Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως ὁ θαυματουργός
Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ὅταν ἡ πατρίδα μας βρισκόταν στὴ σκληρὴ δουλεία τῆς τουρκοκρατίας, ὁ Θεὸς εὐδόκησε νὰ ἀναδεικνύονται μεγάλα πνευματικὰ ἀναστήματα, ἄξιοι ποιμένες καὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες, γιὰ νὰ ποιμαίνουν ἐπάξια τὸ σκλαβωμένο Γένος μας.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Νέος, ὁ Θαυματουργὸς Ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως στὴ Μεσσηνία.
Γεννήθηκε στὴν Καρύταινα τῆς Γορτυνίας περὶ τὸ 1640. Κάποιοι βιογράφοι του ἀναφέρουν τὴν πληροφορία ὅτι γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα τὸ 1644.
Οἱ γονεῖς του ὀνομαζόταν Ἀνδρέας καὶ Εὐφροσύνη καὶ εἶχαν ἄλλα τρία παιδιά. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος Κορφηνός.
Ἔλαβε ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς του τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν πίστη στὸ Θεό, δείχνοντας ἀπὸ παιδὶ τὴν κλήση του νὰ ἀφιερωθεῖ στὸ Θεὸ καὶ στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας.
Τὰ πρῶτα του γράμματα τὰ ἔμαθε μᾶλλον στὴν γενέτειρά του καὶ ἀργότερα συνέχισε τὶς σπουδές του στὴν ξακουστὴ σχολὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοσόφου στὴν Ἀρκαδία. Συνέχισε μετὰ ὡς κληρικὸς τὶς ἀνώτερες σπουδές του, ὡς κληρικὸς στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, οἱ γονεῖς του τὸν παρότρυναν νὰ παντρευτεῖ, ὅμως ἐκεῖνος πρόβαλλε ἀντιρρήσεις, διότι ἔτρεφε στὴν ψυχή του τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀκολουθήσει τὸ μοναχικὸ βίο. Οἱ γονεῖς του ἐπέμειναν καὶ μάλιστα ὁ πατέρας του, χωρὶς νὰ τὸν ρωτήσει, τοῦ διάλεξε γιὰ σύζυγό του μιὰ κοπέλα ἀπὸ τὴν Πάτρα, κόρη ἑνὸς πλούσιου ἄρχοντα, μὲ τὴν ὁποία τὸν ἀρραβώνιασε.
Κατόπιν τὸν ἔστειλε, μαζὶ μὲ κάποιους σέμπρους του, στὸ Ναύπλιο, γιὰ νὰ ἀγοράσει τα ἀπαιτούμενα, γιὰ τὸ γάμο, χρειαζούμενα.
Ὁ Ἀναστάσιος, ἔχοντας σεβασμὸ στοὺς γονεῖς του, ὑπάκουσε καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν πόλη του Ναυπλίου.
Βαδίζοντας γιὰ τὸ Ναύπλιο, πέρασαν ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας στὸ Βιδόνι, κοντὰ στὸ χωριὸ Σύρνα, ὅπου ὁ Ἀναστάσιος σταμάτησε γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.
Μπῆκε στὴ μικρὴ Ἐκκλησία καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρακαλοῦσε τὴν Παναγία νὰ τοῦ δείξει τί πρέπει νὰ κάμει.
Ἔφτασαν στὸ Ναύπλιο, ψώνισαν τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὸ γάμο καὶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ πάρουν τὸ δρόμο τοῦ γυρισμοῦ.
Ἀλλὰ τὴν προηγούμενη βραδιὰ τῆς ἀναχωρήσεως εἶδε ἕνα παράξενο ὄνειρο: τὴν Παναγία καὶ τὸν Τίμιο Πρόδρομο, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶπαν: «Σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ὑπηρέτη τοῦ Υἱοῦ μου ἐπιθυμῶ νὰ γίνεις, Ἀθανάσιε. Ἀπέστειλε, λοιπόν, τοὺς δούλους σου μὲ τὰ νυμφικὰ ἱμάτια πρὸς τὸν πατέρα σου καὶ ἡ κόρη ἂς συζευχθεῖ ἄλλον ἄνδρα. Ἐσὺ δὲ νὰ πορευθεῖς στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβεις ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου εὐδόκησε».
Ὁ Ἀναστάσιος κατάλαβε ὅτι τὸ ὄνειρο ἦταν ἀπὸ Θεοῦ καὶ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ γίνει μοναχός. Ἔστειλε τοὺς δούλους στὸ σπιτικό του καὶ αὐτὸς ἄλλαξε δρόμο καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ μοναχικὸ ὄνομα Ἀθανάσιος. Ἀκολούθως χειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὴ συνέχεια πρεσβύτερος.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἰάκωβος (1679-1682), (κατὰ τὴν πρώτη του πατριαρχεῖα), τὸν ἐκτιμοῦσε πολὺ καὶ βλέποντας τὴν πίστη του, τὴν ἀφοσίωσή του στὴν Ἐκκλησία, τὰ χαρίσματά του καὶ τὰ λοιπὰ προσόντα του, τὸν χειροτόνησε Μητροπολίτη Χριστιανουπόλεως, ὑπέρτιμο καὶ ἔξαρχο πάσης Ἀρκαδίας, ὡς διάδοχο τοῦ κοιμηθέντος Μητροπολίτου Εὐγενίου (1645-1673).
Ἡ ἐπισκοπική του χειροτονία θὰ πρέπει νὰ ἔγινε τὸ 1680 μὲ 1681, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ ὑπογραφόμενα ἔγγραφα ἀπὸ αὐτόν, ὦ μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἡ ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς του ἦταν ἡ Χριστιανούπολη, πιθανότατα ἡ κώμη Χριστιάνοι τῆς Μεσσηνίας. Ὅμως, μὲ ἀσφάλεια μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ πραγματικὴ ἕδρα του, ἦταν ἡ πόλη της Κυπαρισσίας.
Ὁ Ἀθανάσιος ὅταν πῆγε στὴν ἐπισκοπή του βρῆκε μιὰ ἀπελπιστικὴ κατάσταση, ἀπὸ ἄποψη οἰκονομική, ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἠθική. Οἱ κάτοικοι, κάτω ἀπὸ τὴν τυραννικὴ ἐξουσία τῶν τούρκων, εἶχαν ἐξαχρειωθεῖ καὶ ἐξαθλιωθεῖ. Ἠθικὰ εἶχαν ἀποκτηνωθεῖ καὶ ἐν πολλοῖς, ἐπικρατοῦσε ἀνάμεσά τους ὁ νόμος τῆς αὐτοδικίας.
Τὸ ἴδιο καὶ ἀπὸ θρησκευτικὴ καὶ πνευματικὴ ἄποψη, πυκνὸ πνευματικὸ σκοτάδι τους σκέπαζε. Ἡ φιλότιμη δράση τῶν μοναχῶν τοῦ Λουσίου καὶ τῆς Σχολῆς Φιλοσόφου ἐλάχιστα τοὺς ὠφελοῦσε.
Ὁ ἔνθερμος Ἐπίσκοπος, μόλις ἐνθρονίστηκε ἄρχισε ἕναν τιτάνιο ἀγῶνα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ ὀξυμένα προβλήματα τῆς ἐπισκοπικῆς του περιφέρειας.
Πρῶτο του μέλημα ἡ ἐξεύρεση ἱκανῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδιαίτερα νέων νὰ χειροτονήσει κληρικούς, γιὰ νὰ πληρώσει τὰ τεράστια κενὰ ἐφημερίων.
Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ἵδρυσε σχολεῖα στοιχειώδους ἐκπαιδεύσεως γιὰ τοὺς ὑποψηφίους κληρικούς, ὅπου διδάσκονταν ἑλληνικὴ γλῶσσα, χριστιανικὴ κατήχηση καὶ λειτουργικὴ πρακτική. Γιὰ ἐξεύρεση πόρων παραιτήθηκε ὁ ἴδιος ἀπὸ ὁποιαδήποτε εἰσφορὰ τῶν ἐνοριῶν, γιὰ τὴν συντήρηση τοῦ ἰδίου καὶ τὴ λειτουργία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Φρόντισε παράλληλα γιὰ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τοῦ λαοῦ. Ἀνέθεσε σὲ ὁρισμένους σχετικὰ μορφωμένους κληρικοὺς νὰ περιοδεύουν ὁλόκληρη τὴν μητροπολιτική του περιφέρεια καὶ νὰ κατηχοῦν τὸν λαό.
Περιόδευε καὶ ὁ ἴδιος, διδάσκοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ θέρμη καὶ ζῆλο καὶ δίνοντας κουράγιο καὶ ἐλπίδα στὸ λαό.
Ἔδωσε μεγάλη σημασία στὴ λειτουργικὴ ζωή, διότι πίστευε πὼς αὐτὸ ποὺ ἔλλειπε ἀπὸ τὸ λαὸ ἦταν ἡ θεία χάρις, ἡ ὁποία λαμβάνεται μέσῳ τῆς λατρείας καὶ ἰδίως τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων.
Ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἐπάνδρωση τῶν Ἱερῶν Μονῶν καὶ τὴν ἵδρυση νέων, διότι γνώριζε πολὺ καλὰ τὸν σπουδαῖο ρόλο τοῦ μοναχισμοῦ στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια. Μετέβαλε τὰ μοναστήρια σὲ πνευματικὲς ἑστίες καὶ κέντρα κοινωνικῆς προσφορᾶς πρὸς τοὺς κατατρεγμένους χριστιανούς.
Αὐτὰ τὰ μοναστήρια θὰ γίνουν στὴ συνέχεια τὰ ἐκκολαπτήρια ἐπαναστατῶν καὶ τὰ ὁρμητήρια τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Ἐθνικῆς μας Παλιγγενεσίας!
Παράλληλα ἐπέδειξε μεγάλο κοινωνικὸ καὶ ἐθνικὸ ἔργο. Ἡ μακραίωνη καὶ ἀπάνθρωπη τουρκικὴ δουλεία εἶχε ἐξαθλιώσει τοὺς χριστιανοὺς ραγιᾶδες.
Προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ πόρους ἀπὸ τοὺς εὔπορους τῆς περιοχῆς, ἀνακουφίζοντας τοὺς πειναλέους καὶ δυστυχισμένους ἀνθρώπους.
Ἰδιαίτερα βοηθοῦσε τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, τῶν ὁποίων εἶχε γίνει ὁ στοργικὸς τοὺς πατέρας. Ἀρωγὸς ἔγινε καὶ γιὰ τοὺς ἀνήμπορους, τοὺς γέροντες, τοὺς ἀδικημένους καὶ τοὺς διωκόμενους.
Σὲ αὐτὸν ἔβρισκαν καταφύγιο, στήριξη καὶ παρηγοριά. Ὅσο μποροῦσε, συντηροῦσε στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν τὴ σπίθα τῆς ἐλευθερίας, μιλῶντας τους γιὰ ἀνθρωπιστικὲς ἀρχὲς καὶ φυσικὰ δικαιώματα, τὰ ὁποῖα τὰ καταπατοῦσαν μὲ τὸν πλέον βάναυσο καὶ ἀπάνθρωπο τρόπο οἱ βάρβαροι καὶ ἀλλόθρησκοι κατακτητές.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ποιμαντικὰ καὶ φιλανθρωπικά του καθήκοντα ἀσκοῦνταν καὶ στὴν πνευματική του τελείωση. Προσευχόταν, νήστευε, ἀγρυπνοῦσε, μελετοῦσε τὶς ἅγιες Γραφὲς καὶ ὅσα συγγράμματα Πατέρων μποροῦσε νὰ προμηθευτεῖ.
Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ καθαρθεῖ καὶ νὰ λάβει ἀπὸ τὸ Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Δὲν ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπαν τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅταν ἐκφωνοῦσε μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη το: «Κύριε, Κύριε ἐπίβλεψον ἐξ’ οὐρανοῦ καὶ ἴδε...», μιὰ φλόγα σὲ σχῆμα ἀστέρος νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα του!
Ποίμανε μὲ φόβο Θεοῦ, ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση τὸ λογικὸ ποίμνιο ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ἡ Ἐκκλησία γιὰ εἴκοσι ἑπτὰ χρόνια. Στὰ 1707, ἢ κατ’ ἄλλους στὰ 1708, κοιμήθηκε εἰρηνικά, ὕστερα ἀπὸ σύντομη ἀσθένεια.
Ὁ λαὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς του περιφέρειας τὸν θρήνησε καὶ τὸν συνόδευσε πάνδημα στὴν τελευταία του κατοικία, θεωρῶντας τὸν ἤδη ὡς ἅγιο.
Ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1710 καὶ 1713 ἔγινε ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ του λειψάνου, τὸ ὁποῖο βρέθηκε, στὸ μεγαλύτερο μέρος του, ἄφθορο νὰ εὐωδιάζει.
Τεμάχια τῶν λειψάνων του βρίσκονται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας, τὰ ὁποῖα συχνὰ θαυματουργούν.
Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος θεωρεῖται θαυματουργός. Ἡ Ἐκκλησία τὸν κατέταξε στὴ χορεία τῶν ἁγίων καὶ ὅρισε νὰ ἑορτάζεται ἡ σεπτή του μνήμη στὶς 17 Μαΐου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου