι πήγαινε δύο. Το αγαπούσε πολύ, γιατί το σχολείο του στα πρώτα χρόνια ήτανε κι Εκκλησία, της Αγίας Παρασκευής.
Αργά το απόγευμα πήγαινε κι άναβε τα καντήλια. Πήγαινε μόνο του το παιδί και του άρεσε να μένει μέχρι το νύχτωμα. Προσευχότανε όσο ήξερε κι όσο μπορούσε. Έπειτα έπαιρνε τον κατήφορο για το σπίτι, αφήνοντας το δάσος με τα πεύκα. Ένα απόγευμα όμως, θα᾽ τανε τότε οκτώ-εννέα ετών, εκεί που προευχότανε του εμφανίστηκε ολοζώντανη η αγία Παρασκευή ως μοναχή, όπως ήτανε στην εικόνα.
Το παιδί τρόμαξε, το ᾽βαλε στα πόδια κι έφτασε λαχανιασμένο στο σπίτι. Ούτε γύρισε να κοιτάξει πίσω από τον φόβο του. Ξαναπήγε άλλη μέρα ν᾽ ανάψει τα καντήλια και του εμφανίστηκε πάλι.
Και πάλι τρόμαξε. Έφυγε τρέχοντας τον κατήφορο, μα η Αγία βγήκε από το ναό, μίλησε γλυκά και καθησύχασε το παιδάκι. Αυτό, τώρα, σταμάτησε να τρέχει, γύρισε να δει ποιός του μιλούσε.
Αργά το απόγευμα πήγαινε κι άναβε τα καντήλια. Πήγαινε μόνο του το παιδί και του άρεσε να μένει μέχρι το νύχτωμα. Προσευχότανε όσο ήξερε κι όσο μπορούσε. Έπειτα έπαιρνε τον κατήφορο για το σπίτι, αφήνοντας το δάσος με τα πεύκα. Ένα απόγευμα όμως, θα᾽ τανε τότε οκτώ-εννέα ετών, εκεί που προευχότανε του εμφανίστηκε ολοζώντανη η αγία Παρασκευή ως μοναχή, όπως ήτανε στην εικόνα.
Το παιδί τρόμαξε, το ᾽βαλε στα πόδια κι έφτασε λαχανιασμένο στο σπίτι. Ούτε γύρισε να κοιτάξει πίσω από τον φόβο του. Ξαναπήγε άλλη μέρα ν᾽ ανάψει τα καντήλια και του εμφανίστηκε πάλι.
Και πάλι τρόμαξε. Έφυγε τρέχοντας τον κατήφορο, μα η Αγία βγήκε από το ναό, μίλησε γλυκά και καθησύχασε το παιδάκι. Αυτό, τώρα, σταμάτησε να τρέχει, γύρισε να δει ποιός του μιλούσε.