Ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς (Πράξ.14,6-18)
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως
(Ὁμιλία Λ΄). «Συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστραν καὶ Δέρβην καὶ τὴν περίχωρον.
(Μόλις, ὅμως, αὐτοί το ἀντιλήφθηκαν, κατέφυγαν στὶς πόλεις της Λυκαονίας Λύστρα καὶ Δέρβη καὶ στὰ περίχωρά τους)» (Πράξ.14,6).
Ἐκεῖ ὅπου δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐξαφθεῖ ὁ θυμὸς τῶν Ἰουδαίων. Ὥστε καὶ στὰ χωριὰ μετέβαιναν, καὶ ὄχι μόνο στὶς πόλεις.
Πρόσεχε καὶ τὴν ἀφέλεια τῶν ἐθνικῶν, καὶ τὴν κακουργία τῶν Ἰουδαίων. Μὲ ἔργα ἔδειχναν ὅτι ἦταν ἄξιοι νὰ ἀκοῦνε τὸ κήρυγμά τους· τόσο πολὺ τοὺς τιμοῦσαν ἀπὸ τὰ θαύματα μόνο. Οἱ μὲν ἐθνικοὶ τοὺς τιμοῦσαν σὰν θεούς, οἱ δὲ Ἰουδαῖοι τοὺς κατεδίωκαν σὰν καταστροφεῖς· καὶ οἱ μὲν ἐθνικοὶ ὄχι μόνο δὲν ἐμπόδιζαν τὸ κήρυγμα, ἀλλὰ καὶ ἔλεγαν: «Οἱ θεοὶ ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς. (Οι θεοὶ πῆραν ἀνθρώπινη μορφὴ καὶ κατέβηκαν σὲ μᾶς)» (Πράξ. 14,11), οἱ δὲ Ἰουδαῖοι σκανδαλίζονταν.
«Ἐκάλουν τε», λέγει, «τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία, τὸν δὲ Παῦλον ῾Ερμῆν (Καὶ ὀνόμαζαν τὸν Βαρνάβα «Δία», ἐπειδὴ ἦταν πιὸ ἡλικιωμένος καὶ σοβαρὸς˙ καὶ τὸν Παῦλο τὸν ὀνόμαζαν «Ἑρμῆ», διότι αὐτὸς ἦταν ὁ ἀρχηγὸς τοῦ λόγου καὶ μιλοῦσε περισσότερο καὶ μὲ μεγαλύτερη εὐχέρεια)» (Πράξ. 14,12).
Δὲν ἦταν μικρὸς καὶ ὁ πειρασμὸς αὐτὸς ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ γνώμη ποὺ διαμόρφωσαν γιὰ τοὺς Ἀποστόλους. Καὶ πρόσεχε πὼς παντοῦ ὅλα τὰ ἀποδίδουν στὸν Θεό. Αὐτοὺς ἂς μιμηθοῦμε καὶ ἐμεῖς· τίποτε νὰ μὴ θεωροῦμε δικό μας κατόρθωμα, τὴ στιγμὴ βέβαια ποὺ οὔτε καὶ αὐτὴ ἡ πίστη μας ἀκόμα δὲν εἶναι δικό μας κατόρθωμα.
Τὸ ὅτι δὲ δὲν εἶναι δικό μας, ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἄκου τὸν Παῦλο ποὺ λέγει: «Καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον. (Καὶ αὐτὸ δὲν προέρχεται ἀπὸ σᾶς, ἀλλὰ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ)» (Ἐφεσ.2,8).
Ἂς μὴν μεγαλοφρονοῦμε, λοιπόν, οὔτε νὰ ὑπερηφανευόμαστε, τὴν στιγμὴ ποὺ εἴμαστε ἄνθρωποι, χῶμα καὶ στάχτη, καπνὸς καὶ σκιά.
Διότι πές μου, γιατί μεγαλοφρονεῖς; Ἐπειδὴ ἔδωσες ἐλεημοσύνη καὶ μοίρασες τὰ χρήματα; Καὶ τί εἶναι αὐτό; Σκέψου τοὺς φτωχούς, ἢ καλύτερα σκέψου πόσοι καὶ τὰ σώματά τους ἔδωσαν καί, ἀφοῦ τὰ ἔδωσαν, ταλάνισαν ἀμέτρητες φορὲς τὸν ἑαυτό τους.
Σὺ τὰ ἔδωσες γιὰ τὸν ἑαυτό σου, ἐνῷ ὁ Χριστὸς γιὰ σένα· σὺ ἔδωσες ἐκεῖνο ποὺ ὄφειλες ἐνῷ ὁ Χριστὸς δὲν ὄφειλε σὲ σένα.
Σκέψου τὸ ἄγνωστο τοῦ μέλλοντος καὶ μὴν ὑψηλοφρονείς, ἀλλὰ νὰ φοβᾶσαι· μὴν μειώσεις τὴν ἀρετή σου μὲ τὴν ἀλαζονεία σου. Θέλεις πραγματικὰ νὰ κάνεις κάτι μεγάλο; Ποτὲ μὴ σκεφθεῖς ὅτι εἶναι μεγάλα τὰ κατορθώματά σου.[...]
([Ὁμιλία ΛΑ΄). «Ἀκούσαντες δὲ οἱ ἀπόστολοι Βὰρνάβας καὶ Παῦλος, διαρρήξαντες τὰ ἱμάτια αὐτῶν εἰσεπήδησαν εἰς τὸν ὄχλον κράζοντες καὶ λέγοντες· ἄνδρες, τί ταῦτα ποιεῖτε; Καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι, εὐαγγελιζόμενοι ὑμᾶς ἀπὸ τὸύτων τῶν ματαίων ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θὲὸν τὸν ζῶντα, ὃς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς.
(Ὅταν, ὅμως, τὰ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος καὶ κατάλαβαν τί ἤθελαν νὰ κάνουν, ξέσχισαν τὰ ροῦχα τους γιὰ νὰ ἐκδηλώσουν τὴν ἀγανάκτηση καὶ τὴν ἀποστροφή τους ἀπέναντι στὴν εἰδωλολατρική, αὐτή, πράξη καὶ τὴν ἀσεβῆ θεοποίηση ποὺ ἤθελαν νὰ τοὺς κάνουν οἱ κάτοικοι τῶν Λύστρων. Καὶ πήδησαν μέσα στὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ φωνάζοντας 15και λέγοντας: «Ἄνθρωποι, τί εἶναι αὐτὰ ποὺ κάνετε; Κι ἐμεῖς ἄνθρωποι εἴμαστε, μὲ τὴν ἴδια ἀσθενικὴ καὶ θνητὴ φύση ποὺ ἔχετε κι ἐσεῖς. Καὶ σᾶς κηρύττουμε νὰ ἀφήσετε τὰ μάταια αὐτὰ ποὺ σχεδιάζετε νὰ κάνετε, θυσιάζοντας σὲ θεοὺς ψεύτικους καὶ ἀνύπαρκτους˙ καὶ νὰ ἐπιστρέψετε στὸν ἀληθινὸ Θεό, ποὺ δὲν εἶναι νεκρὸς σὰν τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ εἶναι Θεὸς ζωντανός. Αὐτὸς δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα σὲ αὐτά)». (Πράξ.1,14-15).
Πρόσεχε ποὺ ὅλα οἱ Ἀπόστολοι τὰ κάνουν μὲ μεγάλη ψυχικὴ δύναμη. Ξέσχισαν τὰ ἐνδύματά τους, ἔτρεξαν πρὸς τὸν λαό, κάνοντας τὰ πάντα ἀπὸ γνήσια ψυχικὴ διάθεση, νιώθοντας ἀποστροφὴ γιὰ ἐκεῖνα ποὺ ἔγιναν καὶ ἐνεργῶντας μὲ ἐκδηλώσεις πένθους· διότι ἦταν πένθος, πραγματικὰ πένθος ἀπαρηγόρητο, ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ θεωροῦνται θεοὶ καὶ νὰ εἰσάγουν εἰδωλολατρία, τὴν ὁποία ἦρθαν νὰ καταργήσουν. Καὶ αὐτὸ ἦταν ἐπινόημα τοῦ διαβόλου.
Οἱ Ἀπόστολοι, ὅμως, δὲν ἡσυχάζουν, ἀλλὰ τί κάνουν; «Καὶ ἐμεῖς», λέγουν, «εἴμαστε ἄνθρωποι ὁμοιοπαθεῖς μὲ ἐσᾶς». Ἀμέσως καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀνέτρεψαν τὸ κακό. Δὲν εἶπαν ἁπλῶς «ἄνθρωποι», ἀλλὰ «σὰν ἐσᾶς». Ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴ φανοῦν ὅτι τιμοῦν τοὺς θεούς, ἄκουσε τί προσθέτουν: «Ποὺ κηρύττομε τὸ εὐαγγέλιο σὲ σᾶς γιὰ νὰ ἐπιστρέψετε ἀπὸ τὰ μάταια αὐτὰ πράγματα στὸν ζωντανὸ Θεό, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα σὲ αὐτά» (πρβ. Ψάλμ.145,6: «Μακάριος οὗ ὁ Θεὸς Ἰακὼβ βοηθὸς αὐτοῦ, ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἐπὶ Κύριον τὸν Θὲὸν αὐτοῦ, τὸν ποιήσαντα τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς.
(Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακὼβ εἶναι βοηθός του, ὁ ὁποῖος τὴν ἐλπίδα του στήριξε στὸν Κύριο, στὸν Παντοδύναμο Θεό του. Στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἔκανε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ, τὴν θάλασσα καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σὲ αὐτά)»).
Πρόσεχε ὅτι αὐτοὶ πουθενὰ δὲν κάνουν λόγο γιὰ τοὺς προφῆτες, οὔτε λένε γιὰ ποιόν λόγο, ἐνῷ εἶναι Δημιουργὸς ὅλων, ἄφησε τὰ ἔθνη αὐτόνομα;
«Ὃς ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς εἴασε πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν. (Στὸν ζωντανὸ Θεό, ὁ Ὁποῖος στὶς περασμένες γενιὲς ἐγκατέλειψε ὅλους τοὺς ἐθνικοὺς νὰ ζοῦν καὶ νὰ συμπεριφέρονται σύμφωνα μὲ τὶς ἁμαρτωλὲς συνήθειές τους καὶ τὰ εἰδωλολατρικὰ φρονήματά τους)» (Πράξ.14,16).
Τὸ ὅτι τὰ ἄφησε, τὸ λέγει, γιατί ὅμως τὰ ἄφησε, δὲν τὸ λέγει ἀκόμα· στὴν ἀρχὴ σταματᾶ στὸ κατεπεῖγον, μὴ ἀναφέροντας πουθενὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
«Καίτοι γὲ οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς καρποφόρους, ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ὑμῶν (Κι ἐκεῖνοι ἀγνοοῦσαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ζοῦσαν μὲ τρόπο εἰδωλολατρικὸ μακριὰ ἀπ’ Αὐτόν, παρ' ὅλο ποὺ ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε ἄγνωστο καὶ χωρὶς μαρτυρία τὸν ἑαυτό Του. Ἐξακολουθοῦσε καὶ τότε νὰ σᾶς εὐεργετεῖ καὶ νὰ σᾶς δίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ βροχὲς καὶ ἐποχὲς καρποφορίας, γιὰ νὰ γίνονται καὶ νὰ ὡριμάζουν οἱ καρποὶ˙ καὶ σᾶς γέμιζε ἄφθονα μὲ τροφὴ καὶ εὐφροσύνη τὶς καρδιές σας)» (Πράξ.14,17).
Πρόσεχε ὅτι δὲν θέλει νὰ αὐξήσει τὴν σὲ βάρος τους κατηγορία, ἀλλὰ τοὺς διδάσκει ἀποδίδοντας τὸ πᾶν στὸν Θεὸ· διότι ἔμαθαν ὅτι δὲν πρέπει τόσο πολὺ νὰ φροντίζουν νὰ ποῦν κάτι τὸ ἄξιο περὶ τοῦ Θεοῦ, ὅσο τὸ νὰ εἶναι αὐτὸ ὠφέλιμο γιὰ τοὺς ἀκροατές. Πρόσεχε πῶς, μὲ τρόπο ποὺ νὰ μὴ γίνεται ἀντιληπτό, διατυπώνει τὴν κατηγορία (τῆς εἰδωλολατρίας).
Καὶ βέβαια, ἐὰν ἔκανε αὐτό, ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦν αὐτοί, διότι, ἐνῷ ἀπόλαυσαν τόσα ἀγαθά, δὲν Τὸν ἀναγνώρισαν οὔτε σὰν χορηγὸ τροφῆς· ὅμως δὲν τὸ λέγει φανερά, ἀλλὰ τὸ ὑπαινίσσεται, λέγοντας «οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς καρποφόρους, ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς κὰρδίας ὑμῶν».
Τὸ ἴδιο ἔλεγε καὶ ὁ Δαβίδ: «Ἒδωκας εὐφροσύνην εἰς τὴν καρδίαν μου· ἀπὸ καρποῦ σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου αὐτῶν ἐπληθύνθησαν.
(Γέμισες τὴν καρδιά μου ἀπὸ εὐφροσύνη, τὴν ὁποία δὲν δοκιμάζουν οἱ ἀντίπαλοί μου, μολονότι εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ καρπὸ σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου)» (Ψάλμ. 4,8)· καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις, μιλῶντας γιὰ τὴν Δημιουργία, αὐτὰ ἀναφέρει.
Καὶ ὁ Ἰερεμίας ὁμιλεῖ πρῶτα γιὰ τὴν Δημιουργία καὶ ἔπειτα γιὰ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὶς βροχές (Ἰερ.5,22-24: «Μὴ ἐμὲ οὐ φοβηθήσεσθε; Λέγει Κύριος, ἢ ἀπὸ προσώπου μου οὐκ εὐλαβηθήσεσθε; Τὸν τάξαντα ἄμμον ὅριον τῇ θαλάσσῃ, πρόσταγμα αἰώνιον, καὶ οὐχ ὑπερβήσεται αὐτό, καὶ ταραχθήσεται καὶ οὐ δύνήσεται, καὶ ἠχήσουσι τὰ κύματα αὐτῆς καὶ οὐχ ὑπερβήσεται αὐτό. Τῷ δὲ λαῷ τούτῳ ἐγενήθη καρδία ἀνήκοος καὶ ἀπειθής, καὶ ἐξέκλιναν καὶ ἀπήλθοσαν· καὶ οὐκ εἶπον ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν· φοβηθῶμεν δὴ Κύριον τὸν Θὲὸν ἡμῶν, τὸν δὶδοντα ἡμῖν ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον κατὰ καιρὸν πληρώσεως προστάγματος θερισμοῦ καὶ ἐφύλαξεν ἡμῖν.
(«Μήπως δὲν θὰ φοβηθεῖτε Ἐμένα;», λέγει ὁ Κύριος. «Ἢ μήπως δὲν θὰ αἰσθανθεῖτε ἐνώπιόν μου βαθιὰ εὐλάβεια καὶ ἱερὸ δέος; Ἐνώπιον Ἐμένα, τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Παντοκράτορος Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔθεσα τὴν εὐτελέστατη ἄμμο ὡς ὅριο καὶ φραγμὸ στὴν ἀφρισμένη θάλασσα; Ἐγώ, ὁ Δημιουργὸς καὶ νομοθέτης, ἔδωσα αἰώνιο πρόσταγμα, καὶ ἡ θάλασσα δὲν θὰ τὸ ὑπερβεῖ. Θὰ φουσκώσει, θὰ συνταραχθοῦν, θὰ ὁρμήσουν στὴν ἀκτὴ μὲ βία, βοὴ καὶ πάταγο τὰ μεγάλα κύματά της, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ ὑπερβοῦν τὴν λεπτὴ ἄμμο, ποὺ ἔθεσα ὡς φραγμὸ καὶ ὅριο, διότι ὑποτάσσονται στὸ αἰώνιο πρόσταγμά μου.
Ἀντιθέτως, ὁ λαὸς αὐτὸς ἔχει καρδιὰ ἀπειθῆ, παρήκοο καὶ ἀνυπότακτη· ἐπαναστάτησαν καὶ παρεξέκλιναν ἀπὸ τὸν ἅγιο νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ Αὐτόν. Καὶ δὲν εἶπαν μέσα στὴν καρδιά τους, στὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ τους: ‘’Ἂς φοβηθοῦμε, λοιπόν, τὸν Κύριο, τὸν Θεό μας, ὁ Ὁποῖος κατὰ τὴν ἀγαθὴ πρόνοια καὶ φιλοστοργία Του δίνει συνεχῶς σὲ μᾶς βροχὴ πρώιμη καὶ ὄψιμη στὸν κατάλληλο καιρό, ὥστε νὰ τηροῦνται καὶ νὰ ἐφαρμόζονται οἱ διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου γιὰ τὸν καιρὸ τοῦ θερισμοῦ.
Αὐτὸς ἐπίσης ὁ φιλόστοργος Πατέρας, ποὺ μεριμνᾶ γιὰ τὸ μέλλον τῶν παιδιῶν Του, διατηρεῖ ἀποθέματα βροχῆς, ὥστε νὰ μὴν ἐξαντλεῖται καὶ νὰ ὑπάρχει πάντοτε, γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ ἀνομβρία καὶ ξηρασία ἢ βροχόπτωση σὲ ἀκατάλληλη ἐποχὴ)»]· ὥστε ὁμιλεῖ ἔτσι ἐπειδὴ εἶχε διδαχθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον· «ἐμπιπλῶν (γεμίζοντάς τους)», λέγει, «τροφῆς καὶ εὐφροσύνης (μὲ τροφὴ καὶ εὐφροσύνη)».
Μὲ γενναιοδωρία δίνεται ἡ τροφή, ὄχι μόνο γιὰ νὰ εἶναι ἐπαρκής, οὔτε μόνο γιὰ νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς ἀνάγκες.
«Καὶ ταῦτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τὸὺς ὄχλους τοῦ μὴ θύειν αὐτοῖς. (Και μὲ αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν οἱ ἀπόστολοι, μόλις καὶ μετὰ βίας μπόρεσαν νὰ σταματήσουν τοὺς ὄχλους, ὥστε νὰ μὴν προσφέρουν θυσία σὲ αὐτούς)» (Πράξ.14,18).
Καὶ γι' αὐτό θαυμάσθηκαν πάρα πολύ. Βλέπεις ὅτι ἡ ὅλη προσπάθειά τους σὲ αὐτὸ ἀπέβλεπε, στὸ νὰ ἀνατρέψει δηλαδὴ τὴ μανία ἐκείνη;
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Ἐπιμέλεια πολυτονισμοῦ: Ἄκτιστον
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf
• Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς ὁμιλίες Λ΄και ΛΑ΄,πατερικές ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1984, τόμος 16Α, σελίδες 201 καὶ 215-219.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος Θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ Συντόμου Ἑρμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα, 1985.
• https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
• https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
• Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(απόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου